Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Οι εστίες του πολιτικού Κακού

Το 1874 ο Νίτσε αναρωτιόταν πόση άραγε απέχθεια θα ένιωθαν οι μελλοντικές γενιές, όταν θα ασχολούνταν με το κληροδότημα μιας περιόδου όπου δεν κυβερνούσαν ζωντανοί άνθρωποι, αλλά ομοιώματα ανθρώπων, ερμηνευτών της κοινής γνώμης. «Ισως γι΄ αυτό» συμπέραινε «ο αιώνας μας θα θεωρηθεί από μια μελλοντική εποχή η πιο σκοτεινή και άγνωστη εποχή, επειδή είναι η πιο απάνθρωπη εποχή». Προφανώς, για μας που ζούμε στο μέλλον που είχε προβλέψει, ο Νίτσε είχε άδικο: η εποχή μας είναι ακόμη πιο μαύρη, ακόμη πιο απάνθρωπη και ακόμη πιο άγνωστη. Οσο γι΄ αυτούς που κυβερνούν, μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε το λεξιλόγιο και να αντικαταστήσουμε τη λέξη «ομοιώματα» με τη λέξη «ολογράμματα»: μόλις λήξει ο τηλεοπτικός χρόνος που τους αντιστοιχεί παύουν να υπάρχουν, επιστρέφοντας στο κενό από το οποίο αγωνίζονται να αντλήσουν ανθρώπινο βάρος.

Πάει καιρός τώρα που η κυρία Ανγκελα Μέρκελ διεκδικεί μια θέση στο Πάνθεον των ομοιωμάτων, όπου οι συνάδελφοί της ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ήδη εξασφαλίσει ο καθένας τη δική του. Ο γάλλος γόης επιχειρεί να κερδίσει οπαδούς, στέλνοντας τις μαύρες ταξιαρχίες του εναντίον των Ρομά. Ο ασυγκράτητος Ιταλός, σε στιγμές χαλάρωσης από τον εργώδη βίο του ανάμεσα στις μοντέλες, σκέφτηκε να εξαπολύσει μόνιμο ανθρωποκυνηγητό εναντίον των ξένων που ζουν στη χώρα του. Η γερμανίδα καγκελάριος δεν θα μπορούσε να υστερήσει στην ευγενή άμιλλα της ξενοφοβίας. Θεωρητικό μυαλό, όπως αρμόζει στις γερμανικές παραδόσεις, έθεσε το πρόβλημα στο επίπεδο του αναστοχασμού, υποστηρίζοντας ότι «το πολυεθνικό μοντέλο στη Γερμανία έχει αποτύχει πλήρως». Ξεκινώντας από την πρόταση ότι «η Γερμανία είναι μια χώρα που ζήτησε εργάτες τη δεκαετία του ΄60», η στοχαστική καγκελάριος ανάπτυξε τη σκέψη της ως εξής: «Για λίγο κοροϊδεύαμε τον εαυτό μας ότι οι μετανάστες αυτοί δεν θα έμεναν και θα έφευγαν κάποια στιγμή. Η αντίληψη ότι θα γινόμασταν πολυεθνική χώρα και ότι θα ζούσαμε ευτυχισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον απέτυχε». Ετσι, ύστερα από εντολή της κυρίας Μέρκελ, η ευτυχία θα μοιραστεί αποκλειστικά και μόνο ανάμεσα στους καθαρόαιμους Γερμανούς και η Γερμανία θα γίνει το ευτυχέστερο έθνος στην Ευρώπη, αν όχι στον κόσμο. Είναι δυνατόν, ύστερα από τη δημιουργική αυτή σκέψη, η Ανγκελα να μην κερδίσει πόντους στις δημοσκοπήσεις;

Βεβαίως προκύπτει μοιραίο το πρόβλημα της εγωιστικής απόλαυσης: θα ξαναζήσει η Ευρώπη την εποχή που σύσσωμος ο γερμανικός λαός απολάμβανε, μόνον αυτός, την ευτυχία; Ηδη η Γερμανία έχει επιβάλει τους κανόνες της στο οικονομικό παιχνίδι που καταδικάζει εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες στην ανέχεια και στη δυστυχία. Ηδη σημαντικό ποσοστό ευτυχισμένων Γερμανών, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, δεν διαφωνούν με την πολιτική τους ηγεσία. Με άλλα λόγια, η θέση της καγκελαρίου στο Πάνθεον των ομοιωμάτων έχει εξασφαλιστεί.

Τι θα γίνει, όμως, με τους μετανάστες; Κανείς δεν αμφισβητεί τη σοβαρότητα, τον πολύπλοκο χαρακτήρα και τη δυσκολία του προβλήματος. Αν οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν ήταν τα ομοιώματα που περιγράφει ο Νίτσε, θα είχαν σκύψει στο φαινόμενο με ευθύνη, περισυλλογή και ανθρωπιά. Ή μήπως εδώ η δημοκρατία βρίσκεται σε αδιέξοδο και, ακόμη χειρότερα, σε κίνδυνο; Οι αφορισμοί της κυρίας Μέρκελ και των συναδέλφων της στην Ευρώπη είναι επικίνδυνοι γιατί στήνουν και τρέφουν τις εστίες του πολιτικού Κακού, που με το άλλο όνομά του στοίχισε πολύ ακριβά στην Ευρώπη.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Νέες Εποχές
Απέτυχε η πολυπολιτισμικότητα; 


Περισσότερη ελευθερία, λιγότερη ανισότητα

Πρέπει να υπερβούμε την πολυπολιτισμικότη- τα, αλλά είναι μύθος ότι απέτυχε. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που δέχτηκαν μετανάστες, και μάλιστα μετανάστες από την Τουρκία και τις άλλες ισλαμικές χώρες, ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει ότι αυξάνονται όχι μόνο οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στα πανεπιστήμια, αλλά επίσης ερευνητές και καθηγητές που προέρχονται από αυτές τις μεταναστευτικές κοινότητες. Βραβεία λογοτεχνίας, αλλά και επιχειρηματικότητας, απονέμονται σε άνδρες και γυναίκες από τις ίδιες ομάδες, ενώ αναδεικνύονται επίσης πολιτικοί οι οποίοι δεν αντιπροσωπεύουν μόνο τις μικρές τους κοινότητες αλλά μερίδες συνολικά του πληθυσμού. Το επιχείρημα της αποτυχίας του πολυπολιτισμού χρησιμοποιείται από φόβο και για να φοβίσει. Σε εποχές κρίσης και φόβου για το μέλλον, παρόμοιες πολιτικές αναδιπλώσεις αποκτούν ακροατήριο, όσο αβάσιμες και παράλογες και αν είναι.

Αλλά γιατί τότε, γιατί πρέπει να υπερβούμε την πολιτική της πολυπολιτισμικότητας Για δύο λόγους: Ο πρώτος γιατί με τον τρόπο που ασκείται η πολυπολιτισμικότητα ενισχύει τις παραδοσιακές δομές εξουσίας των μειονοτικών ομάδων. Η μπούρκα, λ.χ., δεν έχει να κάνει μόνο με πολιτισμική ιδιαιτερότητα αλλά και με τις σκληρές δομές ανδρικής εξουσίας πάνω στις γυναίκες, πατρικής πάνω στην οικογένεια, θρησκευτικής πάνω στην κοινότητα. Δεν υπάρχει λόγος αυτά που οι προοδευτικοί άνθρωποι αντιμάχονται στην κοινωνία τους να αφήνουν να συμβαίνουν σε κλειστές ομάδες στο όνομα του σεβασμού της διαφορετικότητας. Δεν υπάρχει λόγος, αν δεχόμαστε τη ρευστότητα και την πολλαπλότητα των δικών μας ταυτοτήτων, να θεωρούμε τις ταυτότητες των «άλλων» συμπαγείς και μονοδιάστατες. Αυτή η πολιτική όμως χρειάζεται ευαισθησία και προσήλωση στις αρχές της ελευθερίας και της ανεκτικότητας για να μην προκαλέσει αντισυσπείρωση. Χρειάζεται η δύναμη του παραδείγματος και ειδικές πολιτικές που θα επιτρέψουν στην άδηλη δυναμική να γίνει έκδηλη, κάνοντας λιγότερο στεγανά και περισσότερο πορώδη τα όρια των κλειστών κοινοτήτων. Χρειάζονται πολιτικές εν-κοινωνισμού, ιδιαίτερα για τα παιδιά και τις μητέρες τους.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ισότητα, η οποία τον τελευταίο καιρό λιθοβολείται γενικώς και αδιακρίτως από τους έλληνες διανοουμένους. Η αρχή του σεβασμού της διαφοράς μάς κάνει πολλές φορές να χάνουμε το τεράστιο και πολύμορφο πρόβλημα των κοινωνικών ανισοτήτων. Στην πραγματικότητα όμως οι διακρίσεις και οι ανισότητες συμβαδίζουν, ενισχύοντας οι μεν τις δε. Χωρίς να καταπολεμήσεις τις διακρίσεις, δεν μπορείς να περιορίσεις τις ανισότητες, και χωρίς να πολεμήσεις τις ανισότητες, δεν μπορείς να απαλλαγείς από τις διακρίσεις. Η πολιτική του πολυπολιτισμού ασχολούνταν μόνο με τις διακρίσεις ενώ αδιαφορούσε για τις ανισότητες. Χρειάζεται επομένως ενεργή πολιτική περιορισμού των ανισοτήτων, κάτι που σήμερα βέβαια φαντάζει δυστυχώς εξωπραγματικό.

Αν χρειάζεται λοιπόν υπέρβαση, αυτή θα επιτευχθεί με πολιτικές που θα ενισχύουν την ελευθερία στο εσωτερικό των μειονοτικών κοινοτήτων και τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ρητορεία της αποτυχίας του πολυπολιτισμού σκοπεύει σε ενίσχυση των διακρίσεων και των ανισοτήτων, όχι μόνο απέναντι σε μεταναστευτικές ή μειονοτικές ομάδες αλλά στο σύνολο της κοινωνίας.

Τέλος, ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε μια πολιτική πολυπολιτισμού. Συρόμαστε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από το άρμα του μονοπολιτισμού και της δυσανεξίας. Αλλά εκείνο που διακυβεύεται κατά βάθος είναι πώς μια κοινωνία μπορεί να ζει ειρηνικά και πώς σε δύσκολες περιόδους, όπως αυτή της οικονομικής κρίσης που διανύουμε, δεν θα διαλυθούν οι δεσμοί της και δεν θα στραφούν όλοι εναντίον όλων. Αλλωστε στις συνθήκες αυτές οι πολιτισμικές διαφορές πολλαπλασιάζονται και υπερβαίνουν εκείνες ανάμεσα σε δικούς και ξένους.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Νέες Εποχές
Απέτυχε η πολυπολιτισμικότητα;

Γκέτο, περιχαράκωση ή συνύπαρξη;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παγκόσμια κρίση εντείνει την αντιπαράθεση μεταξύ γηγενών και μεταναστευτικών ομάδων σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο μετανάστης, κυρίως στο φαντασιακό των λαϊκών στρωμάτων αλλά όχι μόνο, γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος. Ευθύνεται για την υψηλή ανεργία, για την επιδείνωση των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους, για την άνοδο της εγκληματικότητας κτλ. Με αυτόν τον τρόπο τα θετικά αποτελέσματα της μετανάστευσης αγνοούνται και ο ιδεολογικός λόγος της άκρας Δεξιάς μεταφέρει το βάρος της ευθύνης για τη σημερινή δυσπραγία από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό στην πολυπολιτισμικότητα, στην εξάλειψη της ομογενοποιημένης εθνικής κουλτούρας. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, η πολυπολιτισμικότητα όχι μόνο δεν θα εξαφανιστεί αλλά σίγουρα θα ενταθεί στα χρόνια που έρχονται. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για αυτό.
  • Παγκοσμιοποίηση
Σε έναν κόσμο όπου η αλληλεξάρτηση όλων των χωρών του πλανήτη αυξάνεται γεωμετρικά και όπου πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποσιτίζονται είναι αδύνατον ο Βορράς να αναχαιτίσει το ρεύμα των πολιτικά κατατρεγμένων και πεινασμένων του Νότου- ανθρώπων που προσπαθούν να αποφύγουν την απόλυτη εξαθλίωση, διεισδύοντας στο Club των πλουσίων. Ακόμη και η πιο αυστηρή περιφρούρηση των συνόρων δεν μπορεί να σταματήσει τις μεταναστευτικές ροές από τον τρίτο στον πρώτο κόσμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι πλούσιες χώρες αντιμετωπίζουν το εξής δίλημμα: είτε να καταλύσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες και να επιβάλουν ημιαστυνομικά καθεστώτα είτε να δεχθούν την, μέσα σε λογικά όρια, εντεινόμενη πολυπολιτισμικότητα ως μια αναπόφευκτη κατάσταση που από τη μια μεριά δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, αλλά από την άλλη, όταν αντιμετωπίζεται με έναν δημοκρατικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο, συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία, στην κοινωνία και στον πολιτισμό μιας χώρας.

Ενας δεύτερος λόγος για τον οποίον η πολυπολιτισμικότητα δεν μπορεί να εξαλειφθεί ή να περιθωριοποιηθεί είναι πως έχει γερές ρίζες (και λόγω της αποικιοκρατίας και λόγω της ανάγκης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών από φθηνή εργασία- κυρίως στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο). Στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού η άνοδος του σοβινιστικού εθνικισμού και η ιδέα πως το έθνος-κράτος πρέπει να έχει μία γλώσσα, μία θρησκεία και μία κουλτούρα οδήγησε στη βίαιη «ομογενοποίηση» του πληθυσμού. Οδήγησε σε πρακτικές που κυμαίνονταν από τη συστηματική εξαφάνιση της κουλτούρας των μειονοτήτων ως τη μαζική εξόντωση πληθυσμών (π.χ. η γενοκτονία των Αρμενίων στην Τουρκία). Αυτού του είδους η βάρβαρη ομογενοποίηση δεν είναι δυνατή σήμερα στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να μη γίνονται σεβαστά παντού (π.χ. Ιράκ), αλλά τα προγράμματα των ρατσιστών και των εθνοκαπήλων για «εθνική κάθαρση» αποτελούν φαντασιώσεις. Με βάση τα παραπάνω το βασικό πρόβλημα δεν είναι αν η πολυπολιτισμικότητα θα εξαφανιστεί ή περιθωριοποιηθεί. Το βασικό πρόβλημα είναι τι μορφές θα πάρει στο μέλλον.

  • Τρεις μορφές
Μια πρώτη μορφή είναι αυτή της πολιτισμικής γκετοποίησης. Σε αυτήν την περίπτωση η μειονότητα περιχαρακώνεται, κλείνεται στον εαυτό της, είτε λόγω εξωτερικών πιέσεων (π.χ. εχθρι κή στάση του γηγενούς πληθυσμού, περιθωριοποίηση μέσω των μηχανισμών της αγοράς ή του κράτους) είτε λόγω επιλογής (π.χ. εθνοθρησκευτικές μειονότητες που θέλουν να αποφύγουν τα «ελευθέρια», κοσμικά, δυτικά ήθη).

Ενας δεύτερος τύπος πολυπολιτισμικότητας χαρακτηρίζεται από την καταπιεστική στρατηγική μιας κυβέρνησης που προσπαθεί να εμποδίσει την αναπαραγωγή της μειονοτικής κουλτούρας (π.χ. η κατάσταση των Κούρδων, κυρίως πριν από τη διακυβέρνηση Ερντογάν). Μια ηπιότερη μορφή πολιτισμικής καταπίεσης μπορεί να αποσκοπεί όχι στην εξάλειψη της μειονοτικής κουλτούρας αλλά στην κατάργηση συγκεκριμένων πολιτιστικών δικαιωμάτων (π.χ. το δικαίωμα του εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη ή το δικαίωμα της χρήσης της ισλαμικής μαντίλας στη Γαλλία).

Μια τρίτη μορφή πολυπολιτισμικότητας θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει πολυλογική ή, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Χάμπερμας, «επικοινωνιακή». Η πολυπολιτισμικότητα που έχει μια επικοινωνιακή/πολυλογική βάση σέβεται την αυτονομία και την εσωτερική λογική των επί μέρους πολιτισμικών παραδόσεων, επιμένοντας παράλληλα να χτίζει αμφίδρομες γέφυρες μεταξύ τους, δηλαδή να διαμορφώνει μια lingua franca, με τη βοήθεια της οποίας κάθε πολιτισμική λογική θα μπορεί να «μεταφράζεται» και να επικοινωνεί με τις υπόλοιπες.

  • Οι περιορισμοί

Μια τέτοια lingua franca θα πρέπει να βασίζεται όχι μόνο στην αρχή του αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων αλλά και στην επίγνωση ότι η ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη διαφορετικών παραδόσεων συνεπάγεται και ορισμένους περιορισμούς στην πολιτισμική αυτονομία. Σε μια δημοκρατικά διοικούμενη πολυπολιτισμική κοινωνία, η πολιτισμική αυτονομία περιορίζεται από δύο παράγοντες. Πρώτον, από τις δημοκρατικές εκείνες αξίες που κάνουν κατ΄ αρχήν εφικτό τον πολιτισμικό πλουραλισμό και, δεύτερον, από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία αν και θεσμοθετήθηκαν σε μαζική κλίμακα, πρώτη φορά στη Δύση, έχουν αποκτήσει σήμερα διαπολιτισμικό, οικουμενικό χαρακτήρα. Αυτό που θέλω να πω με το παραπάνω είναι ότι ο σεβασμός για την αυτονομία μειονοτικών πολιτισμικών παραδόσεων δεν μπορεί να εκτείνεται ως την ανοχή, για παράδειγμα, της απόλυτης ανδροκρατίας μέσα στην οικογένεια, την κλειτοριδεκτομή, τη θρησκευτική παρότρυνση σε τρομοκρατικές πράξεις κτλ.

Οι τρεις αυτέςμορφές πολυπολιτισμικότητας αποτελούν «ιδεώδεις τύπους», με την έννοια ότι δεν υφίστανται στην απόλυτα καθαρή εκδοχή τους. Οι υπαρκτές καταστάσεις αποτελούν μείγματα στοιχείων που προέρχονται και από την γκετοποιημένη, και την καταπιεστική και την επικοινωνιακή πολυπολιτισμικότητα- μείγματα μέσα στα οποία, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ένα από τα στοιχεία είναι κυρίαρχο. Με βάση αυτή τη διαπίστωση νομίζω ότι η κυριαρχία της επικοινωνιακής πολυπολιτισμικότητας που συνάδει με τη λογική των δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, πολύ δύσκολο να επιτευχθεί κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Η νεοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων σαφώς ευνοεί την παραπέρα ανάπτυξη ενός μείγματος γκετοποιημένης και καταπιεστικής πολυπολιτισμικότητας.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSΕ.
 Νέες Εποχές
Απέτυχε η πολυπολιτισμικότητα;

Απέτυχε η πολυπολιτισμικότητα;

Η καγκελάριος της Γερμανίας κυρία Ανγκελα Μέρκελ, με τη δήλωσή της περί «αποτυχίας του πολυπολιτισμικού, ευρωπαϊκού μοντέλου», είναι η τελευταία, χρονικά, ηγέτις κράτους που υιοθετεί αυτή την άποψη μετά τον γάλλο πρόεδρο κ. Νικολά Σαρκοζί και τον ιταλό πρωθυπουργό κ. Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Τι συμβαίνει, λοιπόν, στη Γηραιά Ηπειρο; Η ρητορεία της αποτυχίας του πολυπολιτισμού σκοπεύει σε ενίσχυση των διακρίσεων και των ανισοτήτων μόνο απέναντι σε μεταναστευτικές ή μειονοτικές ομάδες ή και στο σύνολο της κοινωνίας; Η άνοδος της ξενόφοβης Ακροδεξιάς στη Δανία, στην Ουγγαρία, στην Ολλανδία και στη Σουηδία, το πογκρόμ κατά των κατά τα άλλα πολύ τιμων, λόγω φθηνής και ανασφάλιστης εργασίας, αλλοδαπών, η γκετοποίηση, η φοβικότητα, η διάρρηξη, ακόμη και σε παραδοσιακά ανοικτές και ανεκτικές κοινωνίες, του ιστού προστασίας και των εστιών διαλόγου ανάμεσα στις διαφορετικές κοινότητες είναι το μέλλον της Ευρώπης ή μπορούμε να κάνουμε την υπέρβαση;

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artId=362865&dt=24/10/2010#ixzz13KuLHIYP

Η Ευρώπη στην εποχή του «σώφρονος» ρατσισμού

Κερδίζουν έδαφος αντιμεταναστευτικά λαϊκιστικά κόμματα, στα άκρα των οποίων παρεπιδημούν ανοιχτά νεοφασιστικές ομάδες
The Guardian
Οι πρόσφατες απελάσεις Ρομά (τσιγγάνων) από τη Γαλλία προκάλεσαν διαμαρτυρίες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά οι απελάσεις συνεχίστηκαν, καθώς αποτελούν την κορυφή ενός πολύ μεγαλύτερου παγόβουνου που πλέει στα νερά της ευρωπαϊκής πολιτικής
Τον περασμένο μήνα, στη Γερμανία προξένησε σάλο το βιβλίο του Τίλο Ζαρατσίν, στελέχους της κεντρικής τράπεζας ο οποίος κινείται στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Ο Ζαρατσίν υποστήριξε ότι η εθνική υπόσταση της Γερμανίας απειλείται επειδή υπερβολικά μεγάλος αριθμός μεταναστών διατηρεί την πολιτιστική του ταυτότητα. Ενώ το βιβλίο συνάντησε πάνδημη καταδίκη, η τεράστια επιρροή του δείχνει ότι κάποιους έχει συγκινήσει.
Τέτοιου είδους περιστατικά εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο αναδιάταξης των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Μέχρι πρόσφατα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κυριαρχούσαν δύο μεγάλες παρατάξεις, η δεξιά (χριστιανοδημοκρατική, φιλελεύθερη - συντηρητική, λαϊκή), η αριστερά (σοσιαλιστική, σοσιαλδημοκρατική), ενώ τα μικρότερα κόμματα (οικολόγοι, κομμουνιστές) εξυπηρετούσαν μικρότερη εκλογική πελατεία
Ομως μια διαφορετική πολικότητα αναδύεται. Από τη μία πλευρά ένα κεντρώο κόμμα που υποστηρίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό και το οποίο συνήθως έχει φιλελεύθερες απόψεις στα κοινωνικά θέματα και από την άλλη, ένα ισχυρό αντιμεταναστευτικό λαϊκιστικό κόμμα, στα άκρα του οποίου παρεπιδημούν ανοιχτά ρατσιστικές νεοφασιστικές ομάδες.
Το οικονομικό περιβάλλον (έπειτα από δεκαετίες ελπίδων που τροφοδοτούνταν από το κράτος πρόνοιας, εισερχόμαστε σε μια οικονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στην οποία τα μέτρα λιτότητας μετατρέπονται από προσωρινά σε μόνιμα) παίζει μεγάλο  Φυσικά, οι προοδευτικοί σοκάρονται ακούγοντας τον λόγο του λαϊκιστικού ρατσισμού. Oμως, έχουν την ίδια ανάγκη με όσους αντιτίθενται στη μετανάστευση να κρατούν τους άλλους σε ασφαλείς αποστάσεις.
Αυτός ο μηχανισμός περιγράφηκε το 1938 από τον Γάλλο φασίστα διανοούμενο Ρομπέρ Μπραζιλάχ, που αυτοχαρακτηριζόταν «μετριοπαθής» αντισημίτης. «Επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να θαυμάζουν τον Τσάρλι Τσάπλιν, που είναι μισός Εβραίος. Δεν θέλουμε να σκοτώσουμε κανένα, δεν θέλουμε να οργανώσουμε κανένα πογκρόμ. Αλλά νομίζουμε ότι ο καλύτερος τρόπος να εμποδίσουμε τις πάντοτε απρόβλεπτες ενέργειες του ενστικτώδους αντισημιτισμού είναι να οργανώσουμε ένα σώφρονα αντισημιτισμό».
Με την ίδια λογική δεν αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις μας την «απειλή των μεταναστών;» Αφού απορρίψουν τον χύδην λαϊκιστικό ρατσισμό ως «παράλογο» και απαράδεκτο για τα δημοκρατικά μας πρότυπα, υιοθετούν «σώφρονα» ρατσιστικά μέτρα. Σαν άλλοι Μπραζιλάχ, οι σημερινοί σοσιαλδημοκράτες μας λένε: «Επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να καλωσορίζουν Αφρικανούς αθλητές, Aσιάτες γιατρούς και Ινδούς προγραμματιστές. Δεν θέλουμε να σκοτώσουμε κανένα, δεν θέλουμε να οργανώσουμε κανένα πογκρόμ. Αλλά νομίζουμε ότι ο καλύτερος τρόπος να εμποδίσουμε τις πάντοτε απρόβλεπτες βίαιες αντιμεταναστευτικές ενέργειες είναι να υιοθετήσουμε εύλογα αντιμεταναστευτικά μέτρα».
Περνάμε από την καθαρή βαρβαρότητα στη βαρβαρότητα με ανθρώπινο πρόσωπο. Επιστρέφουμε από τη χριστιανική αγάπη του άλλου στην παγανιστική προτίμηση της δικής μας φυλής αντί των Βαρβάρων. Ακόμη κι αν αυτό παρουσιάζεται ως υπεράσπιση των χριστιανικών αξιών, είναι από μόνο του η μεγαλύτερη απειλή για την κληρονομιά του χριστιανισμού.
  • Αντιμεταναστευτική στροφή στη Γερμανία
Στην ομιλία του για την επέτειο της γερμανικής ενοποίησης, στις 3 Οκτωβρίου, ο Γερμανός πρόεδρος Κρίστιαν Βουλφ είχε παρέμβει στη διαμάχη περί μετανάστευσης, τονίζοντας ότι το Ισλάμ έχει θέση στη Γερμανία, όπως έχει και ο χριστιανισμός και ο ιουδαϊσμός. Κατά την επίσκεψή του στην Τουρκία την εβδομάδα που πέρασε, ο Βουλφ αντέστρεψε τη δήλωση, ζητώντας από τις τουρκικές αρχές να άρουν τους περιορισμούς στην άσκηση της χριστιανικής λατρείας. «Θα ήταν υπέροχο να μπορούν όλοι να τελέσουν τη θεία λειτουργία χωρίς να ζητούν πρώτα άδεια», είπε ο Γερμανός πρόεδρος.
Στη Γερμανία, το Αμβούργο θα γίνει σύντομα το πρώτο κρατίδιο το οποίο θα αντιμετωπίζει τις χριστιανικές, μουσουλμανικές και εβραϊκές κοινότητες με τον ίδιο τρόπο όταν εξετάζει αιτήσεις για λειτουργία χώρων λατρείας και κοιμητηρίων. Τον τελευταίο καιρό γίνονται πολλές συζητήσεις για τους μουσουλμάνους, που είναι 2,5 εκατ. από τα 82 εκατ. του πληθυσμού της Γερμανίας. Η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ, η οποία «βάλλεται» από τις δημοσκοπήσεις και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να αντικατασταθεί στην καγκελαρία από τον υπουργό Οικονομικών Τέοντορ τσου Γκούτεμπεργκ, προχώρησε την περασμένη Κυριακή σε αντιμεταναστευτική στροφή, δηλώνοντας ότι «η πολυπολιτισμική προσέγγιση στη Γερμανία έχει αποτύχει παταγωδώς».

Κυνηγήστε τους στόχους με όποιες θυσίες...

  • Συνομιλία με τη διάσημη Γαλλοαργεντινή ψυχαναλύτρια Μαντλέν Μπαρανζέ
  • Συνέντευξη στον Ηλια Mαγκλινη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 24 Oκτωβρίου 2010
Ο ψυχαναλυτής, λένε, είναι ένας φίλος που δεν σ’ αγαπάει. Οποιος έχει ξαπλώσει στο ντιβάνι ή έχει καθίσει στην πολυθρόνα της ανάλυσης, κατανοεί την ουσία αυτού του παράδοξου: αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να φλυαρήσει, να εξομολογηθεί εκ βαθέων, να βρίσει, να κλάψει, να γελάσει μέχρις δακρύων ή να σωπαίνει επί σαράντα πέντε συνεχή λεπτά σε έναν άνθρωπο που δεν πρόκειται ποτέ να σου πει «όλα θα πάνε καλά» και θα σου κάνει πατ-πατ στην πλάτη (πληρώνοντας από πάνω κι ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό).
Ομως είναι ο «άνθρωπός σου» και αυτό ακριβώς χρειάζεσαι όταν παίρνεις τη μεγάλη απόφαση: όχι ενθάρρυνση ή συμβουλές, αλλά ένα ανθρώπινο GPS που σου δείχνει τον δρόμο, αλλά τη διαδρομή την κάνεις ουσιαστικά ολομόναχος. Οταν λοιπόν ζητήσαμε γραπτώς από τη Μαντλέν Μπαρενζέ να μας πει τι θα συμβούλευε κάποιον που επιθυμεί να ξεκινήσει ψυχανάλυση, αποκρίθηκε: «Θα τον συμβούλευα να κάνει ό, τι περνάει από το χέρι του για να πραγματοποιήσει τον στόχο του, ακόμη κι αν αυτό απαιτεί θυσίες».
«Εκνευριστική» απόκριση μιας τυπικής ψυχαναλύτριας: έμφαση στις θυσίες, στο τίμημα, στο κόστος, υλικό και συναισθηματικό, που περιλαμβάνει αυτό το μεγάλο, απρόβλεπτο ταξίδι. Και, σημειωτέον, η Μ. Μπαρανζέ μόνο τυχαία περίπτωση δεν είναι. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, απολαμβάνει βαθιάς εκτίμησης στη διεθνή ψυχαναλυτική σφαίρα. Γαλλίδα που έζησε και εργάστηκε στην Αργεντινή, η Μ. Μπαρανζέ έχει διαπρέψει τόσο ως ψυχαναλύτρια όσο και ως θεωρητικός. Μαζί με τον σύζυγό της, Βίλι Μπαρανζέ, έχει γράψει εκτενώς για το ιδιαίτερα δυναμικό πεδίο που δημιουργείται μέσα από τη διαπλοκή αναλυτή - αναλυόμενου.
Η μακροχρόνια ενασχόληση με την ψυχανάλυση ξεκίνησε για τη Μαντλέν και τον Βίλι Μπαρανζέ στην Αργεντινή, σημείο αφετηρίας τους όμως ήταν η πατρίδα τους, η Γαλλία, την οποία άφησαν για χάρη της λατινοαμερικανικής χώρας. «Εγκαταλείψαμε τη Γαλλία το 1946, όταν ο πόλεμος είχε πια τελειώσει», μας εξομολογήθηκε η Μ. Μπαρανζέ γραπτώς. «Αναμφισβήτητα, όλη εκείνη η περίοδος ήταν άκρως τραυματική για όλους όσοι τη ζήσαμε. Κυριαρχούσε μια έντονη συλλογική ανησυχία, αγωνία θα έλεγα, εξαιτίας της γερμανικής κατοχής. Το ζήσαμε, λοιπόν, όλο αυτό και μετά αποφασίσαμε με τον σύζυγό μου να εγκαταλείψουμε τη Γαλλία. Θέλω όμως να διευκρινίσω ότι δεν επρόκειτο περί απόδρασης – η Κατοχή είχε τερματιστεί. Ηταν όμως μια συνειδητή, από κοινού απόφαση να φύγουμε προκειμένου να γνωρίσουμε άλλες χώρες, άλλους πολιτισμούς, αρχικά ως απεσταλμένοι της γαλλικής κυβέρνησης σε πανεπιστημιακή αποστολή».
Η Μ. Μπαρανζέ ενηλικιώθηκε σε μια εποχή κατά την οποία η ψυχανάλυση ήταν κάτι νέο και επαναστατικό, ακόμα και τολμηρό. «Αρχικά, δεν είχα σκεφτεί να ασχοληθώ με την ψυχανάλυση, πόσω μάλλον να γίνω ψυχαναλύτρια. Ωστόσο, γνώριζα στο βάθος ότι με το που θα μου δινόταν η ευκαιρία, θα έκανα εγώ η ίδια ψυχανάλυση διότι δεν αισθανόμουν καθόλου καλά. Σε αντίθεσή με τον σύζυγό μου, ο οποίος είχε αποφασίσει από νωρίς ότι θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την ψυχανάλυση, δεν είχα καμία πρόθεση να πράξω το ίδιο. Ευτυχώς όμως, η προσαρμογή μας στην Αργεντινή ήταν μια πολύ εύκολη και ανώδυνη υπόθεση, διότι αμέσως τύχαμε ιδιαίτερα θερμής υποδοχής, κυρίως από την ψυχαναλυτική κοινότητα».
  • «Δεν αγχώνομαι»
Δεν είναι λίγοι οι ψυχαναλυτές σήμερα που αδυνατούν να εξηγήσουν επαρκώς γιατί η Αργεντινή υπήρξε μεταπολεμικά ένα τόσο εύφορο έδαφος για να ασχοληθεί κανείς με την ψυχανάλυση. Η αλήθεια όμως είναι ότι είχε ήδη δημιουργηθεί μια πολύ δραστήρια κοινότητα και υπό αυτή την έννοια, το ζεύγος Μπαρανζέ βρέθηκε στον ιδανικό τόπο τον κατάλληλο χρόνο. «Οταν φτάσαμε στην Αργεντινή δεν γνωρίζαμε καν τη γλώσσα, αλλά, ευτυχώς, όλοι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι με τη γαλλική κουλτούρα», τονίζει η Μ. Μπαρανζέ, η οποία προσθέτει βέβαια ότι δεν ήταν πάντα ρόδινα τα πράγματα. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, εξάλλου, η Αργεντινή πέρασε μιαν οξύτατη οικονομική κρίση. Αλλά η γηραιά πλην όμως δραστήρια ψυχαναλύτρια δεν δείχνει να πτοείται. «Από τότε που γεννήθηκα, ακούω συνεχώς να μιλούν για κρίσεις, συνεπώς προσπαθώ να προσαρμόζομαι στις συνθήκες και να μην αγχώνομαι με οικονομικά ζητήματα».
Οταν την πληροφορώ ότι μετά την έλευση της δικής μας οικονομικής κρίσης, οι μόνοι που δεν έχουν παράπονο είναι οι ψυχαναλυτές –δεδομένου ότι η κρίση φέρνει υπαρξιακά και άλλα άγχη– δεν ξαφνιάζεται. «Πολλοί θα ήθελαν να είχαν κάνει ψυχανάλυση τότε και στην Αργεντινή», υπογραμμίζει, «αλλά, όπως καταλαβαίνετε, δεν είχαν τα χρήματα για να το κάνουν».
  • «Η ψυχανάλυση είναι σήμερα ολοζώντανη»
Αραγε, η Μαντλέν Μπαρανζέ πιστεύει ότι η ψυχανάλυση έχει ακόμα μέλλον;
«Πιστεύω ότι η ψυχανάλυση έχει μέλλον και ο χρόνος θα μας δείξει ποιο είναι αυτό. Αναλογιστείτε ότι η ψυχανάλυση έχει ήδη αποδείξει ότι μπόρεσε να εξελιχθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Τα πράγματα γίνονται με φυσικό τρόπο. Κάτι που δεν εξελίσσεται είναι νεκρό και η ψυχανάλυση είναι ολοζώντανη».
– Το θεωρητικό σας έργο πάνω στην ψυχανάλυση συναντά την αποδοχή πολύ μεγάλου μέρους της ψυχαναλυτικής κοινότητας. Πώς θα το συνοψίζατε;
– Κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ για να εμβαθύνω στην κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού, ανεξαρτήτως θεραπευτικών αποτελεσμάτων. Ο στόχος είναι να υπάρξει καλύτερη γνώση του ανθρώπινου ψυχισμού. Το να σκέφτεσαι τα αποτελέσματα ως αυτοσκοπό μπορεί να είναι εξαιρετικά επιβλαβές στην ψυχανάλυση.
– Μετά τον Φρόιντ υπήρξαν μεγάλοι ψυχαναλυτές; Το έργο τους μετέβαλε δραστικά ή απλώς συμπλήρωσε τις φροϊδικές προτάσεις;
– Η λίστα με τους σπουδαίους ψυχαναλυτές είναι τεράστια και αναφύονται συνεχώς καινούργιες ψυχαναλυτικές θεωρίες, που εξελίσσουν τις ιδέες του Φρόιντ.
  • Στη χώρα μας
Η Μαντλέν Μπαρανζέ (Madeleine Baranger) χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στο διεθνές πεδίο της ψυχανάλυσης και θεωρείται από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του χώρου στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη. Εχει τη φήμη της ειδικού στον τομέα της επιστημονικής έρευνας, αλλά και σ’ εκείνον της πρακτικής. Εχοντας ως βάση την πλούσια κλινική εμπειρία της με ασθενείς, η Μ. Μπαρανζέ συνεχίζει να συνεισφέρει στη θεωρία της ψυχανάλυσης, κυρίως του αναλυτικού πεδίου, την οποία ανέπτυξε μαζί με τον σύζυγό της Βίλι Μπαρανζέ, κομβικής σημασίας στον κλάδο. Η Μαντλέν Μπαρανζέ είναι εγκατεστημένη από το 1946 στο Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής και ήρθε στη χώρα μας με την ευκαιρία του 16ου Διεθνούς Συνεδρίου Ψυχανάλυσης.Το συνέδριο διοργανώθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ψυχαναλυτικών Εταιρειών (IFPS), με την οργανωτική και επιστημονική ευθύνη της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας. Φιλοξένησε περισσότερες από 150 ανακοινώσεις ψυχαναλυτών απ’ όλο τον κόσμο.

Η συλλογική ευθύνη στον κόσμο της οικονομίας

Οι κοινότητες ως συντελεστής διαιώνισης της κατάκτησης με όργανο τις φορολογικές λειτουργίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
  • Του Σπ. Ι. Ασδραχα*, Η Καθημερινή, Kυριακή, 24 Oκτωβρίου 2010
Ο κόσμος της οικονομίας, ορισμένες όψεις της οποίας προσπάθησα να περιγράψω στα δύο τελευταία σημειώματα, έχει ισχυρή θεσμική πλαισίωση και κανόνες που ρυθμίζουν τους τομείς της δραστηριότητάς της. Προεξάρχοντα ρόλο διαδραματίζει η συλλογική ευθύνη. Ακόμη και η ατομική ευθύνη εντάσσεται σε ένα σύστημα αλληλεγγυοτήτων, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ευθύνη απολύτως προσωπική. Οι συλλογικότητες έχουν φυσικά μια εδαφικότητα, μορφώνονται στον χώρο. Είναι ένας χώρος μεταβλητός που αντιστοιχεί στις διοικητικές και δημοσιονομικές ενότητες των απέραντων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακραίο παράδειγμα τα όρια των χωριών που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο της διακίνησης με την οδοφυλακή, τα ντερβενοχώρια όπως ονομάστηκαν και κάποτε μετέπεσαν σε τοπωνύμια. Τα όριά τους; Ως εκεί που φτάνει η φωνή, διαβάζουμε στα συναφή τεκμήρια.
Θα ήταν μακρός και άχαρος για τον αναγνώστη ο κατάλογος των περιπτώσεων όπου ισχύει η συλλογική ευθύνη. Θα μορφολογήσω λίγα παραδείγματα. Ανάμεσα στους φόρους που βάρυναν τους αγροτικούς πληθυσμούς ήταν κι εκείνος που κατέβαλλε το αργό ζευγάρι γης. Προφανώς δεν τον κατέβαλλε ο φευγάτος καλλιεργητής, αλλά η κοινότητα στην οποία ανήκε. Η τελευταία μάλιστα είχε το δικαίωμα να εκποιεί το εγκαταλελειμμένο αγρόκτημα - την «μπάστινα», σλαβικός όρος που απαντά, ωστόσο, και στον Πόντο. Η κοινότητα, αλλοιώς το Κοινόν, είναι ο τυπικός θεσμός που εδράζεται στη συλλογική ευθύνη. Είναι θεσμός παλαιότερος από την εποχή που διαθέτουμε ρητά τεκμήρια γι' αυτόν, κυρίως τον 18ο αιώνα. Αλλοι φόροι (ορθότερα δικαιώματα), μολονότι φαίνονται ως προσωπικοί, επιβάλλονται στον πληθυσμό του χωριού και αυτός πρέπει να τους αποπληρώσει: δικαιώματα, λόγου χάρη, γάμου, δικαιώματα για τη διάπραξη εγκλημάτων ή αδικημάτων και άλλα παρόμοια δικαιώματα, όπως η χορτονομή. Και αυτός ο πληθυσμός των μικρών εδαφικών ενοτήτων, έπρεπε να έχει την εκπροσώπησή του.
Ο όρος «πρωτόγερος» περνά πρώιμα στην οθωμανική ορολογία. Υπήρχαν οι ομόλογοί τους πριν από την κατάκτηση, όπως και η συλλογική ευθύνη για την καταβολή των δικαιωμάτων, με κατ' εξοχήν παράδειγμα το βυζαντινό «αλληλέγγυον», σύμφωνα με το οποίο όσοι είχαν φοροδοτική ικανότητα, οι «δυνατοί», υποχρεούνταν να καταβάλλουν τον φόρο όσων δεν είχαν αυτή την ικανότητα. Δεν ανήκω σ' εκείνους που θεωρούν ότι το αλληλέγγυο ήταν ένα αντιπλουταρχικό μέτρο. Αλλά ας μην πελαγοδρομούμε.
Ας υπενθυμίσουμε ότι για να στερεωθεί μια κατάκτηση, θα πρέπει οι κατακτημένοι να έχουν ήδη μια πλαισίωση, να αποτελούν μια κοινωνία, μια συγκροτημένη συλλογικότητα, όχι υποχρεωτικά ενιαία, αλλά τουλάχιστον πολυκυτταρική. Ακραίο παράδειγμα οι φερέοικοι νομάδες κτηνοτρόφοι, τσιγκάνοι, γιουρούκοι.
Το χαρακτηριστικό της οθωμανικής κατάκτησης συνίσταται στο γεγονός ότι μια κοινωνία επικάθεται σε μιαν άλλη. Μολονότι η κατακτητική κοινωνία έχει λειτουργική διαστρωμάτωση, ωστόσο στο σύνολό της είναι ενιαία, είναι ο κόσμος του Ισλάμ. Οι κατακτημένοι έχουν επίσης τη δική τους διαστρωμάτωση και στο πλαίσιό της πλέκεται η συλλογική ευθύνη.
Ενα από τα πλείστα παραδείγματα, οι συλλογικοί εγγυητές, οι «μπελί κεφίληδες», σύμφωνα με την οθωμανική φορολογία: τυχαίνει, λόγου χάρη, κάθε άτομο χωριστά σε ένα χωριό να οφείλει ένα δάνειο, ανισόποσο από ατομική σε ατομική περίπτωση. Ολοι όμως οι οφειλέτες είναι αλληλέγγυοι ως την αποπληρωμή του δανείου. Οι ίδιες αλληλεγγυότητες ίσχυαν και σε εμπορικές επιχειρήσεις, όταν μάλιστα ανταποκρίνονταν σε κρατική εντολή, όπως λόγου χάρη εκείνες που υπηρετούσαν τον εφοδιασμό της πρωτεύουσας με σιτηρά. Μια τυπολογική προσέγγιση θα μιλούσε για πρόδρομες μορφές μεταγενέστερων εταιρικών σχέσεων, αλλά η προσέγγιση αυτή θα προσέκρουε στη χρονικότητα των οικονομικών θεσμών: οι τελευταίοι ανασηματοδοτούνται και διαφοροποιούνται κατά τη μετάβαση από το ένα οικονομικό σύστημα στο άλλο.
Οι εταιρικές σχέσεις και οι αμοιβαιότητες τις οποίες συνεπάγονται δεν είναι άμοιρες της διαφορετικής κοινωνικής ισχύος των συμβαλλομένων. Οταν ένας έμπορος συνεταιρίζεται με ένα ισχυρό κοινωνικό άτομο που καταθέτει ένα πραγματικό ή ιδεατό κεφάλαιο στην εταιρεία, καθώς βλέπω να συμβαίνει στο προχωρημένο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, και η επιχείρηση αποβαίνει παθητική, ο έμπορος παραγγέλνει στους κληρονομοδιαδόχους του να μην απαιτήσουν τίποτε από τον κοινωνικά ισχυρό εταίρο: ο «ίσκιος» του μας προστατεύει.
Η συλλογική ευθύνη μπορεί στο εσωτερικό της κοινότητας να κατανέμεται σύμφωνα με το επάγγελμα. Μικρό αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα: στην «ταρίφα», δηλαδή (εδώ) το ποινολόγιο της Μυκόνου του 1647 διαβάζουμε ότι αν δεν βρεθεί εκείνος που έκοψε την ουρά ενός αλόγου και πρέπει να καταβάλει δύο γρόσια, τότε το πρόστιμο αυτό οφείλουν να το πληρώσουν οι ψαράδες. Φαίνεται περίεργο αν δεν ξέρει κανείς ότι από τις αλογότριχες φτειάχνανε πετονιές και φυσικά πετονιές φτειάχναν οι ψαράδες. Multum in parvo.
Ας παραμείνουμε στις κοινότητες. Εχουν εξιδανικευθεί από ορισμένη ιστοριογραφική οπτική και όχι απολύτως άδικα. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος: οι κοινότητες ως συντελεστής της διαιώνισης της κατάκτησης. Και τούτο με όργανο τις φορολογικές λειτουργίες της κοινότητας.
Γιατί η κοινότητα εισπράττει, κατανέμει και κάποτε ενοικιάζει τον επιδικαζόμενο φόρο, για παράδειγμα τη δεκάτη των σιτηρών. Δεν σημαίνει ότι ο απαιτούμενος φόρος συγκεντρώνεται πάντα στο σύνολό του: σ' αυτή την περίπτωση καταφεύγει σε δανεισμό, εσωτερικό και εξωτερικό - και πάλι τίθενται σε ενέργεια οι εσωτερικές αλληλεγγυότητες, στις οποίες συμβαίνει να μετέχουν και οι ξενιτεμένοι. Η κοινότητα κωδικοποιεί επίσης το εθιμικό της δίκαιο που κι αυτό έχει το οικονομικό του έδρασμα: ισομοιρία ή προνόμιο των πρωτοτόκων, αρσενικών και θηλυκών, επιστροφή της προίκας στην οικογένεια της μάνας, όταν δεν υπάρχουν απόγονοι.
Δεν πρόκειται να εξαντλήσω σ' αυτό το σημείωμα την τυπολογία της συλλογικής ευθύνης και του συνδρόμου της, τις αλληλεγγυότητες ή το ενδιαφέρον των πιο ανεπτυγμένων κοινοτήτων για τη διάδοση της παιδείας με τον ευεργετισμό που το συνοδεύει και το εξατομικεύει. Είναι κι αυτός ένας από τους κρίκους της αλυσίδας των καταναγκασμών της φορολογικής λειτουργίας, καταναγκασμών από τους οποίους αναδύεται μια άλλη μορφή ευθύνης, η προσωπική: ευθύνη των οικονομικών ηγεσιών, για τη γενέτειρα, που νωρίς ωστόσο, πριν τη δημιουργία του ελληνικού Κράτους, την υπερβαίνει, για να μεταλλαχθεί σε ευθύνη απέναντι στο ευρύτερο σύνολο που το ονόμαζαν «γένος», το έθνος με άλλα λόγια που μορφώθηκε, διαφοροποιούμενο, σε εθνικό κράτος.

ROBERT ΡΑΧΤΟΝ: «Η κρίση μπορεί να φέρει και το φασισμό»

Αν ο φασισμός ήταν -όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Ρόμπερτ Πάξτον- το ανάχωμα της ιταλικής και γερμανικής άρχουσας τάξης του Μεσοπολέμου στην ολοένα και αυξανόμενη επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών, τότε στην εποχή «του τέλους της Ιστορίας» μάλλον δεν θα πρέπει να ανησυχούμε. Το άρμα της φιλελεύθερης οικονομίας τρέχει ξέφρενα και ο καβαλάρης που κρατάει τα χαλινάρια δεν ανεμίζει κόκκινη παντιέρα. Κανένας φίρερ και κανένας Μουσολίνι δεν χρειάζεται να τον ρίξει απ' τη σέλα. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Μήπως πρέπει να ανησυχούμε; Ναι, μας λέει ο Πάξτον. Οχι απαραίτητα για το αν έρθει ο φασισμός στην εξουσία. Αλλά διότι -όπου ξυπνάνε ο ρατσισμός, ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός- κάποιοι δείχνουν πρόθυμοι να πάρουν μαζί του πρωινό.
 Γυμνά κορμιά για να φαίνεται η ρώμη της «λευκής φυλής» και τα τατουάζ της «πίστης» τους, ξυρισμένα κεφάλια, μια τρέλα στο μάτι για να προκαλεί τρόμο. Απαιτούν την υποταγή του άλλου, του κατώτερου εθνικά και φυλετικά, υποτάσσονται μόνο στον Ηγέτη.
Η κρίση που γνώρισε η Ευρώπη τα πρώτα χρόνια μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και, αργότερα, μετά το οικονομικό κραχ του '29, προετοίμασε το έδαφος για να ριζώσει ο φασισμός. Η συμπτωματολογία εκείνων των κρίσεων θυμίζει πολύ την τωρινή: οικονομική ανασφάλεια, απογοήτευση από τη δημοκρατία, αναζήτηση ταυτότητας. Η κρίση δεν αρκούσε, βέβαια, για να ανθήσει ο φασισμός. Χρειαζόταν επί πλέον μια ηγετική μορφή όπως ο Μουσολίνι ή ο Χίτλερ, με την απαραίτητη φιλοδοξία και τη στρατηγική ικανότητα για την κατάλη- ψη της εξουσίας και, από την άλλη, ένα πολιτικό σύστημα έτοιμο να συμμαχήσει με το φασισμό προκειμένου να αποφύγει τη σοσιαλιστική επανάσταση, που τότε φαινόταν προ των πυλών. Μόνο σε δύο χώρες, την Ιταλία και τη Γερμανία, συνδυάστηκαν όλες μαζί οι προϋποθέσεις και ο φασισμός βρέθηκε στην εξουσία - με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα.
Υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες για να επιστρέψει ο φασισμός; Το ερώτημα μπαίνει επιτακτικά, στο βαθμό που βλέπουμε να επανεμφανίζεται δυναμικά στην Ευρώπη, και βεβαίως στην Ελλάδα, ένας λόγος με χαρακτηριστικά που μοιάζουν πολύ με αυτά του φασι- σμού: εθνικισμός, κατασκευή εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, δυσανεξία προς το διαφορετικό, απαξίωση της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων για χάρη των εννοιών της τιμής, του αίματος, της εθνικής παράδοσης.
Ο Ρόμπερτ Πάξτον, από τους σημαντικότερους ιστορικούς του φασισμού, μας βοηθά να διερευνήσουμε μιαν απάντηση. Για το δοκίμιό του «Η ανατομία του φασισμού» (εκδ. Κέδρος), η βιβλιοπαρουσίαση των «Ν.Υ. Times» έγραψε ότι, αν και «δεν είναι η πιο πρωτότυπη μελέτη στο αντικείμενο», είναι πάντως «τόσο δίκαιη, λεπτομερής και, τελικά, πειστική - που μπορεί κάλλιστα να γίνει η πιο έγκυρη».
Υστερα από μια διεισδυτική αναδρομή στα πέντε στάδια του φασισμού, από τη δημιουργία των πρώτων κινημάτων, την εδραίωσή τους, την κατάληψη της εξουσίας, την άσκηση της εξουσίας και το τέλος τους, ο επίτιμος καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια προτείνει έναν λειτουργικό ορισμό για το φασισμό: «μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μιαν αντισταθμιστική προσήλωση στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και στον εξαγνισμό. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της στάσης, ένα κόμμα μαζικής απήχησης που αποτελείται από αφοσιωμένους εθνικιστές ακτιβιστές, οι οποίοι βρίσκονται σε ταραχώδη αλλά αποτελεσματική συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και, χωρίς ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς, επιδιώκει να πραγματοποιήσει εσωτερικές εκκαθαρίσεις και να επεκταθεί εξωτερικά».
Η απειλή του φασισμού, λοιπόν, συνεχίζει να υπάρχει σήμερα, καταλήγει ο Πάξτον σύμφωνα τον ορισμό του, ακόμα και αν είναι απίθανο να επαναληφθεί με τον ίδιο τρόπο. Το ερώτημα τότε είναι πώς θα τον καταλάβουμε και, κυρίως, πώς θα τον αντιμετωπίσουμε.
Αποτελεί η σημερινή οικονομική κρίση γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν και να αναπτυχθούν φασιστικές ιδέες και πολιτικές;
«Οι φασιστικές ιδέες και τα φασιστικά κινήματα ανθούν σε καταστάσεις κρίσης. Η τωρινή οικονομική ύφεση προκαλεί το φόβο ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν έχουν τη δύναμη να δημιουργούν θέσεις εργασίας και ευημερία και ενθαρρύνει την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Την παρούσα στιγμή, όταν οι αριστερές λύσεις έχουν απαξιωθεί, κερδίζουν έδαφος δεξιές λύσεις κάθε μορφής, ανάμεσα στις οποίες και ο φασισμός».
Βρίσκετε αναλογίες στις πολιτικές του Σαρκοζί και του Γ' Ράιχ απέναντι στους Ρομά;
«Κάθε πολιτική που στιγματίζει μια ομάδα, εφαρμόζοντας μέτρα ομαδικού αποκλεισμού, ακούγεται σαν αντίλαλος των φασιστικών πολιτικών γύρω από την εθνότητα, αν και αυτό δεν σημαίνει πως αυτή η πολιτική συνιστά έναν πλήρως ανεπτυγμένο φασισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο πρόεδρος Σαρκοζί αντιμετωπίζει στα δεξιά του την εκλογική πίεση του Εθνικού Μετώπου του Λεπέν, ο οποίος απειλεί να του πάρει ψηφοφόρους. Προφανώς, ο κ. Σαρκοζί νιώθει ότι η τωρινή πολιτική συγκυρία απαιτεί απ' αυτόν να προσπαθήσει να φανεί πιο σκληρός απέναντι στους μετανάστες και στους μη αφομοιωμένους νεαρούς μετανάστες από ό,τι οι αντίπαλοί του, δεξιοί ή αριστεροί».
Κάποιοι λένε ότι σήμερα τα φασιστικά κινήματα δεν είναι ανησυχητικά, γιατί βρίσκονται μακριά από την εξουσία. Δεν είναι, όμως, από μόνο του ανησυχητικό το ότι έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την πολιτική ατζέντα;
«Αυτό δείχνει η περίπτωση του προέδρου Σαρκοζί. Αν τα φασιστικά κινήματα αρχίσουν να προσελκύουν ψηφοφόρους, κάποια κόμματα ίσως προσπαθήσουν να τα ανταγωνιστούν, υιοθετώντας κάτι από το λόγο και την πολιτική τους. Μ' αυτόν τον τρόπο, νέα και ανερχόμενα φασιστικά κινήματα μπορεί να κατευθύνουν την πολιτική ατζέντα προς τα δικά τους συμφέροντα».
Η αυστηρή αντιμεταναστευτική πολιτική που υιοθετεί σήμερα η Ευρώπη είναι σημάδι ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πιο κοντά στο φασισμό;
«Η σημερινή κρίση είναι όχι μόνον οικονομική, αλλά και υπαρξιακή. Κάποιοι στις δυτικές χώρες ανησυχούν ότι απειλείται η ίδια η ύπαρξη του πολιτισμού τους εξαιτίας της μαζικής μετανάστευσης ανθρώπων από άλλους πολιτισμούς και θρησκείες, οι οποίοι δεν θέλουν να αφομοιωθούν. Ορισμένοι από αυτούς που ανησυχούν φοβούνται ότι η δημοκρατία δεν έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τη μεταναστευτική απειλή με αρκετή αποφασιστικότητα και πυγμή.
»Κάθε κράτος θεσπίζει ρυθμίσεις για την είσοδο των μεταναστών και θέτει προϋποθέσεις για την απόκτηση του δικαιώματος εργασίας και για την πολιτογράφησή τους. Αν αυτά τα μέτρα είναι μετριοπαθή και εφαρμόζονται με ανθρωπιά, δεν αποτελούν από μόνα τους βήμα προς το φασισμό. Αν είναι σκληρά και συνοδεύονται από βία και ρατσιστικές προκαταλήψεις, αποτελούν βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση».
Πολλοί ηγέτες ομάδων που εμπίπτουν στον δικό σας ορισμό του φασισμού αρνούνται κάθε σχέση με το φασισμό. Να τους πιστέψουμε;
«Από το '45 ο όρος "φασίστας" έχει απαξιωθεί εξαιτίας της ελεεινής κατάληξης των Χίτλερ και Μουσολίνι. Στη μεταπολεμική περίοδο, ακόμη και τα κινήματα που προέρχονταν από φασιστικές ρίζες του απώτερου παρελθόντος, όπως το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, έτειναν να αποφεύγουν τον όρο και να τονίζουν τη "μετα-φασιστική" τους φύση. Δεν πρέπει, επομένως, να τους πιστέψουμε».
Πώς μπορούμε τότε να αναγνωρίσουμε τους φασίστες;
«Από τις πράξεις τους: δαιμονοποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, παραμερισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη μάχη κατά των εχθρών, βίαιες πιέσεις για υποταγή, εμπλοκή σε επιθετικούς πολέμους».
Εχουμε την τάση να συνδέουμε τους φασίστες με συγκεκριμένα σύμβολα, τρόπους εμφάνισης και μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις. Αποτελούν αυτά ουσιώδη στοιχεία του φασισμού;
«Δεν νομίζω. Το '50 ο Τζ. Λίνκολν Ρόκγουελ θέλησε να δημιουργήσει ένα κίνημα ναζί στις ΗΠΑ υιοθετώντας όλη τη ναζιστική εμφάνιση, μαζί με τις σβάστικες. Φαινόταν εκτός τόπου και αλλόκοτος. Αλλα ακροδεξιά κινήματα στις ΗΠΑ είχαν την ευφυΐα να υιοθετήσουν μία εμφάνιση που ταιριάζει στις εθνικές παραδόσεις. Τα μελλοντικά κινήματα βίαιου εθνικισμού θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια να φαίνονται εγχώρια και οι μαζικές εκδηλώσεις τους θα μοιάζουν με παραδοσιακές μαζικές εκδηλώσεις».
Ως «φασίστες» έχουν χαρακτηριστεί πολύ διαφορετικοί άνθρωποι και κινήματα, από ισλαμιστικές ομάδες μέχρι τον πρόεδρο Μπους. Εχει πια νόημα ο όρος;
«Από το 1945 ο όρος "φασίστας" έχει γίνει το πιο εμπρηστικό λήμμα του πολιτικού λεξικού. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά και χωρίς διακρίσεις - κι επομένως έχει σχεδόν χάσει το νόημά του στην καθημερινή γλώσσα. Οταν χρησιμοποιείται μ' αυτήν τη χαλαρότητα, σημαίνει απλώς κάποιον που ο ομιλητής αντιπαθεί σφόδρα. Δεν νομίζω, όμως, ότι ο όρος πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η νέα μορφή πολιτικής πρακτικής που εφευρέθηκε από τον Μουσολίνι και οδηγήθηκε στα άκρα από τον Χίτλερ πρέπει να έχει ένα όνομα, και είμαστε καταδικασμένοι να χρησιμοποιούμε το όνομα που του έδωσε ο Μουσολίνι. Πρέπει, όμως, να χρησιμοποιούμε τον όρο με σύνεση και ακρίβεια. Προτιμώ να τον χρησιμοποιώ για κινήματα και ιδέες των οποίων τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά αναλογούν στα κινήματα και τις ιδέες του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Για άλλα είδη κινημάτων ή καθεστώτων πρέπει να χρησιμοποιούμε άλλους όρους: θρησκευτικός φονταμενταλισμός, επιθετική διακυβέρνηση, τρομοκρατικοί πυρήνες...»
Μερικοί δίνουν μεγάλη σημασία στο ψυχολογικό προφίλ του Χίτλερ και άλλων φασιστών ηγετών. Μπορεί η ψυχολογία να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε το φασισμό;
«Δεν νομίζω ότι η ψυχολογία μάς είναι πολύ χρήσιμη αν θέλουμε να εξηγήσουμε τη βία και το μίσος στο πλαίσιο του φασισμού. Από τη μία πλευρά, όσο και να μας φαίνονται σήμερα αλλόκοτοι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, δεν φαίνονταν αλλόκοτοι στους Γερμανούς και τους Ιταλούς εκείνης της εποχής. Επί πλέον, στην αρχή της σταδιοδρομίας τους επέδειξαν συχνά εξαιρετικές κριτικές ικανότητες στην ανάπτυξη της τακτικής και της στρατηγικής τους. Ακόμα και ο Χίτλερ δεν ήταν τρελός. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να ψυχαναλύσουμε τους νεκρούς.
»Το βασικό ερώτημα είναι γιατί οι Ιταλοί και οι Γερμανοί έχασαν τα μυαλά τους μ' αυτούς τους αουτσάιντερ που ήθελαν να κυβερνήσουν τις χώρες τους και γιατί τη δεδομένη ιστορική στιγμή βρήκαν την εθνικιστική βία ελκυστική. Ολες οι ψυχολογικές εξηγήσεις που έχουν δοθεί για τη βία και το μίσος της κοινής γνώμης στην Ιταλία και τη Γερμανία -στερήσεις και απώλειες του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, σεξουαλική καταπίεση- ισχύουν εξίσου και για τους Βρετανούς ή τους Γάλλους».
Αληθεύει ότι ο Χίτλερ ήταν λιγότερο ένας φανατικός ιδεολόγος, όπως τον θεωρούν πολλοί, και περισσότερο ένας τακτικιστής χωρίς ιδεολογικές δεσμεύσεις;
«Η δημόσια εικόνα του Χίτλερ ως φανατικού ιδεολόγου τού ήταν πολύ βολική από δύο πλευρές - εμφανίστηκε ως ο πιο αποφασισμένος οπαδός της επανάκτησης της γερμανικής δύναμης μέσα από την ακύρωση της ειρηνευτικής συνθήκης των Βερσαλλιών και, επίσης, εμφανίστηκε ως ο πιο αποφασιστικός αντίπαλος των κομμουνιστών, που το 1932 βρίσκονταν σε άνοδο, όπως σε άνοδο βρισκόταν και το Ναζιστικό Κόμμα. Γι' αυτό ο Χίτλερ δεν απάλυνε τη δημόσια εικόνα του αδιάλλακτου. Ακόμη κι έτσι, πολλοί συντηρητικοί είχαν τόσο τρομάξει το 1932 από μια επανάληψη της επανάστασης του 1919, που ήθελαν να φέρουν τον Χίτλερ στην κυβέρνηση, παρά τις επιφυλάξεις τους για τη συμπεριφορά ορισμένων οπαδών του.
»Ο Χίτλερ δεν δίσταζε να είναι πραγματιστής αν το απαιτούσαν οι καταστάσεις. Το '36 ανέβαλε το αντισημιτικό πρόγραμμα του καθεστώτος του στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο και κατά καιρούς επέτρεψε σε ορισμένους Εβραίους να γίνουν "επίτιμοι άρειοι". Ο Χίτλερ αποδείχτηκε ικανός πραγματιστής κυρίως σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Ενώ εμφανιζόταν αδιάλλακτος δημοσίως, είχε κρυφές συναντήσεις με επιχειρη- ματικούς και στρατιωτικούς ηγέτες και τους διαβεβαίωσε ότι θα σεβόταν την περιουσία και το κοινωνικό στάτους κβο. Επομένως, έγινε δεκτός από πολλούς συντηρητικούς ως το μικρότερο κακό, αναγκαίο για να κρατηθούν οι κομμουνιστές εκτός εξουσίας.
»Η συμμαχία του Χίτλερ με τους συντηρητικούς και η άρνησή του μιας "καφέ επανάστασης", με την οποία οι ναζί στρατιωτικοί θα δέχονταν προσοδοφόρες θέσεις στις επιχειρήσεις και στο στρατό δεν άρεσε καθόλου σε κάποια μέλη του Ναζιστικού Κόμματος, αλλά ο Χίτλερ συνέτριψε την ανεξαρτησία τους με τη δολοφονία του ηγέτη των Ταγμάτων Εφόδου Ερνεστ Ρομ τη "νύχτα των μεγάλων μαχαιριών", τον Ιούνιο του 1934».
Αναφέρετε στο βιβλίο ότι οι φασίστες αλλάζουν συχνά θέσεις χωρίς να νιώθουν την υποχρέωση να εξηγήσουν τους λόγους. Ποια είναι η διαφορά με τα δημοκρατικά κόμματα που υπόσχονται περισσότερα από αυτά που μπορούν να κάνουν ή με τα κομμουνιστικά καθεστώτα που δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους για ισότητα;
«Πιστεύω ότι υπάρχει μια πραγματική διαφορά. Μπορούμε να την εξηγήσουμε καλύτερα αν εξετάσουμε τον κύκλο ζωής των φασιστικών κινημάτων και κομμάτων. Συνήθως ξεκινούν ως κινήματα διαμαρτυρίας, υιοθετώντας ένα μεγάλο εύρος θεμάτων που ακούγονται αντικαθεστωτικά, ακόμη και επαναστατικά. Αν δεν υπήρχε η εθνικιστική δημαγωγία τους, θα μπορούσε κανείς να τα νομίσει για αριστερά κινήματα. Ακόμη και όταν τα κινήματα ριζώνουν πια ως λειτουργικά κόμματα, εξακολουθούν να ακούγονται αντικαθεστωτικά. Στη συνέχεια, καταλαμβάνουν την εξουσία με τη βοήθεια ενός κατεστημένου που φοβάται τους ακροαριστερούς περισσότερο από τους ακροδεξιούς. Εκεί πια βρίσκουν τρόπους συνύπαρξης με το κατεστημένο, επειδή χρειάζονται το στρατό και τους βιομηχάνους για να προετοιμαστούν για τους επιθετικούς τους πολέμους. Στους απογοητευμένους αρχικούς οπαδούς τους χρυσώνουν το χάπι με όνειρα εθνικής νίκης και κάθαρσης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι αποτελεί μέρος της φύσης της φασιστικής εμπειρίας η υιοθέτηση και στη συνέχεια η προδοσία των κινημάτων διαμαρτυρίας».
Παίρνοντας αφορμή και από τη στάση της άκρας Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς κατά της παγκοσμιοποίησης, ορισμένοι εμφανίζονται να πιστεύουν ότι η άκρα Αριστερά και ο φασισμός έχουν περισσότερα κοι- νά απ' ό,τι παραδέχονται. Εσείς τι πιστεύετε;
«Οταν εξετάσει κανείς τι πραγματικά είπαν και κυρίως τι έκαναν οι φασίστες, αποδεικνύεται ότι ο υποτιθέμενος αντικαπιταλισμός του φασισμού δεν εναντιώνεται καθόλου στον καπιταλισμό, παρά μόνο σε μεγάλα πολυεθνικά συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι σοσιαλιστές δεν είναι αντίθετοι με την παγκοσμιοποίηση των θεσμών απόδοσης δικαιοσύνης ή με το δίκαιο εμπόριο.
»Αλλωστε, ο φασισμός πέτυχε όταν υποσχέθηκε την ήττα μιας Αριστεράς που φαινόταν να βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας. Ο αντισοσιαλισμός και ο αντιφιλελευθερισμός είναι οι λόγοι της ύπαρξής του».
Μερικοί προτιμούν να μιλούν για «ολοκληρωτισμό», περιλαμβάνοντας στον όρο αδιακρίτως και το φασισμό και το σταλινισμό. Είναι σωστή αυτή η προσέγγιση; «Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τον όρο ολοκληρωτισμός επειδή τα μέσα υποταγής που χρησιμοποίησαν ο Χίτλερ και ο Στάλιν μοιάζουν πολύ. Για τα θύματα των δύο καθεστώτων, οι αστυνομικές υπερβάσεις και τα στρατόπεδα φαίνονται ίδια.
»Ομως, αν δει κανείς πιο προσεκτικά τα πράγματα, η έννοια του ολοκληρωτισμού κρύβει περισσότερα από όσα φανερώνει. Οι όροι είναι βάσιμοι όσο μας βοηθούν να καταλάβουμε τον κόσμο. Η έννοια του ολοκληρωτισμού δεν μας λέει τίποτα για το πώς τα φασιστικά κινήματα κατέκτησαν και άσκησαν την εξουσία - σε συμμαχία με τους συντηρητικούς. Αν δει κανείς προσεκτικά τις φασιστικές κυβερνήσεις που προέκυψαν, δεν ήταν μονολιθικές. Ηταν συμμαχίες των παραδοσιακών θεσμών και των ελίτ με τους νέους παράγοντες του φασιστικού κόμματος και με στρα- τιωτικούς που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους - οι φασίστες έτειναν να πάρουν το πάνω χέρι κάτω από την πίεση του ολοκληρωτικού πολέμου.
»Αντίθετα, ο Στάλιν κυβέρνησε μέσα από το κόμμα του, χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει επιχειρηματίες, αριστοκράτες, επαγγελματίες δημόσιους υπαλλήλους, εκκλησίες ή αξιωματικούς με ανεξαρτησία σκέψης.
»Επί πλέον, ο Στάλιν και ο Χίτλερ ήταν κακοί με διαφορετικούς τρόπους. Ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για εκατομμύρια θανάτους που οφείλονταν σ' ένα αλόγιστο οικονομικό πείραμα, σε μετακινήσεις πληθυσμών και στον παρανοϊκό παροξυσμό της μεγάλης εκκαθάρισης. Αλλά οι εκατομμύρια θάνατοι του Χίτλερ προήλθαν αρχικά από τη συνειδητή επιλογή ενός επιθετικού πολέμου και στη συνέχεια από την απόφασή του να εξολοθρεύσει έναν ολόκληρο λαό, μαζί με τα γυναικόπαιδα και τον πολιτισμό του. Το μεγαλύτερο κακό ήταν αυτό που προκάλεσε ο Χίτλερ.
»Τέλος, συγκαλύπτοντας το μερίδιο των συντηρητικών στην επιτυχία του φασισμού, η έννοια του ολοκληρωτισμού χρησιμεύει ως άλλοθι για εκείνους τους συντηρητικούς που συνέδεσαν την τύχη τους με τους φασίστες και σήμερα προσποιούνται ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα εναντίον της ολοκληρωτικής δικτατορίας του Χίτλερ».
Είναι δίκαιο να πούμε ότι το μεγάλο κεφάλαιο, δηλαδή οι επιχειρηματίες και οι ιδιοκτήτες γης, προώθησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το φασισμό, ώστε να πολεμήσουν αυτό που έβλεπαν ως σοσιαλιστική απειλή;
«Κατά τη γνώμη μου, οι επιχειρηματίες και οι ιδιοκτήτες γης στην Ιταλία, τη Γερμανία και αλλού θα προτιμούσαν τη δεκαετία του 1920 να συνεχιστεί το συντηρητικό καθεστώς της εποχής πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό δεν ήταν πια δυνατό μέσα στην αναταραχή που ακολούθησε τον πόλεμο - ιδίως μπροστά στο δεδομένο της Επανάστασης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και της ανόδου του κομμουνισμού στη δυτική Ευρώπη.
»Ηταν αναγκαίο, λοιπόν, να βρεθούν νέες τεχνικές κινητοποίησης της κοινής γνώμης γύρω από τον εθνικισμό, ώστε να απομακρυνθούν από τον κομμουνισμό οι εργάτες της γης και της βιομηχανίας. Επομένως, οι ηγέτες των επιχειρήσεων και της αγροτικής γης δέχτηκαν τελικά τους άξεστους φασίστες ως την καλύτερή τους άμυνα, με κάποια απροθυμία. Δεν προώθησαν το φασισμό, αλλά στο τέλος του έδωσαν κύρος και τον βοήθησαν να έρθει στην εξουσία».
Η γερμανική Αριστερά πώς αντιμετώπισε την άνοδο του ναζισμού;
«Εκανε ένα μοιραίο λάθος. Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές απέτυχαν να υποβαθμίσουν τις διαφορές τους και να συνεργαστούν για την ήττα του Χίτλερ. Οι κομμουνιστές πίστευαν ότι η επανάσταση απείχε μόλις ένα βήμα. Από αυτήν την οπτική, η υπεράσπιση της δημοκρατίας, όπως προσπαθούσαν να κάνουν οι σοσιαλιστές, αποτελούσε προδοσία της εργατικής τάξης - ήταν "σοσιαλφασισμός". Επί πλέον, οι κομμουνιστές πίστευαν ότι αν ο Χίτλερ ερχόταν στην εξουσία, θα ήταν για λίγο και θα επέσπευδε την επανάσταση. Εφτασαν στο σημείο να συνεργαστούν με τους ναζί σε πολλές περιπτώσεις - σε ένα δημοψήφισμα για την ανάκληση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας το '31 και σε μια απεργία στις μεταφορές τον Νοέμβριο του '32. Ο Στάλιν αναγνώρισε αυτό το λάθος όταν άλλαξε πολιτική το 1935 και υποστήριξε ένα λαϊκό μέτωπο όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων της Αριστεράς, του Κέντρου, ακόμη και της μετριοπαθούς Δεξιάς, εναντίον του ναζισμού».
Κάποιοι πιστεύουν ότι ο φασιστικός λόγος πρέπει να απαγορευτεί, άλλοι ότι η δημοκρατία πρέπει να προστατεύει την ελευθερία του λόγου ακόμη και των φασιστών. Εσείς τι πιστεύετε;
«Πιστεύω ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να διακηρύσσουν τα πιστεύω και τις αξίες τους, ακόμη και αν κάποιοι πολίτες διαφωνούν μαζί τους. Είμαι της άποψης ότι ακόμα και η άρνηση του Ολοκαυτώματος πρέπει να προστατεύεται από τη στιγμή που παραμένει δυνατή η λογική αντίκρουση αυτής της θεωρίας.
»Παραμένουν όμως κάποια είδη λόγου που πρέπει να τιμωρούνται - και τιμωρούνται στις περισσότερες κοινωνίες: η απερίφραστη συκοφαντία ανθρώπων και η ανοιχτή υποκίνηση σε διάπραξη εγκλημάτων μίσους. Αυτοί οι περιορισμοί στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου μού φαίνονται θεμιτοί και αναγκαίοι, και βρίσκουν σίγουρα εφαρμογή σε πλευρές της φασιστικής θεωρίας».
Ανησυχείτε περισσότερο σήμερα για την παρουσία του φασισμού στη Δύση σε σχέση με έξι χρόνια πριν, όταν κυκλοφόρησε η «Ανατομία του φασισμού»;
«Ανησυχώ ότι σήμερα, σε σχέση με το 2004, είναι πιο εμφανή τα εθνικιστικά και ξενοφοβικά αισθήματα, καθώς και η απογοήτευση από τους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς. Βλέπω μιαν ανοχή σε σκληρά μέτρα κατά των μεταναστών ή κατά των διαφωνούντων, που μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο βήμα προς μια νέα απολυταρχική μορφή διακυβέρνησης. Βλέπω, επίσης, να μεγαλώνει η αμφιβολία για την ικανότη- τα των εκλογικών θεσμών να εκλέξουν σοφούς ηγέτες και για την ικανότητα των δημοκρατικά εκλεγμένων σωμάτων να επιλέξουν σοφές πολιτικές. Μπορεί κανείς να ελπίζει ότι η οικονομική ανάκαμψη θα μετριάσει κάπως αυτήν την αμφιβολία. Στο μεταξύ, είναι απαραίτητο να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου με σθένος και επιμονή.
»Αυτό σημαίνει, στην πραγματικότητα, να ψηφίζουμε. Σημαίνει να συμμετέχουμε ενεργά στις προεκλογικές εκστρατείες. Σημαίνει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα για κάθε περίπτωση εθνικιστικής βίας και μεθοδευμένων περιορισμών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σημαίνει να εργαστούμε για να διατηρήσουμε άγρυπνο φρουρό την ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία, είτε διαδικτυακή είτε έντυπη. Σημαίνει να υπερασπιστούμε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης - κάτι που θα είχε κάνει τεράστια διαφορά στην Ιταλία το 1922 και στη Γερμανία το 1933».
  • Διαβάστε
.............. 1 ..............
Στάνλεϊ Τζ. Πέιν, «Μια ιστορία του φασισμού, 1914-1945», μτφρ. Κώστας Γεώρμας, προλογικό σημείωμα: Στέφανος Ροζάνης, εκδ. Φιλίστωρ, 2000
Αναλυτική, πλήρης και ευκολοδιάβαστη ιστορία του φασισμού από τον αμερικάνο ιστορικό Στ. Πέιν, επίτιμο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν. Σύμφωνα με τον Πάξτον, είναι «η πιο έγκυρη αφηγηματική εξιστόρηση» για το φασισμό, ένα «αξιοθαύμαστα εμπεριστατωμένο έργο», το οποίο, «όμως, επιχειρεί περισσότερο να περιγράψει παρά να εξηγήσει».
.............. 2 ..............
Mark Mazower, «Η αυτοκρατορία του Χίτλερ: ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη», μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2009
Ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια μελετά την αναδιάταξη της Ευρώπης, όπως τη συνέλαβαν, την επιχείρησαν και, εν τέλει, άφησαν στη μέση οι ναζί και μας δίνει μια ζωντανή εικόνα του οράματος του κόσμου που θα είχε δημιουργήσει ο Χίτλερ, αν είχε διαφορετικό τέλος.
  • Δείτε
«Η ιστορία του Γ' Ράιχ» (ιταλ. τίτλος: Storia del ΙΙΙ Reich), σκην. Λιλιάνα Καβάνι (1962-1963)
Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της ανατρεπτικής ιταλίδας σκηνοθέτριας είναι ένα ντοκιμαντέρ για το Γ' Ράιχ, με επιτόπια έρευνα και εικόνες από τη χιτλερική Γερμανία, φτιαγμένο για την ιταλική τηλεόραση.
«Η λύπη και ο οίκτος» (γαλλ. τίτλος: Le chagrin et la pitie), σκην. Μαξ Οφίλς (1969)
Πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ-υπόδειγμα, σε δύο μέρη, για τη γαλλική αντίσταση και τη συνεργασία της κυβέρνησης του Βισί με τον Χίτλερ.
ΖΩΗ ΣΕ ΚΑΡΕ
  • Ποιος είναι ο Ρόμπερτ Πάξτον

*Γεννήθηκε στο Λέξινγκτον της Βιρτζίνια. Πήρε Μάστερ από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1961) και διδακτορικό από το Χάρβαρντ (1963). Σήμερα είναι επίτιμος καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Ζει στη Νέα Υόρκη.
*Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς της Ευρωπαϊκής Ιστορίας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με εξειδίκευση στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και στο φασισμό. Ηταν ο πρώτος που, ύστερα από μελέτη των γερμανικών αρχείων, υποστήριξε ότι η συνεργασία της γαλλικής κυβέρνησης του Βισί με τον Χίτλερ ήταν περισσότερο εκούσια, παρά αποτέλεσμα ναζιστικών πιέσεων, θέση που σήμερα δέχονται οι περισσότεροι ιστορικοί.
*Σημαντικότερο έργο του θεωρείται το βιβλίο του «Η Γαλλία του Βισί: Παλιά Φρουρά και Νέα Τάξη, 1940-1944», που αποτελεί βιβλίο αναφοράς για το θέμα. Στα έργα του περιλαμβάνονται επίσης: «Παρελάσεις και πολιτική στο Βισί» (1966), «Γαλλικός αγροτικός πληθυσμός: οι πρασινοχίτωνες του Ανρί Ντορζέρ και οι κρίσεις της γαλλικής Γεωργίας, 1929-1939» (1997) και «Ανατομία του φασισμού» (2004).
*Τον Απρίλιο του 2009 τιμήθηκε με το γαλλικό βραβείο της Λεγεώνας της Τιμής. Είναι, επίσης, εκλεγμένο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών και της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Εικόνες και εμμονές του Ελληνισμού


Η προσήλωση στην ιστορική ταυτότητα και η πρόσδεση στη δυτική νεωτερικότητα

  • Του Κωστα Kουτσουρελη* Η Καθημερινή, Kυριακή, 10 Oκτωβρίου 2010
Εικόνες του Ελληνισμού στη γραμματεία μας των τελευταίων αιώνων θα βρούμε πολλές. Κάθε φορά που η ιστορική συγκυρία το επέτασσε, στοχαστές και λογοτέχνες ξανάπιαναν το πάντοτε ανοιχτό ερώτημα του συλλογικού μας αυτοπροσδιορισμού. Οι απαντήσεις τους συνιστούν μια μακρά σειρά πορτρέτων, για την ακρίβεια μια ολόκληρη πινακοθήκη προσωπογραφιών του νεώτερου Ελληνισμού. Ως τέτοιες φέρουν διπλή τη σφραγίδα: της ιστορικής στιγμής που τις εκμαίευσε και της ατομικής ευαισθησίας που τους έδωσε μορφή.
Τρόποι να εξετάσει κανείς αυτές τις προσωπογραφίες, να τις ταξινομήσει, υπάρχουν πολλοί, αναλόγως της γωνίας του βλέμματος. Ετσι μπορούμε να διακρίνουμε λ. χ. μεταξύ εικόνων αποκλειστικών και εικόνων περιεκτικών. Οι πρώτες, φύσει ρυθμιστικές, αποκλείουν πτυχές ή και ολόκληρες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, χάριν άλλων, τις οποίες προτάσσουν ως δηλωμένο ή υπονοούμενο πρότυπο. Οι δεύτερες, ρυθμιστικές εξίσου, ζητούν να συνθέσουν τα πάντα σε μια ενότητα λίγο - πολύ οργανική. Οι πρώτες τονίζουν τις ασυνέχειες, τις τομές που διακόπτουν την ιστορική αναδρομή. Οι δεύτερες φωτίζουν τις ομοιότητες, κοιτούν πώς να δείξουν ότι το νήμα διατηρήθηκε συνεχές. Παράδειγμα των πρώτων είναι η ελληνική γενεαλογία που προτείνει ο Κοραής, όταν παρακάμπτει τους μέσους χρόνους και ανατρέχει απευθείας στην κλασική αρχαιότητα. Παράδειγμα των δεύτερων, η ιστοριονομία του Ζαμπέλιου, που αρνείται την αττική μονομέρεια και αποκαθιστά το Βυζάντιο ως αναπόσπαστο κρίκο μιας μακράς αλυσίδας.
Η πινακοθήκη μας περιλαμβάνει ακόμη εικόνες αξιολογικές, θετικές ή αρνητικές, αναλόγως με το προς τα πού κλίνει εκάστοτε η πλάστιγγα. Η περιγραφή της σημερινής Ελλάδας λ. χ. στο έργο στοχαστών όπως ο Κονδύλης ή ο Γιανναράς είναι ευθέως επικριτική ή και επιθετικά απορριπτική. Στην αντίπερα όχθη, το ίνδαλμα της Ελλάδας στο έργο του Σικελιανού ή του Ελύτη είναι αποφασισμένα εγκωμιαστικό, κάποτε και υμνητικό. Οι μεν, οι φιλόσοφοι, ασκούν ανοιχτά πολεμική. Οι δε, οι ποιητές, αποδίδουν τιμές.
Τέλος, έχουμε εικόνες κλειστές και εικόνες ανοιχτές, αναλόγως του αν επιδέχονται διεύρυνση, εμπλουτισμό ή θεωρούνται εξαρχής τέλειες και οριστικές. Κλειστή είναι λ. χ. η ιδέα της ελληνικότητας που προβάλλει στη ζωγραφική του ο Κόντογλου. Ανοιχτή είναι αντίθετα η ελληνική ματιά του Εγγονόπουλου. Ο πρώτος διαλέγει να εξοβελίσει ό, τι ξενότροπο, δυτικό ή και απλώς ασύμβατο προς τη βυζαντινή γραμμή. Ο δεύτερος αποπειράται να το ενσωματώσει, να το κάνει ένα ακόμη σκαλί της ανόδου.
Καθεμία από τις εικόνες αυτές έχει την ιστορική της στιγμή. Ωστόσο, κι όταν ακόμη κινούνται στους απόλυτους αντίποδες, κοινός είναι ο σκοπός που τις υποβαστάζει. Τόσο η μνημειώδης σύνθεση του Παπαρρηγόπουλου λ. χ. όσο και οι κατά καιρούς απόπειρες αυτή η σύνθεση να κλονιστεί, πατούν στο κοινό μέλημα του πολιτικού προσανατολισμού. Ποιος είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να διεκδικήσει η Ελλάδα τη θέση που της αναλογεί στον σύγχρονο κόσμο; Η εμμονή στην ιστορική της ταυτότητα, η αγνόηση και αυτών των κληρονομικών της αντιφάσεων στο όνομα μιας συμβολικής ενότητας; Ή, αντίθετα, η αποδέσμευση από το παρελθόν, η πρόσδεση πάση θυσία στο άρμα της δυτικής νεωτερικότητας;
Εξοδος οριστική από τέτοια διλήμματα, εννοείται, δεν γίνεται να υπάρξει. Η ιστορία σπανίως άγεται ευθύγραμμα. Οι συνθήκες μεταβάλλονται, μαζί τους και οι στάσεις. Κατά τις ανάγκες της στιγμής, επικρατεί πότε η μία και πότε η άλλη. Πολιτικά, όλες ωστόσο κατατείνουν στον ίδιο σκοπό, τη συλλογική αυτοσυντήρηση. Μολονότι κοσμοθεωρητικά συγκρούονται, λειτουργικά συνεργούν. Αλλά και στο περιεχόμενό τους αλληλοσυμπληρώνονται. Καμιά τους δεν είναι τόσο πλατιά ώστε να καλύπτει πλήρως την πραγματικότητα. Και καμιά δεν είναι τόσο στενή ώστε να μην εφάπτεται μ’ ένα τουλάχιστον κρίσιμο τμήμα της. Οπως πίστευε ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο «νεοελληνικός χαρακτήρας» είναι πολύμορφος και αντιφατικός και πλούσιος. Είναι μάλιστα πλούσιος, συμπλήρωνε, επειδή είναι πολύμορφος και αντιφατικός. Κάθε προσπάθεια να τον καθηλώσουμε «σ’ έναν αλύγιστο ορισμό, δεν είναι ελληνική αγνότητα, αλλά αγνός δασκαλισμός».
 * Ο κ. Κ. Κουτσουρέλης είναι συγγραφέας.

Υπήρχε διασυρμός της Ελλάδας


Η διάσημη κοινωνιολόγος Σάσκια Σάσεν βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε για την κρίση, τους μετανάστες και τη νέα εποχή
  • Της Μαργαριτας Πουρναρα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 10 Oκτωβρίου 2010
«Πώς μπορώ να πάω στην Ομόνοια; Εχω μάθει ότι η κρίση έχει μεταμορφώσει το κέντρο της Αθήνας». Η ερώτηση της Σάσκια Σάσεν δεν με ξάφνιασε. Η ολλανδικής καταγωγής Αμερικανίδα κοινωνιολόγος, που διδάσκει στο Columbia University και το London School of Economics, δεν είναι συνηθισμένη ακαδημαϊκός. Ταξιδεύει συνεχώς, παραμερίζει τα αξιοθέατα και τα επίσημα γεύματα για να δει την πραγματική όψη των πόλεων, να συζητήσει με καθημερινούς ανθρώπους, να διασυνδεθεί με την ουσία. Ενάμιση χρόνο μετά την τελευταία της επίσκεψη στην Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην Αθήνα για ένα συνέδριο της UNESCO, με θέμα την ισότητα των φύλων. Ενημερωμένη για το τι συμβαίνει στη χώρα μας αλλά και στον κόσμο, η συγγραφέας που καθιέρωσε τον όρο Global City, ήθελε να κλείσει την επίσκεψή της με μια βόλτα στην «άγρια πλευρά» της πόλης.
«Με ενδιαφέρουν τα πράγματα που συμβαίνουν στη σκιά της επίσημης ιστορίας. Θεωρώ καθήκον μου να τα φέρω στην επιφάνεια. Υπάρχουν συνάδελφοί μου, κοινωνιολόγοι, διανοούμενοι που μιλούν με όρους κύρους όπως δημοκρατία, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειρήνη. Με τις λέξεις αυτές είναι σαν να ρίχνουν μια ισχυρή δέσμη φωτός σε μια μικρή περιοχή, όπου αίφνης όλα γίνονται ορατά. Γύρω όμως από αυτήν φωτισμένη ζώνη, το σκοτάδι κρύβει όλα όσα επιτελούνται. Οι μετανάστες είναι βυθισμένοι στην αφάνεια. Κι όμως, η ύπαρξή τους είναι ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες για την εξέλιξη του χαρακτήρα των σύγχρονων πόλεων στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Ο διανοούμενος, ο ακαδημαϊκός, λοιπόν, πρέπει να κάνει τη δουλειά του ρεπόρτερ, να μην μένει στα προφανή, στα δημοσιευμένα, σε αυτά που ορίζουν τα κέντρα εξουσίας ως ειδήσεις αλλά να εξερευνά αυτό το σκοτάδι», μας εξηγεί η Σάσεν.
Mε την κοινωνία
Ο τρόπος που δικτυώνεται η Σάσεν είναι απλός: «Πριν από μερικές ημέρες πήγα στην Αυστρία για μια ομιλία που θα έκανα μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας. Μόλις έφτασα, με εντόπισε μια ομάδα ακτιβιστών φοιτητών στο πανεπιστήμιο και με προσκάλεσαν να τους δω από κοντά. Υστερα γνώρισα δύο Βραζιλιάνες που ζουν πολλά χρόνια στο Λιντς και έχουν φτιάξει ένα σύλλογο για την προστασία των γυναικών που εργάζονται ως πόρνες. Συναντήθηκα με κάποιες από τις κοπέλες και είδα πως βλέπουν τα πράγματα. Ετσι μόνο καταλαβαίνεις τι γίνεται, σκάβοντας, αναζητώντας, ανακαλύπτοντας. Τώρα είμαι στην Αθήνα για το συνέδριο της UNESCO, αλλά φρόντισα να συναντήσω ανθρώπους που θα με ενημερώσουν για το πώς οι Ελληνες βιώνουν την κρίση, πώς αλλάζει η πόλη, τι έγινε τελικά με την εξέγερση των νέων τον Δεκέμβρη του 2008».
Ο διασυρμός
Η συγγραφέας έχει παρακολουθήσει από κοντά την υπόθεση της ελληνικής οικονομίας και θεωρεί ο συνολικός διασυρμός της χώρας αποπροσανατόλισε την διεθνή κοινή γνώμη: «Η διεθνής ειδησεογραφική κάλυψη για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα νομίζω ότι είναι εν μέρει παραπλανητική. Υπήρξε ένας συνολικός διασυρμός, που αφαίρεσε το δίκιο των αδύναμων και όσων επλήγησαν από την κρίση. Τα διεθνή ΜΜΕ συχνά γελοιοποίησαν τους Ελληνες διαδηλωτές, εμμένοντας σε τεχνικά θέματα, σε λεπτομέρειες, χάνοντας την ουσία. Αντί να προβληθούν οι εργαζόμενοι που φωνάζουν ότι δεν θα πληρώσουν εκείνοι τα χρέη που δημιούργησε το σπάταλο κράτος, που διαμαρτύρονται για τα θεσμοθετημένα δικαιώματα που χάνουν, οι ξένοι δημοσιογράφοι έδιναν έμφαση για το αν θα πρέπει να βγείτε στην σύνταξη στα 63 ή τα 64 χρόνια. Ολα αυτά είναι δευτερεύοντα. Καταλαβαίνω, πλέον, πόσο πιο σκεπτικιστές είναι οι Ελληνες έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για να επιζήσει ο θεσμός, πρέπει συνέχεια να ανανεώνεται η συγκολλητική ουσία που κρατάει τα κράτη ενωμένα. Η «κόλλα» αυτή θα πρέπει να είναι τόσο δυνατή που να συνδέει συνεχώς ανομοιογενή κομμάτια, ιδού λοιπόν η πρόκληση για το μέλλον της Ε. Ε.».
Ο αποκλεισμός κυριαρχεί
«Αυτό που ζείτε στην Ελλάδα εντάσσεται σε μια γενικότερη παγκόσμια τάση», τονίζει η Σάσεν. «Είναι η λογική του αποκλεισμού, το θέμα του υπό έκδοση βιβλίου μου. Εχουμε αφήσει πίσω μας την κεϊνσιανή περίοδο της οικονομίας όπου τα αστικά κέντρα ήθελαν να προσελκύσουν καταναλωτές, για να χτίζονται νέες οικοδομές, να ανοίγουν εμπορικές επιχειρήσεις και να πωλούνται συνεχώς αγαθά. Οι σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες πόλεις ή χώρες με τις νεοφιλελεύθερες οικονομίες τους γίνονται σταδιακά ένα σύστημα που αποκλείει πολίτες αντί να τους ενσωματώνει. Αν δεν είσαι προνομιούχος, αν βρίσκεσαι στις «παρυφές» της οικονομίας, χάνεις σταδιακά ελευθερία, δικαιώματα, αξιοπρέπεια. Βρίσκεσαι σε μια γκρίζα ζώνη όπου γίνεσαι πολίτης β΄ κατηγορίας. Πάρτε τα στατιστικά στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο αριθμός των εκτοπισμένων αυξάνεται διαρκώς, ο αριθμός των κρατούμενων σε φυλακές το ίδιο, ο αριθμός των φτωχών επίσης. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Από το 2006 μέχρι σήμερα, διάφορα κράτη όπως η Νότιος Κορέα ή η Κίνα έχουν αγοράσει τεράστιες εκτάσεις σε Αφρική, Νότιο Αμερική ή τέως Σοβιετικές Δημοκρατίες, προς εκμετάλλευση.
Eξέλιξη για λίγους
Φανταστείτε τι θα γίνουν οι άνθρωποι που ζουν εκεί, τα χωριά τους, η πανίδα και η χλωρίδα. Είναι σαφές ότι η γη έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη ζωή. Ακόμα και στον τραπεζικό τομέα που υποτίθεται ότι επήλθε η ανάρρωση, διαπιστώνει κανείς ότι τα κέρδη αφορούν τις 20 πρώτες τράπεζες και όλες οι υπόλοιπες 800 είχαν προβλήματα. Θεωρητικά, ο κόσμος προοδεύει, η επιστήμη προχωρεί αλλά τους καρπούς της εξέλιξης τους γεύονται όλο και λιγότεροι».
«Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα», συνεχίζει η κοινωνιολόγος, «είναι μέρος μιας δομικής αλλαγής που αφορά το πολιτικοοικονομικό σύστημα εν γένει. Οι πολιτικοί όχι μόνο στη χώρα σας -όπου έκαναν παλαιότερα λ. χ. συμφωνία με την Γκόλντμαν Σακς για το χρέος- αλλά ακόμα και σε άλλα κράτη που δόθηκαν πρόσφατα λεφτά για τη σωτηρία των τραπεζών, έβαλαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο πολιτικό παιχνίδι. Ετσι συνέδεσαν με τεράστιο ρίσκο, κοινωνικά αγαθά όπως η εκπαίδευση, η περίθαλψη, οι συντάξεις, με την πορεία των τραπεζών. Αν καταρρεύσουν οι τελευταίες, τρέμουν τα θεμέλια του ίδιου του κράτους. Αυτό είναι αποτυχία των πολιτικών, που πρέπει να κριθούν για τις επιλογές τους και για την αδυναμία τους να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων».
Η χοάνη των τραπεζών
Εδώ και δύο χρόνια, η Σάσεν προειδοποιούσε ότι ουδέποτε οι τράπεζες ενδιαφέρθηκαν να βοηθήσουν τους οικονομικά ασθενέστερους. Σε παλαιότερη συνέντευξή της στην «Κ» τονίζει: «Μπορεί οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ να έδωσαν χρήματα για να βγούμε από την ύφεση, όμως το σχέδιο δράσης τους δεν ήταν σε εθνικό επίπεδο. Δεν προσπάθησαν να σώσουν τον πολίτη που δεν έχει λεφτά να πληρώσει το στεγαστικό του δάνειο αλλά έδωσαν ρευστό στην παγκόσμια οικονομική χοάνη. Δεν ήμουν ποτέ υπέρ της διάσωσης του παρόντος οικονομικού συστήματος. Νομίζω ότι έπρεπε να το αφήσουμε να καταρρεύσει τελείως αντί να κάνουμε τονωτικές ενέσεις. Οπωσδήποτε, το κόστος θα ήταν τεράστιο αλλά θα είχαμε καλύτερο μέλλον. Είναι άλλο να επενδύσεις σε ένα τραπεζικό σύστημα που πράγματι διαχειρίζεται υπάρχον χρήμα και άλλο να προσπαθείς να ξελασπώσεις ένα σύστημα που στηρίζεται σε εικονικές συναλλαγές αλλά πραγματικές απώλειες. Ουδέποτε οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ενδιαφέρθηκαν να βοηθήσουν τους οικονομικά ασθενέστερους. Αντιθέτως, ήθελαν να βάλουν στο χέρι τις οικονομίες τους, για να τις επενδύσουν. Σήμερα, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε καταθέσεις ούτε σπίτι. Δεν θα πω ότι ήταν οργανωμένο σχέδιο, ήταν όμως αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς πώς δρα αυτό το οικονομικό σύστημα. Νομίζω ότι φτάσαμε σε αυτό το σημείο έπειτα από μια σειρά μικρότερης κλίμακας προειδοποιήσεις που μαρτυρούσαν όμως την αδηφάγο διάθεση της αγοράς. Πριν έρθει ο κλυδωνισμός, είχαμε ζήσει ένα είδος αποδημοκρατικοποίησης, είχαμε απεμπολήσει ως πολίτες πολλά δικαιώματα.
Tο συνέδριο
Τι είπε η Σάσεν στο συνέδριο της UNESCO στην Αθήνα: «Από τη μια υπάρχουν οι γυναίκες που κατακτούν τις προβεβλημένες θέσεις εξουσίας και από την άλλη, αυτές που εγώ αποκαλώ «μικρές ηγέτιδες» στην γειτονιά, στην εκπαίδευση, στην μικροκοινωνία όπου ζουν. Δεν κερδίζουν τα φώτα της δημοσιότητας αλλά επιτελούν τεράστιο έργο, το οποίο μένει στην αφάνεια. Μπορεί λ. χ. να μην έχει γίνει τόσο μεγάλη πρόοδος όσο θα θέλαμε στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο. Μέσα όμως στα τελευταία 30 χρόνια, χιλιάδες θύματα -στην πλειονότητά τους γυναίκες- μίλησαν για τη βία, πήγαν στην Δικαιοσύνη ως μάρτυρες, κατονόμασαν τους ενόχους. Δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομά τους, δεν βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας. Είναι όμως μικρές ηγέτιδες».
Ειδίκευση στην αστική κοινωνιολογία
Η Σάσκια Σάσεν γεννήθηκε στη Χάγη το 1949 αλλά μεγάλωσε στο Μπουένος Αϊρες, όπου μετανάστευσε η οικογένειά της. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Αργεντινή, ενώ απέκτησε διδακτορικό στις ΗΠΑ. Ειδικεύτηκε στην αστική κοινωνιολογία και εστίασε τη σκέψη της στην παγκοσμιοποίηση, εξετάζοντας παράγοντες που ήταν στην αφάνεια όπως οι μετανάστες. Επινόησε τον όρο Global City το ομώνυμο της βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2001. Η πολιτική θέση της αφορά την ανάδειξη ευαισθητοποιημένων πολιτών που παίζουν ενεργό ρόλο και έχουν λόγο στη διαμόρφωση της πολιτικής και της οικονομίας.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΣΑΪΜΟΝ ΚΡΙΤΣΛΕΪ: "Δεν θα σας σώσει ο από μηχανής θεός"

Ο αμερικανός φιλόσοφος μας καλεί να αντιμετωπίσουμε την κρίση με πολιτική φαντασία
  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟ | Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010
«Η φιλοσοφία είναι το εργαλείο της αυτονομίας του ανθρώπου. Ξεκίνησε όταν κάποιοι άνθρωποι, εδώ, στην Αθήνα, περπάτησαν και άσκησαν κριτική στην πόλη και σε κάθε μορφή διακυβέρνησής της. Εμείς όμως σήμερα έχουμε χάσει την αυτονομία και την ελευθερία μας, ζώντας σε κοινωνίες που βρίσκονται εκτός ελέγχου» υποστηρίζει μεταξύ άλλων μιλώντας στο «Βήμα» ο Σάιμον Κρίτσλεϊ, ενώ θέτει τα ερωτήματα «τι σημαίνει αντιπροσώπευση;» και «γιατί η πολιτική εξουσία πρέπει να χαρίζεται σε αντιπροσώπους;». Φιλόσοφος μιας νέας γενιάς με σημαντική διεθνή επιρροή, ο Κρίτσλεϊ υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες ως προς την ελευθερία τους προέρχεται από το μέγεθος των κρατών που δεν επιτρέπει την ύπαρξη ουσιαστικής δημοκρατίας. Επίσης μας καλεί να σταματήσουμε να κυνηγάμε μια ζωή ευημερίας πέρα και πάνω από τις δυνάμεις μας, αλλά και να φανταζόμαστε ότι μπορεί να μας σώσουν διάφοροι «από μηχανής θεοί»... Ο Σάιμον Κρίτσλεϊ βρέθηκε για λίγες ημέρες στην Αθήνα, για την προετοιμασία των «Διαλόγων των Αθηνών» του Ιδρύματος Ωνάση, μιας μεγάλης διεθνούς πρωτοβουλίας διαλόγου, που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο μήνα εγκαινιάζοντας τη νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος. Διδάσκει φιλοσοφία μεταπτυχιακούς φοιτητές σε ένα από τα πιο πρωτοποριακά πνευματικά κέντρα της Νέας Υόρκης, τη Νew School for Social Research.
- Αλήθεια, ποιος ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία σήμερα; Ποιον αφορά;
«Η φιλοσοφία ξεκίνησε από εδώ, λίγα μέτρα πιο κάτω από εδώ που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή! Και πώς ξεκίνησε; Από τρεις ανθρώπους. Τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον αδελφό του Πλάτωνα, και κάποιους άλλους... Ξεκίνησε όταν αυτοί οι άνθρωποι περπάτησαν και άσκησαν κριτική στην πόλη και σε κάθε μορφή διακυβέρνησής της. Και έτσι αμφισβήτησαν ό,τι υπήρχε ως τότε στο κράτος και στην εξουσία και οραματίστηκαν μιαν άλλη ζωή. Ηταν λοιπόν μια περιθωριακή δραστηριότητα κάποιων ανθρώπων, που όμως εξαπλώθηκε στη συνέχεια. Σήμερα βέβαια οι κοινωνίες δεν έχουν χώρο για τη φιλοσοφία. Την ίδια στιγμή στους “Νew Υork Τimes”, οι οποίοι έχουν 1 εκατομμύριο αναγνώστες την ημέρα, τα άρθρα για τη φιλοσοφία έχουν διαβαστεί τους τελευταίους έξι μήνες από 4 εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι λοιπόν ένα παράδοξο, υπάρχει μια αντίφαση: από τη μία μεριά η φιλοσοφία είναι περιθωριακή, από την άλλη όμως ενδιαφέρει κάθε άνθρωπο που έχει μπροστά του αναπάντητα ακόμη τα βασικά υπαρξιακά και ηθικά ερωτήματα για το νόημα και την αξία της ζωής του. Εχει συνεπώς προστιθέμενη αξία για κάθε άνθρωπο: ποιος είμαι, ποιοι είναι οι άλλοι, ποιες είναι οι ευθύνες μου απέναντί τους, πού βαδίζω, πώς βαδίζω στη ζωή μου... Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που “πεινούν” για φιλοσοφία, ακόμη κι αν δεν το ξέρουν...».

- Ερχεστε στην Ελλάδα σε μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή. Τι μπορεί να προσφέρει η φιλοσοφία στους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε μια τέτοια κρίση;
«Υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορεί να προσφέρει. Η φιλοσοφία μάς δίνει τη δυνατότητα να κρίνουμε και να ασκούμε κριτική στις εξουσίες- αυτό έκανε ο Σωκράτης περπατώντας προς τον Πειραιά-, όπως μας δίνει και τη δυνατότητα να βλέπουμε άλλες μορφές οργάνωσης. Στις δυτικές χώρες το Α και το Ω αντιπροσωπεύονται από τη Δημοκρατία. Αλλά η φιλοσοφία μπορεί να δώσει και άλλες ιδέες για το πώς μπορεί να οργανωθεί η ανθρώπινη ζωή μέσα στις κοινωνίες. Οι άνθρωποι θέλουν να ρίχνουν το φταίξιμο σε πολιτικούς και μετά να φέρνουν άλλους πολιτικούς να διορθώνουν αυτά που χάλασαν οι προηγούμενοι, και ξανά από την αρχή. Η φιλοσοφία λοιπόν μπορεί να βάλει κάποια στοιχεία κριτικής σε όλο αυτό. Ζούμε σε χώρες αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αλλά τι σημαίνει “αντιπροσώπευση”; Γιατί η πολιτική εξουσία πρέπει να χαρίζεται σε αντιπροσώπους; Και πώς γίνεται αυτό; Σκεφθείτε το για ένα δευτερόλεπτο! Λέει ένας πολιτικός: “Αντιπροσωπεύω τη θέληση του λαού”. Είναι αλήθεια; Είναι έτσι; Το σύστημά μας δεν θα έπρεπε να είναι αντιπροσωπευτικό, αλλά θα έπρεπε να απαρτίζεται από συνελεύσεις».

- Οι κυβερνήσεις θα αφήσουν έτσι εύκολα τις εξουσίες τους για να περάσει ο κόσμος σε άλλα μοντέλα οργάνωσης;
«Ασφαλώς όχι! Χρειάζεται ένα σοκ! Αλλά είχαμε πολλά σοκ στην Ιστορία. Δείτε ακόμη και αυτή την κρίση. Είναι ένα σοκ... Υπάρχει επίσης και ένα πολύ κρίσιμο σημείο που αναπτύσσεται πάρα πολύ ειδικά στην αρχαία ελληνική παράδοση, αλλά που σήμερα το έχουμε ξεχάσει. Είναι η ηθική, η οποία επηρεάζει τα πάντα. Από τον Επίκουρο, τους Στωικούς, θα το συναντήσετε παντού. Και αυτή είναι που τελικά ουσιαστικά σχετικοποιεί και την έννοια της κρίσης, όπως τη ζείτε εδώ σήμερα- και όχι μόνον εδώ. Για τους φιλοσόφους ένα τσαμπί σταφύλι μπορεί να φέρει την ευτυχία. Για τη σημερινή κοινωνία, περίπου τίποτε δεν μπορεί, γι΄ αυτό είναι εκτός ελέγχου. Κυνηγάμε ένα όνειρο ζωής πέρα και πάνω από όλες τις δυνάμεις μας. Δανειζόμαστε ασταμάτητα για να το πετύχουμε. Και τελικά, όπως βλέπετε, δεν το πετυχαίνουμε, ενώ εν τω μεταξύ έχουμε χάσει και την αυτονομία, την ελευθερία μας... Γιατί; Επειδή ξοδεύουμε χρήματα που δεν έχουμε, για σκοπούς που δεν έχουμε καν σκεφθεί σοβαρά... Και εκεί η φιλοσοφία έχει να πει πάρα πολλά... Θα σας πω και ένα παράδειγμα, για να δείτε πόσο πολύ άμεση σήμερα και αληθινή είναι η αρχαία ελληνική σκέψη.

Είναι στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της Κίνας. Και έχει δημιουργηθεί μια αίσθηση ότι κατέβηκε ο “από μηχανής θεός”, όπως στα έργα του Ευριπίδη. Η κινεζική κυβέρνηση θα αγοράσει ελληνικά ομόλογα και θα κάνει επενδύσεις στην Ελλάδα, μια χαρά λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας! Και εδώ είναι που οι Ελληνες πρέπει να θυμηθούν την πνευματική παράδοσή τους. Στον μύθο του Προμηθέα, λ.χ., λέει ο Προμηθέας ότι προτού τους δώσω τη φωτιά, την τεχνολογία, οι άνθρωποι ήταν σαν ζώα. Τους έδωσα την ικανότητα να δουν την τυφλή τους ελπίδα! Δεν είναι συγκλονιστικό; Η φιλοσοφία λοιπόν και πολλούς αφορά και μπορεί να βοηθήσει».
  • «ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΕ ΣΑΝ ΕΝΑ ΣΟΒΙΕΤ»
- Τι μπορεί να προτείνει η φιλοσοφία σήμερα; Ποιες εναλλακτικές λύσεις μπορεί να υπάρξουν;
«Εγώ θα έλεγα ένα μοντέλο ριζοσπαστικού φεντεραλισμού. Γιατί το πρόβλημα, όπως είπαμε, είναι πρόβλημα κλίμακας. Η ιδέα ότι ζούμε σε έναν παγκόσμιο κόσμο μάς στερεί τη δυνατότητα να σκεφθούμε το εδώ, το παρόν, αυτό που ζούμε. Αλλά για μένα η αυτονομία είναι ακριβώς αυτό: ο σεβασμός αυτού που ζούμε εμείς εδώ, αυτή τη στιγμή. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει μια ριζοσπαστική μείωση του μεγέθους των κρατών, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί. Και να εξελιχθούν σε μικρότερες ομοσπονδιακές μορφές. Υπάρχουν πολλές μορφές που μπορεί να πάρει αυτό... Νιώθω παράξενα που το λέω, αλλά στην κατεύθυνση που θα είχαν τα Σοβιέτ αν δεν είχαν εξελιχθεί σε αυτό που εξελίχθηκαν...».

- Μα δεν εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι έλεγαν: το έλεγαν ότι ήταν δικτατορία, απλώς προσέθεταν και «του προλεταριάτου»...
«Πράγματι. Τέτοιες μικρότερες μορφές οργάνωσης λοιπόν, χωρίς όμως τη δικτατορία και την κατεύθυνση αυτή... Αλλά δείτε τι γίνεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, πόση αντίφαση υπάρχει. Τι είναι η ΕΕ; Δεν είναι μια ένωση κρατών; Τότε γιατί πρέπει να υπάρχουν όλα αυτά τα κράτη ακόμη, τη στιγμή που υπάρχει και λειτουργεί η Ενωσή τους; Εχετε σκεφθεί πόσο λάθος είναι αυτό; Και πόσα προβλήματα δημιουργεί; Στην πραγματικότητα, μας λείπει πλήρως η πολιτική φαντασία. Δεν έχουμε καθόλου...».