Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Κρίση των ιδεολογιών, αφύπνιση

Για τον Φώτη Τερζάκη έχω ξαναγράψει. Είναι ίσως ο πιο καλλιεργημένος και διεισδυτικός από τους νεότερους διανοητές του χώρου πουδεν ξέρω πώς να τον αποκαλέσω. Αντιεξουσιαστική αριστερά; Αντισυστημική αριστερά; Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται από εκφραστές αυτού του χώρου, αλλ΄ αποτελούν πλεονασμούς. Η αριστερά είναι εξ ορισμού «αντισυστημική» και «αντιεξουσιαστική», αν και είναι αλήθεια ότι οι μεγάλες διαφοροποιήσεις των διαφόρων αριστερών σχημάτων στη στρατηγική ή ακόμα και σ΄ επιμέρους τακτικές επιλογές κάνουν αυτό το «εξ ορισμού» να φαίνεται πολύ αόριστο για να γεννήσει αισθήματα ιδεολογικής συγγένειας και πολιτικές συνεργασίες. Από την άλλη, νομίζω πως ο πλεοναστικός (και κάπως πομπώδης) χαρακτήρας τέτοιων αυτοπροσδιορισμών καθρεφτίζει την προβληματική σχέση που έχει αυτό το κομμάτι της αριστεράς με την άσκηση πολιτικής, δηλαδή με την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων που θέτει η τρέχουσα πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα.

Ο Τερζάκης συνδυάζει τη μαρξιστική παιδεία του (διευρυμένη με τους μεταμαρξιστικούς προβληματισμούς της Σχολής της Φρανκφούρτης) με μια οξυδερκέστατη ανάγνωση της ιστορίας της φιλοσοφίας, πολύ καλές γνώσεις θρησκειολογίας και ανθρωπολογίας και μια περιβαλλοντική σκέψη που, αντίθετα από τις όψιμες, επιπόλαιες και καιροσκοπικές οικολογικές ανησυχίες πολλών αριστερών, συναντάει τη μαρξιστική πολιτική ανάλυσή του σ΄ ένα βαθύτερο και όχι πια μαρξιστικό φιλοσοφικό επίπεδο (εδώ μου φαίνεται πως διακρίνω επιρροές από τον σπουδαίο, αγνοημένο ώς πρόσφατα φιλόσοφο Κώστα Παπαϊωάννου). Από την άλλη, δεν παρασύρεται από φιλοσοφικές μόδες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, στις οποίες ενδίδουν πάμπολλοι αριστεροί διανοούμενοι, είτε από ακρισία (οι πιο ασήμαντοι) είτε για να φτιάξουν τα δικά τους αβανταδόρικα φιλοσοφικά υβρίδια. Ο Τερζάκης δεν είναι Ζίζεκ!

Η διαβρωτική, πολιτικά διορατική κριτική του Τερζάκη σε σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο πρωτότυπη πλευρά του συγγραφικού έργου του. Στον ανά χείρας τόμο- συναγωγή σημειωμάτων του της τρέχουσας δεκαετίας, συχνά συμπληρωμένων μ΄ ένα ή δύο υστερόγραφα, που τα τοποθετούν στο φως πολύ πρόσφατων εξελίξεων- η κριτική αυτή καλύπτει τα τρία πρώτα και το τελευταίο από τα δώδεκα κείμενα (δεκατρία, αν συνυπολογίσουμε το παράρτημα για τον Δεκέμβρη του 2008). Ο Τερζάκης αρχίζει μ΄ ένα κεφάλαιο που επιγράφεται «Η νέα φιλοσοφική δεξιά» κι επικεντρώνεται παραδειγματικά σε δύο βιβλία: το Η γοητεία του ανορθολογισμού του Richard Wolin, μια ρηχότατη πραγματεία που επαινέθηκε άκριτα στην Ελλάδα, και το κάπως σοβαρότερο Οι Γνωστικοί. Το όνειρο της αυτολύτρωσης του ανθρώπου του Μicha Βrumlik. Η εβραϊκή καταγωγή των δύο συγγραφέων (Καναδοεβραίος ο πρώτος, Γερμανοεβραίος ο δεύτερος) είναι πιθανό να επιφέρει στην κριτική του Τερζάκη τη ρετσινιά του αντισημιτισμού. Αλλά είναι τόσο μεγάλη η δόλια ευκολία με την οποία απονέμεται σήμερα αυτός ο χαρακτηρισμός και τόσο ευρύ το φάσμα των αποδεκτών του ώστε η σημασία του έχει γίνει ανάλογη με την αξία ενός υπερπληθωριστικού νομίσματος.

Στο απλουστευτικό, μανιχαϊστικό και ανιστορικό σχήμα του Wolin (ορθολογισμός = καλό, ανορθολογισμός = κακό) ο Τερζάκης απαντά ότι ο πολιτικός ρόλος του ορθολογισμού, όπως και του ανορθολογισμού, πρέπει να κρίνεται πάντοτε στα ιστορικά συμφραζόμενά του. Ο ορθολογισμός δεν είναι κάτι εξ ορισμού και απροϋπόθετα προοδευτικό! Μας το δείχνει η ιστορία των καθεστώτων, των κοινωνικών συστημάτων, ακόμα και των ιδεολογικών συστημάτων. Ο Wolin, εξισώνοντας με τον σκοταδισμό οτιδήποτε του φαίνεται πως περιέχει σπέρματα ανορθολογισμού, επιχειρεί να δικαιώσει τη μόνη μορφή δημοκρατίας που αναγνωρίζει, τη «δημοκρατία» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπου η πολιτική έχει υποταχτεί ολοκληρωτικά στην ασυδοσία της αγοράς.

Ανάλογη είναι η περίπτωση του Βrumlik (ο οποίος πρόσφατα εξάντλησε την ακαδημαϊκή επιρροή του για να εμποδίσει την κυκλοφορία στα γερμανικά ενός βιβλίου του Καναδού φιλόσοφου Τed Ηonderich, έντονα επικριτικού τόσο για τον νεοφιλελευθερισμό όσο και για την πολιτική του Ισραήλ στο Παλαιστινιακό). Το βιβλίο του Βrumlik Οι Γνωστικοί αποπειράται να ερμηνεύσει τον δυτικό αντισημιτισμό κατατάσσονταςαπαξιωτικά- στο ρεύμα του «γνωστικισμού» όλους τους μεταφυσικούς και πολιτικούς στοχαστές της Δύσης οι οποίοι, κατά την άποψή του, εξεγείρονται εναντίον ενός υπερβατικού πατέρα-δημιουργού (του Θεού των Ιουδαίων). Ο Τερζάκης δείχνει πώς η, τραβηγμένη βέβαια από τα μαλλιά, επιχειρηματολογία του Βrumlik καταλήγει ν΄ αναγάγει σε θεολογικό ζήτημα, για την ακρίβεια σε αίρεση, την οποιαδήποτε κριτική του τεχνικοποιημένου (καπιταλιστικού) κόσμου, ο οποίος θεωρείται προέκταση της θείας δημιουργίας.

Το θέμα αυτό, του Νόμου-Θεού, γίνεται κεντρικός άξονας της οξύτατης κριτικής που ασκεί ο Τερζάκης, στα δύο επόμενα κεφάλαια, στον Λακάν και τον Λεβινάς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συζήτηση του έργου του δεύτερου. Ο Λεβινάς είναι δημοφιλής σήμερα ανάμεσα στους πολιτικά ορθούς διανοούμενους, λόγω της έμφασης που δίνει στον Άλλο και στη σχέση ευθύνης μ΄ αυτόν. Ο Τερζάκης δείχνει όμως, μέσα από μια εξαιρετική ανάλυση, ότι ο Άλλος, έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται ο Λεβινάς, αντιπροσωπεύει την απόλυτη ετερότητα, κάτι που δεν μπορεί να γνωσθεί και μάλιστα δεν πρέπει καν να επιχειρούμε να το γνωρίσουμε, γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα θα ισοδυναμούσε με προσπάθεια οικειοποίησης. ΄Ετσι, ο Άλλος γίνεται μια υπερβατική οντότητα, που έχει τα χαρακτηριστικά του απρόσιτου ιουδαϊκού Θεού. Η ευθύνη απέναντι στον Άλλο αποκτά στη φιλοσοφία του Λεβινάς το νόημα της υποταγής σ΄ έναν υπερβατικό Νόμο, σ΄ ένα ηθικό χρέος που δεν έχει θεσπιστεί από τους ανθρώπους και συνεπώς δεν επιδέχεται επαναδιαπραγμάτευση. Η σφοδρή κριτική του Λεβινάς σ΄ ολόκληρη τη δυτική φιλοσοφική παράδοση, που κατηγορείται για σφετερισμό της Ετερότητας (επειδή δίνει προτεραιότητα στην οντολογία και τη γνωσιοθεωρία, αντί στην ηθική), αναδιατυπώνει με πολιτισμικούς και κατ΄ επέκταση πολιτικούς όρους την παλιά διαμάχη Αθήνας- Ιερουσαλήμ.

Ο διάλογος του Τερζάκη με τον Καστοριάδη για το ζήτημα της αθηναϊκής δημοκρατίας καλύπτει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, αλλά μου φαίνεται πρόσφορος ως γέφυρα προς τις καθαυτό πολιτικές αναλύσεις των ενδιάμεσων ενοτήτων. Ο Τερζάκης αντιτείνει στον Καστοριάδη ότι η άμεση δημοκρατία δεν είναι ελληνική επινόηση, γιατί τη συναντάμε σε πολλές φυσικές («πρωτόγονες») κοινότητες· η ελληνική συμβολή ήταν η εννοιοποίηση της δημοκρατίας (αλλά, θα παρατηρήσω εγώ, αυτή η εννοιολογική επεξεργασία είχε μεγαλύτερη ιστορική βαρύτητα απ΄ όσο φαίνεται διατεθειμένος να δεχτεί ο Τερζάκης). Η αληθινή ελληνική πρωτοτυπία ήταν κατά τον Τερζάκη, που εδώ ακολουθεί ρητά τον Παπαϊωάννου, μια διονυσιακή, μη υπερβατική αντίληψη του ιερού, ενός τρομερού και συνάμα προστατευτικού επέκεινα, που αντιστοιχεί στον όρο φύσις. Από αυτή την ιδιαίτερη εκδοχή της ιερότητας πηγάζουν η έννοια της ύβρεως και το αισθητικό βίωμα του τραγικού, που διαχωρίζει τον παγανιστικό αρχαιοελληνικό κόσμο από την ευρωπαϊκή Δύση της νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού.

Η αποϊεροποίηση της φύσης και η στυγνή καθυπόταξή της, με τις ολέθριες επιπτώσεις που έχουμε ήδη αρχίσει να βιώνουμε σήμερα, είναι το ένα από τα δύο πιο ενδιαφέροντα σημεία στο κατηγορητήριο που απαγγέλλει ο Τερζάκης εναντίον του σύγχρονου, τεχνικοποιημένου καπιταλισμού (τα υπόλοιπα είναι αυτά που θα περίμενε κανείς από έναν αριστερό σχολιαστή, αν και διατυπώνονται με ιδιαίτερα συνεκτική επιχειρηματολογία και πραγματολογική πληρότητα). Το άλλο είναι η εγγενής ροπή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού προς τον ολοκληρωτισμό, η οποία εκφράζεται με την εισβολή και την επιβολή της αγοράς, ιδίως μέσω της πολιτισμικής βιομηχανίας και των προηγμένων μεθόδων του μάρκετινγκ, σε περιοχές της ανθρώπινης ψυχής που ο παραδοσιακός καπιταλισμός δεν είχε αποικιοποιήσει.

Κι εδώ επίσης έχουμε αρχίσει να βιώνουμε τις συνέπειες, πολιτικές αυτή τη φορά, της νεοφιλελεύθερης εξαλλαγής του συστήματος.

Δύο μόνο στοιχεία σ΄ αυτό το βιβλίο με αφήνουν σκεπτικό. Το ένα είναι το εξής: ο Τερζάκης δεν θεωρεί απλώς, όπως οι κλασικοί του μαρξισμού, ότι υπήρξε ένα προϊστορικό αταξικό στάδιο των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά προχωρεί ένα βήμα παραπέρα και δέχεται μια «αγαθή» ανθρώπινη φύση, με ενδιάθετη τάση προς την ισότητα, τη συμπόνια κ.λπ., η οποία φύση αλλοτριώθηκε από τα ιστορικά συστήματα εξουσίας κι εκμετάλλευσης, με αποκορύφωμα τον καπιταλισμό. Βλέποντάς το από τη σκοπιά του παλαιοανθρωπολόγου τουλάχιστον, δεν βρίσκω ενδείξεις για μια τέτοια φύση, μάλλον για το αντίθετο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει ν΄ αποδεχτούμε την κοινωνική ανισότητα ως μοίρα που όρισε η φύση μας, γιατί στα γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης είναι και η τάση προς την υπέρβαση. Μόνο που η κοινωνική ισότητα, αν ποτέ επιτευχθεί ή έστω προσεγγιστεί, δεν θα είναι η αποκατάσταση της φυσικής τάξης πραγμάτων, αλλά μια ασταθής και διαρκώς απειλούμενη ισορροπία.

Το δεύτερο είναι κάτι που χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους διανοητές της «αντισυστημικής αριστεράς». Ενώ η κριτική που ασκούν στο σύστημα και στους ιδεολογικούς απολογητές του είναι πειστικότατη, ενώ αποκαλύπτουν λειτουργίες του, συχνά αντιφατικές, τις οποίες οι τελευταίοι αποκρύπτουν ή αδυνατούν να διακρίνουν, η διαλεκτική τους σταματά μπροστά στο «δια ταύτα». Αποκλείουν τη δυνατότητα της εκ των έσω διάβρωσης του συστήματος από δυνάμεις που το ίδιο παράγει (αυτό δηλαδή που γινόταν πάντοτε στην ιστορία των κοινωνικών καθεστώτων). Αντί γι΄ αυτήν οραματίζονται, στην εντελώς ειδική, υποτίθεται, περίπτωση του καπιταλισμού, αν όχι την άμεση ανατροπή του, τουλάχιστον την κρίσιμη αποσταθεροποίησή του, είτε με την «κινηματική δράση» περιθωριακών κοινωνικών ομάδων είτε με την αντίσταση κάποιων πολιτικών καθεστώτων στην αφομοίωσή τους από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση- παραβλέποντας ότι η όποια ανατρεπτική λειτουργία τέτοιων καθεστώτων τείνει προς μια αλλαγή τελείως διαφορετική από την επιθυμητή γι΄ αυτούς (και για μένα). ΄Ετσι όμως η πολιτική αφήνεται στα χέρια των διαχειριστών του συστήματος ή όσων το αντιμάχονται από πρωτόγονες, πραγματικά σκοταδιστικές θέσεις.
  • Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2009

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Το δικαίωμα στην εξέγερση

  • Ο ιταλός συγγραφέας Κλάουντιο Μάγκρις αναλύει τη διαρκή σύγκρουση ανάμεσα σε νόμο και ηθική συνείδηση από τον Κικέρωνα μέχρι και τον Μαρξ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα ομιλίας του ιταλού συγγραφέα Κλάουντιο Μάγκρις, την οποία έκανε σε εκδήλωση που έγινε στις 23 Απριλίου 2009, στο πλαίσιο της Biennale του Τορίνου:

ΡΕΝΑΤΟ ΓΚΟΥΤΟΥΖΟ «Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ» (1962)

ΡΕΝΑΤΟ ΓΚΟΥΤΟΥΖΟ «Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ» (1962)

«Η δημοκρατία είναι -όχι μόνον, αλλά είναι και- ο κανόνας που βασίζεται στο κριτήριο να μετράμε τα κεφάλια, σύστημα πιθανόν ελαττωματικό, αλλά, όπως έλεγε ο Εϊνάουντι, το λιγότερο κακό, δεδομένου ότι η μοναδική εναλλακτική λύση είναι να σπάζουμε τα κεφάλια. Μερικές φορές, όμως, μπορεί να είναι αληθινό εκείνο που κραυγάζει ο δόκτωρ Στόκμαν στον «Εχθρό του λαού» του Ιψεν: «Η πλειοψηφία έχει τη δύναμη, αλλά δεν έχει το δίκιο». Και τότε πρέπει να υπακούσουμε στους «άγραφους νόμους των Θεών», ακόμα και ενάντια στους νόμους που προέρχονται από ένα δημοκρατικό κράτος, από αντιπροσώπους μιας κανονικά εκλεγμένης πλειοψηφίας. Ακόμα και ο Χίτλερ έφτασε, κατά κάποιον τρόπο, νόμιμα στην εξουσία στην προπολεμική Γερμανία...

Σε αυτό το σημείο αναδύεται ένα τρομερό και τραγικό ερώτημα: πώς μπορούμε να ξέρουμε αν αυτοί οι άγραφοι νόμοι είναι αληθινά των Θεών, είναι δηλαδή οικουμενικές αρχές;

Είμαστε ορθώς πεπεισμένοι ότι η χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, τα αξιώματα της καντιανής ηθικής, η οποία προτρέπει να θεωρούμε ένα άτομο πάντοτε ως σκοπό και ποτέ ως μέσο, οι δημοκρατικές αξίες της ελευθερίας και της ανεκτικότητας, τα ιδεώδη της κοινωνικής δικαιοσύνης, η ισότητα των δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων σε όλα τα μέρη της γης, είναι οικουμενικά θεμέλια που κανένα κράτος δεν μπορεί να παραβιάζει.

Γνωρίζουμε ωστόσο ότι συχνά οι πολιτισμοί -και ο δικός μας πολιτισμός- επέβαλαν με τη βία σε άλλους πολιτισμούς τις αξίες που αυτοί θεωρούσαν ανθρώπινες και οικουμενικές, και που ήταν αντίθετα το υπεραιωνόβιο προϊόν της δικής τους κουλτούρας, της δικής τους ιστορίας, της δικής τους παράδοσης, η οποία ήταν απλώς ισχυρότερη. Και αν η πλειοψηφία δεν έχει δίκιο, όπως κραυγάζει ο Στόκμαν, είναι εύκολο να υποκύψουμε στον πειρασμό να επιβάλουμε με την ισχύ ένα άλλο δίκιο, που με τη σειρά του διαθέτει μόνο την ισχύ. Η ανυπακοή στον Κρέοντα συνεπάγεται συχνά τραγωδίες όχι μόνον για όποιον δεν υπακούει, αλλά και για άλλους αθώους που συμπερασύρονται από τις συνέπειες.

Για να εξεγερθεί κανείς βάσιμα, η συνείδηση οφείλει να αναφέρεται σε αρχές που υπερβαίνουν την τυχαιότητα και τη σχετικότητα της ιστορικής στιγμής και της κοινωνικοπολιτικής διάταξης, στην οποία ζει το άτομο που εξεγείρεται στο όνομα της συνείδησης. Εκθέτοντας τη στωική θεωρία του φυσικού δικαίου, ο Κικέρων, στο έργο του «De Republica», μιλάει για έναν «αληθινό νόμο, σύμφωνο με τη φύση, οικουμενικό, σταθερό και αιώνιο νόμο, στον οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην υπακούει χωρίς να αποφεύγει τον εαυτό του και χωρίς να αρνιέται την ανθρώπινη φύση». Αυτό το δίκαιο της φύσης, που αντιλαμβάνεται την ανθρωπότητα ως οικουμενική κονότητα, περνάει έπειτα στον χριστιανισμό. Οι άδικοι θετικοί νόμοι, γράφει ο Θωμάς ο Ακινάτης, δεν είναι νόμοι στους οποίους οφείλουμε κάποια υπακοή. Αντίθετα, μάλιστα, ο έντιμος άνθρωπος έχει το δικαίωμα και το χρέος να εξεγείρεται εναντίον τους.

Μέσα από μια πολύπλοκη και αντιφατική διαδρομή και μέσα από μια διαδικασία βαθμιαίας εκκοσμίκευσης, το φυσικό δίκαιο συνδέεται ιδεατά, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται μαζί τους, με τα πολιτικά δικαιώματα της φιλελεύθερης και δημοκρατικής νεωτερικότητας.

Σύμφωνα με τον Λοκ, τον φιλόσοφο της ανεκτικότητας και των πολιτικών δικαιωμάτων, ένα αυταρχικό κράτος αρνιέται την ίδια τη φύση του ανθρώπου.

Η αμερικανική Διακήρυξη του 1776 διακηρύσσει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι και προικισμένοι από τον δημιουργό τους με ορισμένα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας. Και η γαλλική του 1789 μιλάει για ιερά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου.

Δύο διακηρύξεις επαναστατικές, που συνοδεύουν πράγματι δύο επαναστάσεις και διατυπώνουν θεωρητικά το δικαίωμα στην επανάσταση, διακηρύσσοντας ρητά ότι, όταν οποιαδήποτε μορφή κυβέρνησης παραβιάζει αυτές τις αρχές, είναι δικαίωμα του λαού να αλλάξει ή να ρίξει αυτή τη μορφή κυβέρνησης.

Ο Θορό θα διατυπώσει τη θεωρία της ανυπακοής, το «δικαίωμα στην επανάσταση», όπως λέει.

Ενάντια στο δίκαιο της φύσης υψώνονται, όμως, πολλές άλλες φωνές, οι οποίες αμφισβητούν την ίδια την ιδέα μιας «σταθερής, οικουμενικής και αιώνιας φύσης». Ο Χιουμ λέει ότι «η λέξη φυσικός παίρνει ένα τόσο μεγάλο αριθμό νοημάτων και έχει τόσο αβέβαιη σημασία, ώστε φαίνεται μάταιο να αντιδικούμε για το αν η δικαιοσύνη είναι ή δεν είναι φυσική».

Για τον Χομπς η φυσική κατάσταση δεν είναι ειδυλλιακή, αλλά είναι πόλεμος όλων εναντίον όλων, που πρέπει να αναχαιτιστεί από τους νόμους.

Σε αυτή την προοπτική ο δεσμός ανάμεσα σε δίκαιο και ηθική θα διαρραγεί. Το φυσικό δίκαιο θα απορριφθεί ως αυθαίρετο «δέον είναι» στο όνομα των πραγμάτων έτσι όπως αυτά είναι. Κανένας δεν περιφρόνησε όσο ο Χέγκελ τον ανταγωνισμό «ανάμεσα σε αυτό που θα έπρεπε να είναι και σε αυτό που είναι» και, επομένως το φυσικό δίκαιο, το οποίο αυτός θεωρεί αφηρημένο ιδεώδες, κατώτερο από την ανώτερη ηθικότητα που είναι η συγκεκριμένη ύπαρξη του κράτους.

Για τον Μαρξ είναι η ιστορία και όχι η φύση αυτή που πρέπει να φέρει την απελευθέρωση. Ωστόσο, παραμένει στη σκέψη του Μαρξ το ιδεώδες μιας ανθρώπινης προσωπικότητας που αυτοπραγματώνεται στην πληρότητά της (...).*