Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Ολοκληρωτισμός, η γεροντική ασθένεια του καπιταλισμού

  • Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Το χρυσό παραπέτασμα. Η γέννηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, πρόλ.: Κώστας Βεργόπουλος, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, σ. 390, 18 ευρώ

Πριν από λίγα χρόνια ακόμη ήταν δύσκολο να αποκαλέσεις τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε «ολοκληρωτικές» χωρίς να επισύρεις την οργή όλων, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων, παραδοσιοκρατών κι εκσυγχρονιστών... Σήμερα, ο όρος έχει αρχίσει να γλιστράει όλο και πιο φυσικά στα χείλη αρκετών ριζοσπαστών αναλυτών του παρόντος - παρά τους ενδεχόμενους μετριασμούς ή επιφυλάξεις. Ο Τάκης Φωτόπουλος στο πρόσφατο βιβλίο του1 μιλά για «ημιολοκληρωτική αντιπροσωπευτική "δημοκρατία"», ενώ ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου χρησιμοποιεί εμβληματικά τον όρο που έχει από καιρό εμφανιστεί στις αναλύσεις του ΝΑΡ (πολιτικού ρεύματος από το οποίο ο ίδιος προέρχεται) «ολοκληρωτικός καπιταλισμός», διευκρινίζοντας ότι πρόκειται ακριβέστερα για την «ολιγαρχική-νεοαπολυταρχική μετάλλαξη του καπιταλισμού» ενόσω εισέρχεται στη φάση τού γεροντικού μαρασμού του. Ο Ignacio Ramonet -διαλέγω στην τύχη σχεδόν από μεγάλο αριθμό πρόσφατων αναφορών- δημοσιεύει βαρυσήμαντο άρθρο με τίτλο «Ολοκληρωτικός κοινωνικός έλεγχος»2, με προμετωπίδα από το 1984 του Τζορτζ Οργουελ, πάνω στα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα παρακολούθησης και καταγραφής και τη χρήση τους από τα δυτικά κράτη... Σε κάθε περίπτωση, εδραιώνεται βαθμιαία η αίσθηση ότι ο όρος «δημοκρατία» ηχεί όλο και πιο ειρωνικός, ως περιγραφή των τεχνοκεφαλαιοκρατικών Λεβιάθαν που έχουν γίνει οι κοινωνίες στις οποίες είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι χωρίς δυνατότητα διαφυγής, στον βαθμό που και όλος ο υπόλοιπος, «μη δυτικός» κόσμος εξομοιώνεται ραγδαία μαζί τους μέσα από τους ιμάντες μεταβίβασης των απολυταρχικών επιταγών τού παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού ελέγχου. Εδραιώνεται βαθμιαία η επίγνωση, σαν να λέμε, ότι η έννοια της δημοκρατίας, με όποιον τρόπο και αν οριστεί (και υπάρχουν δραματικές συζητήσεις επ' αυτού), είναι τερατωδώς ασύμβατη με τον καπιταλισμό, ο οποίος φέρει την ολοκληρωτική δυνατότητα στον γενετικό του κώδικα, στην ίδια του τη δομή.

Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, στρατευμένος δημοσιογράφος και συγγραφέας πολιτικών βιβλίων, αρθρογράφος στα έντυπα Πριν και Ουτοπία, είναι περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό ως αναλυτής της διεθνούς πολιτικής στην εφημερίδα Καθημερινή (απ' όπου τον «φύσηξε» προσφάτως ο άνεμος ελευθερίας τού καθ' ημάς φιλελευθερισμού...). Το βιβλίο αυτό αντιπροσωπεύει οπωσδήποτε την κορυφαία στιγμή τής έως τώρα δουλειάς του, και πρέπει εκ προοιμίου να πούμε ότι μοιάζει να είναι η σπουδαιότερη ανάλυση της παγκόσμιας πραγματικότητας, στο φως της παρούσης κρίσης, που γράφτηκε από έλληνα συγγραφέα και στην Ελλάδα. Υπέρ της είναι η ισορροπία που έχει επιτύχει, δύσκολα κατορθωτή ακόμη και για μεγάλου βεληνεκούς θεωρητικούς, ανάμεσα στο ανυποχώρητο αίτημα για καθολικότητα της οπτικής, από τη μια πλευρά, και στη σώφρονα εμμονή στις εμπειρικές ιδιαιτερότητες των επιμέρους πεδίων και θεμάτων - η αντίσταση, δηλαδή, στον πειρασμό των σχηματικών ολοποιήσεων που αφήνουν την ανάλυση έκθετη στον κίνδυνο της ιδεολογίας (παράδειγμα του οποίου θα ήταν, ας πούμε, η Αυτοκρατορία των Νέγκρι και Χαρντ, αλλά και άλλες, λιγότερο διάσημες απόπειρες). Η αναποκρυπτογράφητη πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου, η αδιαφάνεια και το ανεξέλεγκτο των μηχανισμών που ορίζουν την κίνησή του, η ανεξάντλητη πολλαπλότητα των παραμέτρων που υπεισέρχονται και που είναι ανθρωπίνως αδύνατον να ληφθούν υπόψη από μία ατομική σκέψη, είναι λόγοι που κάνουν κάθε τέτοια απόπειρα εξ ορισμού δοκιμαστική και υποκείμενη σε κριτικές αναθεωρήσεις ή διορθώσεις. Το βιβλίο του Πέτρου Πακωνσταντίνου δεν εξαιρείται. Με όλες τις επιμέρους επιφυλάξεις που μπορεί να γεννά σε πολλές ειδικές εκτιμήσεις του, ωστόσο, προσφέρει έναν πολύτιμο μίτο για να προσανατολιστεί κάποιος στον λαβύρινθο της παγκόσμιας πραγματικότητας, με άξονα μια διεισδυτική και αναμφίλογα ριζοσπαστική πολιτική κρίση.

Στα τρία πρώτα κεφάλαια, όπου εξετάζονται κρίσιμες αλλαγές στην οικονομική βάση του συστήματος, διαλύονται αντίστοιχα τρεις διαδεδομένοι ιδεολογικοί μύθοι. Πρώτον, ότι η υπερτροφία του χρηματιστικού κεφαλαίου έναντι του παραγωγικού είναι ένα ριζικά καινοφανές γνώρισμα του καπιταλισμού, το οποίο κατά κάποιον τρόπο καθιστά παρωχημένες τις κλασικές αναλύσεις: δείχνεται ωστόσο με πειστικότητα ότι αφ' ενός, πρόκειται για γενετικό γνώρισμα του καπιταλισμού, αφ' ετέρου, η πλήρης αποσύνδεση του χρηματιστικού κεφαλαίου από το παραγωγικό δεν είναι δυνατή και, κυρίως, σηματοδοτεί απλώς μιαν ανακατανομή του πλούτου στην κορυφή, ο οποίος παράγεται πάντα από την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας στη βάση. Δεύτερον, ότι η εξάπλωση της «ευέλικτης εργασίας», της βασισμένης στις νέες τεχνολογίες του αυτοματισμού, έχει έναν οιονεί απελευθερωτικό χαρακτήρα και εγκαινιάζει ένα νέο μοντέλο παραγωγής: αντιθέτως, δείχνεται ότι το φορντικό μοντέλο παραγωγής παραμένει σε ισχύ στο μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγικής δραστηριότητας, υπό ραγδαία εξαθλιούμενες συνθήκες μάλιστα (όπως στην περίπτωση της παιδικής είτε κακοπληρωμένης και ανθυγιεινής εργασίας έξω από τις κεφαλαιοκρατικές μητροπόλεις), ενώ κανένα απολύτως απελευθερωτικό στοιχείο δεν έχει αφεαυτής η προσομοίωση του ανθρώπινου με τις υπολογιστικές μηχανές. Τρίτον, ότι οι νεοφιλελεύθερες συνταγές είχαν εξυγιαντικές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία μετά την κρίση υπερσυσώρευσης που εκδηλώθηκε τη δεκαετία του '70: σήμερα, όσο πρόδηλο έχει γίνει το πού οδήγησε η κατάπτυστη «νεοφιλελεύθερη συναίνεση» όλου πρακτικά του πολιτικού φάσματος, άλλο τόσο βέβαιον είναι ότι οι παγκόσμιες ελίτ δεν εγκαταλείπουν την κεντρική λογική της - την ανεύρεση ακόμη πιο αποτελεσματικών τρόπων απόσπασης υπεραξίας από τη διαρκώς υποβαθμιζόμενη ανθρώπινη εργασία.

Στο τέταρτο και το πέμπτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξετάζει τις οικολογικές και πολιτικές επιπτώσεις των παραπάνω αλλαγών στην οικονομική βάση. Πρώτον, δείχνει τη στενή αλληλεξάρτηση της περιβαλλοντικής κρίσης -της οποίας δεν χρειάζεται να ανακεφαλαιώσουμε εδώ τις δραματικότερες όψεις- με τη βασική απόφαση της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και με τη συνακόλουθη υπερεκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης, που οδηγεί στην αναπότρεπτη καταστροφή και των δύο: διορατική είναι η παρατήρηση, ας πούμε, ότι «το πραγματικό, αληθινά εφιαλτικό πρόβλημα της εποχής μας δεν είναι ο "υπερπληθυσμός", αλλά η υπερεκμετάλλευση σε έναν κόσμο όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, 4 από τα 6,6 δισεκατομμύρια του πλανήτη ζουν με 1 έως 8 δολάρια ημερησίως, 2,7 δισεκατομμύρια με λιγότερο από 2 δολάρια και 1,2 δισεκατομύριο με λιγότερο από 1 δολάριο» (σελ. 149-150). Με άλλα λόγια, οι αιτίες του οικολογικού εφιάλτη δεν είναι καθόλου τεχνικές, δεν οφείλονται σε κάποιαν «αντικειμενική» σπάνη φυσικών πηγών, αλλά απ' άκρου εις άκρον κοινωνιοπολιτικές και συμφυείς με την τερατώδη ανισοκατανομή πλούτου και ισχύος.3 Δεύτερον, διαλύει τον μύθο της υποτιθέμενης «αποδυνάμωσης του κράτους» και δείχνει απεναντίας τον όλο και πιο ολιγαρχικό μετασχηματισμό του, που «δεν καταργεί την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά τη μετατρέπει σε άδειο κέλυφος, (ενώ) οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη Δεξιά και τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά τείνουν να σβήσουν» (σελ. 183). Η υποτιθέμενη «διεθνής τρομοκρατία» καθώς και ο χαμηλής έντασης κοινωνικός πόλεμος στο εσωτερικό των αναπτυγμένων κοινωνιών, που είναι αποτέλεσμα του διερυνόμενου κοινωνικού αποκλεισμού, γίνονται καταλύτες αυτού του σταδιακού εκφασισμού τού σύγχρονου κράτους αλλά και της σύμπηξης ενός όλο και πιο ιεραρχημένου παγκόσμιου συστήματος εξουσίας.

Τα τρία τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στη διεθνή γεωπολιτική. Αντιστοίχως εδώ ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου δείχνει την εξακολουθητική αναλυτική αξία τής έννοιας του ιμπεριαλισμού, προκειμένου να καταλάβει κάποιος τη δυναμική του παγκόσμιου συστήματος, παρά τις απόπειρες που έχουν γίνει εσχάτως για αντικατάστασή της από ασαφείς θεωρίες περί «παγκοσμιοποίησης». Ορθότατα υποδεικνύει την αυταπάτη όσων μιλούν για έναν ήδη «πολυπολικό κόσμο» -με υποτιθέμενους εναλλακτικούς άξονες, όπως η Ευρώπη, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, το «Ισλάμ», κ.ο.κ.-, τη στιγμή που η εξάρτηση όλων αυτών των «ανερχόμενων δυνάμεων» από το ηγεμονικό μπλοκ της Δύσης, με τις ΗΠΑ επικεφαλής, είναι πιο εξοντωτική παρά ποτέ. Βασική του εκτίμηση είναι πάντως ότι η αμερικανική ισχύς βρίσκεται σε διαδικασία μη αναστρέψιμης φθοράς -τα σημάδια έχουν αναγγελθεί σαφώς στον οικονομικό τομέα, για να μην πούμε τον πολιτιστικό, παρά την εμμένουσα στρατιωτική υπεροχή-, χωρίς ακόμη να έχει αναδυθεί σοβαρός υποψήφιος ανταγωνιστής για τη θέση της στο διεθνές σύστημα εξουσίας (που είναι βεβαίως σε μεγάλο βαθμό υπερεθνικό, βασίζεται σε έναν συνασπισμό των παγκόσμιων κεφαλαιοκρατικών ελίτ υπό την αναγνωρισμένη ηγεμονία ενός κυρίαρχου εθνοκρατικού σχηματισμού)· και αυτό είναι που καθιστά την αμερικανική υπερδύναμη εξαιρετικά επικίνδυνη, αυτή τη στιγμή, καθώς φαίνεται διατεθειμένη (και ικανή) να παρασύρει ολόκληρη την οικουμένη μαζί της στην άβυσσο.

Φυσικά, η επισήμανση κάποιων κύριων αξόνων όπως οι παραπάνω δεν επιτρέπει ακόμα να δει κάποιος όλο τον πλούτο των αναλύσεων του βιβλίου. Εν πάση περιπτώσει, ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου ανήκει σ' εκείνους που έχουν εγκαταλείψει την αυταπάτη ότι η παρούσα κοινωνική δομή επιδέχεται βελτιώσεις, εκδημοκρατισμό ή κάποιου είδους εξημέρωση· η «γενικευμένη θρόμβωση», όπως περιγράφει στο τελευταίο του κεφάλαιο την παρούσα κρίση του καπιταλισμού, αφήνει ανοιχτές μόνο τις πιο ακραίες δυνατότητες: την πλήρη στροφή σε αυτό που αποκαλεί «ολοκληρωτικό καπιταλισμό», με ανυπολόγιστα οδυνηρές συνέπειες για την ανθρωπότητα και το γήινο οικοσύστημα, ή την έλευση ενός πραγματικού σοσιαλισμού, με παγκόσμια ισοκατανομή του πλούτου και εργασιακή αυτοδιαχείριση (έλευση για την οποία θεωρεί τις υλικές και τις τεχνολογικές προϋποθέσεις πιο ώριμες απ' ό,τι πριν από 30 χρόνια). Θα μπορούσε κάποιος να κρίνει ως ελαφρώς υπεραισιόδοξη την τελευταία εκτίμηση - κάτι το οποίο συνδέεται, στα δικά μας μάτια τουλάχιστον, με την τάση του να μετριάζει την έννοια του «ολοκληρωτισμού» που ο ίδιος χρησιμοποιεί. Μήπως η ομοιότητα των σύγχρονων πολιτικών μηχανισμών με το ναζιστικό κράτος είναι πολύ βαθύτερη απ' όσο ο ίδιος είναι διατεθειμένος να παραδεχτεί; Μήπως η χειραγώγηση της ανθρώπινης φύσης είναι τόσο συντριπτική πλέον ώστε κάθε υποκειμενική παρόρμηση των ανθρώπων για ελευθερία και χειραφέτηση να έχει αμετάκλητα εξαρθρωθεί; Και, αν είναι έτσι, ποιο συλλογικό υποκείμενο άραγε θα μπορέσει να αναλάβει το έργο της καταστροφής και της ριζικής ανοικοδόμησης που είναι αναγκαίο για να δοθεί τέλος στην καλπάζουσα βαρβαρότητα;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Η παγκόσμια κρίση, η Ελλάδα και το αντισυστημικό κίνημα: ημιολοκληρωτική «δημοκρατία» ή περιεκτική δημοκρατία; (Κουκκίδα, Αθήνα 2009).

2. Ελευθεροτυπία, 7 Ιουνίου 2009.

3. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας παραπέμπει στον Τάκη Φωτόπουλο, από το άρθρο του «Beyond Statism and Market Economy», Democracy and Nature, vol. 3, 2, σελ. 89. Ιδού όλο το παράθεμα: «Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι, άπαξ και η οικονομία της αγοράς αντικατασταθεί από μια δημοκρατικά διαχειριζόμενη και βασισμένη στην κοινότητα οικονομία, τότε η δυναμική "ανάπτυξη ή θάνατος" της πρώτης θα αντικατασταθεί από τη νέα κοινωνική δυναμική της τελευταίας: μια δυναμική που αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών της κοινότητας και όχι στην ανάπτυξη αυτή καθεαυτήν».

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Η νέα Διεθνής των Εναλλακτικών


  • , Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Είναι πολύ δύσκολο να χαρτογραφηθεί το κίνημα της αποανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο: όχι μόνο -όπως στη Γαλλία- αυτός ο τίτλος διεκδικείται από πολύ διαφορετικά ρεύματα σκέψης, αλλά και οι πρακτικές που εκ των πραγμάτων αντιστοιχούν στις ιδέες της ενδέχεται να εμφανίζονται με διαφορετική ονομασία.

*Για τον συγγραφέα και πολιτικό επιστήμονα Πολ Αριές, η αποανάπτυξη περνάει μέσα από τη σύγκλιση τριών διαστάσεων, καθεμιά από τις οποίες είναι αναγκαία αλλά ανεπαρκής από μόνη της: υιοθέτηση σε ατομικό επίπεδο ενός τρόπου ζωής ο οποίος να βρίσκεται στο περιθώριο της καταναλωτικής κοινωνίας, συλλογικός πειραματισμός και πολιτική δράση.

*Αν και ορισμένες ομάδες κατέληξαν στη δημιουργία πολιτικών κομμάτων στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία ή στην Ουγγαρία, πολλά δίκτυα σε ολόκληρο τον κόσμο περιορίζονται για την ώρα στις δύο πρώτες όψεις: σε αυτό το στάδιο, δίνουν προτεραιότητα στην ενημέρωση και στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης.

*Ετσι, το ελβετικό Δίκτυο Αντιρρησιών της Ανάπτυξης (Reseau objection de croissance - ROC) διαδίδει τις ιδέες της αποανάπτυξης στην Ελβετία και ευαισθητοποιεί το κοινό για τους κινδύνους της υπερκατανάλωσης δημιουργώντας «καφέ-αποανάπτυξη» στη Γενεύη, οργανώνοντας συζητήσεις και «ημέρες δίχως ψώνια». Αντίστοιχα, η βελγική ADOC (Οργάνωση των Αντιρρησιών Μεγέθυνσης) οργάνωσε τον Φεβρουάριο του 2009 μια ημερίδα προβληματισμού που προσέλκυσε περισσότερα από 800 άτομα.

*Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού κυριαρχούν οι ατομικές πρωτοβουλίες που στηρίζονται στην εκούσια απλότητα. Το κίνημα πυροδοτήθηκε το 1981 με την έκδοση του βιβλίου του Ντούαν Ελγκιν (1) και εξαπλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1990. Η «δεξαμενή ιδεών» Simplicity Forum οργανώνει τακτικά συναντήσεις και οργανώνει, στις 24 Νοεμβρίου κάθε χρονιάς την Take Back Your Time Day (Ημέρα Ανάκτησης του Χρόνου).

*Στο γαλλόφωνο Κεμπέκ του Καναδά, το ρεύμα σκέψης εκπροσωπείται από το RQSV (Δίκτυο του Κεμπέκ για την Εκούσια Απλότητα). Το 2008, ο Σερζ Μονζό -που εισήγαγε την έννοια στο Κεμπέκ- αποφάσισε να κατέλθει στην πολιτική, θέτοντας υποψηφιότητα για τις βουλευτικές εκλογές με το Quebec Solidaire, το κόμμα των υπέρμαχων της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης.

*Αν και δεν επικαλούνται ρητά την έννοια, ούτε κι εξάλλου την έχουν θεωρητικοποιήσει, πολλά ινδιάνικα κινήματα στη Λατινική Αμερική εντάσσονται έμμεσα στο κίνημα, μέσα από τους αγώνες τους για την υπεράσπιση της «Μάνας Γης» και της βιοποικιλότητας, που απειλείται από την αδηφάγο όρεξη των πολυεθνικών και της «μοντέρνας οικονομίας».

*Εξάλλου, έχουν δημιουργηθεί και υπερεθνικοί θεσμοί. Ο κύκλος επιστημονικής έρευνας Ερευνα και Αποανάπτυξη (R&D) συνεδριάζει τακτικά από τον Απρίλιο του 2008. Η δε βρετανική οργάνωση Transition, της οποίας στόχος είναι η δημιουργία μιας κουλτούρας «μετάβασης» σε ένα οικολογικό μοντέλο, έχει αναπτυχθεί σε διεθνές επίπεδο.

Σε δέκα χώρες έχουν συγκροτηθεί επιτροπές που προετοιμάζουν 130 πόλεις για τη μετά το πετρέλαιο εποχή, την κλιματική αλλαγή και την οικονομική κρίση, έτσι ώστε να αποδειχθούν περισσότερο ανθεκτικές στις νέες εξελίξεις.

*Το Global Ecovillage Network (GEN), το οποίο εμπνέεται από μια παρόμοια φιλοσοφία, έχει εξαπλωθεί σε περισσότερες από 40 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι κάτοικοι των «οικοχωριών» υιοθετούν στην καθημερινή ζωή τους την εκούσια απλότητα και εφαρμόζουν ένα μοντέλο που λαμβάνει υπόψη τις οικολογικές επιπτώσεις: αλληλέγγυα οικονομία, ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, οικολογικές κατοικίες...

*Ομως, η ύπαρξη όλων αυτών των δικτύων δεν αρκεί για τη δημιουργία μιας πραγματικής διεθνούς. Εκτός από τη γαλλική μηνιαία εφημερίδα «La Decroissance» (η οποία κυκλοφορεί επίσης στο Βέλγιο, στον Καναδά, στην Ελβετία και στη Γερμανία) και της ιταλικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «Carta», η οποία περιέχει αρθρογραφία πάνω σε αυτό το ζήτημα, το κίνημα δεν διαθέτει άλλα μέσα ενημέρωσης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πόλο συσπείρωσης.

Οι πολιτικές και φιλοσοφικές διαφορές των οπαδών της αποανάπτυξης, οι οποίες δημιουργούν προβλήματα ακόμα και σε εθνικό επίπεδο, εμποδίζουν την ανάδυση ενός παγκόσμιου κινήματος. Κι ύστερα, χρειάζεται χρόνος για να συσπειρωθούν σε παγκόσμιο επίπεδο οι ακτιβιστές που αρνούνται να ταξιδέψουν με το αεροπλάνο...

1. Duan Elgin, «Volontary Simplicity: Toward a Way of Life That Is Outwardly Simple», Inwardly Rich, Quill, Νέα Υόρκη, 1981.

*Δημοσιογράφος

Η αποανάπτυξη κερδίζει έδαφος μέσα στην ύφεση

  • Οι «οικοταρτούφοι» και ο μύθος της πράσινης ανάπτυξης
  • Μειοψηφίες της ουτοπίας

Επρεπε να δει κανείς το εμβρόντητο ύφος του γάλλου πρωθυπουργού Φρανσουά Φιγιόν, όταν, στις 14 Οκτωβρίου του 2008, ο Ιβ Κοσέ (μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του οικολογικού χώρου) υπερασπίστηκε από το βήμα της Βουλής τις ιδέες της αποανάπτυξης.

Κάνοντας τη διάγνωση ότι «πρόκειται για μια ανθρωπολογική κρίση», ο Πράσινος βουλευτής, υπό τα γιουχαΐσματα της δεξιάς, δήλωσε ότι, «στο εξής, η προσπάθεια για μεγαλύτερη οικονομική μεγέθυνση(1) είναι αντιοικονομική, αντικοινωνική και αντιοικολογική».

Βέβαια, η έκκλησή του για την «κοινωνία της λιτότητας» δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να υιοθετηθεί από τους βουλευτές. Ωστόσο, η προκλητική ιδέα της αποανάπτυξης είχε ήδη κάνει δυναμική εμφάνιση στον διάλογο. Η οικονομική ύφεση είχε βάλει το χεράκι της.

Φυσικά, όπως τόνισε ο Κοσέ(2), ο μοναδικός γνωστός γάλλος πολιτικός που ενστερνίζεται ότι την ιδέα, «η αποανάπτυξη δεν έχει την παραμικρή σχέση με την απλή αριθμητική αντιστροφή της οικονομικής μεγέθυνσης». Ομως, μια από τις συνέπειες της διπλής οικονομικής και οικολογικής κρίσης που συγκλονίζουν τον πλανήτη είναι ότι φαίνεται πλέον λογική η αμφισβήτηση της οικονομικής μεγέθυνσης.

Εξαφνα, αρχίζουν να ακούν με πολύ μεγαλύτερη προσοχή τους διανοούμενους που προβάλλουν τις ιδέες της αποανάπτυξης. Κι ο Σερζ Λατούς, ένας από τους πρωτοπόρους του κινήματος, δεν κρύβει τη χαρά του: «Μου ζητούν πολύ πιο συχνά να μιλήσω για την αποανάπτυξη». «Και οι αίθουσες είναι πάντα γεμάτες όταν οργανώνουμε μια συζήτηση» συμπληρώνει ο Πολ Αριές, ένας άλλος διανοούμενος που ανήκει στο ρεύμα αυτό.

Μάλιστα, ο όρος «αποανάπτυξη» έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ολοένα περισσότερο, πολύ πέρα από τους -περιορισμένους- κύκλους της ριζοσπαστικής οικολογίας.

Ορισμένοι οπαδοί της αποανάπτυξης είναι πεπεισμένοι ότι η παρούσα κρίση αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την υπόθεση στην οποία έχουν στρατευθεί. «Ας επιδεινωθεί, λοιπόν, η κρίση!» κραυγάζει ο Λατούς, επαναλαμβάνοντας τον τίτλο ενός έργου που έγραψε ο Φρανσουά Παρτάν, ένας μετανοημένος τραπεζίτης. «Ορίστε ένα καλό νέο: η κρίση ξέσπασε επιτέλους και αποτελεί μια ευκαιρία για την ανθρωπότητα, μήπως και συνέλθει(3)» μας εξηγεί ο Λατούς.

Χωρίς να προχωράει τόσο μακριά, ο Κοσέ εκτιμάει ότι η ανθρωπότητα θα αναγκαστεί να λογικευθεί όταν σκοντάψει στα όρια της βιόσφαιρας: «Δεν θα υπάρχει πλέον ανάπτυξη για αντικειμενικούς λόγους. Η αποανάπτυξη είναι το πεπρωμένο που θα αναγκαστούμε να ζήσουμε», προειδοποιεί ο οικολόγος βουλευτής, ο οποίος δηλώνει «πολιτικός γεωλόγος και βαθύτατα υλιστής». Το μόνο που απομένει είναι να ελπίζουμε ότι η κρίση θα επιταχύνει τη συνειδητοποίηση όλων αυτών των πραγμάτων και θα «προετοιμάσει την έλευση μιας αποανάπτυξης η οποία θα είναι δημοκρατική και δίκαια κατανεμημένη».

Οι διαφωνούντες

Υπάρχουν, όμως, πολλοί που δεν συμμερίζονται αυτήν την αισιόδοξη άποψη. Ο Βενσάν Σενέ, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «La Decroissance», διαχωρίζει τη θέση του:

«Εάν η κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για να προβληματιστούμε και για να αμφισβητήσουμε την πορεία που ακολουθούμε, εγκυμονεί επίσης τον κίνδυνο να πυροδοτήσει εντάσεις και φοβικά φαινόμενα. Μάλιστα, μια μείζων κρίση θα αποτελούσε τη χειρότερη δυνατή κατάσταση».

Κι ο Ζαν-Λικ Πασκινέ, του Κινήματος των Αρνητών της Μεγέθυνσης (MOC), παρατηρεί: «Η κρίση μας προσφέρει την ευκαιρία να υπενθυμίσουμε ότι η οικονομική μεγέθυνση δεν είναι πλέον δυνατή. Ομως, κατά τη διάρκεια παρόμοιων περιόδων, οι άνθρωποι έχουν την τάση να αναδιπλώνονται στα στενά προσωπικά τους συμφέροντα».

Κι ο Αριές, με τη σειρά του, επισημαίνει τον διττό χαρακτήρα της κρίσης: «Από τη μία πλευρά, κάνει τα οικολογικά ζητήματα να φαίνονται πολύ λιγότερο επείγοντα: δεν είναι ώρα γι' αυτά, αυτό που προέχει είναι η αγοραστική δύναμη και η απασχόληση. (...) Ομως, από την άλλη, μας αποδεικνύει ότι, εδώ και δεκαετίες, η ζωή μας στηρίζεται σε ψέματα(4)». Ετσι, όλοι όσοι αμφιβάλλουν ότι η τρέχουσα ύφεση θα ανοίξει διάπλατα τον δρόμο για τη διάδοση της αποανάπτυξης αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην ανησυχία και στην ελπίδα.

Η επιρροή που αποκτά τον τελευταίο καιρό η συγκεκριμένη θεματολογία έρχεται σε αντίθεση με τη μεγάλη αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων που την επικαλούνται.

Το Κόμμα της Αποανάπτυξης (Parti pour la Decroissance - PPLD) ιδρύθηκε το 2006 από τον Σενέ, πρώην διαφημιστή και ιδρυτή της οργάνωσης «Διαφημισοσπάστες» (Casseurs de pub), ο οποίος θεωρεί ότι «επείγει η κατάκτηση των θεσμών». Ωστόσο, οι προσωπικές διαμάχες δεν επέτρεψαν στο κόμμα να υπάρξει πραγματικά.

«Η δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση στους αναρχίζοντες κύκλους», αναστενάζει ο Σενέ, ο οποίος δεν διατηρεί και τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με όλους τους οπαδούς της αποανάπτυξης. Πρόσφατα, μάλιστα νέες ομάδες προσπάθησαν να επιτύχουν την επαναδραστηριοποίηση του PPLD.

Παρά το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος του κόμματος Βενσάν Λιεζί δηλώνει ότι «προσελκύουμε νεαρότερα άτομα που προέρχονται από τον χώρο των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών», αναγνωρίζει ότι «ψαχνόμαστε ακόμα». Το PPLD δεν αναφέρεται ποτέ στον αριθμό των μελών του. Μάλιστα, όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο, ο Ρεμί Καρντινάλ, άλλος ένας εκπρόσωπος αυτού του μίνι κόμματος, υποστηρίζει ότι «δεν θέλουμε να μετατραπούμε σε μαζικό κόμμα, δεν ψάχνουμε για μέλη, ούτε για ψηφοφόρους».

Οσο για το MOC, ιδρύθηκε το 2007. Πιστεύεται ότι αποτελείται από διακόσια περίπου άτομα και από μια δεκάδα αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης που συμμετέχουν σε ένα αποκεντρωμένο δίκτυο.

Καθώς διαθέτει πιο έμπειρα στελέχη (όπως ο Πασκινέ που υπήρξε στο παρελθόν εκπρόσωπος του PPLD ή ο Κριστιάν Σιντ, πρώην στέλεχος των Φίλων της Γης και των Πράσινων), το κίνημα προσελκύει (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Σιντ) «πολλές γυναίκες και νέους».

Το MOC και το PPLD έχουν ξεκινήσει μια διαδικασία προσέγγισης, με την από κοινού δημιουργία της Οργάνωσης των Αρνητών της Οικονομικής Μεγέθυνσης (Association des Objecteurs de Croissance, ADOC-France).

Τα δύο κινήματα συμμετείχαν στις περασμένες ευρωεκλογές με το κοινό ψηφοδέλτιο Ευρώπη Αποανάπτυξη. Καθώς δεν διέθεταν «κανένα οικονομικό μέσο» και επιθυμούσαν «να κάνουν πολιτική με διαφορετικό τρόπο», δεν τύπωσαν ψηφοδέλτια και ζήτησαν από τους ψηφοφόρους τους να τα τυπώσουν οι ίδιοι κατεβάζοντάς τα από την ιστοσελίδα του κινήματος.

Φυσικά, δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς το αποτέλεσμα: ο Πασκινέ, ο οποίος ηγήθηκε του συνδυασμού στην περιφέρεια(5) της Ιλ ντε Φρανς (του πολεοδομικού συγκροτήματος του Παρισιού) συγκέντρωσε ποσοστό 0,04%.

Μεγάλη απήχηση

Κι όμως, η απήχηση των ιδεών της αποανάπτυξης δεν έχει καμία σχέση με αυτούς τους αριθμούς. «Διαφωνώ με την ιδέα της δημιουργίας ενός κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, είναι πρόωρο» υποστηρίζει ο Λατούς. Η κυκλοφορία του μηνιαίου περιοδικού «La Decroissance», που ίδρυσε το 2004 ο Σενέ, είναι ενδεικτική της απήχησης που έχει αυτό το ρεύμα σκέψης: Το τιράζ του φτάνει τις 20.000 αντίτυπα (από τα οποία 13.000 διατίθενται μέσω του πρακτορείου τύπου) και εξαπολύει σφοδρή πολεμική εναντίον των «οικοταρτούφων», δηλαδή των «οικοϋποκριτών», που προωθούν τον «πράσινο καπιταλισμό» και την «πράσινη ανάπτυξη».

Και ο Σενέ αναλαμβάνει την ευθύνη γι' αυτήν την ένταση: «Η λογική μας είναι μια λογική ατόμων που διαφωνούν έντονα με το σύστημα, κι αυτό συμβάλλει στην αναζωογόνηση της δημοκρατίας».

Η οικολογική επιθεώρηση «Silence» (Σιωπή), η οποία ιδρύθηκε το 1982 και έχει σήμερα τιράζ 6.000 αντιτύπων, πραγματοποίησε το 1993 χωρίς επιτυχία το πρώτο αφιέρωμα στην ιδέα της αποανάπτυξης, δημοσιεύοντας αποσπάσματα του βιβλίου του ατόμου που επινόησε αυτή την έννοια, του Νίκολα Γκεοργκέσκου Ρέγκεν.

Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και στην περίπτωση της δεύτερης απόπειρας. Ενα συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην UNESCO από την οργάνωση Ligne d' horizon - Les amis de Francois Partant, στο οποίο συμμετείχαν ο Ζοζέ Μποβέ, ο Ιβάν Ιλιτς κι ο Σερζ Λατούς, συνέβαλε στην προβολή της έννοιας. Το τεύχος του περιοδικού που ήταν αφιερωμένο στο συνέδριο σημείωσε μεγάλη επιτυχία.

Στη συνέχεια, η «Silence» ασχολήθηκε επανειλημμένα με αυτό το ζήτημα. «Ισως η αποανάπτυξη να αποδειχθεί το μεγάλο θέμα του 21ου αιώνα, δεν μπορώ όμως να είμαι σίγουρος γι' αυτό» εξηγεί ο Μισέλ Μπερνάρ, ένα από τα μέλη της ομάδας που εκδίδει το περιοδικό στη Λιόν (στην ίδια πόλη εξάλλου εκδίδεται και η «La Decroissance»).

Από το 2008, το ρεύμα σκέψης διαθέτει κι ένα ακόμα έντυπο, την «Entropia», «επιθεώρηση θεωρητικής και πολιτικής μελέτης της αποανάπτυξης», με διευθυντή τον Ζαν-Κλοντ Μπεσόν Ζιράρ και διερευνά -με αξιέπαινη ευρύτητα πνεύματος- τα πολυάριθμα προβλήματα που δημιουργούνται από την προοπτική της αποανάπτυξης(6).

Το ρεύμα έχει -χαλαρότερες ή στενότερες- σχέσεις με ένα πλήθος οργανώσεων: τα δίκτυα που δραστηριοποιούνται ενάντια στα πυρηνικά ή στους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τα διεθνή κινήματα Slow Food(7) και Slow Cities και, φυσικά, τις οργανώσεις που μάχονται τη διαφήμιση. Πολύ συχνά, οι ακτιβιστές της αποανάπτυξης προτιμούν τη στράτευση σε οργανώσεις που διαθέτουν πολύ πιο συγκεκριμένο πεδίο δράσης. Η δε επιθεώρηση «Silence» δίνει προτεραιότητα στην παρουσίαση εμπειριών και μαρτυριών που αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς πρέπει να είναι η κοινωνία που θα οικοδομήσουμε στο μέλλον.

Οι ιδέες της αποανάπτυξης δεν είναι χτεσινές. Μάλιστα, τη δεκαετία του 1970 ήταν πολύ πιο διαδεδομένες απ' ό,τι σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι το κόμικ του Ζεμπέ «Ετος 01», που δημοσιευόταν, ήδη από το 1970, στο «Politique Hebdo»(8), όπως και το αντιπαραγωγικό και ανατρεπτικό σύνθημά του: «Σταματάμε τα πάντα». Την ίδια δεκαετία, το περιοδικό «La Gueule Ouverte» (1972-1980), το οποίο προανήγγελλε -ούτε λίγο, ούτε πολύ- το τέλος του κόσμου μας, προωθούσε τις ιδέες της αποανάπτυξης προτού καν επινοηθεί ο όρος.

Βέβαια, πριν από τριάντα χρόνια, η αμφισβήτηση του παραγωγισμού περιοριζόταν σε έναν στενό ιδεολογικό κύκλο. Δεν είχε κατορθώσει να διαδοθεί στην αριστερά, όπου κυριαρχούσε το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και ένας αφελώς «προοδευτικός» μαρξισμός.

Διάλογος με την αριστερά

Παρ' όλο που σήμερα το ρεύμα είναι περισσότερο περιθωριακό από πολιτική άποψη, έχει ανοίξει διάλογο με μια αριστερά η οποία έχει πλέον χάσει τις βεβαιότητές της. Καθώς, δε, εντείνεται η περιβαλλοντική κρίση και η αμφισβήτηση της αξίας της εργασίας, κερδίζει ολοένα περισσότερο έδαφος η ιδέα του συνδυασμού του αντικαπιταλισμού και του αντιπαραγωγισμού.

Ο Αριές, ο οποίος υπήρξε κομμουνιστής στα νιάτα του, υποστηρίζει ότι «η αποανάπτυξη εκφράζει -με ένα καινούριο λεξιλόγιο- τα ερωτήματα που έθετε στο παρελθόν το εργατικό κίνημα. Ακόμα κι εγώ οδηγήθηκα στην αποανάπτυξη μέσα από την κριτική στην αλλοτρίωση. Η αριστερά δεν ακολουθούσε πάντα τον δρόμο του παραγωγισμού! Υπάρχει και το "Δικαίωμα στην τεμπελιά", το "να ζεις και να εργάζεσαι στον τόπο σου" κ.λπ.»

Η εξέλιξη του Ζαν-Λικ Μελανσόν είναι ενδεικτική της επιρροής που έχουν οι ιδέες της αποανάπτυξης στην αριστερά. Ο ιδρυτής του Κόμματος της Αριστεράς (PG), ο οποίος προέρχεται από μια αυστηρά μαρξιστική παράδοση (αρχικά τροτσκιστής-λαμπερτιστής(9) και στη συνέχεια σοσιαλιστής) χαιρετίζει το «βάθος του προβληματισμού» των οπαδών της αποανάπτυξης.

Υποστηρίζει ότι «οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τον τρόπο ζωής μας και, για παράδειγμα, να αναρωτηθούμε εάν πρέπει να μετακινούμαστε διαρκώς κι ολοένα πιο γρήγορα», ενώ παράλληλα ασκεί κριτική στον παραγωγισμό, «ο οποίος μας έχει υποβάλει την ιδέα πως ό,τι είναι επιθυμητό πρέπει να μετατραπεί και σε αναγκαίο».

Τις θέσεις του συμμερίζεται κι ο Φρανκ Πιπινά, ηγετική μορφή της μικρής ομάδας Utopia, που υιοθετεί ορισμένες θέσεις της αποανάπτυξης. Σε αυτήν την ομάδα συμμετέχουν μέλη αρκετών αριστερών κομμάτων, ενώ πρόσφατα εντάχθηκε και ο Αριές.

Ομως και το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (ΝΡΑ) έχει αρχίσει τον διάλογο με τους οπαδούς της αποανάπτυξης. Στις διαπραγματεύσεις του ΝΡΑ και του PG για κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές (οι οποίες τελικά ναυάγησαν), είχε εξεταστεί το ενδεχόμενο να ηγηθεί του κοινού τους ψηφοδελτίου στη νοτιοανατολική Γαλλία (περιοχή της Λιόν) ένας από τους ακτιβιστές της αποανάπτυξης, καθώς στην περιοχή αυτό το ρεύμα σκέψης παρουσιάζει τη μεγαλύτερη απήχηση. Μάλιστα, εκπρόσωποι των δύο κομμάτων είχαν συμμετάσχει τον περασμένο Μάιο στην «αντι-Γκρενέλ του περιβάλλοντος(10)», που οργανώθηκε στη Λιόν για να καταγγείλει τις αυταπάτες της «αειφόρου ανάπτυξης».

Κατά παράδοξο τρόπο, οι ιδέες της αποανάπτυξης δεν βρίσκουν τη μεγαλύτερη δυνατή απήχηση στους Πράσινους. Ο Ιβ Κοσέ αισθάνεται μόνος στο εσωτερικό του κόμματός του. Βέβαια, ορισμένες από τις τοποθετήσεις του δεν διευκολύνουν την εξάπλωση των ιδεών του. Για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 2009, ο οικολόγος βουλευτής τάχθηκε υπέρ της σταδιακής μείωσης των οικογενειακών επιδομάτων από το τρίτο παιδί και μετά, υποστηρίζοντας ότι ένα νεογέννητο έχει «οικολογικό κόστος το οποίο μπορεί να συγκριθεί με 600 πτήσεις Παρίσι-Νέα Υόρκη». Τολμάει δε να παρουσιαστεί ως «νεομαλθουσιανός», αν και παραδέχεται ότι «ίσως η συλλογιστική του να είναι υπερβολικά επιστημονική».

Τόσο η δίψα των Πράσινων για ευρύτερη αποδοχή όσο και οι πιέσεις που ασκούν τα στελέχη τους που κατέχουν θέσεις στη Βουλή ή στην αυτοδιοίκηση οδήγησαν το οικολογικό κόμμα να εγκαταλείψει ορισμένες θέσεις που ενδέχεται να διώξουν ψηφοφόρους. Λέγεται, μάλιστα, ότι η Ντομινίκ Βουανέ(11) σκεφτόταν να αλλάξει την ονομασία του και να το βαφτίσει Κόμμα της Αειφόρου Ανάπτυξης.

Τον Δεκέμβριο του 2008, το ψήφισμα του συνεδρίου των Πράσινων αναφέρθηκε πρώτη φορά στην «αποανάπτυξη», περιορίζοντας όμως την έννοια στη «μείωση του οικολογικού αποτυπώματος». Μάλιστα, το πρόγραμμα του συνδυασμού Ευρώπη Οικολογία υιοθέτησε αυτήν την επιχειρηματολογία, προσθέτοντας μάλιστα και τον στόχο της μείωσης της ποσότητας κρέατος που καταναλώνεται.

Οσο για το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η έλλειψη ακόμα και του παραμικρού προβληματισμού και περιέργειας για αναζήτηση νέων ιδεών από την ηγεσία του φαίνεται ότι το προστατεύει από οποιαδήποτε επαφή με τις συγκεκριμένες ιδέες.

Είναι, άραγε, η αποανάπτυξη κάτι περισσότερο από ένα απλό σύνθημα; Ο Αριές μιλάει για «λέξη βόμβα» που προορίζεται να συντρίψει τον παραγωγισμό, ενώ ο Σενέ υμνεί τη δυνατότητα που έχει ο όρος να «θέτει ερωτήματα στην κοινωνία». Ωστόσο, η μεγάλη αδυναμία του «λάβαρου» του κινήματος είναι ότι δεν μας λέει τίποτε για το ποιο ακριβώς θα είναι αυτό το επιθυμητό μέλλον.

Κανένας «αντιρρησίας οικονομικής μεγέθυνσης» δεν προτείνει την απλή μείωση της παραγωγής μέσα σε μια κοινωνία στην οποία θα παραμένουν οι ανισότητες, δεδομένου ότι παρόμοια μείωση θα οδηγούσε στην έξαρση της φτώχειας.

Ο Λατούς παραδέχεται ότι οι λιγότερο ευνοημένοι -ιδιαίτερα οι λαοί που ζουν στην Αφρική- χρειάζονται τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου όσον αφορά τα υλικά αγαθά, χωρίς βέβαια και να μιμηθούν τον δυτικό τρόπο ζωής.

Ομως, στο εσωτερικό του, το ρεύμα σκέψης βρίσκεται αντιμέτωπο με βαθύτατες φιλοσοφικές αποκλίσεις. Ο Σενέ είναι ανυποχώρητος όσον αφορά τις οικουμενικές και «ρεπουμπλικανικές» (με την έννοια του όρου στην πολιτική επιστήμη, δηλαδή της δημοκρατίας μέσα σε μια ισχυρή πολιτεία) θέσεις του, ενώ ο αφρικανιστής Λατούς είναι δηλωμένος οπαδός του «πολιτισμικού σχετικισμού(12)». «Η προοπτική μου είναι ξεκάθαρα «ρεπουμπλικανική», δημοκρατική και ανθρωπιστική» δηλώνει ο διευθυντής της «La Decroissance», ο οποίος, νεαρός, ξεκίνησε την πολιτική του στράτευση από το κέντρο.

Φιλοσοφικές αναφορές

«Το έθνος κράτος είναι ταυτόχρονα ξεπερασμένο και ανεπιθύμητο», ανταπαντά ο Λατούς, ο οποίος «αντιπαθεί τον όρο "οικουμενικός"».

Από την πλευρά του, ο Αριές τάσσεται υπέρ των «ρεπουμπλικανικών» θέσεων, ενώ ταυτόχρονα συνεργάζεται με την αριστερή καθολική επιθεώρηση «Golias».

Οσο για τον Πιέρ Ραμπί, εμβληματική μορφή της αποανάπτυξης, που επιχείρησε το 2002 να εμφανιστεί ως υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές, εκπροσωπεί ένα ρεύμα της αποανάπτυξης που αναζητάει την πνευματικότητα.

Αν και το μεγαλύτερο μέρος του ιδεολογικού ρεύματος έχει ισχυρές ρίζες στην αριστερά, η ριζοσπαστική κριτική του παραγωγισμού μπορεί να τροφοδοτήσει και ερμηνείες με πολύ διαφορετική προέλευση. Οπως αναγνωρίζει και ο Σενέ, από πολιτική άποψη, κυμαίνεται «από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά».

Ετσι, ο Αλέν Μπενουά, ο σημαντικότερος διανοούμενος της νέας δεξιάς, εξέδωσε το 2007 ένα έργο με τίτλο «Αύριο η αποανάπτυξη! Να σκεφτούμε την οικολογία μέχρις εσχάτων» (Demain la decroissance! Penser l' ecologie jusqu' au bout, εκδόσεις e/dite, Παρίσι).

Διαιρέσεις προκαλεί επίσης και η σχέση με τη δημοκρατία. Τα πάντα φαίνονται να χωρίζουν όλους όσους επιθυμούν να κατακτήσουν τους θεσμούς μέσα από τις εκλογές και εκείνους που δίνουν προτεραιότητα στην άμεση δημοκρατία και στη δεσμευτική εντολή.

Οπως παρατηρεί ο ερευνητής Φαμπρίς Φλιπό, «σε αυτούς τους κύκλους, η δυσπιστία απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι εξαιρετικά έντονη». Ωστόσο, ο Αριές διευκρινίζει:

«Χρειαζόμαστε την ενίσχυση τόσο της άμεσης όσο και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας». Ο Λατούς εκφράζει με διαφορετικό τρόπο αυτήν την αμφισημία: «Θεωρώ ότι είμαι βαθύτατα δημοκράτης, αλλά δεν γνωρίζω πολύ καλά τι ακριβώς είναι η δημοκρατία».

Το όραμά τους

Ελάχιστοι οπαδοί της αποανάπτυξης αναλαμβάνουν το ρίσκο να διευκρινίσουν με τι ακριβώς θα μοιάζει η κοινωνία που επιθυμούν. Ωστόσο, το 2002, ο Σενέ προσπάθησε να μας δώσει ένα δείγμα(13): «Σε μια υγιή οικονομία (...), οι αεροπορικές μεταφορές και τα οχήματα με κινητήρα εσωτερικής καύσης θα ήταν καταδικασμένα να εξαφανιστούν (...) και να αντικατασταθούν από τα ιστιοφόρα, τα τρένα, τα ποδήλατα και τη χρήση υποζυγίων».

Επίσης, θα υπήρχε η τάση να «οδηγηθούμε στην εξαφάνιση των μεγάλων εμπορικών κέντρων, προς όφελος των λαϊκών αγορών και των μικρών εμπορικών καταστημάτων που βρίσκονται κοντά στον τόπο κατοικίας του καταναλωτή. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα (εισαγόμενα) φτηνά βιομηχανικά προϊόντα θα αντικατασταθούν από ντόπια προϊόντα».

Φυσικά, όσο κι αν όλα τα ρεύματα της αποανάπτυξης συμφωνούν στην επιστροφή της παραγωγής κοντά στον τόπο όπου θα καταναλωθούν τα παραγόμενα προϊόντα (relocalisation) και ορισμένοι προτείνουν μάλιστα τη θέσπιση «τοπικών νομισμάτων», δεν συμφωνούν όλοι σε τόσο ακραίες απόψεις.

Εξάλλου, πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πώς θα ήταν δυνατόν να πεισθεί το εκλογικό σώμα. Ο Λατούς προτιμά να δώσει έμφαση στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια «αυτόνομη κοινωνία»: «επανεξέταση, επανασχεδιασμός, αναδιάρθρωση, αναδιανομή, επιστροφή της παραγωγής στον τόπο όπου καταναλώνονται τα προϊόντα, περιορισμός, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση»(14).

Αν και ονειρεύεται μια κοινωνία η οποία θα αποτελείται από ομοσπονδίες μικρών πολιτειών που θα θυμίζουν τα κράτη πόλεις της αρχαιότητας, τάσσεται υπέρ της αναζήτησης συμβιβαστικών λύσεων: «Ο συμβιβασμός που πρέπει να αναζητήσουμε ανάμεσα στη σχεδόν πλήρη -αλλά εξαιρετικά λιτή- αυτονομία του τροφοσυλλέκτη και στη σχεδόν εξίσου απόλυτη αλλοτρίωση των σημερινών τεχνοκρατικών κοινωνιών μας αποτελεί πολιτικό πρόβλημα».

Ορισμένοι οπαδοί της αποανάπτυξης αποφεύγουν τα λεπτά αυτά ζητήματα καταφεύγοντας σε ατομικές προσπάθειες για εκούσια λιτή διαβίωση. Ορισμένοι άλλοι πιστεύουν στη δύναμη του παραδειγματισμού που διαθέτουν οι τοπικές πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα οι «μεταβατικές πόλεις».

Σε αυτήν την πρωτοβουλία συμμετέχουν 130 δήμοι, κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι έχουν στρατευθεί στην υπόθεση της ενεργειακής αποανάπτυξης και της επιστροφής της παραγωγής κοντά στον τόπο όπου καταναλώνονται τα προϊόντα.

Αυτό που εξακολουθεί να λείπει από την αποανάπτυξη είναι ένας θετικός πολιτικός ορισμός ο οποίος να είναι σε θέση να κινητοποιήσει τους ανθρώπους, όπως ο σοσιαλισμός την εποχή της ακμής του. Και ο Ιβ Κοσέ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το κίνημα «αντιμετωπίζει δυσκολίες στο ζήτημα της επινόησης μιας νέας "μεγάλης αφήγησης" για το συλλογικό ασυνείδητο. Ποια ουτοπία μπορεί να κινητοποιήσει τον κόσμο και να απαντήσει στο ερώτημα: πώς μπορούμε να ζούμε καλύτερα με λιγότερα αγαθά;».

Χωρίς αμφιβολία, το σύνθημα «λιγότερα αγαθά, περισσότεροι κοινωνικοί δεσμοί» δεν αρκεί. Ο Αριές προτείνει τη «διεύρυνση των αγαθών των οποίων γίνεται καλή χρήση και την απαγόρευση των αγαθών των οποίων η χρήση αποδεικνύεται κακή», διευκρινίζοντας παράλληλα ότι ο καθορισμός των χρήσεων θα προκύψει μέσα από πολιτική διαβούλευση, προσθέτοντας: «Ο στόχος είναι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων». Στην πράξη, οι πρώτοι που πρέπει να θιγούν από την αποανάπτυξη είναι οι πλουσιότεροι, τόσο σε πλανητικό επίπεδο όσο και σε εθνικό.

Ζητείται ευτυχία

Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές το φιλοσοφικό ζήτημα της αναζήτησης του «ευ ζην». Το ζητούμενο είναι να αντικατασταθεί η οικονομική ανάπτυξη που υπαγορεύει η ενδογενής δυναμική της τεχνικής προόδου από τη λογική των δημοκρατικών συμβιβασμών και της διαιτησίας. Ο φιλόσοφος Πατρίκ Βιβερέ, ο οποίος ενδιαφέρεται για τα ερωτήματα στα οποία στηρίζεται η αποανάπτυξη, χωρίς ωστόσο και να συμμερίζεται τις απαντήσεις που αυτή δίνει, αρνείται να θεωρήσει ότι «απαγορεύεται να αντιμετωπίζεται η ευτυχία ως πολιτικό ζήτημα» με το πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο επιχείρησαν και οι ολοκληρωτισμοί:

«Εάν αρνηθούμε να θέσουμε δημοκρατικά το ζήτημα της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής, στο όνομα ποιου πράγματος θα θεμελιώσουμε την κριτική του σημερινού αναπτυξιακού μοντέλου;»

Είτε είναι φιλελεύθεροι, είτε σοσιαλιστές, το κοινό στοιχείο των οπαδών της προόδου είναι η αναζήτηση της αύξησης του πλούτου και ο περιορισμός της έννοιας της ευτυχίας στην ιδιωτική σφαίρα. Εάν ο συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών έπαυε να υπακούει στην υλιστική προσταγή, δεδομένου ότι προσκρούει στα φυσικά όρια που θέτει το περιβάλλον, τότε θα ανοιγόταν ένας ιλιγγιώδης χώρος πολιτικής απροσδιοριστίας.

*Δημοσιογράφος

1. (Στμ) Δυστυχώς, στην ελληνική γλώσσα, συγχέουμε την οικονομική μεγέθυνση [croissance (fr), growth (en)] και την ανάπτυξη [developpement (fr), development (en)], παρά το γεγονός ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικές έννοιες. Στο κείμενο ο όρος αποανάπτυξη αναφέρεται στην decroissance, δηλαδή στη μείωση της οικονομικής μεγέθυνσης (ποσοτικό χαρακτηριστικό, ενώ η ανάπτυξη αναφέρεται σε περισσότερο ποιοτικά χαρακτηριστικά).

2. Οσες αναφορές παρατίθενται χωρίς άλλα στοιχεία προέρχονται από συζητήσεις με τον συγγραφέα του άρθρου.

3. Serge Latouche, «Que la crise s'aggrave !», «Politis», Παρίσι, 2 Μαΐου 2009.

4. Laure Noualhat, «Rendre la decroissance desirable», συνέντευξη του Paul Aries στη «Liberation», 2 Μαΐου 2009.

5. (Στμ) Στη Γαλλία, στις ευρωεκλογές δεν υπάρχει ενιαίο ψηφοδέλτιο για όλη την επικράτεια, αλλά ένα για κάθε μείζονα περιφέρεια.

6. Για μια ριζική κριτική αυτού του ρεύματος σκέψης, βλέπε κυρίως τα «Cahiers marxistes», Βρυξέλες, no 235, Μάιος-Ιούνιος 2007, ή το «La decroissance, un point de vue parfaitement reactionnaire», «Lutte de classe», no 121, Ιούλιος 2009.

7. Βλέπε «Militants de la gastronomie», Carlo Petrini, «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 3-9-06, http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article222

8. (Στμ) Cevennes: περιοχή οροπεδίων, νοτιοανατολικά του μεγάλου Κεντρικού Υψίπεδου, με όμορφες κοιλάδες. Η οικονομία της περιοχής στηρίζεται στην κτηνοτροφία και στον εθνικό δρυμό.

9. Gebe, «L'An 01», κόμικ το οποίο επανεκδόθηκε από την Association, Παρίσι, 2004, από το οποίο προήλθε και το ομώνυμο φιλμ του Ζακ Ντουαγιόν, ΜΚ2, 2006.

10. (Στμ) Στην τάση των λαμπερτιστών, που πήρε το όνομά της από τον Πιέρ Μπουσέλ (ψευδώνυμο Πιέρ Λαμπέρ στον πόλεμο), ανήκε και ο Λιονέλ Ζοσπέν. Σήμερα είναι ενσωματωμένη στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (πρώην Εργατικό Κόμμα).

11. (Στμ) Πρώην πρόεδρος του κόμματος, (επιτυχημένη) υπουργός Περιβάλλοντος στην κυβέρνηση της «πληθυντικής αριστεράς» του Ζοσπέν και υποψήφια πρόεδρος των Πράσινων το 2007.

12. (Στμ) Μεταξύ άλλων, θεωρεί ότι η έννοια της φτώχειας είναι κάτι σχετικό, μια καθαρά δυτική επινόηση.

13. Bruno Clementin και Vincent Cheynet, «La decroissance soutenable», «Silence», no 280, Λιόν, Φεβρουάριος 2002.

14. Serge Latouche, «Pour une societe autonome», «Entropia», no 5, Malaucene, φθινόπωρο 2008.

Εγγυητές οριστικού τέλους

  • Tου Χρηστου Γιανναρα, Η Καθημερινή, 25/10/2009

Δήλωσαν από μόνοι τους υποψήφιοι για την αρχηγία. Του κόμματος που με θυμό συνέτριψε η λαϊκή ψήφος. Και γελοιοποίησαν το εξουθενωμένο κόμμα συζητώντας, με συντελεσμένη την κατάρρευση, ένα και μοναδικό πρόβλημα: Τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση του αριθμού των εκλεκτόρων τους!

Προφανή τα κίνητρα: Οσο πιο μειονεκτική είναι μια υποψηφιότητα (σε φυσικά προσόντα και σε πολιτική σοβαρότητα) τόσο πιο πεισματική η απαίτηση πολλαπλασιασμού των εκλεκτόρων. Ξέρουν οι αυθυποψήφιοι ότι η ποδοσφαιρόμυαλη μάζα ψηφίζει τους ωραίους, τις χαμογελαστές, τους μπουφόνικους κενολόγους. Σε τέτοιες εκτιμήσεις ελπίζουν.

Η δήλωση που συνόδευε κάθε υποβολή υποψηφιότητας ήταν και μια ωμή περιφρόνηση της νοημοσύνης των πολιτών: Ούτε λέξη για τα αίτια της εκλογικής συντριβής, ούτε ίχνος προβληματισμού για δικές τους ευθύνες. Κι όμως, δεν ήταν οπαδοί στις κερκίδες, ήταν κεντρικοί παίκτες στην αρένα, υπουργοί της κυβέρνησης, φιγουράτα κομματικά στελέχη. Δεν έβλεπαν, λοιπόν, τα μοιραία λάθη, τα αναίσχυντα σκάνδαλα, την εξόφθαλμη ανικανότητα του ηγήτορα;

Ποια ήταν η δική τους κριτική αντίδραση, η τίμια και υπεύθυνη παρέμβασή τους; Αν έχουν ανάστημα που το φαντάζονται ηγετικό, γιατί δεν το ύψωσαν;

Ως την τελευταία στιγμή θριαμβολογούσαν, λιβάνιζαν γλοιωδώς τον αρχηγό, δεν τολμούσαν να ψελλίσουν αντίρρηση, κριτική παρατήρηση, δημιουργική υπόδειξη. Και τώρα διεκδικούν την αρχηγία. Απέκτησαν ξαφνικά, από το τίποτα, ραχοκοκαλιά πολιτικής ευτολμίας; Ασπόνδυλοι χειροκροτητές, ώς μόλις χθες, και θα αντιπολιτευθούν τώρα, με πολιτική φερεγγυότητα και σθένος, τη θριαμβεύουσα σοσιαλεπώνυμη παντοδυναμία; Μα, που να πάρει η ευχή, ακόμα και η πιο αρρωστημένη φιλοδοξία πρέπει να προφασίζεται κάποιον ρεαλισμό.

Δύο από τους αυθυποψήφιους είχαν φτιάξει κάποτε δικά τους κόμματα. Και απέτυχαν μετά πατάγου. Εχουν, λοιπόν, δώσει τις εξετάσεις τους, δοκιμάστηκαν στην πράξη, φάνηκε καθαρά ποιες είναι οι ηγετικές τους ικανότητες. Πώς τολμάνε σήμερα, με τέτοιο βεβαρημένο παρελθόν, να διεκδικούν ασύγκριτα υπέρτερες ηγετικές ευθύνες; Είναι σαν να λένε στους πολίτες: «Είχαμε περίπτερο, το χαντακώσαμε, εμπιστευθείτε μας τώρα να διαχειριστούμε υπεραγορά»!

Οχι λιγότερο προκλητική και η υποψηφιότητα, που τα ηγετικά της προσόντα δοκιμάστηκαν (γυμνώθηκαν ανηλεώς) στον θώκο της δημαρχίας Αθηνών και στην πολιτική ηγεσία της ελλαδικής διπλωματίας. Η περίπτωση τρομάζει περισσότερο από κάθε άλλη, γιατί διαθέτει τους πιο μεθοδικούς, χρόνια τώρα, απίστευτα δικτυωμένους μηχανισμούς ψιμυθίωσης της ασημαντότητας. Η οικογένεια που προωθεί τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα, δεν κρύβει τις διασυνδέσεις της με τον αμερικανικό παράγοντα, τις ισχυρές προσβάσεις της στα ΜΜΕ, τις συμμαχίες της με πανίσχυρα κέντρα οικονομικής εξουσίας. Υποψηφιότητα εκκωφαντικής μετριότητας, χωρίς την παραμικρή ποτέ πρωτοτυπία στη σκέψη, καινοτόμο πρωτοβουλία, ευφάνταστο δημιουργικό ενέργημα, κάποιον κάποτε λόγο που να σπιθίζει, να παραπέμπει σε όραμα, σε καίριο πολιτικό στόχο. Και έφτασε να θεωρείται αυτονόητη η υποψηφιότητα αυτής της ένσαρκης πολιτικής ανυπαρξίας, μόνο για το χαμόγελο παντός καιρού που περιφέρει επιτηδευμένα – να προβάλλεται καταιγιστικά σαν «φυσική» (πατρογωνικώ δικαιώματι) ηγέτις κόμματος εξουσίας.

Ισως η υποστήριξη και ο προπαγανδισμός της αλήστου Πλεκτάνης Ανάν να αποδειχθεί τελικά προϋπόθεση ηγετικής σταδιοδρομίας: ανόδου στον θώκο αρχικά του υπουργείου Εξωτερικών, έπειτα στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τελικά στην πρωθυπουργία. Τον δρόμο άνοιξε ο σημερινός πρωθυπουργός. Και στα ίχνη του, η επικρατέστερη για την αρχηγία της Ν.Δ. υποψηφιότητας. Η μεθοδικά αποχαυνωμένη ελλαδική κοινωνία μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται ούτε καν τον βιασμό της.

Είκοσι οχτώ χρόνια τώρα, η Ν.Δ. προσπαθεί να γίνει ΠΑΣΟΚ και δεν τα καταφέρνει, ο ανεκπλήρωτος εκπασοκισμός της καθηλώνει τον πολιτικό και κοινωνικό βίο σε ανυπόφορη πια υπανάπτυξη. Μετά την πανωλεθρία Μητσοτάκη, στην τριετία 1990-1993 και την αυτεξόντωση Κωνσταντίνου Καραμανλή του βραχέος, στην πενταετία 2004-2009, σε αυτό το κόμμα απομένει ένα και μόνο ενδεχόμενο επιβίωσης: Να αποκτήσει δική του πολιτική ταυτότητα, δικούς του κοινωνικούς στόχους. Και ταυτότητα δεν μπορεί να αποκτηθεί με ρητορικές γελοιότητες περί «μεσαίου χώρου», δήθεν προβληματισμούς για «περισσότερο» ή «λιγότερο κράτος», μεγαλύτερη ή μικρότερη εύνοια για την «ιδιωτική πρωτοβουλία».

Δεν είναι οι απόψεις για τη διαχείριση της οικονομίας που θα προσδώσουν πολιτική ραχοκοκαλιά στη Ν.Δ. Είναι η δυνατότητα να πείσει ότι μπορεί να οικοδομήσει μια κοινωνία διαφορετική από αυτήν που διαμόρφωσε το ΠΑΣΟΚ των Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκη, Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή του βραχέος:

Μια κοινωνία που τις λειτουργικές της ανάγκες και τους στόχους της θα υπηρετεί κρατικός μηχανισμός με θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας από την εκάστοτε κομματική κυβέρνηση, συγκροτημένος με αυστηρά αξιοκρατική ιεράρχηση των λειτουργών του, συνεχή έλεγχο της ποιότητας και των ικανοτήτων τους. Να πάψει η δημοσιοϋπαλληλία να είναι το «φιλάνθρωπο» βόλεμα ανθρώπων παραιτημένων από το πείσμα και το όραμα της δημιουργίας, καταφύγιο του κοινωνικού παρασιτισμού, θεσμοποιημένη αμνήστευση των χαραμοφάηδων, των συμπλεγματικών τυραννίσκων, των χρηματιζόμενων εκβιαστών. Να εξαρτηθεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων από τη συνεχή και αδιάβλητη αξιολόγησή τους.

Να πείσει η Ν.Δ. ότι έχει τον ρεαλισμό μεθόδου και στρατηγικής να ελευθερώσει την ελληνική κοινωνία από τον ζυγό της δουλείας στον γκανγκστερικό συνδικαλισμό, να αποτινάξει την τυραννία των συντεχνιακών συμφερόντων, των «απεργιών κοινωνικού κόστους». Να εξαλείψει τον εφιάλτη της αυθαιρεσίας των χρυσοκάνθαρων «εργατοπατέρων», της φασιστικής βίας των καπήλων της Αριστεράς.

Να παρουσιάσει η Ν.Δ. δική της πρόταση για την παιδεία απαλλαγμένη από τη συμπλεγματική υποταγή στον εθνομηδενισμό της «προοδευτικής» ξιπασιάς. Να ξαναστήσει εξ υπαρχής προγράμματα διδακτέας ύλης με προτεραιότητα όχι στο μπούκωμα με «εκσυγχρονισμένη πληροφορία», αλλά στη γλώσσα ως λογική και στα μαθηματικά ως γλώσσα. Να προσφέρει στο παιδί μιαν «επανανακάλυψη» της ελληνικότητας με μίτο τα χνάρια που άφησε στη γλώσσα, στην Τέχνη, στον στοχασμό η Γενιά του ’30.

Να καταστήσει έμπρακτα πρωτεύον πολιτικό πρόβλημα το δημογραφικό. Κατεπείγοντα τον σχεδιασμό κινήτρων για την εξισορρόπηση κατανομής του πληθυσμού στη χώρα – είναι νομοτελειακά καταδικασμένο σε διάλυση ένα κράτος που ο μισός πληθυσμός του βρίσκεται στην πρωτεύουσα. Ρεαλιστική πρόκληση για μια πολιτική ιδιοφυΐα είναι να κάνει την ύπαιθρο ζηλευτή στη νεολαία, δυνατότητα και ευκαιρία για υψηλή ποιότητα ζωής, για ικανοποίηση δημιουργίας.

Η Ν.Δ. δεν θα αποκτήσει ποτέ δική της πολιτική ραχοκοκαλιά και ρεαλιστική ταυτότητα, αν δεν ξεκαθαρίσει η ίδια στον εαυτό της, τι πιστεύει για τον «εμφύλιο»: Ηταν ενοχή και ανεξίτηλη πολιτική μειονεξία ή καύχηση και τίτλος τιμής η αντίσταση στο ζαχαριαδικό πραξικόπημα, στον ένοπλο εξαναγκασμό να προσαρτηθεί και η Ελλάδα στον ολοκληρωτικό σταλινικό «παράδεισο»; Δεν θα ορθοποδήσει ποτέ η Ν.Δ. αν συνεχίσει να μειονεκτεί απροβλημάτιστη απέναντι στον «προοδευτικό» φασισμό καπηλείας των οραμάτων της Αριστεράς.

Και οι τέσσερις αυθυποψήφιοι ηγέτες εγγυώνται την πολιτική και κοινωνική εκπόμπευση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ολοφάνερα.

Το Κυπριακό και πάλι

  • Tου Θανου Bερεμη*, Η Καθημερινή, 25/10/2009

Το Κυπριακό υπήρξε πάντοτε αντικείμενο βιβλιογραφικής, αρθρογραφικής και ιδεολογικής διαμάχης. Επιστήμονες και ερασιτέχνες, πατριώτες και ειρηνιστές, κομματικοί και ανένταχτοι διασταύρωναν σε κάθε κρίση τα ξίφη τους ανταλλάσσοντας κατηγορίες. Είναι ίσως το κύριο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που εξακολουθεί να χωρίζει το κοινό της Ελλάδας σε ασυμβίβαστους και μετριοπαθείς. Η νίκη, πάντως, του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές και η επίσκεψη του, πρωθυπουργού πλέον, Παπανδρέου στη Λευκωσία θα διευκολύνει το ΑΚΕΛ στη διαχείριση των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων. Μένει να δούμε αν στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. τον Δεκέμβριο θα τεθεί επί τάπητος η άρνηση της Τουρκίας να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στα κυπριακά προϊόντα ως οφείλει από τη συνθήκη που υπέγραψε.

Ολα αυτά συμβαίνουν σήμερα μέσα σε κλίμα μεγαλύτερης ασφάλειας για την Κύπρο απ’ ό, τι ίσχυε πριν από μία εξαετία. Η λαμπρή ιδέα να επιχειρηθεί η είσοδος της Κύπρου στην Ε.Ε., απέφερε το πιο ευεργετικό αποτέλεσμα που θα μπορούσαν να φανταστούν οι Κύπριοι-Ελληνες και οι Τούρκοι.

Πρέπει να ομολογήσω ότι αντιμετώπισα με δυσπιστία την πεποίθηση του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη όταν βρεθήκαμε το 1991 σε εκπαιδευτικό ταξίδι στη Νεάπολη. Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω γιατί η Ε.Ε. θα έβαζε άλλον ένα μπελά στους κόλπους της, αποδεχόμενη την υποψηφιότητα της Κύπρου. Ο Κρανιδιώτης, με την πείρα που διέθετε από τη λειτουργία της Κοινότητας, θεωρούσε ότι ο γραφειοκρατικός αυτός οργανισμός εφάρμοζε συνήθως κανόνες και κριτήρια, βάσει των οποίων η υποψηφιότητα περνούσε από το ένα στάδιο στο επόμενο ώσπου να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα. Η βεβαιότητά του δικαιώθηκε.

Παρακολουθώντας την πορεία των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων στην Κύπρο, δυσκολεύεται κανείς να διώξει την απαισιοδοξία που προκαλούν οι ποικίλες δυσκολίες. Οι Τουρκοκύπριοι προβλέπουν ότι τις προεδρικές τους εκλογές του Απριλίου 2010 θα κερδίσει ο Ντερβίς Ερογλου, πολιτικός γνωστός για τις ακραίες θέσεις του. Από την ελληνοκυπριακή πλευρά, ένα 25% των βουλευτών των πολιτικών κομμάτων είναι οπαδοί της ψήφου υπέρ του «ποτέ». Οι υπόλοιποι κυμαίνονται ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι», ανάλογα με την πρόοδο και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων.

Οι συνομιλητές προς το παρόν παρουσιάζουν αρκετές συγκλίσεις και ένα κοινό ιδεολογικό παρελθόν. Εξακολουθούν όμως να απευθύνονται σε πληθυσμούς εξαιρετικά δύσπιστους και με έντονα αμυντικά ανακλαστικά. Πρόσφατη σφυγμομέτρηση την οποία πραγματοποίησαν οι Αλέξανδρος Λόρδος, Ερόλ Καϊμάκ και Ναταλί Τότσι και εκδόθηκε από το CEPS (Center for European Policy Studies) των Βρυξελλών δείχνει ότι οι δύο κοινότητες διατηρούν λίγες προσδοκίες για την επιτυχία των διαπραγματεύσεων. Δείχνει όμως επίσης ότι εύχονται ολόψυχα να πετύχει η προσπάθεια για μια συνολική λύση του Κυπριακού. Δεν είναι περίεργο ότι το 68% των Ελληνοκυπρίων φοβούνται ότι η Τουρκία θα κάνει κατάχρηση της ιδιότητας της εγγυήτριας δύναμης, ενώ αντίθετα αποτελεί έκπληξη το υψηλό ποσοστό των Τουρκοκυπρίων (40%) που συμμερίζεται τον φόβο αυτόν. Η αναθεώρηση της συνθήκης των εγγυητριών δυνάμεων βρίσκει σύμφωνες και τις δύο κοινότητες στην πλειοψηφία τους.

Οι πραγματικοί Τουρκοκύπριοι αισθάνονται ανασφάλεια από το γεγονός ότι ο κ. Ντενκτάς στο παρελθόν και ο κ. Ερογλου σήμερα, δημιουργούν ένα νέο πολιτογραφημένο πληθυσμό με απόλυτη εξάρτηση από αυτούς και την Τουρκία, και αποδεικνύουν την ανασφάλειά τους εγκαταλείποντας την Κύπρο για την Αγγλία ή την Αυστραλία. Είναι φανερό για τους Τουρκοκύπριους ότι το μέλλον τους θα είναι μάλλον σκοτεινό όταν το σύνολο των μετοίκων γίνουν ψηφοφόροι. Η πεποίθηση ότι η Τουρκία τους έσωσε κάποτε από τον όλεθρο, αν και δεν έχει λείψει, φαίνεται να φυλλορροεί. Η αγωνία τους συνεπώς να φτάσουν οι συνομιλητές σε αποτέλεσμα πριν από τις εκλογές του Απριλίου, είναι ευεξήγητη.

Ωστόσο, ακόμα και αν οι δύο πλευρές ξεπεράσουν τα πολλά εμπόδια στα θέματα των περιουσιών, το εδαφικό, τη διοίκηση και την ασφάλεια, τους περιμένει στο τέλος του δρόμου το μέγιστο πρόβλημα, δηλαδή της Τουρκίας ως εγγυήτριας χώρας. Είναι αμφίβολο αν ο κ. Ερντογάν θα αναλάβει πρωτοβουλία να υπερκεράσει τους κεμαλιστές του «βαθέος κράτους» για να αποποιηθεί τη δικαιολογία που του επιτρέπει να ελέγχει τους Τουρκοκυπρίους και να προβάλλει ακόμα απαιτήσεις στο σύνολο της Κύπρου. Ποιος Ελληνοκύπριος, συνεπώς, θα συναινέσει να γίνει η χώρα του προτεκτοράτο της Τουρκίας ες αεί;

Ακούστηκαν και κάποιες δειλές φωνές από την Τουρκία που λένε ότι η εγγύηση θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο ανταλλαγής με την είσοδο της χώρας στην Ε.Ε. Αλλοι επιμένουν ότι οι νεο-οθωμανικοί οραματισμοί του κ. Νταβούτογλου θα καταστήσουν την Τουρκία κόμβο αξιοπιστίας σε Ανατολή και Δύση. Πολλοί Ευρωπαίοι σπεύδουν να απαντήσουν σ’ αυτό ότι χωρίς την ευρωπαϊκή προοπτική η αξιοπιστία της γείτονος παραμένει ως έχει. Οι ερασιτέχνες που βαυκαλίζονται με την ανακάλυψη νέου παραδείγματος πολιτικής στην πολύπαθη περιοχή μας, θα πρέπει να μάθουν ότι το έργο το έχουμε ξαναδεί την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ. Και μάλιστα τότε σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος.

* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι Πρόεδρος του ΕΣΥΠ.

Tο άλλο «JO» του 1940

  • Tου Τακη Καμπυλη, Η Καθημερινή, 25/10/2009

Στον τόπο τους έγιναν μερικές από τις πιο σκληρές μάχες του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου (της περιόδου πριν από το Pωσικό Mέτωπο). Eίπαν κι αυτοί τα δικά τους JO (όχι). Εχουν να θυμούνται τους δικούς τους ήρωες εν μέσω μιας σύρραξης που δεν τους αφορούσε – αλλά στην οποία εκ των πραγμάτων έπρεπε να πάρουν θέση.

Δεν ήταν η πρώτη φορά. Tο πιο γνωστό αλβανικό ρητό, το «Kαλύτερα με τον διάβολο που ξέρεις», είναι ενδεικτικό των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η Aλβανία τον 20ό αιώνα – οι αντιλήψεις των ανθρώπων της και η συλλογική μνήμη.

Oι Aλβανοί συνήθιζαν να επιλέγουν τον «διάβολο» με τον οποίο θα ζούσαν επειδή σπάνια είχαν άλλη επιλογή. Oι χαλαροί δεσμοί των αλβανικών «φυλών» (μάλλον πατριών), οι μεγάλες θρησκευτικές ακόμη και γλωσσικές διαφορές μεταξύ τους και ο μικρός αριθμός τους σε σχέση με τους γείτονες δύσκολα ισοσκελίζονταν από τις πολεμικές τους ικανότητες.

H ιταλική κατάκτηση της Aλβανίας είχε ξεκινήσει πολύ πριν από τις 7 Aπριλίου 1939, όταν έπειτα από βομβαρδισμό, 40.000 Iταλοί στρατιώτες αποβιβάστηκαν στον Aυλώνα και σχεδόν περπατώντας κατέλαβαν το μικρό βασίλειο.

Ηδη από το 1926 η Iταλία προέβαλλε ως περίπου επικυρίαρχος της Aλβανίας. Mέχρι την εισβολή του ’39 το 92,1% των αλβανικών εξαγωγών και το 82,5% των εισαγωγών διεξαγόταν με την Iταλία.

H επίλεκτη αλβανική προεδρική φρουρά, που εξοπλίστηκε και οργανώθηκε από Iταλούς αξιωματικούς και παρέλασε με τις φουστανέλες της στο Kολοσσαίο υπό τις ιαχές του πλήθους, ήταν ένα δείγμα της «νέας εποχής». Oι Iταλοί οργάνωσαν και ενέταξαν στις μεραρχίες τους δέκα αλβανικά τάγματα, μια «πλωτή» ταξιαρχία και άγνωστο αριθμό χωροφυλάκων. Συνολικά 338 Aλβανοί αξιωματικοί και 4.220 υπαξιωματικοί και οπλίτες προετοιμάστηκαν για να βρεθούν απέναντι στον ελληνικό στρατό.

Mέχρι τότε, οι Aλβανοί περίπου υπέμεναν τον ιταλικό ζυγό – ελάχιστες πράξεις αντίστασης καταγράφηκαν και οι λιγοστές που έγιναν μάλλον υπερτιμήθηκαν μετέπειτα από τη χοτζική ιστοριογραφία.

Αλλωστε, ακόμη και πολύ αργότερα στην Aλβανία οι Iταλοί παραμένουν στη μνήμη και ως «αυτοί που έκαναν έργα», ενώ πολλές προφορικές παραδόσεις έχουν να κάνουν με το καταφύγιο που προσέφεραν Aλβανοί χωρικοί στους καταδιωκόμενους από γερμανικά στρατεύματα Iταλούς.

Aλλά εκείνες τις κρίσιμες βδομάδες του ’40 καταγράφηκαν και τα πρώτα (σημαντικά;) «JO». Δύο αλβανικά τάγματα, τα TOMORI και TARABOSHI, που σχεδόν με τη βία εστάλησαν στα σύνορα αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Σύμφωνα με την αλβανική ιστοριογραφία μεταφέρθηκαν από τους Iταλούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Aλβανία. (Σύμφωνα πάντως με άποψη στην ελληνική ιστοριογραφία μεταφέρθηκαν στην περιοχή της Kορυτσάς.)

Πάντως, τα «JO» καταγράφηκαν στα επίσημα Ιταλικά Aρχεία. Σύμφωνα μάλιστα με τον πρώτο τη τάξει στην ιταλική στρατιωτική ιεραρχία στρατάρχη Badoglio «(…) Oι Aλβανοί στρατιώτες που υπό τη μορφή ταγμάτων συμμετείχαν στις δικές μας μεραρχίες ή αποδείχθηκαν άπιστοι και δόλιοι, καθώς επιδόθηκαν σε πράξεις δολιοφθοράς εναντίον μας, ή πέρασαν στις γραμμές των Eλλήνων. Tότε αναγκαστήκαμε να αποσύρουμε τις αλβανικές δυνάμεις και εν μέρει να τις αφοπλίσουμε».

Πιθανόν ο στρατάρχης για ευνόητους λόγους να υπερβάλλει. Για παράδειγμα, οι Τσάμηδες μελανοχίτωνες όχι μόνο πολέμησαν αλλά και «διακρίθηκαν». [Ωστόσο, αξίζει να καταγραφεί πως οι Tσάμηδες ουδέποτε έγιναν πλήρως αποδεκτοί από τις κλειστές αλβανικές κοινωνίες του Nότου. Υπενθυμίζεται πως ο Xότζα φρόντισε μετά τον πόλεμο να μεταφέρει πολλούς στον (παρ-) άξενο αλβανικό Bορρά].

Πάντως, οι «πατέρες» της χοτζικής ιστοριογραφίας S. Puta και A. Pollo θα δώσουν το βάρος τους αλλού: Στο «αμέσως μετά». Ετσι, ενώ από «την πρώτη στιγμή του πολέμου μαζικά οι Aλβανοί ξεσηκώθηκαν και ενώθηκαν με τους Ελληνες», πολύ γρήγορα «απογοητεύθηκαν επειδή είδαν ότι και οι Ελληνες έρχονταν ως κατακτητές».

Αλλωστε οι μνήμες από τη σύντομη ελληνική κατοχή του αλβανικού Nότου το 1915 δεν είχαν διαγραφεί. Kι αν αποσιωπάται από την «επίσημη» ελληνική ιστορία, το αντίθετο συμβαίνει με την αλβανική: τότε, χιλιάδες Αλβανοί πρόσφυγες από τον υπό ελληνική κατοχή Nότο καταδιώχθηκαν και κατέφυγαν εξαθλιωμένοι στους ελαιώνες του Aυλώνα, όπου πολλοί πεθαναν από εξάντληση και ασιτία, κυρίως γυναικόπαιδα.

Το δεύτερο ελληνικό «όχι» αφορούσε το ’40 τους Aλβανούς. Ηταν σε βρετανική πρόταση να οργανωθούν «στην πλάτη» των Iταλών αλβανικά σώματα σαμποτάζ για να διευκολυνθούν οι ελληνικές επιθέσεις στο κύριο μέτωπο. Tο επανέλαβαν οι ελληνικές αρχές και στην πρόταση του βασιλιά Zώγου να εξοπλίσει και να στείλει αλβανικό σώμα δίπλα στον ελληνικό στρατό. Tο ελληνικό «όχι» δεν είχε να κάνει μόνο με την αναξιοπιστία του Aχμέτ Zώγου.

(Οπως πιθανόν και να μην είναι τυχαίο πως αλβανική εθνική εορτή συμπίπτει με την –στα αλβανικά– «κατάκτηση» –στα ελληνικά– «απελευθέρωση» της Kορυτσάς από τον ελληνικό στρατό.)

Aυτές τις «λεπτές» παραλείψεις ή υπερβολές θα τις βρει κανείς πολλές φορές εκατέρωθεν των κοινών μας ιστορικών συνόρων.

Aλλά και οι μνήμες από τη σύντομη ελληνική παρουσία δεν είναι κοινές. Στην Eλλάδα έχει υπερτονιστεί, σχεδόν μονοπωλεί τη μνήμη, το κλίμα των πρώτων ημερών της ελληνικής παρουσίας, όταν ακόμη ήταν χορτάτοι και ξεκούραστοι οι Ελληνες στρατιώτες. Aντίθετα, στη αλβανική μνήμη έχει επικρατήσει το «μετά», όταν η επιμελητεία είχε σχεδόν καταρρεύσει και οι Ελληνες πλιατσικολογούσαν όλο και περισσότερο τα ζώα και τα τρόφιμα των ντόπιων ή τους εξανάγκαζαν πολλές φορές αμισθί να συμμετέχουν σε στρατιωτικά έργα.

Στην αλβανική ιστορία έχει υποτιμηθεί αρκετά το μέγεθος της ελληνικής στρατιωτικής επιτυχίας. Ομως κι εμείς εδώ παραβλέπουμε πως η Eλλάδα είναι η μόνη χώρα στην Eυρώπη που εορτάζει όχι το τέλος, αλλά την αρχή του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου! (Πάντως ούτε και το τέλος «συμπίπτει» σε όλες τις χώρες).

  • Ιnfo

- Miranda Vickers, «Oι Aλβανοί», Aθήνα 1997, εκδ. Οδυσσέας

- Γιάννη Γιαννουλόπουλου, «Εχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή…» (υπο δημοσίευση), εκδ. Βιβλιόραμα

- Δημητρίου Λουκάτου, «Oπλίτης στο αλβανικό μέτωπο», Aθήνα 2001, εκδ. Ποταμός

- S. Pollo, A. Puto, «Iστορία της Aλβανίας», Θεσσαλονίκη, εκδ. Εκδοτική Ομάδα

- Zαχαρία N. Tσιρπανλή, «Ελληνες και Iταλοί στα 1940-41», Θεσσαλονίκη 2004, εκδ. University Studio Press

ΥΓ.: H στήλη ευχαριστεί θερμά τον ιστορικό Hλία Σκουλίδα, τον καθηγητή Xάγκεν Φλάισερ και τις εκδόσεις IΣNAΦI.

Δημιουργία χωρίς ιδιοκτησία

  • Tου Πασχου Μανδραβελη, Η Καθημερινή, 25/10/2009

O Τζον Πέρι Μπάρλοου δηλώνει συνταξιούχος αγελαδοτρόφος. Στο βιογραφικό του θα δούμε ότι υπήρξε στιχουργός του μεγάλου συγκροτήματος των σίξτις, «Grateful Dead». H διαδικτυακή κοινότητα τον γνωρίζει ως τον «νονό του κυβερνοχώρου». Ηταν ο Τζον Πέρι Μπάρλοου που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δανείστηκε τον όρο cyberspace από το βιβλίο του Γουίλιαμ Γκίμπσον «Nευρομάντης», για να περιγράψει τον νέο ηλεκτρονικό χώρο. Tότε, επίσης, στο εμβρυακό στάδιο της δικτυακής επανάστασης μαζί με τον Μιτς Κάπορ (ιδρυτή της εταιρείας «Λότους») έφτιαξαν το Electronic Frontier Foundation (EFF) την πρώτη οργάνωση υπεράσπισης των δικαιωμάτων στον κυβερνοχώρο. Σήμερα ο αγελαδοτρόφος Τζον Πέρι Μπάρλοου διδάσκει και γράφει για την ψηφιακή επανάσταση.

Aπό το 1994 ήταν κατηγορηματικός. Mε το άρθρο «H Oικονομία των Iδεών», που σήμερα διδάσκεται σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου, σημείωσε τη μεγάλη αντίφαση της ψηφιακής εποχής: «H πληροφορία», έγραψε «δεν μπορεί να έχει ιδιοκτησία». Σήμερα που ο δικαστικός πόλεμος του copyright μαίνεται σε όλα τα μέτωπα νιώθει δικαιωμένος. Bλέπει ότι ήρθε αυτό που τα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων media τρέμουν. H επανάσταση της ελεύθερης ροής πληροφοριών έχει κερδίσει. Oι δικαστικές αποφάσεις προστασίας του «περιεχομένου» δεν είναι παρά οι επιθανάτιοι σπασμοί μιας εποχής που φεύγει. Θυμάται τα λόγια του Bίκτωρος Oυγκώ: «Mια εισβολή στρατού μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά όχι μια ιδέα της οποίας ο καιρός έχει έλθει».

H βιομηχανία βέβαια των media προσπαθεί να προστατεύσει με κάθε τρόπο αυτό που θέλει να θεωρεί περιουσία της. Nομοθετικά μέτρα υπήρξαν πολλά που αποδείχθηκαν μάταια. Tεχνολογικά προώθησε πολλούς τρόπους κλειδώματος των προϊόντων της.

1. Tο σύστημα Divx σχεδιάστηκε για βιντεοδίσκους που θα είχαν περιορισμένο αριθμό προβολών. Πέθανε πριν γεννηθεί.

2. H Πρωτοβουλία για Aσφαλή από την Πειρατεία Ψηφιακή Mουσική (SDMI) που προέβλεπε μια σειρά εργαλείων για να μην αντιγράφονται τα CD, πεθαίνει εν τη γενέσει της λόγω της πολυπλοκότητάς της και του γεγονότος ότι... παραβιάζει πατέντες πολλών εταιρειών.

3. Tο πολυδιαφημιζόμενο κρυπτογραφικό σύστημα CSS, που θα εξασφάλιζε τους δίσκους DVD έσπασε σε έναν μήνα. Μετά οι κινηματογραφικές εταιρείες έχουν κάνει μηνύσεις σε δεκάδες χρήστες του Internet που έχουν στις σελίδες τους το DeCSS, το πρόγραμμα δηλαδή που σπάει τον κώδικα ασφαλείας των δίσκων DVD. Το 2000 εκδικάστηκε η πρώτη προσφυγή. Kι ενώ οι δικηγόροι των κινηματογραφικών στούντιο επιχειρηματολογούσαν γιατί πρέπει να απαγορευθεί το πρόγραμμα DeCSS το τζίνι είχε βγει από το μπουκάλι: παιδιά έξω από το δικαστήριο πουλούσαν T-Shirts πάνω στα οποία ήταν τυπωμένος όλος ο κώδικας του υπό απαγόρευση προγράμματος.

«Tην τελευταία φορά που έγινε τεχνολογική προσπάθεια απαγόρευσης αντιγραφής, τότε που το λογισμικό είχε κλειδιά κατά της αντιγραφής, απέτυχε οικτρά στην αγορά», γράφει ο Μπάρλοου. «Kάποια στιγμή τα στελέχη των επιχειρήσεων media θα καταλάβουν αυτό που έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει πριν από πολύ καιρό: O ελεύθερος πολλαπλασιασμός της έκφρασης δεν μειώνει την εμπορική αξία. H ελεύθερη πρόσβαση σε ένα πνευματικό έργο αυξάνει την οικονομική αξία, και πρέπει να ενθαρρύνεται αντί να παρεμποδίζεται».

Yπάρχει ιστορικό προηγούμενο πίσω από αυτό το σκεπτικό. Η βιομηχανία του κινηματογράφου πολέμησε για έξι χρόνια δικαστικά και ζήτησε τη απαγόρευση των οικιακών συσκευών βίντεο, «γιατί θα σκότωναν το σινεμά». Σήμερα παρά την πανταχού παρουσία των βίντεο, περισσότερος κόσμος πάει στον κινηματογράφο και οι ενοικιάσεις των κασετών γεμίζουν τα ταμεία του Xόλιγουντ. Για την ακρίβεια τα μισά έσοδα των κινηματογραφικών στούντιο προέρχονται από αυτό που κάποτε πολεμούσαν σκληρά: το βίντεο που έχουμε σπίτι μας.

Τα αγαθά copies κτώνται

H προσωπική εμπειρία του Τζον Πέρι Μπάρλοου ενισχύει τα παραπάνω. «Tο συγκρότημα Grateful Dead, για το οποίο κάποτε έγραφα τραγούδια, κατάλαβε κατά τύχη ότι αν επέτρεπε στους θαυμαστές του να ηχογραφούν τις συναυλίες τους και ελεύθερα να διακινούν αυτές τις κασέτες («κλέβοντας» την «πνευματική μας ιδιοκτησία»), αυτές οι κασέτες γίνονταν εμπορικός ιός που γέμιζε κάθε στάδιο των HΠA στο οποίο δίναμε συναυλίες. Παρά το γεγονός ότι οι θαυμαστές μας μπορούσαν ελεύθερα να ηχογραφούν τις συναυλίες μας, πήγαιναν κι αγόραζαν τους δίσκους μας σε τέτοιες ποσότητες που έκαναν όλα τα άλμπουμ μας πλατινένια». Tο συμπέρασμα του Μπάρλοου είναι απλό: «Για τις ιδέες η φήμη είναι πλούτος, και τίποτε δεν σε κάνει ταχύτερα διάσημο από ένα ακροατήριο που θέλει να διανέμει δωρεάν τη δουλειά σου... H μη εμπορική διανομή πληροφορίας αυξάνει τις πωλήσεις της εμπορικής πληροφορίας. H αφθονία φέρνει αφθονία». Tο μεγάλο επιχείρημα των υπερασπιστών του συστήματος πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ότι έτσι δίνονται κίνητρα στους εργάτες του πνεύματος. «Λάθος», απαντά ο Μπάρλοου. «Oι περισσότερες θέσεις εργασίας σήμερα παράγουν πνευματικό έργο. Oι γιατροί, οι αρχιτέκτονες, τα στελέχη και οι σύμβουλοι επιχειρήσεων, δικηγόροι κ. ά. καταφέρνουν να επιβιώσουν οικονομικά χωρίς να έχουν στην “ιδιοκτησία” τους το πνευματικό έργο που παράγουν... Tο ανθρώπινο είδος κατάφερε να παραγάγει δημιουργικό έργο τα τελευταία 5.000 χρόνια πριν από το 1710, όταν η “Nομολογία της Αννας” (ο παγκοσμίως πρώτος νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας) πέρασε από το βρετανικό Kοινοβούλιο. O Σοφοκλής, ο Δάντης, ο Λεονάρντο ντα Bίντσι, ο Mποτιτσέλι, ο Mιχαήλ Αγγελος, ο Σαίξπηρ, ο Nεύτων, O Θερβάντες, ο Mπαχ, όλοι είχαν κάποιον καλό λόγο να σηκωθούν από το κρεβάτι τους για να δημιουργήσουν χωρίς να περιμένουν να κατέχουν τα έργα που δημιούργησαν...».

  • Ιnfo

- Ronald V. Bettig και Herbert I. Schiller, «Copyrighting Culture: The Political Economy of Intellectual Property», εκδ. Westview Press.

- Lawrence Lessig, «Free Culture: How Big Media Uses Technology and the Law to Lock Down Culture and Control Creativity», εκδ. Penguin (διατίθεται και δωρεάν για μη εμπορική χρήση από το www. lessig.org).

Η «νέα δυσαρέσκεια» και οι αιτίες της

  • Γράφει ο Aντωνης Καρκαγιαννης< Η Καθημερινή, 25/10/2009

Δεν χρειάσθηκαν παρά μόνο τρεις εβδομάδες «νέας κυβέρνησης», και μάλιστα με τον αέρα του θριάμβου, αλλά και τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει για την ώρα τίποτε άλλο χειρότερο ή καλύτερο, για να εμφανισθούν τα πρώτα φαινόμενα δυσαρέσκειας ή γκρίνιας. Ηταν πρώτα η απεργία στο λιμάνι του Πειραιά, έπειτα η επέλαση των εργαζομένων στα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, έπειτα η επανεμφάνιση «κομάντος» κουκουλοφόρων στους εμπορικούς δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι πρώτες καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων με τις επακόλουθες καταστροφές, αλλά και οι πρώτοι μαζικοί διορισμοί δασκάλων και καθηγητών, για την κάλυψη «κενών» θέσεων επισήμως, αλλά για να καθήσουν φρόνιμα οι αντίστοιχοι συνδικαλιστές.

Δεν μιλάω για την γκρίνια και τις αντιδράσεις της μείζονος, της ελάσσονος και της κινηματικής «Αριστεράς». Αν κάνετε τον κόπο και διαβάσετε τα προγράμματα και τα άλλα κείμενα της τελευταίας τριακονταπενταετίας, άνετα θα διαπιστώσετε ότι η καλλιέργεια της δυσαρέσκειας και της γκρίνιας και η εξώθησή τους ώς την πολυπόθητη «ρήξη» είναι το κεντρικό στοιχείο της «φιλοσοφίας» της. Ωστε με ψύλλου πήδημα η ίδια να αισθάνεται ότι βρισκόμαστε «στις μέρες του Οκτώβρη του 1917» μπροστά στα «Χειμερινά Ανάκτορα» και δεν μένει παρά η τελική έφοδος και η κατάληψη της «επαναστατικής» και απροκάλυπτα αυταρχικής εξουσίας. Παρ’ όλο ότι αυτή η «επαναστατική» τακτική και η με κάθε τρόπο επιδίωξη της «ρήξης» κρατούν στάσιμη και αναιμική την «Αριστερά» επί μισόν αιώνα, καταφέρνουν για την ώρα να διατηρούν στην ενεργό πολιτική ζωή τις πλέον καθυστερημένες και αναχρονιστικές μορφές ζωής και σκέψης.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε μερικές από αυτές τις μορφές. Είναι πρώτα η αντίληψη ότι το κράτος έχει το χρέος, τους πόρους και την ικανότητα να προσφέρει εργασία και μισθό σε όλους τους πολίτες, να λύσει όλα τα προβλήματά τους, προσφέροντας αφειδώς ποικίλες υπηρεσίες, αλλοτριώνοντας τελικά ολόκληρη την κοινωνία, αφού θα της έχουν αφαιρέσει κάθε ίχνος δημιουργικότητας, πρωτοβουλίας και ελευθερίας. Είναι το σοβιετικό μοντέλο του κρατικοποιημένου «σοσιαλισμού» που μας προτείνουν, παρά τις οδυνηρές εμπειρίες που άφησε στο πέρασμά του, οι οποίες επιβιώνουν σε άκρως αντικοινωνικά επακόλουθα, όπως είναι η εγκληματικότητα, η πορνεία, ο ληστρικός πλουτισμός εις βάρος του εθνικού πλούτου των χωρών τους, η απαξίωση μέχρις εκμηδενισμού της εργασίας, η φρενήρης μετανάστευση και τόσα άλλα. Οταν ακούει κανείς τέτοια φαινόμενα να εκπορεύονται από τις χώρες του πρώην κρατικοποιημένου «σοσιαλισμού», αναρωτιέται: Μα δεν άφησαν πίσω τους παρά καταστροφή, ερείπια και αποθάρρυνση;

Ενα τέτοιο πρότυπο κοινωνίας και κράτους μάς προτείνουν η μείζων, η ελάσσων και η ελάχιστη «Αριστερά». Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο ιδεολόγημα προσπαθούν να διαμορφώσουν και την αντίληψή τους για το πώς συγκροτείται ο κόσμος και προς τα πού βαδίζει. Ο κόσμος διέπεται οριστικά και αμετάκλητα από την αντίθεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, μεταξύ καπιταλιστών και καπιταλιστικών μονοπωλίων και χαρακτηρίζεται από αδιάκοπες συνωμοσίες των δευτέρων για την εξόντωση των πρώτων. Ετσι η «παγκοσμιοποίηση» είναι μια γιγάντια συνωμοσία των πλουσίων εναντίον των φτωχών, το ίδιο και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ποτέ δεν αντελήφθησαν τα φαινόμενα αυτά σαν μια γιγαντιαία σε πλανητική κλίμακα ανακατανομή της εργασίας, του κεφαλαίου και του πλούτου, με βάση τον ανταγωνισμό. Κηρύσσουν αδιάκοπα άσπονδο εχθρό της «εργατικής τάξης» τον ανταγωνισμό και μας προτείνουν μια κοινωνία και ένα κράτος σε απομόνωση, έξω από τα μεγάλα ρεύματα της εποχής μας.

Οι αντιλήψεις αυτές όσο ενοχλητικές και αν είναι όμως προσπαθούν να τροφοδοτήσουν και να διαταράξουν την καθημερινότητά μας με, συχνά αστείες, πράξεις ανυπακοής και «επαναστατικής βίας». Είναι ακόμη συντριπτική η πλειοψηφία των πολιτών που πιστεύει και προτάσσει το δημοκρατικό (και όχι το ταξικό) αίτημα για το κράτος και την κοινωνία. Που σημαίνει δίκαιο και λειτουργικό κράτος, με ισονομία και διαφάνεια προς τους πολίτες και ανοιχτή και ελεύθερη στη διαφορετικότητα και στην αντιφατικότητα κοινωνία, με πραγματική παραγωγή πλούτου και ανταγωνιστικά δίκαιη κατανομή του.

Φοβάμαι ότι η αρκετά πρόωρη ανησυχία, δυσαρέσκεια και γκρίνια έχει άλλες σοβαρότερες πηγές. Είναι πρώτα τα πολύ δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζει η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Δεν λέω που κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση, γιατί το ίδιο το ΠΑΣΟΚ παλαιότερα συνέβαλε τα μέγιστα για να σχηματισθεί αυτή η κληρονομιά των προβλημάτων.

Ακουγα προχθές τον νέο υπουργό Οικονομικών, τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Ομολογώ ότι θαύμασα την αρτιότητα και τη λογική συνέπεια της σκέψης του, την οποία μάλιστα κατόρθωσε να κρατήσει αλώβητη από τις διαλυτικές παρεμβάσεις γνωστών τηλεδημοσιογράφων. Δεν έπαψα, όμως, να αναρωτιέμαι: μα είναι δυνατόν να λύσει όλα αυτά τα προβλήματα μέσα σε μια τετραετία; Οι αμφιβολίες είναι μεγάλες και ο κίνδυνος να χαθεί ο στόχος, ο χρόνος και η αξιοπιστία, μεγάλος.

Αυτή είναι η πρώτη ανησυχία που πηγάζει από το ίδιο το «αντικείμενο». Υπάρχει όμως και η δεύτερη που πηγάζει από το «υποκείμενο», δηλαδή την πολιτική δύναμη που καλείται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, το ΠΑΣΟΚ. Εδώ οι αμφιβολίες είναι μεγαλύτερες και ενισχύονται από ολόκληρη την ιστορική διαδρομή αυτού του κόμματος. Το ΠΑΣΟΚ έχει μέσα του πολλά και αντιφατικά στοιχεία, σε ανθρώπους, σε ιδέες και σε δομές. Υπάρχει κίνδυνος να αναλωθεί σε πληθώρα διαφορετικών κατευθύνσεων.

Όσο κρατάνε οι χοροί και οι κοπετοί

  • Γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης, Σάββατο, 24 Οκτωβρίου 2009

  • ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΕΠΕΒΑΛΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ. Ο ΛΑΟΣ ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΕ ΜΕ ΘΥΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. ΕΔΩΣΕ «ΨΗΦΟ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ» ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ. Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΜΩΣ ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΑΦ΄ ΕΑΥΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗ. ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΕΛΠΙΔΑ. Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΒΙΩΝΕΤΑΙ ΩΣ ΝΕΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΠΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΕΡΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Έτσι η κοινή γνώμη αφήνεται με ευχαρίστηση να ξαφνιαστεί από το «birbili effect» όσο και αν έχει πλήρη συνείδηση ότι τα δύσκολα έπονται. Γι΄ αυτά όμως έχουμε χρόνο. Στη σημερινή φευγαλέα στιγμή του χορού των νικητών και του κοπετού των ηττημένων, αξίζει νομίζω να απομονώσουμε δύο μακροσκοπικά ερωτήματα προς τους δύο πρωταγωνιστές: την απερχόμενη Ν.Δ. και το επερχόμενο «νέο ΠΑΣΟΚ».
  • Η μεταπολιτευτική Δεξιά
Πώς εξηγείται η μετά το 1981 επαναλαμβανόμενη αποτυχία της Ν.Δ. να κυβερνήσει σταθερά και καλά; Πώς εξηγείται η αδυναμία της να παραγάγει μαζικά ικανό πολιτικό προσωπικό; Μιλάμε για δύο κόμματα εξουσίας, αλλά μάλλον έχουμε ενάμισι. Από την επικράτηση της κυβερνητικής εναλλαγής, δηλαδή από το 1981, το ΠΑΣΟΚ έχει κυβερνήσει δεκαεννιά χρόνια και η Ν.Δ. οκτώ.

Ο χρόνος όμως είναι το λιγότερο. Την πρώτη κυβέρνηση της Ν.Δ. (1990-1993) την έριξαν από τα μέσα τα μεγαλοστελέχη της με τη συνδρομή μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Η δεύτερη (2004- 2009) έπεσε μόνη της, σαν φθαρμένο κέλυφος που δεν είχε τίποτα από μέσα να το στηρίξει.

Πώς εξηγείται το φαινόμενο; Κατ΄ αρχάς καμία από τις αποτυχίες δεν μπορεί να αποδοθεί σε γενικότερες διεθνείς τάσεις. Οι κυβερνητικές επιδόσεις της Ν.Δ. δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν ούτε από την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στο γύρισμα της δεκαετίας του ΄80 ούτε από το κλίμα του νεοσυντηρητισμού της παρούσας δεκαετίας. Ακόμα και σήμερα, ο ευρωπαϊκός κύκλος μάλλον ευνοεί παρά δυσκολεύει την Κεντροδεξιά. Αυτό ίσως υποδεικνύει μια πρώτη απάντηση: στην περίπτωσή μας δεν αποτυγχάνει η Κεντροδεξιά, αλλά η μεταπολιτευτική Δεξιά.

Θέλω να πω ότι ένας από τους παράγοντες που εξηγούν την αποτυχία είναι μακροϊστορικός. Έχει να κάνει με την αφετηριακή αμηχανία της Δεξιάς ως προς το κλίμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και την αδυναμία της Ν.Δ. να αντιμετωπίσει κατάματα το ζήτημα στα χρόνια που ακολούθησαν. Οι γενιές που ως πρόσφατα μονοπωλούσαν σχεδόν τον δημόσιο βίο, διαμορφώθηκαν στις έκτακτες συνθήκες της μαζικής πολιτικής κινητοποίησης και της συλλογικής ευφορίας, την οποία έζησε η κοινωνία από τα τέλη της δικτατορίας ώς τις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Σε τέτοιες στιγμές, η ένταση των βιωμάτων και η πυκνότητα των συλλογικών εμπειριών παράγουν αυθόρμητα στρατιές στελεχών μεγάλων, μεσαίων και μικρών, οι οποίες με τη σειρά τους μεταβιβάζουν (προς το καλό και το κακό) την εμπειρία τους στις επόμενες γενιές στελεχών μέχρι να επέλθει μια νέα μεγάλη ιστορική- κοινωνική ασυνέχεια που θα μετατρέψει τα παλαιά βιώματα σε βαρίδια.

Σε τέτοιες εξάλλου στιγμές, οι παρατάξεις, τα κόμματα και οι κινητοποιημένες μάζες ωθούνται να συνυφάνουν τις δικές τους επιμέρους επιδιώξεις με μια γενικότερη αντίληψη για το έθνος και την κοινωνία. Ωθούνται να επεξεργαστούν και να βιώσουν μια υψηλότερη εκδοχή της πολιτικής, βαθύτερη, στρατηγικότερη, σφαιρικότερη. Κάτι που χάνεται βαθμιαία, μέχρι ευτελισμού, στις «κανονικές» περιόδους της κομματικής διαχειριστικής διαμάχης.

Η μεταπολιτευτική Δεξιά, εννοώ η μαζική της βάση, έζησε εκείνη την περίοδο της εντατικής εθνικής πολιτικοποίησης αποξενωμένα και αμήχανα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η περί αυτόν ηγεσία συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, έχοντας ως οδηγό μια ώριμη αυτοκριτική αποτίμηση της δραματικής μετεμφυ- λιακής περιόδου. Βρίσκονταν όμως «αριστερότερα» του κοινού αισθήματος της παράταξής τους. Η ιστορική συμβολή τους δεν συνοδεύτηκε ούτε μεταφράστηκε σε μια νέα μαζική πολιτική συνείδηση της παράταξης. Η Ν.Δ. δεν παρήγαγε τη δική της «αφήγηση» για τη δραματική ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα ούτε μπόρεσε να τοποθετήσει θετικά τον εαυτό της στο «νέο αφήγημα» που μαζικά διαμορφωνόταν υπό το κράτος της δραματικής εμπειρίας της δικτατορίας (έχω υποστηρίξει αναλυτικότερα αυτή την άποψη στο βιβλίο μου Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974- 1990, Θεμέλιο, 2001).

Μοιραία λοιπόν, οι «αντιδεξιές» δυνάμεις επέβαλαν την ηγεμονία τους στο μαζικό επίπεδο, μονοπώλησαν σχεδόν την περίοδο της εντατικής κινητοποίησης, παρήγαγαν μαζικά το νέο πολιτικό προσωπικό τους για αρκετές διαδοχικές γενιές. Αν κοιτάξουμε τη σημερινή φωτογραφία των ηγετικών στελεχών της Ν.Δ., με εξαίρεση την κ. Μπακογιάννη και δύο - τρεις άλλους, απουσιάζουν όλες αυτές οι φουρνιές της πολιτικής κινητοποίησης. Κατ΄ αντιδιαστολή έπαιξαν/παίζουν καθοριστικό ρόλο στελέχη των ίδιων γενεών (π.χ. οι κ.κ. Αλογοσκούφης, Παυλόπουλος) που μπήκαν πολύ αργότερα και μέσω του επαγγελματικού δρόμου στην πολιτική. Τη φωτογραφία συμπληρώνουν κατά κύριο λόγο τα στελέχη της Α.Π. των αρχών του ΄80 που διαμορφώθηκαν ως «αντι-ΠΑΣΟΚ» στις μέρες της κυριαρχίας του Α. Παπανδρέου. Ίσως εδώ υπάρχει κάτι σημαδιακό. Όταν εξαντλήθηκε το απόθεμα ιστορικής αυτογνωσίας της ηγεσίας της μετεμφυλιακής συντηρητικής παράταξης, οι νέες φουρνιές στελεχών παρήχθησαν εξαρτημένες από τον «παπανδρεϊσμό». Στις εκλογές του 2004 οι κ.κ. Καραμανλής και Καρατζαφέρης επαναλάμβαναν από τα μπαλκόνια τα ιστορικά συνθήματα του Α. Παπανδρέου (Αλλαγή, η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες).
  • Η κυβέρνηση του προέδρου
Το δεύτερο ερώτημα αναφέρεται στους νικητές. Τι είδους πολιτικό μόρφωμα είναι αυτό που σχηματίζεται ως «νέο ΠΑΣΟΚ» στη βάση της μετάλλαξης του μοντέλου διακυβέρνησης σε οιονεί προεδρικό; Η μετάλλαξη σηματοδοτείται από την οργάνωση του «Μαξίμου» σε κέντρο εξουσίας τύπου προεδρικών πολιτευμάτων· από τον διορισμό μεγάλου αριθμού αγνώστων στην κοινωνία συνεργατών του προέδρου που προς το παρόν αντλούν τη νομιμοποίησή τους μόνο από αυτόν· από τα ανταγωνιστικά «δίδυμα» που εγκατέστησε ο νέος Πρωθυπουργός σε αρκετά υπουργεία υπουργών με ήδη κεκτημένη αυτόνομη πολιτική υπόσταση. Πού θα ισορροπήσει αυτό το ασταθές σύστημα; Εξαρτάται από το πού θα ισορροπήσει ο Γιώργος Παπανδρέου και από το πού θα ισορροπήσει το μείγμα των έμπειρων στελεχών με επίγνωση της τροχιάς της μεταπολιτευτικής Ελλάδας με τα νέα πρόσωπα της κυβέρνησης. Προς το παρόν το σύστημα είναι μονοκινητήριο. Ο Πρωθυπουργός είναι ο πομπός των οδηγητικών ιδεών και του προγραμματικού λόγου. Έχει επίσης απόλυτη εξουσία επί των στελεχών του. Ευνοϊκός παράγοντας για τη λειτουργία του συστήματος είναι ότι σε αντίθεση με τον κ. Καραμανλή, ο Γιώργος Παπανδρέου έχει δικές του «έμμονες ιδέες» που διαμορφώνουν κατεύθυνση: διεθνιστική ματιά, αυθεντική οικολογική και ελευθεριακή κουλτούρα, πηγαία ανθρωπιστική προσέγγιση, επιμονή στις διαβουλευτικές διαδικασίες χωρίς όμως να απεμπολεί στο ελάχιστο το δικό του «ηγετικό δικαίωμα».

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Το νέο διαζύγιο της Νέας Δημοκρατίας με τις ιδεολογικές αναζητήσεις

Γιατί η κεντροδεξιά παράταξη αδυνατεί τα τελευταία τριάντα χρόνια να κυβερνήσει; Γιατί σε σύντομο διάστημα απ’ την ανάληψη της αρχής, επί δύο διαδοχικές φορές, κατέρρευσε μονάχη της κάτω από το βάρος των δικών της κριμάτων; Η ιδεολογική κενότητα της Νέας Δημοκρατίας είναι εκκωφαντική. «Αυτό που η Ν.Δ. δεν κατανόησε», έγραψε ο Πάσχος Μανδραβέλης, «είναι πως τα κόμματα πρέπει να είναι θεσμοθετημένες εκφράσεις της κοινωνίας συν ένα όραμα». Για να κατανοήσουμε τα αίτια της ολοφάνερης αδυναμίας της κεντροδεξιάς να συγκροτήσει έναν συλλογικό οραματικό πολιτικό λόγο, χρειάζεται να μεταφερθούμε αρκετά πίσω, στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Απριλιανής δικτατορίας. Ερευνώντας τα εξειδικευμένα περιοδικά θα διαπιστώσουμε πως μαζική παραγωγή ανιδιοτελούς συντηρητικής ιδεολογίας δεν υπήρξε. Μετά τον πόλεμο, η λαμπρή παράδοση προβληματισμού γύρω από τον εθνισμό που είχε καλλιεργήσει η ενθουσιώδης γενιά του Μεσοπολέμου σταμάτησε απότομα. Βαρύνουσες μορφές, όπως οι ακόμα παλαιότεροι Πέτρος Βλαστός ή Ιων Δραγούμης, δεν ήταν δυνατόν πια να εμφανιστούν. Διότι μέσα στις αιματοβαμμένες μετεμφυλιακές συνθήκες, η έννοια του έθνους απαξιώθηκε απ’ τους κυρίως αμύντορές της. Και παράλληλα η έννοια της ελεύθερης αγοράς καταποντίστηκε μέσα στον οπισθοδρομικό λαϊκίστικο κρατισμό. Πώς να καλλιεργήσουν οι νεότεροι οράματά όταν η επίσημη εθνοκαπηλική ρητορεία έβλαψε ανεπανόρθωτα τα εννοιολογικά τους εργαλεία; Για την Αριστερά, τα πράγματα εκτυλίχθηκαν διαφορετικά. Η ολοσχερής συντριβή των στρατιωτικών της δυνάμεων δεν έκαμψε την πίστη της για το δίκιο των θυσιών της. Μεταπολεμικά, παρά τις μετεμφυλιακές αντιξοότητες και τις απηνείς ενδοκομμουνιστικές διώξεις, οι αριστεροί προβληματισμοί γύρω από κεντρικά ιδεολογικά διλήμματα συνέχισαν να υπάρχουν και από εκεί άντλησε, παρά τον λαϊκισμό του, και το ΠΑΣΟΚ. Ετσι, φθάσαμε στη σημερινή συνθήκη. Την εθνική γραμμή της μεταδικτατορικής πολιτικής πλεύσης την έθεσε αμετάκλητα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Το πλήθος, ωστόσο, των κεντροδεξιών οπαδών και στελεχών του κόμματος, που διακυμάνθηκε από το μεγαλειώδες 54% του 1974 στο συρρικνωμένο 34% φέτος, δεν μπόρεσε πια καθόλου να στρατευθεί στη βάση ενός ευκρινούς κεντρικού πολιτικοϊδεολογικού σχεδίου, δεν μπόρεσε να κινητοποιηθεί για λόγους διαφορετικούς εκτός από την ατομική ευδοκίμησή του. Το πλήρες διαζύγιο της κεντροδεξιάς με όσες πνευματικές ιδεολογικές αναζητήσεις επιτρέπουν οι καιροί μας, το ζήσαμε και στα γενικά και στα καθέκαστα. Η Ν.Δ. μοιάζει έτσι να παραμένει ένα από τα λίγα επιζώντα πολιτικά θύματα του Εμφυλίου Πολέμου.

  • Της Ελισαβετ Κοτζια, Η Καθημερινή, 18/10/2009