Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Η διαδικτυακή πληροφορία είναι γνώση;

  • Σταμάτης Αλαχιώτης | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Συνηθίσαμε να λέμε ότι ζούμε στην εποχή της πληροφορίας και της γνώσης, ταυτίζοντάς τες όμως άκριτα, καθώς εκλαμβάνουμε συνήθως την πληροφορία ως γνώση. Συνδέονται όμως με δύο διαφορετικές εγκεφαλικές διεργασίες: η πρώτη κυρίως με τη μνήμη και η δεύτερη με ανώτερες νοητικές λειτουργίες, όπως είναι η ανάλυση και η σύνθεση διά της κριτικής και δημιουργικής σκέψης.

Η γενική αυτή εισαγωγική νότα έχει ιδιαίτερο νόημα για το πώς χρησιμοποιούμε στην ηλεκτρονική εποχή μας την πληροφορία και για το πώς μπορεί να μεταποιηθεί αποτελεσματικότερα σε γνώση. Ενα επίπεδο προβολής αυτών των καίριων ερωτημάτων αποτελεί η χρήση του Διαδικτύου από τους νέους κυρίως, οι οποίοι βρίσκονται στο στάδιο οικοδόμησης των γνώσεών τους, ή και από πολλούς μεγάλους, που χάνονται σε μια χαοτική ξενάγηση. Σε κάθε περίπτωση, ένα πρώτο χαρακτηριστικό, που πρέπει να τονιστεί, σχετικά με τη χρήση του Διαδικτύου είναι το επίπεδο της αποτελεσματικότητας εντοπισμού της αναζητούμενης πληροφορίας. Ενα άλλο χαρακτηριστικό αφορά τον υπερπληθυσμό σχετικών πληροφοριών, με τις περισσότερες όμως να μην είναι καλά εστιασμένες στη ζητούμενη, προκαλώντας διάχυση της προσπάθειας. Μια άλλη «παγίδα» αφορά τον βαθμό της εγκυρότητας και της αντικειμενικότητας της διαδικτυακής πληροφορίας, ακόμη και της επιστημονικής· μια άλλη παρατήρηση ακόμη αφορά το ότι η προσφερόμενη πληροφορία «περιβάλλεται» από πάμπολλους «θορύβους», άσχετες δηλαδή οπτικές πληροφορίες της οθόνης του υπολογιστή που διασπούν την προσοχή και γεμίζουν τη μνήμη με περιττές νευρωνικές συνάψεις.

Ενας έμπειρος βέβαια εξερευνητής του Διαδικτύου μπορεί να αποφύγει πολλές παγίδες και να εστιάσει αποτελεσματικότερα την ξενάγησή του, καθιστώντάς το ανεκτίμητο εργαλείο της σύγχρονης εποχής μας. Γι΄ αυτό η πρόσφατη κυβερνητική προσπάθεια εισαγωγής της χώρας μας στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι ένα σοβαρό βήμα, καθώς η προσπάθεια αυτή αναβαθμίζεται σε επίπεδο υπουργείου. Παρ΄ όλα αυτά δεν παύει το πρόβλημα να υπάρχει· και ως εκ τούτου γίνονται μεγάλες προσπάθειες από τις σχετικές εταιρείες προκειμένου να βρεθεί ένας τρόπος καλύτερης συστηματοποίησης της πληροφορίας του Διαδικτύου για την αποτελεσματικότερη αξιοποίησή του.

Επί του παρόντος γίνεται πολλές φορές όχι μόνο αναποτελεσματικό υπό το πρίσμα που προαναφέραμε, αλλά και επικίνδυνο, υπό τη θέαση λ.χ. της αγωνιώδους προσπάθειας ασθενών να «μάθουν» περισσότερα πράγματα για την ασθένειά τους παρεκκλίνοντας πολλές φορές από την ιατρική φροντίδα, επηρεασμένοι από την αποσπασματική πληροφορία που συλλέγουν, ή από την ανεξέλεγκτη διαφήμιση διαφόρων μπλογκ που αφορούν λ.χ. την υγεία, τη διατροφή, την εκπαίδευση κ.ά.

Μια άλλη διάσταση της χρήσης του Διαδικτύου αποτελεί η οχληρή υπερπληροφόρηση· στον σχετικό λ.χ. ιστότοπο του Πανεπιστημίου μας, φαντάζομαι και άλλων Πανεπιστημίων, εμφανίζονται πολλά μηνύματα που δεν ενδιαφέρουν κάποιους. Λογοκρισία βέβαια δεν πρέπει να γίνεται, πολύ περισσότερο στο Πανεπιστήμιο που ταυτίζεται με την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, τις οποίες μπορεί να αξιοποιεί ο καθένας ανάλογα με την κριτική του σκέψη, την παιδεία του. Μπορεί όμως να γίνει μια συστηματοποίηση ανά θέμα, στο οποίο να εμπεριέχονται τα σχετικά μηνύματα και όποιος ενδιαφέρεται για το θέμα να προχωρεί στην ανάγνωσή του ή διαφορετικά στην απαλοιφή του, να προηγείται δηλαδή ένας χαρακτηρισμός των μηνυμάτων και να δημιουργούνται φάκελοι ομοειδών θεμάτων.

Η υπερβολική λοιπόν συσσώρευση κατακερματισμένων διαδικτυακών πληροφοριών δεν είναι δημιουργική και καταντά αποπροσανατολιστική μερικές φορές. Θυμίζει δε αυτό που έγραψε ο Εμμανουήλ Ροΐδης στο βιβλίο του «Η Πάπισσα Ιωάννα», η οποία παρίστανε τον άνδρα, αλλά κάποτε έμεινε έγκυος με ένα «οχληρό και απρόσκλητο ενοικέτη της κοιλίας της». Με όρους Διαδικτύου θα αναφερόμασταν στα ανεπιθύμητα μηνύματα που δεχόμαστε ως «οχληρούς και απρόσκλητους ενοικέτες του εγκεφάλου μας».

Η σημαντική λοιπόν αυτή τεχνολογία της εποχής μας εμφανίζει ορισμένες παιδικές ασθένειες που μπορεί να επηρεάζουν την πνευματική υγεία μικρών και μεγάλων, οδηγώντας ακόμη και στον εθισμό. Γι΄ αυτό, το Διαδίκτυο, έχει ανάγκη μιας σχετικής ηθικής, κάποιων κανόνων, μιας δεοντολογίας, καθώς όλα αυτά θα ήταν αυτονόητα και οι κανόνες δεν θα χρειάζονταν αν όλοι οι χρήστες είχαν το ίδιο επίπεδο παιδείας με την τεχνολογία. Ιστορικά όμως η τεχνολογία προηγείται της κοινωνικής και της πολιτισμικής προόδου. Είναι βέβαια παρήγορο που ήδη μπαίνουν διεθνώς κανόνες καταπολέμησης της διαφθοράς ορισμένων μπλογκ.

Ωσότου λοιπόν ξεπεράσει αυτές τις παιδικές ασθένειες η νέα αυτή τεχνολογία είναι καλό να προσέχουμε όλοι, έχοντας κατά νου τα προαναφερθέντα προβλήματα, κυρίως όμως όσον αφορά τους μικρότερους· για να αποφεύγονται οι κακοτοπιές του Διαδικτύου και να μη θυσιάζουμε τη γνώση στον βωμό της πληροφορίας, η οποία δεν είναι γνώση, όπως βέβαια και οι κατακερματισμένες γνώσεις όχι μόνο του Διαδικτύου αλλά και γενικότερα. Η κατάκτηση λοιπόν της γνώσης είναι η πρόκληση κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου και ειδικότερα των μαθητών· με τη χρήση του Διαδικτύου να εισβάλλει όλο και περισσότερο στη μάθηση, ένα μείζον θέμα στο οποίο θα αναφερθούμε σε επόμενη επικοινωνία μας.

  • Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής.

Δεξιά ή Κεντροδεξιά;

Μια εντελώς διαφορετική ημέρα ξημερώνει αύριο για τη ΝΔ καθώς έπειτα από δώδεκα ολόκληρα χρόνια αλλάζει ηγεσία και, όπως όλα δείχνουν, και ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Αφού κοπάσουν οι πανηγυρισμοί των νικητών και οι κλαυθμοί των ηττημένων, το ερώτημα που θα κυριαρχήσει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ποια ιδεολογική ταυτότητα θα οικοδομήσει και, κυρίως, αν θα ακολουθήσει στρατηγική προσέγγισης της Κεντροδεξιάς ή θα αφοσιωθεί στην επιχείρηση επανάκαμψης των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Δεξιάς. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε ήδη τους τρεις διεκδικητές της προεδρίας του κόμματος, ενώ κυριάρχησε και στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 7 Νοεμβρίου, το οποίο ωστόσο δεν κατέληξε σε οριστικά συμπεράσματα. «Δεξιά ή Κεντροδεξιά;» θα είναι και το κορυφαίο δίλημμα που θα απασχολήσει το τακτικό συνέδριο της ΝΔ, το οποίο θα πραγματοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα την άνοιξη, επαναφέροντας την ένταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό του κόμματος όταν ο κ. Κ. Καραμανλής αποφάσισε να ακολουθήσει την περίφημη στρατηγική του μεσαίου χώρου. Υπάρχουν ωστόσο διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Κεντροδεξιάς; Ποιες είναι αυτές και τι δείχνει το παράδειγμα μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών που έχουν κεντροδεξιές κυβερνήσεις;

  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009


Εμφανείς και σημαντικές οι διαφορές

  • Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009
Αραγε το σημερινό πολιτικό μας σύστημα χρειάζεται περισσότερο τη Δεξιά ή την Κεντροδεξιά; Αβασάνιστα θα απαντούσε κανείς είτε ότι όλα τα κόμματα είναι πλέον ίδια και άρα αδιάφορο το πώς θα χαρακτηριστούν είτε ότι η Δεξιά είναι μία, η πολιτική της γνωστή σε όλους και τα άλλα είναι «εκ του πονηρού». Η αλήθεια ωστόσο διαφέρει σημαντικά, όπως άλλωστε και τα κόμματα μεταξύ τους, εκτός αν περιοριστεί κανείς στις πράγματι συγκλίνουσες μακροοικονομικές πολιτικές ορισμένων ευρωπαϊκών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων. Μέσα σε μία-δύο δεκαετίες, όμως, με εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία, οι διαφορές καθίστανται εμφανείς.

Τα ευρωπαϊκά δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα λαμβάνουν εντατικότερα μέτρα ιδιωτικοποίησης, με απότομο, κάποτε κοινωνικά οδυνηρό τρόπο. Μειώνουν ή έστω δεν αυξάνουν όσο τα κεντροαριστερά κόμματα τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες (π.χ., εκπαίδευση, πρόνοια) επιχειρηματολογώντας υπέρ της απελευθέρωσης πόρων που μπορεί να χρησιμοποιήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία για επενδύσεις με σκοπό την ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση. Για τον ίδιο λόγο μειώνουν ή έστω συγκρατούν τους φόρους. Τέτοια μέτρα οικονομικού φιλελευθερισμού μπορούν να αυξήσουν τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, χωρίς ωστόσο η συνεπακόλουθη αύξηση του εθνικού πλούτου να οδηγεί και σε αναδιανομή του. Σε αντίθεση με την Κεντροαριστερά, τα κεντροδεξιά και δεξιά κόμματα επιφυλάσσονται αόριστα για κάποια μελλοντική αναδιανομή.

Ανάμεσα εξάλλου στα κεντροδεξιά και στα δεξιά κόμματα οι διαφορές είναι βαθύτερες και απτές. Δεν αφορούν την οικονομική «φιλοσοφία» τους, αν και στο παρελθόν τα καθαυτό δεξιά κόμματα ακολουθούσαν πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού, ενώ σήμερα και τα μεν και τα δε ακολουθούν πολιτικές οικονομικού φιλελευθερισμού. Οι διαφορές τους αναδεικνύονται μάλλον στα πεδία εκείνα της πολιτικής όπου δοκιμάζονται τα όρια του πολιτικού φιλελευθερισμού, αν όχι του κοινοβουλευτισμού: εκπαίδευση, σχέσεις κράτους- πολίτη, μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτική για τη μετανάστευση, σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, εξωτερική πολιτική. Στην εκπαίδευση, έτσι, ένα δεξιό κόμμα, πολύ περισσότερο από ένα κεντροδεξιό, θα επιχειρήσει την επαναφορά στα σχολεία παραδοσιακών αξιών (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, τάξη και ασφάλεια), αντιλαμβανόμενο τη φθορά τους ως κίνδυνο για την κοινωνική ευταξία. Το κεντροδεξιό κόμμα μάλλον θα τονώσει τις σύγχρονες φιλελεύθερες αξίες (ιδιωτική πρωτοβουλία, αξία του ατόμου, ατομικές ελευθερίες). Το δεξιό κόμμα θα ενισχύσει τις ιεραρχικές σχέσεις τόσο μεταξύ διοίκησης και πολιτών όσο και στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού θεωρώντας αντιπαραγωγική τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Θα αντιμετωπίσει όσους επικοινωνούν με τη διοίκηση ως διοικουμένους παρά ως πολίτες. Το κεντροδεξιό κόμμα θα προσπαθήσει να αυξήσει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία υπό τις οποίες λειτουργεί η διοίκηση μειώνοντας ταυτόχρονα το σχετικό διοικητικό κόστος για τις επιχειρήσεις. Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης το δεξιό κόμμα θα ενισχύσει τον «εκ των άνω» έλεγχο των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών ελέγχοντας, ει δυνατόν, και ιδιωτικούς σταθμούς (περίπτωση Μπερλουσκόνι). Το κεντροδεξιό κόμμα, αντιθέτως, θα αντιληφθεί τον ρόλο των μέσων με όρους πολιτικού φιλελευθερισμού, δηλαδή πλουραλισμού και ελευθερίας της έκφρασης. Ως προς την πολιτική για τους μετανάστες, είναι φανερό ότι και τα δύο είδη συντηρητικών κομμάτων θα επιβάλουν περιορισμούς στην εισροή μεταναστών. Το κεντροδεξιό κόμμα όμως θα το έπραττε εν ονόματι της οικονομικής αποτελεσματικότητας (άριστος όγκος και σύνθεση του μεταναστευτικού πληθυσμού), ενώ το δεξιό μάλλον με όρους ιδεολογίας, ρατσιστικών και εθνικιστικών στερεοτύπων. Ως προς αυτό μάλιστα το δεξιό κόμμα, σε αντίθεση με το κεντροδεξιό, θα μπορούσε ανενδοίαστα να ζητήσει από την Εκκλησία πρωταγωνιστικό ρόλο παραχωρώντας της ακόμη περισσότερο έδαφος στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας.

Ανάλογη θα είναι η διαφορά Δεξιάς- Κεντροδεξιάς στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Η Δεξιά θα ακολουθούσε άκαμπτη πολιτική σε όλα τα μέτωπα, στα όρια του εθνικιστικού παροξυσμού και ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις στον διεθνή ρόλο και στην εικόνα της χώρας, π.χ. στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν μάλιστα κάτι διακρίνει σαφώς τους δεξιούς από τους κεντροδεξιούς είναι ο μακροχρόνιος ευρωσκεπτικισμός των πρώτων. Περισσότερο ευέλικτη η Κεντροδεξιά, θα συμβαδίσει, τόσο στα εθνικά όσο και στα διεθνή θέματα, με τη συναίνεση που διαμορφώνεται κάθε φορά ανάμεσα στους ισχυρότερους δυτικούς συμμάχους της χώρας.

Πολλοί δεν πείθονταν από όλα αυτά, π.χ. στις ΗΠΑ, ώσπου διαπίστωσαν τι σημαίνει διακυβέρνηση από ένα πραγματικά δεξιό κόμμα (το Ρεπουμπλικανικό υπό τον Τζ. Μπους τον νεότερο), ή στη Βρετανία, ώσπου τον περασμένο Ιούνιο το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα απέκτησε δύο ευρωβουλευτές και αντίστοιχη δημόσια προβολή των απόψεών του. Στη Σερβία σήμερα η διαφορά είναι εμφανής ανάμεσα στο ακραία εθνικιστικό Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα και στο κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα (επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού). Το ανοικτό ζήτημα για τις προοδευτικές δυνάμεις σε αυτές τις χώρες και στη δική μας είναι το εξής: η δημιουργία αναχωμάτων στην εύκολη- μέσω του λαϊκισμού- διάχυση ακραιφνώς δεξιών απόψεων στον πολιτικό λόγο και στις πρακτικές κομμάτων που βρίσκονται πέραν της Δεξιάς.

  • Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Visiting Fellow στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Κολεγίου St. Αntony΄s της Οξφόρδης.

Η αξιακή επανίδρυση της Δεξιάς

  • Αντρέας Πανταζόπουλος | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009


Αν είναι αλήθεια ότι διάγουμε περίοδο ρευστοποίησης των κομματικών ταυτίσεων, τότε και οι ταυτότητες «Δεξιά» και «Κεντροδεξιά» βρίσκονται και αυτές σε προφανή δυσαρμονία με τα παραδοσιακά τους ακροατήρια. Στην καλύτερη περίπτωση, το πολιτικό προσωπικό που εξακολουθεί να αναγνωρίζεται σε αυτές είναι παραπλανημένο, στη χειρότερη δημαγωγεί και εργαλειοποιεί υπολειμματικές ευαισθησίες που διαρκώς εξανεμίζονται. Αν, ωστόσο, είμαστε αναγκασμένοι να σκεπτόμαστε ακόμη με όρους κομματικής γεωγραφίας, παρά τις ορατές συγκλίσεις, τις διά γυμνού οφθαλμού επικαλύψεις και τους ισχυρούς αλληλοπροσδιορισμούς μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και τις πορώδεις σχέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές οικογένειες, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι διαδηλώνεται ένα κοινωνικό αίτημα πολιτικών ή και αξιακών διαιρέσεων.

Τι συγκροτεί τη διαφορά μιας Δεξιάς από μια Κεντροδεξιά; Δύσκολο να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα αν δεν θεωρήσει τη δεύτερη αναπόσπαστο τμήμα της πρώτης και στο πλαίσιο αυτό δεν επιχειρήσει να δει τους υπαρκτούς όντως μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό αυτής της «παράταξης». Γιατί η αφετηρία εκκίνησης είναι η Δεξιά και όχι το Κέντρο. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη το ειδικό βάρος των εθνικών ιδιαιτεροτήτων που χρωματίζουν και διαμορφώνουν έναν αστερισμό τέτοιων μετασχηματισμών, δεν θα είμαστε πολύ μακράν της πραγματικότητας αν υποστηρίζαμε ότι αυτές οι εξελίξεις δίνουν έδαφος σε υβρίδια φιλελευθερισμού και συντηρητισμού: φιλελεύθερος συντηρητισμός ή συντηρητικός φιλελευθερισμός είναι τα αξιακά πρόσημα νέων, ανέκδοτων πολιτικών συνθέσεων που θέλουν να συγκεράσουν τη νεο-προοδευτική υπόσχεση με μια επανεπινόηση των παραδόσεων. Την οικονομική πρόοδο και την τεχνολογική καινοτομία με την «αναβίωση» των παραμελημένων, απωθημένων αξιών της πατρίδας, της οικογένειας, της θρησκείας, πρώτα από όλες, σωρευτικά ή εναλλακτικά. Κοντολογίς, τη φιλελεύθερη «πρόοδο» με τη συντηρητική «παράδοση». Το αναπόφευκτο «άνοιγμα» στον κόσμο με το ταυτόχρονο κλείσιμο στη δοκιμασμένη και «ανεξάλειπτη» αξία του εθνικού εαυτού.

Στην αφετηρία μιας τέτοιας, από πολλές απόψεις αντιφατικής, συναίρεσης βρίσκεται μια ομολογημένη ή ανομολόγητη άρνηση του γνωστού νεοφιλελεύθερου (θατσερικού, για την ακρίβεια) αξιώματος σύμφωνα με το οποίο «υπάρχουν μόνο άτομα, η κοινωνία δεν υπάρχει». Μαρτυρά επ΄ αυτού η απόπειρα αξιακής «επανίδρυσης» των βρετανών Συντηρητικών, η επινόηση ενός «συντηρητισμού του 21ου αιώνα», αγκιστρωμένου πλέον στην κοινωνία και όχι στις υποτιθέμενες ορθολογικές επιλογές των μεμονωμένων ατόμων. Η ρήξη τους με τη θατσερική Δεξιά πριμοδοτεί έναν σύγχρονο συμπονετικό συντηρητισμό, που αξιοδοτεί σε μια πραγματιστική (και αντι-κρατική, είναι αλήθεια), ωστόσο μη-ιδεολογική, βάση τις αλληλέγγυες δράσεις της κοινωνίας των πολιτών για την προαγωγή της κοινωνικής συνοχής. Η επικέντρωση στην «κοινωνική ευθύνη», ακόμη και στην οικολογική προβληματική («πράσινος συντηρητισμός»), η σχετική υποβάθμιση στο πλαίσιο αυτό του «οικονομικού ανθρώπου», η επίκληση στο εξής μιας συμπεριφορικής ψυχολογίας προκειμένου να κατανοηθούν επαρκώς τα ανορθολογικά κριτήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όλα αυτά συντείνουν στην υπερτίμηση εκείνων των κοινωνικών πρακτικών που εμπεδώνουν μια κοινωνία ενσωμάτωσης, μη-αποκλεισμού. Μέσα σε τέτοια συμφραζόμενα αναδιατυπώνεται ο πολιτικός λόγος της βρετανικής Δεξιάς σε «πραγματιστικό κέντρο», δηλαδή σε Κεντροδεξιά.

Η σχετική ευρεία δημόσια συζήτηση που διεξάγεται αυτή την περίοδο στη Γαλλία, με κυβερνητική πρωτοβουλία της κεντροδεξιάς πλειοψηφίας (στην οποία, όπως είναι γνωστό, συμμετέχουν και αρκετοί σοσιαλιστές), για τη γαλλική εθνική ταυτότητα αποτελεί μια άλλη απόδειξη αυτής της τάσης «επιστροφής» στο παρελθόν, φυσικά προς εξυπηρέτηση αναγκών του παρόντος. Ο ίδιος ο σαρκοζισμός είναι ακατανόητος έξω από ένα πλαίσιο ανάδειξης της γαλλικής ιδιαιτερότητας, της ρεπουμπλικανικής παράδοσης, ακόμη και ενός «ήπιου» αυταρχισμού, ενός προσωπικού λαϊκιστικού ύφους του φορέα του, στοιχεία συνοδευόμενα από έναν χείμαρρο φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό. Και η γαλλική Κεντροδεξιά συνεπώς υπάρχει ως τμήμα μιας αξιακά αναπροσανατολισμένης Δεξιάς, όχι ως αυτόνομος κεντρώος-τεχνοκρατικός θύλακας.

Με όλες τις σοβαρές ιδιαιτερότητές της και η ελληνική περίπτωση μπορεί να εγγραφεί, εν μέρει τουλάχιστον, σε αυτή την τάση επαναπροσδιορισμού των αξιακών προϋποθέσεων της δεξιάς «αναγέννησης». Μόνο που εδώ η επινόηση ενός ελληνικού συντηρητισμού, με την κυριαρχία ενός εθνικιστικού ορθοδοξισμού, από κοινού με τις παλαιοκομματικές-πελατειακές συμφύσεις του, μπορεί να λειτουργήσει εξ αντικειμένου περισσότερο ιδεολογικά και πολύ λιγότερο πραγματιστικά. Περισσότερο δεξιά, ακόμη και ακροδεξιά, και λιγότερο κεντροδεξιά. Πολύ περισσότερο παραδοσιοκρατικά και πολύ λιγότερο φιλελεύθερα. Ενώ στις άλλες περιπτώσεις η εμφανής τάση αναδίπλωσης προς μια ορισμένη μορφή «μονοπολιτισμικότητας» θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να γίνει αντικείμενο μιας κοσμικής πολιτικής διαχείρισης, στην ελληνική περίπτωση αυτή η μονοπολιτισμικότητα γίνεται εύκολα λεία ενός εθνικοορθόδοξου λαϊκισμού.

Σχηματοποιώντας, και πολιτικά μιλώντας, το πρόβλημα με την ελληνική (κεντρο-)δεξιά είναι ότι η πρωτοβουλία για την ανασυγκρότησή της προήλθε από τη δεξιά της πτέρυγα, στο έδαφος που εκουσίως της παραχώρησε η φιλελεύθερη-κεντρώα τάση. Αν η Κεντροδεξιά δεν μπορεί να μιλήσει και ως «Δεξιά», η ανασυγκρότηση της δεύτερης ενδεχομένως θα γίνει ερήμην της πρώτης, αν όχι εναντίον της.

  • Ο κ. Αντρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Aνέτρεψε ισορροπίες στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες

  • Η «Κ» παρουσιάζει σε προδημοσίευση αποσπάσματα από τη «Διαλεκτική Φαντασία»
  • Martin Jay: Η διαλεκτική φαντασία. Μια ιστορία της Σχολής της Φρανκφούρτης και του ΙΚΕ (με προοίμιο του Μαξ Χόρκχαϊμερ και πρόλογο του συγγραφέα για την έκδοση του 1996), πρόλογος - μτφρ.: Φ. Τερζάκης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009

Η «Διαλεκτική Φαντασία» εκδόθηκε το πρώτον το 1973, στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, και κυκλοφόρησε στη Γερμανία οχτώ χρόνια αργότερα, στις ίδιες εκδόσεις (Fischer) που είχαν στεγάσει το έργο του Μαξ Χόρκχαϊμερ (ο Τ. Β. Αντόρνο προέκρινε τον Suhrkamp).

Μέχρι τα τέλη του ’70, η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Κριτική Θεωρία αποτελούσαν μέρος της «ζώσας ιστορίας» της μεταπολεμικής Γερμανίας, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της, αλλά και «θεωρητικό εργαλείο» του φοιτητικού κινήματος. Πολλά μαθήματα είχαν ως θέμα την «κριτική θεωρία», και αρκετοί από τους καθηγητές (ορισμένοι μάλιστα, έχοντας διατελέσει βοηθοί) μπορούσαν να μεταφέρουν σε διδακτικό επίπεδο τη δική τους εμπειρία από το «γερμανικό ’68» και, εν μέρει, από τις παραδόσεις του λεγ. dynamic duo. Ελειπε όμως μία «σύνοψις» για μία σημαντική ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, γύρω από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Με το βιβλίο του Μάρτιν Τζαίυ, η ατραπός προς την ιστορία της Σχολής μετατρέπεται, αργά αλλά σταθερά, σε λεωφόρο. Νέα έργα ακολουθούν, μεταξύ αυτών το εξ ίσου σημαντικό «Η Σχολή της Φρανκφούρτης», του Ρολφ Βίγγερσχάους, ενώ η βιβλιογραφία εμπλουτίζεται και διευρύνεται συνεχώς, με εργο-βιογραφικές μελέτες για τους (άτυπους) ιδρυτές της. Ομως, ο Τζαίυ είναι ο πρώτος, ίσως, μελετητής που επιχειρεί να εντοπίσει το θεωρητικό-ιδεολογικό στίγμα της Σχολής, η οποία θα ανατρέψει τις ισορροπίες στις κοινωνικές επιστήμες, συνδυάζοντας την κοινωνιολογία και τον μαρξισμό με την ψυχανάλυση και την πολιτική οικονομία.

Στο έργο αυτό, ο συγγραφέας επικαιροποιεί την κληρονομιά μιας ξεχωριστής γενιάς διανοουμένων, επανασυνδέοντας τους θεωρητικούς αρμούς με την πνευματική παράδοση, στη γερμανική, αμερικανική και δυτικογερμανική εκδοχή της. Παράλληλα, διερευνά τις τάσεις και τις αντιφάσεις που εκδηλώνονται στους κόλπους της Σχολής (του Ινστιτούτου και της Επιθεώρησης) και, αργότερα, στους επιγόνους της Σχολής. Σημαντική θέση κατέχουν επίσης ο ολοκληρωτισμός, η μαζική κουλτούρα, καθώς και η υποδοχή των θεωριών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, σε σχέση με το διαφωτιστικό πρόταγμα, στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου αυταρχισμού, που χαρακτήριζε τις μεταπολεμικές κοινωνίες μέχρι την Πτώση του Τείχους.

Η «Διαλεκτική Φαντασία» συνέβαλε σημαντικά στην τελική θεσμοποίηση μιας ριζοσπαστικής θεωρίας και παραμένει ένα από τα βασικά προαπαιτούμενα για την κατανόηση ενός σημαντικού θεωρητικού πλαισίου. Η «Καθημερινή» παρουσιάζει σε προδημοσίευση χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο.

Η Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν

Λόγω της αναγνωρισμένης οικονομικής εξάρτησης του Μπένγιαμιν από το Ινστιτούτο, έχει υποστηριχθεί από τους κύκλους της επιθεώρησης Alternative ότι το έργο του αλλοιώθηκε σοβαρά ή ακόμα και λογοκρίθηκε, από τους εκδότες του στη Νέα Υόρκη. Η διατύπωση των δοκιμίων του Μπένγιαμιν τροποποιήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις προς μία λιγότερο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Ενα σαφές παράδειγμα ήταν το άρθρο του «Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγιμότητάς του», το οποίο τελείωνε στο αρχικό κείμενο του Μπένγιαμιν με τα λόγια: «Αυτή είναι η πολιτική κατάσταση, την οποία ο φασισμός μεταφράζει σε αισθητική. Ο κομμουνισμός απαντά πολιτικοποιώντας την τέχνη». Αυτά ήταν τα λόγια που εμφανίζονται και στην αγγλική μετάφραση του κειμένου, στο «Illuminations». Ωστόσο, στην εκδοχή του κειμένου που τυπώθηκε στην Επιθεώρηση (Zeitschrift f­r Sozialforschung), ο «φασισμός» έχει αντικατασταθεί από το «δόγμα του ολοκληρωτισμού» και ο «κομμουνισμός» από τις «δημιουργικές δυνάμεις της ανθρωπότητας». Στην ίδια σελίδα, η αρχική φράση «ιμπεριαλιστικός πόλεμος» έχει γίνει «σύγχρονος πόλεμος». Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές γίνονται συνήθως κατόπιν αλληλογραφίας με τον Μπένγιαμιν και όχι αφότου είχε παραδώσει την τελική εκδοχή των κειμένων στο Ινστιτούτο στη Νέα Υόρκη.

Εκείνο που έχει σημασία να κατανοηθεί είναι ότι δεν γίνονταν ειδικά για να φέρουν τον Μπένγιαμιν σε ευθυγράμμιση με μια δογματική Κριτική Θεωρία, αλλά ήταν μάλλον αντανάκλαση της αλληγορικής γλώσσας που χρησιμοποιούσε συχνά η Επιθεώρηση, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν πολιτικές παρενοχλήσεις.

Αντόρνο και τζαζ

Από καθαρά μουσική σκοπιά, έλεγε ο Αντόρνο, η τζαζ ήταν και πάλι εντελώς χρεοκοπημένη. Ο ρυθμός και οι συγκοπές της προέρχονταν από τα στρατιωτικά εμβατήρια, πράγμα που έδειχνε την υπόρρητη σχέση της με τον αυταρχισμό, παρά την απαγόρευσή της στη Γερμανία. Η «κουλ τζαζ» ήταν παρόμοια με τον μουσικό ιμπρεσιονισμό του Ντεμπισί και του Ντίλιους, αλλά αραιωμένη και συμβατικοποιημένη. Το υποκειμενικό στοιχείο της προερχόταν από τη μουσική του σαλονιού, αλλά είχε από καιρό χάσει κάθε αυθορμητισμό. Μάλιστα, κάθε προσπάθεια να επανεισαχθούν στοιχεία αληθινού αυθορμητισμού δεν αργούσε να απορροφηθεί από το πραγματοποιημένο σύστημά της.

Κριτική θεωρία και μαρξισμός

Η Σχολή της Φρανκφούρτης όχι μόνο άφηνε πίσω της τα υπολείμματα μιας ορθόδοξης μαρξιστικής θεωρίας της ιδεολογίας, αλλά και τοποθετούσε υπόρρητα τον Μαρξ στην παράδοση του Διαφωτισμού. Η υπερβολική έμφαση που έδινε ο Μαρξ στον κεντρικό ρόλο της εργασίας ως τρόπου αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου, την οποία ο Χόρκχαϊμερ είχε αμφισβητήσει ήδη στην «D�mmerung», ήταν ο κύριος λόγος αυτής της τοποθέτησης. Σύμφυτη με την αναγωγή του ανθρώπου σε «εργαζόμενο ζώο» ήταν, όπως υποστήριζε, η πραγμοποίηση της φύσης ως πεδίου εκμετάλλευσης στη διάθεση του ανθρώπου. Αν η σκέψη του Μαρξ εκπληρωνόταν, ολόκληρος ο κόσμος θα μεταβαλλόταν σ’ ένα «γιγαντιαίο εργοτάξιο».

  • Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/11/2009

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Η επιστροφή της Μεγάλης Ιδέας

  • Ο Αλέν Μπαντιού μιλάει για την πνευματική παρακμή της Ευρώπης και για την επαναθεμελίωση της κοινωνικής χειραφέτησης
  • Συνέντευξη στον Πετρο Παπακωνσταντινου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/11/2009

Πολυσύνθετη προσωπικότητα με εικονοκλαστικό πνεύμα, ο Αλέν Μπαντιού είναι ο πλέον μεταφρασμένος, ζων φιλόσοφος της Γαλλίας. Στον αντίποδα των περιλάλητων «νέων φιλοσόφων», ορισμένοι εκ των οποίων ξεκίνησαν από τον Γαλλικό Μάη του ’68 για να βρεθούν να υποστηρίζουν τον Νικολά Σαρκοζί ή και την Αμερική του Τζορτζ Μπους, ο Μπαντιού μπορεί να υπερηφανεύεται λιγότερο για τη μιντιακή του ακτινοβολία και περισσότερο για την πρωτοτυπία της θεωρητικής του παραγωγής. Το επιβλητικό του έργο Το Είναι και το Συμβάν, σηματοδοτεί μια ριζοσπαστική επιστροφή στον Πλάτωνα, επαναπροσδιορίζοντας το ίδιο το πεδίο της φιλοσοφίας. Βασικά στοιχεία της φιλοσοφικής του σκέψης περιέχονται στη συλλογή δοκιμίων Από το Είναι στο Συμβάν, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη, μαζί με το τελευταίο του βιβλίο, Η Κομμουνιστική Υπόθεση.

Συναντήσαμε τον κ. Μπαντιού στην πάντα φιλόξενη βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου, στο περιθώριο διεθνούς φιλοσοφικού συνεδρίου. Η συζήτησή μας επικεντρώθηκε λιγότερο στα μεγάλα, θεωρητικά ερωτήματα και περισσότερο στις πολιτικές πλευρές των αναζητήσεων ενός ετερόδοξου διανοητή, που μιλάει για κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό και για κοινωνική αλλαγή χωρίς κατάληψη της εξουσίας, επιμένοντας ότι οι μεγάλες Ιδέες είναι πάντα αναγκαίες, αν δεν θέλουμε να ανταλλάξουμε τον πόθο της ζωής με την αγωνία της επιβίωσης.

– Μιλάτε για την Ιδέα με Ι κεφαλαίο. Είναι δυνατόν, μετά από τόσα χρόνια κυριαρχίας του μεταμοντέρνου στον ευρύτερο αριστερό χώρο, να μιλάει κανείς για Μεγάλες Αφηγήσεις, χωρίς να εγείρει την υποψία ότι κάπου στο βάθος κρύβεται ένα καινούργιο Αουσβιτς ή ένα καινούργιο Γκουλάγκ;

– Ποτέ δεν αποδέχθηκα αυτή τη μεταμοντέρνα διάγνωση, ότι πίσω από κάθε μεγάλη ιδέα κρύβεται η νοοτροπία του ολοκληρωτισμού. Για μένα, αυτή η λογική ήταν απλώς η μεταμφίεση της ιδεολογικής συνθηκολόγησης. Θα έλεγα, όμως, ότι αυτή η νοοτροπία κρύβει και κάτι άλλο, ευρύτερο: την πνευματική γήρανση και αποθάρρυνση της Ευρώπης. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η σημερινή Ευρώπη αντιπροσωπεύει την πιο γερασμένη και κουρασμένη περιοχή του πλανήτη. Μια ήπειρο, όπου κυριαρχεί η παρακμή και η αποδοχή αυτής της παρακμής, κάτι που περιορίζει τη φιλοδοξία μας στην επιδίωξη να είναι τα γηρατειά μας ήρεμα και ανώδυνα. Σ’ αυτό το φόντο, η επιστροφή της μεγάλης ιδέας, του πόθου της ριζοσπαστικής αλλαγής, προβάλλει, ίσα ίσα, ως προϋπόθεση για την άρση αυτής της νεκρικής ατονίας, για την αναζωογόνηση του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στις μεγάλες αφηγήσεις της εξουσίας, στις ιδέες που περιστρέφονταν γύρω από το ζήτημα της κατάληψης και του μετασχηματισμού του κράτους. Η απελευθερωτική ιδέα δεν χρειάζεται καθόλου να είναι «ολότητα» με την έννοια του κράτους που ενοποιεί την κοινωνία, για να είναι μεγάλη.

H Γαλλία

– Πρόσφατα η Liberation έκανε λόγο για πνευματική παρακμή της Γαλλίας, την οποία απέδιδε σε ένα παράδοξο: στο γεγονός ότι η πτώση του κομμουνισμού προκάλεσε ένα είδος στείρωσης ακόμη και σ’ εκείνους που του είχαν αντιταχθεί. Συμμερίζεσθε αυτή τη διάγνωση;

– Οχι. Η πνευματική γονιμότητα της Γαλλίας τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 δεν προήλθε από την πλευρά που απέρριπτε τον κομμουνισμό. Προήλθε από ανθρώπους που συνδέονταν με την ιδέα της κομμουνιστικής χειραφέτησης, όπως ο Σαρτρ και ο Αλτουσέρ ή ο Φουκώ και ο Ντελέζ. Βεβαίως, διατηρούσαν μια κριτική ματιά και πολλοί από αυτούς οδηγήθηκαν σε σύγκρουση με το Κομμουνιστικό Κόμμα, εν πάση περιπτώσει, όμως, ενδιαφέρονταν για την κομμουνιστική ιδέα. Εκείνοι που στέκονταν στην απέναντι όχθη, όπως οι λεγόμενοι νέοι φιλόσοφοι -Μπερνάρ - Ανρί Λεβί, Αλέν Φινκελκρό, κ.ά.- δεν θεωρούνταν ποτέ, στο πλαίσιο της φιλοσοφικής κοινότητας της Γαλλίας, εξέχοντες φιλόσοφοι. Ελαμπαν στον κόσμο των μίντια, ναι, αλλά όχι στον κόσμο της φιλοσοφίας. Ακόμη και σήμερα, σ’ αυτή τη δύσκολη, μεταβατική εποχή, οι πιο γόνιμες συνεισφορές στη γαλλική φιλοσοφία εξακολουθούν, πιστεύω, να προέρχονται από ανθρώπους που συνδέονται, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης, όπως ο Ρανσιέρ, ο Μπαλιμπάρ και άλλοι.

– Κεντρικό ρόλο στο έργο σας διαδραματίζει η έννοια του «Συμβάντος», ενός εξαιρετικού γεγονότος που έρχεται σαν αστραπή σε καθαρό ουρανό, διακόπτει την «κανονική» ροή των πραγμάτων και γεννά άπειρες νέες δυνατότητες, κάτι σαν τη «Μεγάλη Εκρηξη» της κοσμολογίας, μεταφερμένη στον χώρο της κοινωνικής φιλοσοφίας. Πώς απαντάτε στην κριτική του συναδέλφου σας, Ντανιέλ Μπενσαίντ, ότι ένα τέτοιο «Συμβάν», αποκομμένο από κάθε ιστορική αιτιότητα, δεν διαφέρει και πολύ από το θρησκευτικό θαύμα;

– Το ζήτημα είναι πώς βλέπει κανείς την περίφημη ιστορική αιτιότητα. Πάρτε για παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση. Οι ιστορικοί μπορεί να επικαλεσθούν ένα εκατομμύριο κοινωνικά αίτια, αλλά αυτά τα αίτια δεν εξηγούν τίποτα, αναφορικά με το γιατί έγινε, εκεί όπου έγινε, τη στιγμή που έγινε και με τον τρόπο που έγινε, μια επανάσταση που άλλαξε την πορεία του κόσμου. Υπήρξε μια συσσώρευση καθαρά συγκυριακών, πολιτικών επιλογών, με κορύφωση τη Συνέλευση των Τάξεων που συγκάλεσε ο βασιλιάς, οι οποίες δημιούργησαν τη δυνατότητα της επανάστασης. Mια δυνατότητα, η οποία είναι, φυσικά, συμβατή με τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες. Αλλά η συμβατότητα δεν σημαίνει καθόλου ντετερμινιστικό καθορισμό, κι αυτή είναι η διαφορά μας. Υπάρχουν πάρα πολλές αιτιότητες και όχι μία γραμμική αιτιότητα, η οποία θα εξηγούσε, φερ’ ειπείν, την άλωση της Βαστίλλης από την κρίση των σιτηρών. Επομένως, το Συμβάν δεν είναι κάτι που διαψεύδει, κατά έναν μαγικό τρόπο, τους υποτιθέμενους κοινωνικούς νόμους, όπως το θρησκευτικό θαύμα διαψεύδει τους νόμους της φύσης. Αποτελεί, ωστόσο, μια ιστορική τομή, που χωρίζει απότομα το «πριν» και το «μετά». Για παράδειγμα, ποια αυστηρή αιτιότητα μπορεί να εξηγήσει τον Μάη του ’68; Η έκρηξη ήρθε σαν αστραπή σε καθαρό ουρανό, σε μια στιγμή ηρεμίας, οικονομικής ακμής, όταν όλα πηγαίναν «καλά» και κανείς, μα κανείς δεν περίμενε την εξέγερση.

H νεολαία

– Πολλοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι της χώρας σας είδαν την έκρηξη της ελληνικής νεολαίας, τον περασμένο Δεκέμβριο, ως προοίμιο ενός «Συμβάντος» του είδους που περιγράφετε, και όχι μόνο για την Ελλάδα. Συμμερίζεσθε αυτή την οπτική;

– Δεν είμαι καθόλου βέβαιος, γιατί τα γεγονότα κρίνονται πρώτα απ’ όλα από τις συνέπειές τους. Στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, αυτό που φαίνεται με γυμνό μάτι, τουλάχιστον στα μάτια ενός Γάλλου, είναι ότι επιτάχυναν την πτώση μιας δεξιάς κυβέρνησης, που είχε ήδη πολύ άσχημες επιδόσεις, οδηγώντας στην επιστροφή των σοσιαλιστών, όπως είχε γίνει με τις μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία, τη δεκαετία του ’90. Ωστόσο, ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός στη Γαλλία ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν από τη νεολαία ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό -και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός- αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει, ίσως σε μεγαλύτερη κλίμακα, και τις ίδιες.

Η χειραφέτηση δεν περνάει από την εξουσία

– Μιλάτε για έναν «κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό», υποστηρίζοντας ότι το κομμουνιστικό κόμμα, τα μαζικά συνδικάτα, όλες αυτές οι ιστορικές καινοτομίες του εικοστού αιώνα, είναι μορφές μη εφαρμόσιμες σήμερα. Βλέπετε άλλες, «εφαρμόσιμες» μορφές εκπροσώπησης;

– Κοιτάξτε, η κομμουνιστική ιδέα στην αρχική και θεμελιακή της έννοια είναι η ιδέα της καθολικής απελευθέρωσης, η οποία παίρνει τις πιο διαφορετικές μορφές στην ιστορία, από τις εξεγέρσεις των δούλων υπό τον Σπάρτακο και των Γερμανών αγροτών υπό τον Τόμας Μύντσερ, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Τι μορφές μπορεί να πάρει αυτή η ιδέα σήμερα, απλούστατα δεν το γνωρίζω. Αν πάμε πίσω στο 1840, ο νεαρός, τότε, Μαρξ δεν μπορούσε να φανταστεί τι μορφές θα έπαιρνε η οργάνωση και κινητοποίηση των μαζών που θα εμπνέονταν από την κομμουνιστική χειραφέτηση. Το πρώτο μαζικό, εργατικό κόμμα συγκροτήθηκε στη Γερμανία μόνο προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα, δεν μπορώ να δω τις καινούργιες μορφές έκφρασης και δράσης που θα γεννηθούν. Εκείνο που ξέρω είναι ότι το παραδοσιακό μοντέλο του λενινιστικού κόμματος, με τη στρατιωτική πειθαρχία, που ετοιμάζεται για ένοπλη εξέγερση, είναι ξεπερασμένο από την ιστορία.

– Πώς βλέπετε τη σύλληψη του Χόλογουεϊ, ο οποίος προτείνει, όπως λέει ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου του, «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία»;

– Πιστεύω ότι, για την ώρα, η οργάνωση των πολιτικών δυνάμεων πρέπει να γίνει σε απόσταση από την εξουσία, γιατί το ζήτημα της εξουσίας είναι το πιο σκοτεινό στην παράδοση της Αριστεράς, εκεί όπου οι εμπειρίες του περασμένου αιώνα είναι ξεκάθαρα αρνητικές. Τα καθεστώτα που ιδρύθηκαν, στη Σοβιετική Ενωση, την Κίνα και αλλού, δεν εξελίχθηκαν σε μορφές χειραφέτησης, ούτε προς τον περίφημο μαρασμό του κράτους, το αντίθετο οδηγήθηκαν στη γιγάντωση ενός πανίσχυρου μηχανισμού κρατικής ισχύος. Σήμερα, το πρωταρχικό ζήτημα που τίθεται ενώπιον της προσπάθειας συγκρότησης μιας νέας πολιτικής οργάνωσης δεν είναι η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά η ανάγκη να σκεφτεί κριτικά τον ίδιο της τον εαυτό.

– Εχω την αίσθηση ότι αναζητάτε στο πρόσωπο του «Τέταρτου Κόσμου», των μεταναστών εργατών, το ρόλο που αναζητούσαν οι μαρξιστές στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Μπορεί ένα κοινωνικό στρώμα τόσο ανομοιογενές, συχνά απόμακρο από την πολιτική με την τρέχουσα έννοια, να εξελιχθεί σε φορέα ενός νέου κοινωνικού υποδείγματος;

– Κοιτάξτε, οι προσωπικές μου εμπειρίες από τις προσπάθειες χρόνων για την οργάνωση αυτών των στρωμάτων με έπεισαν ότι δεν πρόκειται καθόλου για ανθρώπους απομακρυσμένους από την πολιτική. Αντιθέτως, έρχονταν πάντα με αναζητήσεις, προτάσεις. Οπως δεν πρόκειται καθόλου για συντετριμμένους ανθρώπους, με απλοϊκές ανάγκες. Συχνά συναντάμε ανθρώπους που μιλάνε ξένες γλώσσες, έχουν πολιτικές εμπειρίες ήδη από την πατρίδα τους, κάποτε εμπειρίες πάλης απέναντι σε τυραννικά καθεστώτα, ανθρώπους με αυτοεκτίμηση και ανοιχτούς ορίζοντες. Δεν βρίσκεται εκεί, λοιπόν, η δυσκολία. Το πρόβλημα δεν είναι το κοινωνικό υποκείμενο της απελευθερωτικής πολιτικής, αλλά ο τόπος αυτής της πολιτικής. Σε προηγούμενες εποχές, ο τόπος αυτός ήταν το μεγάλο εργοστάσιο. Αλλά σήμερα αυτό το μεγάλο εργοστάσιο δεν υπάρχει στις λεγόμενες αναπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής, έχει μεταναστεύσει στην Κίνα ή στη Βραζιλία. Αυτός ο κατακερματισμός του σύγχρονου προλεταριάτου κάνει πολύ πιο σύνθετη την ενοποίησή του και την επαφή του με την κριτική διανόηση. Κι αυτή η δυσκολία ενισχύει, κατά τη γνώμη μου, τη σημασία της στρατηγικής σύλληψης. Οσο πιο δύσκολη είναι η ενοποίηση, τόσο πιο ισχυρή πρέπει να είναι η Ιδέα για να επιβληθεί.

Ο Σαρκοζί είναι το πνεύμα της ήττας

– Το πολύ επικριτικό δοκίμιό σας με τον παράξενο τίτλο «Ποιανού πράγματος το όνομα είναι ο Σαρκοζί;» συνάντησε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Πώς δικαιολογείτε τον εκ πρώτης όψεως παράτολμο παραλληλισμό του φαινομένου Σαρκοζί με το φαινόμενο Πετέν, στο κατοχικό καθεστώς του Βισύ;

– Ακούστε, εδώ γίνεται παρεξήγηση. Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι ο Σαρκοζί είναι ένας νέος Πετέν, κάτι τέτοιο θα ήταν όντως παράλογο. Ο παραλληλισμός μου αφορούσε όχι το πρόσωπο Σαρκοζί, αλλά το πνεύμα του έθνους που τον ακολούθησε. Ενα πνεύμα παράδοσης απέναντι στην ήττα, που περιορίζει τις φιλοδοξίες μας στο να γεράσουμε ήρεμα, με ασφάλεια, χωρίς να παίρνουμε κανένα ρίσκο για κάτι καλύτερο.

Αυτοί που ακολούθησαν τον Πετέν δεν ήταν κατά κύριο λόγο φιλοναζί, ήταν άνθρωποι αποθαρρυμένοι, που ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν το ρίσκο του πολέμου, προτιμώντας μια μίζερη επιβίωση με συνθηκολόγηση στους Ναζί. Κάτι ανάλογο, πιστεύω, ενσάρκωσε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες ο Σαρκοζί: Το θάνατο της ελπίδας και την αντικατάσταση του πόθου της ζωής από την ανάγκη της επιβίωσης.

Η επιστροφή της Μεγάλης Ιδέας

  • Ο Αλέν Μπαντιού μιλάει για την πνευματική παρακμή της Ευρώπης και για την επαναθεμελίωση της κοινωνικής χειραφέτησης
  • Συνέντευξη στον Πετρο Παπακωνσταντινου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/11/2009

Πολυσύνθετη προσωπικότητα με εικονοκλαστικό πνεύμα, ο Αλέν Μπαντιού είναι ο πλέον μεταφρασμένος, ζων φιλόσοφος της Γαλλίας. Στον αντίποδα των περιλάλητων «νέων φιλοσόφων», ορισμένοι εκ των οποίων ξεκίνησαν από τον Γαλλικό Μάη του ’68 για να βρεθούν να υποστηρίζουν τον Νικολά Σαρκοζί ή και την Αμερική του Τζορτζ Μπους, ο Μπαντιού μπορεί να υπερηφανεύεται λιγότερο για τη μιντιακή του ακτινοβολία και περισσότερο για την πρωτοτυπία της θεωρητικής του παραγωγής. Το επιβλητικό του έργο Το Είναι και το Συμβάν, σηματοδοτεί μια ριζοσπαστική επιστροφή στον Πλάτωνα, επαναπροσδιορίζοντας το ίδιο το πεδίο της φιλοσοφίας. Βασικά στοιχεία της φιλοσοφικής του σκέψης περιέχονται στη συλλογή δοκιμίων Από το Είναι στο Συμβάν, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη, μαζί με το τελευταίο του βιβλίο, Η Κομμουνιστική Υπόθεση.

Συναντήσαμε τον κ. Μπαντιού στην πάντα φιλόξενη βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου, στο περιθώριο διεθνούς φιλοσοφικού συνεδρίου. Η συζήτησή μας επικεντρώθηκε λιγότερο στα μεγάλα, θεωρητικά ερωτήματα και περισσότερο στις πολιτικές πλευρές των αναζητήσεων ενός ετερόδοξου διανοητή, που μιλάει για κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό και για κοινωνική αλλαγή χωρίς κατάληψη της εξουσίας, επιμένοντας ότι οι μεγάλες Ιδέες είναι πάντα αναγκαίες, αν δεν θέλουμε να ανταλλάξουμε τον πόθο της ζωής με την αγωνία της επιβίωσης.

– Μιλάτε για την Ιδέα με Ι κεφαλαίο. Είναι δυνατόν, μετά από τόσα χρόνια κυριαρχίας του μεταμοντέρνου στον ευρύτερο αριστερό χώρο, να μιλάει κανείς για Μεγάλες Αφηγήσεις, χωρίς να εγείρει την υποψία ότι κάπου στο βάθος κρύβεται ένα καινούργιο Αουσβιτς ή ένα καινούργιο Γκουλάγκ;

– Ποτέ δεν αποδέχθηκα αυτή τη μεταμοντέρνα διάγνωση, ότι πίσω από κάθε μεγάλη ιδέα κρύβεται η νοοτροπία του ολοκληρωτισμού. Για μένα, αυτή η λογική ήταν απλώς η μεταμφίεση της ιδεολογικής συνθηκολόγησης. Θα έλεγα, όμως, ότι αυτή η νοοτροπία κρύβει και κάτι άλλο, ευρύτερο: την πνευματική γήρανση και αποθάρρυνση της Ευρώπης. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η σημερινή Ευρώπη αντιπροσωπεύει την πιο γερασμένη και κουρασμένη περιοχή του πλανήτη. Μια ήπειρο, όπου κυριαρχεί η παρακμή και η αποδοχή αυτής της παρακμής, κάτι που περιορίζει τη φιλοδοξία μας στην επιδίωξη να είναι τα γηρατειά μας ήρεμα και ανώδυνα. Σ’ αυτό το φόντο, η επιστροφή της μεγάλης ιδέας, του πόθου της ριζοσπαστικής αλλαγής, προβάλλει, ίσα ίσα, ως προϋπόθεση για την άρση αυτής της νεκρικής ατονίας, για την αναζωογόνηση του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στις μεγάλες αφηγήσεις της εξουσίας, στις ιδέες που περιστρέφονταν γύρω από το ζήτημα της κατάληψης και του μετασχηματισμού του κράτους. Η απελευθερωτική ιδέα δεν χρειάζεται καθόλου να είναι «ολότητα» με την έννοια του κράτους που ενοποιεί την κοινωνία, για να είναι μεγάλη.

H Γαλλία

– Πρόσφατα η Liberation έκανε λόγο για πνευματική παρακμή της Γαλλίας, την οποία απέδιδε σε ένα παράδοξο: στο γεγονός ότι η πτώση του κομμουνισμού προκάλεσε ένα είδος στείρωσης ακόμη και σ’ εκείνους που του είχαν αντιταχθεί. Συμμερίζεσθε αυτή τη διάγνωση;

– Οχι. Η πνευματική γονιμότητα της Γαλλίας τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 δεν προήλθε από την πλευρά που απέρριπτε τον κομμουνισμό. Προήλθε από ανθρώπους που συνδέονταν με την ιδέα της κομμουνιστικής χειραφέτησης, όπως ο Σαρτρ και ο Αλτουσέρ ή ο Φουκώ και ο Ντελέζ. Βεβαίως, διατηρούσαν μια κριτική ματιά και πολλοί από αυτούς οδηγήθηκαν σε σύγκρουση με το Κομμουνιστικό Κόμμα, εν πάση περιπτώσει, όμως, ενδιαφέρονταν για την κομμουνιστική ιδέα. Εκείνοι που στέκονταν στην απέναντι όχθη, όπως οι λεγόμενοι νέοι φιλόσοφοι -Μπερνάρ - Ανρί Λεβί, Αλέν Φινκελκρό, κ.ά.- δεν θεωρούνταν ποτέ, στο πλαίσιο της φιλοσοφικής κοινότητας της Γαλλίας, εξέχοντες φιλόσοφοι. Ελαμπαν στον κόσμο των μίντια, ναι, αλλά όχι στον κόσμο της φιλοσοφίας. Ακόμη και σήμερα, σ’ αυτή τη δύσκολη, μεταβατική εποχή, οι πιο γόνιμες συνεισφορές στη γαλλική φιλοσοφία εξακολουθούν, πιστεύω, να προέρχονται από ανθρώπους που συνδέονται, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης, όπως ο Ρανσιέρ, ο Μπαλιμπάρ και άλλοι.

– Κεντρικό ρόλο στο έργο σας διαδραματίζει η έννοια του «Συμβάντος», ενός εξαιρετικού γεγονότος που έρχεται σαν αστραπή σε καθαρό ουρανό, διακόπτει την «κανονική» ροή των πραγμάτων και γεννά άπειρες νέες δυνατότητες, κάτι σαν τη «Μεγάλη Εκρηξη» της κοσμολογίας, μεταφερμένη στον χώρο της κοινωνικής φιλοσοφίας. Πώς απαντάτε στην κριτική του συναδέλφου σας, Ντανιέλ Μπενσαίντ, ότι ένα τέτοιο «Συμβάν», αποκομμένο από κάθε ιστορική αιτιότητα, δεν διαφέρει και πολύ από το θρησκευτικό θαύμα;

– Το ζήτημα είναι πώς βλέπει κανείς την περίφημη ιστορική αιτιότητα. Πάρτε για παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση. Οι ιστορικοί μπορεί να επικαλεσθούν ένα εκατομμύριο κοινωνικά αίτια, αλλά αυτά τα αίτια δεν εξηγούν τίποτα, αναφορικά με το γιατί έγινε, εκεί όπου έγινε, τη στιγμή που έγινε και με τον τρόπο που έγινε, μια επανάσταση που άλλαξε την πορεία του κόσμου. Υπήρξε μια συσσώρευση καθαρά συγκυριακών, πολιτικών επιλογών, με κορύφωση τη Συνέλευση των Τάξεων που συγκάλεσε ο βασιλιάς, οι οποίες δημιούργησαν τη δυνατότητα της επανάστασης. Mια δυνατότητα, η οποία είναι, φυσικά, συμβατή με τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες. Αλλά η συμβατότητα δεν σημαίνει καθόλου ντετερμινιστικό καθορισμό, κι αυτή είναι η διαφορά μας. Υπάρχουν πάρα πολλές αιτιότητες και όχι μία γραμμική αιτιότητα, η οποία θα εξηγούσε, φερ’ ειπείν, την άλωση της Βαστίλλης από την κρίση των σιτηρών. Επομένως, το Συμβάν δεν είναι κάτι που διαψεύδει, κατά έναν μαγικό τρόπο, τους υποτιθέμενους κοινωνικούς νόμους, όπως το θρησκευτικό θαύμα διαψεύδει τους νόμους της φύσης. Αποτελεί, ωστόσο, μια ιστορική τομή, που χωρίζει απότομα το «πριν» και το «μετά». Για παράδειγμα, ποια αυστηρή αιτιότητα μπορεί να εξηγήσει τον Μάη του ’68; Η έκρηξη ήρθε σαν αστραπή σε καθαρό ουρανό, σε μια στιγμή ηρεμίας, οικονομικής ακμής, όταν όλα πηγαίναν «καλά» και κανείς, μα κανείς δεν περίμενε την εξέγερση.

H νεολαία

– Πολλοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι της χώρας σας είδαν την έκρηξη της ελληνικής νεολαίας, τον περασμένο Δεκέμβριο, ως προοίμιο ενός «Συμβάντος» του είδους που περιγράφετε, και όχι μόνο για την Ελλάδα. Συμμερίζεσθε αυτή την οπτική;

– Δεν είμαι καθόλου βέβαιος, γιατί τα γεγονότα κρίνονται πρώτα απ’ όλα από τις συνέπειές τους. Στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, αυτό που φαίνεται με γυμνό μάτι, τουλάχιστον στα μάτια ενός Γάλλου, είναι ότι επιτάχυναν την πτώση μιας δεξιάς κυβέρνησης, που είχε ήδη πολύ άσχημες επιδόσεις, οδηγώντας στην επιστροφή των σοσιαλιστών, όπως είχε γίνει με τις μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία, τη δεκαετία του ’90. Ωστόσο, ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός στη Γαλλία ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν από τη νεολαία ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό -και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός- αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει, ίσως σε μεγαλύτερη κλίμακα, και τις ίδιες.

Η χειραφέτηση δεν περνάει από την εξουσία

– Μιλάτε για έναν «κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό», υποστηρίζοντας ότι το κομμουνιστικό κόμμα, τα μαζικά συνδικάτα, όλες αυτές οι ιστορικές καινοτομίες του εικοστού αιώνα, είναι μορφές μη εφαρμόσιμες σήμερα. Βλέπετε άλλες, «εφαρμόσιμες» μορφές εκπροσώπησης;

– Κοιτάξτε, η κομμουνιστική ιδέα στην αρχική και θεμελιακή της έννοια είναι η ιδέα της καθολικής απελευθέρωσης, η οποία παίρνει τις πιο διαφορετικές μορφές στην ιστορία, από τις εξεγέρσεις των δούλων υπό τον Σπάρτακο και των Γερμανών αγροτών υπό τον Τόμας Μύντσερ, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Τι μορφές μπορεί να πάρει αυτή η ιδέα σήμερα, απλούστατα δεν το γνωρίζω. Αν πάμε πίσω στο 1840, ο νεαρός, τότε, Μαρξ δεν μπορούσε να φανταστεί τι μορφές θα έπαιρνε η οργάνωση και κινητοποίηση των μαζών που θα εμπνέονταν από την κομμουνιστική χειραφέτηση. Το πρώτο μαζικό, εργατικό κόμμα συγκροτήθηκε στη Γερμανία μόνο προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα, δεν μπορώ να δω τις καινούργιες μορφές έκφρασης και δράσης που θα γεννηθούν. Εκείνο που ξέρω είναι ότι το παραδοσιακό μοντέλο του λενινιστικού κόμματος, με τη στρατιωτική πειθαρχία, που ετοιμάζεται για ένοπλη εξέγερση, είναι ξεπερασμένο από την ιστορία.

– Πώς βλέπετε τη σύλληψη του Χόλογουεϊ, ο οποίος προτείνει, όπως λέει ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου του, «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία»;

– Πιστεύω ότι, για την ώρα, η οργάνωση των πολιτικών δυνάμεων πρέπει να γίνει σε απόσταση από την εξουσία, γιατί το ζήτημα της εξουσίας είναι το πιο σκοτεινό στην παράδοση της Αριστεράς, εκεί όπου οι εμπειρίες του περασμένου αιώνα είναι ξεκάθαρα αρνητικές. Τα καθεστώτα που ιδρύθηκαν, στη Σοβιετική Ενωση, την Κίνα και αλλού, δεν εξελίχθηκαν σε μορφές χειραφέτησης, ούτε προς τον περίφημο μαρασμό του κράτους, το αντίθετο οδηγήθηκαν στη γιγάντωση ενός πανίσχυρου μηχανισμού κρατικής ισχύος. Σήμερα, το πρωταρχικό ζήτημα που τίθεται ενώπιον της προσπάθειας συγκρότησης μιας νέας πολιτικής οργάνωσης δεν είναι η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά η ανάγκη να σκεφτεί κριτικά τον ίδιο της τον εαυτό.

– Εχω την αίσθηση ότι αναζητάτε στο πρόσωπο του «Τέταρτου Κόσμου», των μεταναστών εργατών, το ρόλο που αναζητούσαν οι μαρξιστές στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Μπορεί ένα κοινωνικό στρώμα τόσο ανομοιογενές, συχνά απόμακρο από την πολιτική με την τρέχουσα έννοια, να εξελιχθεί σε φορέα ενός νέου κοινωνικού υποδείγματος;

– Κοιτάξτε, οι προσωπικές μου εμπειρίες από τις προσπάθειες χρόνων για την οργάνωση αυτών των στρωμάτων με έπεισαν ότι δεν πρόκειται καθόλου για ανθρώπους απομακρυσμένους από την πολιτική. Αντιθέτως, έρχονταν πάντα με αναζητήσεις, προτάσεις. Οπως δεν πρόκειται καθόλου για συντετριμμένους ανθρώπους, με απλοϊκές ανάγκες. Συχνά συναντάμε ανθρώπους που μιλάνε ξένες γλώσσες, έχουν πολιτικές εμπειρίες ήδη από την πατρίδα τους, κάποτε εμπειρίες πάλης απέναντι σε τυραννικά καθεστώτα, ανθρώπους με αυτοεκτίμηση και ανοιχτούς ορίζοντες. Δεν βρίσκεται εκεί, λοιπόν, η δυσκολία. Το πρόβλημα δεν είναι το κοινωνικό υποκείμενο της απελευθερωτικής πολιτικής, αλλά ο τόπος αυτής της πολιτικής. Σε προηγούμενες εποχές, ο τόπος αυτός ήταν το μεγάλο εργοστάσιο. Αλλά σήμερα αυτό το μεγάλο εργοστάσιο δεν υπάρχει στις λεγόμενες αναπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής, έχει μεταναστεύσει στην Κίνα ή στη Βραζιλία. Αυτός ο κατακερματισμός του σύγχρονου προλεταριάτου κάνει πολύ πιο σύνθετη την ενοποίησή του και την επαφή του με την κριτική διανόηση. Κι αυτή η δυσκολία ενισχύει, κατά τη γνώμη μου, τη σημασία της στρατηγικής σύλληψης. Οσο πιο δύσκολη είναι η ενοποίηση, τόσο πιο ισχυρή πρέπει να είναι η Ιδέα για να επιβληθεί.

Ο Σαρκοζί είναι το πνεύμα της ήττας

– Το πολύ επικριτικό δοκίμιό σας με τον παράξενο τίτλο «Ποιανού πράγματος το όνομα είναι ο Σαρκοζί;» συνάντησε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Πώς δικαιολογείτε τον εκ πρώτης όψεως παράτολμο παραλληλισμό του φαινομένου Σαρκοζί με το φαινόμενο Πετέν, στο κατοχικό καθεστώς του Βισύ;

– Ακούστε, εδώ γίνεται παρεξήγηση. Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι ο Σαρκοζί είναι ένας νέος Πετέν, κάτι τέτοιο θα ήταν όντως παράλογο. Ο παραλληλισμός μου αφορούσε όχι το πρόσωπο Σαρκοζί, αλλά το πνεύμα του έθνους που τον ακολούθησε. Ενα πνεύμα παράδοσης απέναντι στην ήττα, που περιορίζει τις φιλοδοξίες μας στο να γεράσουμε ήρεμα, με ασφάλεια, χωρίς να παίρνουμε κανένα ρίσκο για κάτι καλύτερο.

Αυτοί που ακολούθησαν τον Πετέν δεν ήταν κατά κύριο λόγο φιλοναζί, ήταν άνθρωποι αποθαρρυμένοι, που ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν το ρίσκο του πολέμου, προτιμώντας μια μίζερη επιβίωση με συνθηκολόγηση στους Ναζί. Κάτι ανάλογο, πιστεύω, ενσάρκωσε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες ο Σαρκοζί: Το θάνατο της ελπίδας και την αντικατάσταση του πόθου της ζωής από την ανάγκη της επιβίωσης.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Αλέν Μπαντιού: Ζητούμενο σήμερα είναι η ισότητα, όχι η ελευθερία

  • Ο Αλέν Μπαντιού βρέθηκε στην Αθήνα για το διεθνές συνέδριο «Ο Αλέν Μπαντιού και οι όροι της φιλοσοφίας». Τον συναντήσαμε στη Βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας.

Αλέν Μπαντιού: «Το Τείχος του Βερολίνου δεν ήταν το τελευταίο»

Αλέν Μπαντιού: «Το Τείχος του Βερολίνου δεν ήταν το τελευταίο»

  • Προτείνετε μία εκ νέου ανάγνωση του Πλάτωνα. Πόσο επίκαιρη είναι η σκέψη του για τις σύγχρονες δημοκρατίες;

«Στην πλατωνική φιλοσοφία η πολιτική δεν μπορεί να είναι απλώς μία διαχείριση των οικονομικών και των διπλωματικών υποθέσεων. Ο Πλάτων θεωρεί ότι η μοίρα και το πεπρωμένο του συνόλου άπτεται της σκέψης και της φιλοσοφίας. Οι δημοκρατικές μας κυβερνήσεις ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την οικονομική ευδοκίμηση και ευμάρεια. Αλλά αυτό δεν προσδίδει νόημα στον συλλογικό βίο».

  • Εχει γραφεί κατά κόρον ότι το πλατωνικό πολιτικό κοσμοείδωλο είναι κλειστό, αριστοκρατικό, αυταρχικό. Τι έχετε να αντιτάξετε;

«Πρέπει να εφεύρουμε έναν παγκοσμιοποιημένο Πλάτωνα. Η πολιτική πρέπει να έχει σχέση με τη γνώση κι όχι μόνο με τη γνώμη. Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια δικτατορία της κοινής γνώμης, κάτι που ο Πλάτων είχε αντιληφθεί. Σε αντίθεση, όμως, με τον αρχαίο φιλόσοφο, πρέπει να διατηρήσουμε την ιδέα της δημοκρατίας και να τη μεταλλάξουμε βαθιά».

  • Γιατί πιστεύετε ότι έχει συρρικνωθεί η μορφή του διανοούμενου που εναντιώνεται;

«Μεγάλος αριθμός διανοουμένων, ήδη από τα τέλη του 1980, εγκατέλειψε την ιδέα μιας βαθιάς πολιτικής αλλαγής. Σωστά άσκησαν κριτική εναντίον των τρομοκρατικών και γραφειοκρατικών κρατών. Θεώρησαν, όμως, καλό να εγκαταλείψουν και το αίτημα της χειραφέτησης. Η φιλοσοφία δεν έχει λόγο ύπαρξης, εάν δεν ασκήσει κριτική στις επικρατούσες γνώμες και απόψεις».

  • Εκτιμάτε ότι οι διανοούμενοι έχουν γίνει «αναλώσιμα προϊόντα» από τα μίντια;

«Μια πλευρά της ήττας των διανοουμένων είναι ότι έπαιξαν το παιχνίδι των μίντια, υποτασσόμενοι στον πειρασμό της εξουσίας. Τουλάχιστον ο φιλόσοφος πρέπει να αντισταθεί και να παραμείνει ελεύθερος από οποιαδήποτε εξουσία».

  • Ακόμη και να βγει στους δρόμους;

«Ναι, αν είναι απαραίτητο».

  • Αν ξεκίναγε μια επανάσταση, ίσως θα σας βλέπαμε στις τάξεις της;

«Σίγουρα. Αλλά δεν νομίζω ότι θα γίνει άμεσα (γελάει). Σήμερα η ιδέα της επανάστασης είναι σκοτεινή και ασαφής. Γι' αυτό η σύλληψη της έννοιας "επανάσταση" πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης, όπου θα επανατίθεται η σχέση της με τη βία. Η μόνη θεμιτή βία, που μπορεί να ασκηθεί, είναι για να αμυνθεί κανείς».

  • Τι έχετε να σχολιάσετε για τις «βελούδινες» επαναστάσεις στην Τσεχία ή στην Ουκρανία;

«Οδήγησαν τις κοινωνίες αυτές στον σύγχρονο καπιταλισμό».

  • Δεν απέκτησαν, όμως, περισσότερες ελευθερίες;

«Πήραν την άγουσα του σύγχρονου καπιταλισμού και αυτός δεν οδηγεί σε ελευθερίες. Το πιο σημαντικό πολιτικό πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών, όμως, δεν είναι το θέμα της ελευθερίας, αλλά το θέμα της ισότητας».

  • Εκτιμάτε ότι οι πλούσιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν τις φτωχές ως δορυφόρους, με ό,τι σημαίνει αυτό;

«Υπάρχει όντως μία ομάδα μεγάλων δυνάμεων, στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν ολιγαρχίες πολιτικές και μιντιακές, οι οποίες ασκούν την εξουσία».

  • Οι οικονομικά ισχυρές χώρες προσπαθούν να κρύψουν τα προβλήματά τους «κάτω από το χαλί» εντός της επικράτειάς τους ή να τα εξαγάγουν μέσω πολέμων στο εξωτερικό;

«Τα σοσιαλιστικά κράτη του εικοστού αιώνα οργάνωσαν πολύ μεγάλη βία στο εσωτερικό τους, ενώ οι δυτικές δημοκρατίες την εξήγαγαν στο εξωτερικό. Εχουμε μια τάση να ασκούμε κριτική στην εσωτερική βία, ξεχνώντας την εξωτερική».

  • Ο Νικολά Σαρκοζί προχωράει σε μια αναβίωση του θατσερισμού με σαρκοζιστικά στοιχεία;

«Ασκεί μια πολιτική αντίστοιχη μ' αυτή της Θάτσερ και του Μπερλουσκόνι. Εχουμε μια κατάσταση αστυνόμευσης, που είναι θεμελιωμένη στην καταστολή των ξένων εργατών».

  • Φοβάστε την επανάκαμψη του φασισμού στην Ευρώπη ως εφιάλτη;

«Ο φασισμός βρισκόταν σε διαλεκτική σχέση με τον κομμουνισμό. Αρα, δεν φαντάζομαι να υπάρξει μια επιστροφή του φασισμού».

  • Το κίνημα του ισλαμισμού πόσο επαναστατικό και πόσο τρομοκρατικό είναι;

«Το ισλαμικό κίνημα δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε επαναστατικό, γιατί η επανάσταση αποσκοπεί στην παγκόσμια χειραφέτηση. Μ' αυτή την έννοια, δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε επαναστατικό. Η τρομοκρατική πράξη, η οποία βασικά ενοχοποιεί τον μουσουλμανικό κόσμο, είναι δείγμα ότι δεν υπάρχει παγκόσμια διάσταση σ' αυτό το κίνημα».

  • Πριν από λίγες μέρες γιορτάζαμε τα είκοσι χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ωστόσο, τα τείχη δεν έπεσαν ακόμη στο Ισραήλ ή στην Κύπρο. Το σχόλιό σας;

«Τείχος χωρίζει και τις ΗΠΑ από το Μεξικό. Μπορούμε να πούμε ότι το Τείχος του Βερολίνου δεν ήταν το τελευταίο».

Ulrich Beck is a sociologist and creative thinker...

  • William D. Coleman, McMaster University

http://www.beobachter.ch/typo3temp/pics/ulrich_beck_53ba601a0e.jpg

Ulrich Beck is a sociologist and creative thinker, who has been highly influential in reflecting upon and theorizing about globalization. Beck began his university studies in the field of law at the University of Freiburg in Germany, switching relatively quickly to study Sociology, Psychology, Philosophy, and Political Science at the University of Munich. He completed his doctorate in 1972 and then his Habilitation (a second postdoctoral dissertation normally required for a professorship in Germany) in 1979, when he took up the post of Professor at the University of Münsterin northwest Germany. In 1981, he returned to southern Germany as a Professor of Sociology in the beautiful Bavarian city of Bamberg. He remained there until 1992, when he took up the position of Professor and Director of the Institute of Sociology at the University of Munich. Since 1997, he has also held the position of British Journal of Sociology Visiting Centennial Professor at the London School of Economics and Political Science. He has been editor of the influential German sociological journal, Soziale Welt, since 1980.

Ulrich Beck

(Photo: Free Use Image, Wikipedia)

Beck has always been willing to push critically on accepted theoretical understandings of modernity in Sociology. This willingness is evident first of all in his highly provocative and controversial book, Risikogesellschaft: Auf dem Weg in eine andere Moderne, published in 1986 and translated into English in 1992 under the title, Risk Society: Towards a New Modernity. This book is an early exploration of globalization. It argues that a fundamental break has taken place in modernity, one described as a shift from industrial society to a risk society. In his later works, he theorized this break as a Zweite Moderne, or "second modernity." By this term, Beck is suggesting that social and economic life in wealthier countries has changed in fundamental ways. Although important institutions like the school system, universities, scientific research, and government bureaucracies are still important, they are also more fragile. This fragility comes from the presence of new sorts of risks that cross territorial boundaries and reach to global dimensions. These risks cannot be contained by individual countries and their governments. Nor are they easily reduced by bringing in new technologies or scientific studies. Beck illustrates such risks using the example of radioactive fallout from a failure of a nuclear power plant, such as the accident at Chernobyl in the Ukraine in 1986. The risks from climate change are another example.

He began to make the linkages between "risk society" and globalization more explicitly in a series of works published in the 1990s: Reflexive Modernisierung - Eine Debatte (1996), together with Anthony Giddens and Scott Lash and published as Reflexive Modernization in English; Was ist Globalisierung? (1997), published in English as What is Globalization? (2000); World Risk Society (1999); and Macht und Gegenmacht im globalen Zeitalter: Neue weltpolitische Ökonomie (2002). In 1999, he received a highly prestigious grant from the German Research Council to set up a Special Research Area on Reflexive Modernization at the University of Munich.

Οι κοινωνιολόγοι θέλουν και να κυβερνούν

  • Ο Ούλριχ Μπεκ, Γερμανός κοινωνιολόγος, μιλάει για την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό και την «Κοινωνία της Διακινδύνευσης»

http://www.mmg.mpg.de/bildobjekte/portrait_beck.jpg

  • Συνέντευξη στον Βασιλη Μαγκλαρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/11/2009

Ο Ούλριχ Μπεκ αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική μορφή της σύγχρονης «παγκοσμιοποιημένης» κοινωνιολογίας, αλλά και του τρόπου και της ταχύτητας που οι ιδέες εμφανίζονται στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, δοκιμάζονται και αφήνουν τη θέση τους σε νέες. Ο Μπεκ κατατάσσεται με σαφήνεια, βάσει των ιδεών του, στο προοδευτικό στρατόπεδο, παρακολουθώντας όμως παράλληλα και ενσωματώνοντας ιδέες και αντιλήψεις από όλα τα θεωρητικά στρατόπεδα. Αλλωστε, η σύγχρονη «Κοινωνία της Διακινδύνευσης» απαιτεί και τη διακινδύνευση των ιδεών στην αντιπαράθεση ή την εκλεπτυσμένη συνεργασία τους με το αντίθετό τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι ιδιαίτερα δυσνόητος στην πολλαπλότητα των μορφών που λαμβάνει και στις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός του. Χαρακτηριστικό αυτής της σύγχρονης αντιθετικότητας είναι η ταχεία μετατροπή μιας αξίας στο αντίθετό της. Αυτό λοιπόν που είναι «καλό» για την κοινωνία σήμερα, αλλάζει ταχύτατα μετατρεπόμενο σε απαξία ή διακινδύνευση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κοινωνιολογική θεωρία έχει αποχωρήσει οριστικά, έτσι τουλάχιστον φαίνεται, από τις «μεγάλες θεωρίες», τις μεγάλες κοινωνιολογικές διηγήσεις. Ο Μπεκ, αναγνωρίζοντας αυτά τα σύγχρονα ιδιότυπα κοινωνιολογικά όρια, ακολουθεί αυτό το παγκόσμιο θεωρητικό ρεύμα, αναζητώντας μέσα από τις έννοιες του τη συγκρότηση μιας ενιαίας αντίληψης των κοινωνικών σχέσεων και όχι μιας ενιαίας θεωρίας. Επιστρέφει ωστόσο στους κλασικούς, παραχωρώντας σημαίνουσα θέση στη θεωρία του στο στοιχείο του πολιτισμού, εισάγοντας έτσι έστω και άρρητα την κλασική κοινωνιολογική διάκριση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας.

Ο διαπρεπής κοινωνιολόγος δεν έχασε την ευκαιρία να σχολιάσει «κοινωνιολογικά» τη σύγχρονη τάση των πανεπιστημιακών συναδέλφων του να αλληθωρίζουν διαρκώς προς την εξουσία. Αρκούντως ειρωνικός, υποστήριξε ότι είναι δύσκολο για κάποιον να φτιάχνει σχέδια για την κοινωνία και να μη θέλει να τα εφαρμόσει.

H νέα παγκόσμια αλληλεπίδραση

– Εχετε σπουδάσει πολλά διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Είστε κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, ψυχολόγος, πολιτικός επιστήμονας. Ολες αυτές οι σπουδές σάς έχουν βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου;

– Νομίζω πως ναι. Ομως έχω ξεκινήσει από ένα μη ακαδημαϊκό περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του Ναυτικού και η μητέρα μου δεν είχε κάποιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Ημουν πολύ πεινασμένος να κατανοήσω όλα αυτά τα πράγματα που συνέβαιναν στο κόσμο και σ’ αυτήν μου την πορεία έκανα το ένα λάθος μετά το άλλο. Ξεκίνησα από τη φιλοσοφία, αλλά μετά αντιλήφθηκα ότι δεν πρόκειται για πραγματική φιλοσοφία αλλά για ιστορία της φιλοσοφίας, κάτι που δεν με ενδιέφερε στην πραγματικότητα. Ετσι ξεκίνησε και το ταξίδι μου στα διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Αυτό νομίζω φαίνεται και στη δουλειά μου σήμερα. Ομως το πανεπιστήμιο ήταν πολύ μακριά τότε και έπρεπε να το συνηθίσω. Πάντως, δεν επέλεξα την κοινωνιολογία τυχαία.

– Πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρχουν στεγανά μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών επιστημών ή, προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα, πρέπει να έχουμε μια διεπιστημονική προσέγγιση;

– Νομίζω ότι πρέπει να έχουμε μια διεπιστημονική προσέγγιση και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο θέμα σήμερα. Διότι οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι μένουν προσκολλημένοι στην κοινωνιολογία και οι ανθρωπολόγοι στην ανθρωπολογία κ.τ.λ. Και ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια της κοινωνιολογίας σήμερα είναι ότι ξεκίνησε από τον 19ο αιώνα και είναι επικεντρωμένη στο έθνος – κράτος, στις εθνικές κοινωνίες. Πρέπει να ξεφύγει από αυτό το πλαίσιο, διότι είναι ένα σημαντικό εμπόδιο για τις κοινωνικές επιστήμες. Αν αυτές θέλουν να κατανοήσουν τα σύγχρονα παγκόσμια φαινόμενα, θα πρέπει να μην περιορίζουν την οπτική τους στο εθνικό επίπεδο, αδυνατώντας έτσι να κατανοήσουν τη νέα παγκόσμια αλληλεπίδραση.

– Πιστεύετε ότι επιστρέφουμε πίσω στις κλασικές αντιλήψεις της θεωρίας του A. Smith, δηλαδή στην ιδέα της πολιτικής οικονομίας, και όχι της πολιτικής και της οικονομίας χωριστά;

– Ναι, πιστεύω πως ο A. Smith είναι ένα καλό παράδειγμα, διότι είχε φανταστικές ιδέες γι’ αυτό το θέμα. Δεν πίστευε ότι η αγορά έχει εθνικό και κοινωνικό υπόβαθρο και θεωρούσε ότι οι δυο διαφορετικές οπτικές των οικονομικών και της κοινωνιολογίας έπρεπε να συνδυαστούν. Και αυτό είναι που χρειαζόμαστε σήμερα περισσότερο στο πεδίο της αγοράς, να θυμηθούμε ξανά ότι η αγορά δεν υφίσταται μόνη της, αλλά υπάρχει ένα υπόβαθρο νόμων και αξιών.

– Ενα ευρύτερο σύστημα δηλαδή;

– Ναι, ένα ευρύτερο σύστημα και θα έλεγα πως σ’ αυτό υπάρχει και μια κανονιστική προτεραιότητα. Οι αγορές δεν μπορούν να δουλέψουν από μόνες τους, αλλά μόνον εφόσον υπάρχουν θεσμοί και ευρύτερες ρυθμίσεις, οι οποίες όλες βέβαια εδράζονται σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνία.

Πρέπει να αναζητήσουμε νέες έννοιες

– Στην ομιλία σας αναφερθήκατε στην κοινωνία της διακινδύνευσης. Δεν αναφερθήκατε όμως πουθενά στις ευκαιρίες για συνεργασία. Αυτό μου μοιάζει λίγο ad hoc, λίγο αφηρημένο.

– Οχι, είναι πολύ συγκεκριμένο. Ολες οι δικλίδες ασφαλείας που διαθέτουμε έχουν αναπτυχθεί τον 19ο αιώνα. Αυτοί οι θεσμοί δεν αποδίδουν πλέον σήμερα, διότι η μοντέρνα κοινωνία παράγει δυνατότητες και κινδύνους, οι οποίοι δεν μπορούν να απαντηθούν από αυτούς τους θεσμούς και πιστεύω πως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι δεν μπορούμε να χειριστούμε και να ελέγξουμε τις συνέπειες των θεσμών που έχουμε εγκαθιδρύσει. Σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα κανένα έθνος δεν έχει από μόνο του την απάντηση. Πρέπει να υπάρξει συνεργασία, διότι μόνο τότε υπάρχει η πιθανότητα να βρεθούν απαντήσεις σ’ όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα ο άνθρωπος. Αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα, διότι ο σύγχρονος άνθρωπος ανακάλυψε ότι το πλαίσιο του έθνους κράτους δεν επαρκεί για να του λύσει τα προβλήματα, αλλά πρέπει να συνεργαστεί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο για να βρει αυτές τις λύσεις.

– Αλλά στη θεωρία σας δεν αναφέρεστε καθόλου στην πολιτική οικονομία των κινδύνων. Δηλαδή, ποιος φτιάχνει αυτούς τους κινδύνους και ποιος τους πληρώνει;

– Στην πραγματικότητα, στο μεγαλύτερο μέρος των κειμένων μου μιλάω γι’ αυτό. Η διακινδύνευση είναι θέμα εξουσίας - δύναμης. Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων και θεσμών που έχουν την εξουσία να αποφασίζουν. Και μετά από την άλλη είναι μια άλλη ομάδα ανθρώπων που δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και υφίστανται τις συνέπειες. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής, στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών κινδύνων και στη δυνατότητα αυτών των μηχανισμών να εξωτερικοποιούν τις επιπτώσεις των πράξεών τους. Η διακινδύνευση είναι ένας μηχανισμός της εξουσίας.

– Ολο αυτό μου ακούγεται σαν ταξική πάλη;

– Οχι, νομίζω ότι έχει κάποια στοιχεία ταξικής αναλογίας, αλλά πάει πολύ πιο πέρα από την απλή ταξική ανάλυση. Δεν χρησιμοποιώ την έννοια της τάξης, διότι πιστεύω ότι είναι πολύ παλιά, πολύ κρύα για να περιγράψει αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Η τάξη εξακολουθεί να παραμένει μια θεματική περιοχή ανάλυσης, εξακολουθεί να υπάρχει μια δομή εξουσίας. Αλλά στη σημερινή κλίμακα η διαφορά στο πεδίο της εξουσίας είναι ότι τα θύματα των αποφάσεων των ισχυρών δεν έχουν καμία δυνατότητα να οργανώσουν τους εαυτούς τους. Ετσι, η θέση μου είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε σε μια πιο ριζοσπαστική κατάσταση κοινωνικής ανισότητας. Οταν λέω λοιπόν ότι δεν μας είναι χρήσιμη η ταξική ανάλυση συχνά παρεξηγούμαι, διότι κάποιοι θεωρούν ότι πιστεύω ότι δεν υπάρχουν τάξεις. Εδώ και πολλά χρόνια λέω ακριβώς το αντίθετο.

– Η Ευρωπαϊκή Ενωση πώς ταιριάζει στην ανάλυσή σας, διότι αναφέρεστε συχνά στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αντιμετωπίζουμε λιγότερους κινδύνους στα πλαίσια μιας ευρύτερης κοινότητας;

– Οχι, δεν νομίζω. Μέχρι σήμερα έχουμε συνδέσει λίγο πολύ τις ιδέες μας με το εθνικό κράτος. Και νομίζω ότι το εθνικό κράτος δεν είναι η απάντηση στα προβλήματα της δεύτερης μοντερνικότητας που ζούμε. Ετσι, πιστεύω πως παρότι δεν έχουμε μια παγκόσμια κυβέρνηση και μια παγκόσμια κοινωνία, έχουμε την Ευρώπη ως ένα πείραμα, μια μορφή μεταξύ του εθνικού κράτους και της παγκόσμιας κοινωνίας. Και νομίζω πως η Ευρώπη είναι μια νέα κοινωνική οντότητα που είναι πολύ παρεξηγημένη. Και αυτό διότι πιστεύουμε πως πρέπει να είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος ή ένα εθνικό κράτος όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Αυτό είναι και το λάθος, καθώς εν τέλει οι άνθρωποι φοβούνται ότι θα χάσουν την ταυτότητά τους σε ένα τέτοιο κράτος. Η Ευρώπη είναι μια πολιτική και κοινωνική οντότητα, που σημαίνει πως πρέπει να κατανοήσουμε ότι είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι που ζούμε με διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, σε διαφορετικές περιοχές, αλλά είμαστε ίσοι. Και πιστεύω πως αυτή είναι και η σπουδαία ιδέα με τον σύγχρονο κοσμοπολιτισμό και με την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οτι τελικά τα εθνικά κράτη δεν θα χάσουν από την εθνική τους κυριαρχία, αλλά θα κερδίσουν εθνική κυριαρχία. Δεν υπάρχουν εξωτερικές πολιτικές πλέον. Τα πάντα είναι μια παγκόσμια εσωτερική πολιτική. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα που την κάνει τόσο ενδιαφέρουσα για τις πολιτικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Οπως στην περίπτωση της Opel. Υπάρχουν τόσες πολλές χώρες και τόσο διαφορετικοί θεσμοί που μετέχουν στη διαπραγμάτευση της πορείας της εταιρείας και κανείς δεν ξέρει τη λύση στο πρόβλημα. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι υπεύθυνος, οι πολιτικοί; Οι εργαζόμενοι; Οι μέτοχοι; Αυτό που ζούμε είναι λοιπόν ένα άλλο είδος κοσμοπολιτισμού.

– Πιστεύετε ότι η λύση στα πολλαπλά προβλήματα της παγκοσμιοποίησης μπορεί να προέλθει από μια επιστημονική κατανόηση των θεσμών και των κοινωνικών φαινομένων ή μήπως η διαδικασία είναι καθαρά πολιτική;

– Δεν μπορώ να δω πώς οι πολιτικοί ή οι υπουργοί, οι οποίοι δεν είναι εκπαιδευμένοι να σκέφτονται κοινωνιολογικά, με όρους πολιτικής επιστήμης, θα μπορέσουν να κατανοήσουν τη νέα κατάσταση. Αυτή είναι η υποχρέωση της νέας κοινωνιολογίας. Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να φτιάξουμε τις νέες έννοιες, εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να σκεφτούν για τους νέους θεσμούς και να δώσουν απαντήσεις για τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, όπως οι μηχανικοί διαμορφώνουν νέες μηχανές και νέα εργαλεία στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Αλλά δεν είμαστε δικτάτορες, δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια καινούργια μηχανή, έναν καινούργιο θεσμό. Ετσι, υπάρχει πάντα ο χώρος στη δημοκρατία να παρέμβει.

– Αν θα έπρεπε να συνοψίσετε σε μια πρόταση τη συνεισφορά σας στην κοινωνιολογία, ποια θα ήταν αυτή;

– Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Μάλλον θα πρέπει να το κάνετε εσείς αυτό. Πάντως, η αφήγησή μου, η αποστολή μου είναι να δω πώς μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε την κοινωνία, την πολιτική και την κοινωνιολογία σ’ αυτή τη νέα παγκόσμια εποχή. Η νέα αυτή πραγματικότητα δεν είναι αρνητική, είναι πολύ θετική αρκεί να μην κολλήσουμε σε παλιές καταστάσεις. Πρέπει να ανοιχτούμε στη νέα πραγματικότητα και να αναζητήσουμε νέες έννοιες και νέους θεσμούς που θα μπορούν να δώσουν απαντήσεις σ’ αυτές τις νέες προκλήσεις. Σήμερα βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο όπως στην αρχή της μοντέρνας εποχής στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα. Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη νέα μοντέρνα εποχή. Αυτό είναι και το μεγάλο διακύβευμα για την πολιτική και τις κοινωνικές επιστήμες.

http://sociologiac.net/wp-content/uploads/2008/07/ulrich-beck.jpg

Κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, ψυχολόγος και πολιτικός

Ο καθηγητής Ούλριχ Μπεκ έχει σπουδάσει κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία και πολιτικές επιστήμες και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου στη Γερμανία. Καθηγητής κοινωνιολογίας από το 1979, είναι συγγραφέας περισσοτέρων από εκατόν εβδομήντα επιστημονικών άρθρων και βιβλίων, τα κυριότερα από τα οποία (Ελευθερία ή Καπιταλισμός, 2005, εκδ. Καστανιώτη, Τι είναι Παγκοσμιοποίηση, 1999, εκδ. Καστανιώτη, Η Επινόηση του Πολιτικού, 1996, Νέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνη) έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Ο Μπεκ έγινε γνωστός για την κοινωνιολογική του θεωρία για τον «κοσμοπολιτισμό» και την «κοινωνία της διακινδύνευσης».

Στο 2ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 5-7 Νοεμβρίου, παρευρέθη ως τιμώμενο πρόσωπο ο Μπεκ. Στην εναρκτήρια ομιλία του Συνεδρίου με τίτλο «Ο Κοσμοπολιτισμός ως Φαντασιακές Κοινότητες της Παγκόσμιας Διακινδύνευσης», ο Μπεκ αναφέρθηκε στην πρόσφατη δουλειά του, η οποία αφορά κυρίως τα εμπόδια που τίθενται στον παγκόσμιο διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ των πολιτισμών από τα πολλαπλά εθνικά συμφέροντα.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Η κατάρρευση του κράτους σοβιετικού τύπου

  • Νίκος Μουζέλης | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Σαν αύριο (9/11) πριν από 20 χρόνια έπεσε το τείχος του Βερολίνου. Στο ειδικό ένθετο του «Κυριακάτικου Βήματος» («Η πτώση του Τείχους», 1.11.2009) εξετάστηκαν διάφορες πτυχές του φαινομένου της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να δώσω μια εξήγηση αυτής της κατάρρευσης που δεν αναιρεί αλλά κατά κάποιον τρόπο συμπληρώνει τις αναλύσεις του ενθέτου της περασμένης Κυριακής.

Η θέση που θα αναπτύξω είναι πως για να εξηγήσουμε την πτώση του σοβιετικού μπλοκ θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στη σχέση που είχε το κράτος των σοβιετικών κοινωνιών με το συνεχώς εξελισσόμενο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα. Αυτό γίνεται αντιληπτό αν προσεγγίσουμε το θέμα μας από μια ιστορικο-συγκριτική σκοπιά.

Για να ξεκινήσουμε με το προνεωτερικό κράτος της απόλυτης μοναρχίας (όπως διαμορφώθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ Δ στη Γαλλία), αυτό επεκτάθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη, με όλα τα ισχυρότερα κράτη να υιοθετούν περισσότερο συγκεντρωτικές μορφές συλλογής φόρων, στρατιωτικής οργάνωσης, εποπτείας του πληθυσμού κτλ. Με δεδομένο αυτό το σύστημα των διακρατικών σχέσεων, όποιο κράτος αποτύγχανε να λειτουργήσει συγκεντρωτικά (π.χ. η Πολωνία) ήταν καταδικασμένο σε περιφερειοποίηση, διαμελισμό ή εξαφάνιση.

Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν το διακρατικό σύστημα του ευρωπαϊκού απολυταρχισμού υποχώρησε προς όφελος του συστήματος των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών. Εάν ο ευρωπαϊκός απολυταρχισμός προϋπέθετε τη μεταφεουδαρχική συγκέντρωση των μέσων κυριαρχίας στην κορυφή, το κράτος-έθνος προχώρησε ακόμα πιο πολύ προς την ίδια κατεύθυνση. Ετσι οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί του κράτους-έθνους κατάργησαν την αυτονομία της παραδοσιακής κοινότητας κινητοποιώντας και εντάσσοντας όλον τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Από τη στιγμή που το πρότυπο του κράτουςέθνους εξαπλώνεται, από τη στιγμή που το διακρατικό σύστημα των κρατών-εθνών παγιώνεται, όποιο κράτος αποτυγχάνει να «εκσυγχρονιστεί» (δηλ. να αποκτήσει την άκρως συγκεντρωτική δομή του εθνοκρατικού μοντέλου) τείνει να περιθωριοποιηθεί ή να διαλυθεί (π.χ. τα δυναστικά κράτη των Ρομανόφ, των Αψβούργων και των Οθωμανών).

Το νέο πρότυπο

Με το απότομο άνοιγμα των αγορών στη δεκαετία του ΄70 βλέπουμε ένα νέο κρατικό πρότυπο, αυτό του παγκοσμιοποιημένου κράτους-έθνους. Αντίθετα με μια κοινώς επικρατούσα άποψη, η παγκοσμιοποίηση δεν συνεπάγεται την αποδυνάμωση του κράτους-έθνους. Συνεπάγεται την αλλαγή λειτουργιών του. Το παγκοσμιοποιημένο κράτος χάνει λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου (π.χ. της κίνησης κεφαλαίων) αλλά αποκτά νέες λειτουργίες στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Και είναι γι΄ αυτόν τον λόγο που το κράτος σήμερα, ακόμα και στις πιο νεοφιλελεύθερες οικονομίες, δεν μικραίνει αλλά συνεχώς μεγαλώνει- δηλαδή αποσπά όλο και περισσότερους πόρους από το κοινωνικό σύνολο.

Αν λάβει κανείς υπόψη του τα παραπάνω, γίνεται σαφές πως το κράτος-έθνος εξακολουθεί να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του παγκόσμιου συστήματος. Στο σημερινό διακρατικό σύστημα, βλέπουμε ένα πέρασμα από την κυριαρχία του γεωπολιτικού σε αυτήν του αναπτυξιακού. Παρ΄ όλο βέβαια που οι γεωπολιτικές διαμάχες δεν εξαφανίζονται (π.χ. Ιράκ, Παλαιστίνη, Αφγανιστάν), όλο και περισσότερο η αναπτυξιακή πολιτική τείνει να αντικαταστήσει τη γεωπολιτική. Ετσι μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την έκλειψη της αποικιοκρατίας, ο αγώνας για την κατάκτηση αγορών σταδιακά υπερισχύει του αγώνα για την κατάκτηση εδαφών.

Τρεις κατηγορίες


Σε αυτό το νέο, αναδυόμενο διακρατικό σύστημα, κυρίως μετά το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, παρατηρούμε τρεις πυλώνες, τρεις κατηγορίες κρατών.

(α) Τα δημοκρατικά κράτη-έθνη του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Εδώ, και το πολιτικό σύστημα είναι ανοιχτό και η οικονομία- ενώ υπάρχει μια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής σφαίρας. Η λογική της ελεύθερης αγοράς, του ανταγωνισμού και της παραγωγικότητας κυριαρχεί στην πρώτη και η λογική των δημοκρατικών ελευθεριών στη δεύτερη. Είναι αυτό ακριβώς το σύστημα του φιλελεύθερου καπιταλισμού που ο Fukuyama (και πριν από αυτόν ο Ρarsons) θεωρεί πως τελικά θα κυριαρχήσει οδηγώντας την ανθρωπότητα στο «τέλος της ιστορίας».

(β) Τα αναπτυξιακά κράτη του αυταρχικού, ασιατικού καπιταλισμού. Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε ένα άνοιγμα του οικονομικού συστήματος, ενώ το πολιτικό σύστημα παραμένει μεν κλειστό αλλά συγχρόνως ακολουθεί μια εξωστρεφή αναπτυξιακή πολιτική. Αυτή βασίζεται στην προσέλκυση κεφαλαίων, στην κατάκτηση ξένων αγορών και στην καταπίεση της εργατικής τάξης (η συνδικαλιστική οργάνωση είτε δεν υπάρχει είτε είναι προέκταση της κρατικής γραφειοκρατίας). Παρ΄ όλη όμως την έλλειψη δημοκρατικών ελευθεριών και τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη οδήγησε στην Κίνα, για παράδειγμα, στη μείωση της απόλυτης φτώχειας. Εκατομμύρια άνθρωποι στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας έχουν για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας τα απολύτως αναγκαία προς το ζην. Επιπλέον σε περιόδους ξηρασίας οι αγρότες δεν πεθαίνουν πια από την πείνα όπως παλαιότερα. Συνήθως οι δυτικοί αναλυτές βλέπουν μόνο τα αυταρχικά χαρακτηριστικά του ασιατικού αναπτυξιακού μοντέλου (πολιτική καταπίεση), σχεδόν ποτέ τα θετικά του (μείωση της απόλυτης φτώχειας).

(γ) Τα αντιαναπτυξιακά κράτη του σοβιετικού υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ και το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα παραμένουν κλειστά. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των δύο θεσμικών χώρων, αφού η γραφειοκρατική λογική της κεντρικής εξουσίας κυριαρχεί και στον οικονομικό τομέα. Το κράτος, αντί για μοχλός, είναι το κύριο εμπόδιο της αναπτυξιακής διαδικασίας. Το σοβιετικό κράτος με άλλα λόγια, λόγω του αντιαναπτυξιακού χαρακτήρα του, έμοιαζε με έναν γίγαντα που είχε πήλινα πόδια. Ηταν ανίκανο να επιβιώσει σε έναν αγώνα δρόμου όπου οι κύριοι ανταγωνιστές έπρεπε να τρέξουν γρήγορα, όχι μόνο για να κερδίσουν την κούρσα, αλλά και για να μείνουν στον αγωνιστικό χώρο.

Ο αδύναμος κρίκος

Ετσι στη νεοφιλελεύθερου τύπου παγκόσμια οικονομική αρένα στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, οι τρεις βασικοί πυλώνες του παγκόσμιου συστήματος ήταν οι κατηγορίες των κρατών που ανέφερα πιο πάνω. Τα κράτη του σοβιετικού υπαρκτού σοσιαλισμού αποτελούσαν τον αδύναμο κρίκο της διακρατικής αλυσίδας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως ο κρίκος αυτός έσπασε.

Στις απαρχές του 21ου αιώνα κινούμαστε γρήγορα από τα συστήματα κρατών με προεξάρχοντες στρατιωτικούς/γεωπολιτικούς προσανατολισμούς σε ένα σύστημα όπου κυριαρχούν κράτη με οικονομικούς/αναπτυξιακούς προσανατολισμούς. Στο πλαίσιο αυτού του αναδυόμενου διακρατικού συστήματος κράτη με αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα οδηγούνται είτε στην κατάρρευση είτε στην περιθωριοποίηση.

- Η κατάρρευση επομένως του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε να κάνει λιγότερο με το δημοκρατικό και περισσότερο με το αναπτυξιακό έλλειμμα. Ενώ στον γεωπολιτικό χώρο, με βάση τον στρατό και τον οπλισμό, το σοβιετικό μπλοκ δεν ήταν σε μειονεκτική θέση, στον οικονομικό χώρο ο οικονομικός ανταγωνισμός με την ήδη αναπτυγμένη Δύση και τη ραγδαία αναπτυσσόμενη Νοτιοανατολική Ασία ήταν σχεδόν αδύνατος.

- Βέβαια τα αίτια της σοβιετικής κατάρρευσης είναι πολλά. Θα μπορούσε να καταρτίσει κανείς μια λίστα από παράγοντες, όπως την πολιτική καταπίεση, την ανάπτυξη στον πληθυσμό μέσω της από τα ΜΜΕ σύγκρισης με τη Δύση καταναλωτικών αναγκών που το καθεστώς δεν μπορούσε να ικανοποιήσει, τη γεροντοκρατική πολιτική εξουσία, τα λάθη του Γκορμπατσόφ κτλ. Με μια τέτοια λίστα όμως δεν θα μπορούσε να δείξει κανείς πώς το ένα αίτιο συνδέεται με το άλλο. Νομίζω πως η εξήγηση που επικεντρώνεται στις διακρατικές σχέσεις οικονομικού ανταγωνισμού σε ένα ραγδαία εξελισσόμενο, νεοφιλελεύθερου τύπου παγκόσμιο σύστημα μας βοηθάει να δούμε πώς οι διάφοροι παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση συνδέονται μεταξύ τους. Μας βοηθάει επίσης να καταλάβουμε γιατί το Τείχος έπεσε σε μια συγκεκριμένη στιγμή και όχι νωρίτερα ή αργότερα.
  • Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.

Μια απόλυτη χρεοκοπία

  • Στάθης Καλύβας | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009
Το ερώτημα αν τελείωσε οριστικά ο κομμουνισμός επιδέχεται ενδεχομένως τόσες απαντήσεις όσοι είναι και οι ατελείωτοι και συχνά αντιφατικοί ορισμοί του κομμουνισμού. Αν όμως παρακάμψουμε, όπως επιβάλλεται, την άχαρη και άσκοπη συζήτηση περί ορισμών, αν αγνοήσουμε τη ρομαντική όσο και ανούσια αντίληψη του κομμουνισμού ως ουτοπικού και αόριστου ιδεώδους πλήρους ισότητας και εφαρμογής της αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του,στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του » και αν επικεντρώσουμε, αντίθετα, στην ιστορικά δεδομένη πράξη του κομμουνισμού (υπαρκτού σοσιαλισμού ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να ονομάσει την πολική του εφαρμογή), θα διαπιστώσουμε πως υπήρξε ένας συνδυασμός πολιτικού αυταρχισμού και υποκατάστασης της αγοράς από τον κεντρικό σχεδιασμό ως μέθοδος κατανομής πόρων και διανομής των αγαθών. Ποιος υπήρξε ο απολογισμός του συνδυασμού αυτού;

Η αναπόφευκτη παρακμή

Τα καθεστώτα που αυτοχαρακτηρίστηκαν κομμουνιστικά ή σοσιαλιστικά κατάφεραν να εκβιομηχανίσουν ορισμένες αγροτικές οικονομίες και να δημιουργήσουν κοινωνίες με μικρότερες ανισότητες απ΄ ό,τι οι περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 όμως «προσάραξαν», αποτυγχάνοντας να οδηγήσουν τις οικονομίες τους στα επίπεδα οικονομικής μεγέθυνσης που ήταν αναγκαία για την παραγωγή της απαραίτητης μίνιμουμ αποδοχής από το κοινωνικό σύνολο. Το αποτέλεσμα της αποτυχίας αυτής ήταν η κατάρρευση των καθεστώτων αυτών μέσω μιας αργής αλλά αναπόφευκτης παρακμής που χαρακτηρίστηκε από αυξανόμενο αυταρχισμό, ανοιχτές στρατιωτικές επεμβάσεις της Σοβιετικής Ενωσης στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οικονομική στασιμότητα και, από ένα σημείο και έπειτα, οπισθοδρόμηση, πλήρη αδυναμία ανανέωσης και προσαρμογής σε νέες συνθήκες και κοινωνική εξαθλίωση με την πλήρη σημασία του όρου: οι κομμουνιστικές κοινωνίες παρήγαγαν μια (καθημερινή) πραγματικότητα όπου η σκέψη και ο λόγος βρέθηκαν σε μόνιμη απόκλιση. Η τέχνη έχει απεικονίσει την κοινωνική πραγματικότητα του λυκόφωτος του κομμουνισμού πολύ καλύτερα ίσως από την επιστήμη, όπως μπορεί να διαπιστώσει όποιος έχει δει την αριστουργηματική ταινία του Cristian Μungiu «4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες».

Τι απομένει τελικά από την πρακτική του κομμουνισμού σήμερα; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μονολεκτική: τίποτα. Υπάρχει η Κίνα, αλλά εκεί κομμουνισμός δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από τη δικτατορία ενός κόμματος που θα μπορούσε να έχει οποιοδήποτε άλλο όνομα. Η οικονομία είναι πλήρως καπιταλιστική, η κοινωνία πολύ λιγότερο εξισωτική, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι ο εθνικισμός και κανείς δεν πιστεύει πια στον κομμουνισμό. Το Βιετνάμ ακολουθεί αντίστοιχη πορεία, ενώ η Κούβα και η Βόρεια Κορέα είναι απολιθώματα (εξωτικής υφής στην πρώτη περίπτωση, αποτρόπαια τρομακτικής στη δεύτερη) με ημερομηνία λήξης. Οσοι εξακολουθούν να αμφιβάλλουν για το εάν ο κομμουνισμός έχει χρεοκοπήσει ως έννοια, δεν έχουν παρά να επισκεφθούν την Κύπρο.

Τα αίτια και η ουσία

Με λίγα λόγια: ο κομμουνισμός ως πολιτική πρακτική απέτυχε παταγωδώς και τελειωτικά. Η διατύπωση αυτή μπορεί να ακούγεται απόλυτη, αλλά η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Μπορεί κανείς να αναζητήσει ιστορικά αίτια για τον τρόπο με τον οποίο τελικά εφαρμόστηκε και απέτυχε το σύστημα αυτό, αλλά δεν μπορεί να παραβλέψει την ουσία, πως δηλαδή ο συνδυασμός πολιτικού αυταρχισμού και οικονομικής καχεξίας δεν μπορεί να σταθεί σε εκσυγχρονισμένες κοινωνίες με υψηλά επίπεδα αλφαβητισμού, αστικοποίησης και επαγγελματικής διαφοροποίησης- και όπως προανέφερα τα κομμουνιστικά καθεστώτα πέτυχαν, σε γενικές γραμμές, να εκσυγχρονίσουν τις κοινωνίες τους. Εμπνέει σήμερα ο κομμουνισμός ως ιδεώδες ή έστω ως κίνημα διαμαρτυρίας; Θα μπορούσε ίσως κανείς να στραφεί στα πλέον εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα του πλανήτη, π.χ. στους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς της Ινδίας και του Νεπάλ που έχουν ενδεχομένως δείξει κάποια ίχνη συμπάθειας σε μια τοπική «μαοϊκή» ερμηνεία του κομμουνιστικού μοντέλου. Ακόμη και εκεί, όμως, μιλάμε για μικρές ομάδες που αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν τη βία. Αντίθετα, η εκλογική συμπεριφορά των πληθυσμών αυτών κινείται προς εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Στην καλύτερη εκδοχή της, η πρακτική των σημαντικότερων κομμουνιστικών κομμάτων του Τρίτου Κόσμου που κατάφεραν να επιβιώσουν δεν είναι κάτι διαφορετικό από μια προσπάθεια χρηστής διοίκησης με έμφαση στην παραγωγή δημοσίων αγαθών, όπως φαίνεται από την περίπτωση της Κεράλας στην Ινδία, ένα είδος δηλαδή σοσιαλδημοκρατίας για τους φτωχούς. Τα ίδια ισχύουν και για τον κομμουνισμό ως πηγή επαναστατικής έμπνευσης. Η έμπνευση αυτή σήμερα θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού: οπωσδήποτε στον ριζοσπαστικό Ισλαμισμό, το μόνο διεθνικό κίνημα σήμερα που διαθέτει την ικανότητα επαναστατικών κινητοποιήσεων.

Εν τέλει, είναι πραγματικά εκπληκτικό το γεγονός πως ένα κίνημα με την τεράστια ακτινοβολία του κομμουνισμού κατέληξε τόσο γρήγορα σε μια τόσο συνολική χρεοκοπία. Και αν οι ερμηνείες για τα αίτια της χρεοκοπίας αυτής μπορούν να διαφέρουν, η διαπίστωση της χρεοκοπίας δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ξανακοιτώντας την ιστορία του 20ού αιώνα είναι εντυπωσιακό το πώς τα δύο πλέον δυναμικά πολιτικά κινήματα του μεσοπολέμου, το φασιστικό και το κομμουνιστικό, είχαν τέτοιο άδοξο (και παράλληλο) τέλος. Σε έναν κόσμο που βρίθει από σφάλματα και καταστροφές, η κατάληξη των κινημάτων αυτών μόνο θετικά μπορεί να αποτιμηθεί.
  • Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Υale.

Γιατί έπεσε ο κομμουνισμός

ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Μαζί με το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε και ο λεγόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός στην Ευρώπη. Μόνο στην Ασία (Κίνα, Βιετνάμ, Βόρεια Κορέα) και στην Καραϊβική (Κούβα) επιβιώνει σήμερα το κομμουνιστικό σύστημα. Στην Κίνα και στο Βιετνάμ ως δικτατορία του ενός κόμματος, αλλά με την οικονομία να προσεγγίζει τον δυτικό τύπο της οικονομίας της αγοράς. Στη Βόρεια Κορέα ως ακραία μορφή ολοκληρωτισμού και στην Κούβα ως ένας εξωτικός αναχρονισμός. Στις μέρες μας, εμπνέει ακόμη το κομμουνιστικό όραμα; Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, είκοσι χρόνια πριν, είναι οριστική; Τελικά έχει μέλλον ο κομμουνισμός;

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ

Στις 9 Νοεμβρίου συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τότε που άλλαξε η Ευρώπη και ο κόσμος. Η ιστορία, οι πρωταγωνιστές, οι μνήμες και το σήμερα

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: Ελένη Βουλτσίδου, Νίκος Μπακουνάκης. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ: Πέτρος Ηλιάδης | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Τι κατέρρευσε το 1989;
  • Για να καταλάβουμε το 1989 ως ανατολικοευρωπαϊκό γεγονός θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στη σχέση της Ρωσίας με τις περιφερειακές ελίτ

  • του Α. ΛΙΑΚΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Γνωρίζουμε ότι το 1989 κατέρρευσε το Τείχος που χώριζε το Βερολίνο από το 1961. Το γεγονός, στη δημόσια ιστορία, έμεινε ως συνώνυμο της κατάρρευσης του κομμουνισμού. Είκοσι χρόνια αργότερα ας ξανασκεφτούμε το ζήτημα. Τι ήταν εκείνο που κατέρρευσε; Ας δούμε μερικά ερωτήματα. Κατέρρευσε ο κομμουνισμός ως ιδεολογία; Είναι απλοϊκό να τραβήξουμε μια γραμμή από τον Μαρξ στον Γκορμπατσόφ. Η Ιστορία δεν γράφεται μόνο με ιδέες και θεωρίες. Το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε το 1917 δεν ήταν απλώς αποτύπωμα ιδεών, αλλά το αποτέλεσμα μιας συνάντησης ιδεών με μια σύνθετη αυτοκρατορία σε κατάρρευση, σε μια συγκεκριμένη εποχή, τη μεγαλύτερη έως τότε πολεμική ανάφλεξη στην Ευρώπη. Αυτή η συνάντηση πέρασε πολλές μεταμορφωτικές φάσεις από το 1917 έως το 1989, όπως του «πολεμικού κομμουνισμού», της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, της βίαιης κολεκτιβοποίησης και εκβιομηχάνισης, του χρουστσοφικού ανοίγματος στην ιδιωτική οικονομία, τέλος της περεστρόικα. Οι φάσεις αυτές ήταν πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη, αλλά την κρατική συνέχεια την εγγυήθηκε η συνοχή του πολιτικού καθεστώτος. Αρα το πρώτο ζητούμενο είναι τι συνέβη και χάθηκε αυτή η συνοχή το 1989-1991.

Κατέρρευσε μια ουτοπία, ένας κοινωνικός πειραματισμός; Αναμφίβολα το σοβιετικό καθεστώς είχε πολλά ουτοπικά στοιχεία. Ως σχήμα οργάνωσης της κοινωνίας, έμοιαζε περισσότερο με το κολεκτιβιστικό μέλλον που περιέγραψε ο Εντουαρντ Μπέλαμι για την Αμερική (Κοιτάζοντας πίσω από το 2000) παρά με το όραμα του Μαρξ, όπως εκφράζεται λ.χ. στη Γερμανική Ιδεολογία. Ο υπαρκτός κομμουνισμός γεννήθηκε μεν από την επανάσταση, αλλά δημιουργήθηκε κυρίως μέσα από την εμπειρία ενός εκτεταμένου και σκληρού εμφυλίου πολέμου που στρατιωτικοποίησε το σοβιετικό καθεστώς. Τα ουτοπικά πειράματα των πρώτων χρόνων ήταν και τα πρώτα θύματα του πολέμου. Εκτός όμως από την ειδικά ρωσική εμπειρία, στη διαμόρφωση του καθεστώτος έπαιξε ρόλο και η γενικότερη ροπή στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα προς τον ολοκληρωτισμό. Η «κοινωνική μηχανική», η τεχνολογία χειραγώγησης, η διείσδυση του κράτους σε κάθε πτυχή της κοινωνίας και σε κάθε στιγμή του ατόμου ήταν ζητήματα που κουβεντιάζονταν εκείνη την εποχή, με μεγάλη σοβαρότητα, τόσο στους επιστημονικούς και φιλοσοφικούς όσο και στους πολιτικούς κύκλους σε όλον τον δυτικό κόσμο. Τόσο ο ναζισμός όσο και ο σταλινικός κομμουνισμός χρησιμοποίησαν ιδέες, υλικά και μέσα που βρήκαν διαθέσιμα. Μερικά από αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις στις αποικίες τους. Τα πειράματα πάνω σε ανθρώπους, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ρατσισμός ως διακυβέρνηση πληθυσμών είχαν χρησιμοποιηθεί ευρύτατα από Αγγλους, Γερμανούς και Γάλλους στην Αφρική. Ο κομμουνισμός επομένως διαμορφώθηκε ως ολοκληρωτισμός μέσα σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει επίσης τον φασισμό και την αποικιοκρατία, αλλά και πολλές πλευρές των δυτικών δημοκρατιών, όπως λ.χ. εφαρμογές προγραμμάτων ευγονικής. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Το 1989 κατέρρευσε ο ολοκληρωτισμός; Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν διασταυρωνόμαστε σήμερα με καθεστώτα ολοκληρωτισμού, τα οποία όμως δεν έχουν τη μορφή πολιτικών δικτατοριών αλλά ενός δικτύου «εξαιρέσεων από τη δημοκρατία», ευφυέστερων και αποτελεσματικότερων στον έλεγχο και στη χειραγώγηση. Επομένως, η θεωρία του ολοκληρωτισμού δεν απαντάει στα ερωτήματά μας.

Ας πάμε σε μιαν άλλη απορία. Φέτος, εκτός από τα 20 χρόνια από την κατάρρευση του Τείχους, γιορτάστηκαν, και μάλιστα εντυπωσιακά, τα 60 χρόνια από την επανάσταση στην Κίνα. Επομένως εκείνο που κατέρρευσε ήταν το δυτικό κομμάτι του κομμουνισμού, όχι το ανατολικό. Το σύστημα γύρω από τη Ρωσία. Οχι όμως εκείνο γύρω από την Κίνα. Σήμερα μάλιστα η Κίνα είναι ο βασικός κινητήρας της παγκόσμιας οικονομίας και εξόδου από την κρίση, και το Βιετνάμ μια από τις πιο δυναμικές χώρες, της δεύτερης σειράς μετά τις πολύ μεγάλες. Μιλώντας επομένως για κατάρρευση του κομμουνισμού θα πρέπει να είμαστε ακριβείς: κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου. Το άλλο, το κινεζικό, μετασχηματίστηκε οικονομικά, συντεταγμένα, χωρίς να εγκαταλείψει τη δικτατορία του κομμουνιστικού κόμματος. Γιατί αυτή η διαφορά;

Το σοβιετικό σύστημα ήταν ένας συνασπισμός κρατικών ελίτ, με κεντρικό πυρήνα τη Ρωσία, και δορυφορικές δυνάμεις τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Αυτό το σύστημα προήλθε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον μεταπολεμικό χωρισμό των σφαιρών επιρροής, αλλά με τυπική ή άτυπη μορφή προϋπήρχε από την εποχή της τσαρικής αυτοκρατορίας. Η τσαρική αυτοκρατορία ήταν η μόνη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία που επιβίωσε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε διαλύθηκαν η Οθωμανική και η Αψβουργική Αυτοκρατορία. Πώς διαλύθηκαν αυτές οι αυτοκρατορίες; Από την αυτονόμηση των δορυφορικών χωρών έναντι του κέντρου. Αν δεν διαλύθηκε τότε και η τσαρική αυτοκρατορία είναι επειδή μετασχηματίστηκε μέσω της επανάστασης, και με ηγεμονεύουσα δύναμη του νέου κρατικού σχηματισμού, της ΕΣΣΔ, την ίδια δύναμη που ηγεμόνευε την αυτοκρατορία, δηλαδή τη Ρωσία. Το 1989-91 έγινε το ανάστροφο. Η ΕΣΣΔ διαλύθηκε γιατί αυτονομήθηκαν οι δορυφορικές ελίτ, πρώτα οι ανατολικοευρωπαϊκές και μετά οι υπόλοιπες, καυκασιανές και κεντροασιατικές, αλλά και γιατί εκδηλώθηκε εντονότερα η διφορούμενη στάση της Ρωσίας απέναντί τους. Αν δεν διαλύθηκε η Κίνα, είναι γιατί παρά τη γιγαντιαία ανάπτυξη των παράλιων πόλεων και τις μεγάλες διαφορές με την ενδοχώρα, όχι μόνο δεν εμφανίστηκαν σημάδια αυτονομίας που να απειλούν το κέντρο αλλά η χώρα απορρόφησε και το Χονγκ Κονγκ, μια από τις πιο εύρωστες οικονομίες της Ασίας. (Μένει να δούμε τι θα συμβεί με το Θιβέτ και τους Ουιγούρους, αλλά πληθυσμιακά και οικονομικά έχουν σχετικά μικρό βάρος.)

Επομένως, για να καταλάβουμε το 1989 ως ανατολικοευρωπαϊκό γεγονός, εκεί θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας: στη σχέση της Ρωσίας με τις περιφερειακές ελίτ. Αλλωστε ακόμη και τώρα τα προβλήματα με τη Γεωργία, ο διχασμός στην Ουκρανία, οι αντιδράσεις στην πυραυλική ασπίδα, τα σχέδια με τους αγωγούς, δείχνουν ότι αυτό το σύστημα δεν έχει βρει τις ισορροπίες του. Ενα πρόσφατο βιβλίο, της Αντα Διάλλα, Η Ρωσία απέναντι στα Βαλκάνια (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2009), αν και αναφέρεται στον 19ο αι., είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό για να καταλάβουμε πώς αναπτύσσονται αυτές οι ιστορικές δυναμικές δίπλα μας.

  • Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.