Ο 17ος είναι για τον νεοευρωπαϊκό πολιτισμό (που από τη Δύση ακτινοβόλησε απάνω σ’ ολόκληρη την οικουμένη) ο αιώνας που βλέπει να θεμελιώνεται το πνεύμα και το ήθος των νέων καιρών. Στις πρώτες δεκάδες του αιώνα, εκεί ανάμεσα στα 1620-1630, τέσσερις μεγάλοι Ευρωπαίοι, που ζουν σε χώρες διαφορετικές και χωρίς επαφή μεταξύ τους, χαράζουν τη νέα προοπτική, σα να έχουν με τις κεραίες της μεγαλοφυΐας τους συλλάβει το ιστορικό νόημα της εποχής και να αισθάνονται ενστιγματικά τους προσανατολισμούς της: ο Galilei, ο Bacon, ο Descarters, ο Grotius. Τότε έχομε τις πρώτες καταβολές ενός ανθρώπινου τύπου που έρχεται στο προσκήνιο της Ιστορίας για να παίξει το ρόλο του.
Τι τον χαρακτηρίζει; – Μια νέα θεώρηση και σημασιολόγηση του κόσμου και της ζωής ανθρωποκεντρική, με το νόημα ότι από τον άνθρωπο (=τις λογικές δυνάμεις του) τελείται και για τον άνθρωπο (=την οργάνωση της ατομικής και συλλογικής του ύπαρξης) προορίζεται. Φιλοσοφία και Επιστήμη, που βρίσκονται στην κεφαλή της φάλαγγας, διακηρύσσουν τα χρόνια εκείνα το δικαίωμα και την απόφαση του ανθρώπου να ανακαλύψει μόνος του την αλήθεια και να κρατήσει στα δικά του χέρια τη μοίρα του.
Έτσι αρχίζει σιγά-σιγά να διαμορφώνεται μια νέα αντίληψη και τακτική, με χαρακτηριστικά: το ξεμάγεμα του κόσμου, την κατάλυση του μυστηρίου και του θαύματος, την εξόρμηση για να εξουσιαστεί η έξω και μέσα μας “Φύση” με τη γνώση των νόμων της. Η κίνηση αυτή θ’ αποκτήσει στους επόμενους δυο αιώνες, τον 18ο και τον 19ο, έκταση και ένταση πολύ μεγάλη και θ’ απολήξει, εκεί προς την καμπή του αιώνα μας, στον άκρατο επιστημονισμό και στην αδίσταχτη τεχνοκρατία – τα δυο καινούργια είδωλα του ανθρώπου. Αυτόν το θριαμβευτικό δρόμο προς τη “νέα θεότητα” θα παρακολουθήσομε εδώ με πολύ αδρές γραμμές από την εξέλιξη των επιστημών και των τεχνών μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
***
Ο 18ος και ο 19ος είναι αιώνες λαμπρών κατακτήσεων και ακμής για τις φυσικές και τις άλλες “θετικές”επιστήμες. Τριανταπέντε ετών υπομονετικές παρατηρήσεις τού Tycho Brahe (1546-1600) είχαν δώσει στον Kepler τα στοιχεία για τους υπολογισμούς του (καθορισμός της τροχιάς του Άρη), οι υποθέσεις και οι λογαριασμοί του Kepler συμπληρώθηκαν έπειτα και διαφωτίστηκαν με το περίφημο θεώρημα του Newton – κ’ έτσι γεννήθηκε η πρώτη νεοευρωπαϊκού ύφους επιστήμη, η επιστήμη μητέρα όλων των άλλων: η ουράνια μηχανική. Στη γέννησή της επρωτοστάτησε μια ευτυχής σύμπτωση: η ατέλεια των αστεροσκοπικών οργάνων εκείνου του εμπειρικού Δανού αστρονόμου. Αν ο Tycho Brahe – σημειώνει ο Henri Poincaré – είχε στη διάθεσή του όργανα δέκα φορές ακριβέστερα ούτε ο Kepler θα υπήρχε, ούτε ο Newton, ούτε η Αστρονομία. Γιατί τότε η γραμμή που θα ένωνε τις διαδοχικές θέσεις της πορείας του Άρη, θα ήταν πάρα πολύ ανώμαλη και δεν θα μπορούσε να δώσει στον Kepler τη γεωμετρικήν εικόνα της έλλειψης.
Γρήγορα την ακολούθησε η Φυσική. Με λίγα ονόματα γράφεται η ιστορία της Φυσικής κατά το 17ο αιώνα: Galilei, Torricelli, Descartes, Pascal, Perier, Newton, Hooke, και ιδίως Boyle και Mariotte. Στους επόμενους αιώνες είναι δύσκολο πια να απαριθμηθούν τα ονόματα των μεγάλων φυσικών. Αποτελούν ολόκληρες φάλαγγες. Όταν έκλεισε ο 17ος αιώνας, λίγα φαινόμενα είχαν εξερευνηθεί, αλλά ήσαν βασικά, και λίγα όργανα είχαν εφευρεθεί, αλλά κι αυτά ήσαν πολύτιμα. Είχε μελετηθεί η σύσταση της ατμοσφαίρας, είχαν ανακαλυφθεί τα κυριότερα φαινόμενα της οπτικής, κατασκευάστηκαν αεραντλίες και οπτικά όργανα, ακόμη και μια ηλεκτρική μηχανή (Gilbert, Otto de Guericke).
Τον 18ο αιώνα ο κύκλος των παρατηρήσεων και των εφευρέσεων μεγαλώνει πολύ. Είναι ο αιώνας τού Fahrenheit και των αδελφών Montgolfier (πρώτη κατάκτηση του αέρα), του Laplace και του Lavoisier (ιδρύεται η Χημεία), του Scheele και του Coulomb, του Galvani, του Volta και του Franklin.
Από τις κατακτήσεις του σπουδαιότερες είναι: η Αστροναυτική, η τελειοποίηση των οργάνων της οπτικής (θεμελιώνεται η Φωτοχημεία) και η σπουδή του ηλεκτρισμού. Νέα φαινόμενα του στατικού ηλεκτρισμού παρατηρούνται. Μελετάται ο ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός. Και ο δυναμικός ηλεκτρισμός ανακαλύπτεται το τελευταίο έτος αυτού του αιώνα για να γίνει το κύριο θέμα του επόμενου. Τον 19ο αιώνα έχουμε πια την τέλεια ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Πλήθος ολόκληρο αποτελούν οι κατά μέρος επιστήμες, οι ερμηνευτικές θεωρίες, οι τεχνικές εφευρέσεις και τελειοποιήσεις. Η χρησιμοποίηση του ατμού και έπειτα του ηλεκτρισμού ανοίγει θριαμβευτικά τη μεγάλη εποχή των μηχανών.
Η Οπτική μέσα σ’ αυτό τον αιώνα φτάνει στην απαρτίωσή της. Η Ακουστική με τον Helmholz πραγματοποιεί ραγδαίες προόδους. Μέσα σε μεγάλες συνθετικές θεωρίες συμπυκνώνονται και εξηγούνται φαινόμενα και παρατηρήσεις που έχουν συσσωρευθεί, από χρόνια: η κινητική θεωρία των αερίων, η μηχανική θεωρία της θερμότητας, η θεωρία των κυμάνσεων. Εφευρίσκεται η φωτογραφία από τον Daguerre. Οι Wollaston, Herschell και Browster μελετούν τις κηλίδες του ήλιου. Αρχίζει η φασματοσκοπία και νέα στοιχεία γίνονται γνωστά. Ο Röntgen ανακαλύπτει τις ακτίνες X. Στη μελέτη του ηλεκτρισμού ρίχνεται με πάθος η έρευνα. Ιδρύεται η Ηλεκτροχημεία. Ο Herr, ο Maxwell και ο Thomson διερευνούν τις ηλεκτρομαγνητικές κυμάνσεις. Οι τεχνικές εφευρέσεις και τελειοποιήσεις δεν είναι δυνατόν πια να μετρηθούν.
Ένας οργασμός χωρίς προηγούμενο κινεί επιστήμονες και τεχνικούς μέσα στα εργαστήρια. “Η φύση θ’ αποκαλύψει, θα εξαναγκαστεί να φανερώσει όλα τα μυστικά της, που τόσους αιώνες τα κρατούσε ζηλότυπα για τον εαυτό της” – όλοι συμμερίζονται αυτή την πίστη και δίνονται με πάθος στην έρευνα. Παράλληλα προς τη Φυσική και τη Χημεία, και άλλες επιστήμες, που ήσαν πριν σ’ εμβρυώδη κατάσταση, τώρα αναπτύσσονται και ανδρώνονται μέσα σε λίγα χρόνια. Η Φυσιολογία και η Ανατομία. Η ιατρική Χημεία και η Μικροβιολογία με τη μεγαλοφυή ανακάλυψη του Pasteur. Έπειτα η Βοτανική και η Ζωολογία, η Βιολογία με τον Linnée και τον Cuvier, τον Lamarck και τον Darwin. Η θεωρία της “εξέλιξης” των ειδών βλέπει το φως. Ο Spencer θα την απλώσει σε ολόκληρο το σύμπαν, στο φυσικό και στον ηθικό κόσμο ακόμη, στα φαινόμενα της ζωής, της ψυχής και της κοινωνίας.
Εκτός όμως από τις φυσικές σε πυρετώδη δράση βρίσκονται και οι ιστορικές ή ηθικές επιστήμες. Επειδή καθυστέρησαν στο ξεκίνημα κ’ έμειναν πίσω από τις φυσικές (τα πρώτα βήματά τους σημειώνονται τον 18ο αιώνα), τώρα κινούνται ζωηρότερα. Η Φιλολογία (κριτική αποκατάσταση και ερμηνεία των κλασικών κειμένων), η Αρχαιολογία, η Ιστορία σε όλες τις μορφές της καλλιεργούνται με ένταση και σ’ έκταση που ποτέ ώς τώρα δεν εγνώρισαν.
Είπαν τον 19ο όχι μόνο αιώνα των μεγάλων τεχνικών εφευρέσεων, αλλά και αιώνα τού ιστορισμού. Πραγματικά τα χρόνια εκείνα ο άνθρωπος στρέφεται με άσβεστη δίψα προς το παρελθόν, το βιολογικό και το ιστορικό, και θέλει να το γνωρίσει ώς τις πιο παραμικρές λεπτομέρειές του. Τον έχει πιάσει σωστή αναδιφητική μανία. Κανένα κείμενα, οσοδήποτε ιερό κι αν πιστεύεται, δεν βρίσκει έλεος. Η επιστήμη των Χριστιανικών Δογμάτων και Γραφών συντάσσεται αποφασιστική, μαχητική, με άτεγκτο τον ορθολογισμό της. Ο “μύθος”, κάθε “μύθος” έχει χάσει το μυστήριό του. Είναι φαινόμενο ιστορικό και πρέπει να εξηγηθεί η γένεση και η διαμόρφωσή του, να μπει κάτω από νόμους, όπως όλα τα Φυσικά φαινόμενα.
Σαν τους ομηριστές που διαλύουν τα έπη σε μικρές ενότητες διάφορης χρονολογικής και άλλης αξίας, και οι νέοι κριτικοί της Γραφής κατακερματίζουν τα κείμενα των Ευαγγελίων και η μορφή του Παύλου, δηλ. του ανθρώπου, υψώνεται πάνω από τη μαρτυρική μορφή του Ιησού-Θεού. Ο Strauss και ο Renan ανιστορούν με βάση τα “εξακριβωμένα” ιστορικά τεκμήρια τη ζωή του Χριστού, του μεγάλου και τόσο παρεξηγημένου Ανθρώπου. Τέλος, τρεις νέες επιστήμες με τη “θετική” μέθοδό τους δημιουργούνται σ’ αυτό τον πυρετώδη αιώνα της ακατάσχετης γνώσης, για να μελετήσουν και να εξηγήσουν με “θετική” μέθοδο τη φύση και την εξέλιξη, την ψυχή και τη μοίρα του ανθρώπου: η Κοινωνιολογία με τον Comte και τον Marx, η Ψυχολογία με τον Fechner και τον Wundt και η Ανθρωπολογία με τον Darwin και τον Frazer.
Λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα ο Claude Bernard και ο Ernest Renan ψάλλουν τον ύμνο προς τη νέα θεότητα της Ευρώπης, την Επιστήμη. Μέσα σε τρεις αιώνες (διάστημα μικρό) είχε πραγματικά θριαμβεύσει. Όπου το αίτημά της: φυσική ενότητα και νομοτέλεια, και η μέθοδός της: παρατήρηση, πείραμα και επαγωγικός συλλογισμός, εφαρμόστηκαν, τα αποτελέσματα ήσαν εκπληκτικά. Τα γεγονότα μπορούσαν να προβλεφτούν με αρκετήν ακρίβεια και μόλο που οι γνώσεις δεν έφταναν πιο κάτω από το φλοιό των φαινομένων, ο φλοιός αυτός αποτελούσε μιαν επαρκή πραγματικότητα, όπου ο άνθρωπος είχεν όλη την άνεση να ικανοποιήσει την περιέργεια και να καλυτερέψει τη ζωή του. Αφού της “βλέψης” σκοπός και τέρμα είναι η “πρόβλεψη” (voir pour prévoir), η Επιστήμη είχεν εκτελέσει τον προορισμό της. Υπακούοντας στους νόμους της κατόρθωσε ο άνθρωπος να δαμάσει τη Φύση, όπως είχεν ονειρευτεί και ο μεγάλος πρόδρομος στις αρχές της νέας εποχής, ο Bacon.
Ορθά λοιπόν είχε τριχοτομήσει την ιστορία του πολιτισμού ο Auguste Comte: τον “ιερέα” και το “φιλόσοφο” διαδέχεται ο “θετικός επιστήμων”. Αυτός δεν νοιάζεται πια για την “ουσία των πραγμάτων”, περιορίζεται στα φαινόμενα, τακτοποιεί και αναλύει τα φαινόμενα και ψάχνει για τους νόμους των φαινομένων. Όταν βρεθεί ο νόμος, το έργο της θεωρίας έχει λήξει κ’ έρχεται ο τεχνικός να το συνεχίσει με την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών ευρημάτων. Οι φυσικές δυνάμεις μπαίνουν στο ζυγό και τα ηνία τους παραδίνονται στα χέρια τού ανθρώπου. Απ’ αυτόν πια κρέμεται στο εξής όχι μόνον η δική του, αλλά η τύχη του κόσμου ολόκληρου. Ο πλανήτης με τις ξηρές, τους ωκεανούς και τον ουρανό του είναι διάπλατα ανοιγμένος στην εξουσία του. Ο άνθρωπος τώρα μπορεί από παντού ν’ αντλήσει τα μέσα για να πραγματοποιήσεις τους πιο παράτολμους σκοπούς του. Η ευτυχία του είναι πια αποκλειστικά δική του υπόθεση· δεν την περιμένει από κανέναν θεό, θα την φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια.
***
Όχι τόσο στις εικαστικές, όσο κυρίως στις τέχνες του λόγου πρέπει να προσφύγουμε για να γνωρίσουμε βαθύτερα το πνεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Στις τέχνες αυτές καθρεφτίζεται πολύ πιο καθαρά και πληρέστερα η ιστορική πρόβαση από τον 17ο στους αιώνες που τον διαδέχθηκαν. Οι ίδιες τάσεις που κινούν τη φιλοσοφική σκέψη στους χρόνους του Διαφωτισμού, δηλαδή η κυριαρχία του ορθού λόγου, το ιδανικό της ηθικής τελειοποίησης, ο πόθος της ελευθερίας, εμπνέουν και τη Λογοτεχνία της εποχής. Χαρακτηριστικά εκδηλώνονται στο Θέατρο.
Ο “Cato” του Addison, οι ρωμαϊκές τραγωδίες του Voltaire και η “Emilia” του Lessing δείχνουν με αρκετή σαφήνεια τις γραμμές του νέου ψυχικού τοπίου. Για τους ήρωες του Marlow και του Shakespeare, του Corneille και του Racine ο κόσμος δεν έχει ακόμη χάσει εντελώς το μυστήριό του, κινείται ακόμη από κάποια φοβερά ρεύματα που εξορμούν από σκοτεινές σπηλιές. Γι’ αυτό και οι θύελλες της ψυχής έχουν ένα βαθύ τραγικό τόνο, τα πάθη νόημα μεταφυσικό. Περισσότερο στο αγγλικό και λιγότερο στο γαλλικό θέατρο της εποχής εκείνης αισθάνεσαι ότι το νέο πνεύμα, που έχει ήδη σημειώσει την παρουσία του με τον Bacon και τον Descartes, δεν κατάκτησε ακόμη τη συναισθηματική ζωή.
Στο δρόμο του 18ου αιώνα η κατάκτηση αυτή έχει κιόλας συντελεσθεί. Το Θέατρο αρχίζει να εγκοσμιώνεται και να κοινωνικοποιείται. Τα θέματά του δεν έχουν πια πυρήνα μεταφυσικό, απορρέουν από τα ηθικά και πολιτικά προβλήματα του καιρού, από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις της “διαφωτισμένης” κοινωνίας του αιώνα της Autelarung. Ο άνθρωπος μέσα στα δράματα του Addison, του Voltaire και του Lessing δεν μετριέται απάνω από την άβυσσο του πάθους με τις δαιμονικές δυνάμεις που τρικυμίζουν τη ν ύπαρξη, αλλά παλεύει σε άλλο στίβο: αντιμετωπίζει το θρησκευτικό φανατισμό, τις πολιτικές πλεκτάνες και τις ηθικές περιπλοκές του καιρού του. Και στην πάλη με τα στοιχεία αυτά, τα καθόλου δαιμονικά, δείχνει απλώς τη φρόνηση και την ευστάθειά του, τη δύναμη της ηθικής του προσωπικότητας.
Το αντιμεταφυσικό, το ηθικό και πολιτικό ρεύμα που δεσπόζει στη σκέψη του 18ου αιώνα, εμφανίζεται απαράλλακτο και στη Λογοτεχνία. Ωστόσο μια σημαντική πρόοδος έχει πραγματοποιηθεί. Με τη μεθοδική και επιμελημένη παρατήρηση οι τεχνίτες έχουν γνωρίσει τον άνθρωπο και την εγκόσμια ζωή του σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και προπάντων με θαυμαστήν αντικειμενικότητα.
Και αρχίζουν να εννοούν την εσωτερικήν αλληλουχία, τη βαθύτερη συνεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα στο χαρακτήρα και στη μοίρα του. Όπως οι επιστήμονες δουλεύουν με την έννοια της φυσικής αιτιότητας και απάνω της θεμελιώνουν τους νόμους του σύμπαντος, έτσι και οι λογοτέχνες μυούνται τώρα στις αιτιώδεις συνάφειες και εξαρτήσεις που με το πλέγμα τους αγκαλιάζουν και εξηγούν τον ανθρώπινο κόσμο, την ψυχή και τη ζωή του ανθρώπου. Και είναι τόσο το πλάτος του νέου ορίζοντα που ανοίγεται σε μια τέτοιαν ανάλυση και κατανόηση, ώστε τα παλαιά και από την παράδοση καθιερωμένα είδη της Τέχνης του λόγου δεν τους φαίνονται πια ικανά να χωρέσουν ολοκληρωμένη τη νέαν εικόνα της ζωής.
Το λυρικό ποίημα και το δράμα, όσο και ν’ αναπτυχθούν, πάντα αποσπασματικά, με τομές και με κατόψεις δείχνουν την ψυχή και τη ζωή του ανθρώπου. Ο ρομαντισμός, που με τον Hölderlin, τον Byron και τον V. Hugo ηλεκτρίζει για κάμποσο καιρό την Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα, θα προσπαθήσει βέβαια ν’ ανακαινίσει το λυρισμό και ν’ ανοίξει νέες δυνατότητες στην ποίηση. Αλλά ούτε το Θέατρο ούτε το στιχούργημα είν’ εκείνα που θα παραστήσουν ερμηνευμένο το ανθρώπινο τοπίο, όπως τότε αρχίζει να παρουσιάζεται, δηλαδή με την εσώτερην αλληλουχία και νομοτέλειά του, στα μάτια του Καλλιτέχνη της εποχής. Αυτό θα το κάνει ένα νέο είδος του πεζού λόγου που τον 19ο αιώνα γνωρίζει άνθηση μεγαλύτερη από κάθε άλλη τέχνη: το ρομάν (Goethe, Balzac, Dickens κ.ά.).
Το ρομάν γίνεται ο κληρονόμος του έπους και του δράματος. Κατά βάθος δεν πρόκειται για νέο είδος Τέχνης. Όχι μόνο στην Αναγέννηση και στο Μεσαίωνα, τον δυτικοευρωπαϊκό και τον βυζαντινό, αλλά και στην αρχαιότητα τη ρωμαϊκή και ελληνική μπορούμε να παρακολουθήσουμε με αρκετή σαφήνεια τα ίχνη και τις παραλλαγές του. Αλλά τόσον από τους παλαιότερους προγόνους του, όσο και από τις μυθιστορίες τού Cervantes και του Rabelais το ρομάν των τελευταίων δεκάδων του 18ου και ιδίως του 19ου αιώνα έχει ουσιαστικές διαφορές που δείχνουν τα χαρακτηριστικά της εποχής.
Ο “μύθος” που κινείται με τους νόμους της φαντασίας, έχει μεταμορφωθεί σε ψυχολογική και κοινωνική ανάλυση και απεικόνιση μιας πραγματικότητας που αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο της αιτιώδους αλληλουχίας των γεγονότων. Η νέα από την επιστήμη του καιρού θεώρηση του φυσικού και του ηθικού κόσμου έχει αποτυπώσει κ’ εδώ βαθιά τη σφραγίδα της. Τώρα ο μυθιστοριογράφος δεν συνθέτει τολμηρά, απλώς για ν’ αναφλέξει τη φαντασία και να συγκινήσει, αλλά αναπαρασταίνει με αντικειμενικήν ακρίβεια ήθη και καταστάσεις, αναλύει διεισδυτικά χαρακτήρες και συναισθήματα, για ν’ ανασύρει από τα βάθη τις ρίζες και να δείξει τους αφανείς νόμους μιας πραγματικότητας που τη ζούμε κάθε μέρα, χωρίς όμως και να εννοούμε επαρκώς τους τραγικούς και τους κωμικούς τόνους της. Ακόμη και όταν εξιδανικεύει, για να φανεί απάνω σε καθαρότερα σχήματα η νομοτέλεια, ο λόγος των γεγονότων, προσπαθεί να είναι όσο μπορεί περισσότερο “αντικειμενικός”. Όχι με την απλοϊκήν υπέρβαση, αλλά με την ανίχνευση και τη βεβαίωση της πραγματικότητας και των αδήριτων νόμων της επεξεργάζεται τους χαρακτήρες και τα συμβάντα των αφηγημάτων του.
Ήδη μέσα στον Walter Scott και στον Thakeray και σ’ όλη τη σειρά των μεγάλων μυθιστοριογράφων που διαμέσου του Stendhal και του Flaubert φτάνει έως τον Em. Zola, παρατηρούμε (άλλοτε έκδηλο και άλλοτε σε λανθάνουσα κατάσταση) αυτό τον φαινομεναλισμό και τον ντετερμινισμό που χαρακτηρίζει τη θετικήν επιστήμη του καιρού σ’ όλους τους κλάδους της. Οι “ουσίες” και τα “τέλη” της μεταφυσικής σκέψης του 17ου αιώνα, ύστερ’ από την επεξεργασία που έγινε με τον ορθολογισμό της εποχής του Διαφωτισμού, κάνουν τόπο και παραχωρούν τη θέση τους στα “φαινόμενα” και στις “αιτιώδεις” σχέσεις τους. Ο ρομαντισμός δεν μπόρεσε ν’ ανακόψει τη δύναμη αυτού του επιστημονισμού που απλώνεται παντού και κυριαρχεί τον 19ο αιώνα , για να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει μιαν ιστορική διαδικασία που έχει αρχίσει δυο αιώνες πριν: για να εξαλείψει δηλαδή και τα τελευταία ίχνη του “μυστηρίου” και του “θαύματος” που είχαν απομείνει στο φυσικό και στο ηθικό σύμπαν, να κάνει τον κόσμο εντελώς προσιτό στην αντίληψη του ανθρώπου και να τον ανοίξει απεριόριστα στη δύναμή του με τον τρόπο που είχε προφητικά εξαγγείλει από το 1620 ο Bacon.
- Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΛΑ΄, τόμος 62ος, τεύχος 720, 1 Ιουλίου 1957
- Το σκίτσο του Ε.Π. Παπανούτσου φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου