Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Τι φταίει και η σοσιαλδημοκρατία ηττάται παντού;

  • H μετάλλαξή της ήταν τόσο ριζική, ώστε να εγκαταλείψει τον «οπλισμό» της στη Δεξιά
  • Του Γιωργου Σιακανταρη, Η Καθημερινή, 20/06/2010
  • Ανδρεας Πανταζοπουλος: Ο μαρασμός της Σοσιαλδημοκρατίας. Εκδ. Το Πέρασμα, 2009
Στη δεκαετία του ’90 και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού οι περισσότεροι ανέμεναν ένα κύμα ανόδου της κεντροδεξιάς και ήττα της σοσιαλδημοκρατίας. Συνέβη το αντίθετο. Στην πρώτη δεκαετία του 2000 και με αποκορύφωμα τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009 (με εξαίρεση την Ελλάδα) η σοσιαλδημοκρατία απέτυχε παταγωδώς. Αυτή η σοσιαλδημοκρατία, υποστηρίζει ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ, βρίσκεται σε μια διαδικασία μαρασμού. Τα αίτια της εκλογικής ήττας και του πολιτικο-ιδεολογικού μαρασμού της σοσιαλδημοκρατίας αναλύει στο σύντομο, αλλά γεμάτο ιδεολογικές και πολιτικές προκλήσεις, αυτό δοκίμιο.
Τι φταίει και η σοσιαλδημοκρατία ηττάται παντού; Ο Πανταζόπουλος, φυσικά, διευκρινίζει πως το ζήτημα είναι βαθύτατα πολιτικό και ιδεολογικό. Ούτε λόγος για προσχώρηση στις αστυνομικές αντιλήψεις περί προδοσίας. Η σοσιαλδημοκρατία ηττάται γιατί μεταλλάχτηκε τόσο ριζικά, ώστε να εγκαταλείψει «τον οπλισμό της στη Δεξιά». Τα ζητήματα της κοινωνικής προστασίας, της κοινωνικής ασφάλειας και συνοχής, αλλά και τα θέματα εθνικής ταυτότητας παραχωρήθηκαν ευχαρίστως στον δεξιό προγραμματικό λόγο. Η Αριστερά ενσωματώθηκε στην ιδεολογία της προόδου, όπως αυτή, κατά τον συγγραφέα, εκφράζεται με το τρίπτυχο οικονομία+τεχνολογία+ατομικισμός. Σ’ αυτό το πλαίσιο η σοσιαλδημοκρατία διαβάζει μόνο μια πλευρά της πραγματικότητας, τις νέες τεχνολογίες και την παγκοσμιοποίηση, ενώ εγκαταλείπει συστατικά στοιχεία της ιδεολογικής της φαρέτρας. Η κλασική Αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία είχε αποδεχτεί τους περιορισμούς και τους αποκλεισμούς της κρατικο-εθνικής συγκρότησης, γι’ αυτό και μεγαλούργησε όταν και όπου λειτουργούσε ως «εθνική δύναμη». Σήμερα αυτή η Αριστερά, κατά τον Πανταζόπουλο, εγκαταλείπει τα αιτήματα της κυριαρχίας, της διάκρισης δημόσιου/ιδιωτικού και της πολιτικής κυριαρχίας, τα αιτήματα δηλαδή που παλαιότερα συγκροτούσαν το δικό της πολιτικό πρόταγμα. (σελ. 48).
Η σοσιαλδημοκρατία δαιμονοποίησε την πολιτική ως σφαίρα εξουσίας και κυριαρχίας εντός της οποίας εκφράζονται με αντιπροσωπευτικό τρόπο συλλογικά συμφέροντα. Η Αριστερά εγκατέλειψε την πολιτική ως χώρο γενίκευσης συμφερόντων και προσχώρησε σε ατομικιστικές λογικές και ταυτόχρονα εγκατέλειψε τις υλικές αξίες για χάρη των μετα-υλικών. Κατάργησε έτσι στην ουσία το αίτημα της αντιπροσώπευσης και της λαϊκής κυριαρχίας.
Σίγουρα ο Πανταζόπουλος δεν ρίχνει βόλια στον αέρα, σημαδεύει τον στόχο, μόνο που όμως δεν τον πετυχαίνει.
Ο συγγραφέας αντιστρέφοντας το ερώτημα απαντά πως η Δεξιά κερδίζει γιατί καταλαμβάνει τον χώρο της ιστορικότητας του εθνικού χώρου, της κοινωνικής προστασίας και της πραγματικότητας της κυριαρχίας. Στοιχεία που εγκαταλείπει η Αριστερά. Αλήθεια η Δεξιά σήμερα κερδίζει επειδή εκφράζει συλλογικότητες και ποιες ακριβώς; Αν είναι έτσι τότε το πρόβλημα λύνεται αυτομάτως. Κάποιος πρέπει να πει στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας να γυρίσουν πίσω τα ρολόγια τους και να αντιληφθούν πως η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης δεν είναι πραγματικότητα, αλλά φαντασίωση την οποία αρκεί να σηκωθούν από τον καναπέ για να καταρρεύσει. Η Αριστερά αν γυρίσει στα κλασικά της εργαλεία σύμφωνα με τη λογική του βιβλίου θα κερδίσει πάλι. Και το αίτημα η Αριστερά διαρκώς να αλλάζει σ’ έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει δεν τίθεται;
  • Απαντήσεις στην κρίση
Μήπως όμως η Δεξιά κερδίζει επειδή μερικώς πείθει πως κατανοεί καλύτερα την παγκοσμιοποίηση και έχει πιο λυσιτελείς απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η οικονομική και πολιτική κρίση; Από την άλλη είναι αλήθεια πως η αντιπροσώπευση και η λαϊκή κυριαρχία μέχρι σήμερα εκφράσθηκαν στο πλαίσιο του κράτους-έθνους, είναι αλήθεια πως αυτό έχει πολλά να δώσει ακόμη, αλλά μήπως δεν είναι αλήθεια πως η Αριστερά πάντοτε έβλεπε στο άνοιγμα των κλειστών εθνικών συνόλων και κοινωνιών το μέλλον της πολιτικής;
Και αλήθεια, από πότε το πρόταγμα της προόδου δεν αποτελεί αριστερό πρόταγμα; Θα μου απαντήσει κάποιος πως αυτό συμβαίνει από τότε που το διαφωτιστικό πρόταγμα της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, δηλαδή ο ατομικισμός (προϋπόθεση για την ένταξη στις ταξικές συλλογικότητες της νεωτερικής κοινωνίας), εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερον.
Το οικοδόμημα του Πανταζόπουλου στήθηκε πάνω σε σωστά θεμελιακά ερωτήματα, χρησιμοποιεί όμως άστοχα υλικά.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Η πολιτική υπό κατηγορία

  • Ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ του ιταλού φιλοσόφου Μάσιμο Κατσιάρι και του πολιτικού επιστήμονα Ιλβο Ντιαμάντι αποτελεί μέρος των εργασιών ενός σεμιναρίου με θέμα την «Αντιπολιτική», που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο.
ΝΤΙΑΜΑΝΤΙ: Δεν είναι εύκολο να ορίσουμε ένα φαινόμενο ρευστό και φευγαλέο, όπως η αντιπολιτική. Η αντιπολιτική είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σε πολλές περιστάσεις, σε πολλές εκδοχές, με διαφορετικά νοήματα. Αυτό όμως αντανακλά τη δυσκολία να ορίσουμε σήμερα την πολιτική. Με άλλα λόγια, σήμερα γίνεται πολύς λόγος για αντιπολιτική, επειδή είναι υπό αμφισβήτηση το νόημα της πολιτικής και το νόημα της δημοκρατίας. Η πολιτική για την οποία μιλάμε αναφέρεται συνήθως στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Το «αντιπολιτικό» κλίμα στην κοινή γνώμη εμπλέκει συνεπώς τους τόπους, τους πρωταγωνιστές, τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και πρώτα απ' όλα τα κόμματα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο και ταυτόχρονα, τους ηγέτες και την πολιτική τάξη· την ηγετική τάξη γενικότερα. Επομένως τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς με την ευρύτερη έννοια. Κατ' επέκταση, η αντιπολιτική επαναφέρει την αντιπαράθεση «εμείς» και «εκείνοι». «Εμείς» είμαστε εκείνοι που βρίσκονται έξω από τους κύκλους της εξουσίας και της αντιπροσώπευσης. «Εκείνοι» είναι η κάστα. Επειτα, η λέξη αντιπολιτική χρησιμοποιείται και για να υποδείξει μια σειρά παραγόντων που δρουν στο κοινωνικό πλαίσιο. Τα πρόσωπα και οι εκφραστές της «αντιπολιτικής αντιπροσώπευσης» είναι διαφορετικά: κινήματα διαμαρτυρίας, επιτροπές, ομάδες πολιτικών.
ΚΑΤΣΙΑΡΙ: Εγώ θα υιοθετούσα την ιδέα της αντιπολιτικής με τρόπο ριζικό, ως μια φυσιολογική όψη της δημοκρατίας. Η δημοκρατία εμπεριέχει μια κριτική σχέση με την πολιτική. Δεν υπάρχει ισοδυναμία ανάμεσα σε δημοκρατία και πολιτική. Ας ξεκινήσουμε από την κομβική ιδέα της δημοκρατίας, την ιδέα ότι μέσα από τον λόγο μπορεί να επιλύεται η πολιτική σύγκρουση. Η πολιτική όμως είναι ουσιαστικά σύγκρουση. Η αξίωση του δημοκρατικού καθεστώτος έγκειται ακριβώς στο να περιοριστεί η σύγκρουση στη μορφή του συμβολαίου. Είναι όμως «πολιτική» όλα αυτά; Μπορούμε να καταχωρίσουμε σε νομικό συμβόλαιο την πολιτική σχέση; Ιδού γιατί χρειάζεται να πάρουμε στα σοβαρά την αντιπολιτική και να μην τη θεωρούμε μια τυχαία παθολογία. Αυτή μας επιτρέπει να δούμε ένα ουσιώδες όριο του δημοκρατικού λόγου.
ΝΤΙΑΜΑΝΤΙ: Εξάλλου, η αντιπολιτική χρησιμοποιείται με τη σειρά της ως «πολιτικός» λόγος, για να ακολουθεί τις διαθέσεις της κοινωνίας. Ας σκεφτούμε τη Λέγκα του Βορρά ή τον Μπερλουσκόνι, που έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν και σήμερα συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι δεν είναι «πολιτικοί», αλλά ότι είναι κάτι άλλο. Επιχειρηματίες, άνθρωποι της κοινωνίας, του Βορρά, που θέλουν να αποδώσουν την εξουσία στους πολίτες. Εχουν ωστόσο γίνει «κόμματα», έχουν μπει στο κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση. Εχουν ενσωματωθεί στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η ρητορική της αντιπολιτικής έχει μπει στην πολιτική αλλά και στην κοινή γλώσσα, συνδεόμενη συχνά με μιαν άλλη έννοια: τον «λαϊκισμό», ο οποίος προτείνει την υπέρβαση των παραδοσιακών μηχανισμών της μεσολάβησης και της αντιπροσώπευσης, παρακάμπτοντας κόμματα και οργανώσεις, για να εγκαθιδρύσει μιαν άμεση σχέση ανάμεσα στον ηγέτη και τον λαό. Οχι μόνον η αντιπολιτική αλλά και ο λαϊκισμός αποτελεί μέρος της δημοκρατίας.
ΚΑΤΣΙΑΡΙ: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα που έχουμε για τη δημοκρατία είναι ουσιαστικά εκείνη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αλλά, αν το εξετάσουμε προσεκτικά, στην ίδια την έννοια της «δημοκρατικής αντιπροσώπευσης» εμπεριέχεται το αντιπολιτικό στοιχείο. Ας προσπαθήσουμε να στοχαστούμε. Η ιδέα της αντιπροσώπευσης κρύβει ένα παράδοξο: η «τέλεια» αντιπροσώπευση θα ήταν εκείνη που αίρει την ίδια την αντιπροσώπευση. Πράγματι, ποια φαίνεται να είναι η «τέλεια» δημοκρατική μορφή; Εκείνη στην οποία εγώ ταυτίζομαι με αυτόν που με αντιπροσωπεύει. Εκείνη στην οποία ο αντιπρόσωπος αντανακλά τέλεια τις ιδέες αυτού που αντιπροσωπεύει. Σε αυτή την περίπτωση όμως χάνεται η αντιπροσώπευση.
Επειδή η αντιπροσώπευση προϋποθέτει μια διαφορά και μιαν απόσταση ανάμεσα σε αντιπρόσωπο και αντιπροσωπευόμενο. Η ρυθμιστική ιδέα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προϋποθέτει υποχρεωτικά μιαν ενδογενή κριτική της ίδιας της ιδέας της αντιπροσώπευσης. Με άλλα λόγια, ο homo democraticus ζει με αυτό το παράδοξο: είναι υποχρεωμένος να «αναθέτει» και ταυτόχρονα εκφράζει το αναπαλλοτρίωτο αίτημα για «αυτονομία». Ζει δηλαδή τη διαλεκτική της αντιπροσώπευσης με ένα αίσθημα στέρησης, αλλοτρίωσης. Υπάρχει μια «ευγενής» όψη σε όλα αυτά: εκείνη ακριβώς της ασυγκράτητης επιθυμίας για «αυτονομία». Είναι φανερό ωστόσο το πώς αυτή η επιθυμία σχετίζεται με την αντιπολιτική, νοούμενη με τη ριζοσπαστική της έννοια.
ΝΤΙΑΜΑΝΤΙ: Από την άλλη μεριά είναι δύσκολο να μη βλέπουμε τα ελαττώματα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας του καιρού μας. Ας σκεφτούμε την επιλογή της ηγετικής τάξης, εκείνων δηλαδή που αποφασίζουν στη θέση μας. Μια καλή δημοκρατία εγγυάται σχέση με την κοινωνία και εναλλαγή της πολιτικής τάξης. Δεν νομίζω ότι αυτό συμβαίνει. Αντίθετα, ζούμε μιαν εποχή στην οποία η δημοκρατία φαίνεται να αναπαράγει νεοφεουδαλικά και νεοδυναστικά μοντέλα. Μιαν εποχή στην οποία η πολιτική τάξη υιοθετεί πολλά γνωρίσματα της ολιγαρχίας. Το να διαθέτει κανείς πόρους (η οικογένεια, τα λεφτά, οι σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα λόμπι) είναι καθοριστικό για την εκλογή του. Από τη «δημοκρατία των κομμάτων» περάσαμε σε μια «προσωπική δημοκρατία». Κάποτε οι ηγέτες ήταν έκφραση ενός κόμματος και ψήφιζες έναν ηγέτη επειδή ήταν επικεφαλής αυτού του κόμματος. Σήμερα, αντίθετα, πριν από τα κόμματα ψηφίζονται οι ηγέτες (...).*

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Εχει όρια ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός;

  • Μετά την απόφαση της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας να προχωρήσει, την προσεχή Δευτέρα, σε «ανάληψη συνδικαλιστικής δράσης» σε βάρος του κρουαζιερόπλοιου «Ζenith», φαίνεται ότι πέφτουν και οι τίτλοι τέλους για τη δραστηριοποίησή του στην Ελλάδα. Φορείς του τουρισμού, οι οποίοι ενημερώθηκαν σχετικά, μιλούν για «τελειωτικό χτύπημα» στον τουρισμό της χώρας και σχολιάζουν με τον πλέον καυστικό τρόπο όσα συμβαίνουν την τελευταία περίοδο στο λιμάνι του Πειραιά και σε διάφορα άλλα λιμάνια της χώρας με τους αποκλεισμούς τους, είτε από ναυτεργάτες είτε από αλιείς ή άλλες κοινωνικές ομάδες. Ο Πειραιάς είναι το πρόσφατο παράδειγμα. Εχουν κατά καιρούς προηγηθεί αποκλεισμοί των εθνικών οδών από αγρότες, κλείσιμο των συνόρων από τελωνειακούς, καταλήψεις πανεπιστημίων και «χτίσιμο των γραφείων καθηγητών» από φοιτητές...
  • Οι εργαζόμενοι, οι συνδικαλιστές, οι διαδηλωτές υποστηρίζουν πως είναι ένας τρόπος αντίστασης στην επίθεση εναντίον των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. Η άλλη άποψη αντιτείνει πως εκτός από τον «αποκλεισμό» υπάρχει και ο διάλογος. Ενώ ενέργειες όπως αυτές στο λιμάνι του Πειραιά αντί να λύνουν οξύνουν και διευρύνουν τα προβλήματα. Εχει λοιπόν όρια ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός;

Ο φονταμενταλισμός της Βιβλικής Αριστεράς

ΤΟΥ Ν.ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗ | Κυριακή 6 Ιουνίου 2010
  • Δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία πως, λόγω της ηγεμονίας της ριζοσπαστικής αριστερής ιδεολογίας, κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης κυριάρχησαν στερεότυπες αντιλήψεις και πρότυπα συμπεριφοράς που έβλαψαν τη χώρα σε πολλούς τομείς. Τα στερεότυπα αυτά αναπαράγονται από τους πιστούς τους, όπως τα λόγια της Βίβλου από τους φονταμενταλιστές: κατά γράμμα και χωρίς απαραίτητα αυτοί να συνειδητοποιούν τις συνέπειες των λόγων τους. 
  • Οι πιστοί δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία που προκαλούν. Πιστεύουν ακράδαντα πως τα οράματά τους προηγούνται έναντι οποιασδήποτε υποχρέωσης προς τους νόμους, τους συμπολίτες και το κοινωνικό σύνολο. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων αποκτά σημασία για τους φονταμενταλιστές μόνο εάν εξυπηρετεί τους «ιερούς σκοπούς» τους. Ετσι ενώ, για παράδειγμα, το δικαίωμα διαδηλωτών να κλείνουν τους δρόμους, εμποδίζοντας πολλαπλάσιους άλλους ανθρώπους να κινηθούν ελεύθερα, θεωρείται ιερό, το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης αντιμετωπίζεται ως ένα δευτερεύον δικαίωμα, σχεδόν μια πολυτέλεια· όπως και το δικαίωμα στην εργασία, στη μόρφωση, στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών, εφόσον τα παραπάνω δεν υπηρετούν τους σκοπούς των «ιερών κειμένων» της Βιβλικής Αριστεράς
  • Μία από τις χαρακτηριστικότερες δοξασίες αυτού του φονταμενταλισμού είναι η βαθιά πίστη του πως τα (κάποια) συλλογικά συμφέροντα και οι συλλογικές διεκδικήσεις προηγούνται τόσο των εθνικών αναγκών όσο και των ατομικών δικαιωμάτων. Τα τελευταία, μάλιστα, καταδικάζονται ως μικροαστικές και νεοφιλελεύθερες ψευδο-ευαισθησίες. 
  • Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι εμφανές εδώ και χρόνια: κάποιοι αγρότες κλείνουν τους δρό μους, κάποιοι τελωνειακοί τα σύνορα, κάποιοι λιμενεργάτες τα λιμάνια, κάποιοι φοιτητές τα πανεπιστήμια, κάποιοι μαθητές τα σχολεία, κάποιοι πρώην εργαζόμενοι της Ολυμπιακής το Γενικό Λογιστήριο του Κράτουςκαι η λίστα δεν έχει τελειωμό. Το ζευγάρωμα εγωιστικών συλλογικών διεκδικήσεων με ριζοσπαστικές ιδεολογίες παράγει ένα εκρηκτικό μείγμα που οδηγεί σε παραλογισμούς, όπως αυτούς που βλέπουμε στο λιμάνι του Πειραιά αυτό το διάστημα. 
  • Στις δοξασίες της Βιβλικής Αριστεράς , η κινητοποίηση, η εξέγερση και η ανατροπή προηγούνται της ευνομίας, της ισονομίας και της μεταρρύθμισης. Η ιδεολογία πρέπει να επιβληθεί έναντι και της κοινής λογικής, αν χρειαστεί. Ακόμη και ο διάλογος μεταξύ της εκλεγμένης κυβέρνησης και των κοινωνικών ομάδων μπορεί να εκληφθεί ως προδοσία! Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών δεν ήταν ποτέ το δυνατό σημείο των φονταμενταλιστών. Δεν έχουμε παρά να δούμε τις κοινωνίες που οικοδόμησαν στην Ανατολική Ευρώπη και υπερασπίζονται μέχρι σήμερα για να πειστούμε γι΄ αυτό. 
  • Η Βιβλική Αριστερά απολαμβάνει να βλέπει τη χώρα να παρακμάζει. Νιώθει ότι έρχεται έτσι η ώρα της. Φυσικά, πρόκειται για φαντασιώσεις. Ομως οι συνέπειες της δράσης της οδηγούν τη χώρα σε επικίνδυνη ακαμψία, καθώς οι ιδέες της έχουν ηγεμονεύσει στο πολιτικό σύστημα όλα αυτά τα χρόνια, ενώ οι δυνάμεις της προόδου δεν είναι τόσο ισχυρές. 
  • Η Μεταπολίτευση αργοπεθαίνει και μαζί με αυτήν οι μύθοι που τη συντήρησαν. Ομως όλοι αισθανόμαστε πως ενώ το παλιό πεθαίνει, το νέο δεν μπορεί, δεν τολμά να γεννηθεί. Παλαιότερα μερικοί αυτό το ονόμαζαν κρίση.
  • Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

«Είμαστε οι πολλοί, θα σας νικήσουμε»

ΤΟΥ ΣΠ. ΜΑΡΚΕΤΟΥ | Κυριακή 6 Ιουνίου 2010
  • Η ενορχηστρωμένη επίθεση που εκτυλίσσεται σήμερα ενάντια στη συνδικαλιστική ελευθερία είναι θλιβερή αλλά δεν εκπλήσσει. Εχοντας ειδικευθεί στη μελέτη του φασισμού γνωρίζω με πόση ευκολία τον υποστήριξαν στον Μεσοπόλεμο πολλοί ως τότε φιλελεύθεροι, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την άνοδο των εργατικών διεκδικήσεων και της Αριστεράς. Σε κανέναν άνθρωπο δεν αρέσει να απεργεί. Κανείς δεν απεργεί αν δεν είναι αναγκασμένος να απεργήσει. Υστατο όπλο άμυνας των εργαζομένων· αν την περιορίσεις, έχεις τελικά εξέγερση. Το απεργιακό κύμα οφείλεται στο ότι οι εργαζόμενοι δέχονται πρωτοφανείς επιθέσεις στο βιοτικό τους επίπεδο και βλέπουν την κυβέρνηση να διαλύει το στοιχειώδες κράτος προνοίας και να καταργεί δικαιώματα κερδισμένα με αίμα, ενώ προεκλογικά είχε δεσμευθεί ότι θα έκανε ακριβώς τα αντίθετα.
  • Δουλεύω, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί μου, από το πρωί ως το βράδυ και αμείβομαι αρκετά περισσότερο απ΄ ό,τι ο μέσος Ελληνας. Ωστόσο με δυσκολία τα φέρνω πέρα, και το ίδιο συμβαίνει σχεδόν σε όλους όσους γνωρίζω. Πληρώνουμε τα πάντα ακριβότερα από τους ευρωπαίους συναδέλφους μας και πληρωνόμαστε κλάσμα του μισθού τους. Στην Ελλάδα έχουμε τις χαμηλότερες αμοιβές της εργασίας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα υψηλότερα κέρδη του κεφαλαίου. Τα κυβερνητικά κόμματα μας φυλάκισαν στο ευρώ τάζοντας σύγκλιση με την Ευρώπη, και σήμερα δεν μας έχουν απλώς οδηγήσει σε απόκλιση, πρακτικά μάς χρεοκόπησαν. Το κάθε νοικοκυριό χωριστά και τη χώρα στο σύνολό της. Αντί να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στον λαό, μας ματώνουν τώρα για να πληρωθούν στο ακέραιο οι δανειστές. Ουσιαστικά, για να μην πέσουν οι τράπεζες, που σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική επιβιώνουν μόνο χάρη στην ασταμάτητη κρατική βοήθεια, ύψους πολλών τρισεκατομμυρίων.
  • Αλλά οι τράπεζες χρόνια τώρα απεργούν και κανείς δεν σκέφτεται να βάλει σε αυτές όρια. Υπάρχουν για να μεταφέρουν πόρους από τους πλεονασματικούς τομείς της οικονομίας σε εκείνους που έχουν ανάγκη πιστώσεων. Εχουν όμως πάψει να δανείζουν, και έτσι στραγγαλίζουν την οικονομία. Πόσα από τις δεκάδες δισεκατομμύρια που τους δώσαμε πρόσφατα προώθησαν στην παραγωγή; Υπάρχει χειρότερη απεργία; Το πραγματικό κόστος της είναι τεράστιο, πολλαπλάσιο των δυσκολιών που προκαλούν όλες οι άλλες απεργίες μαζί. Μια απεργία διαρκείας, που θα λήξει μόνον όταν τις εθνικοποιήσουμε.
  • Οι εργαζόμενοι, αντίθετα, απεργούν για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους, και γι΄ αυτό δεν θα υποχωρήσουν μπροστά στην κυβερνητική ωμότητα. Εκφράζουν τη δίκαιη οργή μιας κοινωνίας που διαπιστώνει την ασυδοσία των ισχυρών και την κένωση της δημοκρατίας. Την οικτρή αυτοκατάργηση της Βουλής, την ατιμωρησία των καταχραστών και εκείνων που βιτριόλισαν τη συνδικαλίστρια Κούνεβα. Την κυνική καλλιέργεια του φόβου από καθεστωτικούς διανοουμένους και χρυσοπληρωμένα ημιαναλφάβητα παπαγαλάκια των τηλεπαραθύρων. Δεν υπερασπίζονται απλώς τη δημοκρατία, αλλά την αξιοπρέπεια της εργασίας και την ίδια την πολιτισμένη κοινωνία. Δεν λένε «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», αλλά «είμαστε οι πολλοί, είστε πολύ λίγοι, θα σας νικήσουμε».
  • Ο κ. Σπύρος Μαρκέτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το όριο βρίσκεται στη Μάχη του Μαραθώνα

ΤΟΥ Δ. Κ.ΨΥΧΟΓΙΟΥ | Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

  • Ο συνδικαλισμός, ως εκπροσώπηση των επαγγελματικών συμφερόντων κοινωνικών ομάδων, είναι ιδιοτελής και εγωιστικός θεσμός, αφού λόγος της ύπαρξής του είναι να υπερασπιστεί τη συλλογικότητα που εκπροσωπεί απέναντι σε άλλες ομάδες. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορούμε (εύκολα) να απαιτήσουμε από τους συνδικαλιστικούς φορείς όταν δρουν (ή «αγωνίζονται») να λάβουν υπόψη τους τα συμφέροντα άλλων ομάδων: ας φροντίσουν οι αντίστοιχοι συνδικαλιστές να τα υπερασπιστούν, αυτή είναι η δουλειά τους. Επίσης είναι δύσκολο να ζητήσει κανείς από τον συνδικαλισμό να λάβει υπόψη του τα συμφέροντα ανώτερης συλλογικότητας, για παράδειγμα της πόλης ή της χώρας: η απαίτηση κατάργησης του «υπερεγώ» επί μέρους ομάδων στο όνομα ακόμα ανώτερων συλλογικοτήτων είναι κατά κανόνα ίδιον αυταρχικών καθεστώτων, αυτό συνέβαινε στα φασιστικά και κομμουνιστικά κράτη (και στις παραδοσιακές ελληνικές κοινότητες) και δεν αποτελούν παρά δικαιολογία για διαιώνιση της εξουσίας συγκεκριμένων ομάδων. 
  • Βέβαια η μορφή και η ένταση του συνδικαλιστικού ακτιβισμού είναι συνάρτηση του πολιτιστικού και πολιτικού περιβάλλοντος- το ελληνικό είναι ιδιαίτερα βίαιο, το βιαιότερο ίσως της Ευρώπης αν θυμηθούμε τον Εμφύλιο, τη δικτατορία, την τρομοκρατία, τους νεκρούς των διαδηλώσεων, την καθημερινότητα των καταλήψεων και της διάλυσης της ζωής των πόλεων. Οι έλληνες συνδικαλιστές έχουν εγκολπωθεί και διαιωνίζουν την κουλτούρα της βίαςχαρακτηριστικό είναι το συνεχώς αναφερόμενο περί «περιφρούρησης των διαδηλώσεων από προβοκατόρικα στοιχεία». Είναι πρωτοφανής διαστροφή νοημάτων το ενδιαφέρον από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και τα μέντια «να περιφρουρηθεί η διαδήλωση» και όχι η πόλη, τα καταστήματα, το δικαίωμα να κυκλοφορείς και να εργάζεσαι, σαν να είναι οι διαδηλώσεις το υπέρτατο αγαθό και δικαίωμα. 
  • Από λογική άποψη, μόνο όριο στον εγωιστικό ακτιβισμό των συνδικαλιστικών φορέων είναι να πάρουν οι αγώνες τέτοια μορφή που τελικά να καταργήσουν το συλλογικό υποκείμενο, όπως ακριβώς καταργείται στην περίπτωση που ή οι εργοδότες ή οι εργαζόμενοι ασπάζονται το δίκιο της άλλης πλευράςήτοι η υπερδραστηριότητα μπορεί να είναι το ίδιο καταστροφική με την αδράνεια. Τέτοια παραδείγματα αυτοκαταστροφής έχουμε αρκετά: προ ετών το κλείσιμο του εργοστασίου Ρirelli στην Πάτρα λόγω της ανυποχώρητης στάσης των συνδικαλιστών, το ίδιο συνέβη με την Ολυμπιακή και τον ΟΣΕ- το ίδιο κάνουν αυτή τη στιγμή η ΠΕΜΕΝ και η ΠΝΟ: πλήττοντας τον τουρισμό με τις ενέργειές τους στην πραγματικότητα μειώνουν τις θέσεις εργασίας στην ακτοπλοΐα, τις οποίες υποτίθεται ότι υπερασπίζονται. 
  • Στον αυτοκαταστροφικό συνδικαλισμό επιδίδονται οι επαγγελματικές ηγεσίες είτε για λόγους εντελώς ιδιοτελείς (π.χ., προνόμια και μερίδιο από το πολιτικό χρήμα που διακινείται μέσω των δημόσιων επιχειρήσεων) είτε επειδή υπερασπίζονται τα συμφέροντα άλλης συλλογικότητας, κομματικής συνήθως. Στην περίπτωση των ναυτικών έχουμε να κάνουμε με καταστροφική υποταγή του συμφέροντός τους στη γραμμή του ΚΚΕ: αν κρίνουμε από την αποτελεσματικότητα της δράσης μικρών κομματικών ομάδων του, πρέπει νασυμπεράνουμε ότι το ΚΚΕ ξεπέρασε τη γραμμή της «ανυπακοής» και είναι σε φάση οικοδόμησης «παράλληλης εξουσίας», μηχανισμού δηλαδή με τον οποίο θα ασκεί έλεγχο σε συνεχώς διευρυνόμενους τομείς όσο «η κρίση θα βαθαίνει» - παράλληλα οι ενέργειές του αυτές «βαθαίνουν την κρίση», γιατί η μόνη βιομηχανία που διαθέτουμε είναι ο τουρισμός και το ΚΚΕ συστηματικά την υπονομεύει με ενέργειες στην Ακρόπολη, στα ξενοδοχεία, στα λιμάνια. Από την άποψη του ΚΚΕ αυτό που συμβαίνει είναι απόλυτα θεμιτό: σύμφωνα με βασικό αξίωμα του μαρξισμού-λενινισμού η εργατική τάξη δεν μπορεί να ξεπεράσει την εγωιστική συνδικαλιστική της συνείδηση, τα κομμουνιστικά κόμματα θα της εμπνεύσουν πολιτικούς στόχους, και κυρίως τον υπέρτατο στόχο, τη βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού: λόγω της απόλυτης εξάρτησής του από τη Μόσχα και της ανάγκης του να διαφοροποιηθεί από το ρεφορμιστικό ΚΚΕ Εσωτερικού, το ΚΚΕ δεν διέγραψε τη βίαιη ανατροπή από το πρόγραμμά του, όπως έκαναν τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα (ιταλικό, γαλλικό, ισπανικό κτλ.) κατά τη δεκαετία του 1970. 
  • Βεβαίως το ΚΚΕ βρίσκει και κάνει: η ελληνική πολιτική ιδεολογία είναι εγκλωβισμένη ιδεολογικά στη βία, από την Ακρα Δεξιά και ως την Ακρα Αριστερά όλα τα κόμματα αγωνίζονται επικαλούμενα παλαιότερους αγώνες. Η δεξιά αγωνιστική φαντασίωση ξεκινά από το Ονομα και το Κυπριακό, για να καταλήξει στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, με ενδιάμεσους κρίκους τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο και τον Νικήτα Τουρκοφάγο. Η αριστερή ξεκινά από τον Δεκέμβρη 2008, το Πολυτεχνείο, τον Δεκέμβρη 1944- και μετά ενώνεται με την άλλη: αριστερός ή δεξιός, ο αγωνιστικός εθνικισμός είναι ενιαίος. Κάθε διαδηλωτής αισθάνεται συνέχεια κρίκων που επιλέγει κατά το συμφέρον του- ήτοι το όριο του συνδικαλιστικού ακτιβισμού είναι ο Μαραθώνας. Συμπεραίνω: πρέπει επειγόντως να αποδομήσουμε τη βάρβαρη εθνική αγωνιστική κουλτούρα που παρηγορεί για τη μιζέρια, καλλιεργεί τη βιαιότητα και υποκαθιστά τη δημοκρατική διαπραγμάτευση με το δίκιο του ισχυρότερου αγωνιστή- συνδικαλιστή του ΚΚΕ, διεφθαρμένου πολιτικού ή μαυραγορίτη επιχειρηματία. Ελεος,όχι άλλους αγώνες.
  • Ο κ. Δημήτρης Κ. Ψυχογιός διετέλεσε καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.

Μάικλ Χαρντ: Θα μας εκπλήξει ευχάριστα η Ελλάδα!

  • Αντί για πειραματόζωο του νεοφιλελευθερισμού, ίσως εξελιχθεί σε εργαστήριο ενός νέου κοινωνικού κινήματος, λέει ο στοχαστής Μάικλ Χαρντ  [Michael Hardt]
  • Συνέντευξη στον Πετρο ΠαπακωνσταντΙνου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 6 Iουνίου 2010
  • Στον απόηχο των μεγάλων διαδηλώσεων στο Σιάτλ των Ηνωμένων Πολιτειών, που αποτέλεσαν τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, κυκλοφόρησε, το 2000, ένα βιβλίο που σύντομα θα προκαλούσε παγκόσμια αίσθηση. Λόγος γίνεται για το βιβλίο του Ιταλού διανοούμενου Αντόνιο Νέγκρι, ο οποίος προερχόταν από την παράδοση της «εργατικής αυτονομίας» –μάλιστα, πέρασε κάμποσα χρόνια στη φυλακή, έχοντας κατηγορηθεί για ανάμιξη στο αντάρτικο των πόλεων– και του εναλλακτικού, Αμερικανού πανεπιστημιακού Μάικλ Χαρντ, με τίτλο «Αυτοκρατορία». Το έργο των δύο διανοουμένων βρήκε απροσδόκητο αντίκτυπο στα ευρείας κυκλοφορίας μέσα ενημέρωσης, με τους New York Times να το εγκωμιάζουν ως «αναθεωρημένη έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και Ενγκελς για τον 21ο αιώνα». Ακολούθησαν άλλα δύο έργα, «Το Πλήθος» και «Η Κοινοπολιτεία», που ολοκληρώνουν την προβληματική των δύο συγγραφέων για τον σύγχρονο καπιταλισμό και τις δυνατότητες υπέρβασής του.
Αυτές τις μέρες, ο Μάικλ Χαρντ βρέθηκε στην Αθήνα για να δώσει διάλεξη στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «B- fest 2010», που οργάνωσε η εφημερίδα «Βαβυλωνία». Στο περιθώριο της παραμονής του στην Αθήνα, μας παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί.
– Τι το ενδιαφέρον έχει αυτή την εποχή η Ελλάδα για έναν ριζοσπάστη, Αμερικανό διανοούμενο;
– Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, είναι η ένταση της αγανάκτησης και του αισθήματος της αδικίας. Φυσικά, δεν γνωρίζω επακριβώς την κατάσταση των ελληνικών κοινωνικών οργανώσεων και κινημάτων, περιμένω όμως μεγάλης κλίμακας αντιδράσεις, καθώς η πλειονότητα των Ελλήνων θα υποφέρει, ολοένα και περισσότερο, από τα μέτρα λιτότητας.
– Υπάρχει η αίσθηση ότι το μικρό, ελληνικό έθνος έγινε πειραματόζωο σε ένα τεράστιο, κοινωνικό πείραμα. Τη συμμερίζεσθε;
– Δεν νομίζω ότι μαζεύτηκαν δέκα άνθρωποι σε ένα γραφείο για να διαλέξουν την Ελλάδα ως θύμα – είμαι πάντα αλλεργικός σε θεωρίες συνωμοσίας. Βεβαίως, η Ελλάδα, παρά τα οικονομικά της προβλήματα, δεν αποτελεί κάποια μοναδική περίπτωση, αφού κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως και άλλες βιομηχανικές δυνάμεις, σαν την Ιαπωνία, έχουν παρεμφερή προβλήματα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ο ελληνικός λαός να πληρώσει μόνος του το τίμημα της κρίσης, η οποία είναι παγκοσμίων διαστάσεων, επομένως απαιτεί απαντήσεις σε διεθνή και όχι σε στενά εθνική κλίμακα. Εδώ ταιριάζει το λατινικό ρητό «για σένα μιλάει ο μύθος»: η Ελλάδα είναι ο καθρέφτης στον οποίο όλες οι σύγχρονες, καπιταλιστικές κοινωνίες πρέπει να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους.
– Γίνεται λόγος για κρίση χρέους, για κρίση του καπιταλισμού – καζίνο, για κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και πάει λέγοντας. Ποια είναι η δική σας ανάλυση για την κρίση;
– Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέρος της κρίσης οφείλεται στην ωμή απάτη, στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία με χαρακτηριστικά τζόγου, κι εδώ υπάρχει μια ορισμένη βάση στην κριτική που γίνεται για καπιταλισμό–καζίνο. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτό είναι ο κυριότερος παράγοντας. Δεν συμφωνώ με όσους ισχυρίζονται ότι η «εικονική» οικονομία του χρήματος γιγαντώθηκε πάρα πολύ σε σύγκριση με την «πραγματική» οικονομία της υλικής παραγωγής και ότι αυτό είναι ο βασικός παράγοντας που έβαλε σε κρίση μια υποτιθέμενη οικονομία–φούσκα. Δεν συμφωνώ καν με τη διάκριση μεταξύ «πραγματικής - υλικής» και «εικονικής - άυλης» οικονομίας, αφού μεγάλα κομμάτια της λεγόμενης «πραγματικής» οικονομίας είναι επίσης «άυλη». Μάλιστα, στην τριλογία που γράψαμε με τον Τόνι Νέγκρι επιμένουμε ότι ο κυρίαρχος, στρατηγικής σημασίας τομέας της παραγωγής σήμερα, αυτό που αποκαλούμε «βιο-πολιτική παραγωγή» και αφορά την παραγωγή γνώσεων, συμβόλων, ιδεών, διασκέδασης, κοινωνικών σχέσεων κλπ, είναι άυλη παραγωγή. Οσο για το νεοφιλελευθερισμό, σήμερα είναι πλέον μια νεκρή ιδεολογία, αφού η δογματική πίστη ότι η ιδιωτικοποίηση αποτελεί τη μαγική λύση διά πάσαν νόσον έχει συντριβεί από την ίδια την πραγματικότητα.
– Ωστόσο, δεν βλέπουμε πουθενά να αναδύεται μια εναλλακτική λύση με ηγεμονικούς όρους. Γίνεται πολλή συζήτηση για χαλιναγώγηση του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά στην πράξη η ζωή συνεχίζεται λίγο πολύ όπως πριν.
– Εχετε δίκιο. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι νεκρός, αλλά με τη μορφή του ζόμπι. Εξακολουθεί να κυκλοφορεί γύρω μας και να κάνει φρικτά πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι μεταξύ των κυρίαρχων ελίτ, οι προβληματισμοί περιορίζονται μεταξύ αυτού του νεκρού δόγματος και μιας ορισμένης αναβίωσης του Κεϊνσιανισμού, ο οποίος, όμως, είναι επίσης νεκρός εδώ και πολύ, πολύ καιρό. Ωστόσο, οι ιδέες είναι σημαντικό πράγμα και η γενική αναγνώριση του τέλους του νεοφιλελευθερισμού ως ιδεολογίας ωθεί στην αναζήτηση καινούργιων, ριζοσπαστικών λύσεων.
  • «Αϋλη εργασία»
– Θα ήθελα να επανέλθουμε στην έννοια της «άυλης εργασίας». Στα έργα που γράψατε με τον Τόνι Νέγκρι επιμένετε στις θετικές πλευρές, τις οποίες υπερβάλλουν συχνά οι συστημικοί διανοούμενοι, όπως ο Τόμας Φρίντμαν, που εξυμνούν την υποτιθέμενη «Νέα Οικονομία της Γνώσης». Δεν νομίζετε ότι αυτή η κρίση που ξεπήδησε από τον κατ’ εξοχήν «άυλο» χρηματοπιστωτικό τομέα απεκάλυψε τις πολύ σκοτεινές όψεις του «νέου» καπιταλισμού;
– Εχετε δίκιο με μια έννοια, ότι δηλαδή αυτή η «νέα» οικονομία είναι βαθιά αντιφατική, αλλά δεν θα έλεγα ότι αυτό αναιρεί τη σύλληψή μας για την άυλη εργασία. Το θέμα που τίθεται είναι ακριβώς ο έλεγχος της άυλης, βιο-πολιτικής παραγωγής, αν πάρει δηλαδή κοινωνικό χαρακτήρα, ή αν πάρει τη μορφή του σφετερισμού από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Γενικότερα, η αντιφατικότητα αυτή διατρέχει τον καπιταλισμό σε όλη την ιστορία του. Το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται και καταπιέζει τον εργαζόμενο όχι γιατί είναι αδύναμος, αλλά ακριβώς γιατί είναι δυνατός, γιατί είναι αυτός που παράγει πλούτο και αυτή τη δύναμη πρέπει το κεφάλαιο να την ελέγξει, να τη σφετερισθεί. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα, στην εποχή της άυλης εργασίας, όπου το κεφάλαιο δυσκολεύεται πάρα πολύ να ελέγξει το παραγωγικό και απελευθερωτικό δυναμικό του σύγχρονου εργαζόμενου- παραγωγού γνώσεων και ιδεών.
– Ωστόσο, αυτό το απελευθερωτικό δυναμικό δεν εκδηλώνεται άμεσα. Για παράδειγμα, οι κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στην κρίση και τα μέτρα λιτότητας, δεν βρίσκονται μέχρι στιγμής στο ύψος της πρόκλησης. Γιατί;
– Βλέπω την κοινωνική αντίσταση σαν κάτι πιο ευρύ από την άμεση απάντηση της απεργίας, της διαδήλωσης, της σύγκρουσης με την πολιτική μιας κυβέρνησης. Ολα αυτά είναι σημαντικά, ωστόσο είναι επίσης σημαντική η δημιουργία χώρων αυτόνομης έκφρασης και δράσης, όπως το πάρκο και το αυτόνομο στέκι που έχει δημιουργηθεί λίγο πιο πάνω, σ’ αυτή τη γειτονιά, από πρωτοβουλία κατοίκων των Εξαρχείων.
  • Επαναθεμελίωση
Ασφαλώς, η κρίση φέρνει επί τάπητος την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής επαναθεμελίωσης των κοινωνικών κινημάτων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων των εργατικών συνδικάτων. Από αυτή τη σκοπιά, για να επιστρέψω στην αρχική σας ιδέα, η Ελλάδα θα μπορούσε να μας εκπλήξει ευχάριστα και να εξελιχθεί, αντί για πειραματόζωο του νεοφιλελευθερισμού, σε ένα μεγάλο κοινωνικό εργαστήριο με τη θετική έννοια, ένα εργαστήριο ανάδειξης νέων μορφών οργάνωσης, δημιουργίας, έκφρασης και αγώνα των εργαζομένων και των νέων.
  • Οι φαντασιώσεις της κυβέρνησης Μπους
– Στο πρόσφατο παρελθόν, επενδύσατε πολλές ελπίδες στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το οποίο, ωστόσο, πέρασε σε δεύτερη μοίρα μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Βλέπετε ακόμη κάποιο μέλλον σ’ αυτό το κίνημα;
– Στην ιστορία των κινημάτων υπάρχουν περίοδοι άνθησης και περίοδοι ανασυγκρότησης. Η εικόνα που περιγράφετε είναι ασφαλώς αληθινή για τις ΗΠΑ, όπου το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης δέχθηκε την ωμή καταστολή του κράτους σε μιαν ατμόσφαιρα φόβου την οποία καλλιέργησε η κυβέρνηση Μπους. Ωστόσο, αυτό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, είναι η ολοκληρωτική κατάρρευση της φαντασίωσης της κυβέρνησης Μπους ότι η Αμερική θα μπορούσε μονομερώς να κυριαρχήσει στρατιωτικά και οικονομικά στον σύγχρονο κόσμο.
– Στην «Αυτοκρατορία» βλέπατε έναν κόσμο χωρίς πραγματικό κέντρο ισχύος, στο αποκεντρωμένο και δικτυακό στυλ του Ιντερνετ, κάτι που κατά τη γνώμη σας καθιστούσε τις παραδοσιακές προβληματικές του ιμπεριαλισμού και της εθνικής κυριαρχίας απαρχαιωμένες. Ωστόσο, η επιστροφή των γεωστρατηγικών και πολεμικών συγκρούσεων μετά την 11η Σεπτεμβρίου δεν αναιρεί αυτή σας τη σύλληψη;
– Οχι, δεν το πιστεύω. Η κυβέρνηση Μπους είχε όντως τέτοιες γεωστρατηγικές φαντασιώσεις κυριαρχίας και αυτό δημιούργησε εντυπώσεις σαν κι αυτές που περιγράψατε. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι το καθοριστικό στο διεθνές σύστημα της εποχής μας είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ κυρίαρχων εθνικών κρατών. Υπάρχει αυτός ο παράγοντας, αλλά δεν είναι ο καθοριστικός. Ο καθοριστικός, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται ανάμεσα στον ανταγωνισμό, στην πολυεθνική Αυτοκρατορία του κεφαλαίου και στο Πλήθος των παραγωγών για τον έλεγχο των τεραστίων απελευθερωτικών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας. Πάρτε το παράδειγμα των σχέσεων Αμερικής - Κίνας. Ασφαλώς, υπάρχει ο παράγοντας των γεωπολιτικών αντιθέσεων, αλλά αυτό που κυριαρχεί είναι η διαπλοκή, η συνεργασία σε πείσμα των τόσο διαφορετικών χαρακτηριστικών των δύο κρατών, στο πλαίσιο της υπερεθνικής Αυτοκρατορίας.
  • Το πείραμα της Λατινικής Αμερικής
– Πώς βλέπετε τους αριστερούς πειραματισμούς στη Λατινική Αμερική, π.χ. στη Βενεζουέλα με τον Τσάβες και στη Βολιβία με τον Μοράλες;
– Ενα πολύ σημαντικό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι όλες αυτές οι αριστερές ηγεσίες ήρθαν στην εξουσία πάνω στη ράχη ενός προϋπάρχοντος, ρωμαλέου κοινωνικού κινήματος, με καθοριστική συμμετοχή των φτωχών και των ιθαγενών, εναντίον της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτό ισχύει φυσικά για τη Βολιβία, για τη Βραζιλία, την Ουρουγουάη, την Παραγουάη, το Εκουαδόρ, αλλά και για τη Βενεζουέλα, όπου πολύς κόσμος βλέπει μόνο τον παράγοντα Τσάβες, αλλά λησμονεί το «Καρακάσο», τις τεράστιες διαδηλώσεις των φτωχών στο Καράκας, που βάφτηκαν στο αίμα. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα, δηλαδή τη διαρκή αλληλεπίδραση μεταξύ ενός μεγάλου κοινωνικού κινήματος και πολιτικών δυνάμεων, που θα φέρουν στην ημερήσια διάταξη την προοπτική μιας πραγματικής στροφής.
  • Σημείο καμπής
– Πώς είδατε τη νίκη του Ομπάμα και πώς βλέπετε τη διακυβέρνηση της Αμερικής από την κυβέρνησή του;
– Η νίκη του Ομπάμα ήταν αναμφισβήτητα ένα σημείο καμπής για την Αμερική. Υπήρχαν στοιχεία πραγματικού λαϊκού, κοινωνικού κινήματος στο ευρύ ρεύμα που τον έφερε στο Λευκό Οίκο. Δελεάζεται κανείς να μιλήσει ακόμη και για ορισμένα κοινά στοιχεία με τα κινήματα που έφεραν στην εξουσία προοδευτικές κυβερνήσεις στη Νότια Αμερική. Είναι ενδιαφέρον ότι, στην παρθενική του ομιλία κατά την πανηγυρική εγκατάστασή του στην προεδρία, ο Ομπάμα χρησιμοποίησε την ίδια φράση που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως, στη δική του εγκατάσταση ο Εβο Μοράλες της Βολιβίας: είπε ότι ο πατέρας μου θα ήταν αδιανόητο, ως μη λευκός, να διεκδικήσει την προεδρία. Σε κάθε περίπτωση, στο ρεύμα του Ομπάμα συνέκλιναν το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων των φυλετικών μειονοτήτων, το αντιπολεμικό κίνημα, το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, και όλα αυτά δημιούργησαν μια ισχυρή, ριζοσπαστική κοινωνική δυναμική.
Θέλω να ελπίζω ότι η δυναμική αυτή θα βρει τη συνέχειά της και θα επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική του Ομπάμα. Βεβαίως, υπάρχει η αριστερή κριτική, που ώς ένα βαθμό είναι βάσιμη, ότι ο Ομπάμα δεν ακολουθεί ριζοσπαστική πολιτική, ότι προδίδει πολλές από τις υποσχέσεις του, ότι οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν συνεχίζονται κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά θεωρώ πως προχώρησε σε ορισμένες σημαντικές, προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, όπως στο σύστημα υγείας.
  • Περί απελευθερωτικών δυνατοτήτων
– Η πλειονότητα των μαρξιστών και των μεταμαρξιστών παραμένει, από φιλοσοφική άποψη, πιστή στη γραμμή ανάπτυξης της διαλεκτικής του Χέγκελ. Εσείς και ο Νέγκρι μας προτείνετε, όπως έκανε και ο Λουί Αλτουσέρ πριν από δεκαετίες, να ακολουθήσουμε μιαν άλλη γραμμή, από τον Σπινόζα στον Μαρξ. Γιατί ο δύσκολος αυτός Ολλανδός φιλόσοφος του πρώιμου Διαφωτισμού είναι κατά τη γνώμη σας επίκαιρος;
– Δεν θα συνιστούσα στο ευρύ κοινό να διαβάσει Σπινόζα. Είναι πολύ δύσκολος και απαιτεί μεγάλη διανοητική επένδυση. Ωστόσο, θεωρώ ότι οι ιδέες του είναι πολύ χρήσιμες, κυρίως γιατί τονίζουν τη σημασία των εγγενών απελευθερωτικών δυνάμεων που θρέφονται στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Διαβάζοντας έτσι τον Μαρξ, το κυριότερο στοιχείο της διδασκαλίας του για μένα δεν είναι η ανάλυση της εκμετάλλευσης του βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά η ανάδειξη των εγγενών απελευθερωτικών δυνατοτήτων που κυοφορούνται αυθόρμητα, στους κόλπους της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Διαφορετικά, κάθε πολιτικό σχέδιο απελευθέρωσης θα ήταν καθαρός βολονταρισμός μιας ελίτ. Γι’ αυτό επιμένω ότι ζητούμενο δεν είναι μία κατά μέτωπον σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, αλλά η δημιουργία αυτόνομων, απελευθερωμένων χώρων στο εσωτερικό αυτής της κοινωνίας. Κάτι τέτοιο έχει τεράστια παιδαγωγική σημασία, καθώς συνδέει τον αγώνα με τη συντροφικότητα, τη χαρά της ζωής, τη δημιουργία.
– Παρότι απορρίπτετε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», επιμένετε να χρησιμοποιείτε τον όρο «κομμουνισμός» με μια ελευθεριακή έννοια. Είναι μια σημαία στράτευσης για μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων ή απλώς ένα καταναλωτικό προϊόν που απευθύνεται σε βαριεστημένους διανοούμενους, οι οποίοι αναζητούν κάτι, υποτίθεται, ακραίο, εικονοκλαστικό, χωρίς να τους κοστίζει και τίποτα;
– Κοιτάξτε, η αλήθεια είναι ότι το πολιτικό μας λεξιλόγιο έχει υποστεί μεγάλη φθορά. Οχι μόνον ο κομμουνισμός, αλλά και η δημοκρατία και η ελευθερία και άλλες έννοιες που ενέπνευσαν μεγάλα κινήματα, σήμερα έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα. Οσο έφθειρε τον κομμουνισμό ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», τόσο έφθειρε την ελευθερία ο Μπους. Αυτός όμως δεν είναι λόγος να παραιτηθούμε από αυτές τις έννοιες, αντίθετα πρέπει να τις επανοικειοποιηθούμε και να τους δώσουμε το σωστό νόημα. Ο κομμουνισμός ως απόλυτος έλεγχος των πάντων από ένα υπερτροφικό κράτος είναι νεκρός, αλλά ο κομμουνισμός με την πραγματική του έννοια, ως κοινωνία της καθολικής χειραφέτησης και αλληλεγγύης είναι πολύ χρήσιμος. Βεβαίως, ούτε ο Νέγκρι ούτε εγώ επιμένουμε απόλυτα και μονοσήμαντα στον κομμουνισμό – λέμε ότι πρέπει να επανοικειοποιηθούμε επίσης άλλες δημιουργικές έννοιες, όπως η ελευθερία, η επιθυμία, ακόμη και η αγάπη, που έχουν μέσα τους μεγάλο απελευθερωτικό δυναμικό.