Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Το επικίνδυνο σχολείο διώχνει τους μαθητές του

Δάσκαλοι σε άμυνα

Του JULIEN BRYGO*

«Φθινοπωρινό», ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΓΚΑΛΟΣ.
«Ποτέ δεν επέτρεψα στη φοίτησή μου στο σχολείο να βλάψει την παιδεία μου». Μαρκ Τουέιν

Για τα προβλήματα του αμερικανικού δημόσιου σχολείου, τα οποία οφείλονται στις δημοσιονομικές περικοπές, στην έλλειψη καθηγητών και στα αλλεπάλληλα κρούσματα βίας, έχουν προταθεί κατά καιρούς αρκετές «λύσεις»: από την προσφυγή στις χορηγίες ή στην ιδιωτική εκπαίδευση, μέχρι και την κατ' οίκον εκπαίδευση των μαθητών από τους ίδιους τους γονείς. Η τελευταία, μάλιστα, δεν αφορά, πια, μονάχα τις θρησκευόμενες οικογένειες οι οποίες επιδιώκουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τις «κακές» επιρροές.

Στο Οχάιο, μια πολιτεία που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, χτυπάει η καρδιά της «βαθιάς» Αμερικής που υποφέρει από την οικονομική κρίση και βλέπει τη συντηρητική ιδεολογία να εξαπλώνεται σε κοινωνικά στρώματα και χώρους που εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι κλίνουν προς τα αριστερά(1).

Χαμηλά σε μια κοιλάδα, που παλιότερα ήταν γεμάτη ορυχεία, κυλάει ο ποταμός Χόκινγκ. Παντού αντηχεί το κελάηδημα των κοκκινολαίμηδων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κατοικεί η οικογένεια Τόμπκινς. Το σπίτι τους παρουσιάζει δύο ιδιαιτερότητες: τον τεχνητό καταρράκτη και το σαλόνι, το οποίο έχει μετατραπεί σε βιβλιοθήκη: οι τοίχοι καλύπτονται από ράφια με εκατοντάδες βιβλία κάθε είδους.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ο πίνακας που είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό των σχολικών τάξεων, το σαλόνι των Τόμπκινς είναι μία από τις εκατοντάδες χιλιάδες ιδιωτικές αίθουσες διδασκαλίας όπου οι γονείς επιδίδονται στο «homeschooling» (στην κατ' οίκον διδασκαλία). Υπάρχουν επίσης στο σαλόνι και δύο υπολογιστές με σύνδεση υψηλής ταχύτητας στο Ιντερνετ.

«Μία από τις αρχές της κατ' οίκον διδασκαλίας είναι η εξής: όταν δεν γνωρίζετε κάτι, πιθανότατα κάποιος άλλος το ξέρει. Μπορεί να πρόκειται για κάποιο χρήστη του Ιντερνετ, για γονιό από τις ομάδες της κατ' οίκον εκπαίδευσης ή για τον συγγραφέα ενός βιβλίου», εξηγεί η Τζέιν Τόμπκινς, πρώην καθηγήτρια ιστορίας της τέχνης στο πανεπιστήμιο του Αθενς, που έχει αναλάβει να διδάξει τα δύο παιδιά της, τον δωδεκάχρονο Γουίλ και τη δεκαπεντάχρονη Μπέκι.

Κάθε πρωί, αντί για τον όρκο υπακοής στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών που δίνουν οι μαθητές των αμερικανικών σχολείων, ο Γουίλ και η Μπέκι προσεύχονται και διαβάζουν εδάφια της Βίβλου.

Σε αυτό το σπιτικό των αμερικάνων «homeschoolers» δεν εφαρμόζεται καμία επαναστατική εκπαιδευτική πρακτική: στην «τάξη» τα παιδιά είναι καθισμένα μπροστά στο τραπέζι και ακούνε τον «καθηγητή» να κάνει το μάθημά του.

Η μόνη ορατή διαφορά με το συμβατικό αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ότι ο Γουίλ, η Μπέκι και τα δύο παιδιά ενός προτεστάντη γείτονα δεν βαθμολογούνται. Δουλεύουν ακολουθώντας τους δικούς τους ρυθμούς και μπορούν να διακόψουν το μάθημα ανά πάσα στιγμή. Το πρόγραμμά τους εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τα επίσημα προγράμματα και διαμορφώθηκε κυρίως από τις δυνατότητες της μητέρας τους, αλλά και από τις δικές τους προτιμήσεις: πιάνο, ιστορία, φυσικές επιστήμες, δακτυλογράφηση... Εκ πρώτης όψεως, η περιέργειά τους είναι ανεξάντλητη.

Διακομματική επιλογή

Είτε δεξιοί, είτε αριστεροί -γιατί υπάρχει και αυτή η κατηγορία- οι οπαδοί του «homeschooling» υποστηρίζουν ότι το κυριότερο πλεονέκτημα αυτής της πρακτικής συνίσταται στην κατάργηση των στεγανών ανάμεσα στη μόρφωση και στην εκμάθηση. Η εκπαίδευση βρίσκεται παντού, όλες τις ώρες, από το πρωί ώς το βράδυ, ακόμα και κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων ή των διακοπών των παιδιών.

Οι «homeschoolers» εξαπλώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αγοράζουν τα σχολικά εγχειρίδια διά αλληλογραφίας ή μέσω του Ιντερνετ, οργανώνονται σε αυτοδιαχειριζόμενους συνεταιρισμούς οικογενειών με παρόμοιες απόψεις και φιλοδοξίες, εγγράφονται στους καταλόγους αλληλογραφίας ορισμένων μπλογκ, εξειδικευμένων ιστοσελίδων ή ομάδων προβληματισμού. Ομως το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία, τον Καναδά και σε άλλες χώρες(2) του πλανήτη.

Η κυρία Τόμπκινς αποφάσισε να αποσύρει τα παιδιά της από το δημόσιο σχολείο εξαιτίας της «κακής επιρροής» του - το κυριότερο επιχείρημα της κατ' οίκον εκπαίδευσης. Η φοίτηση στο σχολείο, ακόμα και σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, θωρείται όχι μόνο αντιπαραγωγική, αλλά και επιζήμια, δεδομένου ότι μεταδίδει αξίες τις οποίες οι γονείς θεωρούν εξαιρετικά επικίνδυνες.

Τα «προοδευτικά δόγματα», οι αξίες της ανάμειξης των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων, η έλλειψη αυστηρής πειθαρχίας, το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής και οι απόψεις που δεν συμμερίζονται την απαγόρευση των εκτρώσεων, χαρακτηρίζονται από τους γονείς αυτούς ως εμπόδια για την αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητας των μικρών χριστιανόπουλων.

Οι πολύνεκρες επιθέσεις και οι συλλήψεις ομήρων που πραγματοποιήθηκαν σε πολλά λύκεια και πανεπιστημιουπόλεις έκαναν ακόμα πιο έντονη την άποψη ότι το σχολείο είναι επικίνδυνο, ακόμα και για τη σωματική ακεραιότητα των μαθητών. Εξάλλου, οι γονείς προτιμούν να διαχειρίζονται τα πάντα οι ίδιοι, φοβούμενοι μήπως χάσουν τον έλεγχο των παιδιών τους.

Από την άλλη πλευρά, ο αριστεροί «homeschoolers», αυτοί που η κυρία Τόμπκινς αποκαλεί «χίπηδες», δεν συμμερίζονται τους ίδιους φόβους. Αντίθετα, εκείνο που φοβούνται είναι ότι τα σχολεία θα κατασκευάσουν πειθήνιους εγκεφάλους, αφοσιωμένους στο σύστημα, καθώς και ότι θα μεταδώσουν τα πατριωτικά και τα γραφειοκρατικά δόγματα και τις αξίες του καταναλωτισμού. Ετσι, αντίθετες αιτίες οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα: οι γονείς αποφασίζουν να αποσύρουν τα παιδιά τους από τα συστήματα συλλογικής διδασκαλίας.

Το 1994, έναν χρόνο μετά τη νομιμοποίηση της κατ' οίκον εκπαίδευσης σε πενήντα πολιτείες των ΗΠΑ, η μεγαλύτερη κόρη των Τόμπκινς επέστρεψε από το σχολείο σοκαρισμένη και διηγήθηκε στη μητέρα της τις βρισιές που είχε ακούσει στην αυλή του σχολείου της.

Η φωνή του Κυρίου

Μερικές ημέρες πριν, η κυρία Τόμπκινς είχε ακούσει το κήρυγμα του Τζέιμς Ντόμπσον, του διάσημου ευαγγελιστή παρουσιαστή της εκπομπής «Focus on the family» που μεταδίδεται σε ολόκληρη τη χώρα(3). «Εκείνη την εποχή, πίστευα πως όλα αυτά αφορούσαν μονάχα τους χίπηδες. Ομως ο παρουσιαστής εξήγησε ότι ήταν δυνατόν να αναλάβει κανείς την εκπαίδευση των παιδιών του με τη βοήθεια σχολικών εγχειριδίων και οικογενειακών συνεταιρισμών». Ακολούθησε τις συμβουλές του κι απέσυρε αμέσως την κόρη της από το καθολικό σχολείο.

Κι όμως, η κομητεία του Αθενς είναι μία από τις πλέον ήσυχες της χώρας. Τα δημόσια σχολεία δεν μοιάζουν καθόλου με τους «τόπους απωλείας» τους οποίους περιγράφουν διαρκώς τα μέσα ενημέρωσης που διψάνε για ιστορίες του αστυνομικού δελτίου με πρωταγωνιστές παιδιά. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει την εξάπλωση των μύθων για τα φρικτά πράγματα που συμβαίνουν στις αυλές των σχολείων. Παράλληλα ωθεί κάθε χρόνο εκατοντάδες χριστιανικές οικογένειες να παίρνουν τα παιδιά τους από τα «σχολεία της κυβέρνησης» και το «ασταθές περιβάλλον τους», το οποίο είναι μολυσμένο από την «κρατική ιδεολογία».

Στο 3% των μαθητών της κομητείας, η εκπαίδευση παρέχεται από τους γονείς. Δεν πρόκειται ακόμα για πλημμυρίδα, ωστόσο τα πρώτα κυματάκια έχουν κάνει την εμφάνισή τους: ενώ το 1999 ο αριθμός των οικογενειών των «homeschoolers» έφτανε τις 850.000, το 2006 είχε σχεδόν τριπλασιαστεί, ξεπερνώντας τα 2.000.000(4).

Ο δεκαπεντάχρονος Τζον Κόλβιν, του οποίου η μητέρα διευθύνει εδώ και δέκα χρόνια έναν συνεταιρισμό πέντε οικογενειών, δεν έχει πατήσει ποτέ του σε σχολείο. Αυτό δεν τον εμποδίζει να έχει άποψη για τον θεσμό: «Κατά τη γνώμη μου, η κατ' οίκον εκπαίδευση αποτελεί μια σωστή λύση, δεδομένου ότι ο Μάο και οι ναζί χρησιμοποίησαν το δημόσιο σχολείο για να διαδώσουν την προπαγάνδα τους», αναλύει το θέμα ξαπλωμένος στον καναπέ.

Για τον νεαρότερο αδελφό του, Μπεν, το «homeschooling» επιτρέπει κυρίως «την καλύτερη οργάνωση του προγράμματος του μαθητή και την εξασφάλιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης». Ομως η Σάρον Κόλβιν, η μητέρα τους, δηλώνει ότι τα θρησκευτικά δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που έκαναν αυτή την επιλογή. Και συνοψίζει: «Αρνούμαστε στο κράτος το δικαίωμα να επηρεάζει την ιδεολογία των παιδιών μας». Η πρώην φοιτήτρια του πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας επιθυμεί την κατάργηση του υπουργείου Παιδείας.

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα που πραγματοποίησε το υπουργείο Παιδείας για την κατ' οίκον εκπαίδευση, το 31% των γονέων που αποφασίζουν να μην εμπιστευθούν τα παιδιά τους στο σχολείο ανησυχεί για «το κλίμα και το περιβάλλον που κυριαρχεί εκεί»(5). Το 30% επιθυμεί «να δώσει στο παιδί του ηθική και θρησκευτική παιδεία», ενώ το 16,5% έχει απογοητευτεί από την «πνευματική εκπαίδευση που προσφέρουν τα σχολεία». Επίσης, προβάλλονται ορισμένες ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού (7%) ή προβλήματα υγείας, σωματικής και ψυχικής (7%).

Η αμφισβήτηση του σχολείου αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στο βιβλίο τους «Better Late Than Early» («Καλύτερα αργά παρά νωρίς»), οι αμερικανοί παιδαγωγοί Ρέιμοντ και Ντόροθι Μουρ, οι οποίοι προέρχονταν από τη θρησκευόμενη δεξιά, παρουσίασαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους: η φοίτηση των παιδιών στο σχολείο άρχιζε υπερβολικά νωρίς, ενώ αποδεικνυόταν επιζήμια, τόσο από σωματική, ηθική και διανοητική άποψη, όσο και από την πλευρά της κοινωνικοποίησης. Κατά τη γνώμη τους, έπρεπε να αρχίζει μετά την ηλικία των 8-10 ετών, αν όχι των 12.

Την ίδια εποχή, άρχισε να εξαπλώνεται και στους κόλπους της αριστεράς η κριτική στον θεσμό του σχολείου ο οποίος αποσκοπούσε στη διαιώνιση των κοινωνικών ανισοτήτων. Με λίγα λόγια, η ισότητα των ευκαιριών στο σχολείο ήταν ένας μύθος, όπως εξάλλου και η ταξική ουδετερότητά του.

Το κίνημα οδήγησε πολύ σύντομα στην καταγγελία της αυθαιρεσίας των πολιτισμικών στοιχείων του εκπαιδευτικού προγράμματος, της παραδοσιακής παιδαγωγικής, καθώς επίσης και στην ανάπτυξη προβληματισμού για το τι είναι γνώση και για τη σχέση ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή. Σιγά σιγά, η κριτική του σχολείου μετατράπηκε σε κριτική των ίδιων των αρχών στις οποίες στηρίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα, της αποστολής του και των μέσων που διαθέτει, ενώ κατέληξε στη ριζική αμφισβήτηση ακόμα και του λόγου ύπαρξης του σχολείου.

Κίνημα αμφισβήτησης

Ο Ιβάν Ιλιτς (1926-2002), στο έργο του «Μια κοινωνία χωρίς σχολείο»(6), προτείνει, στηριζόμενος σε παρόμοιες αναλύσεις, την «απο-σχολειοποίηση» της κοινωνίας: το σχολείο θα μπορούσε να αντικατασταθεί από την προσφορά εκπαιδευτικών αγαθών μέσα από δίκτυα που θα επέτρεπαν την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων. Σύμφωνα με τον Ιβάν Ιλιτς, το υποχρεωτικό σχολείο, η παρατεταμένη φοίτηση και ο ανταγωνισμός για τα διπλώματα αποτελούν «ψευδοπρόοδο που συνίσταται στην παραγωγή πειθήνιων μαθητών, προετοιμασμένων να καταναλώσουν έτοιμα προγράμματα που συνέταξαν οι "αρχές" και να υπακούουν στους θεσμούς».

Η συγκεκριμένη θεματολογία εισήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον επιτυχημένο δοκιμιογράφο Τζον Κάλντγουελ Χολτ (1923-1985), ο οποίος εξέδωσε, το 1977, το διμηνιαίο περιοδικό «Growning Without Schooling», σημείο αναφοράς στην ανταλλαγή εμπειριών για τις μεθόδους της κατ' οίκον εκπαίδευσης.

Ο ίδιος ο Χολτ κι ένα τμήμα της αριστεράς -ρομαντική, ελευθεριακή ή ριζοσπαστική- υιοθέτησαν αυτό που αργότερα ονομάστηκε «unschooling» (εγκατάλειψη του σχολείου, δηλαδή).

Πολλοί οπαδοί της μεθόδου έρχονται, τρεις ή τέσσερις φορές το μήνα, στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης Αθενς για να παραδώσουν συλλογικά μαθήματα στα παιδιά τους. Ακόμα και η Εϊμι Κινγκ, συντονίστρια των δημοτικών υπηρεσιών της πόλης για ζητήματα νεολαίας, αποφάσισε, το 2001, να βγάλει την κόρη της από το δημόσιο σχολείο της περιοχής.

Εκείνη τη χρονιά, με πρωτοβουλία του προέδρου Τζορτζ Μπους, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός υποψήφιος για την προεδρία Μπάρακ Ομπάμα, υιοθέτησαν με συντριπτική πλειοψηφία τον νόμο «Νο Child Left Behind» («Κανένα παιδί δεν θα εγκαταλειφθεί στη μοίρα του»), ο οποίος θεσπίζει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, διευκολύνει την πρόσβαση στα ιδιωτικά σχολεία και δημιουργεί μια πραγματική «αγορά της εκπαίδευσης» που τροφοδοτείται από τα «εκπαιδευτικά κουπόνια» (7).

Για την κυρία Κινγκ, η τυποποίηση των προγραμμάτων που προέκυψε από αυτόν τον «καταστροφικό» νόμο, «έκανε το σχολείο περισσότερο άκαμπτο, τις ανισότητες ανάμεσα στους μαθητές πιο έντονες και θέσπισε ως μοναδικό εκπαιδευτικό κριτήριο την ταχύτητα με την οποία μαθαίνουν την ύλη οι μαθητές».

Στο βάθος της αίθουσας, ο τριαντατριάχρονος Σκοτ Γκράντι, μουσικός, βιοκαλλιεργητής και «πατέρας και οικογενειάρχης πλήρους απασχόλησης» όπως λέει, κάνει τους λογαριασμούς του καθισμένος σε έναν καναπέ, ενώ οι δύο του κόρες, Τζόρα και Σορέλ, εκτελούν χρέη εθελοντή βιβλιοθηκάριου:

«Αν σκεφτεί κανείς ότι το σχολείο αναγκάζει τα παιδιά να μένουν καθισμένα έξι ώρες τη μέρα, ο θεσμός είναι αρκετά σκληρός. Θέλω οι κόρες μου να ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο θα τις αφήνει ελεύθερες να μαθαίνουν αυτό που θέλουν, σε όποια ηλικία το θέλουν», εξηγεί ο οικογενειάρχης του οποίου τα εισοδήματα δεν ξεπερνούν τα 20.000 δολάρια τον χρόνο (λίγο λιγότερο από 1.000 ευρώ το μήνα).

«Στο σπίτι υπάρχουν πάντοτε βιβλία πάνω στο τραπέζι και κάθε μέρα καθόμαστε για να δουλέψουμε, άλλοτε μαθηματικά, άλλοτε γραφή, άλλοτε ανάγνωση, μουσική ή καλλιτεχνικά... Μαθαίνουμε επίσης να φτιάχνουμε ψωμί, να κατασκευάζουμε μικρά σπίτια, και τους παραδίδουμε μαθήματα κριτικής σκέψης».

Συλλογικά μαθήματα

Η επτάχρονη Σορέλ εξηγεί πόσο ελεύθερη αισθάνεται: «Μου αρέσει στ' αλήθεια να με διδάσκουν οι γονείς μου, γιατί μπορώ να μάθω αυτό που θέλω στην ηλικία που εγώ θέλω. Αν ήμουν στο σχολείο, έπρεπε να ακολουθώ ένα πρόγραμμα, χωρίς να μπορώ να μάθω αυτά που μαθαίνει κανείς ένα, δύο ή και τρία χρόνια αργότερα, αν και θα το ήθελα πολύ. Επιπλέον, έχω πολλές φίλες που μαθαίνουν όπως κι εγώ, στο σπίτι, κι έτσι είμαι ευχαριστημένη».

Οι γονείς της συμμετέχουν σε μια ομάδα που συγκεντρώνεται μία φορά την εβδομάδα -την αποκαλούν ομάδα και όχι συνεταιρισμό. Παρ' όλο που η ονομασία διαφέρει, η λογική παραμένει ίδια: το ζητούμενο είναι να διαπιστωθούν οι γνώσεις των γονέων και να οργανωθούν συλλογικά μαθήματα για τα παιδιά.

Οκτώ οικογένειες συμμετέχουν στην ομάδα του Γκράντι, για τον οποίο «η ηλικία δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στις κοινωνικές σχέσεις. Καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας, όλοι μας μαθαίνουμε, τόσο οι νεότεροι, όσο και τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Στην ομάδα μας, οι μαθητές είναι μάλλον απείθαρχοι, πράγμα που οδήγησε πρόσφατα μία από τις οικογένειες να αποσυρθεί, καθώς θεωρούσε ότι προσφέραμε υπερβολική ελευθερία στα παιδιά της. Είναι ένα από τα προβλήματα τα οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει σίγουρα μια μέση οδός την οποία πρέπει να βρούμε, ανάμεσα στο να μένεις καθισμένος και σιωπηλός όλη την ημέρα και στο να κάνεις ό,τι θέλεις, όποτε το θέλεις. Ωστόσο, είναι καλό να αμφισβητείται η έννοια της εξουσίας».

Οι κριτικές που διατυπώνονται ενάντια στην κατ' οίκον εκπαίδευση επικεντρώνονται όχι μονάχα στον κίνδυνο της ελλιπούς κοινωνικοποίησης, αλλά και στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Καθώς οι περισσότεροι από τους «homeschoolers» δεν διαθέτουν την παραμικρή κατάρτιση σε αυτόν τον τομέα, ενδέχεται να προσφέρουν στα παιδιά τους ελλιπή μόρφωση. Κι όμως, πολλές μελέτες αποδεικνύουν ότι οι μαθητές που προέρχονται από αυτό το σύστημα εισάγονται καλά προετοιμασμένοι στα πανεπιστήμια, καθώς και ότι οι επιδόσεις τους βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο.

Ετσι, το 1998, ο καθηγητής Λόρενς Ράντνερ του πανεπιστημίου του Μέριλαντ έλεγξε τις γνώσεις 20.760 παιδιών που λαμβάνουν κατ' οίκον εκπαίδευση. Η βαθμολογία που συγκέντρωσαν. Σύμφωνα με τη μελέτη ήταν «εντυπωσιακά υψηλή»(8).

Παρόμοια αποτελέσματα πρέπει να σταθμιστούν από το γεγονός ότι οι οπαδοί του «homeschooling» βιώνουν την επιλογή τους ως «ιερή αποστολή» και της αφιερώνουν όλα τα διαθέσιμα μέσα τους, ακόμα κι αν χρειαστεί να σφίξουν κάμποσο το ζωνάρι. Εξάλλου, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και αρκετές δεκαετίες, το δημόσιο σχολείο έχει θυσιαστεί στον βωμό των δημοσιονομικών περικοπών, κυρίως από τις κυβερνήσεις των Ρεπουμπλικάνων(9).

Ατομικό πρόγραμμα

Για να αναλάβει κανείς την εκπαίδευση των παιδιών του, οι διοικητικές διαδικασίες είναι εντυπωσιακά απλές. Στο Οχάιο, αρκεί να έχει ολοκληρώσει κανείς τις δευτεροβάθμιες σπουδές του. Οι οικογένειες υποβάλλουν στην αρχή του σχολικού έτους μια δήλωση στις τοπικές αρχές, στην οποία περιλαμβάνεται το πρόγραμμα που σκοπεύουν να ακολουθήσουν και η δέσμευση ότι τα παιδιά τους θα παρακολουθήσουν τουλάχιστον 900 ώρες μαθημάτων.

Η γραφή, η ανάγνωση, η γεωγραφία, η ιστορία (των Ηνωμένων Πολιτειών και του Οχάιο), τα μαθηματικά, η γνώση του δημοκρατικού πολιτεύματος, οι φυσικές επιστήμες, η αγωγή υγείας και η πρόληψη των πυρκαγιών περιλαμβάνονται στα υποχρεωτικά μαθήματα.

Οι υπάλληλοι του τοπικού «school board of education» (σχολικού συμβουλίου εκπαίδευσης) δεν κρίνουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας: περιορίζονται στο να ελέγξουν την τήρηση του προγράμματος που παρουσίασαν οι γονείς. Ομως, δεδομένου ότι δεν προβαίνουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών, είναι πολύ εύκολο να ισχυριστεί κανείς ότι όντως δίδαξε αυτά τα μαθήματα.

Ενας γυμνασιάρχης του Αθενς, ωστόσο, σχολιάζει: «Οι γονείς μπορούν, εντελώς νομότυπα, να μην στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να ισχυριστούν ότι τους παρέχουν κατ' οίκον εκπαίδευση, και, στην πραγματικότητα, να μην κάνουν τίποτα καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου».

Η κατ' οίκον εκπαίδευση νομιμοποιήθηκε το 1993 σε όλη τη χώρα χάρη στη δράση του λόμπι Home School Legal Defense Association (HSLDA), μιας ευαγγελικής οργάνωσης στην οποία συμμετέχουν περισσότερες από 80.000 οικογένειες.

Το νομοθετικό πλαίσιο της κατ' οίκον εκπαίδευσης διαφέρει ανάλογα με την πολιτεία: ελάχιστα αυστηρό είναι στη Φλώριδα ή στο Τέξας όπου οι γονείς δεν χρειάζεται καν να υποβάλλουν δήλωση στις τοπικές αρχές. Αντιθέτως, είναι πολύ αυστηρό στη βόρεια Ντακότα, στην Πενσυλβάνια ή στην Καλιφόρνια(10).

Στις 8 Μαΐου του 2008, το εφετείο του δεύτερου διαμερίσματος της πολιτείας της Καλιφόρνιας απαγόρευσε στους γονείς που δεν έχουν λάβει την κατάλληλη μόρφωση να αναλαμβάνουν την εκπαίδευση των παιδιών τους(11). Ξαφνικά, 170.000 μαθητές μετατράπηκαν σε παράνομους και οι γονείς τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με κίνδυνο ποινικής δίωξης.

Ο Μάικ Σμιθ, πρόεδρος της HSLDA, ξεκίνησε αμέσως εκστρατεία για την υπεράσπιση του «θεμελιώδους δικαιώματος κάθε ατόμου να εκπαιδεύει τα παιδιά του».

«Στις άλλες 49 πολιτείες των ΗΠΑ, οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως ιδιωτικά σχολεία. Η υποχρέωση να διαθέτουν μια κατάρτιση η οποία να τους επιτρέπει να διδάσκουν δεν αποτελεί περιορισμό που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Συνεπώς, καθένας μπορεί να εκπαιδεύει τα παιδιά του».

Επικαλείται δε, μια δημοσκόπηση που πραγματοποίησε η Ellison Research του Φοίνιξ(12), σύμφωνα με την οποία το 50% των ερωτηθέντων κυρίως γονέων θεωρεί την κατ' οίκον εκπαίδευση εξίσου αποτελεσματική με αυτή στο δημόσιο σχολείο.

Κατά τη γνώμη της οργάνωσης, «οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιδιά που εκπαιδεύονται από τους γονείς τους επιτυγχάνουν συχνά καλύτερες επιδόσεις στα τεστ για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια».

Στην πόλη Στιούαρτ του Οχάιο, ο Τζορτζ Γουντ, διευθυντής του τοπικού ομοσπονδιακού λυκείου αλλά και του Φόρουμ για τη Δημοκρατία στην Εκπαίδευση, μας παρουσιάζει το Many Children Left Behind(13), το συλλογικό έργο του οποίου υπήρξε ο συντονιστής.

Σχολείο = ζωή

Αν και ανησυχεί περισσότερο για την έλλειψη πόρων για τα σχολεία και λιγότερο για την άνθηση της κατ' οίκον διδασκαλίας, αναγνωρίζει ότι φοβάται τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που μπορεί να έχει αυτή η πρακτική: «Μένοντας μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, οι επιρροές που δέχονται οι μελλοντικοί πολίτες δεν τους προετοιμάζουν για τον προβληματισμό και τη διαφορετικότητα των απόψεων που προϋποθέτει η δημοκρατία. Εάν οι γονείς περιορίσουν τις σχέσεις των παιδιών με άτομα από άλλες φυλές ή από άλλα κοινωνικά και μορφωτικά περιβάλλοντα, όταν θα φτάσουν σε ηλικία να συμμετέχουν στα κοινά, θα απορρίπτουν εξαρχής τις διαφορετικές απόψεις».

Η επιχειρηματολογία συμπίπτει με εκείνη που διατυπώνει το National Education Association (ΝΕΑ), το συνδικάτο των εκπαιδευτικών, το οποίο ο Ροντ Πέιτζ, ο αρχιτέκτονας του νόμου Νο Child left Behind, αποκαλεί «τρομοκρατική ομάδα»(14).

Σύμφωνα με την Τζεν Τόμσομ, δασκάλα και μέλος του ΝΕΑ, «παρ' όλα όσα θα μπορούσε κανείς να προσάψει στο σχολείο, διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της κουλτούρας και στη γνώση της κοινωνίας. Τα παιδιά μαθαίνουν τη ζωή, βρίσκονται αντιμέτωπα με διάφορες γνώμες, και οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να τα απομακρύνουν από αυτό το χώρο με τη δικαιολογία ότι φοβούνται τις "κακές επιρροές"».

Η Εϊμι Χάουλεϊ, ερευνήτρια στον τομέα των επιστημών της εκπαίδευσης στο πανεπιστήμιο του Αθενς, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που συμμερίζονται και πάρα πολλοί άλλοι παρατηρητές: η κατ' οίκον εκπαίδευση θα φτάσει -με μηχανικό τρόπο- στα όριά της.

«Για να εκπαιδεύσουν μόνοι τους τα παιδιά τους, οι γονείς -και στη συγκεκριμένη περίπτωση κυρίως η μητέρα- πρέπει να δαπανήσουν υπερβολική ενέργεια. Ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν τις θυσίες που απαιτεί ένα πλήρες πρόγραμμα εκπαίδευσης. Το φαινόμενο είναι περιθωριακό. Το παραδοσιακό σχολείο έχει μέλλον, δεδομένου ότι η πλειονότητα των γονέων αποφασίζει να του εμπιστευτεί τα παιδιά της, χωρίς να ανησυχεί ιδιαίτερα για το τι διδάσκεται σε αυτό. Επιπλέον, το δημόσιο σχολείο παραμένει η κυριότερη μπέιμπι-σίτερ για τα αμερικανόπουλα».

1. Βλέπε Thomas Frank, «Pourquoi les pauvres votent a droite. Comment les conservateurs ont gagne le coeur des Etats-Unis (et celui des autres pays riches)», Agone, Μασσαλία, 2008.

2. Η κατ' οίκον εκπαίδευση, που έχει απαγορευθεί στη Γερμανία, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της σε Ελβετία, Μεξικό, Ιαπωνία, Ρωσία και Ν. Αφρική.

3. ΣτΕ: Βλ. http://www.focusonthefamily.com/

4. Brian D. Ray, «Research Facts on Homeschooling», National Home Education Research Institute, 10 Ιουλίου 2006, www.nheri.org.

5. Homeschooling in the United States : 2003, National Center for Education Statistics, διαθέσιμο στο http://nces.ed.gov/pubs2006/homeschool.

6. Ivan Illitch, «Une societe sans ecole», Seuil, 1971.

7. Τα «εκπαιδευτικά κουπόνια» επιστρέφουν άμεσα στους γονείς το ποσοστό των φόρων που θα προορίζονταν για τον προϋπολογισμό της εθνικής εκπαίδευσης, έτσι ώστε να μπορούν να συμπεριφέρονται ως καταναλωτές στη σχολική αγορά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η λύση προτάθηκε από τον νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν.

8. Lawrence Rudner, «Scholastic achievement and demographic caracteristics of home school students in 1998», Educational Policy Analysis Archives, University of Maryland, College Park, τόμος 7, nΦ8, 1999.

9. Εκτός από την Καλιφόρνια, σε άλλες 22 πολιτείες παρατηρείται έλλειμμα 39 δισ. δολαρίων για το οικονομικό έτος 2008-2009, σύμφωνα με το Center on Budget and Policy Priorities. Στην Καλιφόρνια, ο κυβερνήτης Σβαρτσενέγκερ αποφάσισε περικοπές 6 δισ. δολαρίων στον προϋπολογισμό της εκπαίδευσης, οι οποίες θα προκαλέσουν την απόλυση περισσότερων από 20.000 εκπαιδευτικών κι εργαζομένων στα σχολεία. http://wsws.org/francais/News/2008/mai08/cali-m12.shtml

10. Το HSLDA (http://www.hslda.org) βαθμολογεί τις πολιτείες με κριτήριο τον βαθμό ευκολίας της διαδικασίας στην οποία υποβάλλονται οι οικογένειες των homeschoolers: 10 πολιτείες δεν απαιτούν καμία δήλωση, σε 15 εφαρμόζεται «χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο» (αρκεί μια δήλωση των γονιών), σε 20 εφαρμόζεται «μέτριο ρυθμιστικό πλαίσιο» και σε 6 «μια σκληρότερη νομοθεσία», βλ. www.heritage.org

11. Αυτή η απόφαση ακυρώθηκε στις 10/7/2008 από άλλο δικαστήριο.

12. www.ellisonresearch.com/releases/20080424.htm

13. George Wood (υπό τη διεύθυνσή του), «Many Children Left Behind : How the Νο Children Left Behind Act is Damaging Our Children and Our Schools», Forum for Education and Democracy, Beacon Press, Βοστόνη, 2004.

14. ΣτΕ: Βλ. http://www.nea.org

*Ο JULIEN BRYGO είναι δημοσιογράφος.



LE-MONDE - ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 28/09/2008

ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ: «Το τέλος των εκλογών»

Στο νέο του βιβλίο για τις μεταλλάξεις της δημοκρατίας τον 21ο αιώνα («La Légitimité Démocratique Impartialité, réflexivité, proximité», σελ. 368, τιμή 21 ευρώ), ο Πιερ Ροζανβαλόν διαπιστώνει ένα ιστορικό φαινόμενο: την «αποκέντρωση των δημοκρατιών». Οι πολίτες συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι η ετυμηγορία της κάλπης δεν μπορεί πλέον να αποτελεί το μοναδικό μέτρο της νομιμότητας. «Η εκλογή δεν εγγυάται ότι μια εξουσία υπηρετεί το γενικό συμφέρον» λέει σε συνέντευξή του προς το γαλλικό περιοδικό «Nouvel Observateur». «Μια εξουσία δεν θεωρείται πια εντελώς δημοκρατική παρά αν υπόκειται σε ελέγχους, τόσο ανταγωνιστικούς όσο και συμπληρωματικούς μεταξύ τους. Σε αυτό οφείλεται η αύξηση της δύναμης, παντού στον κόσμο, θεσμών όπως οι ανεξάρτητες αρχές ή τα συνταγματικά δικαστήρια».

Ο κ. Πιερ Ροζανβαλόν, καθηγητής στο Collége de France, θεωρεί ότι όταν καθιερώθηκαν οι εκλογές δεν λύθηκε το πρόβλημα της διάκρισης μεταξύ πλειοψηφίας και γενικής επιθυμίας ή γενικού συμφέροντος. «Παραστήσαμε ότι η πλειοψηφία ισοδυναμούσε με το σύνολο, ότι το μέρος ισοδυναμούσε με το όλον και ότι η στιγμή των εκλογών ισοδυναμούσε με το σύνολο της θητείας. Σε αυτές τις δύο υποθέσεις βασίστηκε ιστορικά η νομιμότητα ενός δημοκρατικού καθεστώτος» λέει. «Ο "λαός" δεν νοείται πλέον ως ένα μπλοκ αλλά ως το σύνολο ειδικών καταστάσεων. "Λαός" είναι ο πληθυντικός της "μειονότητας". Αρα, οι συνθήκες της καλής εκπροσώπησης έχουν διαταραχθεί».

Στο βιβλίο του «La Légitimité Démocratique» (το οποίο στα ελληνικά μπορεί να μεταφραστεί ως «Η δημοκρατική νομιμότητα»), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Seuil στη Γαλλία, υποστηρίζει ότι πρέπει να επανεφεύρουμε τη δημοκρατία. «Η επανεφεύρεση αυτή πρέπει να ακολουθήσει δύο διαφορετικές οδούς. Πρέπει πρώτα να βελτιώσουμε την "εκλογική-αντιπροσωπευτική" δημοκρατία. Υπάρχουν πολλά να κάνουμε προκειμένου οι πολίτες να επωφελούνται καλύτερα. Σε αυτό αντιστοιχούν τα διάφορα σχέδια που αφορούν προκριματικές εκλογές, τη θέση του δημοψηφίσματος, την εφαρμογή νέων μορφών έκφρασης ή διαβούλευσης... Αλλά υπάρχει και μια άλλη πτυχή: της ίδιας της σύλληψης των θεσμών γενικού συμφέροντος. Με αυτή ασχολούμαι τελευταίως για να εμπλουτίσω το πώς αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία. Εδώ βρίσκεται ο σπόρος μιας μετάλλαξης που θα αποδειχθεί τόσο ουσιαστική όσο εκείνη που προκλήθηκε από την έλευση της καθολικής ψήφου».

* Η απογοήτευση των ψηφοφόρων

Τις ιδέες του περί συμμετοχικής δημοκρατίας επαναλαμβάνουν η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, υποψήφια των Σοσιαλιστών στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, και ο Μπερτράν Ντελανοέ, δήμαρχος του Παρισιού και φαβορί για να εκλεγεί γραμματέας των Σοσιαλιστών στις επερχόμενες εκλογές του κόμματος. Ο κ. Ροζανβαλόν πιστεύει ότι προς το παρόν δεν πρόκειται παρά για μια «αλλαγή λεξιλογίου» και ότι οι ηγέτες αυτοί των Σοσιαλιστών «πρέπει να πάνε πιο μακριά και να βάλουν το ζήτημα της ποιότητας της δημοκρατίας στην καρδιά των προγραμμάτων τους». Αλλωστε, κατά την άποψή του, πρόκειται για ένα σημείο που θα τους διαφοροποιούσε από τη Δεξιά. «Οι σοσιαλιστές, σε όλα τα επίπεδα, θα έπρεπε να γίνουν οι πρωτοπόροι του δημοκρατικού πειραματισμού. Δυστυχώς όμως παραμένουν πολύ διστακτικοί. Το πρόβλημα είναι ότι συνεχίζουν να είναι δέσμιοι μιας αντίληψης στενά εκλογικής-αντιπροσωπευτικής της δημοκρατίας».

Ερωτηθείς από το γαλλικό περιοδικό πού οφείλεται η απογοήτευση των ψηφοφόρων, ο κ. Ροζανβαλόν την αποδίδει στη «σύμμειξη μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων». Εξηγεί ότι ένα από τα φυσικά επακόλουθα της εκλογικής επιλογής είναι η ταύτιση με έναν υποψήφιο, την οποία ο ψηφοφόρος εκλαμβάνει ως μόνιμη και γι' αυτό απογοητεύεται αναγκαστικά. «Εξ ου ο διαρθρωτικός χαρακτήρας της απογοήτευσης των πολιτών. Προκύπτει μηχανικά από την αλλαγή προοπτικής η οποία εισάγεται αναπόφευκτα από το πέρασμα από την περίοδο των εκλογών στην κυβερνητική δραστηριότητα». Με άλλα λόγια, ο υποψήφιος επιδιώκει προεκλογικά την ταύτιση με τους ψηφοφόρους, αλλά ως μέλος της κυβέρνησης παίρνει απόσταση. Ωστόσο, ο γάλλος καθηγητής και ιστορικός πιστεύει πως «αντί να προσπαθήσουμε να παρατείνουμε τον εκλογικό δεσμό της ταύτισης μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων, ας επιχειρήσουμε καλύτερα να δώσουμε μια δημοκρατική μορφή στην αναγνωρισμένη απόσταση που είναι αναγκαία για λειτουργικούς λόγους».

* Ατελής νομιμότητα

Αντικρούει τον Τοκβίλ, ο οποίος θεωρούσε ότι η πολιτική ζωή θα απλοποιούταν χάρις στις δημοκρατίες, καθώς όλα ανάγονται σε ζητήματα αριθμητικής, λέγοντας πως «συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Περιπλέκεται. Για έναν απλό λόγο: κανένα κόμμα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ενσαρκώνει μόνο του τον λαό. Εκπροσωπεί την πλειοψηφία του "εκλογικού σώματος", αλλά αυτό δεν ταυτίζεται με τον "λαό της κοινωνίας", του οποίου οι διαδηλώσεις εκφράζουν καθημερινά τα προβλήματα και τις ελπίδες, ούτε με τον "λαό των αρχών"» που συνίσταται σε αυτό που αποτελεί το τσιμέντο της κοινής ζωής, στην ύπαρξη ορισμένων δικαιωμάτων. Συνεπώς δεν υπάρχει απόλυτη δημοκρατική νομιμοποίηση».

Κανείς βεβαίως δεν αμφισβητεί ότι οι εκλογές αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας «διότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το 51% πρέπει να επικρατήσει επί του 49%». Αλλά η νομιμότητα που προσδίδουν οι εκλογές «παραμένει ατελής». Εφόσον όμως δεν μπορούμε να επιτύχουμε την πλήρη λαϊκή κυριαρχία «μπορούμε να προσπαθήσουμε να πολλαπλασιάσουμε τις εκφράσεις της».

* Νέοι καιροί, νέες απαιτήσεις

Ο κ. Ροζανβαλόν πιστεύει ότι μια εξουσία μπορεί να είναι νόμιμη χωρίς να έχει εκλεγεί υπό ορισμένες πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. «Πρέπει η εγκαθίδρυσή της να αποτελεί αντικείμενο γενικής συναίνεσης, αυτοί που την αποτελούν να υπόκεινται σε έλεγχο και νομιμοποίηση στους οποίους να εμπλέκονται διάφορα μέρη, να είναι εγγυημένη η ανεξαρτησία των μελών της, να δίνει δημοσίως λογαριασμό για τα πεπραγμένα της κτλ.». Αυτό κατά την άποψή του σκιαγραφεί την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που θα έπρεπε να ήταν οι ανεξάρτητες αρχές για να είναι πλήρως ενταγμένες στη δημοκρατική τάξη και σε αυτό που τελικά είναι.

Σύμφωνα με τον κ. Ροζανβαλόν, οι όροι «συμμετοχή» και «αμεσότητα» εκφράζουν μια νέα απαίτηση των πολιτών από τους κυβερνώντες. «Επί καιρό αρκούμασταν να θεωρούμε τη δημοκρατία ως ένα καθεστώς και να κρίνουμε μια εξουσία υπό το φως των αποφάσεων που λαμβάνει. Πολλές έρευνες όμως δείχνουν ότι οι πολίτες είναι σήμερα όλο και πιο ευαίσθητοι ως προς τον τρόπο που τους σέβονται, που τους λαμβάνουν υπόψη. Διαμορφώνεται η ιδέα ότι πρέπει να υιοθετηθούν "δημοκρατικές συμπεριφορές". Οι κυβερνώντες το έχουν συνειδητοποιήσει και προσπαθούν να χειραγωγήσουν αυτές τις προσδοκίες».

* Προς μια διαδραστική δημοκρατία

Στο βιβλίο του γράφει ότι πρέπει επειγόντως να αναπτύξουμε μια διαδραστική δημοκρατία. Πώς θα φθάσουμε σ' αυτή; «Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν ψηφίζουμε για όλα τα θέματα συνεχώς, όπως φιλοδοξούσε πριν από δύο δεκαετίες η ουτοπία της "ηλεκτρονικής δημοκρατίας". Πρέπει να ξανασκεφτούμε την ποιότητα της σχέσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Ολα αυτά που κρύβονται πίσω από τον όρο "συμμετοχή". Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι δεν νοείται σαν εναλλακτική λύση προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Παραπέμπει στην ιδέα μιας τακτικής διαδραστικότητας μεταξύ εξουσίας και κοινωνίας».

Στην ερώτηση του «Nouvel Observateur» αν οι δημοκρατίες γίνονται σήμερα υπερβολικά περίπλοκες για να είναι πραγματικά ζωντανές, ο κ. Ροζανβαλόν απαντάει πως «δεν θα ζωντανέψουν παρά μόνο αν περιπλεχθούν!». Αναγνωρίζοντας, την ίδια στιγμή, «τη σημασία των περιόδων δραματοποίησης και απλοποίησης που αποτελούν οι εκλογές. Μέσω αυτών άλλωστε εκφράζεται πιο έντονα η καθαρώς πολιτική διάσταση των δημοκρατιών, εκείνη που συνίσταται στο να γίνει μια τομή ανάμεσα σε δύο διαφορετικές απόψεις».


Το ΒΗΜΑ, 28/09/2008

ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ:


"La Légitimité démocratique. Impartialité, réflexivité, proximité", de Pierre Rosanvallon : sortir du désenchantement démocratique

L'idée que les démocraties sont en crise, depuis la chute du Mur de Berlin, est omniprésente et suscite un intense débat : est-ce le fait de la crise économique, de l'impuissance des politiques ou encore d'un individualisme forcené qui détruirait le lien social ? L'originalité du travail de Pierre Rosanvallon est de proposer des clefs d'analyse pour comprendre les récentes transformations de la démocratie.

Dans La Contre-démocratie (Seuil, 2006), l'historien avait décrypté une double tendance : d'un côté, l'expansion d'une activité dite "contre-démocratique" (contrôle, surveillance, pression...) de citoyens moins passifs qu'on ne le dit ; mais aussi, de l'autre, la fragilisation inquiétante de la politique institutionnalisée, marquée par une certaine désaffection électorale. D'où le risque d'une "impolitique" : le "citoyen-surveillant" tendrait à éclipser le "citoyen-électeur". Pour comprendre cette tension, Rosanvallon rappelle aujourd'hui, dans La Légitimité démocratique, la fausse évidence du principe "majoritaire".

En théorie, en effet, tout semble simple : la légitimité du pouvoir démocratique découle de la volonté librement exprimée par le peuple. Pourtant, on sait que, en fait, cette volonté n'est jamais "générale" : la majorité n'est qu'une fraction, même dominante, du peuple. A l'époque où s'impose le suffrage universel, le problème est esquivé. Mais, dès les années 1880, ce modèle vacille : en France ou aux Etats-Unis, les vertus du vote ne vont plus de soi. L'antiparlementarisme, la dénonciation des partis, la critique du clientélisme marquent une crise de la légitimité électorale.

Rosanvallon montre comment ces difficultés ont conduit les démocraties à mettre en place un "système de double légitimité" : si l'élection reste le principe clé, on assiste, depuis la fin du XIXe siècle, à la montée en puissance de l'administration publique. La création du service public à la française et l'élaboration d'une administration rationnelle aux Etats-Unis sont aussi des réponses aux défaillances de la légitimité électorale. Alors que l'administration avait été conçue comme dépendante du politique, les scandales de corruption et de népotisme conduisent à lui conférer la tâche de garantir, à sa façon, la quête impartiale et désintéressée du "bien commun".

Mais, dans les années 1980, le système entre en crise. Celle-ci serait liée à l'évolution de l'économie et de la société vers un modèle plus "individualisé". La rhétorique néolibérale aurait en outre contribué à miner l'idée que le pouvoir administratif incarnerait l'intérêt général, tandis que des citoyens mieux éduqués devenaient plus critiques. A quoi s'ajoute une "désacralisation de l'élection" : l'idée du peuple en est venue à désigner l'addition de situations de "minorité", liées aux souffrances d'un "peuple invisible" marqué par la précarité.

La thèse de Rosanvallon est que ces difficultés ont imposé la naissance de trois nouvelles formes de légitimité, dont il propose une conceptualisation novatrice. Chacune est porteuse d'avancées démocratiques, mais aussi de perversions. Elles visent à corriger les limites de la démocratie électorale afin de mieux prendre en compte la totalité des citoyens, et non à brider le pouvoir démocratique.

"IMPARTIALITÉ RADICALE"

Ainsi, ce que Rosanvallon nomme la "légitimité d'impartialité" s'incarne dans les "autorités indépendantes". Par exemple, la Commission nationale de l'informatique et des libertés (CNIL) apparaît en 1978 suite à l'émotion suscitée par le projet du gouvernement d'attribuer un numéro d'identité à chaque citoyen et d'interconnecter sur cette base tous les fichiers de l'administration. Sur ces cas-là, Rosanvallon soutient que l'impartialité répond bien à une aspiration démocratique : la vocation des autorités indépendantes est de créer une "société d'impartialité radicale". Le meilleur exemple récent en est la Haute Autorité de lutte contre les discriminations et pour l'égalité (Halde).

De même, Rosanvallon explore les promesses de la "légitimité de réflexivité", qui consiste en des mécanismes correcteurs et compensateurs de la démocratie électorale. Ainsi, les institutions vouées au contrôle de constitutionnalité ont un sens démocratique : en réactivant la "mémoire collective" des droits et des principes fondamentaux, les Cours constitutionnelles rappellent au pouvoir issu des urnes que le souverain ne se limite pas à son expression majoritaire. Mais la "réflexivité" passe aussi par les mouvements sociaux, les sciences sociales, ou les théories de la démocratie...

Enfin, la "légitimité de proximité" éclaire le lien de confiance que le pouvoir doit tisser avec des citoyens soucieux de dignité et de reconnaissance : la "police de proximité" en est un exemple. Cette attention au concret et à la diversité des situations peut participer d'une quête de légitimité démocratique ; elle répond aussi à l'idée qu'aucun citoyen ne doit être oublié, que la démocratie ne s'épuise pas dans l'élection. Mais la proximité a aussi ses perversions, dont la "pipolisation" des politiques est le cas le plus caricatural. Sur ce dossier, Rosanvallon offre de riches aperçus tirés de l'actualité, sans toutefois retracer la genèse des évolutions récentes en matière de communication politique, notamment sous l'influence du New Labour de Tony Blair.

Rien n'est donc joué, prévient Rosanvallon, dans ces nouvelles formes de légitimité. A ses yeux, il serait désastreux que la complexification et le "décentrement" salutaires des démocraties décrédibilisent la politique comme confrontation électorale des programmes et des valeurs. Car l'urgent est bien de "repolitiser" nos démocraties : les nouvelles légitimités ne trouveront leur pleine portée émancipatrice pour la communauté politique que dans ce cadre. Là réside l'intérêt de l'approche de Rosanvallon : contre une vision restrictive qu'il rejette sous le nom de "libéralisme frileux", il souligne que la sortie du malaise démocratique passe aussi par la réhabilitation de vrais clivages politiques.


LA LÉGITIMITÉ DÉMOCRATIQUE. IMPARTIALITÉ, RÉFLEXIVITÉ, PROXIMITÉ de Pierre Rosanvallon. Seuil, "Les livres du nouveau monde", 368 p., 21 €.
Serge Audier

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Η διαστρέβλωση της Ιστορίας σε όλο της το μεγαλείο

Ο Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΕΧΕΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΘΕΣΗ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ. ΟΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΩΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΜΕΛΛΟΝ ΑΚΟΜΗ...
Ο Χάγκεν Φλάισερ, με την κλασική δίτομη μελέτη του για την Κατοχή στην Ελλάδα και με πλήθος άλλων δημοσιεύσεων για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί έναν από τους διαπρεπέστερους ιστορικούς της δεκαετίας του 1940 στην Ευρώπη. Σε αυτό το βιβλίο απομακρύνεται από τα οικεία θέματα και ασχολείται με τη συλλογική μνήμη και τη Δημόσια Ιστορία, δηλαδή όλα εκείνα που διαμορφώνουν την αντίληψή μας για το παρελθόν και συγκεκριμένα για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφετηρία του είναι η ορθή διαπίστωση ότι την εικόνα που μια κοινωνία έχει για το παρελθόν δεν τη διαμορφώνουν οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί. Πολύ μεγαλύτερη επιρροή έχουν τα μέσα ενημέρωσης, το Διαδίκτυο, τα πολιτικά κόμματα, ο κινηματογράφος, τα μουσεία ή η λογοτεχνία. Αυτό τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει το γνώριμο πεδίο της ιστοριογραφίας και να στραφεί στη μελέτη άλλων πηγών και μέσων, ιδιαίτερα των εφημερίδων. Επίσης, αποφάσισε να καλύψει όλη την Ευρώπη και να επεκταθεί στην Ασία για να έχει μια συγκριτική και ολοκληρωμένη οπτική. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς εντυπωσιακό, λόγω του εύρους, αλλά και τρομερά ενδιαφέρον.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η μνήμη δεν «πάγωσε» αλλά διαμορφώθηκαν αρκετά ανθεκτικά πλαίσια κατανόησης και ερμηνείας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ίδια τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τέτοια ταχύτητα ώστε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940 είχαν παγιωθεί οι συνισταμένες της αντίληψης για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η βασική θέση ήταν ότι η Γερμανία ήταν ο υπ΄ αριθμόν ένα υπεύθυνος και ένοχος για τον φονικότερο πόλεμο της Ιστορίας. Αυτονόητη θέση, αλλά και με ενδιαφέρουσες απολήξεις. Σε μια εποχή που το Ολοκαύτωμα δεν είχε ακόμα τη θέση που απέκτησε δύο δεκαετίες αργότερα και το οποίο έκτοτε συνδέθηκε αναπόσπαστα με τον πόλεμο, η Γερμανία ορθά θεωρήθηκε ένοχη αλλά δεν ήταν η μόνη. Η εστίαση στη Γερμανία επισκίασε τις ευθύνες των συμμάχων της. Η Αυστρία, πολύ βολικά, αυτοπαρουσιάστηκε ως το πρώτο θύμα του Χίτλερ και η Ιταλία από σύμμαχος της Γερμανίας μεταμορφώθηκε σε «συνεμπόλεμη» των Συμμάχων. Σίγουρα πιο προκλητική ήταν η περίπτωση της Ιαπωνίας, η οποία βαρυνόταν για τον θάνατο εκατομμυρίων Κινέζων- μόνο στη σφαγή της Νανκίνγκ το 1937 οι Ιάπωνες σκότωσαν 200.000 ανθρώπους και βίασαν δεκάδες χιλιάδες γυναίκες. Η Ιαπωνία, υπό αμερικανική κατοχή μετά το 1945, από αντίπαλος έγινε σύμμαχος μετά τη νίκη των Κινέζων κομμουνιστών το 1949 και τον πόλεμο της Κορέας. Το μιλιταριστικό παρελθόν και τα εγκλήματα της Ιαπωνίας δεν μπορούσαν να εξαγνιστούν, όμως επισκιάστηκαν από τη σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου, με αποτέλεσμα η ιαπωνική κοινωνία να μην τα θεωρήσει ως πρόβλημα και να μην έλθει αντιμέτωπη με τις ευθύνες για όσα διέπραξε εις βάρος των άλλων, γειτονικών λαών.
Η Γερμανία, με αυτόν τον τρόπο, μετατράπηκε στον αποκλειστικό υπεύθυνο για τις συμφορές του πολέμου. Αν και η γερμανική κοινωνία ήλθε από νωρίς αντιμέτωπη με το ναζιστικό παρελθόν, οι προτεραιότητες του Ψυχρού Πολέμου επικάλυψαν αυτή τη διαδικασία. Η εκκαθάριση του κράτους και των θεσμών από τους Ναζί ήταν περιορισμένη και οι σχέσεις της Δύσης με τη Δ. Γερμανία εξομαλύνθηκαν γρήγορα. Η αποκλειστική ευθύνη της Γερμανίας, άλλωστε, βοηθούσε να αποσιωπηθούν άλλες σκοτεινές όψεις του πολέμου και της Κατοχής. Στη Δυτική Ευρώπη τα φαινόμενα συνεργασίας και δωσιλογισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου πέρασαν στο περιθώριο, ενώ υπερτονίστηκε η (μειοψηφική) Αντίσταση. Στην Ανατολική Ευρώπη η επιβολή των σοσιαλιστικών καθεστώτων προβλήθηκε ως ανάχωμα στην αναβίωση του φασισμού και επέτρεψε την αποσιώπηση των όσων είχαν διαπράξει οι Σοβιετικοί.

Από την επανεξέταση στον αναθεωρητισμό

Ο Φλάισερ αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του στη Δημόσια Ιστορία μετά το 1989, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις επετείους του 1995 και του 2005. Οι αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είναι, χωρίς υπερβολή, συγκλονιστικές. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στο ξαναγράψιμο της Ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλές από αυτές τις αλλαγές ήταν αναγκαίες και οδήγησαν στην κριτική επανεξέταση πτυχών του πολέμου, οι οποίες μέχρι τότε είχαν είτε αποσιωπηθεί είτε (αυτο)λογοκριθεί. Άλλες όμως κινούνταν στην κατεύθυνση του αναθεωρητισμού, δηλαδή της άρνησης ιστορικών γεγονότων ή δια στρέβλωσης της ιστορικής πραγματικότητας.
Η διαφορά μεταξύ κριτικής επανεξέτασης του παρελθόντος και αναθεωρητισμού είναι σημαντική, αν και αρκετοί ήταν εκείνοι που ξεκίνησαν με στόχο την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και κατέληξαν στον αναθεωρητισμό. Κάποιες από αυτές τις αλλαγές, βέβαια, είχαν ήδη δρομολογηθεί πριν από το 1989. Στη Γερμανία, ήδη από τη δεκαετία του 1980 ο αναθεωρητισμός είχε εμφανιστεί και προκαλέσει μία έντονη διαμάχη μεταξύ των ιστορικών με την προσπάθεια να σχετικοποιηθεί το «κακό» του ναζισμού συγκρίνοντάς τον με το «κακό» του κομμουνισμού.
Στην ίδια γραμμή της εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό, όπως δείχνει ο συγγραφέας, κινήθηκε η δημόσια ιστορία στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Στις χώρες αυτές η δημόσια συζήτηση προσπάθησε να παρουσιάσει τις χώρες αυτές ως θύματα δύο διαδοχικών ολοκληρωτισμών, ότι τα χρόνια 1939-1989 είναι μία ενιαία περίοδος κατά την οποία συγχωνεύονται ναζισμός και κομμουνισμός και στην οποία κυριαρχεί ο τρόμος. Μια τέτοια αντίληψη του παρελθόντος οδήγησε αφενός στην υποβάθμιση των αρνητικών φαινομένων της προκομμουνιστικής εποχής (π.χ. αντισημιτισμός, αντικοινοβουλευτισμός) με συνέπεια τη σταδιακή αποκατάσταση εκπροσώπων του φασισμού ή ακόμα και ένοπλων συνεργατών των Ναζί. Σε αυτήν την περίπτωση ο συνδυασμός αντικομμουνισμού και εθνικισμού λειτούργησε στη μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους φιλοναζιστές. Διαφορετική είναι η περίπτωση χωρών όπως η Πολωνία.
Εκεί ενώ η συζήτηση ξεκίνησε από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος της κατά τη διάρκεια του πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση (διαμελισμός της Πολωνίας, σφαγή στο Κατίν, αδιαφορία του σοβιετικού στρατού στην κατάπνιξη της εξέγερσης της Βαρσοβίας από τους Ναζί) δεν επεκτάθηκε και στον αντισημιτισμό που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος στους χριστιανούς Πολωνούς και τους οδήγησε σε πογκρόμ εναντίον των Εβραίων χωρίς τη γερμανική υποκίνηση. Ένα μέρος της εμφάνισης του αναθεωρητισμού τροφοδοτείται και από τη στάση της Ρωσίας. Η Ρωσία, όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, ουδέποτε απολογήθηκε για τα όσα διέπραξε εις βάρος των γειτονικών λαών τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος αποτελεί το μοναδικό ένδοξο παρελθόν της σοβιετικής εποχής, ένα παρελθόν το οποίο είναι αναγκαίο για τη νέα εθνική ταυτότητα της Ρωσίας. Ανάλογη περίπτωση είναι η Ιαπωνία, η οποία διακρίνεται από την επίμονη άρνηση ή υποβάθμιση των εγκλημάτων που διέπραξε στην Κίνα, την Κορέα και άλλες ασιατικές χώρες.

Κίνδυνοι και ευκαιρίες

Γενικότερα στην Ευρώπη οι αλλαγές στη Δημόσια Ιστορία εντοπίζονται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο συνδέεται με την ανάδειξη του τραύματος και την κυριαρχία του ρόλου του θύματος. Η τρέχουσα κουλτούρα δεν υμνεί τον ηρωισμό των στρατιωτών όπως παλαιότερα αλλά την αδυναμία του θύματος, του άμαχου. Το δεύτερο αφορά την κεντρική θέση που κατέχει πλέον το Ολοκαύτωμα στην Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η κεντρικότητα αυτή έχει ως αποτέλεσμα την κοινότοπη κατάχρηση του όρου, τη σχετικοποίηση και την υποβάθμιση των άλλων πλευρών του πολέμου. Το τρίτο επίπεδο αφορά την κριτική επανεξέταση του παρελθόντος. Θέματα ταμπού που «αμαύρωναν» την εθνική ταυτότητα, αποτελούν πλέον αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, όπως ο δωσιλογισμός, η εμπλοκή των χριστιανικών πληθυσμών στις διώξεις των Εβραίων, οι σχέσεις μεταξύ γυναικών και στρατευμάτων κατοχής, οικονομική συνεργασία, κ.λπ.
  • Ο Φλάισερ επισημαίνει δύο κινδύνους που εγκυμονεί η δημόσια συζήτηση για τον πόλεμο.
Ο ένας κίνδυνος προέρχεται από το διαρκές ξαναγράψιμο της Ιστορίας, που μετατρέπει την Ιστορία σε ένα παλίμψηστο, σε ένα όχημα για να εξυπηρετήσει ιδεολογικούς σκοπούς και πολιτικά συμφέροντα. Πρέπει να μπουν όρια σε αυτό το ξαναγράψιμο της Ιστορίας; Ναι, υποστηρίζει ο Φλάισερ, όταν έχουμε ακραίες περιπτώσεις αναθεωρητισμού, όπως στην περίπτωση των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Ο δεύτερος κίνδυνος προέρχεται από τον «κορεσμό» της μνήμης και την κακώς νοούμενη πολιτική ορθότητα, η οποία μπορεί να προκαλέσει τα αντίθετα αποτελέσματα, ειδικά σε χώρες που έχουν έμπρακτα αποκηρύξει το παρελθόν τους, όπως η Γερμανία.

Η δημόσια ιστορία, όμως, δίνει και ευκαιρίες. Η πρώτη ευκαιρία
Ηagen Fleischer
OΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Ο Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΚΔ. ΝΕΦΕΛΗ, 2008, ΣΕΛ. 626, ΤΙΜΗ: 37 ΕΥΡΩ
είναι η «εκπαίδευση» της μνήμης, δηλαδή να διαπαιδαγωγηθούν οι νεώτερες γενιές να βλέπουν εποικοδομητικά το παρελθόν του πολέμου, όπως το αποτυπώνει το μότο «Συγχώρεση δίχως λήθη» που είχε μια πορεία ειρηνιστών από τη Γερμανία στην Ισπανία. Η δεύτερη ευκαιρία είναι με βάση τα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου να συνειδητοποιήσουμε τις διαφορές μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης και επεξεργαστούμε μια ταυτότητα η οποία να βασίζεται σε μια «όχι κοινή αλλά μοιραζόμενη Ιστορία».

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, το βιβλίο του Φλάισερ όχι μόνον έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία αλλά είναι και μια μελέτη μεγάλης πνοής, καινοτόμα και πλούσια σε ιδέες, που δείχνει ότι η Ιστορία δεν αφορά μόνο τους ιστορικούς αλλά ολόκληρη την κοινωνία, δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ (ΘΛΙΒΕΡΗ) ΕΞΑΙΡΕΣΗ

Το βιβλίο δεν αφορά την Ελλάδα, αν και υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία και η πολιτεία αντιμετώπισαν το παρελθόν. Το «Επίμετρο», όμως, του βιβλίου, αφορά τις ελληνογερμανικές σχέσεις μεταπολεμικάένα κείμενο που αν και το ζήτησε από τον συγγραφέα η Ακαδημία Αθηνών, στη συνέχεια το «έκοψε»!
Διαβάζοντας το κείμενο αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους. Στο κείμενο αυτό ο Φλάισερ διαπιστώνει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις μεταπολεμικά και όλο το πολιτικό φάσμα (πλην της Αριστεράς) από τον Παπάγο μέχρι τον Γεώργιο Παπανδρέου ακολούθησαν μία πολιτική κατευνασμού της Γερμανίας. Λίγα μόλις χρόνια μετά τις γερμανικές θηριωδίες στην κατεχόμενη Ελλάδα ο Παπάγος κολάκευε τον Γερμανό διπλωματικό αντιπρόσωπο για τις αρετές της Βέρμαχτ! Οι ελληνικές κυβερνήσεις παραιτήθηκαν από τη δίωξη των Γερμανών και Ιταλών εγκληματιών πολέμου, ελπίζοντας ότι θα λάβουν επανορθώσεις αλλά τελικά αρκέστηκαν στις ατομικές αποζημιώσεις.
Νομίζω ότι πίσω από τις διπλωματικές προτεραιότητες που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν η αμηχανία του πολιτικού κόσμου απέναντι στην επίμαχη δεκαετία του 1940. Αμηχανία η οποία υπέθαλψε την αδιαφορία και καλλιέργησε την αμνησία. Ενδεικτική αυτής της αδιαφορίας απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν της ήταν η καταστροφή του αρχείου του Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου στα 1975 και της ηθελημένης αμνησίας, το πανηγυρικό και διακομματικό «κάψιμο των φακέλων» το 1989...

Εργολάβοι λήθης



ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΜΑ ΑΝΟΙΞΕ («ΤΑ ΝΕΑ» 17/9/2008) Η κ. ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ. ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕ ΤΟ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ. ΕΤΣΙ ΔΙΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ. ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ!

Η κ. Ρεπούση μας απασχόλησε πριν από έναν χρόνο με το σχολικό της βιβλίο που αμφισβητήθηκε από σχεδόν όλες τις ιδεολογικές σχολές για την Ιστορία, πλην ορισμένων ατομικών περιπτώσεων που της συμπαραστάθηκαν. Προσωπικά είμαι αντίθετος με την απόσυρση του πονήματός της, με την προϋπόθεση ότι θα έχει εισαχθεί στην Εκπαίδευση το πολλαπλό βιβλίο. Έχω κι άλλοτε επιχειρηματολογήσει γι΄ αυτή την απαράδεκτη (κληρονομιά του μεταξικού καθεστώτος) αλλά βολική για τις εξουσίες, όλες τις εξουσίες, κάθε απόχρωσης, ιδιοποίηση της γνώσης. Αλλά βέβαια το πολλαπλό βιβλίο θέλει και άλλου τύπου εκπαιδευτικούς, να ξέρουν να επιλέγουν, να συγκρίνουν, να συζητούν και, βέβαια, να ρισκάρουν. Επανέρχομαι.
Η κ. Ρεπούση εκκινεί από μία απόπειρα του υπουργού Παιδείας της Κύπρου που με εγκύκλιό του θέλησε να ευνοήσει συνθήκες προσέγγισης μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους μαθητές. Οι προθέσεις του υπουργού βρήκαν πολλές αντιρρήσεις. Η κ. Ρεπούση εξαιτίας αυτού του γεγονότος αναπτύσσει μια συζητήσιμη ιστορικά και παιδαγωγικά μέθοδο που δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστη: σχολιάζει αρνητικά ότι ο σύγχρονος Κύπριος μαθητής ζει και κινείται στο σχολικό του περιβάλλον ανάμεσα σε τεκμήρια ιστορικής μνήμης που τον εγκλωβίζουν στην υποχρέωση να αντιμετωπίζει την τραγωδία της χώρας του ως καθήκον μνήμης.
Σχολιάζει ειρωνικά, αρνητικά, ότι «τα παιδιά πρέπει να θυμούνται την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και να αγωνίζονται για την επιστροφή τους στην πρότερη της εισβολής κατάσταση, να θυμούνται τον ξεριζωμό των Ελληνοκυπρίων από τα σπίτια τους και να διεκδικούν την επιστροφή τους σ΄ αυτά, να λογαριάζουν τους χαμένους ανθρώπους για αγνοούμενους για να μην αναγνωρίζουν τα τετελεσμένα... (Τα παιδιά) πρέπει να θυμούνται όσα (η ελληνοκυπριακή πλευρά) προκάλεσε στους Τουρκοκυπρίους για να εθνοκαθάρει τη Μεγαλόνησο από το «σύνοικον» στοιχείο, όσα προηγήθηκαν της τουρκικής εισβολής, όσα καλύπτει η οδύνη της τραγωδίας, όσα κρύβουν τα ομαδικά μνήματα. Ό,τι πάει να αμφισβητήσει αυτήν την ακλόνητη ισορροπία μνήμης και λήθης, να ανοίξει μια συζήτηση πέρα από τα στερεότυπα του θύτη και του θύματος, να απαλλάξει ίσως την εκπαίδευση από το βαρύ φορτίο αυτής της απόλυτα μεροληπτικής εκδοχής του παρελθόντος, να ιστορικοποιήσει τις εμπειρίες και τα βιώματα ενός λαού που διχάστηκε, βρίσκεται στο στόχαστρο των εργολάβων της μνήμης»!!
Αν αντιλαμβάνομαι καλά η κ. Ρεπούση πιστεύει πως στην κυπριακή μαθητιώσα νεολαία κρύβει κανείς ότι την τραγωδία της Νήσου προκάλεσε η χούντα των Αθηνών. Κρύβει κανείς ότι οργανώθηκε πραξικόπημα και αποπειράθηκαν κάποιοι προδότες Έλληνες και Ελληνοκύπριοι να δολοφονήσουν τον εκλεγμένο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ότι αυτοανακηρύχτηκε ψευδοπρόεδρος ένας εγκάθετος της χούντας. Ή αγνοούν πως σ΄ έναν πόλεμο (να τον ονομάσω αν όχι εμφύλιο, συνοίκειον) υπάρχουν θύτες και θύματα, εγκλήματα και αμοιβαίες εθνοκαθάρσεις; Αλλά, αφού οι Ελληνοκύπριοι μαθητές θα πρέπει να πάψουν να αναζητούν την επιστροφή στα μέρη που γεννήθηκαν οι πατέρες τους, αφού πρέπει να αποδεχτούν τα τετελεσμένα, τι νόημα έχει η πάγια, όλων των πτερύγων της πολιτικής ζωής, Ελλάδος και Κύπρου, θέση περί στρατού κατοχής και ανακήρυξης ως κράτους ενός ψευδοκράτους.
Η κ. Ρεπούση, πανεπιστημιακός δάσκαλος μελλόντων εκπαιδευτικών της Στοιχειώδους Εκπαίδευσης, έχει λύσει το Κυπριακό. Και μας ζητάει να ξεχάσουμε ό,τι μας τρώει και μας παροξύνει τη μνήμη, να ξεχάσουμε τους νεκρούς μας και τους αγνοουμένους μας (ως τετελεσμένα πράγματα) και να αποδεχτούμε ότι έχουμε αποκρύψει από τα παιδιά μας τα ομαδικά μνήματα, όπου, βέβαια, έχουν παραχώσει τα «θύματα» της εθνοκάθαρσης.
Ποιο καθήκον μνήμης πρέπει να αποσκορακίσουν οι Κύπριοι μαθητές; Γιατί είναι εργολάβος μνήμης μια Εκπαίδευση που σε κάθε βήμα ο μαθητής αντικρύζει τείχη, ξενικά κατοχικά φυλάκια και εν επάρσει την κατοχική σημαία; Ποια τετελεσμένα έχουν πάρει πλέον και νομική διεθνή μορφή ώστε ο Κύπριος μαθητής που οι γονείς του μεγάλωσαν, δημιούργησαν περιουσίες στα κατεχόμενα θα πρέπει να απεμπολήσει το καθήκον να διεκδικήσει τα κληρονομικά του δικαιώματα; Η κ. Ρεπούση αγνοεί πως τα Διεθνή Δικαστήρια έχουν δικαιώσει και εκδώσει αποφάσεις όπου αναγνωρίζονται σε Ελληνοκυπρίους αποζημιώσεις και κληρονομικά δικαιώματα; Ποια ιστορική μέθοδος είναι αυτή που, μιας διεθνούς και μάλιστα των Ηνωμένων Εθνών ανοιχτής διαπραγμάτευσης διαδικασία, σπεύδει να ονομάσει και μάλιστα να συμπεριλάβει στη σχολική ύλη ένα πρόβλημα ως λυμένο; Και μάλιστα χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα ότι είναι καιρός πια να ξεπεράσουμε τα στερεότυπα του θύτη και του θύματος.
Τώρα μπορεί κανείς να καταλάβει πώς η ιστορική εργολαβία της λήθης μετέτρεψε τον πανικό και την ασφυξία του λιμανιού της Σμύρνης σε συνωστισμό ουράς προσκυνητών τον Δεκαπενταύγουστο για την Τήνο!
Αλλά τι θα γίνει με τους ποιητές, τους πεζογράφους, τους ζωγράφους της Κύπρου; Τι θα γίνει με τα υπέροχα ποιήματα του μεγάλου Κώστα Μόντη, τι με τη βραβευμένη ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, με τα σπαρακτικά ποιήματα του Πασιαρδή, τα σπουδαία πεζά του Λεύκιου Ζαφειρίου, τα δοκίμια του αείμνηστου Ανδρέα Χριστοφίδη, τις συνταρακτικές φωτογραφίες του μακαρίτη φίλου Ανδρέα Μαλέκου, όπως και τις εργασίες του Μιχάλη Πιερή και του ιστορικού πανεπιστημιακού και πρέσβη Γιώργου Γεωργή; Εργολάβοι μνήμης κι αυτοί; Γιατί όχι; Κι αν ακόμη βρεθούν εργολάβοι λήθης και φιμώσουν τη μνήμη των νεωτέρων, πώς θα εμποδίσουν τη λειτουργία της μνήμης μέσα από την υψηλής τάσης συχνότητα της ποιητικής γλώσσας; Καταγράφω εδώ μερικές ψηφίδες από τα σύντομα του Μόντη με τίτλο, ΜΝΗΜΗ: «Τι λαμβάνει άραγε υπόψη που δεν λαμβάνουμε εμείς/ Τι δε λαμβάνει άραγε υπόψη που λαμβάνουμε εμείς/ Τι πείρα έχει που δεν την έχουμε εμείς/ και διαγράφει και υπογραμμίζει κατά το δοκούν;». «Εμείς τα ζήσαμε/ κι αν θες θυμήσου τα/ αν θες μην τα θυμηθείς». «Έχει τα δικά της κριτήρια/ τι να κρατήσει και τι ν΄ απορρίψει/ Δεν δέχεται οδηγίες»!! Και από ένα «Γράμμα στη Μητέρα»: «Ποιους ήλιους βασάνιζαν χτες οι τούρκοι στον Πενταδάχτυλο, μητέρα,/ ποιους στίχους βασάνιζαν χτες στον Πενταδάχτυλο, μητέρα,/ και μου μεταγγίζονταν/ και δυσπνοούσα/ κι αρρυθμούσα;».
Και ένα άκρως εκπαιδευτικό που πιθανόν ένας εργολάβος της μνήμης θα το ανθολογούσε σε αναγνωστικό του Δημοτικού, απ΄ όπου θα το εξοβέλιζε η κ. Ρεπούση. «ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΜΟΡΦΟΥ»: «Μένουν ξαπλωμένοι στο πάτωμα του σχολείου και το μόνο που θέλουν είναι να πεθάνουν» (Έκθεση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για την τουρκική εισβολή):
«Κοιτάζουν ένα γύρο τους χάρτες και τα θρανία/ κοιτάζουν τον πίνακα που ΄γραφαν τα πρώτα τους γράμματα/ ξαναβλέπουν ένα γύρο τους παλιούς φίλους/ ξανακούν ένα γύρο τις παλιές φωνές/ ξανακούν το κουδούνι του διαλείμματος».
  • Καθήκον μνήμης στον ορίζοντα, αποκεφαλίστε το!
Γνωρίζω τον αντίλογο. Η Ιστορία είναι αμερόληπτη, οφείλει να τείνει προς την αντικειμενική γνώση, να λαμβάνει υπόψη και την άλλη πλευρά. Η Ιστορία καλά κάνει, αλλά η μνήμη και των λαών και των ατόμων έχει δική της λογική και δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε καθήκον, ούτε έχει ανάγκη από εργολάβους να την κατασκευάζουν κατά το δοκούν. Έχει δικό της δοκούν, λέει ο Μόντης. Δικούς της μηχανισμούς. Δεν δέχεται οδηγίες. Αφαιρέστε τη μνήμη από την ποίηση του Καβάφη, από τις τραυματικές εμπειρίες του Αναγνωστάκη, από τον Πατρίκιο, τον Αλεξάνδρου, τον Κατσαρό, από τις εφιαλτικές μνήμες του Σαχτούρη. Στον Σεφέρη ξυπνούν τη μνήμη του εκεί στην Κύπρο από το τρίξιμο του μαγκανοπήγαδου, ενώ ο καλόγερος βγάζει νερό από το πηγάδι στο μοναστήρι Κύκκου. Και το τρίξιμο του μάγκανου το πάει στη Σκάλα της Σμύρνης, στο πατρικό τους εξοχικό γι΄ αυτό και ονομάζει αυτόν τον ήχο που του ξυπνάει το παρελθόν «φωνή πατρίδας».
Ένα παιδί στην Κύπρο που γεννήθηκε το 1998, δηλαδή 24 χρόνια μετά την τραγωδία τι δικαίωμα στη μνήμη να έχει, αν δεν του προσφέρει ντοκουμέντα και μνήμες ζώντων η Εκπαίδευση; Αν ένας μαθητής σήμερα στην Ελλάδα αγνοεί τι ήταν η Κατοχή και τι έγινε στον Εμφύλιο δεν ασκεί το δικαίωμα στη μνήμη. Είναι θύμα μιας Εκπαίδευσης που οι δάσκαλοί της γαλουχημένοι από εργολάβους της Λήθης έχει απεμπολήσει το καθήκον της μνήμης.
Πρέπει να ξεχάσω το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, το Πολυτεχνείο, τη Μακρόνησο. Επειδή η κόρη μου γεννήθηκε το ΄70, δεν θα πρέπει να της πω πως ο παππούς της και πατέρας μου εξορίστηκε για τις ιδέες του ή πρέπει, τάχα, καταργώντας τα στερεότυπα θύτη- θύματος να προσπαθήσω να της εξηγήσω τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς και την οικοδόμηση στο Μακρονήσι των «Νέων Παρθενώνων»;

Δεν θέλω να κλείσω αυτό το κείμενο απαισιόδοξα. Τις μέρες αυτές στην Ελευσίνα ο καθηγητής και εικαστικός Μάριος Σπηλιόπουλος στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο Κανελλόπουλου έχει δημιουργήσει μιαν εγκατάσταση με τον τίτλο «Ανθρώπων ίχνη». Με το επιχείρημα ότι κάθε αντικείμενο περιέχει μόχθο ανθρώπου αλλά μνήμη εποχής, παθών, ελπίδων, οραμάτων και ολέθρων εκθέτει μια σειρά από ντοκουμέντα της καθημερινότητας, προβάλλει εικόνες και πρόσωπα του παρελθόντος της Πόλης, δίπλα στα αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετεί τα βιομηχανικά προϊόντα της ελευσίνιας σαπωνοποιίας, προβάλλει βίντεο με γριούλες μοιρολογίστρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αφηγήσεις προλετάριων της εργατούπολης, παλιές αναμνήσεις των παιχτών τού πάλαι ποτέ Πανελευσινιακού, παιδικά τραγούδια και παιδικά παιχνίδια.
Όλα αυτά παρακλητικά της μνήμης. Όσοι περιέρχονται αυτό το έξοχο «εργολαβικό της μνήμης» νιώθουν πως είναι καθήκον των πνευματικών ανθρώπων και κυρίως των δασκάλων να συνδαυλίζουν την μνήμη, την «άκαυτη βάτο» του Ελύτη.
Αν, τώρα, η πανεπιστημιακή μεταμοντέρνα ιστορία θέλει να χλωροφορμίσει τον λαό μέσα σε μια αποστειρωμένη αίθουσα και να του εφαρμόσει λοβοτομή, να ξέρει πως η μνήμη ανακαλεί από τον βυθό Σολωμό και Παπαδιαμάντη.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

«Εκεί που αρχίζεις να ντρέπεσαι που λέγεσαι Ελληνας, θυμάσαι κάτι εξαιρέσεις και δακρύζεις...»

Κώστας Μουρσελάς

Της Αννας Γριμάνη, Η Καθημερινή

  • H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Είναι σαν να με ρωτάτε αν τα πεζοδρόμια υπάρχουν για να περπατούν οι πεζοί - που και αυτό αμφισβητείται στις μέρες μας.

Δεν νομίζετε ότι πολύ μελάνι έχει χυθεί γι' αυτή την απάντηση; Τι με κάνει λοιπόν Ελληνα; Θυμηθείτε ότι κάποτε λεγόμαστε Γραικοί και Ρωμιοί και σήμερα Ελληνες. Αλλωστε, δεν έχω άλλη επιλογή. Εδώ γεννήθηκα, εδώ καταχωρίσθη - φακελώθηκα, εδώ έζησα, εδώ ζω και δεν έχω καθόλου την άποψη ότι αυτό με κάνει ιδιαίτερα προνομιούχο. Αντίθετα, όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγότερο υπερηφανεύομαι γι' αυτό, όλο περισσότερο με κάνει ανασφαλή.

Ελληνας, πάντως, από συνείδηση μου πάει περισσότερο. Τα αισθήματα έπονται.

  • Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Κι εδώ το εκπαιδευτικό μας σύστημα -κυρίως- με έχει εξαπατήσει. Τόσα μικρά που κατά καιρούς με κέρδιζαν και που νόμιζα ότι είναι αποκλειστικότητα ελληνική, με τον καιρό πρόσεξα πως τα διαθέτουν αφθόνως και οι άλλοι λαοί. Ενηλικιωνόμαστε τόσο αργά!

  • Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Εκεί που αρχίζεις να ντρέπεσαι που λέγεσαι Ελληνας, θυμάσαι κάτι εξαιρέσεις και δακρύζεις. Θυμάσαι τη μάνα σου, τα παιδιά σου, τη γυναίκα σου, τις γυναίκες που αγάπησες, θυμάσαι τον Μακρυγιάννη, τον Κολοκοτρώνη, τον Καβάφη, τον Μπελογιάννη, το Εικοσιένα, τους ήρωές σου μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, θυμάσαι κάποιους φίλους που σου στάθηκαν, θυμάσαι κι έναν Αριστοφάνη, έναν Ευριπίδη, έναν Αρχίλοχο, έναν Ομηρο και λες χαλάλι! Υστερα πάλι λες «μα τα ίδια δεν συμβαίνουν και στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου»;

  • Αυτό που με χαλάει.

Θα μου επιτρέψετε να μην απαντήσω σ' αυτό; Γιατί να γίνω κυνικός; Γιατί να βγάλω την αηδία μου για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και κυρίως των πολιτικών μας; Γιατί να καταλήξω σε ύβρεις; Γιατί να μελαγχολήσω αφόρητα; Οχι βέβαια ότι εξαιρώ τον εαυτό μου - κάπου εκεί μέσα είμαι κι εγώ.

  • Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Δεν σας λέει κάτι το ότι συνεχώς καταφεύγουμε στα παλιά, στα πολύ παλιά; Πάντως, αν περιοριστούμε στις τέχνες, ναι, παράγουμε πολιτισμό, αλλά τι να σου κάνουν οι εξαιρέσεις...

  • Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Με την ταυτότητα του ανθρώπου που ελάχιστα παράγει και άπειρα καταναλώνει, λες κι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που ήρθε σ' αυτόν τον κόσμο. Αλλά πώς θα αγοράζεις αυτό που καταναλώνεις αν προηγουμένως δεν έχεις διαφθαρεί; Δει δη χρημάτων, όπως έλεγε ο Δημοσθένης.

  • Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Καταναλώνουμε άπειρα «πρέπει» -λόγια, λόγια, λόγια- χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς την επόμενη κίνηση. Παντού. Στη Βουλή, στις ταβέρνες, στις παρέες, στα καφενεία... Οσο για τα «γιατί»; Γιατί ένας λαός τόσο έξυπνος, τόσο ικανός, με τόση ιστορία, γιατί να βγαίνει τόσο ανίκανος, τόσο παθητικός, τόσο αναποτελεσματικός; Γιατί τόσος ξεπεσμός; Γιατί τόση διαφθορά;

  • Ο Ελληνας ποιητής μου.

Εκεί που όλοι καταλήγουμε: Καβάφης, και πολλοί άλλοι, μόνο που δυστυχώς όλοι αυτοί δεν αλλάζουν τον κανόνα: θαυμαστές νησίδες καταφυγής και εξορίας.

  • Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Εχω την εντύπωση ότι η αλήθεια είναι μόνο μία: αυτή που αφορά τον παγκόσμιο άνθρωπο, στον ένα και μοναδικό πλανήτη μας. Το πραγματικά δικό μου, η αλήθεια μου είναι μόνο η γλώσσα μου. Αυτή είναι η πατρίδα μας, αυτή καθορίζει την ελληνικότητά μου.

  • Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Ψάχνω για δρομάκια, μονοπατάκια, μήπως με βγάλουν κάπου αυθεντικότερα, μακριά από ελληνικότητες κι εθνικοπατριωτικά και προγονοπληξίες. Πρώτον, να βρω τις ρίζες μου, το χώρο μου, τη φόρμα μου, το κρεβάτι μου, τη φωνή μου και μετά βλέπουμε.

  • * Ο Κώστας Μουρσελάς είναι συγγραφέας, με πιο πρόσφατα βιβλία του τα διηγήματα «Ο πόθος καίει τα σωθικά» (εκδόσεις Κέδρος) και τα αισθητικά δοκίμια «Ασκήσεις επί χάρτου» (εκδόσεις Καστανιώτη).

«Στην Ελλάδα δεν αισθάνομαι τουρίστας»

Massimo Peri

Της Αννας Γριμάνη, Η Καθημερινή

  • Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Την ελληνικότητα δεν την αναγνωρίζω ούτε ως αίσθημα ούτε ως συνείδηση. Οπως η ιταλικότητα, η ισπανικότητα, η γερμανικότητα, η ελληνικότητα είναι ουσιαστικά ένα ιδεολόγημα εθνικιστικού χαρακτήρα που μπορεί να συγκινούσε τον Περικλή Γιαννόπουλο, αλλά που κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε σαν όρο να τον καταργήσουμε για λόγους... διανοητικής υγιεινής.

  • Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Το πορτοκάλι που μου χάρισε ένας μανάβης στην οδό Σόλωνος, όταν, πριν από σαράντα χρόνια, βρέθηκα στην Αθήνα χωρίς τάλιρο στην τσέπη και πέθαινα της πείνας.

  • Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Ο ανάπηρος στη δημοσιά, το κομμένο πόδι στο μουσείο κι ο ανδριάντας του Μαυροκορδάτου.

  • Αυτό που με χαλάει.

Οι διαφημίσεις, ιδιαίτερα των ιταλικών προϊόντων, και το τσιμέντο που καταστρέφει τις παραλίες.

  • Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Εξαρτάται από την περίπτωση. Π.χ. αν ένας Ελληνας παρουσιάζεται σ' ένα διαγωνισμό για μια πανεπιστημιακή θέση «νεοελληνικής φιλολογίας» στην Ιταλία, η ελληνική ταυτότητα τον βλάπτει. Μπορεί να είναι εξαιρετικός φιλόλογος, μπορεί να ξέρει τα πάντα... θα προτιμηθεί κάποιος Ιταλός. Εκτός αν πρόκειται για Ελληνίδα με καλές προθέσεις. Τότε τα πράγματα αλλάζουν.

  • Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει κολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Σίγουρα παράγει, αλλά το ζήτημα είναι τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «πολιτισμός». Οσο για τη «ρητορική ελληνικότητα», δεν ξέρω. Για μένα η ρητορική είναι κάτι πολύ σοβαρό, νομίζω μάλιστα ότι διάφορες πολιτικές και πολιτισμικές δυσκολίες του σημερινού κόσμου προέρχονται από το γεγονός ότι η ρητορική καταργήθηκε στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.

  • Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Με τον πολιτισμό τους. Ο οποίος όμως, όπως είπα παραπάνω, αποτελεί πρόβλημα (βέβαια για όλους, όχι μόνο για τους Ελληνες).

  • Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Γιατί με συγκινεί κι εμένα μια ελληνική λεπτομέρεια. Το πρέπει μου όμως δεν είναι ελληνικό: να αποδημήσουμε, να φύγουμε από την Ιταλία τώρα που μας καβάλησε ο κύριος Καναλάρχης. Καλύτερα στη ζούγκλα!

  • Ο Ελληνας ποιητής μου.

Ο Δημήτριος Βερναρδάκης, του οποίου τα κείμενα ήταν τα μόνα που είχα στη διάθεσή μου τότε που ζητιάνευα πορτοκάλια και ψωμί στους δρόμους της Αθήνας. Δεν ξέρω άλλον τραγικό ποιητή που να 'ναι τόσο κωμικός.

  • Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Στην Ελλάδα (αλλά και στην Κύπρο) δεν αισθάνομαι τουρίστας.

  • Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Μια οδός που, αρχής γενομένης από τον 19ο αιώνα -δημιουργία του ελληνικού κράτους-, δυστυχώς ολοένα και συρρικνώνεται.

  • * Ο ελληνιστής Massimo Peri κατέχει την έδρα νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Padova. Πριν από μερικές εβδομάδες δίδαξε στην Eλλάδα, στο πλαίσιο των Σεμιναρίων Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού που οργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών.

«Βγαίνουμε στον κόσμο με την ταυτότητα του Ψευδοευρωπαίου»

Nάνος Βαλαωρίτης

Της Αννας Γριμάνη, Η Καθημερινή

  • Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Πιστεύω ότι είναι η συνείδηση ενός αισθήματος και το αίσθημα μιας συνείδησης. Είναι ιδεολόγημα όπως η βρετανικότητα, η βραζιλιανικότητα, η γαλλοφωνία, η ιταλικότητα κ.ο.κ. Τίποτα δεν είναι ποτέ καθαρά ελληνικό ή οτιδήποτε άλλο… Η καθαρότητα είναι ύποπτη. Ολοι οι ποιητές μας είναι υβρίδια και μάλιστα οι καλύτεροι: Κορνάρος, Χορτάτζης, Σολωμός και Κάλβος (ελληνοϊταλικοί), Καβάφης, Σεφέρης (αγγλογαλλο-ελληνικοί), Εμπειρίκος, Ελύτης, Εγγονόπουλος (κυρίως ελληνογαλλικοί), Καρυωτάκης, Ουράνης (ελληνογαλλικοί), Ροΐδης (ελληνοΐταλογαλλικός)… κ.ο.κ. Αυτό δεν τους εμποδίζει να είναι ελληνικοί, σε αίσθημα και συνείδηση. Το ίδιο ισχύει για τους εικαστικούς. Και τους πεζογράφους. Δεν υπάρχει τίποτα καθαρά ελληνικό ούτε στους αρχαίους, που είχαν επιρροές από την ανατολική αιγυπτιακή τέχνη, σκέψη και ποίηση… από την Μυκηναϊκή εποχή. Το ίδιο και για τις θρησκείες. Οι Λατίνοι ελληνίζουν κ.ο.κ. Αυτό δεν εμποδίζει να υπάρχουν τοπικισμοί που ισχύουν για όλες τις εθνότητες.

  • Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Το ελληνικό γραμματόσημο με την κεφαλή του Ερμού. Η καλύτερη σειρά τυπωμένη στη Γαλλία.

  • Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Ο Μπολιβάρ ο «Ωραίος σαν Ελληνας...»

  • Αυτό που με χαλάει.

Η αδιαφορία για τα σημαντικά που βλέπω γύρω μου.

  • Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Τεράστιο μειονέκτημα η σύγκριση με τους αρχαίους από την Αναγέννηση και πέρα.

  • Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Ο λαϊκός πολιτισμός μας, για μένα, σταμάτησε να παράγεται με τα τελευταία δημοτικά τραγούδια, την ξυλογλυπτική, τα υφαντά - με τους αυτοδίδακτους Μακρυγιάννη, Ζωγράφο, Θεόφιλο και άλλους.

  • Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Με την ταυτότητα του Ψευδοευρωπαίου…

  • Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Τα γιατί-πρέπει είναι φασιστικά… Απορρίπτονται αδίστακτα.

  • Ο Ελληνας ποιητής μου.

Ο Ομηρος, τα έχει όλα.

  • Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Η ελληνική γλώσσα.

  • Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Η Οδός Φιλελλήνων του Ανδρέα Εμπειρίκου.

  • * Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι ποιητής. Το «PADAIMONIUM» είναι το νέο του βιβλίο στα Αγγλικά, με μια επιλογή ποιημάτων του, πρόσφατα τυπωμένο στην Ουάσιγκτον από τις εκδόσεις Philos Press.

«Στην Ελλάδα σήμερα λίγοι παράγουν και πολλοί ρητορεύουν»

Μιλτιάδης Χατζόπουλος

Της Αννας Γριμάνη, Η Καθημερινή

  • Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Kαι τα δύο, αλλά όχι για όλους. Ολοι οι Ελληνες έχουν ή, καλύτερα, αποκτούν το αίσθημα ότι είναι Ελληνες. Η συνείδηση, δηλαδή η «μετά λόγου γνώσις» της ελληνικότητας, απαιτεί άλλες διεργασίες που προϋποθέτουν εμπειρία της μη ελληνικότητας, της ξενικότητας, και σπουδή αυτογνωσίας. Οπως συμβούλευσε και ο Σωκράτης τον Αλκιβιάδη: «Και ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν εις ψυχήν αυτή βλεπτέον».

  • Τι πιo μικρό ελληνικό αγάπησα.

Το ελεφαντοστέινο ανάγλυφο από τη νεκρική κλίνη του Αλεξάνδρου Δ΄ που ανακαλύφθηκε στη Βεργίνα και παριστάνει τον Πάνα, παίζοντας αυλό, να οδηγεί έναν άνδρα και μια γυναίκα, ίσως τον Διόνυσο και την Αριάδνη, στον γαμήλιο θάλαμο. Είναι κατά τη γνώμη μου η ωραιότερη απεικόνιση της χαράς του έρωτα, της αμοιβαίας καταφάσεως της ζωής.

  • Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Ο Παύλος Μελάς.

  • Αυτό που με χαλάει.

Η εικόνα του φυσικού και του ανθρώπινου περιβάλλοντος που αντικρίζω κάθε ημέρα χαλάει μέσα μου την εικόνα της Ελλάδας. Καταστροφή της Φύσης, καταστροφή της ιστορικής μνήμης σε όλες της τις μορφές (ιστορικοί τόποι, μνημεία, γλώσσα), αδιαφορία για το μέλλον είναι προϊόντα άκρατης ιδιοτέλειας και απουσίας πολιτικής αρετής, χωρίς την οποία η δημοκρατία είναι φάρσα.

  • Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Ούτε προσόν ούτε μειονέκτημα, αλλά πρόκληση που δεν αντέχει τη μετριότητα.

  • Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μία ρητορική ελληνικότητα;

Λίγοι παράγουν και πολλοί ρητορεύουν.

  • Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στο σύγχρονο κόσμο;

Με τη σχιζοφρενική ταυτότητα του απογόνου του Αθηναίου Σωκράτη, του Βαλκάνιου Νταβέλη και του Λεβαντίνου Ρασταπόπουλου (Tintin). Στο χέρι καθενός είναι να επιλέξει το υπόδειγμα που τον εκφράζει.

  • Το ελληνικό μου «γιατί» και ένα «πρέπει» που πέταξα.

Το «γιατί» είναι το ερώτημα που γεννάει το «πρέπει» του αριστεύειν, που όσες φορές το πέταξα μετανόησα πικρά. Η απόκριση στο «γιατί»; Διότι διαφορετικά δεν αξίζει να ζούμε.

  • Ο Ελληνας ποιητής μου.

Ο Ανδρέας Κάλβος, για να αντιμετωπίζω σοβαρά τη ζωή, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, για να μην αντιμετωπίζω τόσο σοβαρά τη σοβαρότητά μου και ο Οδυσσέας Ελύτης, για να χαίρομαι την Ελλάδα.

  • Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Γλώσσα και ελευθερία.

  • Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Η αριστεία. Χωρίς αριστεία, ένα μικρό έθνος σαν το ελληνικό δεν έχει ελπίδα αλλά ούτε και λόγο να επιβιώσει.

  • * Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος είναι ιστορικός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Το τελευταίο του βιβλίο είναι «La Macedoine: Geographie Historique, Langue, Cultes et Croyances, Institutions».

«Δεν φοβάμαι τίποτα εκτός από τον πολιτιστικό αφανισμό μας...»

Στυλιανός Αντωναράκης

Της Αννας Γριμάνη, Η Καθημερινή
  • Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Συνείδηση. Είναι γραμμένη στα κύτταρά μας και στον εγκέφαλό μας μέσω της παιδείας και της απορρόφησης της ιστορίας και του τωρινού περιβάλλοντός μας. Επιγενετική συνείδηση, όπως λέμε στη γλώσσα μας: ό,τι δηλαδή, καταγράφεται ανεξίτηλα και επιπρόσθετα από τις γενετικές μας καταβολές.

  • Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Μετά την παράσταση της τραγωδίας στην Επίδαυρο, σταμάτημα στην παραλία και συζήτηση, κριτική του θεάματος με την οικογένεια, με φίλους και ένα πρόχειρο μεζέ. Και κάτι άλλο: η μυρωδιά του θυμαριού την πασχαλιάτικη νύχτα στο μοναστήρι.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα. Ενας κριτής του κόσμου, που μιλάει μια πολύτιμη γλώσσα.

  • Αυτό που με χαλάει.

Η ζυγαριά να είναι χαλασμένη και ο μαγαζάτορας να το ξέρει.

  • Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Προσόν γιατί καταλαβαίνεις τον κόσμο με την οπτική της ιστορίας και την αίσθηση ότι «τα έχουμε ζήσει όλα» στο παρελθόν μας. Μειονέκτημα γιατί σήμερα η παραγωγή ιδεών και προϊόντων δεν είναι ανταγωνιστική.

  • Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Εάν ο πολιτισμός παράγεται από άτομα, τότε αναμφισβήτητα άνθρωποι με ελληνική ταυτότητα συμμετέχουν στη δημιουργία του σύγχρονου κόσμου. Εάν ο πολιτισμός παράγεται από σύνολα ανθρώπων (κοινωνίες - κράτη) τότε, η τωρινή παραγωγή μας είναι πολύ μικρότερη από αυτή της ιστορίας μας.

  • Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Δεν φοβάμαι τίποτα εκτός από τον πολιτιστικό αφανισμό μας.

  • Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Το γιατί: «Αμες δε γ' εσόμεθα πολλώ κάρρονες» (ο σπαρτιατικός όρκος τιμής). Το πρέπει που πέταξα: «τον ναρκισσισμό ότι είμαστε οι καλύτεροι».

  • Ο Ελληνας ποιητής μου.

Ολους τους Ελληνες ποιητές τους ευχαριστώ για τις ατέλειωτες ώρες ευτυχίας που μου χάρισαν. Πιο προσωπικά όμως, η δική μου ποιήτρια είναι η Γρηγορία μου και τα ανέκδοτα ποιήματά της, που έγραψε για μένα.

  • Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, η αρχαία αγορά, η γλώσσα που διαβάζουμε στις στήλες του Κεραμεικού και που πλούτισε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Οι γονείς, οι Ελληνες πατέρες της Χριστιανοσύνης, η Θεσσαλονίκη του 1900, με Ελληνες, Μουσουλμάνους και Εβραίους, μια βόλτα στο πρώτο Νεκροταφείο, η ανατολή και το ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο.

  • Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - oρίστε την.

Ενας δρόμος σε μια όχι και τόσο καλοδιατηρημένη συνοικία της πόλης του κόσμου. Από το ένα μέρος του δρόμου είναι η Ανατολή, ένα σουκ, με καφενεία, συζητήσεις, μυρωδιά από λιβάνι. Από το άλλο μέρος είναι η Δύση, στάση του μετρό, ipols και το κτίριο της Ολυμπιακής Επιτροπής. Ο κόσμος και στα δύο πεζοδρόμια πηγαινοέρχεται για τις δουλειές του - οι κανόνες συμπεριφοράς είναι διαφορετικοί στους δύο κόσμους. Αρχαία μνημεία κι εκκλησίες εδώ κι εκεί - τα μεν παραμελημένα με σκουριασμένη περίφραξη, οι δε σημαιοστολισμένες με παρωχημένες βυζαντινές σημαίες. Σκουπίδια στο δρόμο παντού, παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα πεζοδρόμια, κτίρια κακόγουστα. Ο κόσμος κάποτε χαρούμενος, υπερήφανος, ξενόφοβος, χρεωμένος και ελάχιστα παραγωγικός. Το φορτηγό σταματημένο παράνομα, ξεφορτώνει πράγματα φερμένα από μακριά… ό,τι οι άνθρωποι θα καταναλώσουν με μανία.

  • * Ο δρ Στυλιανός Αντωναράκης είναι καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και διευθυντής του τμήματος Γενετικής στο Νοσοκομείο της ίδιας πόλης.

«Ανήκω σε όσα αγαπώ, δικά μας και ξένα»

Mάνος Eλευθερίου

Της Αννας Γριμάνη, Η Καθημερινή

  • Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

«Πατρίδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δεν λάμπει». Ούτε στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου! Το ποίημα του δημοτικού σχολείου μας μπουκώνει ακόμη με ζαχαρωτά. Ωστόσο η φυλή, έστω και με τα σωληνάκια, θαυματουργεί. Κάθε κάλπης και απατεώνας σεμνύνεται για τη ράτσα του. Οι πραγματικά σεμνοί σιωπούν. Πέρα απ' αυτά, τα σύμβολα του έθνους, ας πούμε σημαία και Εθνικός Yμνος, πάντα φέρνουν δάκρυα.

  • Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Μάλλον είναι σπόρος φυτού. Πολλά χνούδια μαζί σχηματίζουν έναν «ήλιο». Ταξιδεύει στον αέρα. Αν δεν το πιάσεις με προσοχή, διαλύεται.

  • Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Ακόμη και πολλά καθάρματα στις πόλεις, θαυματούργησαν στην Αντίσταση. Οπως θαυματούργησαν τα «ειδικά» τάγματα ανεπιθύμητων Αριστερών, πρεζάκηδων και νταβατζήδων στα βουνά της Αλβανίας.

  • Αυτό που με χαλάει.

Αυτό το άσχημο και οδυνηρό που σχεδόν πάντοτε ακολουθεί κάτι πολύ σπουδαίο που μας συνέβη.

  • Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Προσόν να ζεις μέσα στην Ελλάδα. Μειονέκτημα να αναγκάζεσαι να ζεις σε χώρες που σε θέλουν σκλάβο.

  • Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Υπάρχουν ευτυχώς πολλές εστίες αντιστάσεως νέων, που δεν χαμπαριάζουν για τους ρήτορες και τους αυτόκλητους φύλακες κάθε κρυμμένης απάτης. Υπάρχουν ομάδες, ιδίως στην επαρχία, οι οποίες προσπαθούν τα ακατόρθωτα μέσα στην απομόνωσή τους και την έλλειψη κάθε συνδρομής.

  • Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Οι περισσότεροι με πλαστά διαβατήρια. Χάσκουν όμως μπροστά στους κλεμμένους ελληνικούς θησαυρούς, τους οποίους, αν ήταν στην πατρίδα μας και στη φυσική τους θέση, θα τους είχαν χεσμένους.

  • Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Γιατί έπρεπε να πάμε στην Ουκρανία, στα 1919, να βοηθήσουμε στρατιωτικά τον Τσάρο για να αντιμετωπίσει την Επανάσταση των Μπολσεβίκων; Δεν είναι ένα το «πρέπει». Είναι πολλά. Και τα οποία δεν διαχειρίζεται μόνος του ένας πολίτης.

  • Ο Ελληνας ποιητής μου.

Πάρα πολλοί ποιητές στις ευτυχισμένες στιγμές τους.

  • Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Ανήκω σε όσα αγαπώ, δικά μας και ξένα.

  • Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Σημείωμα του ταχυδρόμου σε επιστροφή επιστολής: «Ανύπαρκτη οδός».

  • * Ο Μάνος Ελευθερίου είναι ποιητής και συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του «Ανθρωπος στο Πηγάδι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο».

«Η ελληνική λεβεντιά διαρκεί όσο και οι παπαρούνες της άνοιξης»

Θάνος Βερέμης

Της Αννας Γριμάνη, Η Καθημερινή

  • Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Ο συναισθηματικός κόσμος συγχρονίζεται με τη συνείδησή μας. Οι πρώτες μου αναμνήσεις χτίζονται πάνω σε γαλανόλευκες γιορτές, οβελίες και βεγγαλικά. Εικόνες, ήχοι, μυρουδιές και γεύσεις συνθέτουν την πιο εύφορη ηλικία της μνήμης μου. Αυτή η ελληνικότητα που «αισθηματοποιήθηκε ολόκληρη για μένα» θα με συνοδεύει, είτε το θέλω είτε όχι, ώς το τέλος του βίου μου.

  • Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα;

Το γλυκύτατο, εφήμερο ελληνικό έαρ.

  • Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Η λεβεντιά που διαρκεί όσο και οι παπαρούνες της ελληνικής άνοιξης.

  • Αυτό που με χαλάει.

Ο αυτισμός και η μετριότητα που εκτρέφουν χωρίς εξαίρεση τα πολιτικά μας κόμματα.

  • Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Προσόν όταν αισθάνεσαι χαμένος στην ανωνυμία της παγκοσμιοποίησης, μειονέκτημα όταν μετέχεις στην καθημερινότητα της ελληνικής δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας.

  • Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Η ρητορική ελληνικότητα παρηγορεί όσους δεν παράγουν πολιτισμό. Οι δημιουργοί δεν επικαλούνται την ελληνικότητα γιατί την ανακαλούν με το έργο και το παράδειγμά τους. (Ο Μόραλης, ο Σαββόπουλος, ο Βογιατζής, ο Κιτρομηλίδης, ο Τσούκας είναι μερικοί από αυτούς που ο καθένας με τον τρόπο του, παράγει πολιτισμό σήμερα). Με μια ισχυρή αντίληψη ταυτότητας την οποία πιστοποιεί αυτή η παμπάλαια μουσική της γλώσσας μας.

  • Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Ενα «γιατί» που είναι σήμερα στη σκέψη όλων: «Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθονται οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούν;» Θα πέταγα όλα τα «πρέπει» που παπαγαλίζουν τα παιδιά στα σχολεία και οι φοιτητές - πολιτευτές στα πανεπιστήμια. Τα «πρέπει» που ευθύνονται για την ξύλινη γλώσσα και την απουσία σκέψης στο δημόσιο λόγο.

  • Ο Ελληνας ποιητής μου.

Από τους τρεις μεγάλους ποιητές που ανακάλυψαν αργά τη γλώσσα μας και μαζί τη συνείδησή τους προτιμώ τον Αλεξανδρινό.

  • Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Οσο πιο γρήγορα αποβάλουμε τον κλεφταρματολικό αταβισμό μας και γίνουμε κοινωνία των πολιτών, τόσο πιο γρήγορα θα βρούμε τη λύτρωση από τον μετριοκρατικό, επαρχιωτικό και αδηφάγο αυτισμό μας.

  • Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Ο οδός που ακολουθούσαν ο Πλάτων, ο Γκρέκο, ο Κοραής, ο Ωνάσης. Η εσωτερική διαδρομή που γίνεται οδικός χάρτης για όλους τους ανθρώπους, διανοούμενους, δημιουργούς και εξερευνητές του κόσμου.

  • * Ο καθηγητής Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.