Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

«Κοινωνική Οικονομία» το κρυφό έλλειμμα της Χώρας.


  • Και η επείγουσα ανάγκη για τεθεί στην πολιτική ατζέντα..
  • Από το «Ινστιτούτο Μελετών κοινωνικής οικονομίας»

Ειαγωγή

Μπροστά στη δίνη της οικονομικής κρίσης εξαιτίας του δημοσιοοικονομικού ελλείμματος κανείς δεν μιλάει επισήμως για το άλλο κρυφό έλλειμμα της «Κοινωνικής Οικονομίας» στην Ελλάδα.

Όμως εκτός από τις υπέρογκες δημόσιες δαπάνες που αποτελούν την προφανή αιτία της διόγκωσης του χρέους υπάρχουν και τα κρυφά ελλείμματα που συσσωρεύουν χρόνιες αδυναμίες στην Ελληνική οικονομία.

Το μεγάλο έλλειμμα της κοινωνικής οικονομίας για παράδειγμα είναι μια γενεσιουργούς αιτίες της γενικότερης κρίσης και ταυτοχρόνως βασική ένδειξη της μεγάλης υστέρησης της Ελλάδας έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται πουθενά πολιτικός σχεδιασμός και οριζόντιος συντονισμός της κυβέρνησης σε αυτό το ζήτημα.

Βεβαίως αυτού του είδους τα ελλείμματα της χώρας δεν υπάρχουν κυρώσεις του ΔΝΤ και δεν πρόκειται να ζητήσει πίσω τα δανεικά, δεν είναι εμφανή και δεν τα συνειδητοποιεί άμεσα ο κόσμος.

Πρόκειται όμως για τον καθοριστικό ρόλο του τρίτου τομέα της οικονομίας που σε εποχές κρίσιμες θα μπορούσε να συγκρατήσει την κοινωνική συνοχή.

Μολονότι, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στην Ε,Ε. ο δείκτης αυτός αποτελεί μέρος της γενικότερης πολιτικής ατζέντας, στην Ελλάδα το θέμα φαίνεται σαν να μην υπάρχει παρόλο που διαχειριζόμαστε σημαντικούς πόρους της Ε.Ε. για αυτό τον σκοπό. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα με πληθυσμό μόλις στο 1% της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνει το 6% περίπου των πόρων του Ευρωπαϊκού κοινωνικού Ταμείου.

Το όλο ζήτημα όμως εμφανίζεται ωσάν το πολιτικό μας σύστημα να αγνοεί αυτό το πεδίο πολιτικής και μαζί και τις δυνατότητες ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας. Διαφορετικά δεν εξηγείται η αδιαφορία και η τραγική διαφορά από το μέσο όρο της Ε.Ε. που κινείται στο επίπεδο του 10% περίπου και η Ελλάδα μόλις στο 2%.

Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι υπάρχει πλέον επιστημονική τεκμηρίωση ότι ο δείκτης ανάπτυξης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών έχει άμεση σχέση με την κοινωνική οικονομία και αυτός ο δείκτης με τη σειρά του έχει σχέση με την ανθεκτικότητα της οικονομίας και την αντιμετώπιση της κρίσης και της διαφθοράς. η Κ.τ.Π. στο βαθμό που είναι αναπτυγμένη επιβάλλει τη διαφάνεια στο δημόσιο χώρο και καλύπτει τα κενά του κράτους πρόνοιας. Αυτά τα στοιχεία είναι γνωστά αλλά ελάχιστα γίνονται για την σωστή αξιοποίηση των διαθέσιμων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων προς αυτό το σκοπό.

Δεν είναι λοιπόν μόνον το δημοσιοοικονομικό έλλειμμα της χώρας που μας πάει πίσω ως κοινωνία, είναι το σύνολον των θεσμικών ελλειμμάτων που δεν επιτρέπουν στις συλλογικές οργανώσεις να διαδραματίσουν δημιουργικό και αναπτυξιακό ρόλο στο τομέα προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών. Σήμερα παρά τον τεράστιο όγκο πληροφοριών, ο κατακερματισμός της πληροφόρησης και του κοινωνικού ιστού μειώνει τις δυνατότητες αυτοοργάνωσης και ανάπτυξης της κοινωνικής συμμετοχής και κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, έχοντας η χώρα εισαχθεί σε μία κατάσταση αποπληθωρισμού γίνεται φανερό ότι τα αναγκαία μέτρα εξυγίανσης που οδηγούν στο περιορισμό του δημοσίου χρέους αναγκαστικά οδηγούν και στο περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας σε ένα σημαντικό τμήμα της αγοράς που ασφυκτιά από έλλειμμα ρευστότητας, άλλα και στο περιορισμό της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα.

Αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με την επιβεβλημένη συρρίκνωση, μέσα από το πρόγραμμα σταθερότητας αναμένεται να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στην απασχόληση και το κοινωνικό εισόδημα, και ενδεχομένως ένα εκρηκτικό μείγμα ανεξέλεγκτων κοινωνικών πιέσεων στο μέλλον.

Σε τέτοιες συνθήκες ο ενδιάμεσος χώρος / τρίτος τομέας και η ανάπτυξη του είναι ένα σημαντικός τομέας όχι απλά για την απορρόφηση των κραδασμών και πιέσεων αλλά για παρεμβάσεις στην ρίζα της γενεσιουργού αιτίας της κρίσης. Δηλαδή στο περιορισμό του γιγαντισμού του κράτους που έχει δημιουργήσει το δημόσιο οικονομικό έλλειμμα με την κάλυψη από δραστηριότητες του τρίτου τομέα προσφέροντας υπηρεσίες κοινωνικής αλληλεγγύης που δεν μπορεί να παρέχει πλέον το κράτος.

Μέσω της κρίσης είμαστε αναγκασμένοι να καταλάβουμε ότι δεν αρκεί μόνον η οργάνωση του κράτους και η συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας, χρειάζεται η κινητοποίηση της συντεταγμένης κοινωνίας πολιτών. Και η συντεταγμένη κοινωνία των πολιτών μπορεί να προκύψει, μέσα από την κινηματική λογική, την ενότητα και την οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών. Η ενίσχυση του τρίτου τομέα συγκροτεί το νέο κοινωνικό κεφάλαιο με ανθρώπινες οικουμενικές αξίες, δίνοντας λύση μέσα από την κοινωνική οικονομία στην αντιμετώπιση της φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.

Η ενίσχυση του τρίτου τομέα συγκροτεί το νέο κοινωνικό κεφάλαιο με ανθρώπινες οικουμενικές αξίες, δίνοντας λύση μέσα από την κοινωνική οικονομία στην αντιμετώπιση της φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Το μήνυμα είναι o συνδυασμός της κοινωνική οικονομία με την συμμετοχική δημοκρατία και πράσινη ανάπτυξη για όλους.

Η κοινωνική οικονομία είναι δείκτης κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας. Δείκτης συμπληρωματικότητας και ανθεκτικότητας. Είναι ο τομέας που δημιουργεί θέσεις εργασίας σε συνθήκες κρίσης και είναι αποδεδειγμένο ότι χρειάζεται πολιτικός σχεδιασμός και οριζόντιος συντονισμός κάτι που ποτέ δεν υπήρξε.

Βεβαίως, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι άμεσης αλλά μακροπρόθεσμης απόδοσης στο διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας. Η κυβέρνηση όφειλε να πάρει άμεσα μέτρα στη παρούσα φάση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει ταυτόχρονα να συζητούνται και τα μακροπρόθεσμα μέτρα αντιμετώπισης των διαρθρωτικών ζητημάτων της οικονομίας.

Από την στιγμή όμως που η οικονομία μπαίνει αναγκαστικά στην διαδικασία του αποπληθωρισμού με την ανεργία σε άνοδο και μείωση των αποδοχών στις συντάξεις, η κοινωνική οικονομία ως πολιτικό ζήτημα θα έπρεπε να είναι στην καθημερινή ημερήσια διάταξη.

Η εικόνα στο κέντρο της πρωτεύουσας και μόνον δείχνει πόσο αναγκαία και επείγουσα είναι η ανάγκη πολιτικού σχεδιασμού της κοινωνικής οικονομίας.

Εντούτοις, παρατηρείται μόνον η αποσπασματική αντιμετώπιση του από την κυβέρνηση. Αλλά πλήρης αμηχανία στο κόμμα το οποίο ούτε καν έχει τεθεί ως θέμα. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι κανένα άλλο κόμμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Αντίστοιχα η «πράσινη ανάπτυξη» εμφανίζεται ως πολιτική προτεραιότητα δεν έχει ακόμα συνδεθεί με την κοινωνική οικονομία και τα κοινωνικά δίκτυα, και αυτός είναι ο λόγος που στερείται μια απαραίτητης κοινωνικής δυναμικής.

Ακόμα και στα προγράμματα του ΕΣΠΑ δεν υπάρχει συνολικός σχεδιασμός και συντονισμός σε μέτρα και πολίτες.

Πολλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν επισημάνει ειδικότερα την πράσινη ανάπτυξη το έλλειμμα του οριζόντιου συντονισμού αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με ένα γενικότερο πρόβλημα πολιτικού σχεδιασμού στο ζήτημα της κοινωνικής.

  • Ο τρίτος τομέας

Στο δυτικό κόσμο η κοινωνική οικονομία είναι μια πραγματικότητα που το πολιτικό σύστημα και το κράτος και οι κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να σχεδιάσουν πολιτικές. Στην Ελλάδα αυτό το έλλειμμα έχει αποσιωπηθεί. Είναι ο τρίτος τομέας ανάμεσα σε κράτος και αγορά, ο τρίτος τομέας αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κοινωνία των Πολιτών.

Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό με τον οποίο χαρακτηρίζεται η Κοινωνική Οικονομία περιλαμβάνει όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας που αναλαμβάνεται από μη κερδοσκοπικούς, μη κυβερνητικούς οργανισμούς, κοινωνικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς και διάφορους τύπους ενώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην αυτοοργάνωση των πολιτών και στην εθελοντική προσφορά υπηρεσιών στη βάση της αλληλεγγύης και της συνεργασίας.

Ο τομέας αυτός που αναπτύσσεται από τα κάτω επιχειρεί να καλύψει τους «κενούς χώρους» που αφήνουν μεγάλα τμήματα της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, συνήθως κοινωνικού χαρακτήρα, των οποίων η παραγωγή και η διάθεση από τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς κρίνεται ασύμφορη, η δε παροχή τους από το κράτος πολλές φορές ανέφικτη.

Έτσι αντικειμενικά δημιουργείται ένα κενό οικονομικής δραστηριότητας και απασχόλησης το οποίο καλύπτεται από τις μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και κοινωνικούς οργανισμούς. Υποκείμενο κινητοποίησης αυτής της επιχειρηματικότητας είναι οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών. Στο χώρο αυτό υπάρχει ένας τόπος συνάντησης για την αναπαραγωγή της κουλτούρας σε όλες της τις μορφές. Είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι συμμετέχουν στο «βαθύ παιχνίδι» της δημιουργίας του κοινωνικού κεφαλαίου και κατασκευάζουν κώδικες και κανόνες συμπεριφοράς. Η κουλτούρα βρίσκεται εκεί όπου βασιλεύουν οι εγγενείς αξίες. Η κοινωνία των πολιτών είναι το φόρουμ όπου εκφράζεται η κουλτούρα και είναι ο αρχέγονος τομέας της ανθρώπινης ζωής.

Αυτές οι λειτουργίες δεν μπορεί να αγνοούνται από την σύγχρονη πολιτική.

Κοινωνική αλληλεγγύη είτε με αυθόρμητο τρόπο, είτε με συνειδητό σχέδιο από ενώσεις και δίκτυα είναι η κινητήρια δύναμη αυτής της επιχειρηματικότητας. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι παρά τη σημασία που έχει η κοινωνία των πολιτών για την κοινωνική ζωή, αυτή η σφαίρα δραστηριότητας, στη μοντέρνα εποχή, περιθωριοποιήθηκε από τις δυνάμεις της αγοράς και την κυβέρνηση του έθνους-κράτους. Οικονομολόγοι και ηγέτες επιχειρήσεων, ιδιαίτερα, έφτασαν να βλέπουν την αγορά ως πρώτο τη τάξει θεσμό στις ανθρώπινες υποθέσεις

Η κοινωνική οικονομία αναδυθηκε στο δυτικό κόσμο χωρίς την επίσημη αρχική αναγνώριση.

Τα τελευταία όμως είκοσι χρόνια και με την δύναμη των νέων τεχνολογιών οριζόντιας επικοινωνίας στο τρίτο τομέα υπήρξε μια αλματώδης ανάπτυξη. Η κοινωνική οικονομία είναι παντού παρούσα και μια από τις αναγνωρισμένες πολιτικές της ΕΕ.

Οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας, είναι κυρίως ενεργοί στους ακόλουθους τομείς: κοινωνική ασφάλιση, κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υγείας, ασφαλιστικές υπηρεσίες, τραπεζικές υπηρεσίες, τοπικές υπηρεσίες, εκπαιδευτικό σύστημα, εκπαίδευση και έρευνα, κοινωνικό τουρισμό, ενέργεια, υπηρεσίες καταναλωτή, βιομηχανική και αγροτική παραγωγή, χειροτεχνία, δόμηση, αστικό περιβάλλον και συνεταιρισμοί στέγασης, συνεταιριστική εργασία καθώς επίσης και στους τομείς του πολιτισμού, των σπορ και του ελεύθερου χρόνου, είναι τομείς που βρίσκει έδαφος η ανάπτυξη κοινωνικής οικονομίας.

Στην Ελλάδα ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται σε καμία από τις επίσημες στατιστικές ως διακριτή κατηγορία. Ωστόσο σύμφωνα με τα στόχευα που υπάρχουν ο τρίτος τομέας στην Ελλάδα εκτιμάται ότι απασχολεί περίπου το 2% του συνόλου των εργαζόμενων, μέγεθος μικρό σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

  • Κοινωνική Οικονομία στην Ευρώπη

Στην Ευρώπη η κοινωνική οικονομία αντιπροσωπεύει 10% των επιχειρήσεων, που σημαίνει 2.000.000 επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20.000.000 εργαζομένους ή με άλλα λόγια, το 10% όλων των επαγγελμάτων.

Αυτό είναι ένα κρίσιμο μέγεθος για την κοινωνική συνοχή καθώς πρόκειται κυρίως για αγαθά και υπηρεσίες που έχουν να κάνουν με κοινωνικές αδύναμες ομάδες.

Για παράδειγμα:

Στην Ισπανία, το 5% του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) και το 10% της απασχόλησης που σημαίνει ένα σύνολο 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους ;

Στην Αγγλία ο τρίτος τομέας αποτελεί μια πραγματική οικονομική δύναμη με 865,000 οργανώσεις και ένα εργατικό δυναμικό που φτάνει τα 1,35 εκατομμύρια εργαζόμενους, 6,4% της συνολικής απασχόλησης, και συνολικό ετήσιο εισόδημα £108.9 δις. Εξ’ αυτών οι 55.000 είναι κοινωνικές επιχειρήσεις (Social Enterprises). Το 2005 δημιουργήθηκε για πρώτη φορά εδώ και 100 χρόνια νέα νομική μορφή εταιρείας, η λεγόμενη «Community Interest Company» (cic) και τον Ιούλιο του 2008 λειτουργούσαν ήδη 233 τέτοιες επιχειρήσεις με ένα εισόδημα ύψους 161 εκ λιρών το χρόνο και 957 άτομα προσωπικό.

Για την κοινωνικής οικονομία υπάρχει κυβερνητικός σχεδιασμός με συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Στις Σκανδιναβικές χώρες αντίστοιχα οι συνεταιρισμοί κοινωνικών σκοπών και ανθρωπιστικής αποστολής αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του επίσημου κοινωνικού κράτους, ενώ στις ΗΠΑ ο τομέας αυξάνει συνεχώς την παραγωγή προστιθέμενης αξίας στους κλάδους υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικών υπηρεσιών, έρευνας και τεχνολογίας με έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη, ψυχαγωγίας και πολιτισμού.

Χαρακτηριστικά προγράμματα είναι:

Στη Γαλλία υπάρχουν 760.000 επιχειρήσεις που σημαίνει περίπου 2 εκατομμύρια μισθωτούς υπαλλήλους;

Υπάρχουν επίσης, τα Αλληλοβοηθητικά/Αυτοδιαχειριζόμενα Ταμεία Υγείας που είναι μέλη της ΑΙΜ (Διεθνής Ένωση Αλληλοβοηθητικών/Αυτοδιαχειριζόμενων Ταμείων Υγείας) παρέχουν κοινωνική κάλυψη σε περισσότερους από 150 εκατομμύρια ανθρώπους ;

Τα μέλη της AMICE (Ένωση Αλληλοβοηθητικών Συνεταιρισμών Ασφαλιστών και Ασφάλισης στην Ευρώπη) απασχολούν άμεσα πάνω από 320.000 άτομα και ασφαλίζουν πάνω από 100 εκατομμύρια μέλη έχοντας μερίδιο στην Ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά πάνω από το 20% ;

Οι Συνεταιρισμοί που αντιπροσωπεύονται από την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία «Συνεταιρισμού Ευρώπης» περιλαμβάνουν 250.000 συνεταιριστικές επιχειρήσεις,
163 εκατομμύρια μέλη και 5,4 εκατομμύρια υπαλλήλους ;

Οι Σύλλογοι, που ομοσπονδοποιήθηκαν μέσω του CEDAG (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Εθελοντικών Οργανισμών), σχηματίζουν ένα δίκτυο με περισσότερους από 50.000 συλλόγους και 9 εκατομμύρια μέλη ;

Τα Ιδρύματα εκπροσωπούνται από την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία «ΕFC» που ενώνει τα μέλη ιδρυμάτων περισσοτέρων από 30 χωρών στην Ευρώπη, με συνολικό ενεργητικό 111 δις ευρώ, και που υποστηρίζει μία σειρά οργανισμών και υπηρεσιών γενικού συμφέροντος.

Τον Ιανουάριο του 2008 η Διάσκεψη αυτή μετονομάστηκε σε Κοινωνική Οικονομία Ευρώπης.

Αυτό που διαπιστώνεται από μια σχετική έρευνα οι χώρες της Ευρώπης υπερηφανεύονται ότι σήμερα το δικό τους επίπεδο απασχόλησης στον «μη κερδοσκοπικό τομέα» υπερβαίνει εκείνο των ΗΠΑ. Στην Ολλανδία, το 12,6% της συνολικής επί πληρωμή απασχόλησης αντιστοιχεί στον μη κερδοσκοπικό τομέα. Στην Ιρλανδία το 11,5% όλων των εργαζομένων απασχολείται στον μη κερδοσκοπικό τομέα επίσης, και στο Βέλγιο αυτό το ποσοστό είναι 10,5%. Στην Αγγλία, το 6,2% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον μη κερδοσκοπικό τομέα και στη Γαλλία και τη Γερμανία αυτό το ποσοστό είναι της τάξης του 4,9%. Η Ιταλία έχει περισσότερες από 220.000 μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και ο μη κερδοσκοπικός τομέας μετρά πάνω από 630.000 πλήρως απασχολούμενους εργαζόμενους.

Πρόκειται για αναπόσπαστο κομμάτι του Ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου και παίζει σημαντικό ρόλο στους στόχους της Ευρωπαϊκής πολιτικής, κυρίως στην εργασία, την κοινωνική συνοχή, το επιχειρηματικό πνεύμα, τη διοίκηση, την κοινωνική ανάπτυξη κτλ… τομείς στους οποίους συνεισφέρει ενεργά.

Η κοινωνική οικονομία είναι παρούσα σε διαφορετικές μορφές, σε όλα τα επίπεδα, εθνικά και ευρωπαϊκά, αλλά οι ρίζες της είναι τοπικές.

Η κοινωνική οικονομία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής, όπως, για παράδειγμα, στην αύξηση της παραγωγής, όχι μόνο μέσω υψηλού αριθμού απασχολημένων, αλλά και μέσω νέων τεχνολογιών. Συμβάλλει, επίσης, στην κοινωνική συνοχή των ευάλωτων τομέων της κοινωνίας.

Η δυμανικη της ανάπτυξης του τρίτου τομέα χαρακτηρίζεται με το να συνδέει τους οικονομικούς και τους κοινωνικούς φορείς, με το να εδραιώνει συνεργασίες με το δημόσιο τομέα, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα σωματεία με σκοπό την επίτευξη μεγαλύτερης συνοχής, η κοινωνική οικονομία βοηθά τις επιχειρήσεις να αποκτήσουν μία τοπική πρόσβαση στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Από την άλλη πλευρά διαπιστώνεται ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών δίνουν τη δύναμη στους πολίτες να διεκδικήσουν τα συμφέροντά τους σ’ έναν κόσμο που οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις πιθανότατα δεν πρόκειται να τα φροντίσουν.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Ο Θ. Τάσιος για το ήθος και την πολιτική


Ανιχνεύοντας την κοινωνία των ανθρώπων μέσα από τη φιλοσοφία, το Megaron Plus φιλοξενεί έναν σημαντικό Έλληνα ακαδημαϊκό, τον Θεοδόση Τάσιο, στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων «Φιλοσοφία και Κοινωνία».

Ο Θεοδόσης Τάσιος, προσωπικότητα με πλούσια επιστημονική δραστηριότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, θα καταθέσει στις 22 Απριλίου, τις πολύτιμες γνώσεις του πάνω στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα του ήθους και της πολιτικής.

Η δεύτερη αυτή διάλεξή του με θέμα «Ανατομία Ήθους και Πολιτικής» θα γίνει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το κοινό θα έχει την ευκαιρία να ακούσει τις απόψεις του Θεοδόση Τάσιου και να συνομιλήσει μαζί του.

Ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου θα διερευνήσει τη ρίζα του ηθικού ενεργήματος κατά τη δόμηση του Εγώ, καθώς και ως πηγής ηδονής στο πλαίσιο της Αυτοσυντήρησης και της Αυτοεπιβεβαίωσης του Είναι.

Όπως τονίζει ο ομιλητής, «το αντικείμενο αυτής της διάλεξης είναι βασικής σημασίας για τη διερεύνηση των επιμέρους θεμάτων των ανθρωπίνων κοινωνιών, αφού το ηθικό ενέργημα γεννάται πάνω στις σχέσεις του Εγώ με τον Άλλον, προκειμένου να απαρτίσουν Κοινωνίαν.

Η ανάλυση θα ξεκινήσει από μια απόπειρα ερμηνείας του ηθικού ενεργήματος ήδη από τη βρεφική ηλικία, όπου το Εγώ συνοικοδομείται από τον Άλλον (τη «Μητέρα»).

Περνώντας από τα Άτομα στις Ομάδες, ο ομιλητής θα αναφερθεί στην επικράτηση της Ηθικής στις ανθρώπινες Ομάδες, μέσα στην Προϊστορία ενώ στη συνέχεια θα εξετάσει μια σειρά σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, όπως ο εθελοντισμός, η αντιμετώπιση των ατόμων με ειδικές ανάγκες, καθώς και οι μηχανισμοί που διέπουν τις δράσεις Επιχειρησιακής Υπευθυνότητας.

Έτσι, η ανάλυσή του θα φτάσει στη μελέτη του φαινομένου της Πολιτικής, ξεκινώντας απ’ την απαρίθμηση και τον σχολιασμό των δυσχερειών πραγμάτωσης της πολιτικής πράξης.

Λίγα λόγια για τον Θεοδόση Τάσιο

Ο Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι καθηγητής του ΕΜΠ, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Τουρίνο και επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Λιέγης, του Πανεπιστημίου του Νανκίν και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου.

Είναι επίτιμος Πρόεδρος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρίας, καθώς και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Μελέτης της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας.

Μία από τις μεγάλες αγάπες του Έλληνα ακαδημαϊκού είναι η γλώσσα και η ποιοτική χρήση της. Πρόκειται για ένα φιλόσοφο-διανοητή, που έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα 370 επιστημονικές εργασίες και 40 βιβλία σε διάφορες γλώσσες.

Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα»

  • ΤΟΥ BORIS HESSEN
  • Η ΑΥΓΗ: 18/04/2010

(Απόσπασμα)

Συγκρίνοντας, λοιπόν, τα κύρια τεχνικά και φυσικά προβλήματα αυτής της περιόδου [17ος αιώνας] με τις έρευνες που διεξάγονταν την ίδια εποχή στη φυσική, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι έρευνες αυτές υπαγορεύτηκαν κυρίως από τις οικονομικές και τεχνικές προκλήσεις που έθετε σε προτεραιότητα η ανερχόμενη αστική τάξη.

Κατά τη διάρκεια λοιπόν αυτής της περιόδου του εμπορευματικού κεφαλαίου, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έθεσε στην επιστήμη μια σειρά πρακτικά προβλήματα, η επίλυση των οποίων ήταν επιτακτική.

Η επίσημη επιστήμη, κέντρο της οποίας ήταν το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο, όχι μόνο δεν προσπάθησε να επιλύσει αυτά τα προβλήματα αλλά εναντιώθηκε ενεργά στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.

Τα πανεπιστήμια από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα ήταν τα επιστημονικά κέντρα της φεουδαρχίας. Ήταν οι εστίες των φεουδαρχικών παραδόσεων, τις οποίες μάλιστα υπερασπίζονταν ενεργά. Το 1655, κατά τη διαπάλη μεταξύ αρχιμαστόρων και τεχνιτών, η Σορβόννη υποστήριξε ενεργά το συντεχνιακό σύστημα των επαγγελμάτων και τάχθηκε στο πλευρό των αρχιμαστόρων, επικαλούμενη αποδείξεις «και από την επιστήμη και από την Αγία Γραφή».

Η εκπαίδευση που παρείχαν τα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, στο σύνολό της, αποτελούσε ένα σύστημα κλειστό και σχολαστικό. Η επιστήμη της φύσης δεν είχε θέση στα πανεπιστήμια αυτά. Στο Παρίσι το 1355 αποφασίστηκε να διδάσκουν τον Ευκλείδη μόνο τις ημέρες των διακοπών.

Τα έργα του Αριστοτέλη, από τα οποία είχε αφαιρεθεί όλο το ζωντανό περιεχόμενό τους, αποτελούσαν τα κύρια εγχειρίδια της «επιστήμης της φύσης». Ακόμα και η ιατρική διδασκόταν ως κλάδος της λογικής. Κανείς δεν μπορούσε να τη σπουδάσει αν δεν είχε σπουδάσει προηγουμένως λογική επί τρία χρόνια. Αλλά όταν έφταναν οι εξετάσεις, ο σπουδαστής έπρεπε να απαντήσει σε μία ερώτηση που δεν είχε καμιά σχέση με τη λογική (να αποδείξει ότι ήταν τέκνο ενός νόμιμου ζευγαριού) και προφανώς αυτή η μοναδική ερώτηση δύσκολα μπορούσε να επιβεβαιώσει τη γνώση της ιατρικής. Τα φεουδαρχικά πανεπιστήμια αντιμάχονταν τη νέα επιστήμη, με δύναμη ανάλογη εκείνης που έφερε σε αντιπαράθεση τις φεουδαρχικές σχέσεις που ψυχορραγούσαν με τις νέες προοδευτικές μεθόδους παραγωγής.

Γι' αυτά, ό,τι δεν περιείχαν τα έργα του Αριστοτέλη απλούστατα δεν υπήρχε. Όταν ο Kircher (αρχές του 17ου αιώνα) υπέδειξε σε κάποιον ιησουίτη καθηγητή της επαρχίας πώς να δει με το τηλεσκόπιό του τις ηλιακές κηλίδες που είχαν πρόσφατα παρατηρηθεί, εκείνος του απάντησε: «Είναι μάταιο, παιδί μου! Έχω διαβάσει ολόκληρο τον Αριστοτέλη δύο φορές και δεν έχω βρει τίποτα σχετικά με κηλίδες επάνω στον Ήλιο. Δεν υπάρχουν κηλίδες στον Ήλιο. Οφείλονται είτε σε ατέλειες του τηλεσκοπίου σας είτε σε ελαττώματα της όρασής σας».

Όταν ο Γαλιλαίος εφηύρε το τηλεσκόπιο και ανακάλυψε τις φάσεις της Αφροδίτης, οι φιλόσοφοι του Πανεπιστημίου αρνήθηκαν να ακούσουν οτιδήποτε σχετικά με τις νέες ανακαλύψεις, ενώ, αντίθετα, οι εμπορικές εταιρείες έδειξαν ενδιαφέρον για το όργανο αυτό, διότι ήταν καλύτερο από τα αντίστοιχα όργανα που κατασκευάζονταν στην Ολλανδία.

Στις 19 Αυγούστου 1610, ο Γαλιλαίος έγραφε με πικρία στον Κέπλερ: «Μας προκαλεί γέλια, Κέπλερ, η μεγάλη ανοησία των ανθρώπων. Τι να πει κανείς για τους επιφανέστερους φιλοσόφους αυτής της σχολής, που, με πείσμα οχιάς, παρά τις προσκλήσεις που χίλιες φορές επανέλαβα, δεν καταδέχτηκαν να ρίξουν μια ματιά στους πλανήτες, στη Σελήνη, ούτε καν στο ίδιο το τηλεσκόπιο. Τα μάτια αυτών των ανθρώπων είναι κλειστά στο φως της αλήθειας. Είναι πράγματι εκπληκτικό αλλά εμένα δεν με εκπλήσσει. Αυτό το είδος ανθρώπων νομίζει ότι η φιλοσοφία είναι ένα είδος βιβλίου ... ότι δεν πρέπει να ψάχνουμε την αλήθεια στον κόσμο ή στη φύση, αλλά στην αντιπαραβολή των κειμένων».

[...]

Στο β' μισό του 18ου αιώνα οι ιησουίτες καθηγητές στη Γαλλία δεν είχαν ακόμα πεισθεί να αποδεχτούν τις θεωρίες του Κοπέρνικου. Το 1760 οι Leseur και Jacquier θεώρησαν καλό να προσθέσουν στη λατινική έκδοση των Principia του Νεύτωνα την εξής σημείωση: «Στο τρίτο βιβλίο του ο Νεύτων εφαρμόζει την υπόθεση της κίνησης της Γης. Τα αξιώματα του συγγραφέα δεν μπορούν να ερμηνευθούν παρά μόνο βάσει αυτής της υπόθεσης. Είμαστε έτσι υποχρεωμένοι να ενεργήσουμε στο όνομα κάποιου άλλου. Αλλά από την πλευρά μας διακηρύσσουμε ευθαρσώς ότι δεχόμαστε τις απόψεις που έχουν εκφραστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές εναντίον της κίνησης της Γης».

Τα πανεπιστήμια εκπαίδευαν σχεδόν αποκλειστικά κληρικούς και νομικούς.

[...]

Για να επιλυθούν τα τεχνικά προβλήματα που αναφέραμε πιο πάνω, απαιτούνταν πολλές τεχνικές γνώσεις και σημαντικές μελέτες στα μαθηματικά και στη φυσική. Το τέλος του Μεσαίωνα (κατά τα μέσα του 15ου αιώνα) χαρακτηρίζεται από την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη της βιομηχανίας, ανάπτυξη που ήταν επίτευγμα των αστών του Μεσαίωνα. Την περίοδο αυτή βελτιώνεται η παραγωγή, αποκτά μεγαλύτερη ποικιλία, πραγματοποιείται σε μεγαλύτερη κλίμακα, γίνεται μαζική. Αναπτύσσονται οι εμπορικές σχέσεις.

Όταν, όπως παρατηρεί ο Ένγκελς, οι επιστήμες προοδεύουν με εκπληκτικό ρυθμό μετά τη «σκοτεινή νύχτα» του Μεσαίωνα, αιτία αυτής της προόδου είναι η βιομηχανία.

Η βιομηχανία αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς από την εποχή των σταυροφοριών και σ' αυτό συνέβαλε ο μεγάλος αριθμός νέων επιτευγμάτων (μεταλλουργία, ορυχεία, πολεμική βιομηχανία, βαφές), τα οποία δεν προσέφεραν μόνο νέο υλικό μελέτης αλλά και νέα μέσα πειραματισμού, επιτρέποντας ταυτόχρονα την κατασκευή νέων οργάνων. Μπορούμε να πούμε ότι από την εποχή αυτή αρχίζει να υπάρχει η συστηματική πειραματική επιστήμη.

Επιπλέον, οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις, που σε τελευταία ανάλυση οφείλονταν σε συμφέροντα που συνδέονταν με τη βιομηχανία, προμήθευσαν μ' έναν πελώριο όγκο, απρόσιτων μέχρι τότε, δεδομένων τους τομείς της φυσικής (μαγνητική απόκλιση), της αστρονομίας, της μετεωρολογίας και της βοτανικής. Τέλος, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίστηκε ένα ισχυρό όργανο διάδοσης των γνώσεων: το τυπογραφικό πιεστήριο.

Η κατασκευή των καναλιών, των υδατοφρακτών και των πλοίων, των στοών και των εγκαταστάσεων των μεταλλίων, ο εξαερισμός τους, η άντληση των νερών, ο σχεδιασμός και η κατασκευή των πυροβόλων όπλων και των φρουρίων, τα προβλήματα της βαλλιστικής, ο σχεδιασμός και η κατασκευή οργάνων ναυσιπλοΐας, η επεξεργασία μεθόδων για την καθιέρωση θαλάσσιων οδών, όλα αυτά απαιτούσαν εργάτες τελείως διαφορετικού τύπου από εκείνους που είχαν εκπαιδεύσει μέχρι τότε τα πανεπιστήμια. Το γ' τέταρτο του 16ου αιώνα, θέλοντας να προσδιορίσει τις ελάχιστες γνώσεις που έπρεπε να έχει ένας επιστάτης ορυχείων, ο Johann Mathesius απαριθμούσε τη βαθιά γνώση των μεθόδων τριγωνισμού, την καλή γνώση της ευκλείδειας γεωμετρίας, την ικανότητα να χρησιμοποιεί την πυξίδα –απαραίτητη για τη διάνοιξη και τον υπολογισμό της ορθής κατεύθυνσης των στοών του ορυχείου– και την κατανόηση του τρόπου κατασκευής των μηχανημάτων άντλησης νερών και εξαερισμού.

Υπογράμμιζε ότι για την κατασκευή των στοών και την καλή λειτουργία των ορυχείων χρειάζονταν μηχανικοί που θα είχαν θεωρητική εκπαίδευση, διότι η εργασία αυτή υπερέβαινε κατά πολύ τις δεξιότητες ενός μέσου ανεκπαίδευτου μεταλλωρύχου.

Υπό το φως αυτών των δεδομένων, κατανοούμε ότι το επάγγελμα αυτό, προφανώς, δεν ήταν δυνατόν να το σπουδάσει κανείς στα πανεπιστήμια της εποχής. Η νέα επιστήμη αναπτύχθηκε αντιπαλεύοντας τα πανεπιστήμια, ως μια μη πανεπιστημιακή επιστήμη.

Η πάλη ανάμεσα στην πανεπιστημιακή και στη μη πανεπιστημιακή επιστήμη, η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης, αντανακλούσε στο ιδεολογικό πεδίο την ταξική πάλη μεταξύ αστικής τάξης και φεουδαρχίας.

Η επιστήμη προόδευε βήμα-βήμα, με τον ίδιο ρυθμό που αναπτυσσόταν και ανθούσε η αστική τάξη. Για να αναπτύξει τη βιομηχανία της, η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη, η οποία όφειλε να μελετήσει τις ιδιότητες των υλικών σωμάτων και τις μορφές εκδήλωσης των δυνάμεων της φύσης.

Μέχρι τότε η επιστήμη ήταν η ταπεινή θεραπαινίδα της Εκκλησίας και δεν της επιτρεπόταν να διαβεί τα όρια που εκείνη της είχε προσδιορίσει.

Η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη και η επιστήμη αναπτύχθηκε μαζί με την αστική τάξη σε πείσμα της Εκκλησίας (Ένγκελς). Μ' αυτόν τον τρόπο, η αστική τάξη άρχισε τη διαμάχη της με τη φεουδαρχική Εκκλησία. Εκτός από τις επαγγελματικές σχολές (σχολές μηχανικών ορυχείων, σχολές αξιωματικών του πυροβολικού), κέντρα της νέας επιστήμης και των νέων επιστημών της φύσης, που αναπτύχθηκαν εκτός των πανεπιστημίων, ήταν οι επιστημονικές εταιρείες.

Την ε' δεκαετία του 17ου αιώνα, ιδρύθηκε στη Φλωρεντία η περίφημη Accademia del Cimento, με σκοπό την πειραματική μελέτη της φύσης. Ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν επιστήμονες όπως οι Borelli και Viviani. Η Ακαδημία ήταν πνευματικός διάδοχος του Γαλιλαίου και του Torricelli, και συνέχισε το έργο τους. Είχε για έμβλημα τη ρήση Provare e Riprovare.

Το 1645 συγκροτήθηκε στο Λονδίνο ένας κύκλος επιστημόνων που συγκέντρωσε όλους εκείνους που ενδιαφέρονταν για τις επιστήμες της φύσης. Συνέρχονταν μία φορά την εβδομάδα για να συζητήσουν τα επιστημονικά προβλήματα και τις νέες ανακαλύψεις, και από αυτές τις συναντήσεις γεννήθηκε το 1661 η Βασιλική Ακαδημία (Royal Society). Η Βασιλική Ακαδημία περιέλαβε στους κόλπους της τους κορυφαίους μεταξύ των επιφανέστερων επιστημόνων της Αγγλίας και, προβάλλοντας την αντίθεσή της στην πανεπιστημιακή σχολαστικότητα, υιοθέτησε για έμβλημά της τη ρήση Nullius in verba. Οι Robert Boyle, Brouncker, Brewster, Wren, Halley και Robert Hooke ήταν δραστήρια μέλη της. Ένα από τα επιφανέστερα μέλη της υπήρξε ο Νεύτων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η ανερχόμενη αστική τάξη έθεσε τις επιστήμες της φύσης στην υπηρεσία της και στην υπηρεσία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Καθώς ήταν την εποχή εκείνη η πιο προοδευτική τάξη, είχε ανάγκη από την πιο προοδευτική επιστήμη. Η Αγγλική Επανάσταση υπήρξε ένας ισχυρός παράγοντας για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η εμπειρική επίλυση μεμονωμένων προβλημάτων δεν αρκούσε πια προέκυψε η ανάγκη για μια συνθετική μελέτη του συνόλου των φυσικών προβλημάτων που έθεταν επιτακτικά η ανάπτυξη των νέων τεχνικών και η δημιουργία μιας σταθερής θεωρητικής βάσης που θα επέτρεπε να λυθούν τα προβλήματα αυτά με γενικές μεθόδους.

Και επειδή το σύνολο αυτών των προβλημάτων ανήκε στη μηχανική, αυτή η σφαιρική μελέτη των προβλημάτων της φυσικής ισοδυναμούσε με την προσπάθεια δημιουργίας μιας αρμονικής δομής της θεωρητικής μηχανικής, ικανής να παράσχει γενικές μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων της επίγειας και ουράνιας μηχανικής. Αυτό το έργο το εκπλήρωσε επιτυχώς ο Νεύτων. Και μόνο ο τίτλος του σημαντικότερου έργου του δείχνει ότι ο σκοπός που είχε θέσει ήταν να δημιουργήσει αυτήν τη σύνθεση.

Στην εισαγωγή των Principia ο Νεύτων επισημαίνει ότι η εφαρμοσμένη μηχανική και η θεωρία των απλών μηχανών είχαν ήδη αναπτυχθεί πριν από αυτόν και ότι η δική του εργασία συνίσταται «όχι στο να συνεισφέρει στα σχετικά με τις διάφορες τέχνες και να επιλύσει επιμέρους προβλήματα αλλά να προσφέρει μια διδασκαλία για τη φύση και να θεμελιώσει τις μαθηματικές βάσεις της φυσικής».

Τα Principia είναι γραμμένα σε αφηρημένη μαθηματική γλώσσα και θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε στις σελίδες τους αναφορές για τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα προβλήματα που θέτει και επιλύει και στις τεχνικές ανάγκες από τις οποίες προέκυψαν.

Όπως ακριβώς η γεωμετρική μέθοδος παρουσίασης δεν ταυτίζεται με τη μέθοδο διά της οποίας ο Νεύτων έκανε τις ανακαλύψεις του, αλλά αποτελεί την αξιοπρεπή, κατά τη γνώμη του, μορφή με την οποία πρέπει να είναι ενδεδυμένες οι λύσεις που βρήκε με άλλα μέσα, έτσι δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε από ένα έργο που πραγματεύεται τη «φυσική φιλοσοφία» να περιέχει αναφορές για τις «ευτελείς» πηγές από τις οποίες έλκει την έμπνευσή του.

[1931]

Μαρξισμός και φιλοσοφία της επιστήμης

  • ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΜΠΑΛΤΑ
  • Η ΑΥΓΗ: 18/04/2010

Επιστημονική αντικειμενικότητα έναντι κοινωνικού σχετικισμού

Στον περίφημο πρόλογο της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859, δηλαδή το κυριότερο έργο του πριν από το Κεφάλαιο, ο Μαρξ αποφεύγει να θέσει την επιστήμη ανάμεσα στις «νομικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές» υπό τις οποίες οι «άνθρωποι συνειδητοποιούν και φέρουν σε πέρας τη σύγκρουση» ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις. Αντίθετα, ο ίδιος φαίνεται να αντιδιαστέλλει καθαρά αυτές τις «ιδεολογικές μορφές» από τον «επιστημονικά αυστηρό τρόπο» με τον οποίο μπορούμε να διαπιστώνουμε τους «υλικούς μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής».

Η διάκριση επιστήμης και ιδεολογίας, όπως τίθεται έτσι σχεδόν ρητά, φαίνεται κατ' αρχήν να μας επιτρέπει να συναγάγουμε πως ο «επιστημονικά αυστηρός τρόπος» είναι εγγενώς προικισμένος με την ικανότητα να αίρεται υπεράνω των συγκρούσεων ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, ώστε να μπορεί να αποτιμά με τη δέουσα αντικειμενικότητα τα συναφή αίτια και διακυβεύματα και να προβαίνει συνεπώς σε αμερόληπτες διαπιστώσεις, δηλαδή διαπιστώσεις που δεν υπόκεινται στις υποκειμενικότητες ή τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης πλευράς. Το ερώτημα του πώς η επιστήμη είναι σε θέση να αντλεί αυτήν την ικανότητα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας δεν φαίνεται να απασχολεί καθόλου τον Μαρξ. Τουλάχιστον στο εν λόγω κείμενο.

Από την άλλη μεριά όμως, αφού «ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει τη διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής εν γένει» ενώ τόσο ο ρητός όσο και ο διάχυτος υλισμός του Μαρξ του απαγορεύει να θεωρήσει την επιστήμη ως κάτι εξωτερικό, ξένο ή ανεξάρτητο από την τελευταία, ο ίδιος φαίνεται να υποστηρίζει στο ίδιο κείμενο ότι οι όροι και οι μορφές ανάπτυξης της επιστήμης, αν όχι αυτά καθ' εαυτά τα επιστημονικά αποτελέσματα, εξαρτώνται καθοριστικά από τα στάδια ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κατά τις παραγωγικές σχέσεις που τους αντιστοιχούν κάθε φορά.

Με άλλα λόγια, ο Μαρξ φέρεται να θεωρεί όχι μόνον πως η επιστήμη, παρά την αντικειμενικότητα και αμεροληψία της, παραμένει αγκυρωμένη στην κοινωνία, αλλά και πως η όλη εξέλιξή της εξαρτάται καθοριστικά από εκείνη: αφού «η ανθρωπότητα δεν θέτει ποτέ προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει», τα επιστημονικά προβλήματα που θέτει η επιστήμη κατά το οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξής της δεν μπορεί παρά να είναι προβλήματα που, σε τελευταία τουλάχιστον ανάλυση, το αντίστοιχο σύμπλοκο παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων επιτρέπει να τεθούν, δηλαδή να διατυπωθούν ώστε να λυθούν.

Διαπιστώνουμε έτσι πως το κείμενο του Μαρξ συγκροτεί εδώ μια σημαίνουσα ένταση, αν όχι μια καθαυτό αντίφαση. Από τη μια μεριά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως ικανή να αποφαίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα για τους απολύτους καθοριστικούς «υλικούς μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής». Αλλά από την άλλη μεριά, και ταυτόχρονα, η ίδια, δηλαδή η δυνατότητα να τίθενται, να διατυπώνονται και να λύνονται τα εκάστοτε επιστημονικά προβλήματα, παρουσιάζεται να εξαρτάται εξίσου καθοριστικά από τους ίδιους τους μετασχηματισμούς αυτούς. Με άλλα λόγια, αν η δυνατότητα διατύπωσης και λύσης των επιστημονικών προβλημάτων εξαρτάται από την «οικονομική δομή της κοινωνίας», πώς είναι σε θέση η επιστήμη να αποφαίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα επί των όσων συγκροτούν αυτήν την «οικονομική δομή»; Μια άλλη «οικονομική δομή» δεν θα οδηγούσε αναπόφευκτα κατά τα παραπάνω στην «άλλη» επιστήμη που θα της αντιστοιχούσε; Και αν ναι, πώς μπορεί να συμβιβαστεί η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία της επιστήμης με τη σχετικότητά της ως προς την «οικονομική δομή»; Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με κάποιας μορφής κοινωνικό σχετικισμό;

Η ένταση, ανάμεσα στην αιτούμενη αντικειμενικότητα και αμεροληψία της επιστήμης από τη μια μεριά και στην εξίσου αιτούμενη εξάρτηση της ίδιας από την εκάστοτε «οικονομική δομή» από την άλλη, δεν αντιμετωπίζεται σε αυτό το ιστορικής σημασίας κείμενο του Μαρξ. Πολλοί μελετητές έχουν παρατηρήσει άλλωστε πως η εν λόγω ένταση δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικά καθόλου στο όλο έργο του ίδιου συγγραφέα. Αν εξαιρέσουμε λίγες σελίδες εδώ ή εκεί, που στην ουσία διατυπώνουν με παρεμφερείς όρους την ίδια ένταση, χωρίς μολαταύτα να σκιαγραφούν τρόπους για την άρση της, από το έργο του Μαρξ απουσιάζει η επαρκής φιλοσοφική θεώρηση των πόλων της έντασης και των σχέσεων μεταξύ τους, δηλαδή η γνωσιοθεωρία που θα εντόπιζε ρητά τα συναφή ζητήματα, θα τα αντιμετώπιζε ευθέως και θα πρότεινε τρόπους για την έλλογη και φιλοσοφικά συνεπή κατανόησή τους.

Ο Μπαλιμπάρ μάλιστα προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: «οι [φιλοσοφικές] διατυπώσεις του Μαρξ δεν αποτελούν σύνολο που έχει συνοχή ... τουλάχιστον εάν η ιδέα της συνοχής ... παραπέμπει στην ιδέα ενός [φιλοσοφικού] συστήματος». Με μία λέξη, ο Μαρξ δεν διατυπώνει πουθενά κάποιο φιλοσοφικό σύστημα, βασικός αρμός του οποίου θα ήταν μια γνωσιοθεωρία που θα διέκρινε μια για πάντα την επιστήμη από την ιδεολογία και θα οδηγούσε από κει στην κατανόηση της έντασης που επισημάναμε. Το πώς και το γιατί αυτή η σημαίνουσα απουσία αποκρύφτηκε και καλύφθηκε πίσω από τον λεγόμενο «διαλεκτικό υλισμό», σταλινικής ουσιαστικά επινόησης, δεν είναι του παρόντος1.

Οφείλουμε βέβαια να υπογραμμίσουμε ότι ο Μαρξ δεν είναι κατά κανένα τρόπο φιλοσοφικά αφελής. Αυτός ξεκίνησε τη φιλοσοφική του διαδρομή υπό την επήρεια του Χέγκελ ενώ, όπως έχει δείξει αναλυτικά ο Αλτουσέρ, ουδέποτε άσκησε αναλυτική και συστηματική κριτική στον βασικό πυρήνα της εγελιανής φιλοσοφίας. Στον επίλογο της δεύτερης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου μάλιστα, ο ίδιος ομολογεί ότι δεν διστάζει να «φλερτάρει με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται» ο Χέγκελ.

Τώρα, όπως είναι γνωστό, ο Χέγκελ γράφει από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας: η ιστορία έχει τελειώσει κοινωνικά με την έλευση του πρωσικού κράτους, έχει τελειώσει σε επίπεδο φυσικής επιστήμης με τη νευτώνεια θεωρία, έχει τελειώσει σε επίπεδο ιδεών εν γένει με τη φιλοσοφία του ίδιου του Χέγκελ. Αλλά αν η σκοπιά από την οποία αποτιμάται η κοινωνία, και όλες οι εξελίξεις της, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών, είναι η σκοπιά της ήδη τελειωμένης ιστορίας, τότε αυτή η σκοπιά ενέχει τη δυνατότητα καθολικής αντικειμενικής επόπτευσης και κατά συνέπεια η παραπάνω ένταση αίρεται εκ προοιμίου, δηλαδή δεν τίθεται καν. Οφείλουμε βέβαια να σημειώσουμε ότι για τον νεαρό Μαρξ το πρωσικό κράτος και η εγελιανή φιλοσοφία δεν σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας.

Προκειμένου να ολοκληρωθεί η «προϊστορία της ανθρωπότητας», απομένει η γνήσια προλεταριακή επανάσταση. Αλλά το εναπομένον αυτό ιστορικό έλλειμμα δεν αλλάζει ουσιαστικά τη βασική ιδιότητα του σχήματος του Χέγκελ που ενδιαφέρει εδώ: η επόπτευση των πραγμάτων από τη «σκοπιά του προλεταριάτου» εξασφαλίζει και πάλι καθολική αντικειμενικότητα και άρα η εν λόγω ένταση εξακολουθεί να μην υφίσταται. Με αυτήν την έννοια, ο Μαρξ δικαιούται φιλοσοφικά να μην «βλέπει» την ένταση που επισημαίνουμε.

Ωστόσο, όπως θα διαπιστώσουμε διεξοδικότερα παρακάτω, το φιλοσοφικό κόστος που καλείται να πληρώσει μια τέτοιου τύπου εξαφάνιση της έντασης που μας απασχολεί δεν είναι καθόλου αμελητέο...

1. Βλέπε μολαταύτα ανάμεσα σε πολλά άλλα Μπαλιμπάρ (ό.π.) και (Zapata 1983). Για μια γενικότερη θεώρηση των σχέσεων του Μαρξισμού –τουλάχιστον όπως αυτός εκλαμβανόταν κατά τις διάφορες περιόδους που συνιστούν την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και της Σοβιετικής Ένωσης– με τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις της επιστήμης βλέπε (Sheehan 1993).

  • Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις. Κείμενα των Boris Hessen, Κώστα Γαβρόγλου, Αριστείδη Μπαλτά. Mετάφραση, επιμέλεια, επίμετρο: Δημήτρης Διαλέτης, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384

Μαρξισμός και ιστορία των επιστημών

  • ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ
  • Η ΑΥΓΗ: 18/04/2010

Η απόπειρα διαμόρφωσης ενός πλαισίου για την διερεύνηση της σχέσης μαρξισμού και ιστορίας των επιστημών συγκροτήθηκε γύρω από πέντε ερωτήματα:

- Για ποιους λόγους έχει νόημα να διαμορφωθεί μια μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών;

- Τι είδους συμπεράσματα μπορούμε να αντλήσουμε από τις συζητήσεις γύρω από τον μαρξισμό και τις επιστήμες από τον μεσοπόλεμο και μετά;

- Ποιες θεωρητικές κατηγορίες χρήζουν διευκρινίσεων και ποιες πρέπει να εισαχθούν για την διαμόρφωση μιας μαρξιστικής ανάγνωσης της ιστορίας των επιστημών;

- Με βάση τις συζητήσεις που έχουν στο γίνει στο παρελθόν, ποιες έννοιες ή και «αρχές» δυσκολεύουν τις απόπειρες για μια μαρξιστική ιστορία των επιστημών;

Ας προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τα βασικά σημεία των απαντήσεων που δόθηκαν στα παραπάνω ερωτήματα. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα αναδεικνύει δύο χαρακτηριστικά των επιστημών: Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιστήμες αποτελούν ιστορικά διαμορφωμένα μορφώματα, η εξέλιξη των οποίων δεν οφείλεται σε νομοτελειακούς παράγοντες που υπαγορεύονται από την «φύση των πραγμάτων» ή την «δομή της φύσης». Οι απαρχές και η μετέπειτα εξέλιξη του κάθε επιστημονικού κλάδου εξαρτάται από συγκεκριμένες χωροχρονικές ιδιαιτερότητες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο όσα αποφασίζουν να κάνουν οι επιστήμονες, αλλά και όσα επιδιώκουν κοινωνικές συλλογικότητες εκτός των επιστημόνων.

Φαίνεται ότι αξιακά πλέγματα (που περιλαμβάνουν, ανάμεσα σε άλλα, πολιτικές επιδιώξεις, οικονομικά συμφέροντα, και ιδεολογικούς προσανατολισμούς) (επαν)εγγράφονται συνεχώς στις επιστήμες στη διάρκεια της εξέλιξής τους, δημιουργώντας ένα πλαίσιο το οποίο δεν καθιστά όλες τις πιθανές χρήσεις εξ ίσου δυνατές. Το δεύτερο χαρακτηριστικό των επιστημών στις μέρες μας σχετίζεται με τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Η τόση μεγάλη ομοιότητα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής θέτει το ερώτημα αν μπορούμε να διερευνήσουμε, με μαρξιστικούς όρους, τι ακριβώς είναι αυτό που παράγεται όταν παράγεται επιστημονική γνώση. Μήπως, με άλλα λόγια, η επιστημονική γνώση έχει τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, η διαδικασία παραγωγής του οποίου δημιουργεί και την ιδεολογία που είναι απαραίτητη για την διακίνηση και ηγεμονία του.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με την παράδοση που είχαν διαμορφώσει οι συζητήσεις και δραστηριότητες των μαρξιστών γύρω από τις επιστήμες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και μετά. Οι πρώτες επεξεργασίες αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τον 16ο και 17ο αιώνα. Οι μαρξιστικές προσεγγίσεις δεν απέκτησαν ακαδημαϊκό έρεισμα, παρά το ακαδημαϊκό κύρος δύο τουλάχιστον εκπροσώπων τους στον αγλλοσαξωνικό χώρο, των John Bernal και Joseph Needham. Η κοινωνική ιστορία των επιστημών χωρίς μαρξιστικές αναφορές ουσιαστικά εγκαινιάζεται το 1938 από τον Merton και γίνεται δεκτή ως κοινωνιολογία της επιστήμης στον ακαδημαϊκό χώρο.

Σίγουρα δεν βοήθησε στη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος για τις μαρξιστικές προσεγγίσεις στην ιστορία των επιστημών η σχεδόν αποκλειστική εμμονή πολλών από τους μαρξιστές, στη Δύση, στη διερεύνηση της κοινωνικής λειτουργίας των επιστημών, στην καταγγελία της καπιταλιστικής επιστήμης ή στις προσπάθειες ανάδειξης του αδιεξόδου των επιστημών σε καπιταλιστικές συνθήκες. Η ολοένα και εντεινόμενη ιδεολογική αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης στις δυτικές κοινωνίες, ανάγκασε όσους ασχολήθηκαν με τη διαμόρφωση μιας μαρξιστικής ιστορίας των επιστημών, να αποφασίσουν να εμπλακούν πολιτικά με πιο ζωτικά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τις ακαδημαϊκές ενασχολήσεις. Οι τελικές διατυπώσεις των θεωριών της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής οδήγησαν στην (επανα)πραγμάτευση εννοιών, η ισχύς των οποίων δεν είχε αμφισβητηθεί για τις επιστήμες, τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα.

Οι έντονες συζητήσεις σχετικά με το διακύβευμα της αντικειμενικότητας και της αιτιότητας, γρήγορα πήραν έναν χαρακτήρα πολεμικής ανάμεσα σε μαρξιστές και μη μαρξιστές. Σύντομα έγινε σαφές ότι υπήρχε, ουσιαστικά, ένα ιδεολογικό διακύβευμα, και οι φιλοσοφικές (και συχνά εκλαϊκευτικές) συζητήσεις για τη σύγχρονη φυσική εκτόπισαν τις ήδη αναιμικές αναζητήσεις των ιστορικών για μία μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας των επιστημών. Η ίδια κατάσταση επικράτησε, εν πολλοίς, και στους κόλπους της Σοβιετικής Ένωσης. Το κλίμα έντονης πόλωσης ανάμεσα σε (παραδοσιακούς) μαρξιστές και μη μαρξιστές, αλλά και οι πρωτοφανείς ανακατατάξεις στη δεκαετία του 1960 στους κόλπους της αριστεράς στη Δύση, δεν ευνόησαν τελικά την όσμωση ιδεών ανάμεσα στη νέα αριστερά και την απερχόμενη γενιά του 1920-30. Άρχισε, όμως, ανάμεσα στους εκπροσώπους των νέων επεξεργασιών του μαρξισμού, να επικρατεί η τάση της έντονης κριτικής προς τη Σοβιετική Ένωση και της κοινωνικής λειτουργίας των επιστημών εκεί.

Στο πλαίσιο μιας μαρξιστικής θεώρησης της επιστήμης, η αποσαφήνιση φιλοσοφικών κατηγοριών είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη με την ιστορική μελέτη της επιστήμης και η απάντηση στο τρίτο ερώτημα επιχειρηματολογεί υπέρ της αποδοχής της ιστορικότητας των εννοιών της αλήθειας, της αντικειμενικότητας, της αιτιότητας, οι οποίες, μαζί με την ιστορικότητα των διαδικασιών πειθούς, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της όποιας ιστορίας των επιστημών. Μία ενδιαφέρουσα ιστοριογραφική διάσταση που, όμως, προέκυψε από θεωρητικές συζητήσεις για το (κοινωνικό) φαινόμενο της επιστήμης, εμφανίζεται να είναι η ενδεχομενικότητα: η δυνατότητα να είχε εξελιχθεί η επιστήμη διαφορετικά από ό,τι εξελίχθηκε, η σημασία των διαφορετικών επιλογών σε κάθε συγκυρία για την εξέλιξη των επιστημών, και το ότι η συγκεκριμένη κάθε φορά πορεία δεν ακολουθείται επειδή προκύπτει από τη «φύση των πραγμάτων» που εξετάζουν οι επιστήμες, αλλά από τη γενικότερη λειτουργία των επιστημόνων που διαμορφώνεται με κριτήρια που αφορούν ένα σύνολο κοινωνικών και ιδεολογικών παραμέτρων, όπως και από την εσωτερική και τεχνική δομή της κάθε επιστήμης. Η ενδεχομενικότητα των επιστημονικών εξελίξεων υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, η κυρίαρχη ιδεολογία, οι κρατικές πολιτικές για την επιστήμη είναι συνεχώς παρούσες στην εξέλιξη των επιστημών.

Η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα προσανατολίστηκε στην αποδέσμευση από δύο ιδιαίτερα προβληματικές κατευθύνσεις προβληματισμού που χαρακτήρισαν πολλές από τις συζητήσεις σχετικά με τη μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας των επιστημών: την άποψη ότι η τεχνολογία συνιστά την εφαρμογή των επιστημών, και τη θέση περί της ουδετερότητας της επιστήμης και της «καλής» ή «κακής» χρήσης της.

Για τη σχέση επιστημών και τεχνολογίας, προβάλλεται συχνά μία άκαμπτη και αιτιακή σχέση μεταξύ τους, η τεχνολογία θεωρείται ως «εφαρμοσμένη επιστήμη» και ότι οι επιστήμες θεωρητικοποιούν πολλές από τις τεχνικές και τεχνολογικές επινοήσεις που προκύπτουν από εμπειρικές διεργασίες. Παρά τις μεμονωμένες, όμως, καταστάσεις που συναντώνται στην εξέλιξη των επιστημών και της τεχνολογίας, η ερμηνεία των οποίων γίνεται ικανοποιητικά με τα παραπάνω σχήματα, η γενίκευση μιας τέτοιας αντίληψης αποτελεί ένα ιδιαίτερα περιοριστικό ερμηνευτικό σχήμα και ευτελίζει την έννοια της υλικής πραγματικότητας, που διαμορφώνει τις επιστήμες υπονομεύοντας ταυτοχρόνως και την αυτονομία της ιστορίας της τεχνολογίας.

Η άποψη περί της ουδετερότητας της επιστήμης, και της «καλής» ή «κακής» χρήσης της, αποτελεί μία άποψη που υπονομεύει το ίδιο το εγχείρημα για μία μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών. Μετατρέπει το αίτημα της ιστορίας των επιστημών σε ένα αίτημα αποτίμησης της χρήσης των επιστημών στη διάρκεια της ιστορίας τους, εκτοπίζοντας τις όποιες συζητήσεις ιστοριογραφικού (και συχνά ιστορικού) περιεχομένου. Θεωρώντας αυτονόητες τις εγγενώς προβληματικές έννοιες της «καλής» ή «κακής» χρήσης των επιστημών, πολλοί που εμμένουν σε μία αντίληψη που καθιστά ουδέτερες τις επιστήμες χρησιμοποιούν την ιστορία για να αναδείξουν, ουσιαστικά, τη χρήση και την κοινωνική λειτουργία των επιστημών στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού. Αντιθέτως, η ενδεχομενικότητα στην εξέλιξη των επιστημών αναδεικνύει το γεγονός ότι στη γένεση και εξέλιξη των επιστημών εγγράφεται ένα σύνολο αξιών που υπερβαίνουν το σχετικά στενό πλαίσιο που καθορίζει αυτό καθαυτό το πρόβλημα που μελετάται και η εγγραφή αυτή διαμορφώνει ως ένα βαθμό και τις μετέπειτα χρήσεις της γνώσης που προκύπτει.

Τα παραπάνω, λοιπόν, συνιστούν ένα πλαίσιο που επιτρέπει να τεθούν νέα ερωτήματα, να γίνει κατανοητό τμήμα, έστω, της γενεαλογίας της προβληματικής γύρω από τις συζητήσεις για τη σχέση της επιστήμης με τη φιλοσοφία και την ιστορία, να αποφευχθούν διάφορες ιστοριογραφικά αδιέξοδες πεποιθήσεις οι οποίες, ιστορικά, έχουν εκφραστεί από μαρξιστές, και να αναδειχθεί η σημασία της ενδεχομενικότητας στην εξέλιξη των επιστημών υπονομεύοντας, έτσι, την αντίληψη περί ουδέτερης επιστήμης. Η επεξεργασία των παραπάνω ιστοριογραφικών κατηγοριών, στην απόπειρα δημιουργίας ενός μαρξιστικού πλαισίου για την ιστορία των επιστημών, θα μας επιτρέψει να συνομιλήσουμε και με όσα γίνονται στην πολιτική και κοινωνική ιστορία, στην ανθρωπολογία, στην ψυχανάλυση, στην κοινωνιολογία και σε άλλες επιστήμες. Τέτοιου είδους συνομιλίες οδηγούν σε γόνιμες συνθέσεις και στην ανάδειξη νέων ιστοριογραφικών κατηγοριών και νέων επεξεργασιών, που με την σειρά τους θα οδηγήσουν σε επαναδιατυπώσεις των θεωρήσεων που επιχειρήσαμε εδώ.

  • Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις. Κείμενα των Boris Hessen, Κώστα Γαβρόγλου, Αριστείδη Μπαλτά. Mετάφραση, επιμέλεια, επίμετρο: Δημήτρης Διαλέτης, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384

Αφιέρωμα: Μαρξισμός και Επιστήμες


  • ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΔΗ
  • Η ΑΥΓΗ: 18/04/2010

Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις. Κείμενα των Boris Hessen, Κώστα Γαβρόγλου, Αριστείδη Μπαλτά. Mετάφραση, επιμέλεια, επίμετρο: Δημήτρης Διαλέτης, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384

Είναι το δεύτερο βιβλίο, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες, στη σειρά «Επιστήμες και Ιστορία» των εκδόσεων Νεφέλη. Προηγήθηκε το 2007 το Σώζειν τα Φαινόμενα: Δοκίμιο για την έννοια της φυσικής θεωρίας από τον Πλάτωνα έως τον Γαλιλαίο του Pierre Duhem (μετάφραση-επιμέλεια: Δ. Διαλέτης, Γ. Χριστιανίδης· επίμετρα: Κ. Γαβρόγλου, Δ. Διαλέτης, Μ. Ιβάνοβα, Γ. Χριστιανίδης, Σ. Ψύλλος), ενώ για το αμέσως προσεχές μέλλον προγραμματίζεται μία έκδοση που θα περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των ερευνών που αναπτύσσονται τα τελευταία γύρω από το έργο του Αρχιμήδη.

Η παρούσα έκδοση αποτελείται από τρία βασικά κείμενα και ένα εκτενές επίμετρο. Το πρώτο κείμενο είναι το δοκίμιο του Boris Mikhailovich Hessen (Gessen) (1893-1936) «Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα», το οποίο παρουσιάζεται ολοκληρωμένο, για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, σε μετάφραση του Δημήτρη Διαλέτη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος είναι και ο επιμελητής της έκδοσης. Το κείμενο του Hessen ανακοινώθηκε στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας των Επιστημών και των Τεχνικών που έγινε στο Λονδίνο το 1931, και έχει μείνει στην ιστορία ως το πρώτο κλασικό προγραμματικό παράδειγμα μαρξιστικής ιστοριογραφίας της επιστήμης. Με το έργο αυτό επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μέσω της μαρξιστικής θεωρίας η ανάγνωση και η ανασυγκρότηση των συνθηκών γένεσης ενός κορυφαίου για τη νεότερη επιστήμη έργου, των Μαθηματικών Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας (Philosophiae naturalis principia mathematica) του Νεύτωνα, όχι με όρους που παραπέμπουν στην ιδιοφυΐα του δημιουργού τους ή στην προϋπάρχουσα του Νεύτωνα φυσική θεωρία, αλλά με όρους που παραπέμπουν σχεδόν αποκλειστικά στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής του.

Πιο συγκεκριμένα, ο Hessen μελετά τις σύνθετες σχέσεις οικονομίας, τεχνολογίας και επιστήμης στην αυγή της νεότερης εποχής (17ος αιώνας) και καταλήγει σε μια θεμελιώδη θέση, η οποία ανατρέπει άρδην την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η τεχνολογία που αναπτύχθηκε εκείνη την εποχή προέκυψε ως εφαρμογή στην πράξη της παράλληλα επίσης αναπτυσσόμενης με ραγδαίους ρυθμούς επιστήμης. Το συμπέρασμα του Hessen ήταν ακριβώς το αντίθετο: οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες υπαγορεύτηκαν από αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική βάση της κοινωνίας, ήσαν εκείνες που άνοιξαν τους ορίζοντες για τη ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης. Έτσι, η επιστήμη της μηχανικής (η λεγόμενη «θεωρητική» μηχανική) αναπτύχθηκε τον 17ο αιώνα από τη μελέτη της τεχνολογίας της εποχής και όχι το αντίστροφο. Η παραπάνω θέση συμπληρώνεται στην ανάλυση του Hessen από μια δεύτερη θέση, σύμφωνα με την οποία οι τεχνολογικές εξελίξεις, εκτός από τους ορίζοντες που άνοιξαν για την επιστήμη, προσδιόρισαν επίσης και τα όρια αυτής της ανάπτυξης. Στις περιοχές εκείνες όπου οι επιστήμονες του 17ου αιώνα δεν είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από μια ήδη υπάρχουσα τεχνολογία (όπως οι θερμικές μηχανές, οι ηλεκτρικές μηχανές και οι ηλεκτρογεννήτριες), οι αντίστοιχοι κλάδοι της φυσικής (θερμοδυναμική, ηλεκτροδυναμική) δεν αναπτύχθηκαν.

Στη βάση αυτής της θέσης, το κείμενο του Hessen προσφέρει μια εμπεριστατωμένη ερμηνεία, βασισμένη στη μαρξιστική θεωρία, των διαδικασιών γένεσης της φυσικής του Νεύτωνα, η οποία «προέκυψε από τα καθήκοντα που είχε θέσει η εποχή του, καθήκοντα τα οποία καλούνταν να εκπληρώσει η κοινωνική τάξη που ερχόταν στην εξουσία». Ταυτόχρονα, και ως επακόλουθο της ίδιας θέσης, εξηγεί τα όρια αυτής της φυσικής: «Ο Νεύτων δεν μπόρεσε να αναδείξει και να επιλύσει το πρόβλημα της διατήρησης της ενέργειας αλλά αυτό δεν οφειλόταν σε έλλειψη ευφυΐας. Οι μεγάλοι άνδρες, όσο μεγαλοφυείς και αν είναι, σε όλα τα πεδία, διατυπώνουν και επιλύουν εκείνα μόνο τα προβλήματα, των οποίων η λύση έχει καταστεί αναγκαία από την ιστορική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων».

Εκτός από το κείμενο του Hessen, η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει δύο ακόμη μελέτες, μία του Κώστα Γαβρόγλου με τίτλο «Μαρξισμός και ιστορία των επιστημών» και μία του Αριστείδη Μπαλτά με τίτλο «Μαρξισμός και φιλοσοφία της επιστήμης: Επιστημονική αντικειμενικότητα έναντι κοινωνικού σχετικισμού». Οι μελέτες αυτές παρουσιάζονται λεπτομερώς σε άλλες στήλες αυτού του αφιερώματος.

Το βιβλίο Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις ολοκληρώνεται με ένα εκτενές και πολύ κατατοπιστικό επίμετρο για τη ζωή και το έργο του Boris Hessen, που έγραψε ο επιμελητής της έκδοσης.

Ο Γιάννης Χριστιανίδης διδάσκει Ιστορία των αρχαίων ελληνικών μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ο Boris Hessen

Ο Boris Hessen γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1893 στο Ελισάβετγκραντ, μια μικρή βιομηχανική πόλη της Ουκρανίας (σήμερα ονομάζεται στα ρωσικά Κίροβογκραντ), από μια σχετικά εύπορη μικροαστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Το 1913, μετά το λύκειο, έφυγε για να σπουδάσει φυσική στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όμως μόλις έναν χρόνο αργότερα υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Ρωσία καθώς ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη Ρωσία παρακολούθησε, από το 1914 έως το 1917, μαθήματα μαθηματικών και οικονομίας στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης, παράλληλα δε μελετούσε ιδιωτικά φιλοσοφία και ιστορία των μαθηματικών.

Πριν ξεσπάσει η Οκτωβριανή Επανάσταση ο Hessen επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέπτυξε επαναστατική δράση. Το 1917 εντάχθηκε στην Οργάνωση Διεθνιστών του Ελισάβετγκραντ, ενώ αμέσως μετά την Επανάσταση έγινε μέλος του Σοβιέτ της πόλης. Το 1919 έγινε μέλος του Kόμματος των Μπολσεβίκων, ενώ συμμετείχε επίσης σε εκστρατείες του Κόκκινου Στρατού.

Από το 1921 έως το 1924 δίδαξε πολιτική οικονομία στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Σβερτλόφ στη Μόσχα, ενώ το 1924 αποφάσισε να εγγραφεί στο Κολέγιο των Κόκκινων Καθηγητών, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για κομμουνιστές οι οποίοι προορίζονταν να διδάξουν στο Πανεπιστήμιο. Στο Κολέγιο παρέμεινε και μετά τις σπουδές του ως λέκτορας και εν συνεχεία ως αναπληρωτής διευθυντής του τομέα για τις φυσικές επιστήμες. Από το 1926 δίδασκε, επίσης, «μεθοδολογία» στη Σχολή Μαθηματικών και Φυσικής του Πανεπιστημίου της Μόσχας, ένα μάθημα που περιελάμβανε την ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης.

Στα τέλη του 1930 ο Hessen έγινε διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικής του Πανεπιστημίου της Μόσχας, και το 1931, όταν το Ινστιτούτο αναβαθμίστηκε σε Σχολή, ο Hessen έγινε ο πρώτος κοσμήτορας. Το 1933 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και το 1934, όταν η Ακαδημία μεταφέρθηκε από το Λένινγκραντ στη Μόσχα, παραιτήθηκε από την κοσμητεία για να αναλάβει αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικής της Ακαδημίας Επιστημών, θέση την οποία κατείχε μέχρι τη σύλληψή του το 1936.

Ο Boris Hessen συνελήφθη στις 21 Αυγούστου 1936 με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες που εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας τροτσκιστικής-ζηνοβιεφικής συνομωσίας. Στη δίκη που έγινε στις 20 Δεκεμβρίου 1936 ο Hessen και δύο συγκατηγορούμενοί του καταδικάστηκαν για συμμετοχή στη δολοφονία του S. M. Kirov (το 1934) και για την οργάνωση τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον κορυφαίων σοβιετικών αξιωματούχων. Ο Hessen εκτελέστηκε δια τουφεκισμού την ίδια ημέρα. Η μνήμη του αποκαταστάθηκε το 1955.

Γ.Χ.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Εγκώμιο της μεταμόρφωσης

  • Σε τι μπορούμε να ελπίζουμε στους καιρούς της κρίσης; Στη δυνατότητα μιας «μεταμόρφωσης», απαντάει ο Εντγκάρ Μορέν με ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα «Le Monde».

Γράφει χαρακτηριστικά ο γάλλος φιλόσοφος: «Οταν ένα σύστημα είναι ανίκανο να επιλύσει τα ζωτικά του προβλήματα, παρακμάζει, διαλύεται ή κατορθώνει να υποκινήσει ένα μετασύστημα ικανό να τα επιλύσει, δηλαδή μετασχηματίζεται. Το σύστημα Γη είναι ανίκανο να οργανωθεί για να επιλύσει τα ζωτικά του προβλήματα: πυρηνικοί κίνδυνοι, υποβάθμιση της βιόσφαιρας, παγκόσμια οικονομία χωρίς κανόνες, επιστροφή των λιμών, εθνο-πολιτικο-θρησκευτικές συγκρούσεις που τείνουν να μετατραπούν σε συγκρούσεις πολιτισμών. Η διεύρυνση και η επιτάχυνση όλων αυτών των διαδικασιών μπορούν να θεωρηθούν ως το ξέσπασμα ενός τρομερού αρνητικού feedback, μέσα από το οποίο ένα σύστημα διαλύεται αθεράπευτα. Το πιθανό είναι επομένως η διάλυση. Το απίθανο αλλά εφικτό είναι η μεταμόρφωση.

Τι είναι μια μεταμόρφωση; Βλέπουμε άπειρα παραδείγματά της στο ζωικό βασίλειο. Η κάμπια που κλείνεται μέσα σε μια χρυσαλλίδα αρχίζει μια διαδικασία που είναι διαδικασία καταστροφής αλλά και αυτοανασυγκρότησης, με βάση μια οργάνωση και μια μορφή -την πεταλούδα- η οποία είναι κάτι άλλο από την κάμπια, παρ' όλο που παραμένει κάμπια. Η διαμόρφωση των ιστορικών κοινωνιών στη Μέση Ανατολή, την Ινδία, την Κίνα, το Μεξικό, το Περού, αποτελεί μια μεταμόρφωση η οποία με αφετηρία ένα σύνολο αρχαϊκών κοινωνιών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών παρήγαγε τις πόλεις, το κράτος, τις κοινωνικές τάξεις, την ειδίκευση της εργασίας, τις μεγάλες θρησκείες, την αρχιτεκτονική, τις τέχνες, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία. Παρήγαγε όμως και ό,τι χειρότερο: τον πόλεμο, τη δουλεία. Με τον 21ο αιώνα τίθεται το πρόβλημα του μετασχηματισμού των ιστορικών κοινωνιών σε μια νέου τύπου κοινωνία-κόσμο, που θα ενσωματώνει τα κράτη-έθνη χωρίς να τα καταργεί. Επειδή η συνέχιση της ιστορίας, δηλαδή των πολέμων, από κράτη που διαθέτουν όπλα καταστροφικής εκμηδένισης οδηγεί στην καταστροφή της ανθρωπότητας. Ενώ για τον Φουκουγιάμα οι δημιουργικές ικανότητες της ανθρώπινης εξέλιξης έχουν εξαντληθεί με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τη φιλελεύθερη οικονομία, οφείλουμε να σκεφτούμε ότι αντίθετα είναι αυτή η ιστορία που θα εξαντληθεί και όχι οι δημιουργικές ικανότητες της ανθρωπότητας.

Η ιδέα της μεταμόρφωσης, πιο πλούσια από την ιδέα της επανάστασης, διατηρεί τον ριζικό χαρακτήρα της αλλαγής αλλά τη συνδέει με τη συντήρηση (της ζωής, της κληρονομιάς, των πολιτισμών). Σήμερα πρέπει να επανεξεταστούν τα πάντα. Τα πάντα πρέπει να κάνουν μια νέα αρχή. Και στην πραγματικότητα όλα έχουν ξαναρχίσει χωρίς να το γνωρίζουμε. Βρισκόμαστε στο στάδιο των απαρχών: μέτριων, αθέατων, περιθωριακών, διάσπαρτων. Επειδή υπάρχει ήδη, σε όλες τις ηπείρους, μια δημιουργική μαγιά, μια πολλαπλότητα τοπικών πρωτοβουλιών που κινούνται στην κατεύθυνση της οικονομικής ή πολιτικής ή γνωσιακής ή εκπαιδευτικής ή ηθικής αναγέννησης. Αυτές οι πρωτοβουλίες δεν γνωρίζουν η μία την άλλη, καμιά κυβέρνηση δεν τις προτείνει, κανένα κόμμα δεν μιλάει γι' αυτές. Αλλά αυτές είναι το φυτώριο του μέλλοντος. Το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουμε αυτούς τους πολλαπλούς δρόμους που θα μπορέσουν να διαμορφώσουν τη νέα ζωή. Οφείλουμε μόνο να απελευθερωθούμε από την ηγεμονική σκέψη. Να παγκοσμιοποιούμε και να αποπαγκοσμιοποιούμε, να αναπτυσσόμαστε και να αποαναπτυσσόμαστε.

"Ανάπτυξη/αποανάπτυξη", για παράγειγμα, σημαίνει ότι χρειάζεται να αναπτύξουμε τις υπηρεσίες, την πράσινη ενέργεια, τις δημόσιες μεταφορές, την αλληλέγγυα οικονομία, τη βιολογική γεωργία, αλλά να περιορίσουμε την καταναλωτική τοξίνωση, τις βιομηχανικές τροφές, την παραγωγή αντικειμένων μιας χρήσης, την κυκλοφοριακή συμφόρηση. Ο στόχος δεν είναι πλέον η ανάπτυξη των υλικών αγαθών, της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας, αλλά και η μεγάλη επιστροφή στην εσωτερική ζωή, στην προτεραιότητα της κατανόησης, της αγάπης και της φιλίας. Δεν αρκεί πλέον να καταγγέλλουμε. Τώρα οφείλουμε να διατυπώνουμε τις ιδέες μας. Δεν αρκεί να υπενθυμίζουμε τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Χρειάζεται να αρχίσουμε να ορίζουμε τους δρόμους που οδηγούν στη ζωή. Εδώ είναι που προσπαθούμε να δώσουμε τη συμβολή μας.

Ποιοι είναι οι λόγοι για να ελπίζουμε; Διατυπώνουμε πέντε απ' αυτούς:

1. Η εμφάνιση του απίθανου. Οπως η νικηφόρα αντίσταση της μικρής Αθήνας στην τρομερή δύναμη των Περσών ήταν ελάχιστα πιθανή και επέτρεψε τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας, εξίσου απρόσμενη ήταν η αναχαίτιση της γερμανικής επίθεσης στις πύλες της Μόσχας το φθινόπωρο του 1941 και απίθανη η αντεπίθεση του στρατηγού Ζούκοφ, που άρχισε στις 5 Δεκεμβρίου, την οποία ακολούθησε τρεις μέρες μετά η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, που έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μπουν στον Παγκόσμιο Πόλεμο.

2. Οι παραγωγικές/δημιουργικές αρετές της ανθρωπότητας. Οπως στο ενήλικο ανθρώπινο σώμα υπάρχουν κύτταρα με τα πολυσθενή χαρακτηριστικά των εμβρυακών κυττάρων, τα οποία όμως παραμένουν αδρανή, έτσι και σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, υπάρχουν αναγεννητικές, παραγωγικές και δημιουργικές αρετές σε κατάσταση νάρκης ή αδράνειας.

3. Οι αρετές της κρίσης. Οπως οι οπισθοδρομικές ή διαλυτικές δυνάμεις έτσι και οι παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις αφυπνίζονται μέσα στην πλανητική κρίση της ανθρωπότητας.

4. Οι αρετές του κινδύνου. "Εκεί όπου μεγαλώνει ο κίνδυνος μεγαλώνει και αυτό που σώζει". Η υπέρτατη ευκαιρία συνδέεται αδιαχώριστα με τον υπέρτατο κίνδυνο.

5. Η χιλιόχρονη προσδοκία της ανθρωπότητας για αρμονία. (Παράδεισος, ουτοπίες, ιδεολογίες, νεανική εξέγερση της δεκαετίας του '60). Αυτή η προσδοκία ξαναγεννιέται μέσα στο πλήθος των πολλαπλών και διάσπαρτων πρωτοβουλιών, που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τους μεταρρυθμιστικούς δρόμους (...)». *