Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Η εκρηκτική διάσταση της ανεργίας

Είναι γνωστό ότι το πρόβλημα της ανεργίας είναι σύμφυτο με τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, ή, αλλιώς, του καπιταλιστικού συστήματος, που σήμερα κυριαρχεί παγκοσμίως. Μπορεί, όμως, να περιοριστεί με δημόσια παρέμβαση, η οποία σε περιόδους οικονομικής άνθισης είναι εφικτή, γιατί η ανεργία είναι μειωμένη και δεν συνεπάγεται μεγάλο φορολογικό βάρος, ούτε ενοχλητικούς περιορισμούς στην ελευθερία των επιχειρήσεων. Αυτό συνέβη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την κρίση της δεκαετίας του '70, με το κεϊνσιανό κράτος πρόνοιας.
Στην περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέχρι τη σημερινή παγκόσμια κρίση, όπου η ανεργία αυξήθηκε σημαντικά, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με πολύ μεγάλη δυσκολία. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθήθηκε σχεδόν σ' όλες τις χώρες, προκειμένου να μειώσει το αυξανόμενο φορολογικό βάρος και να απελευθερώσει τις επιχειρήσεις από τους περιορισμούς για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη, θεωρούσε ότι η ανεργία οφείλεται στους υψηλούς μισθούς και την προστατευτική εργατική νομοθεσία. Βέβαια, όλες οι προσπάθειες που έγιναν για να αντιμετωπισθούν τα υποτιθέμενα αίτια της ανεργίας δεν απέδωσαν, είτε επειδή οι αιτίες της ανεργίας δεν είναι αυτές που πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι των διαφόρων αποχρώσεων είτε επειδή τα εργατικά συνδικάτα περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό και τη μείωση των πραγματικών μισθών και την ελαστικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας.
Η σημερινή κρίση ανέβασε ακόμη περισσότερο τα ποσοστά ανεργίας. Σε ορισμένες χώρες, ιδίως του ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα), τα ποσοστά σχεδόν διπλασιάσθηκαν. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου άρχισε το 2010 μια εύθραυστη ανάκαμψη, η ανεργία όχι μόνο δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται. Υπάρχουν απόψεις που αποδίδουν το γεγονός αυτό στην όλο και μεγαλύτερη χρήση από τις επιχειρήσεις νέων τεχνολογικών μεθόδων και αυτοματισμών. Οι μέθοδοι αυτές εξοικονομούν εργασία προκειμένου να μειωθεί το κόστος, να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η διεθνής ανταγωνιστικότητα των οικονομιών των χωρών αυτών, έναντι των αναδυόμενων οικονομιών, που διαθέτουν χαμηλό κόστος εργασίας.
Οι προβλέψεις είναι εφιαλτικές για όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς η ανεργία φαίνεται να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, όπου η περιοριστική πολιτική και η διαρθρωτική προσαρμογή έχουν πάρει κατεπείγοντα χαρακτήρα, λόγω των όρων του μνημονίου, η ανεργία αναμένεται να φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Η ανεργία αυξάνεται όχι μόνο λόγω της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και της απαγόρευσης προσλήψεων στο Δημόσιο αλλά και λόγω της ανάγκης αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων με στόχο να επιτευχθεί και στη χώρα μας βελτίωση της παραγωγικότητας και αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, καθώς τα κρίσιμα αυτά μεγέθη βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις βόρειες χώρες της Ε.Ε.
Ομως, οι άνεργοι νέοι, όπως και οι απολυόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας, δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται πλέον με τη γνωστή ελληνική οικογενειακή αλληλεγγύη. Οι ατομικές λύσεις, που συχνά φθάνουν στην κατάθλιψη, μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις, καθώς δεν υπάρχουν συνδικάτα ανέργων. Οι τυφλές εκρήξεις μπορεί να δυναμιτίσουν τη συνοχή της κοινωνίας και την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Σε μια τέτοια προοπτική, ποιο νόημα έχει η πιστή τήρηση των όρων του μνημονίου; Η επίσπευση της δημιουργίας προϋποθέσεων για την αύξηση των δημόσιων και των ιδιωτικών επενδύσεων, με στόχο την απορρόφηση των ανέργων, μπορεί να είναι η μοναδική απάντηση.

Οικονομικά αιτήματα και πάλη αξιών

Η πολύμορφη, γενικευμένη επίθεση ενάντια στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και η συνεπαγόμενη ενδυνάμωση του αυταρχισμού και της καταστολής έτσι ώστε να καμφθούν οι όποιες αντιδράσεις, έχει σαν συνέπεια το ίδιο το κίνημα αντίστασης να ρίχνει το βάρος του σε διεκδικήσεις οικονομικού χαρακτήρα και δευτερευόντως σε διεκδικήσεις που έχουν να κάνουν με την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Ετσι όμως από τη μια υποβαθμίζεται μια σημαντική πτυχή της επίθεσης του κεφαλαίου, που έχει να κάνει με την παραμόρφωση των ανθρώπων η οποία συντελείται μέσω των αξιών που προωθεί το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα και από την άλλη περιορίζεται η προοπτική διεξόδου σε μια βελτίωση των υλικών όρων ζωής, αν όχι μόνο των αμοιβών, και δεν προβάλλεται ο πυρήνας της απελευθερωτικής προοπτικής, που δεν είναι άλλος από την αναγωγή σε κυρίαρχο του ελεύθερου δημιουργικού χρόνου και την ανάδειξη σε κυρίαρχη αξία της ανεμπόδιστης ανάπτυξης του ανθρώπου.
Πιο ειδικά, όσον αφορά τις αντιδράσεις ενάντια στη συρρίκνωση των απολαβών των εργαζομένων, αντιδράσεις οι οποίες είναι όχι μόνο καθ' όλα θεμιτές αλλά και εκείνες που ως οι πλέον απτές ενοχλούν πιο άμεσα το κεφάλαιο, καλό είναι να θυμίσουμε τόσο το χαρακτήρα τους όσο και τα όριά τους.
Ετσι λοιπόν δεν πρέπει να ξεχνάμε:
1. Οτι μια αύξηση των απολαβών των εργαζομένων σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει και περιορισμό της εκμετάλλευσής τους. Το αντίθετο μάλιστα, μπορεί να έχουμε αύξηση μισθού και ταυτόχρονα αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης στο βαθμό που το ποσοστό της υπεραξίας αυξάνεται.
2. Οπως γράφει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», μια αύξηση στους μισθούς «σημαίνει μόνο ότι το μήκος και το βάρος της χρυσής αλυσίδας, που έχει ήδη σφυρηλατήσει για λογαριασμό του ο μισθωτός εργάτης, επιτρέπεται να χαλαρώσει λιγάκι»(1).
3. Οπως πολύ γλαφυρά γράφει ο Καστοριάδης, μια αύξηση του μισθού κατά 10% κάθε άλλο παρά σημαίνει μια ανάλογη μείωση της αποξένωσης του εργαζόμενου, η οποία και μπορεί να αυξηθεί παράλληλα με την αύξηση του μισθού.
Πέρα, λοιπόν, από τις οικονομικές διεκδικήσεις πέρα από τις διεκδικήσεις που σχετίζονται με ζητήματα δημοκρατίας, πέρα από την υπεράσπιση των κεκτημένων, πέρα ακόμη από την προβολή της αναγκαιότητας μιας ριζοσπαστικής πολιτικής αλλαγής, η οποία πολύ συχνά εντάσσεται στο συνδυασμό ενός λεκτικού ριζοσπαστισμού με τον πραγματικό οπορτουνισμό, πρέπει να ανοίξει ένα νέο μέτωπο πάλης ενάντια στις κυρίαρχες αξίες και τον τρόπο ζωής του καπιταλισμού. Ενα μέτωπο πάλης το οποίο ενάντια στο μονοθεϊσμό του χρήματος, τον αδηφάγο ανταγωνισμό, θα προβάλει, όπως μας προτρέπει ο Μαρκούζε, την άρνηση της ανάγκης του κέρδους, την άρνηση του ανταγωνισμού, την άρνηση της συμμόρφωσης, την άρνηση της ανάγκης της μη παραφωνίας, της μη ελευθεριότητας, την άρνηση της ανάγκης για μια σπάταλη παραγωγικότητα, την άρνηση της ζωτικής ανάγκης της απατηλής απώθησης των ενστίκτων, την ανάγκη ηρεμίας, ομορφιάς, τη χαρά της δωρεάν ευτυχίας...(2)
Απέναντι στην κυριαρχία του φαίνεσθαι, και του έχειν, του ατομισμού και του λαβείν, θα πρέπει να αντιτάξουμε μια κοινωνία του είναι, της αλληλεγγύης και του δούναι, όπως γράφει και ο φίλος Σκαμνάκης(3). Απέναντι σε μια ζωή που χάνεται κερδίζοντάς την, να αντιτάξουμε μια ζωή με κυρίαρχη την ελεύθερη δραστηριότητα πέρα από τον οικονομικό καταναγκασμό.
Ιδεαλιστικά, διανοουμενίστικα σκιρτήματα, θα σπεύσουν να αναφωνήσουν ορισμένοι. Κατεξοχήν υλιστικά αιτήματα θα σπεύσω να αντιτάξω. Διότι όσο κυριαρχούν οι αξίες και η ιδεολογία της αστικής τάξης στις λαϊκές μάζες, αυτές οι αξίες μετατρέπονται σε υλική δύναμη ενσωμάτωσής τους, κατ' αναλογία της επαναστατικής θεωρίας, η οποία, όπως επισήμαινε ο Μαρξ, μετατρέπεται σε υλική δύναμη στο βαθμό που γίνεται κτήμα των μαζών.
  • (1) Marx, «Capital», σελ. 769.
  • (2) Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Το τέλος της ουτοπίας», σελ. 17.
  • (3) Θανάσης Σκαμνάκης, «Τα οχυρά μας», «Πριν» Σαββάτο 14 Αυγούστου 2010, σελ. 9.

ΠΑΣΟΚ: Από τις ελπίδες του 2007 στο σήμερα

  •  
Πριν από τρία χρόνια το ΠΑΣΟΚ έχασε πανηγυρικά τις εκλογές. Και αυτό παρά τα χάλια της τότε κυβέρνησης της Ν.Δ. Ο λόγος απλός: Είχε πάψει να λειτουργεί ως αποκούμπι των δυναμικών μεσαίων στρωμάτων και των μισθωτών ομάδων της κοινωνίας και όσων βρίσκονταν στο περιθώριο. Είχε αντικαταστήσει την πολιτική με την επικοινωνία και είχε προσχωρήσει στους σκλάβους των δημοσκοπήσεων. Επικοινωνία και δημοσκοπήσεις, όμως, χωρίς πολιτική ουσία, εξυπηρετούν αποκλειστικά ορισμένες προσωπικές στρατηγικές. Δεν παράγουν πραγματική πολιτική, ούτε δημιουργούν γεγονότα που προκαλούν δημοσκοπικές αλλαγές.
Μέσα από τη μάχη για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, ο Γ. Παπανδρέου διατύπωσε το 2007 ένα πρόγραμμα υπέρ των δυναμικών και ταλαντούχων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας και των περιθωριοποιημένων. Μπόρεσε, έτσι, να διαμορφώσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα ριζοσπαστικού δημοκρατισμού εντός του ΠΑΣΟΚ και μια προοδευτική συμμαχία στην κοινωνία προσελκύοντας ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Με αυτή την ταυτότητα έπεισε ο Γ. Παπανδρέου ότι είναι ένας σοβαρός πολιτικός με όραμα. Που θα μπορούσε να φέρει σημαντικές ανατροπές στη χώρα. Να επιβάλει τη διαφάνεια στην πολιτική και την ανεξαρτησία της τελευταίας από τα μεγάλα αντικοινωνικά συμφέροντα που προτάσσουν ακόμα και σήμερα τις δικές τους ανάγκες από εκείνες του έθνους και της κοινωνίας. Μίλησε καθαρά για το ποιους θεωρούσε στηρίγματά του. Μέσα από αυτές τις αλλαγές δημιούργησε ένα ρεύμα ελπίδας και νικηφόρας προοπτικής για τις επόμενες εκλογές.
Οσο η Ν.Δ. δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στα καθήκοντά της ως κυβέρνησης και όσο το ΠΑΣΟΚ δυνάμωνε, τόσο τα συμφέροντα αναζήτησαν στηρίγματα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ προκειμένου να το αγκαλιάσουν και να το πνίξουν. Οι δυνάμεις στο ΠΑΣΟΚ που στήριξαν τον Παπανδρέου στη νέα του ταυτότητα βρέθηκαν σε πορεία αποδυνάμωσης και ήττας. Οι δυνάμεις που συνδυάζονταν με τη διαπλοκή έπνιξαν τον όποιο εσωτερικό ριζοσπαστισμό του.
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία, η στροφή που είχε αρχίσει λίγο χρόνο νωρίτερα, ολοκληρώθηκε. Τα συνθήματα για αυτονομία της πολιτικής, για τη συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων και τη μάχη ενάντια στη διαπλοκή εγκαταλείφθηκαν με ρυθμό λαγού που πηδά το βράδυ με την ελπίδα ότι δεν θα τον δει κανείς. Η κοινωνική πολιτική εξαφανίστηκε και οι μαθητευομένοι μάγοι του νεοφιλελευθερισμού ξεπέρασαν τους νεοδημοκράτες δασκάλους τους. Στο όνομα της κρίσης στήθηκε μια τεράστια μηχανή ανακατανομής εισοδήματος σε βάρος των μισθωτών και της μικρομεσαίας ιδιοκτησίας. Κάθε μέτρο υπέρ των εχόντων και κατεχόντων θεωρήθηκε αναγκαίο για να βγει η χώρα από την κρίση. Ο εχθρός δεν είναι πια η λαμογιά και η διαπλοκή, αλλά ο εργαζόμενος. Αρχικά έγινε ένα μπαράζ επιθέσεων στους δημόσιους υπάλληλους και μετά γενικεύτηκε ως επίθεση ενάντια στη μισθωτή εργασία. Η επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα εμφανίστηκε ως επιτακτική ανάγκη για τη σωτηρία της χώρας.
Η βίαιη ανακατανομή στα εισοδήματα ως οικονομική επιταγή. Η υποχώρηση της διεθνούς θέσης της χώρας ως αποτέλεσμα τρίτων και όχι κυβερνητικών επιλογών. Μαζί με όλα αυτά υιοθετήθηκε και η αντίληψη ότι η χώρα δεν δικαιούται και δεν μπορεί να διαπραγματεύεται και ότι αντίστοιχα οι εργαζόμενοι δεν δικαιούνται να διεκδικούν. Το ΠΑΣΟΚ του 2010 δεν είναι πια εκείνο του 2007. Αλλαξαν οι κοινωνικές αναφορές και τα στηρίγματά του.
  •  

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ο καπιταλισμός μετά την κρίση

  • Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ είναι καθηγητής στο London School of Economics και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Η ακόλουθη συνέντευξή του δημοσιεύθηκε στο ιταλικό περιοδικό «Reset».
- Στο βιβλίο σας «Η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού» (ελληνική έκδοση: Σαββάλας, 2009) καταλήγετε με αυτά τα λόγια: «Ενα καθεστώς το οποίο δεν προσφέρει στις ανθρώπινες υπάρξεις βαθύτερους λόγους για να ενδιαφέρονται οι μεν για τους δε δεν μπορεί να διατηρεί για πολύ καιρό τη νομιμοποίησή του». Θεωρείτε ότι η τωρινή οικονομική κρίση καταδεικνεύει ότι το καθεστώς του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχει ήδη χάσει τη νομιμοποίησή του και εξαιτίας της αμοιβαίας αδιαφοράς που προωθεί;
«Η οικονομική κατάρρευση αυτών των μηνών καταδεικνύει ότι είχα δίκιο να θεωρώ εξαιρετικά ασταθή και ευάλωτη αυτή τη μορφή καπιταλισμού, η νομιμοποίηση του οποίου βασιζόταν μόνο στην υποτιθέμενη ικανότητα και αποτελεσματικότητα της αγοράς, ενώ αντίθετα ήταν εντελώς εχθρικός προς τις κοινωνικές και ηθικές διεκδικήσεις των πολιτών. Σήμερα αυτό το σύστημα βαδίζει χωρίς να έχει το κύρος που είχε παλαιότερα. Ωστόσο -εδώ είναι το λάθος της ανάλυσης που έκανα στο βιβλίο μου πριν από δέκα χρόνια- οι κύριοι πρωταγωνιστές αυτού του καπιταλισμού είναι ακόμα τόσο ισχυροί ώστε κατορθώνουν να αναστηλώσουν το παλαιό καθεστώς. Τα λόγια τους έχουν χάσει το κύρος τους, αλλά οι δράσεις τους συνεχίζουν να είναι αποφασιστικές. Γι' αυτό, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρακολουθούμε μιαν επιστροφή στο παρελθόν. Το καταδεικνύει αυτό που έγινε στους τελευταίους μήνες: μια αληθινή απαλλοτρίωση δημόσιου χρήματος για να αναζωογονηθεί μια μορφή παγκόσμιου καπιταλισμού που υπηρετεί τους λίγους».
- Η απώλεια νομιμοποίησης και κύρους θα μπορούσε πάντως να έχει σημαντικές συνέπειες, έστω και αν τώρα αυτές δεν είναι ορατές. Αν βραχυπρόθεσμα παρακολουθούμε μια «επιστροφή στο παρελθόν», μακροπρόθεσμα αντίθετα θα μπορούσαν να επιβληθούν νέα παραδείγματα στην πολιτική οικονομία και στις μορφές της εξουσίας σε διεθνές επίπεδο.
«Αυτό είναι αλήθεια. Ακριβώς αυτή είναι πράγματι η κύρια αντίφαση στις νεοφιλελεύθερες χώρες όπως η Αυστραλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία, όπου το οικονομικό σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί σύμφωνα με ένα μοντέλο ανυπόληπτο, στερούμενο νομιμοποίησης στα μάτια των ανθρώπων.
Ακόμα και όσοι μετέχουν σε αυτό, τουλάχιστον εκείνοι που έχουν αρκετή οξυδέρκεια ώστε να κατανοούν τη λειτουργία του, γνωρίζουν ότι το σύστημα πρόκειται να καταρρεύσει και πάλι, επειδή είναι από την ίδια του τη φύση ασταθές.
Η απαλλοτρίωση δημόσιου χρήματος επομένως έχει γίνει απαράδεκτη ακόμα και για όσους πιστεύουν στον καπιταλισμό. Είναι όμως απαράδεκτη κυρίως για τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν θα επιτρέψουν να συμβεί ξανά, επειδή έχουν κατανοήσει ότι πρόκειται για ένα ζήτημα πολύ συγκεκριμένο, δεδομένου ότι αυτή η απαλλοτρίωση αφαιρεί χρήματα από την εκπαίδευση και από τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες. Σε πέντε ή έξι χρόνια, στην προσεχή μεγάλη κρίση, οι συνθήκες θα είναι πολύ διαφορετικές. Δεν θα είναι δυνατό να απαλλοτριωθεί εκ νέου το δημόσιο χρήμα και δεν θα υπάρχουν ούτε και επαρκή κεφάλαια για να γίνει αυτό. Το πολύ οδυνηρό μάθημα μας διδάσκει ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός κατέληξε σε αδιέξοδο. Το παράδοξο είναι ακριβώς αυτό: μακροπρόθεσμα ο ηπειρωτικός κοινωνικός καπιταλισμός θα καταδείξει ότι είναι πιο ισχυρός από τον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Οικονομικά, σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ακόμα μια χώρα-ηγέτις, που προορίζεται όμως να παρακμάσει σε σχέση με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και η Βραζιλία, ακριβώς επειδή το οικονομικό της σύστημα βασίζεται σε αυτό το μοντέλο καπιταλισμού.
Σε είκοσι χρόνια η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα είναι πλέον η ίδια. Και οι Αμερικανοί, που τους απασχολεί ιδιαίτερα το ζήτημα, φαίνεται να το έχουν αντιληφθεί. Από δω, και από τη συνειδητοποίηση ότι το παλιό μοντέλο αποδυναμώνει την Αμερική, υποβαθμίζοντάς την, πηγάζει η απροθυμία να αποδεχθούν την αναστήλωση του παλαιού καθεστώτος. Και από την άλλη μεριά, εδώ ακριβώς έγκειται η ενδιαφέρουσα και αμφιλεγόμενη όψη της πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα. Ενας κεντρώος πολιτικός (το οικονομικό επιτελείο του οποίου προέρχεται από την κυβέρνηση Κλίντον και έχει φιλελεύθερο προσανατολισμό) ο οποίος εξεπλάγη όταν διαπίστωσε την παρουσία μιας αριστεράς, που καταβάλλει προσπάθεια να καταπολεμήσει την επικράτηση του παλαιού καπιταλιστικού μοντέλου. Ενός μοντέλου του οποίου την απονομιμοποίηση ο Ομπάμα, ως ικανός πολιτικός, είχε αντιληφθεί από καιρό (...)».
- Ωστόσο, οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι η ευελιξία επιτρέπει στα άτομα να ελέγχουν περισσότερο τη ζωή τους και να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία.
«Ο νεοφιλελευθερισμός κατέδειξε ότι βασίζεται στη συγκέντρωση της εξουσίας μάλλον παρά τη διανομή ωφελημάτων. Η ιδέα ότι ο καπιταλισμός φέρνει μεγαλύτερη ελευθερία είναι παλιά ιδέα, ήδη ξεπερασμένη, η οποία επαναλαμβάνει τις θέσεις του Ανταμ Σμιθ για τον ατομικισμό των μικρεμπόρων. Και διαψεύστηκε από τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας και ακόμη περισσότερο από τη σημερινή κατάρρευση του καπιταλισμού. Πρόκεται για ένα σύστημα που τείνει αναπόφευκτα στη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια λίγων. Η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν πιο ελεύθεροι χάρη στη συγκέντρωση της εξουσίας είναι παράλογη, ένας απλός μύθος. Παγκοσμιοποίηση σημαίνει αντίσταση σε αυτόν τον τύπο συγκέντρωσης. Σίγουρα όσοι κατοικούν στα υψηλά πατώματα του συστήματος έχουν απεριόριστη ελευθερία, ακόμα και να αποτυγχάνουν χωρίς σοβαρές συνέπειες (τουλάχιστον για τους ίδιους). Για τους άλλους ανθρώπους όμως η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική». *