Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Αλέν Μπαντιού: «Η νεολαία θα εξεγερθεί ξανά όπως τη δεκαετία του ΄60»

Ο διασημότερος εν ζωή γάλλος φιλόσοφος προτείνει «τοπικές δράσεις παντού», λέει τα χειρότερα για τον Νικολά Σαρκοζί και πιστεύει ότι η παγκόσμια εξέγερση είναι προ των πυλών

ΤΑΝΙΑ ΜΠΟΖΑΝΙΝΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011 


Γάλλοι φοιτητές διαδηλώνουν κατά των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Σαρκοζί. Ο φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού εκτιμά ότι «βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια νέα περίοδο νεολαιίστικης εξέγερσης όπως συνέβη στη δεκαετία του ΄60»


ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ «γκουρού της γαλλικής Αριστεράς». Ο ίδιος φέρει με υπερηφάνεια τον τίτλο του μαρξιστή. Αλλά και του φιλοσόφου που ανήκει στην περίφημη γαλλική σχολή της δεκαετίας του ΄60 μαζί με τον Αλτουζέρ, τον Λακάν, τον Ντεριντά, τον Λιοτάρ και τον Ντελέζ. «Είμαι ο τελευταίος επιζών» λέει κρατώντας αποστάσεις από τους νεότερους συναδέλφους του που «υπερασπίζονται την καθιερωμένη τάξη και τον καπιταλισμό». Συναντήσαμε τον Αλέν Μπαντιού την περασμένη Τετάρτη στην Αθήνα, την οποία επισκέφθηκε καλεσμένος του Γαλλικού Ινστιτούτου. Αρχισε τη συζήτηση λέγοντας ότι μιλάει πολύ καλά αρχαία ελληνικά, τα οποία όμως δεν τον βοηθούν καθόλου να καταλάβει τα σύγχρονα που μιλούν οι πολλοί έλληνες φίλοι του.



Κατηγορούν τον Μπαντιού ότι «μισεί τη δημοκρατία». Αλλωστε δηλώνει ότι «η δημοκρατία δεν είναι παρά ένα όργανο προπαγάνδας του καπιταλισμού». Μας διευκρινίζει όμως ότι απορρίπτει τη σημερινή μορφή οργάνωσης των κρατών και όχι τις ιδέες περί ελευθερίας, ισότητας και αδερφοσύνης. Τον ρωτάμε αν έχει υπόψη του κάποιο καλύτερο πολίτευμα από το δημοκρατικό. «Τα τρομοκρατικά και δεσποτικά κράτη που δήλωναν κομμουνιστικά απέτυχαν» λέει. «Συνεπώς πιστεύω ότι το ερώτημα παραμένει, προς το παρόν, ανοιχτό».
Ο Μπαντιού είναι βέβαιος ότι ύστερα από μια περίοδο αδράνειας της νεολαίας, «βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια νέα περίοδο νεολαιίστικης εξέγερσης. Μόνο που η εξέγερση αυτή είναι προς το παρόν εντελώς τυφλή διότι δεν έχει μνήμη, το ιστορικό της παρελθόν είναι πολύ αδύναμο. Ηδη έχουμε την Τυνησία και την Αίγυπτο. Θα υπάρξει μια νέα παγκόσμια εξέγερση της νεολαίας όπως συνέβη στη δεκαετία του ΄60». Η κρίση μπαίνει «υποχρεωτικά» στη συζήτηση. Ο Μπαντιού λέει ότι δεν τον εντυπωσιάζει τόσο η ίδια η κρίση γιατί «ήταν πάντα πιθανή και κάποια στιγμή αναπόφευκτη,ιδίως αφότου απελευθερώσαμε πλήρως το χρηματοπιστωτικό σύστημα». Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η αδυναμία της απέναντι πλευράς την οποία αποκάλυψε η κρίση: «Είναι εντυπωσιακό να βλέπουμε ότι παντού η απάντηση των κρατών,των κυβερνήσεων, των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων είναι πανομοιότυπη- πρέπει να σώσουμε το σύστημα. Κανείς δεν έχει άλλη ιδέα εκτός από το να σώσουμε το σύστημα».


Θεωρεί επίσης εντυπωσιακό το ότι ο κόσμος βλέπει τους μισθούς να μειώνονται, την ανεργία να αυξάνεται, όμως «δεν προτείνει καμία εναλλακτική λύση στα μέτρα που παίρνουν αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις - ο Θαπατέρο, ο Γκόρντον Μπράουν, η Μέρκελ ή ο Παπανδρέου κάνουν το ίδιο πράγμα. Γνώριζα ότι οι λαϊκές δυνάμεις είχαν μεγάλη αδυναμία, όμως η κρίση αποκάλυψε το βάθος της αδυναμίας μας- λέω “μας” γιατί είναι και η δική μου».

Σύμφωνα με τον Μπαντιού, διανύουμε ακόμη την «εποχή της κατάρρευσης του κομμουνισμού». Ο κομμουνισμός «έπρεπε να καταρρεύσει, ήταν ήδη νεκρός» λέει. Ομως το μόνο που προέκυψε ήταν η ιδέα ότι ο καπιταλισμός είναι αναπόφευκτος για όλους. Ο ίδιος προτείνει «να διοργανώσουμε παντού μια αντίσταση τοπική και να προσπαθήσουμε να συνδέσουμε τις αντιστάσεις αυτές όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά σε πιο ευρύ εφόσον η κρίση είναι παγκοσμιοποιημένη. Οσο δεν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα υποχρεωθούμε να συναινέσουμε τελικά, είτε το θέλουμε είτε όχι, στην άποψη που κυριαρχεί σήμερα: όλα έχουν αποτύχει, μη μας μιλάτε για σοσιαλισμό, για κομμουνισμό, δεν υπάρχει παρά μόνο μια φυσική οικονομία, η καπιταλιστική».

Ποια η χρησιμότητα των φιλοσόφων σήμερα; τον ρωτάμε. «Πρώτον, προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο να αμφισβητεί τις επικρατούσες απόψεις, να μην παίρνει τίποτε ως θέσφατο επειδή είναι το έθιμο, η συνήθεια, η οικογένεια, η πατρίδα. Δεύτερον, υπογραμμίζουν ό,τι νέο στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική- δεν δημιουργούν αναγκαστικά καινοτομίες αλλά τις οργανώνουν, τις παρουσιάζουν. Τρίτον, ο φιλόσοφος πρέπει να δίνει κουράγιο: να δείχνει ότι όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα, μπορούμε να επικρίνουμε τις επικρατούσες απόψεις, καινοτομίες υπάρχουν πάντα, μικρότερες ή μεγαλύτερες».

Πριν από τέσσερα χρόνια ο Μπαντιού έγραψε ένα βιβλίο επικριτικό για τον Νικολά Σαρκοζί το οποίο έκανε πάταγο. Η άποψή του για τον γάλλο πρόεδρο σήμερα είναι «ακόμη χειρότερη γιατί έχει πλευρές τις οποίες δεν είχα δει τότε. Για παράδειγμα, μια βαθιά περιφρόνηση προς τους διανοουμένους και την κουλτούρα. Μια πλευρά χυδαία. Μια πλευρά κάπως σαν τον Μπερλουσκόνι: συγχρωτίζεται πάντα με πλούσιους, σκηνοθετεί την ιδιωτική του ζωή και χρησιμοποιεί μονίμως όλα τα δυνατά δημαγωγικά τεχνάσματα. Δεν έχει καν ένα σχέδιο με συνοχή. Σκέφτεται μόνο τον εαυτό του».

  • ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, ΜΕΤΑΛΕΝΙΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΑΟΪΣΤΗΣ
Ο Αλέν Μπαντιού γεννήθηκε πριν από 74 χρόνια στο Ραμπάτ του Μαρόκου. Σπούδασε Μαθηματικά, δίδαξε επί 30 χρόνια Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού VΙΙΙ (Βενσέν) και το 1999 ανέλαβε την έδρα της Φιλοσοφίας στην Εcole Νormale Superieure όπου συνεχίζει να διδάσκει μετά την πρόσφατη συνταξιοδότησή του. Εχει γράψει πολλά φιλοσοφικά και πολιτικά δοκίμια,με κορυφαίο το «Από το είναι στο συμβάν». Ταγμένος στην Αριστερά, δραστηριοποιείται στη «μεταλενινιστική και μεταμαοϊκή» Πολιτική Οργάνωση, της οποίας υπήρξε συνιδρυτής το 1985, μια μετακομματική οργάνωση που ασκεί άμεσες λαϊκές παρεμβάσεις σε εύρος ζητημάτων.
  • «Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΝΤΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠ΄ Ο,ΤΙ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ»
Η νεοελληνική κοινωνία κυοφορεί επώδυνα κάτι καινούργιο με εσωτερικές ανισορροπίες, εκτιμά ο Μπαντιού. Εμποδίζεται όμως από την τριβή του σύγχρονου με τους «παράδοξους αρχαϊσμούς».




«Είναι εντυπωσιακό να βλέπουμε ότι παντού η απάντηση των κρατών, των κυβερνήσεων, των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων είναι πανομοιότυπη- πρέπει να σώσουμε το σύστημα. Κανείς δεν έχει άλλη ιδέα εκτός από το να σώσουμε το σύστημα» λέει ο Αλέν Μπαντιού


- Εχετε επισκεφθεί πολλές φορές την Ελλάδα. Πώς κρίνετε την ελληνική νοοτροπία;

«Η Ελλάδα αποτελεί έναν ιδιαίτερο συνδυασμό μοντερνισμού και αρχαϊσμού. Θα ήταν λάθος να λέγαμε ότι οι Ελληνες παραμένουν δέσμιοι της παράδοσης, όμως υπάρχουν παραδοσιακά χαρακτηριστικά που είναι πιο έντονα στην Ελλάδα απ΄ όσο στη Γαλλία. Ο εθνικισμός είναι σαφέστατα πιο έντονος στην Ελλάδα. Για έναν Γάλλο είναι εντυπωσιακή η θέση της θρησκείας που παραμένει πολύ σημαντική και δεν είναι διαχωρισμένη από το κράτος, ούτε στα χαρτιά ούτε στην πράξη. Την ίδια στιγμή, η ελληνική είναι μια σύγχρονη κοινωνία. Η Ελλάδα με ενδιαφέρει διότι έχει βαθιές αντιφάσεις. Επιπλέον, την πλήττει η κρίση με εξαιρετική ένταση. Από όλα αυτά κυοφορείται κάτι καινούργιο. Θα είναι όμως μια δύσκολη κύηση διότι υπάρχει αυτή η τριβή του σύγχρονου με την κλασική εθνική φιγούρα. Οι κοινωνίες όπου επιβιώνουν παράδοξοι αρχαϊσμοί παρουσιάζουν ενδιαφέρον διότι έχουν εσωτερικές ανισορροπίες και δεν γνωρίζουμε τι θα παραγάγουν τελικά».

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Νόαμ Τσόμσκι: Τι επικρίνω, τι προτείνω

  • Επτά, Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
  • ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Η ΑΚΟΛΟΥΘΗ συνέντευξη του αμερικανού γλωσσολόγου και μαχητικού διανοούμενου Νόαμ Τσόμσκι δόθηκε στον ιταλό ιστορικό Ρομπέρτο Αντονίνι και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Micromega».
-Νόαμ Τσόμσκι, ο άνθρωπος κόντρα στο ρεύμα, η κριτική συνείδηση της υπερδύναμης... Θα μπορούσε ωστόσο να αντιτείνει κανείς ότι εσείς υιοθετείτε μια θέση κατά βάθος εύκολη. Στην πραγματικότητα εσείς, που συχνά ορίζεστε ως αναρχικός ή αντιμπολσεβίκος μαρξιστής ή καρτεσιανός της πολιτικής, ασκείτε κριτική στον καπιταλισμό, αλλά δεν λέτε τίποτα για την κοινωνία στην οποία προσβλέπετε. Ποιο είναι, με άλλα λόγια, το μοντέλο αναφοράς σας; Γιατί δεν το λέτε ποτέ;
«Το λέω σε κάθε άρθρο που γράφω και σε κάθε διάλεξη που δίνω. Οι άνθρωποι που τα λένε αυτά απλώς δεν συμφωνούν με τις απαντήσεις μου και προτιμούν να λένε ότι δεν απαντώ».
-Δοκιμάστε τότε να απαντήσετε σε μας.
«Σύμφωνοι. Για να αρχίσουμε, υπάρχουν βραχυπρόθεσμα ζητήματα, όπως το ζήτημα της υγείας. Υπάρχει μια θαυμάσια λύση, δηλαδή να υιοθετήσουμε ένα δίκαιο σύστημα δημόσιας υγείας. Ας πάρουμε τις στρατιωτικές δαπάνες, που αποτελούν περίπου το μισό του εθνικού ελλείμματος. Οι δαπάνες για την άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών αντιστοιχούν κατά προσέγγιση στο άθροισμα των δαπανών όλων των άλλων χωρών μαζί. Ο σκοπός είναι προφανώς οι ΗΠΑ να κυβερνούν τον κόσμο. Οχτακόσιες στρατιωτικές βάσεις είναι σπαρμένες σε όλο τον πλανήτη. Ε, λοιπόν, υπάρχουν πολύ απλές λύσεις: να περικοπούν ριζικά αυτές οι δαπάνες. Δεν χρειάζεται να κυβερνάμε τον κόσμο. Το πιο μεγάλο και σοβαρότατο πρόβλημα είναι η περιβαλλοντική κρίση που μας απειλεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κάνουν τίποτα. Υπάρχουν περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις στην ηλιακή ενέργεια στην Κίνα από όσες στις ΗΠΑ. Ο Ομπάμα δεν έκανε τίποτα σε αυτό το πεδίο. Είναι βέβαιο ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε το συντομότερο αυτό το ζήτημα και υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα που μπορούν να γίνουν, από την υπεράσπιση του περιβάλλοντος ώς τις επενδύσεις για την ηλιακή ενέργεια».
- Και σχετικά με το μακροπρόθεσμο πλαίσιο αναφοράς;
«Πιστεύω ότι θα έπρεπε να ζούμε όλοι σε μια κοινωνία αληθινά δημοκρατική και ως δημοκρατική κοινωνία εννοώ μια κοινωνία στην οποία όλοι οι θεσμοί υποβάλλονται στον λαϊκό έλεγχο των εργαζομένων και των κοινοτήτων. Σε ό,τι αφορά τους βιομηχανικούς θεσμούς, αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι χρειάζεται να εξαλείψουμε τις συγκεντρώσεις ισχύος».
- Θα παραδεχθείτε, ωστόσο, ότι μια τέτοια κοινωνία δεν υπάρχει πουθενά...

«Και τι θέλετε να πείτε με αυτό; Στον 18ο αιώνα δεν υπήρχαν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Αυτό σημαίνει μήπως ότι θα έπρεπε να είμαστε αντίθετοι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία; Αν ακολουθήσουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης, τότε ο τύπος κοινωνίας στον οποίο προσβλέπουμε δεν θα υπάρξει ποτέ. Το ζητούμενο δεν είναι να πούμε: "Θέλω να είμαι όπως εκείνη ή η άλλη κοινωνία που υπάρχει". Χρειάζεται αντίθετα να πούμε: "Θέλω να αλλάξω αυτήν την κοινωνία προς μιαν ορισμένη κατεύθυνση". Η ιδεώδης κοινωνία στην οποία προσβλέπουμε δεν υπάρχει, αλλά αυτό ήταν αληθινό και όταν οι άνθρωποι ήταν εναντίον της δουλείας ή υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών ή υπέρ της εξάλειψης του ρατσισμού. Πάντοτε ήταν έτσι».

Διαφωνείς; Στο περιθώριο!

- Εσείς έχετε κατηγορηθεί και ότι είσαστε ένα διανοούμενος χωρίς ισορροπία στη διαφωνία του. Επικεντρώνετε τις σκληρές και ανελέητες κριτικές σας στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στο Ισραήλ και «λησμονάτε» λίγο τις χώρες που στο θέμα της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων έχουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα.

«Αυτή είναι μια θέση πολύ συμβατική, την οποία υιοθετούν στα ολοκληρωτικά καθεστώτα οι υπερασπιστές των εγκλημάτων και των ωμοτήτων. Αν επιστρέψουμε στους καιρούς της παλιάς Σοβιετικής Ενωσης, οι διαφωνούντες υποβάλλονταν διαρκώς σε κριτική επειδή επικεντρώνονταν στη Σοβιετική Ενωση και δεν μιλούσαν για τα αμερικανικά εγκλήματα ή, ας πούμε, τα αφρικανικά. Μια στοιχειώδης ηθική αρχή είναι ότι καθένας από μας είναι υπεύθυνος για τις δικές του δράσεις και τις σχετικές συνέπειες. Αν ήθελα να είμαι διάσημος στους κόλπους της ελίτ ή στην ομάδα των κριτικών για τους οποίους μιλάτε, θα μπορούσα να δίνω διαλέξεις για να καταγγέλλω τις φρικαλεότητες που διαπράττουν στο Ιράν και στην Κούβα. Διαφωνούντες, όπως ο Σολζενίτσιν ή ο Γκριγκορένκο, αν είχαν θελήσει να γίνουν ακόμα πιο δημοφιλείς στη χώρα τους, θα μπορούσαν να περιοριστούν στο να ασκούν κριτική στους εχθρούς αποφεύγοντας την κριτική στη Σοβιετική Ενωση».
- Και σε ό,τι αφορά το Ισραήλ;
«Ο λόγος για τον οποίο μιλώ για το Ισραήλ είναι πολύ απλός: τα ισραηλινά εγκλήματα είναι στην πραγματικότητα αμερικανικά εγκλήματα. Μπορούμε να αντιδρούμε πολύ για τα εγκλήματα στα οποία συμμετέχουμε. Κάθε έντιμη και αξιοπρεπής ανθρώπινη επικεντρώνεται στις περιοχές όπου οι ενέργειές της μπορούν να έχουν μιαν επίπτωση. Δεν ασχολούμαι, βέβαια, με το να ασκώ κριτική στις ενέργειες του Τζένγκις Χαν».
- Αυτό όμως δεν αναιρεί το ότι κάθε τόσο θα μπορούσατε να ασκείτε κριτική στις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε χώρες απέναντι στις οποίες υιοθετείτε μια κριτική στάση, όπως για παράδειγμα στην Κούβα.
«Το κάνω πάντοτε, αλλά όχι με τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελαν οι κριτικοί σας. Εκείνο που θα ήθελαν εκείνοι που με κακολογούν είναι από το ύψος μιας εξέδρας να άρχιζα να βρίζω την Κούβα. Αυτό θα ήταν μεγάλη υποστήριξη στα αμερικανικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Κούβα και ενεργώντας έτσι ίσως να κέρδιζα και βραβεία. Αντίθετα, αυτό που κάνω εγώ είανι να πηγαίνω στην Κούβα και να μιλώ για την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην κουβανική τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις δημόσιες συναντήσεις στο κέντρο της Αβάνας, που οργανώνονται από τον Ρικάρντο Αλαρκόν, τον πρόεδρο του κουβανικού Κοινοβουλίου.
»Αυτοί είναι οι τόποι όπου χρειάζεται να μιλώ για την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Κούβα, αλλά φυσικά δεν πήρα καμιάν ανταμοιβή γι' αυτό».
- Μπορούμε να σας θεωρήσουμε, χωρίς να κινδυνεύουμε να διαψευστούμε, ως τον πιο γνωστό και με τη μεγαλύτερη επιρροή διανοούμενο στον κόσμο. Κι ωστόσο, δεν είστε πολύ παρών στα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Γιατί, κατά τη γνώμη σας;
«Αν μου επιτρεπόταν να εκφράζομαι στον παραδοσιακό αμερικανικό τύπο, θα συμπέραινα ότι έχω διαπράξει κάποιο λάθος. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να θέλουν να ακούσουν τις κριτικές στις ιδεολογίες τους, στο ρόλο τους και στην εξουσία τους; Ολοι οι διαφωνούντες, σε οποιαδήποτε κοινωνία, περιθωριοποιούνται. Παντού και πάντοτε οι περισσότεροι διανοούμενοι υπηρετούσαν την εξουσία. Αλλά παντού υπάρχει και μια μικρή ομάδα διαφωνούντων η οποία πρέπει να περιθωριοποιηθεί. Ποιος υποχρεώθηκε να πιει το κώνειο στην αρχαία Ελλάδα; Αυτός που διέφθειρε τους νέους μαθαίνοντάς τους να σκέφτονται κριτικά. Υπάρχουν διαφωνούντες διανοούμενοι ακόμα και στη Βίβλο: οι προφήτες. Και τι πάθανε αυτοί; Φυλακίστηκαν, υποχρεώθηκαν να πάνε στην έρημο κ.ο.κ.
»Από τότε μέχρι τις μέρες μας δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, είναι λίγο ώς πολύ η ίδια ιστορία, ανάλογα φυσικά με τον τύπο κοινωνίας στην οποία ζει κανείς. Στην Τσεχοσλοβακία, ο Βάτσλαβ Χάβελ φυλακίστηκε. Τους "διαφωνούντες" στο Ελ Σαλβαδόρ η αμερικανική ελίτ των αποφοίτων της στρατιωτικής σχολής τούς έκανε να τινάζουν τα μυαλά τους στον αέρα. Ο Χάβελ είναι πολύ γνωστός στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή ήταν ένας διαφωνών σε ένα εχθρικό κράτος. Τους ιησουίτες του Ελ Σαλβαδόρ δεν έχουμε ακούσει να τους κατονομάζει σχεδόν κανείς, επειδή δολοφονήθηκαν απάνθρωπα από τους ηγέτες του ελεύθερου κόσμου και γι' αυτό δεν μάθαμε τίποτα. Αυτά είναι σχήματα που αναπαράγονται σε κάθε κοινωνία. Η δική μας είναι μια ουσιαστικά ελεύθερη κοινωνία και γι' αυτό δεν τινάζουν τα μυαλά των διαφωνούντων της στον αέρα, δεν τους βάζουν στη φυλακή, αλλά τους περιθωριοποιούν».

Ταχθείτε σε ιδέες, όχι σε άτομα


- Σε ένα πράγμα εσείς είστε σίγουρα πολύ Αμερικανός: στη μέχρις εσχάτων υπεράσπιση της αρχής της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου. Σε τέτοιο σημείο ώστε να υπερασπιστείτε, με μια τοποθέτηση που σας δημιούργησε πολλούς εχθρούς στην ευρωπαϊκή και εβραϊκή διανόηση, το δικαίωμα του ιστορικού Ρομπέρ Φορισόν να εκφράζεται δημόσια αρνούμενος την ύπαρξη των θαλάμων αερίων.


«Σύμφωνα με τη σταλινική και με τη ναζιστική θεωρία, είναι το κράτος, το "ιερό" κράτος, αυτό που έχει την εξουσία να καθορίζει την ιστορική αλήθεια και να τιμωρεί όλους εκείνους που παρεκκλίνουν. Δεν συμφωνώ. Θεωρώ ότι ο Φορισόν θα έπρεπε απλώς να αντιμετωπιστεί όπως θα τον αντιμετώπιζαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εδώ υπάρχουν πρόσωπα πολύ πιο σημαντικά από τον Φορισόν, καθηγητές στα πιο μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας, που δημοσίευσαν βιβλία υποστηρίζοντας ότι το Ολοκαύτωμα δεν υπήρξε ποτέ. Κανείς δεν άκουσε να γίνεται λόγος γι' αυτούς, επειδή κανείς δεν τους παίρνει στα σοβαρά. Αν είχαμε εδώ στην Αμερική διανοούμενους σαν τους Γάλλους, θα γέμιζαν σελίδες ολόκληρες σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες, όπως οι "New York Times", για να τους καταγγέλλουν. Θα μιλούσαν γι' αυτούς στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο κάνοντάς τους διάσημους. Ισως και να κατόρθωναν να περάσουν ένα νόμο για να δώσουν στο κράτος το δικαίωμα να λέει ποια είναι η αλήθεια. Οχι, εγώ αντιτίθεμαι σε αυτό (...)».

-Εσείς υπήρξατε και είστε ένας από τους κορυφαίους γλωσσολόγους. Πατέρας της γενετικής γραμματικής, που αποτελεί σημείο αναφοράς όλων των γλωσσολογικών αναλύσεων. Εσείς είστε, όπως υπενθυμίσαμε, ίσως ο πιο γνωστός διανοούμενος και με τη μεγαλύτερη επιρροή στο πεδίο της κοινωνικής κριτικής. Στο επίπεδο της μεθοδολογίας, του τρόπου εργασίας, υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στα δύο πεδία, τη γλωσσολογική ανάλυση και την πολιτική ανάλυση;

«Είναι όμοιες μόνον στο μέτρο που και οι δύο θα πρέπει να είναι ορθολογικές, και οι δύο θα πρέπει να βασίζονται στα γεγονότα, και οι δύο θα πρέπει να αντλούν λογικά συμπεράσματα με αφετηρία ορισμένες προκείμενες, και οι δύο θα πρέπει να είναι έντιμες, και οι δύο δεν θα πρέπει να υποκρίνονται. Υπάρχει ένα είδος μακρινού δεσμού, αλλά πολύ μακρινού. Η καρτεσιανή θεωρία απλώνει τις ρίζες της στην έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας, η οποία αναπτύχθηκε αργότερα, στη διάρκεια του Διαφωτισμού, από τον Ρουσό, τον Χούμπολντ και άλλους, ελευθερία που είναι αναπόσπαστο μέρος της φύσης της γλώσσας. Σύμφωνα με τον Καρτέσιο, το κεντρικό στοιχείο της γλώσσας είναι η ικανότητά της να δημιουργεί ελεύθερα νέες εκφράσεις, ικανές να μεταδίδουν νέες ιδέες χωρίς όρια, να είναι ελεύθερη από εξωτερικούς ελέγχους. Είναι σίγουρα δημιουργικές όψεις της ανθρώπινης σκέψης και της γλώσσας. Ισως η κύρια ιδιαιτερότητά τους. Ο Διαφωτισμός προσπάθησε να δημιουργήσει ένα δεσμό μεταξύ της γλώσσας και του ενστίκτου ελευθερίας και άντλησε από αυτόν το δεσμό το συμπέρασμα ότι μια κοινωνική και πολιτική δομή που καταπιέζει αυτό το ένστικτο δεν μπορεί να είναι νόμιμη. Αυτή η έννοια επανεμφανίζεται στον κλασικό φιλελευθερισμό, στον Ανταμ Σμιθ, για παράδειγμα, ή στον Βίλχελμ φον Χούμπολντ, αλλά είναι ένας αδύναμος δεσμός και δεν θα επέμενα πάρα πολύ σε αυτό».
-Στη φιλοσοφική σας τοποθέτηση αναφέρεστε συχνά στον Χούμπολντ, στον Καρτέσιο, σε ορισμένους αναρχικούς, ακόμα και στον Ανταμ Σμιθ. Ποια είναι η σχέση σας με τον Καρλ Μαρξ;

«Τα πρώτα χειρόγραφα του Καρλ Μαρξ προέρχονται άμεσα από αυτήν την παράδοση, από τον ρομαντικό Διαφωτισμό, στην πραγματικότητα σχεδόν κατά γράμμα. Από εκεί προέρχεται και η έννοια της αλλοτρίωσης. Στα μεταγενέστερα γραπτά, ο Μαρξ έκανε μια πολύ οξυδερκή κριτική ανάλυση των θεμελιωδών συστατικών στοιχείων του καπιταλιστικού συστήματος και των ιστορικών αλλαγών. Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να μάθουμε από αυτόν. Το αν μπορούμε να εφαρμόσουμε το μαρξισμό στη σύγχρονη κοινωνία είναι συζητήσιμο, αλλά σίγουρα η διανοητική συνεισφορά του Μαρξ έχει μεγάλη σημασία. Δεν θα όριζα τον εαυτό μου μαρξιστή ούτε καρτεσιανό ούτε κάτι άλλο. Δεν πρέπει να λατρεύουμε τα άτομα, αλλά να ενδιαφερόμαστε για τις ιδέες».

Πόσο δημοκρατική είναι η Αριστερά


  • Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν Τζεφ Ιλι εξηγεί πώς μεταξύ 1850 και 2000 σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί και άλλοι ριζοσπάστες απέτυχαν μεν να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό, αλλά καθ΄ οδόν προς τον σοσιαλισμό εμπλούτισαν τη δημοκρατία
  • ΤΟΥ ΔΗΜ. Α. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ | Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
H άποψη του Τζεφ Ιλι ότι τον τελευταίο ενάμιση αιώνα η Αριστερά στις διάφορες εκδοχές της συνέβαλε στη διεύρυνση και στον εμπλουτισμό της δημοκρατίας δεν είναι πρωτότυπη. Και άλλοι αναλυτές, όπως ο κοινωνιολόγος Μάικλ Μαν, έχουν υποστηρίξει ότι οι κυριότερες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και των αριστερών κομμάτων που αντιμάχονταν τον καπιταλισμό δεν άλλαξαν τόσο αυτόν όσο τη δημοκρατία. Ωστόσο ο Ιλι εξηγεί καλύτερα από κάθε άλλον πώς, μεταξύ των ετών 1850 και 2000, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί και άλλοι ριζοσπάστες απέτυχαν μεν να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό, αλλά καθ΄ οδόν προς τον σοσιαλισμό εμπλούτισαν τη δημοκρατία.

Ο συγγραφέας ξεκινά από την τυπική έννοια της δημοκρατίας ως πολιτεύματος όπου διεξάγονται εκλογές με καθολική, ισότιμη και μυστική ψηφοφορία από άνδρες και γυναίκες και ασκούνται ακώλυτα οι πολιτικές ελευθερίες. Το επιχείρημά του είναι ότι ούτε καν αυτή η διαδικαστική αντίληψη της δημοκρατίας δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς τους αγώνες των αριστερών, καθώς και των φεμινιστικών, συνεταιριστικών, συνδικαλιστικών, ειρηνιστικών και οικολογικών κινημάτων. Χάρη κυρίως στις δικές τους κινητοποιήσεις, κοινωνικές ομάδες που αρχικά ήταν αποκλεισμένες ενσωματώθηκαν στο πολιτικό σύστημα, ενώ στα αστικά και στα πολιτικά δικαιώματα προστέθηκαν και τα κοινωνικά.
  • Με ευρυγώνια ματιά

Η πρωτοτυπία του Ιλι έγκειται αλλού. Πρώτον, στο πώς εξηγεί τον εκδημοκρατισμό. Εκεί που ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες θα γενίκευαν τα συμπεράσματά τους με βάση στατιστικές συσχετίσεις ανάμεσα σε επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και βαθμούς εκδημοκρατισμού, ο Ιλι μιλάει για συνελεύσεις εργατών, στρατηγικές κομμάτων και συνδικάτων και εξεγέρσεις. Οπου τυχόν παραδοσιακοί αναλυτές θα εστίαζαν στις αντιλήψεις και συμπεριφορές των δημοκρατικών ελίτ κατά την παράδοση ή στην εγκατάλειψη της εξουσίας από τους επικεφαλής αυταρχικών καθεστώτων, ο βρετανός ιστορικός εστιάζει στη συμπεριφορά των μαζών.

Δεύτερον, ο Ιλι έχει ευρυγώνια ματιά. Αντλεί ιστορικά παραδείγματα από πολλές χώρες της Δυτικής, Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης. Τρίτον, ο συγγραφέας πείθει ότι η δημοκρατία στην Ευρώπη δεν εξελίχθηκε νομοτελειακά, αλλά αναπτύχθηκε μέσα από πέντε διαδοχικές υπερβάσεις των εκάστοτε θεσμικών τειχών που κατέρρεαν κάθε φορά, αφήνοντας χώρο για περισσότερη δημοκρατία. Οι πέντε κρίσιμες στιγμές περαιτέρω εκδημοκρατισμού, στον οποίο κατεξοχήν συνέβαλε η Αριστερά κάθε εποχής, ήταν οι εξής: 1776-1815 (αστικές επαναστάσεις), 1859-1871 (κοινοβουλευτικός συνταγματισμός), 1914-1923 (πτώση αυτοκρατοριών, κομμουνιστικές εξεγέρσεις), 1943-1949 (κορπορατισμός, κράτος πρόνοιας) και 1989-1992 (εκδημοκρατισμός της Ανατολικής Ευρώπης).

Η αφήγηση του Ιλι γίνεται επική όταν παραθέτει ιστορίες αγωνιστών, από πολωνούς αντιστασιακούς εγκλωβισμένους στο γκέτο της Βαρσοβίας ως βρετανίδες φεμινίστριες της εποχής μας. Κάποτε ωστόσο ο καταιγισμός πληροφοριών (ονόματα, τόποι και χρονολογίες) αφαιρεί από την αναγνωστική απόλαυση. Τα παραθέματα από βιβλία πρωταγωνιστών κάθε εποχής παρεμβάλλονται αναζωογονητικά, έστω και αν- τόσο στο πρωτότυπο όσο και στην ελληνική έκδοση- η σώρευση των υποσημειώσεων στο τέλος κάθε τόμου οδηγεί στη βασανιστική αναζήτηση των παραπομπών. Πάντως τα ευρετήρια είναι εξαιρετικά χρήσιμα, η δε ελληνική μετάφραση και επιμέλεια αξίζουν επαίνους.
  • Βιαστικές ερμηνείες

Προσπαθώντας να συγκεράσει θεωρητικές συζητήσεις δεκαετιών για το αν η κοινωνική τάξη ή η οπτική του φύλου είναι τα καταλληλότερα εργαλεία για να ερμηνεύσει κανείς το παρελθόν, ο συγγραφέας υφαίνει στην ανάλυσή του μοτίβα φεμινιστικών αγώνων,καθώς και άλλων, μη ταξικών, διεκδικήσεων. Αντίθετα μάλιστα με την ερμηνεία που δίνει ο επιμελητής της ελληνικής έκδοσης στον κατά τ΄ άλλα πολύ ενδιαφέροντα πρόλογό του, ο βρετανός ιστορικός δεν επιμένει στην ταξική ανάλυση, ιδίως στην περίοδο μετά το 1968. Ούτε ελπίζει «να παρουσιαστεί η εργατική τάξη ξανά ως συλλογικό δρων υποκείμενο» ούτε προχωρεί σε σκωπτικά σχόλια για τον Ρομάνο Πρόντι και τον Κώστα Σημίτη, όπως κάνει ο επιμελητής (σελ. 21). Ο Ιλι αποδίδει μεν στους σοσιαλδημοκράτες έλλειψη«φαντασίας ή γενναιοψυχίας» (σελ. 821) αλλά δεν φθάνει να κατηγορήσει τη μεταρρυθμιστική Αριστερά ότι«επιζητεί εύσημα καλής διαγωγής από τους πλούσιους»(σελ. 20 του ελληνικού προλόγου).



  • Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τι ψάχνει το κόμμα του Κανένα;


Τα ποσοστά του ανεβαίνουν διαρκώς στις δημοσκοπήσεις. Η επιλογή «κανένας» στο ποιος είναι κατάλληλος για να ηγηθεί του τόπου αποτελεί πια μια ισχυρή δύναμη. Είναι το τέλος της πολιτικής έτσι όπως τη γνωρίζαμε; Φταίει η απογοήτευση από τα υπάρχοντα κόμματα «εξουσίας» και «διαμαρτυρίας»; Μήπως οι πολίτες επιλέγουν να αντιδράσουν έτσι νιώθοντας αποκομμένοι από την πολιτική και τους θεσμούς της; Μάλιστα ορισμένοι εκτιμούν ότι κάποιες σημαντικές επιλογές αποφασίζονται όχι μόνον ερήμην τους αλλά και έξω από τη χώρα. Δύσκολες οι απαντήσεις, ειδικά όταν οι διαθέσεις των πολιτώνταλαντεύονται στο εκκρεμές αδιαφορία- ενεργή παρουσία στα πολιτικά δρώμενα.
  • ΤΟ ΒΗΜΑ | Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
Ο Κύκλωπας της αδράνειας
  • ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ 
Βρισκόμαστε όλοι υπό το κράτος της απορίας. Πώς γίνεται η χώρα που ανακάλυψε την «πολιτική», δημιούργησε το επάγγελμα του «πολιτευτή» και εκκόλαψε το παγκοσμίως μοναδικό ρήμα «πολιτεύομαι», πώς γίνεται να αποστρέφει τα βλέμματά της από τη διαχείριση των κοινών; Πώς γίνεται να προτιμά το κόμμα του κανενός; Ποιοι είναι οι λόγοι που εξώθησαν την κατά παράδοση υπερπολιτικοποιημένη αυτή χώρα που εμφάνιζε υψηλότατα ποσοστά συμμετοχής στα πολιτικά τεκταινόμενα να οδηγείται σε μια αποστασιοποίηση που αγγίζει τα όρια της αποστροφής; Πώς εξηγείται ότι εκείνοι που για οποιονδήποτε λόγο αρνούνται, δυσφορούν ή έστω διατηρούν επιφυλάξεις να μετάσχουν στο δημοκρατικό παίγνιο εμφανίζονται περισσότεροι από εκείνους που δείχνουν να επιμένουν ως ενεργοί πολίτες να ασκούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα; Πράγματι, η ρήξη με όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε είναι θεαματική. Και οι ρήξεις πάντα γεννούν νέες λέξεις. Και έτσι είδε το φως, ονομάστηκε και γεννήθηκε το «κόμμα του κανενός».

Στην πραγματικότητα βέβαια το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Σε όλες τις μεγάλες δημοκρατικές χώρες, η αύξουσα αναξιοπιστία του πολιτικού, η προϊούσα ιδιοτέλεια και η ιδιωτικοποίηση των ατομικών σχεδίων και προοπτικών έχουν από καιρό οδηγήσει στην ενίσχυση των αδιάφορων πολιτικών εκείνων κινημάτων που εκφράζονται με τα κόμματα των ερασιτεχνών, ψαράδων, κυνηγών ή φυσιολατρών που πρoτιμούν εκδρομές από την εκλογική «ταλαιπωρία». Στις ΗΠΑ π.χ. τα ποσοστά συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές μετά βίας αγγίζουν το 50% των εγγεγραμμένων. Με αυτή την έννοια, το σύνδρομο της αποχής δεν πρέπει να μας εκπλήσσει.

Στις μέρες μας όμως η αποχή δεν εκφράζει πια προσωπικές και μόνον επιλογές, αλλά απηχεί βαθύτερες μεταλλαγές στην πρόσληψη του πολιτικού. Ετσι, η εισβολή του νέου αυτού «ιού» στη χώρα μας δεν είναι παρά το επιφαινόμενο των νέων προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς που καλούνται να εναρμονιστούν με μια παγκοσμιοποιημένη πια οικουμένη. Ο εκσυγχρονισμός των «ηθών» ακολουθεί τον εκσυγχρονισμό των δημοκρατικών κοινωνιών και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο κόσμος όλος φαίνεται πια να οδηγείται προς νέες μορφές αυτο-αναπαραγόμενων εξουσιών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η ουδέτερη λέξη «διακυβέρνηση» τείνει να αντικαταστήσει τις φορτισμένες λέξεις κυβέρνηση και πολιτική. Στο εξής, τα «κοινά» εμφανίζονται ως αντικείμενα μιας απλής «διαχείρισης» ενός συστήματος που οφείλει να αυτορρυθμίζεται με τις ελάχιστες δυνατές εκ των άνω πολιτικές παρεμβάσεις.

Στα πλαίσια αυτά, η δημοκρατία μοιάζει να λειτουργεί ως άλλοθι. Οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται σε κάποιο απροσδιόριστο «αλλού» (π.χ. στις λεγόμενες «αγορές» ή στους κόλπους αδιαφανών υπερεθνικών θεσμών που ούτε εκλέγονται ούτε λογοδοτούν). Από την άποψη αυτή λοιπόν, θα έλεγα ότι το εκλογικό παίγνιο δεν είναι παρά μια θεατρική τελετουργία που στοχεύει στη συνεχή αναβάπτιση μιας κλυδωνιζόμενης εξουσιαστικής νομιμοποίησης. Μια τελετουργία όπου η (προαιρετική) συμμετοχή οργανώνεται έτσι ώστε να παραμένει ατελέσφορη. Είναι γεγονός ότι τα κατεστημένα συμφέροντα υπηρετούνται καλύτερα όταν ο πολιτικός έλεγχος είναι θεατρικός. Τα ηχηρά δάκρυα που χύνονται στο όνομα της μειωμένης συμμετοχής είναι κροκοδείλια. Τι απομένει λοιπόν στους πολίτες; Τι μπορούν να κάνουν εκείνοι που δυσφορούν, υποφέρουν ή εξοργίζονται από το γεγονός ότι νιώθουν ολοένα και πιο απόβλητοι από το σύστημα λήψεως αποφάσεων; Είναι δυνατόν να υπάρξουν προϋποθέσεις για να επανέλθουν στη φαντασίωση της συλλογικής τους αυτοθέσπισης;

Πώς θα μπορέσουν η πολιτική και η δημοκρατία να ανακτήσουν τη χαμένη αυτονομία τους; Και στα πλαίσια αυτά πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί το δικομματικό «δυο-πώλιο» που μέσα από την «εναλλαγή στην εξουσία» των «κομμάτων εξουσίας» διαιωνίζει την ανομολόγητη ουσιαστική εξομοίωση ή προσέγγιση όλων εκείνων που συνυπογράφουν την ανάγκη «ρεαλιστικής συμμόρφωσης» στις έξωθεν προσδιοριζόμενες συνθήκες. Το θατσερικής έμπνευσης σύνδρομο ΤΙΝΑ («Τhere is no alternative»- «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση») συνοψίζει τη διάχυτα πια αποδεκτή «πολιτική ορθότητα» της παραδοχής ότι το πολιτικό δεν δικαιούται να υπάρχει και να δρα παρά μόνον ως ετερόνομο.

Είναι γεγονός ότι υπό τους όρους αυτούς δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές προοπτικές εξόδου από τα δημοκρατικά ελλείμματα και αδιέξοδα. Στο μέτρο που το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα παραμένει συγκροτημένο ως «κλειστό», οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε να «εξέλθουν» ούτε να «αποσυρθούν», ούτε να μετασχηματίζουν τους συνταγματικά κατοχυρωμένους δημοκρατικούς κανονισμούς. Δεν τους μένει παρά η δυνατότητα της «φωνής», της έναρθρης ή και άναρθρης διαμαρτυρίας ενάντια στην καθημερινότητα ενός συστήματος εξουσιών που τους καθυποτάσσει. Οταν λοιπόν η φωνή αυτή βοά εν τη ερήμω, όταν το δικομματικό σύστημα αναπαράγεται αδιατάρακτο και όταν οι λύσεις που προβάλλονται από εκείνους που μπορούν να μετάσχουν στην εναλλαγή στην εξουσία δεν είναι πειστικές τότε η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απόγνωση. Από τη στιγμή που η έξοδος είναι αδύνατη, και η φωνή αναποτελεσματική, είναι φυσικό ότι το «κόμμα του κανένα» εμφανίζεται ακάθεκτο στο προσκήνιο.

Το «κόμμα» αυτό όμως δρα εκτός των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών θεσμών και των διαδικασιών όπου λαμβάνονται έγκυρες αποφάσεις. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί να υπόκειται σε συνεχείς πρωτεϊκές μεταμορφώσεις. Εξελισσόμενο με μόνο γνώμονα τη δική του ανεξέλεγκτη εσωτερική δυναμική, παραμένει ατιθάσευτο. Ο «κανένας» δεν υπακούει σε κανόνες. Ο πολλαπλασιασμός των αδιάφορων ψαράδων, κυνηγών ή αναχωρητών είναι βέβαια πιθανός. Εξίσου πιθανό όμως και το ενδεχόμενο πολλαπλασιασμού κρουσμάτων ανυπακοής, εκρηκτικής βίας και διάχυτης ανομίας. Και εδώ ακριβώς ίσως να εντοπίζονται τα ιστορικά όρια των εξουσιών που έχουν πια συνηθίσει να επαναπαύονται στη χειραγώγηση των πειθήνιων ή αδιάφορων υπηκόων. Τα εξουθενωμένα και αδρανή «πολιτικά σώματα» μπορεί να βρουν τον δικό τους τρόπο να ξαναγίνουν ενεργά. Ετσι, εις πείσμα ίσως των φαινομένων, η σταθερότητα των συναινετικών δομών εμφανίζεται περισσότερο έωλη από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Ισως λοιπόν τα «κόμματα του κανένα» να εμφανίζονται ως οι κατ΄ εξοχήν φορείς της πάντα ελλοχεύουσας πανουργίας της ιστορίας. Το ξέρουμε άλλωστε από την αρχαιότητα. Για να αντιμετωπίσει τον Πολύφημο, ο πολυμήχανος Οδυσσέας εμφανίστηκε ως «Ούτις», δηλαδή ως κανένας.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.
Πολιτική αδιαφορία: Τυχαίο; Δεν νομίζω
  • AΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ 
Δεν θα έπρεπε να είναι πηγή ανησυχίας το δημοσκοπικό εύρημα ότι οι πολίτες στην πλειονοψηφία τους αδιαφορούν ποιος θα τους κυβερνήσει. Αυτή η αδιαφορία θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένδειξη εμπιστοσύνης: ανεξαρτήτως προσώπων, οι υπηρεσίες θα συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα, οι υποθέσεις και οι δουλειές τους θα πηγαίνουν καλά χωρίς την ανάγκη πολιτικών παρεμβάσεων. Οι πολιτικές αποφάσεις έχουν πλέον αντικατασταθεί από κανόνες και κριτήρια που εφαρμόζονται αυτόματα, τα μικρά ζητήματα διαχείρισης που μένουν είναι στα χέρια τεχνοκρατών που προσλαμβάνονται με πάγιες αξιοκρατικές διαδικασίες. Τι άλλο έχει να κάνει η πολιτική, και γιατί να μπουν σε κόπο να επιλέξουν ιδεολογία και πρόσωπα που θα τους κυβερνήσουν;

Αυτή δεν είναι μια αυθαίρετη ερμηνεία. Σύμφωνα με τη θεωρία για το Τέλος της Ιστορίας του Φράνσις Φουκουγιάμα, οι άνθρωποι ζώντας σε μια κοινωνία στην οποία θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους, και κυρίως το αίσθημα της αναγνώρισης, θα εγκατέλειπαν σιγά σιγά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις και θα ζούσαν όπως στα ειδυλλιακά αμερικανικά μεσοαστικά προάστια. Θα πήγαιναν το πρωί στη δουλειά τους, το απόγευμα θα κούρευαν το γκαζόν, το Σαββατοκύριακο για ψώνια, φιλικές συναντήσεις και σπορ. Τέλος της Ιστορίας σημαίνει τέλος της πολιτικής, και αντίστροφα: Χωρίς αντιπαραθέσεις, δηλαδή χωρίς πολιτική, τελειώνει και η Ιστορία. Γίνεται κάτι απίστευτα βαρετό, κάτι χωρίς ειδήσεις, περίπου σαν την εφημεριδούλα που εκδίδει το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η άλλη, η διαφορετική ανάγνωση, εκδηλώνει ανησυχία. Πρόκειται για απόρριψη της πολιτικής σε συνθήκες που κάθε άλλο παρά θυμίζουν ειδυλλιακές κοινωνίες στο λυκόφως της Ιστορίας. Αλλά και πάλι, γιατί θα πρέπει να ανησυχούμε; Τόσο κόπο δεν κάναμε για να περάσουμε από την έννοια της πολιτικής στην έννοια της διαχείρισης; Τόση συζήτηση δεν έγινε ώστε ολόκληροι τομείς, όπως η εξωτερική πολιτική, η Αμυνα και οι εξοπλιστικές δαπάνες, η Παιδεία, η οικονομία εν τέλει, να γίνουν αντικείμενα διακομματικής συναίνεσης, να εξαιρεθούν επομένως από την πολιτική και τις αντιπαραθέσεις που εγγενώς τη χαρακτηρίζουν; Αν επιτευχθεί η συναίνεση που ευαγγελίζονται όλοι, τι νόημα έχει ποιος ή ποια θα είναι πρωθυπουργός; Στο κάτω-κάτω πόσες από τις υποθέσεις που μας αφορούν δεν είναι αποτέλεσμα κανονισμών και ρυθμίσεων που μας έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση; Σε πόσες από αυτές βαραίνουν οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου; Η πολιτική δεν είναι πλέον αυτό που ήταν.

Αφορά ένα περιθώριο πραγμάτων, το οποίο γίνεται σημαντικό όταν αναδεικνύεται ως έλλειψη ή μειονέκτημα: Αν λ.χ. έχεις έναν ανέντιμο, ή τεμπέλη, ή ιδεολογικά φανατισμένο πρωθυπουργό, ή αν δεν αποφεύγει την ακραία γελοιοποίηση όπως ο ιταλός πρωθυπουργός. Αλλά πού βρίσκονται οι μεγάλες και βασικές επιλογές; Η νέα δημόσια διαχείριση ασκείται εκτός πολιτικής στο τεχνολογικό σύμπαν της διακυβέρνησης, στον αστερισμό των συμπράξεων ιδιωτικού- δημοσίου, στους αυτοματισμούς που περιγράφουν τα εγχειρίδια νεοκλασικής οικονομίας. Αν λοιπόν οι πολιτικοί παραμερίζουν την πολιτική για χάρη της διακυβέρνησης, τότε γιατί να παραπονιούνται για την αποχή από την πολιτική, για το αν οι πολίτες εκδηλώνουν την ουδετερότητά τους απέναντι στα κόμματα εξουσίας;

Παρ΄ όλα αυτά η πολιτική δεν εξέλιπε. Υπάρχει ένα αίσθημα πνιγμού στην κοινωνία γιατί βρίσκεται κάτω από ένα πυκνό δίχτυ που πληροφορεί και διαμορφώνει την κοινή γνώμη και δεν επιτρέπει παρά επιλεκτικά και μεμονωμένα να ακουστούν κάποιες φωνές εδώ και ΄κεί. Εκτεταμένα στρώματα πληθυσμού όμως δεν μπορούν να εκφραστούν, γιατί δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να ακουστεί η φωνή τους. Τα κόμματα αποτελούν ένα είδος επιχειρήσεων όπου οι εσωτερικοί κανόνες του παιχνιδιού είναι ισχυρότεροι από τις σχέσεις τους με την κοινωνία, και αποτελούν τη μοναδική αναφορικότητα της γλώσσας που χρησιμοποιούν. Ωστόσο μικρές ομάδες πολιτών κινητοποιούνται εδώ και εκεί, δημιουργούν ομάδες αλληλεγγύης και συμπαράστασης, καμιά φορά μάλιστα καταφέρνουν οριακά καλά αποτελέσματα, όπως στις δημοτικές εκλογές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, άλλες φορές όμως υποκύπτουν κάτω από το βάρος μιας αρνητικής εικόνας που δημιουργούν τα πλέγματα εξουσίας και ενημέρωσης, χρησιμοποιώντας ενδεχομένως και δικές τους αδεξιότητες. Ολα αυτά χαρακτηρίζονται από πολυμορφία, αλλά απουσιάζει ένα πολιτικό κίνημα με ιδέες, προγράμματα και μαζικότητα που θα ήταν σε θέση να ασκήσει όχι πολιτικές αλλά πολιτική, που να θέτει κεντρικά διακυβεύματα και να αφορά τη διακυβέρνηση. Ενώ η πολιτική των κομμάτων εξουσίας έχει γίνει σκληρό παιχνίδι εξουσίας απαλλαγμένο από τα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά, οι εκδηλώσεις αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής εξαερώνονται σε ένα είδος ψυχοθεραπείας. Καθησυχάζουμε τη συνείδησή μας, μας ενδιαφέρει η επιτυχία τους, αλλά σπανίως η αποτελεσματικότητά τους.

Αυτό το σύστημα όμως, που βγάζει στην αδιαφορία, χρειάζεται μια εξωτερική νομιμοποίηση. Οι πολίτες πρέπει να παίζουν τον ρόλο τους επιλέγοντας πρόσωπα και κόμματα που θα τους κυβερνήσουν. Για αυτόν τον λόγο υπάρχει και μια σκηνή αντιπαράθεσης, όπως οι «εξεταστικές», και φυσικά οι τόνοι θα ανεβούν πριν από τις εκλογές, ώστε ένας νέος γύρος σκληρών αντιπαραθέσεων να παιχτεί στις οθόνες. Τότε τα ποσοστά αδιαφορίας θα μειωθούν. Εκτός και αν καμιά τίγρη πηδήξει έξω από το κλουβί της. Αλλά και πού να πάει;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η οπτασία του ύπουλου Μεσσία
  • ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
  • «Τα πλήθη δεν είναι ηρωικά, ακολουθούν τη φωνή του συμφέροντος» Κ. Παπαρρηγόπουλος
Oι στατιστικές διαθέτουν την τεχνογνωσία να παίρνουν ακριβές δείγμα από την ανθρώπινη μάζα. Ερωτάται το πλήθος: «Προτιμάς, ψηφοφόρε, να σε κυβερνήσει Εκείνος ή ο Αλλος, ή Κανένας;» Το πλήθος επιλέγει με τη φωνή του συμφέροντος. Εχει κυρίως ως κριτήριό του το καλάθι της νοικοκυράς. Ομως όταν ή Εκείνος ή ο Αλλος δεν του δημιουργήσουν πειστική αυταπάτη ότι μπορούν να του προσφέρουν την επιθυμητή ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών τότε τη θέση παίρνει ο Κανένας. Ο Κανένας όμως δεν είναι κάτι αφηρημένο, κάτι ανύπαρκτο, είναι μια οντότητα, μια γοητευτική ανθρωπόμορφη οπτασία ικανή να επιδράσει με τρόπο υπερφυσικό στη διακυβέρνηση της κοινωνίας και της χώρας, να συντελέσει στην παραγωγή και δίκαιη κατανομή των αγαθών ώστε κάθε νοικοκυρά να γεμίζει το καλάθι ως εκεί όπου το γεμίζει η γειτόνισσά της και να βρίσκει όπως παλαιότερα φτηνές χειμωνιάτικες ντομάτες.

Εφόσον ο άνθρωπος δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βιοποριστικές και φυσικές ανάγκες του με ανέξοδες μεθόδους, όπως π.χ. ο κυνικός Διογένης που αυνανιζόταν προκλητικά στην αγορά της Κορίνθου αν κάποια ωραία περνούσε από μπροστά του και όταν οι Κορίνθιοι τον σκυλόβριζαν για τη χυδαία πράξη του εκείνος σαρκάζοντας απαντούσε: «Μακάρι έτσι όπως ικανοποιώ την ερωτική επιθυμία να υπήρχε τρόπος τρίβοντας την κοιλιά μου να ικανοποιώ την πείνα». Αφού όμως αυτό είναι αφύσικο για μας και αντιχριστιανικό, ο πολίτης υποχρεούται να επιλέξει τον κυβερνήτη του, δηλαδή να επιλέξει ή Εκείνον ή τον Αλλον. Αν όμως ούτε Εκείνος ούτε ο Αλλος μας πείθουν, τότε αναγκαστικά επιλέγουμε τον Κανένα για να μας κυβερνήσει αντί να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας και να αυτοκυβερνηθούμε. Αντιδρούμε λοιπόν και απέχουμε από τα κοινά διευκολύνοντας έτσι τον Κανένα να κατέβει εξ ουρανού ως μεσσίας, κλεινόμαστε άβουλοι στο καβούκι του εγωισμού, πεισμωμένοι και μοχθηροί αναμένοντας να έρθει ο Κανένας να μας σώσει, να μας κανακέψει: «Βγάλτε επιτέλους, σαλιγκαράκια, τα κεφάλια σας από το καβούκι και άντε να βοσκήσετε, πήραμε νέο δάνειο κι όλα έχουν φτηνύνει όπως επί δραχμής». Και όταν βγάλουμε το κεφάλι από το καβούκι, να σου μας μπήγει το παλούκι στο μάτι! Σκούζουμε γοερά σαν τον τυφλωμένο Κύκλωπα που τον τύφλωσε ο Κανένας. Οταν οι φίλοι μας Ευρωπαίοι μας ρωτούν ανήσυχοι «Ελληνες, τι πάθατε και σκούζετε;» εμείς τους απαντάμε όπως απάντησε ο Πολύφημος Κύκλωπας στους γείτονές του: «Μας τύφλωσε ο Κανένας!». Εκείνοι τότε σηκώνουν τους ώμους, ορθώς δεν μας πιστεύουν, μας θεωρούν τρελούς. Συλλογίζονται λογικά: «Μα μπορεί ο κανένας να τους κάνει κακό;». Και όμως μπορεί. Εμείς είμαστε Ελληνες, εκλεκτός λαός, ανάδελφος, είμαστε άξιοι να πάθουμε εξαιρετικά παθήματα, τέτοια που να μας ζηλέψουν οι άλλοι λαοί. Υπάρχει λύση στο χάλι μας; Μόνο μία. Να εξαφανίσουμε διά παντός Εκείνον και τον Αλλον και τον Παράλλον, να μη μείνει κανένας. Προπαντός να μη μείνει ο Κανένας.

Ο κ. Βασίλης Γκουρογιάννης είναι συγγραφέας.

Το «διαζύγιο» καπιταλισμού και φιλελευθερισμού

Τρία φόρουμ έχουν γίνει στο Νταβός μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και μόλις τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε πού βρισκόμαστε. Δεν ήρθε η πλήρης κατάρρευση του φιλελεύθερου δημοκρατικού καπιταλισμού, που κάποιοι φοβούνταν στη δραματική σύνοδο του 2009, ούτε είχαμε τη μεγάλη μεταρρύθμιση του δυτικού καπιταλισμού, όπως ήλπιζαν κάποιοι άλλοι.

Ο δυτικός καπιταλισμός επιβιώνει, αλλά πληγωμένος και με ένα βαρύ φορτίο από χρέη, ανισότητα, δημογραφικά προβλήματα, παραμελημένες υποδομές, κοινωνική δυσαρέσκεια και μη ρεαλιστικές προσδοκίες. Εν τω μεταξύ, αναδύονται άλλες μορφές του καπιταλισμού- από την Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία, τη Βραζιλία- και αυτό μεταφράζεται ταχύτατα σε οικονομική δύναμη. Αποτέλεσμα; Αντί για έναν μονο-πολικό κόσμο, που θα συγκλίνει σε ένα ενιαίο μοντέλο φιλελεύθερου δημοκρατικού καπιταλισμού, έχουμε έναν α-πολικό κόσμο, που αποκλίνει σε πολλές διαφορετικές εθνικές εκδοχές ενός συχνά ανελεύθερου καπιταλισμού. Αντί για νέα παγκόσμια τάξη έχουμε μια νέα παγκόσμια αταξία.

Δεν επρόκειτο να είναι έτσι. Θυμάστε τις φιλελεύθερες θριαμβολογίες της δεκαετίας του ΄90, όταν έμοιαζε ότι οι προαιώνιοι εχθροί της Δύσης είχαν νικηθεί; Ακόμη και η Κίνα και η Ρωσία στρέφονταν στον καπιταλισμό και αυτό έπρεπε κάποια στιγμή να τις φέρει στη δημοκρατία. Ως φιλελεύθερος διεθνιστής πρέπει να πω ότι η κατάσταση είναι σήμερα διαφορετική. Από τη μία πλευρά ευθύνεται γι΄ αυτό η Δύση, επειδή χαράμισε τη νίκη της. Από την άλλη πλευρά, χώρες που δεν ανήκαν στην ιστορική ομάδα των δυτικών χωρών ανακάλυψαν συνδυασμούς που δεν μπορούσαν καν να ονειρευτούν μέσα στη φιλελεύθερη φιλοσοφία της δεκαετίας του ΄90.

Συνδυάζουν τον δυναμισμό της οικονομίας της αγοράς με τη μονοκομματική εξουσία, την ιδιοκτησία εταιρειών από το κράτος με την εκτεταμένη διαφθορά και την περιφρόνηση προς το κράτος δικαίου.

Ενας ακραιφνής υποστηρικτής του φιλελεύθερου καπιταλισμού θα πει «Μα αυτό δεν είναι καπιταλισμός!» , όπως ένας φιλελεύθερος μουσουλμάνος θα πει «Μα αυτό που λέει η Αλ Κάιντα δεν είναι Ισλάμ!». Το Ισλάμ έχει ωστόσο κάποια σχέση με όλα αυτά και ο καπιταλισμός έχει σχέση με τους καταπληκτικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και συγκέντρωσης κεφαλαίων που ήδη έχουν μετατρέψει την Κίνα σε αναδυόμενη υπερδύναμη. Φαίνεται ότι, σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις της δεκαετίας του ΄90, μπορείς τελικά να είσαι «ολίγον έγκυος».

Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα, που είναι και το θέμα της εφετινής συνάντησης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Το πρόγραμμά του διακηρύσσει «κοινούς κανόνες για τη νέα πραγματικότητα». Ο κινέζος αναλυτής διεθνών σχέσεων Γιαν Ξουετόνγκ υποστηρίζει ότι οι αναδυόμενες δυνάμεις φέρνουν στο παιχνίδι τους δικούς τους κανόνες και προσπαθούν να τους διαδώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα. Εχει ένα δίκιο.

Είναι άραγε η Κίνα και η Ρωσία ή ακόμη η Ινδία και η Βραζιλία περισσότερο ή λιγότερο έτοιμες να υιοθετήσουν δυτικούς κανόνες απ΄ ό,τι ήταν πριν από δέκα χρόνια; Λιγότερο. Είναι άραγε οι χώρες του Νότου σήμερα περισσότερο μοιρασμένες μεταξύ των δυτικών και των κινεζικών κανόνων απ΄ ό,τι πριν από δέκα χρόνια; Περισσότερο. Ως φιλελεύθερος διεθνιστής, πιστεύω ότι πρέπει να εργαστούμε για να αποκτήσουμε «κοινούς κανόνες για τη νέα πραγματικότητα».

Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά αυτής της νέας πραγματικότητας είναι οι αποκλίνοντες κανόνες. Η ηγεσία της Κίνας δεν θεωρεί απαραιτήτως ότι πρέπει να κάνουμε τα πράγματα όπως θέλει αυτή, αλλά σίγουρα δεν πιστεύει ότι πρέπει να κάνει τα πράγματα σύμφωνα με τον δικό μας τρόπο. Πιθανότατα θα ήταν πολύ ευχαριστημένη σε έναν κόσμο στον οποίο οι Αμερικανοί, οι Κινέζοι και οι Ευρωπαίοι θα έκαναν τις δουλειές τους με τον δικό τους τρόπο μέσα στα σύνορά τους και ως έναν βαθμό- εδώ είναι που αρχίζει το πράγμα να γίνεται επικίνδυνο- μέσα στις δικές τους ζώνες επιρροής. Κατά σύμπτωση, κάπως έτσι πρέπει να σκεφτόταν ο Σάμιουελ Χάντινγκτον όταν έλεγε ότι πρέπει να αποφύγουμε τη «σύγκρουση των πολιτισμών».

Σε αυτή την περίπτωση οι «κοινοί κανόνες» θα περιοριστούν σε κάποιες ελάχιστες διατάξεις για την παγκόσμια τάξη, το εμπόριο, την εναέρια κυκλοφορία κ.ο.κ., με ιδιαίτερο σεβασμό στην εθνική κυριαρχία ιδιαίτερα των μεγάλων δυνάμεων. Τι θα ακολουθήσει λοιπόν ύστερα από αυτό για τους λαούς των χωρών που έχουν περισσότερο ή λιγότερο φιλελεύθερες, περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικές εκδοχές του καπιταλισμού; Δύο πράγματα κυρίως.

Πρώτον, πρέπει να βάλουμε σε τάξη τον δικό μας οίκο. Δεύτερον, πιθανότατα πρέπει να μειώσουμε τις προσδοκίες μας από αυτούς τους κοινούς κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι θα κάνουμε δύσκολες επιλογές. Βάζουμε τη διατήρηση της ειρήνης πάνω απ΄ όλα τ΄ άλλα; Ή την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου; Ή να μείνουν ανοιχτοί οι δρόμοι του διεθνούς εμπορίου και του χρήματος; Ή να δυναμώσουμε τη φωνή μας για τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα; Βεβαίως, θέλουμε όλα αυτά τα ωραία πράγματα και όλα έχουν κατά κάποιον τρόπο σχέση μεταξύ τους. Πρέπει όμως να προσαρμοζόμαστε στις συνθήκες.

Αν η προοπτική αυτή φαίνεται καταθλιπτική, αφήστε με να σας μεταφέρω λίγη αισιοδοξία. Οι ελπίδες και οι φόβοι του Νταβός πριν από τρία χρόνια φαίνονται σήμερα μη ρεαλιστικοί. Πριν από δέκα χρόνια από άλλον κόσμο. Πριν από 25 χρόνια από άλλον πλανήτη. Η ιστορία είναι γεμάτη εκπλήξεις και ουδείς εκπλήσσεται περισσότερο από τους ίδιους τους ιστορικούς.

Ο κ.Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Ιωάννης Μανωλεδάκης: Αν καταργούνταν το άσυλο, η ιδεολογική ζημιά για το φρόνημα των νέων θα ήταν μεγάλη

Καθώς επανήλθαν στο πολιτικό προσκήνιο οι προτάσεις να καταργηθεί το άσυλο (η Ν.Δ. ετοιμάζει πρόταση νόμου, το ΛΑΟΣ και η Δημοκρατική Συμμαχία κινούνται στην ίδια κατεύθυνση), έχει ενδιαφέρον να θυμίσουμε την άποψη που είχε διατυπώσει μέσω της "Αυγής" (29.3.2009) ο ακαδημαϊκός - ποινικολόγος Ιωάννης Μανωλεδάκης:
"Το πανεπιστημιακό άσυλο έχει τις ρίζες του στην ιστορική εμπειρία του τόπου. Η σημασία της κατοχύρωσής του για τη σπουδάζουσα νεολαία είναι ιδεολογική και ψυχολογική. Ας έχουν επιτέλους κάτι οι νέοι να εμπνέονται, κόντρα στην άψυχη τεχνολογία και τα περίφημα 'επιτεύγματά' της. Πέρα από την ηλεκτρονική επικοινωνία και διάδοση απόψεων, η ζωντανή διακίνηση και πάλη των ιδεών στους πανεπιστημιακούς χώρους είναι αναντικατάσταση για τη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των νέων και την αμεσότητα της δημοκρατίας. Αρκεί, βέβαια, η πανεπιστημιακή ελευθερία σ' αυτή τη ζωντανή διακίνηση των ιδεών να προστατεύεται και να γίνεται σεβαστή από τους ίδιους τους φοιτητές, ώστε να μην εξουδετερώνεται 'εκ των έσω' η ουσία του ασύλου. Αν τυχόν καταργούνταν το πανεπιστημιακό άσυλο, η ιδεολογική ζημιά για το φρόνημα των νέων μας θα ήταν μεγάλη, ενώ είναι αμφίβολη η μείωση της παραβατικότητας στους πανεπιστημιακούς χώρους. Κι όταν λέμε παραβατικότητα, δεν εννοούμε μόνο τις πράξεις βίας, αλλά και την προσβολή της νομιμότητας ακόμη και από τους φορείς του καθηγητικού λειτουργήματος". [Η ΑΥΓΗ: 30/01/2011]

Σλ. Ζίζεκ: Η Ευρώπη πρέπει να κινηθεί πέραν απλής ανοχής

  • ΤΟΥ ΣΛΑΒΟΪ ΖΙΖΕΚ* Η ΑΥΓΗ: 30/01/2011
Η Ευρώπη πρέπει να ενώσει τους πολίτες της για μια κοινή μάχη: να άρουν το αδιέξοδο μεταξύ αναιμικών φιλελεύθερων και παθιασμένων εξτρεμιστών. Όταν πριν μια δεκαετία η Σλοβενία ήταν προ των πυλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένας εκ των Ευρωσκεπτικιστών διατύπωνε μια σαρκαστική παράφραση ενός αστείου των αδερφών Μαρξ αναφορικά με την πρόσληψη δικηγόρου: «Τι; Έχουμε εμείς οι Σλοβένοι μπελάδες; Ας μπούμε στην Ε.Ε.! Θα έχουμε ακόμη περισσότερους μπελάδες αλλά θα έχουμε την Ε.Ε. να τους τακτοποιήσει!». Έτσι αντιλαμβάνονται τώρα οι περισσότεροι Σλοβένοι την ΕΕ: βοηθάει, αλλά φέρνει και καινούργια προβλήματα (κανονισμούς και πρόστιμα, αιτήματα για χρηματοπιστωτική βοήθεια στην Ελλάδα, κ.λπ.). Οπότε αξίζει η Ε.Ε. να την υπερασπιστούμε; Η πραγματική ερώτηση όμως είναι, ποια Ε.Ε.;
Έναν αιώνα πριν, ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον ανέπτυξε σαφέστατα το θεμελιώδες αδιέξοδο  των επικριτών της θρησκείας: «Οι άνθρωποι εκείνοι που ξεκινούν να πολεμούν την εκκλησία για χάρη της ελευθερίας και του ανθρωπισμού, καταλήγουν να στερούν την ελευθερία και τον ανθρωπισμό στο βωμό του πολέμου κατά της εκκλησίας. Οι υπέρμαχοι της κοσμικότητας δεν έχουν καταστρέψει θεία πράγματα αλλά σίγουρα έχουν καταστρέψει κοσμικά, αν αυτό τους κάνει να νιώθουν καλύτερα...». Το ίδιο ισχύει και για τους ίδιους τους υποστηρικτές της θρησκείας. Πόσοι φανατικοί υπερασπιστές της θρησκείας ξεκίνησαν να επιτίθενται στον κοσμικό πολιτισμό και κατέληξαν να βρεθούν μακριά από οποιαδήποτε ουσιαστική θρησκευτική εμπειρία;
Με παρόμοιο τρόπο, πολλοί φιλελεύθεροι “μαχητές” είναι τόσο πρόθυμοι να πολεμήσουν τον αντιδημοκρατικό φονταμενταλισμό, που καταλήγουν να στερούν οι ίδιοι την ελευθερία και τη δημοκρατία. Αν οι «τρομοκράτες» είναι έτοιμοι να καταστρέψουν αυτόν τον κόσμο εξαιτίας της αγάπης τους για κάποιον άλλο, τότε οι αντίπαλοί τους είναι το ίδιο έτοιμοι να καταστρέψουν τον δικό τους δημοκρατικό κόσμο από μίσος για τον ξένο μουσουλμάνο. Άλλωστε κάποιοι από αυτούς είναι τόσο υπέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που είναι έτοιμοι να νομιμοποιήσουν τον βασανισμό -δηλαδή την υπέρτατη υποβίβαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- για να την προασπίσουν.
Και δεν ισχύει το ίδιο για την πρόσφατη αύξηση των υπερασπιστών της Ευρώπης ενάντια στη μεταναστευτική απειλή; Λόγω του ζήλου τους να προστατέψουν την Ιουδαιο-χριστιανική κληρονομιά, οι νέοι ζηλωτές είναι έτοιμοι να απαρνηθούν την πραγματική ουσία της Χριστιανικής κληρονομιάς: κάθε άνθρωπος έχει άμεση πρόσβαση στην καθολικότητα του Αγίου Πνεύματος (ή με σημερινούς όρους, στα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες) οπότε εγώ μπορώ να συμμετέχω στην καθολική αυτή διάσταση άμεσα ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη θέση μου  στην παγκόσμια κοινωνική τάξη. (...)
Όμως η απαγόρευση εισόδου στην Ευρώπη έχει πολύ βαθύτερες ρίζες. Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι πως οι επικριτές του αντί-μεταναστευτικού κύματος, οι οποίοι θα έπρεπε να υπερασπιστούν αυτόν τον πολύτιμο πυρήνα της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, αντ’ αυτού τείνουν να περιορίζονται στην ατελείωτη τελετουργία της εξομολόγησης των αμαρτιών της ίδιας της Ευρώπης και ταπεινά δέχονται τους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής κληρονομιάς, εξυμνώντας τον πλούτο των άλλων πολιτισμών.
Οι διάσημες γραμμές από τον «Δεύτερο Ερχομό» του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γείτς αναπαριστούν τέλεια την παρούσα δυσχερή μας κατάσταση: «Οι καλύτεροι στερούνται βεβαιότητας, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι παθιασμένη ένταση.» Πρόκειται για μια άριστη περιγραφή του εν προκειμένω διχασμού μεταξύ αναιμικών φιλελεύθερων και παθιασμένων φονταμενταλιστών, τόσο μουσουλμάνων όσο και δικών μας, χριστιανών. «Οι καλύτεροι» δεν είναι πλέον σε θέση πλήρως να συμμετέχουν, ενώ «οι χειρότεροι» συμμετέχουν σε ρατσιστικές, θρησκευτικές, σεξιστικές εκδηλώσεις φανατισμού. Πώς μπορούμε να απεγκλωβιστούμε από αυτό το αδιέξοδο; (...)
Αντί να οδυρόμαστε για τη νεο-εμφανιζόμενη ρατσιστική Ευρώπη θα πρέπει να είμαστε κριτές του εαυτού μας και να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η δική μας ακατατόπιστη  πολυπολιτισμικότητα συνέβαλλε σε αυτή τη λυπηρή κατάσταση. Αν όλες οι πλευρές δεν συμμερίζονται και δεν σέβονται την ίδια ευγένεια τότε η πολυπολιτισμικότητα μεταμορφώνεται σε νομικά κατοχυρωμένη από κοινού περιφρόνηση ή μίσος. Η διαμάχη αναφορικά με την πολυπολιτισμικότητα είναι ήδη θέμα Leitkultur: δεν πρόκειται για διαμάχη μεταξύ πολιτισμών αλλά μεταξύ διαφορετικών οραματισμών σχετικά με το πόσο μπορούν ή θα έπρεπε να συνυπάρχουν διαφορετικοί πολιτισμοί και σχετικά με τους κανόνες και τις πρακτικές που οι πολιτισμοί αυτοί θα πρέπει να μοιραστούν αν πρόκειται να συνυπάρξουν.
Έτσι λοιπόν, κανείς θα πρέπει να αποφύγει να παίξει το φιλελεύθερο παιχνίδι του «πόση ανοχή αντέχουμε;»: θα πρέπει να το ανεχτούμε αν  δεν αφήνουν τα παιδιά τους να πάνε στα σχολεία; αν πιέζουν τις γυναίκες τους να ντύνονται με συγκεκριμένο τρόπο; αν προσυμφωνούν τους γάμους ή επιτίθενται στους ομοφυλόφιλους; Σε αυτό το στάδιο βέβαια, δεν είμαστε ποτέ αρκετά ανεκτικοί ή είμαστε ήδη πιο ανεκτικοί απ' ό,τι πρέπει, αγνοώντας τα δικαιώματα γυναικών, ομοφυλοφίλων κ.λπ. Ό μόνος τρόπος να απεγκλωβιστούμε από το αδιέξοδο είναι να προτείνουμε και να υπεραμυνθούμε ενός θετικού καθολικού σχεδίου που θα είναι κοινό για όλους τους συμμετέχοντες. Αγώνες όπου « δεν υπάρχουν ούτε άντρες ούτε γυναίκες, ούτε Εβραίοι ούτε Έλληνες» είναι πολλοί, από την οικολογία ώς την οικονομία.
Πριν από μερικούς μήνες, ένα μικρό θαύμα έλαβε χώρα στην κατεχόμενη Δυτική όχθη: Ομοφυλόφιλες Ισραηλινές συντάχθηκαν μαζί με Παλαιστίνιες που διαδήλωναν ενάντια του τείχους. Η αρχικά αμοιβαία δυσπιστία διαλύθηκε στην πρώτη αναμέτρηση με τους Ισραηλινούς στρατιώτες που φυλούσαν το τείχος όπου μια καταπληκτική αλληλεγγύη αναπτύχθηκε με μια Παλαιστίνια με παραδοσιακή φορεσιά που αγκάλιασε μια Ισραηλινή ομοφυλόφιλη με μωβ καρφάκια μαλλιά! Πρόκειται για ένα ζωντανό σύμβολο του πως θα έπρεπε να είναι ο αγώνας μας... (...)

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

«Επίκαιρος ο Μαρξ και τον 21ο αιώνα»


Το νέο βιβλίο του Ερικ Χόμπσμπομ «Πώς θα αλλάξουμε τον κόσμο» μόλις κυκλοφόρησε και ο ιστορικός εξηγεί την κρίση του καπιταλισμού
The Observer
Την τελευταία φορά που πήρα συνέντευξη από τον Ερικ Χόμπσμπομ, το 2002, η έξοχη αυτοβιογραφία του «Συναρπαστικοί καιροί» είχε μόλις κυκλοφορήσει προκαλώντας ενθουσιώδεις επιδοκιμασίες. Η έκδοση είχε συμπέσει, επίσης, με μια από τις επικριτικές επιθέσεις που εμφανίζονται κατά καιρούς εναντίον του στον τύπο, αναφορικά με τη συμμετοχή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα (την αφορμή είχε δώσει η κυκλοφορία του αντισταλινικού βιβλίου του Μάρτιν Εϊμις «Koba the Dread»). Ο «μαρξιστής καθηγητής» δεν επιζητούσε, όπως το έθεσε, «συμφωνία, επιδοκιμασία ή συμπάθεια», αλλά, μάλλον, την ιστορική κατανόηση μιας ζωής του 20ού αιώνα που σφραγίστηκε από την πάλη κατά του φασισμού.
Τα πράγματα έκτοτε έχουν αλλάξει. Η κρίση του καπιταλισμού, η οποία σκόρπισε το χάος στην παγκόσμια οικονομία από το 2007, έχει μεταβάλει τους όρους της συζήτησης. Και αναβιώνει, ξαφνικά, η κριτική του Μαρξ για την αστάθεια του καπιταλισμού. «Ξαναγύρισε!», κραύγασαν οι «Τάιμς του Λονδίνου» το φθινόπωρο του 2008, καθώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές κατέρρεαν, οι τράπεζες εθνικοποιούνταν με συνοπτικές διαδικασίες και ο Γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί έβγαζε φωτογραφίες φυλλομετρώντας το «Κεφάλαιο». Ακόμα και ο Πάπας Βενέδικτος έσπευσε να επαινέσει την «μεγάλη αναλυτική ικανότητα» του Μαρξ. Οπως φαίνεται, λοιπόν, η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη για να συγκεντρώσει ο Ερικ τα πιο φημισμένα του κείμενα πάνω στον Μαρξ σε έναν τόμο, μαζί με καινούργιο υλικό για τον μαρξισμό υπό το φως της σημερινής κρίσης.
Ωστόσο, και ο ίδιος ο Ερικ έχει αλλάξει. Είναι δύσκολο πλέον να δραπετεύσει από τους σωματικούς περιορισμούς που του επιβάλλουν τα 93 χρόνια του. Ομως το χιούμορ και η φιλόξενη διάθεση του ίδιου και της γυναίκας του, της Μαρλίν, καθώς και η διανοητική του διαύγεια, η διεισδυτικότητα και το εύρος της πολιτικής του σκέψης, παραμένουν ακέραια. Η οικουμενική ευαισθησία του και η έλλειψη τοπικισμού, που πάντα έδιναν εκπληκτική δύναμη στο έργο του, εξακολουθούν να καθορίζουν την πολιτική του ματιά.
Επειτα από μιας ώρας συζήτηση για τον Μαρξ και τον συνεχιζόμενο αγώνα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια απέναντι στη λαίλαπα της ελεύθερης αγοράς, αφήνεις το σπίτι των Χόμπσμπομ στο Χάμστεντ –κοντά στα δρομάκια όπου έκαναν τον περίπατό τους ο Μαρξ και ο Ενγκελς– με την αίσθηση ότι είχες μια υπέροχη συνάντηση–μάθημα με ένα από τα σημαντικότερα μυαλά του 20ού αιώνα. Και με έναν άνθρωπο αποφασισμένο να διατηρήσει την κριτική ματιά του στον 21ο.
  • Ο πρώτος που μίλησε για παγκοσμιοποίηση
– Στον πυρήνα του νέου σας βιβλίου υπάρχει μια αίσθηση δικαίωσης; Οτι, δηλαδή, ακόμα κι αν οι λύσεις που πρότεινε κάποτε ο Μαρξ μπορεί να μην είναι πλέον εφαρμόσιμες, ωστόσο έθεσε τα σωστά ερωτήματα για τη φύση του καπιταλισμού; Οτι ο καπιταλισμός που κυριαρχεί τα τελευταία 20 χρόνια μοιάζει πολύ με τον καπιταλισμό που σκεφτόταν ο Μαρξ στα 1840;
– Ναι, υπάρχει σίγουρα αυτό. Το γεγονός ότι ανακαλύπτουμε εκ νέου τον Μαρξ σε τούτη την περίοδο καπιταλιστικής κρίσης οφείλεται στο ότι προέβλεψε πολύ περισσότερα για τον σύγχρονο κόσμο από οποιονδήποτε άλλον το 1848. Αυτό είναι, νομίζω, που τράβηξε την προσοχή σύγχρονων μελετητών στο έργο του - και πρώτα-πρώτα, παραδόξως, επιχειρηματιών και επιχειρηματικών αναλυτών παρά αριστερών. Θυμάμαι που το παρατήρησα αυτό τη χρονιά της 150ής επετείου της έκδοσης του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», όταν στον χώρο της Αριστεράς δεν είχε προγραμματιστεί τίποτα σημαντικό για τον εορτασμό της. Εμεινα έκπληκτος όταν οι αρχισυντάκτες του περιοδικού της αμερικανικής αεροπορικής εταιρείας United Airlines είπαν ότι ήθελαν να δημοσιεύσουν ένα αφιέρωμα για το Μανιφέστο. Και λίγο αργότερα, ενώ έτρωγα με τον Τζορτζ Σόρος, με τον οποίο σε ελάχιστα συμφωνούμε, μου είπε: «Σίγουρα υπάρχει κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον άνθρωπο».
– Εχετε την αίσθηση ότι αυτό που προσελκύει ανθρώπους σαν τον Σόρος στον Μαρξ είναι ο τρόπος που περιγράφει τόσο εκπληκτικά τον δυναμισμό και την ικανότητα για καινοτομία του καπιταλισμού; Μήπως ήταν αυτό που άρεσε στα επιχειρηματικά στελέχη που ταξιδεύουν με την United Airlines;
– Πιστεύω πως είναι η παγκοσμιοποίηση. Τους εντυπωσιάζει το γεγονός ότι προέβλεψε την παγκοσμιοποίηση. Νομίζω, όμως, ότι οι ευφυέστεροι είδαν επίσης στον Μαρξ μια θεωρία για την ακανόνιστη ανάδυση των κρίσεων. Διότι η επίσημη θεωρία της περιόδου εκείνης, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, απέρριπτε θεωρητικά την πιθανότητα της κρίσης.
  • Παθολογική διαστρέβλωση
Αυτό που συνέβη από τη δεκαετία του ’70 και μετά, πρώτα στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και, αργότερα, από το 1980, με τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν, ήταν μια παθολογική διαστρέβλωση της αρχής της ελεύθερης αγοράς στον καπιταλισμό: η «καθαρή» ελεύθερη αγορά και η απόρριψη του κράτους και της δημόσιας δράσης, που καμιά οικονομία δεν είχε παλαιότερα εφαρμόσει, ούτε καν οι ΗΠΑ. Και αυτό ήλθε σε σύγκρουση με τον τρόπο που λειτούργησε ο καπιταλισμός στην πιο επιτυχημένη του περίοδο, ανάμεσα στο 1945 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Οταν και κέρδη αποκόμιζε και είχε εξασφαλίσει ένα είδος πολιτικής σταθερότητας και έναν σχετικά ικανοποιημένο πληθυσμό. Δεν ήταν ιδεώδης κατάσταση, ήταν όμως, ας πούμε, καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο.
– Πιστεύετε ότι στο ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Μαρξ βοήθησε και το τέλος των μαρξιστικών-λενινιστικών κρατών; Η λενινιστική σκιά έφυγε και μπορέσατε να επιστρέψετε στην αυθεντική φύση των μαρξιανών κειμένων;
– Με την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, οι καπιταλιστές έπαψαν να φοβούνται, και από την άποψη αυτή τόσο εκείνοι όσο κι εμείς μπορέσαμε να δούμε το πρόβλημα με πιο ισορροπημένο τρόπο, λιγότερο διαστρεβλωμένο από το πάθος. Αλλά πιστεύω ότι το πιο σημαντικό ήταν η αστάθεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, που έγινε πιο έκδηλη στο τέλος του αιώνα. Βλέπετε, την παγκοσμιοποιημένη οικονομία την διαχειρίστηκε κατά κύριο λόγο ο «βορειοδυτικός» πόλος, η Δυτική Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική, οι οποίες προώθησαν τον ακραίο φονταμενταλισμό της αγοράς. Αρχικά, φάνηκε να λειτουργεί καλά, έστω κι αν από την αρχή μπορούσες να δεις ότι στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας προκαλούσε σεισμούς, μεγάλους σεισμούς. Στη Λατινική Αμερική, προκλήθηκε τεράστια χρηματοπιστωτική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη Ρωσία, συντελέστηκε μια οικονομική καταστροφή. Κι έπειτα, προς τα τέλη του αιώνα, υπήρξε αυτή η τεράστια, σχεδόν παγκόσμια, κατάρρευση που επεκτάθηκε από τη Ρωσία μέχρι τη Νότια Κορέα, την Ινδονησία και την Αργεντινή. Αυτό έκανε πολλούς να σκεφτούν ότι υπήρχε μια βασική αστάθεια στο σύστημα την οποία προηγουμένως είχαν παραβλέψει.
  • Ποικιλία δυνατοτήτων
– Υπήρξε η άποψη ότι η κρίση που είδαμε από το 2008 όσον αφορά την Αμερική, την Ευρώπη και τη Βρετανία δεν είναι τόσο μια κρίση του ίδιου του καπιταλισμού, αλλά του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού της σύγχρονης δύσης. Στο μεταξύ, η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα -οι χώρες Bric- αναπτύσσουν όλο και περισσότερο τις οικονομίες τους με βάση το καπιταλιστικό μοντέλο. Ή μήπως ήρθε η σειρά μας να υποστούμε τις κρίσεις που πέρασαν εκείνοι πριν από δέκα χρόνια;
– Ο καπιταλισμός είναι, αν θέλετε, μια οικογένεια, με ποικιλία δυνατοτήτων, από τον κρατικά διευθυνόμενο καπιταλισμό της Γαλλίας μέχρι την ελεύθερη αγορά της Αμερικής. Είναι επομένως λάθος να πιστεύουμε ότι η άνοδος των χωρών Bric είναι απλώς μια γενίκευση του δυτικού καπιταλισμού. Η μόνη φορά που προσπάθησαν να εισαγάγουν ατόφιο τον φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς ήταν στη Ρωσία, και εκεί ήταν μια απόλυτα τραγική αποτυχία.
– Δεν σας εκπλήσσει η αδυναμία είτε της μαρξιστικής είτε της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς να εκμεταλλευτούν πολιτικά την κρίση τα τελευταία χρόνια; Σας στενοχωρεί η σημερινή κατάσταση της Αριστεράς στην Ευρώπη και αλλού;
– Ναι, βέβαια. Στην πραγματικότητα, ένα από τα πράγματα που προσπαθώ να δείξω στο βιβλίο είναι ότι η κρίση του μαρξισμού δεν αφορά μόνο τον επαναστατικό κλάδο του αλλά και τον σοσιαλδημοκρατικό. Η νέα κατάσταση στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία σκότωσε και τον δημοκρατικό ρεφορμισμό - που ουσιαστικά ήταν η πίεση της εργατικής τάξης στα έθνη-κράτη. Με την παγκοσμιοποίηση, όμως, η ικανότητα των κρατών να ανταποκριθούν σε αυτή την πίεση μειώθηκε σημαντικά. Ετσι η Αριστερά υποχώρησε λέγοντας «Εφόσον οι καπιταλιστές τα πάνε καλά, δεν χρειάζεται εμείς παρά να τους αφήσουμε να βγάζουν όσο περισσότερα κέρδη μπορούν και να φροντίσουμε ώστε να πάρουμε το μερίδιό μας». Αυτό λειτούργησε όταν μέρος αυτού του μεριδίου πήρε τη μορφή της δημιουργίας κράτους πρόνοιας. Τώρα βαδίζουμε αντίστροφα στις δυτικές χώρες, όπου η οικονομική ανάπτυξη είναι σχετικά στατική, ακόμα και αρνητική.
– Βλέπετε ως μέρος του προβλήματος, από τη σκοπιά της Αριστεράς, το τέλος της συνειδητής, μαζικής εργατικής τάξης, η οποία ήταν ουσιαστικής σημασίας για τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική;
– Ιστορικά, αυτό ισχύει. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις και οι μεταρρυθμίσεις τους αποκρυσταλλώθηκαν γύρω από εργατικά κόμματα, που όμως ποτέ δεν ήταν εντελώς εργατικά. Πάντα ήταν, σε κάποιο βαθμό, συμμαχίες: με φιλελεύθερους και αριστερούς διανοούμενους, με θρησκευτικές και πολιτισμικές μειονότητες, με τα φτωχά στρώματα γενικά. Πιστεύω ότι η ταχύτητα της αποβιομηχάνισης στη Βρετανία επηρέασε πολύ αρνητικά όχι μόνο το μέγεθος της εργατικής τάξης αλλά και τη συνειδητότητά της. Και δεν υπάρχει καμιά χώρα σήμερα όπου η καθαρά βιομηχανική εργατική τάξη να είναι από μόνη της αρκετά ισχυρή.
  • Η εργατική τάξη
Το εφικτό ακόμα και σήμερα είναι να σχηματίσει η εργατική τάξη τον σκελετό, ας πούμε, ευρύτερων κινημάτων κοινωνικής αλλαγής. Ενα καλό παράδειγμα είναι η Βραζιλία, όπου έχουμε μια κλασική περίπτωση εργατικού κόμματος βασισμένου σε μια συμμαχία ανάμεσα στα συνδικάτα, τους εργαζόμενους, τους φτωχούς γενικότερα, τους διανοούμενους, τους αριστερούς διάφορων τάσεων, η οποία δημιούργησε έναν ισχυρό και ανθεκτικό κυβερνητικό συνασπισμό. Σήμερα, ιδεολογικά, αισθάνομαι πιο πολύ στο σπίτι μου στη Λατινική Αμερική γιατί παραμένει το μόνο μέρος του κόσμου όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να εκφράζονται πολιτικά στην παλιά γλώσσα, του 19ου και του 20ού αιώνα, τη γλώσσα του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και του μαρξισμού.
  • Ο ρόλος της Αριστεράς για τους νέους
– Κάτι που προβάλλεται ιδιαίτερα μέσα στο έργο σας είναι ο ρόλος των διανοούμενων. Σήμερα, βλέπουμε στη Βρετανία μεγάλη αναστάτωση στα πανεπιστήμια, όπως το δικό σας, στο Μπέρκμπεκ, με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Και αν δούμε την ανταπόκριση στα βιβλία της Ναόμι Κλάιν ή του Ντέιβιντ Χάρβεϊ, ή τις ομιλίες του Σλαβόι Ζίζεκ, υπάρχει πραγματικός ενθουσιασμός. Πώς σας φαίνονται αυτοί οι αριστεροί διανοούμενοι που εκφράζονται σήμερα στο προσκήνιο;
– Αναμφίβολα, με τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση, θα έχουμε ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών. Αυτό είναι το θετικό. Στην αρνητική πλευρά... αν δείτε την τελευταία περίπτωση μαζικής ριοζοσπαστικοποίησης των φοιτητών το 1968, δεν οδήγησε σε τίποτα σπουδαίο. Ωστόσο, είναι καλύτερο να αισθάνονται οι νέοι ότι ανήκουν στην Αριστερά παρά να αισθάνονται ότι το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να βρουν μια δουλειά στο χρηματιστήριο.
– Και πιστεύεται ότι άνθρωποι σαν τον Ζίζεκ παίζουν θετικό ρόλο σ’ αυτό;
– Υποθέτω ότι ο Ζίζεκ σωστά περιγράφεται σαν «περφόρμερ». Εχει αυτό το στοιχείο της πρόκλησης που κινεί το ενδιαφέρον, δεν είμαι σίγουρος όμως ότι εκείνοι που διαβάζουν Ζίζεκ φτάνουν πολύ πιο κοντά στο να ξανασκεφτούν τα προβλήματα της Αριστεράς.
– Ο τίτλος του νέου βιβλίου σας είναι «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο». Γράφετε, στην τελευταία παράγραφο, «το ξεπέρασμα του καπιταλισμού μού φαίνεται ακόμα εφικτό». Διατηρείτε ακόμη άσβεστη αυτή την ελπίδα, και είναι εκείνη που σας δίνει τη δύναμη να εργάζεστε, να γράφετε και να σκέπτεσθε σήμερα;
– Ασβεστη ελπίδα δεν υπάρχει στις μέρες μας. Το «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο» είναι ένας απολογισμός για όσα έκανε ο μαρξισμός τον 20ό αιώνα, εν μέρει μέσα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που δεν προέκυψαν άμεσα από τον Μαρξ, και τα άλλα εργατικά κόμματα – τα οποία παραμένουν ως κυβερνήσεις και δυνητικές κυβερνήσεις παντού.
Το κληροδότημα του Καρλ Μαρξ, ενός άοπλου προφήτη, που ενέπνευσε μεγάλες αλλαγές, είναι αδιαμφισβήτητης αξίας. Σαφώς δεν λέω ότι υπάρχουν σήμερα αντίστοιχες δυνατότητες. Εκείνο που λέω είναι ότι τα βασικά προβλήματα του 21ου αιώνα απαιτούν λύσεις που ούτε η «καθαρή» αγορά ούτε η «καθαρή» φιλελεύθερη δημοκρατία μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Θα χρειαστεί, λοιπόν, να επεξεργαστούμε έναν διαφορετικό συνδυασμό, ένα διαφορετικό κράμα δημόσιου και ιδιωτικού, κρατικού ελέγχου και ελευθερίας. Πώς θα το αποκαλέσετε αυτό, δεν ξέρω. Αλλά ενδέχεται να μην είναι πλέον καπιταλισμός, τουλάχιστον με τη μορφή που τον έχουμε γνωρίσει σε τούτη τη χώρα και στις ΗΠΑ.
  • Είναι πολύ πιο δεξιοί
– Θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για τη Βρετανία και τις εντυπώσεις σας όσον αφορά την κυβέρνηση συνασπισμού. Μου φαίνεται να υπάρχει μια ατμόσφαιρα δεκαετίας του ’30: δημοσιονομική ορθοδοξία, περικοπές δαπανών, αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Πώς τα ερμηνεύετε αυτά;
– Πίσω από τις διάφορες περικοπές που προτείνονται τώρα, και που τις αποδίδουν στην ανάγκη περιορισμού του ελλείμματος, φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει μια συστηματική, ιδεολογική απαίτηση απορρύθμισης, αποδιάρθρωσης των παλιών διευθετήσεων – είτε πρόκειται για το συνταξιοδοτικό, την πρόνοια, την εκπαίδευση, ακόμα και το σύστημα υγείας. Η κυβέρνηση αυτή είναι πολύ πιο δεξιά απ’ όσο φαινόταν με την πρώτη ματιά.
  • Ποιοι είναι οι δύο συνομιλητές
Ο Ερικ Χόμπσμπομ, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ιστορικούς, γεννήθηκε το 1917 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μαζί με την οικογένειά του μετεγκαταστάθηκε αργότερα στο Βερολίνο και, από το 1933, στο Λονδίνο. Το 1936 έγινε μέλος του βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και, μετά τις σπουδές του στο Κέμπριτζ, υπηρέτησε στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του περιλαμβάνει ευρύ διδακτικό έργο σε πανεπιστήμια της Βρετανίας και των ΗΠΑ, πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις και τη συγγραφή βιβλίων, τα οποία έχουν ως σταθερή βάση την μαρξιστική ανάλυση και προσελκύουν πάντα το ενδιαφέρον τόσο των ιστορικών όσο και του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού.
Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του είναι: «Η εποχή της Επανάστασης: Ευρώπη 1789-1848» (1962), «Η εποχή του κεφαλαίου: 1848-1875» (1975), «Η εποχή της Αυτοκρατορίας»: 1875-1914» (1987), «Η εποχή των άκρων: 1914-1991» (1994), «Η επινόηση της παράδοσης» (1983), «Συναρπαστικοί καιροί» (2002), «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία» (2007).
Ο Τρίστραμ Χαντ γεννήθηκε το 1974 στο Κέμπριτζ και ολοκλήρωσε τις ιστορικές σπουδές του στο ομώνυμο πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε με την παραγωγή ιστορικών ντοκιμαντέρ στο BBC και τη συγγραφή δοκιμίων, ενώ στις εκλογές του 2010 εξελέγη βουλευτής του Εργατικού Κόμματος. Εχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία: «Ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος από πρώτο χέρι» (2002), «Κτίζοντας την Ιερουσαλήμ: Η άνοδος και η πτώση της βικτωριανής πόλης» (2005), «Ο κομμουνιστής με το φράκο: Η επαναστατική ζωή του Φρίντριχ Ενγκελς» (2009).

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Αλληλεγγύη εναντίον εγωισμού

  •  
  • Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011
Ο Αλέν Καγέ είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ και έχει δημιουργήσει το «Αντιωφελιμιστικό Κίνημα στις Κοινωνικές Επιστήμες» (Mauss), εμπνεόμενος από τις ιδέες του Γάλλου ανθρωπολόγου Μαρσέλ Μος (1872-1950).
Ο Καγέ αμφισβητεί την κυρίαρχη οικονομική σκέψη, σύμφωνα με την οποία τα άτομα υποκινούνται μόνον από το εγωιστικό τους συμφέρον. Σε αυτόν τον «ωφελιμισμό» αυτός αντιπαραθέτει ένα άλλο θεμελιώδες κίνητρο της ανθρώπινης δράσης, το πνεύμα της γενναιοδωρίας και της αλληλεγγύης. Το ακόλουθο κείμενο του Αλέν Καγέ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Liberation».
Το 1797, ο Τόμας Πέιν, ο κύριος υπερασπιστής και θεωρητικός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφιερώνει στο Διευθυντήριο ένα λίβελο του οποίου η επιχειρηματολογία παραμένει πιο επίκαιρη από κάθε άλλη φορά. Αναρωτώμενος αν «η κατάσταση της κοινωνίας αύξησε ή μείωσε την ευτυχία του ανθρώπινου γένους γενικά», συμπεραίνει ότι το πρωταρχικό πολιτικό ζήτημα είναι να μάθουμε πώς να καταστήσουμε τον πολιτισμό προτιμότερο από τη φυσική κατάσταση στα μάτια της μεγάλης πλειονότητας των ανθρώπινων υπάρξεων. Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι αυτό θα είναι το πρωταρχικό ζήτημα και του 21ου αιώνα: πώς θα αποφύγουμε το ενδεχόμενο ένα μέρος της ανθρωπότητας, το οποίο γίνεται τόσο περισσότερο φτωχό όσο το άλλο μέρος γίνεται όλο και περισσότερο πλούσιο, να προτιμήσει τη «φυσική κατάσταση» -δηλαδή τον πόλεμο όλων εναντίον όλων- από την κοινωνική κατάσταση;
Πέρα από τις πολλαπλές επιμέρους απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σε αυτήν την πρόκληση, σημασία έχει να προσεγγίσουμε το πρόβλημα έτσι όπως τίθεται στην πιο γενική του μορφή. Αυτό έγκειται στο γεγονός ότι τα θεμέλια της κληρονομημένης αντίληψής μας για τη δημοκρατία αποκαλύπτονται όλο και πιο ακατάλληλα για την κατάσταση του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Αυτά τα ωφελιμιστικά θεμέλια οργανώνονται με αφετηρία το ερώτημα: «Σε τι μου χρησιμεύει αυτό;». Επομένως, η δημοκρατία αντιμετωπίζεται ως ο καρπός μιας ελεύθερης ένωσης ατόμων που αδιαφορούν το ένα για το άλλο, καθώς προσπαθούν όλα τους να μεγιστοποιήσουν το ατομικό τους πλεονέκτημα. Ο σκοπός της είναι η αναζήτηση της πιο μεγάλης ευτυχίας για τον πιο μεγάλο αριθμό ανθρώπων και το μέσο είναι η οικονομική ανάπτυξη.
Τρεις κατηγορίες προβλημάτων
Αυτή η ωφελιμιστική ερμηνεία της δημοκρατίας θέτει τρεις κατηγορίες προβλημάτων:
1) Στο μέτρο που το δημοκρατικό ιδεώδες παγκοσμιοποιείται, καθιστά όλο και πιο ανυπόφορη την ανισότητα και την ασυμμετρία ανάμεσα στους παλιούς δυτικούς κυρίαρχους -που είναι συχνά οι παλιοί αποικιοκράτες- και τις άλλες χώρες, έθνη, κουλτούρες, πολιτισμούς. Χωρίς μιαν αναγνώριση της ίσης αξιοπρέπειας όλων των λαών και όλων των πολιτισμών -που είναι πιο εύκολο να το λέμε παρά να το πραγματοποιήσουμε- δεν θα αποφύγουμε τον πόλεμο όλων εναντίον όλων.
2) Η αποδοχή της δημοκρατίας της αγοράς εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από μια πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη, η οποία προσέφερε σε όλους την προοπτική μιας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Ωστόσο, στη Δύση η δυναμική αυτής της ισχυρής ανάπτυξης έχει ανακοπεί. Το ζητούμενο είναι να μάθουμε αν το δημοκρατικό ρυθμιστικό ιδεώδες θα μπορέσει να παραμείνει ζωντανό όταν υπάρχει αναιμική ή σχεδόν μηδενική ανάπτυξη.
3) Τέλος, όλος ο κόσμος βλέπει ότι εκεί όπου η δυναμική της ανάπτυξης παραμένει ακόμα ισχυρή (στις περιπτώσεις της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Κίνας και των αναδυόμενων χωρών), τίποτα δεν εγγυάται ότι αυτή θα είναι παράγοντας ουσιαστικού και σταθερού εκδημοκρατισμού. Και προπάντων, όλα μάς οδηγούν να πιστέψουμε ότι αυτή η ανάπτυξη δεν θα είναι δυνατή παρά μόνο για ένα σχετικά σύντομο διάστημα, με τίμημα μια δραματική και μη αντιστρέψιμη υποβάθμιση του οικοσυστήματος. Οπως είναι γνωστό, θα χρειάζονταν πολλοί πλανήτες σαν τη Γη για να γίνει δυνατή η οικουμενική διάδοση του δυτικού τρόπου ζωής.
  • Μη ωφελιμιστική δημοκρατία
Ολα αυτά συνοψίζονται σε ένα απλό και δραματικό ερώτημα. Η ωφελιμιστική ελπίδα, φορέας της οποίας είναι εδώ και αιώνες η Δύση, ήταν η ελπίδα της υπέρβασης της σύγκρουσης ανάμεσα στους ανθρώπους με την αύξηση της υλικής ευημερίας. Μια τέτοια ανάπτυξη δίχως όρια γίνεται ήδη όλο και περισσότερο προβληματική. Τώρα που δεν υπάρχει απεριόριστη ανάπτυξη, θα κατορθώσουμε να βρούμε τα μέσα να συμβιώνουμε δημοκρατικά και με αξιοπρέπεια, χωρίς να αλληλοσφαζόμαστε;
Τι θα μπορούσε λοιπόν να σημαίνει το σχέδιο να βρούμε στη δημοκρατία μη ωφελιμιστικά ή αντιωφελιμιστικά θεμέλια; Στο «Δοκίμιο για το δώρο» (1924), ο Μαρσέλ Μος αποδεικνύει ότι οι αρχαϊκές κοινωνίες δεν βασίζονταν διόλου στην αγορά ή την ανταλλαγή, την αγοραπωλησία ή το συμβόλαιο, αλλά σε εκείνο που αυτός αποκαλεί τριπλή υποχρέωση του δώρου, της αποδοχής και της ανταπόδοσης. Με άλλα λόγια, στην υποχρέωση του συναγωνισμού σε γενναιοδωρία προκειμένου να αναγνωριστούν τα υποκείμενα ως πλήρως ανθρώπινες υπάρξεις. Αν το δώρο έχει αυτήν την ειρηνευτική δύναμη, την έχει επειδή συμβολίζει την αναγνώριση που οι συγκρουόμενοι άνθρωποι δίνουν στην αμοιβαία ανθρώπινη αξία τους.
Αυτό είναι που πρέπει να μάθει να κάνει μια πολιτική ιδεολογία νέου τύπου, που μπορούμε να την ονομάσουμε «συμβιωτισμό» (convivialisme). Φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός ή κομμουνισμός υπήρξαν εκδοχές μιας ωφελιμιστικής πολιτικής φιλοσοφίας που θεωρούσε την απεριόριστη ανάπτυξη της υλικής ευημερίας ως την κατεξοχήν απάντηση στη δημοκρατική προσδοκία. Ο συμβιωτισμός θέτει το ζήτημα να μάθουμε πώς να «συμβιώνουμε καλά» και πώς να ζωογονήσουμε τη δημοκρατία, ακόμα και αν δεν υπάρχει πλέον διαρκής οικονομική ανάπτυξη. Αναμετριέται επομένως άμεσα με το κομβικό ζήτημα του καιρού μας, που είναι εκείνο των μέσων της πάλης εναντίον της υπερβολής, της «ύβρεως»: πώς η ανθρωπότητα μπορεί να μάθει να αυτοπεριορίζεται; Η βασική αρχή του συμβιωτισμού και της πάλης εναντίον της έλλειψης ορίων έγκειται στην επιβεβαίωση της «κοινής ανθρωπιάς» και της «κοινής κοινωνικότητας» όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Η αρχή της κοινής ανθρωπιάς έχει δυο αναγκαίες συνέπειες: να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο να πέσουν ορισμένοι σε μια κατάσταση υποβάθμισης της ανθρωπιάς τους, σε μια κατάσταση υπανθρώπων, και το να μεταπηδήσουν άλλοι σε μια κατάσταση υπερανθρώπων. Συγκεκριμένα, η πρώτη συνέπεια συγκλίνει με την πρόταση που ανέπτυξε ο Τόμας Πέιν στο λίβελό του. Το μόνο μέσο, έγραφε, για να προσηλυτίσουμε την πελώρια πλειονότητα των ανθρώπων στη βεβαιότητα ότι ο πολιτισμός είναι προτιμότερος από τη φυσική κατάσταση είναι να τους προσφέρουμε χωρίς προϋποθέσεις ένα ελάχιστο εισόδημα που θα τους επιτρέψει να αποφύγουν την εξαθλίωση.
  • Απεριόριστος πλούτος για κανέναν
Στη συμβιωτική κοινωνία που πρέπει να οικοδομήσουμε, η πρωταρχική πηγή της νομιμοποίησης των κρατών και των κυβερνήσεων θα έγκειται στην ικανότητά τους να εξασφαλίζουν πραγματικά στους πολίτες τις βασικές υλικές προϋποθέσεις της ύπαρξής τους, ανάλογα με τη γενική κατάσταση της χώρας ή της περιοχής, όποια και αν είναι η φυλή τους, η θρησκεία τους ή οι πεποιθήσεις τους. Συμμετρικά, το πρώτο μέτρο που πρέπει να πάρουμε για να παλέψουμε ενάντια στο πνεύμα της υπερβολής, που επικράτησε στον κόσμο τα τελευταία τριάντα χρόνια, είναι να θεσμοθετήσουμε το ότι καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν νομιμοποιείται να απολαμβάνει δυνητικά απεριόριστο πλούτο.

Στη δημοκρατική συζήτηση ανήκει το καθήκον να καθορίσει ποια είναι η επιθυμητή και παραδεκτή απόκλιση πλούτου και εισοδημάτων. Μόνον η επιβεβαίωση της απροϋπόθετης αρχής της κοινής ανθρωπιάς και η συνδυασμένη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου και ενός μέγιστου εισοδήματος μπορούν να μας δώσουν αληθινές ευκαιρίες για να αποτρέψουμε τη διπλή καταστροφή που μας απειλεί βραχυπρόθεσμα: εκείνη μιας δραματικής και μη αντιστρεπτής υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και εκείνη της έκρηξης του πολέμου όλων εναντίον όλων. *

Φόβος και πολιτική


Η ΑΥΓΗ: 23/01/2011
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ*
Προκειμένου να μπορεί να μας κινητοποιεί ο πολιτικός φόβος, το αντικείμενό του πρέπει να ανήκει στην επικράτεια της πολιτικής, κι ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο, στη σκέψη των πιο φοβισμένων να μένει μακριά από αυτήν.

ΚΟΡΕΪ ΡΟΜΠΙΝ, Φόβος. Η ιστορία μιας πολιτικής ιδέας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 407

Δε γνωρίζω αν κάποιος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ κατηγόρησε, το 2004, έτος πρωτότυπης έκδοσης αυτής της μελέτης, τον συγγραφέα, ως «ακραίο» ή και «συνομιλητή τρομοκρατών». Δε θεωρώ βέβαια ότι χρειαζόταν να το κάνει, αφού η απομόνωση σε ένα πανεπιστημιακό campus ισοδυναμεί, πολλές φορές, με έναν ιδιότυπο εξοστρακισμό: εντός του, επικρατεί ελευθερία λόγου. Εκτός πανεπιστημίου, η έλλειψη πρόσφορων συνομιλητών καθιστά οποιαδήποτε αντίθετη φωνή πολιτικά ανίσχυρη. Υπενθυμίζω ότι η επτάχρονη χούντα συνέλαβε (και ο Ανδρέας Παπανδρέου ολοκλήρωσε) το σχέδιο μεταφοράς του Πανεπιστημίου Αθηνών στην υγειονομικά ελεγχόμενη και απομακρυσμένη περιοχή του Ζωγράφου. Το ακαδημαϊκό σώμα θα όφειλε, σύμφωνα με σχεδιασμούς που καθίστανται σήμερα επίκαιροι, να ασκεί τις διάφορες επιστήμες και να συμβάλλει με «εποικοδομητικές προτάσεις» στο κυβερνητικό έργο.
Τι σχέση έχουν τα παραπάνω, θα αναρωτηθεί κανείς, με ένα δοκίμιο ιστορίας της πολιτικής σκέψης; Και τι το ακραίο θα μπορούσε να διαθέτει ένα τέτοιο πόνημα; Η έννοια του φόβου στη σκέψη του Χομπς, του Μοντεσκιέ, του Τοκβίλ και της Άρεντ, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ενδιαφέρον αντικείμενο διερεύνησης για κάποιους ειδικούς ή για βιβλιόφιλους προς άγραν επέκτασης των πνευματικών τους οριζόντων. Ο Κόρεϊ Ρόμπιν, όμως, προσθέτει μία κρίσιμη συνισταμένη στην ανάγνωσή του, αυτή του γνωστικού ενδιαφέροντος από τη σκοπιά του παρόντος. Αναρωτιέται, δηλαδή, αν και σε ποιο βαθμό θα χρησίμευαν τα θεωρητικά εργαλεία που μας παρέχουν οι συγκεκριμένοι στοχαστές για τη σημερινή κοινωνία και την πολιτική πρακτική, αλλά και για τις σύγχρονες συνθήκες στους χώρους εργασίας, φέρνοντας έτσι στο φως την πολύπλοκη σχέση της κλασσικής φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης αλλά και της φιλελεύθερης δημοκρατίας (στις ΗΠΑ, και όχι μόνο) με τον φόβο. «Παρότι» καθηγητής πολιτικής επιστήμης, δηλαδή, προσπαθεί να παρουσιάσει τα πορίσματα των ερευνών του στον κάθε ενδιαφερόμενο, παρέχοντας, με εύληπτο τρόπο, πληροφορίες χρήσιμες για την ανατροπή διαφόρων κοινών τόπων περί πολιτικής.

Ένας τρέχων κοινός τόπος, στη σημερινή μνημονιακή Ελλάδα, είναι η ανάγνωση του πολιτικού, του οικονομικού και του κοινωνικού με ψυχολογικούς και πολιτισμικούς όρους. Η αγορά «έχει μια ψυχολογία», η κοινωνία «περνάει κατάθλιψη», οι έλληνες νιώθουν ή οφείλουν να νιώσουν «ενοχές» για την κατάσταση που βρισκόμαστε, όλα ξεκινούν από την απομάκρυνση από κάποιο «ελληνικό ήθος» ή «τρόπο ζωής», ο οποίος χάθηκε κατά τη διάρκεια της βίαιης μετεπιβίβασης από «το γαϊδουράκι στο αυτοκίνητο». Εκτός από την «ενοχή», για την οποία έγραψε ένα εύστοχο σχόλιο ο Νικόλας Σεβαστάκης στα προηγούμενα «Ενθέματα», στο επίκεντρο της (ψευτο)ψυχολογικοκεντικής πολιτικής ανάλυσης βρίσκεται και ο «φόβος»: Ο φόβος ως ανησυχία που απειλεί τη συλλογική μας ευδαιμονία, την ίδια μας την επιβίωση.

Στα δικά μας συγκείμενα, το βιβλίο Ο Φόβος... θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αντίβαρο αυτής της διάχυτης ροπής προς τον ψυχολογισμό και την ηθικολογία. Κι αυτό γιατί ο Ρόμπιν δεν περιγράφει τις επιπτώσεις του ως ενός διάχυτου μεν στην κοινωνία αλλά, εντέλει, εξατομικευμένου και άσχετου με την πολιτική συναισθήματος. Διακρίνει τον φόβο όπως αυτός βρίσκεται στη «φυσική του μορφή», και τον φόβο μετά την παραγωγή και εκμετάλλευσή του από μια εξουσία που τον χρησιμοποιεί ως πολιτικό εργαλείο για να επιτύχει πολιτικά οφέλη.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, υπάρχουν δύο παραγόμενα είδη πολιτικού φόβου: στο πρώτο, οι πολιτικοί ηγέτες ορίζουν και ερμηνεύουν τα αντικείμενα που πρέπει ο λαός να φοβάται (π.χ. οι επιθέσεις με άνθρακα μετά την 11η Σεπτεμβρίου). Αυτός ο τρόπος συνήθως προϋποθέτει ότι οι ηγέτες και οι λαοί στους οποίους απευθύνονται μοιράζονται την ίδια ταυτότητα και ότι οι δύο ομάδες αισθάνονται πως η ταυτότητά τους απειλείται. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής φόβου συνηθίζεται σε πολεμικές περιόδους, διότι η κύρια συνιστώσα του είναι το έθνος ή κάποιο άλλο είδος συνεκτικής κοινότητας, και το κύριο αντικείμενό του είναι ένας εξωτερικός εχθρός ή κάποια άλλη εξωτερική απειλή.

Το δεύτερο είδος φόβου πηγάζει από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ιεραρχίες που διαιρούν ένα λαό. «Παρόλο που και αυτό το είδος μπορούν να το δημιουργήσουν, να το κατευθύνουν ή να το διαχειριστούν οι πολιτικοί ηγέτες, ο συγκεκριμένος στόχος ή λειτουργία του είναι ο εσωτερικός εκφοβισμός: η χρήση κυρώσεων ή η απειλή κυρώσεων προκειμένου να διασφαλισθεί η διατήρηση ή η ενίσχυση της εξουσίας μιας ομάδας σε βάρος μιας άλλης. Σε αυτή την περίπτωση ο φόβος είναι πιο οικείος, λιγότερο μυθώδης, καθώς ξεπηδά από τις κάθετες συγκρούσεις και τους ποικίλους διαχωρισμούς που ενυπάρχουν σε μια κοινωνία. Αυτό το δεύτερο είδος αναπτύσσεται μέσα από τις ανισότητες και βοηθά στη διαιώνισή τους, συνδέεται τόσο στενά με τις πολιτικές ιεραρχίες ώστε αποτελεί τον βασικό τρόπο κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου» (σελ. 36).

Τι επιτυγχάνεται με όλα αυτά; Η κατασκευή της συναίνεσης, η καταστολή των κοινωνικών αντιδράσεων, η παραγωγή μιας αρραγούς και ομοιογενούς ταυτότητας στόχων και προοπτικών. Παραφράζοντας τον Καρλ Σμιτ, κυρίαρχος θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτός που μπορεί κάθε φορά να ορίζει κάτι ως απειλή απέναντι στην ευδαιμονία του πληθυσμού, που μπορεί να ερμηνεύει τη φύση και τα αίτια αυτής της απειλής, αυτός που μπορεί να επιβάλλει έναν συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της απειλής, καθιστώντας συγκεκριμένους φόβους ως αντικείμενα δημόσιας συζήτησης και μαζικής κινητοποίησης.

Σύμφωνα με την (κλασσική και σύγχρονη) φιλελεύθερη σκέψη, ο πολιτικός φόβος, μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, υποτίθεται πως διαθέτει μόνο μια θετική πλευρά: μας διδάσκει τη βαρύτητα κάποιων ιδιαίτερων πολιτικών αξιών. Ο φόβος της ανομίας, για παράδειγμα, υποτίθεται ότι καλλιεργεί το σεβασμό απέναντι στο κράτος δικαίου, ο φόβος του ολοκληρωτισμού την εκτίμηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ο φόβος του φονταμενταλισμού την ενίσχυση της ανεκτικότητας και του πλουραλισμού. Στην πράξη, βέβαια, τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά. Αν εξετάσουμε το παράδειγμα των ΗΠΑ, ο φόβος της ανομίας οδήγησε στην περιστολή ελευθεριών χάριν της ασφάλειας, ο φόβος του (σοβιετικού) ολοκληρωτισμού στον μακαρθισμό, ο φόβος του φονταμενταλισμού στη μουσουλμανοφοβία και σε δύο πολέμους. Είναι αυτός ο λόγος που ο Ρόμπιν εμμένει στο «ποιος και με ποιον τρόπο» καλλιεργεί, χρησιμοποιεί και αντιμετωπίζει συγκεκριμένους φόβους - και μάλιστα, σε ένα καθεστώς φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Ενοχλητική διευκρίνιση η τελευταία, αφού πολλοί διανοούμενοι (και όχι μόνον εντός Αμερικής) θεωρούν ότι το μόνο είδος πολιτεύματος που μπορεί να οργανώνει και να χρησιμοποιεί εργαλειακά την ανάδυση του φόβου είναι ένα άνομο, βίαιο κράτος που συνθλίβει την αυτόνομη κοινωνία πολιτών, και, άρα, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς ο φόβος δε μπορεί παρά να προέρχεται από άλλα, μη πολιτικά αίτια που πρέπει να αναζητηθούν στην κουλτούρα και την ψυχοσύνθεση των μαζών.

Κι έχουν, εν μέρει, δίκιο: Προκειμένου να μπορεί να μας κινητοποιεί ο πολιτικός φόβος, το αντικείμενό του πρέπει να ανήκει στην επικράτεια της πολιτικής, κι ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο, στη σκέψη των πιο φοβισμένων να μένει μακριά από αυτήν. Όταν κατανοούμε τα αντικείμενα του φόβου μας ως μη πολιτικά, αυτό μας ωθεί να τα διαχειριζόμαστε ως ανυπέρβλητους εχθρούς και, ταυτόχρονα, ανανεώνει -ή, μάλλον, παράγει- την αίσθηση του «εμείς» ως συλλογικότητας, ως ενός αδιαίρετου υποκειμένου που προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια εξωτερική απειλή. Αντίθετα, αν κατανοήσουμε ως βαθιά πολιτικά τα αντικείμενα του φόβου μας, τότε θα μπορέσουμε να τα κάνουμε αντικείμενα συζήτησης, να ανακαλύψουμε ότι είμαστε λιγότερο ενωμένοι με κάποιους συμπολίτες μας από ό,τι πιστεύαμε. Κι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την διάρρηξη και καταστροφή της εικόνας ενός ενιαίου κοινωνικού σώματος με κοινά συμφέροντα.

Διόλου τυχαία, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Ρόμπιν διερευνά τον κατασταλτικό φόβο στο αμερικάνικο εργασιακό περιβάλλον. Εκεί, στις αδιαφανείς πρακτικές πρόσληψης και απόλυσης, προαγωγής και υποβιβασμού, στις επιβαλλόμενες και πιεστικές σχέσεις οικειότητας που αναπτύσσονται μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, ο φόβος αποδεικνύεται εξαιρετικά δραστικός και ταυτόχρονα προστατευόμενος από τα πανύψηλα τείχη που ορθώνει το νομικό οπλοστάσιο και η πολιτική αδιαφορία. Ο αόρατος, «εκτός πολιτικής» χώρος της εργασίας, όπου επικρατεί, τάχα, μόνον η διαχειριστική λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους, αποκαλύπτεται τελικά ως ο προνομιακός χώρος εκφοβισμού, διάχυσης του πολιτικού φόβου στο πεδίο της καθημερινότητας.

Παράδοξη διαπίστωση, αυτή η τελευταία, για έναν liberal καθηγητή πολιτικής επιστήμης. Στα καθ' ημάς, όπου άλλοι, (αυτό)προβαλλόμενοι ως πιο προοδευτικοί, έχουν προ πολλού εγκαταλείψει τον χώρο της εργασίας ως γνωστικό αντικείμενο, ίσως θα μπορούσε, πράγματι, να θεωρηθεί και ακραία.

*Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός


ΤΗΣ JOANNA BOURKE*

Προσδημοσίευση από το βιβλίο της Φόβος.
Στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και 20ού αιώνα, εκδόσεις Σαββάλα, σελ. 688


Πριν από μερικά χρόνια, με φόβο και τρόμο, ξεκίνησα να αντιμετωπίσω το πιο διάχυτο συναίσθημα της νεωτερικής κοινωνίας: το φόβο. Από πολιτική άποψη, ο κόσμος ήταν τότε διαφορετικός. Ήταν πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, όταν αεροπλάνα που είχαν καταληφθεί από τρομοκράτες συνετρίβησαν πάνω στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο. Για μένα προσωπικά ήταν ωστόσο μια πολύ πιο αθώα εποχή· δεν είχε διαγνωστεί ακόμα η ασθένεια που έμελλε να απειλήσει τη ζωή μου και να μου υπενθυμίσει τη δική μου θνητότητα. Το παρελθόν φαινόταν ασφαλέστερο. Μέσα στο λιτό καταφύγιο δεκάδων βιβλιοθηκών και αρχείων, άπλωνα το περιεχόμενο της ζωής άλλων ανθρώπων πάνω στο γραφείο μου και κρυφάκουγα με ηδονή να εξομολογούνται τον τρόμο που αισθάνονταν. Οι συγγραφείς, αυτοαποκαλούμενοι ειδικοί της συναισθηματικής διαχείρισης, ακούγονταν να συμβουλεύουν αυτά τα άτολμα άτομα. Συχνά ωστόσο αυτοί που κήρυτταν κοσμικά ευαγγέλια του «μη φοβού» αρέσκονταν να επιδίδονται σε κινδυνολογίες. Οι άνθρωποι παντού φαίνονταν πολύ ανήσυχοι. Παρά την απόσταση στο χρόνο και στο χώρο, τα τρομαγμένα τραυλίσματά τους ήταν μερικές φορές εκκωφαντικά· άλλες φορές ομολογούσαν τις αγωνίες τους με αδύναμα, διστακτικά ψελλίσματα.

Θάνατος και καταστροφή· εφιάλτες και φοβίες· νέες τεχνικές εξόντωσης και επικίνδυνες τεχνολογίες· σώματα που προδίδουν: μια φαινομενικά ατελείωτη σειρά τρομερών δοκιμασιών και ταλαιπωριών που φαινόταν να αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στον 20ό αιώνα. Το χειρότερο: υπήρχαν εποχές κατά τις οποίες όλη η ιστορία έμοιαζε να απαγγέλλει ένα τραυματικό σενάριο, που δεν είχε απαντήσεις ή «νόημα». Σ' αυτές τις περιπτώσεις ο τρόμος των ανθρώπων ήταν τόσο συγκλονιστικός, ώστε οι πλέον θεμελιώδεις ταυτότητες κινδύνευαν να καταποντιστούν. Χρειάστηκα χρόνο να παρατηρήσω την εκπληκτική δημιουργικότητα με την οποία αυτοί οι τρομαγμένοι άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αντιλαμβάνονταν τη δύσκολη θέση τους και ξανάφτιαχναν τον κόσμο τους μετά την καθηλωτική δύναμη του φόβου. Το να εξετάζουμε τους φόβους της κοινωνίας μας, στις παλαιότερες και στις σημερινές εκδηλώσεις τους, μας επιτρέπει να σκεφτούμε το μέλλον. Είναι ένα μέλλον της επιλογής μας.

Παρ' όλα αυτά, αφότου ολοκλήρωσα αυτό το βιβλίο, μερικές από τις απειλές που προκαλούσαν μεγάλο φόβο στο παρελθόν έχουν αυξηθεί ραγδαία σήμερα. Το φάσμα του «τρομοκράτη» έχει αποκτήσει θεϊκή δύναμη, αντίστοιχη με εκείνη του λοιμού σε προγενέστερες εποχές ή του Σατανά της θρησκείας. Η πλατιά διάδοση συστημάτων επιτήρησης, η δίωξη των μεταναστών, η επιπόλαιη καυχησιολογία για την αναγκαιότητα «προληπτικών χτυπημάτων» είναι ορισμένα από τα αποτελέσματα αυτού του πανικού. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη γλώσσα του τρόμου για να δικαιολογήσουμε την τρομοκράτηση άλλων. Ως εκ τούτου, η επιστήμη και η πρακτική της καταστροφής έχουν πραγματοποιήσει ραγδαία και ανησυχητικά άλματα τα τελευταία χρόνια. Στον 21ο αιώνα πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο ότι ο τρομερότερος κίνδυνος είναι αυτός τον οποίο απεργαζόμαστε σήμερα. Οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ μάς υπενθύμισαν ότι διαπράττουμε βία εναντίον άλλων ενώ είμαστε ταυτόχρονα θύματα τρομοκρατικής κτηνωδίας. Τα βασανιστήρια δικαιολογούνται συνήθως σήμερα όχι μόνο από τα άθλια ταμπλόιντ αλλά και από νομικούς κύκλους που θεωρούνται ευυπόληπτοι. Η αποστροφή που προκάλεσαν οι φωτογραφίες από πορνογραφικά βασανιστήρια που τράβηξαν Αμερικανοί στρατιώτες στη φυλακή Άμπου Γκράιμπ το 2004 υποχώρησε γρήγορα: μόνο μερικοί άνθρωποι παρατήρησαν τη σχετική αδιαφορία που εκφράστηκε στον Τύπο όταν δημοσιεύτηκαν εξίσου σοκαριστικές φωτογραφίες δέσμιων φυλακισμένων με κουκούλα που λιώνουν στη νομικώς ουδέτερη ζώνη του Γκουντάναμο. Η καθημερινή απεικόνιση βίαιων θανάτων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει αμβλύνει την ευαισθησία: όταν πληροφορούμαστε αγριότητες που συμβαίνουν στην πραγματική ζωή, μπορεί να αισθανόμαστε οίκτο ή αηδία· αλλά, όταν αναγνωρίζουμε το συναίσθημα του φόβου, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο φόβος ο δικός μας - φόβος που μπορεί να αφορά εμάς, όχι ο φόβος που μπορεί να αφορά άλλους, αυτούς στους οποίους προκαλούμε δεινά. Αυταρχικές, τυφλές και δυσανάλογες αντιδράσεις έχουν γίνει ο κανόνας. Η δημόσια πολιτική και οι ιδιωτικές ζωές είναι δέσμιες του φόβου· ο φόβος έχει γίνει το συναίσθημα με το οποίο διαχειριζόμαστε τον δημόσιο βίο. Είναι καιρός να επανέλθουμε σε μια πολιτική που φοβάται για τη ζωή των άλλων, κοντινών και μακρινών. Αν και ο φόβος είναι κληρονομιά της ανθρωπότητας, ο τρόμος είναι η διαθήκη μας. Και πρέπει πάντα να τρέμουμε μπροστά στον ξένο που βλέπουμε κάτω από τα ερείπια της ιστορίας.

Ορισμένους απ' αυτούς τους ξένους -καίτοι Βρετανοί και Αμερικανοί- συναντούμε σε τούτο το βιβλίο. Θα ήταν αδύνατον να εξετάσουμε όλους τους τύπους του φόβου που βιώθηκαν τον τελευταίο ενάμιση αιώνα. Κάθε φορά που άνοιγα ένα βιβλίο ή μιλούσα μ' ένα φίλο, κάποιος νέος φόβος προέκυπτε. Μου έγινε, λόγου χάρη, έμμονη ιδέα η ιστορία των ηθικών αναστολών ή ο υπερβολικός φόβος του Θεού και πολύ ευχαρίστως θα έγραφα ένα ολόκληρο κεφάλαιο -όχι, ένα ολόκληρο βιβλίο- γι' αυτό το θέμα. Τελικά όμως αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι, στη νεωτερικότητα, αυτή η αγωνία αφορούσε σαφώς μια μειοψηφία. Ορισμένοι φίλοι επιθυμούσαν εκτενέστερη ανάλυση του φόβου τους για τις πτήσεις· άλλοι με προέτρεπαν να ασχοληθώ με υπαρξιακές αγωνίες που συνδέονταν με την απώλεια της κοινωνικής θέσης· και άλλοι ήθελαν μεγαλύτερη ανάλυση του γοτθικού μυθιστορήματος και των ταινιών τρόμου. Πολλά θα μπορούσαν επίσης να ειπωθούν για την έλξη που ασκούν τα τρενάκια του ιλίγγου στα λουναπάρκ και τα επικίνδυνα αθλήματα. Αντιστάθηκα σ' αυτούς τους πειρασμούς.

Αντίθετα, αυτό το βιβλίο διατρέχει, με χρονολογική σειρά, ορισμένους από τους κυρίαρχους φόβους και τις αγωνίες που εκδήλωσαν Βρετανοί και Αμερικανοί στο παρελθόν. Ο φόβος του θανάτου και του θνήσκειν είναι συνεχώς παρών στην ιστορία (για ορισμένους αναλυτές είναι ο πυρήνας όλων των φόβων), επομένως είναι σωστό ν' αρχίσουμε με ορισμένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του φόβου κατά τον 19ο αιώνα. Προς το τέλος του βιβλίου επανερχόμαστε σ' αυτό το θέμα στο πλαίσιο του σύγχρονου θανάτου και των τρόπων με τους οποίους οι ετοιμοθάνατοι αντιμετωπίζουν σήμερα αυτό το αίσθημα τρόμου. Εξετάζεται επίσης η ξαφνική συνειδητοποίηση γεγονότων που απειλούν τη ζωή: Πώς άτομα και ομάδες αντιμετωπίζουν το παράλογο, ή και το άδικο, των καταστροφών; Ποια διαφορά υπάρχει όταν η καταστροφή είναι ανθρωπογενής;

*Η Joanna Bourke είναι καθηγήτρια ιστορίας στο Birkbeck College του Λονδίνου