- Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
- ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011
Την ώρα που η ψηφιακή διαφήμιση της παράστασης «Ο θάνατος του Δαντόν» του Γκέοργκ Μπύχνερ, την οποία σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός, έβαφε κόκκινη την πρόσοψη της νεόδμητης Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ωνασείου Ιδρύματος στη λεωφόρο Συγγρού, στον πρώτο όροφο διεξαγόταν, το βράδυ της Δευτέρας, συζήτηση με αφορμή αυτή την παράσταση. Θέμα της ήταν η πολιτική βία και ο φανατισμός στην Ελλάδα και ομιλητές ο Θάνος Βερέμης, καθηγητής πολιτικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Κωστής Παπαϊωάννου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, και ο δημοσιογράφος του «Βήματος» Δημήτρης Κ. Ψυχογιός.
Στην περίοδο της «Τρομοκρατίας» της Γαλλικής Επανάστασης μας μεταφέρει ο Μπύχνερ, περίοδο αδιάκοπων εκτελέσεων και μεγάλης αιματοχυσίας. Κουρασμένος πλέον ο Δαντόν, συγκρούεται με τον Ροβεσπιέρο ζητώντας «λιγότερο αίμα». Η αντίδρασή του τον καθιστά ύποπτο ως εχθρό της επανάστασης και έπειτα από μια δίκη-παρωδία οδηγείται και εκείνος στην γκιλοτίνα από τον πανίσχυρο συνεπαναστάτη του.
Υπάρχει πολιτική βία στην Ελλάδα σήμερα, πώς εκδηλώνεται και πού οφείλεται ήταν τα ερωτήματα που απασχόλησαν τους ομιλητές σε έναν διάλογο μεταξύ τους και με το κοινό, με πολύ ενδιαφέρον αλλά και μεγάλες διαφορές απόψεων. «Είμαστε παιδιά της ειρήνης, της ευμάρειας, της ομαλότητας, γνωρίζουμε τη βία ως βία εικονική, από τον κινηματογράφο ή από τα νέα που βλέπουμε στην τηλεόραση για καταστάσεις σε χώρες μακρινές» ήταν η άποψη του Θάνου Βερέμη, ο οποίος αναφερόμενος στην ιστορία του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του, με έμφαση στη μεταπολεμική περίοδο, υποστήριξε ότι, συγκριτικά με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, «η σχέση μας με τη βία εδώ είναι περιστασιακή, γι’ αυτό και έχει ενδιαφέρον το πόσο ανέχονται οι Ελληνες τη βία που προέρχεται από οργανωμένες ομάδες, όπως η “17 Νοέμβρη”». Ισως οι πολίτες «ψυχανεμίζονται εκεί ηρωισμούς που δεν έζησε η γενιά τους», ήταν η ερμηνεία του, «υπάρχει εκεί ένα ψυχόδραμα, πράγμα ανθρώπινο». Είμαστε άμαθοι στην πολιτική βία, υπογράμμισε, και την αντιμετωπίζουμε ως θεατές, και έλπισε να μη χρειαστεί να την αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Οσο για τη βία στην ελληνική νεολαία; «Μια συμπαθή τάξη κλεφτών» χαρακτήρισε τους βάνδαλους καταληψίες στα πανεπιστήμια, που δεν έχουν σχέση με τη φοιτητική κοινότητα, και απέσπασε έντονες αντιδράσεις από το ακροατήριο αλλά και χειροκροτήματα.
Εντελώς αντίθετος ήταν ο Δημήτρης Ψυχογιός, ο οποίος τόνισε ότι «υπάρχει πολιτική βία στη χώρα μας, η οποία συνδέεται με τη μιλιταριστική ιδεολογία, τον πολεμικό ηρωισμό και τους ταξικούς αγώνες». Αναφέρθηκε στον Εμφύλιο, στις δικτατορίες, στις εξεγέρσεις, στην τρομοκρατία, στις βίαιες διαδηλώσεις, στις καταλήψεις στα σχολεία, στις πορείες συνδικαλιστών που κλείνουν το κέντρο της Αθήνας. «Η βίαιη πολιτική αντιπαράθεση είναι συνεχής» είπε, με υπευθύνους για την κατάσταση αυτή, κατά σειρά, «το σχολείο, την Εκκλησία, τα ΜΜΕ».
«Δεν νοείται πολιτική βία στα δημοκρατικά πολιτεύματα» ήταν η σταθερή θέση του Κωστή Παπαϊωάννου. Υπάρχει όμως –και ανέφερε το παράδειγμα των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008– και γι’ αυτό αναζητούμε εξηγήσεις: «Η πολιτική βία εξηγείται αλλά δεν δικαιολογείται». Ο ίδιος την ερμήνευσε ως έκφραση ήττας, πολιτικής, ιδεολογικής ή άλλης, και μίλησε για «διάχυτη χαμηλής έντασης ανυπακοή» στην ελληνική κοινωνία σήμερα. Μια πολιτική ανυπακοή που δεν συνοδεύεται όμως από την ανάληψη ατομικής ευθύνης, συμπλήρωσε ο Δημήτρης Ψυχογιός.
«Η βία δεν εμφανίζεται μονάχα στο πλαίσιο μεγάλων ανατροπών, όπως η Γαλλική Επανάσταση», εξήγησε η Βασιλική Γεωργιάδου, «αλλά όποτε αλλάζουν οι κοινωνικές και πολιτικές δομές, όταν αλλάζουν οι παραδομένες συνθήκες. Ελλοχεύει φόβος, οργή, θυμός και δημιουργείται υπόστρωμα για την εμφάνιση βίας… Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί σε περιόδους μεγάλων αλλαγών έχουν χαμένους-θύματα, οι οποίοι γίνονται φορείς ριζοσπαστικής και εξτρεμιστικής δράσης παρασύροντας στην πορεία της ματαίωσής τους και άλλους… Στην καρδιά της Δυτικής Ευρώπης σήμερα δεν είναι οι παρίες και οι απόκληροι που πρωτοστατούν σε εκδηλώσεις βίας. Είναι οι απώλειες των κεκτημένων που κινητοποιούν τον ριζοσπαστισμό, ο οποίος τείνει να γίνει υπόθεση όχι των χαμένων αλλά των προνομιούχων». Μιλώντας για την κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα, επισήμανε τη «μεγάλη διαθεσιμότητα των νέων και των γονιών τους απέναντι στη βία», την οποία ερμήνευσε ως επακόλουθο της μεγάλης ματαίωσης των προσδοκιών τους: «Διευρύναμε τις προσδοκίες τους στο ζενίθ το 1990, το 1995, το 2004 και μετά τους προσγειώσαμε σε μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από αυτή που τους περιγράφαμε».
Τι κάνουμε; Τι άμυνες έχουμε απέναντι στη βία και πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας; ήταν οι απορίες εκπαιδευτικών και γονιών στο ακροατήριο. Επιστροφή στα βασικά, στην ισορροπημένη και σωστή παιδεία στο σχολείο και στην οικογένεια, διαφάνηκε πως ήταν η απάντηση. «Τα παιδιά έρχονται στο σχολείο με αδιαφορία ή με ξεχαρβαλωμένα τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους» ανέφερε εκπαιδευτικός από το ακροατήριο και χειροκροτήθηκε.
Περίπου εκατό άτομα παρακολούθησαν τη συζήτηση, ένα κοινό από ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες, φοιτητές και ενδιαφερόμενους πολίτες, το οποίο μπορεί να μην ήταν πολυπληθές ήταν όμως πολύ ζωντανό. Εξέφρασε με παρρησία τις διαφωνίες του αλλά και με χειροκροτήματα την επιδοκιμασία του. Και προβληματίστηκε γόνιμα από όσα άκουσε, όπως φάνηκε από τις κουβέντες που συνεχίζονταν στον δρόμο μετά τις δυόμισι ώρες της συζήτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου