Ο συγγραφέας και περφόρμερ, η θεατρολόγος ακτιβίστρια και ο βιοχημικός που στράφηκε στη θεολογία σε ένα ταξίδι αναμνήσεων και προσωπικών μαρτυριών. Τρεις διαφορετικές περιπτώσεις με έναν κοινό παρονομαστή
Από το ανεξάντλητο υλικό που προσφέρει το Βερολίνο ως πόλη του Τείχους, χωρισμένη και ξανά ενωμένη, βαραίνοντας πάνω σε συνειδήσεις με κοινές για όλους ημερομηνίες αλλά και με ανόμοιες συλλογικές εμπειρίες ή διαφορετικά προσωπικά βιώματα, συγκέντρωσα τρεις υποκειμενικές ιστορίες. Αφορούν ανθρώπους που προέρχονται από μια χώρα που εξαφανίστηκε. Αναφέρονται στο παρελθόν κάποιων που κατάφεραν να δραπετεύσουν και κάποιων άλλων που θεληματικά έμειναν στο ανατολικό κομμάτι της Γερμανίας. Οι ιστορίες συμπίπτουν στο ότι καθένα από τα πρόσωπα ήρθε σε επαφή με την Εκκλησία, κυρίως όμως στο ότι αμφισβήτησε χωρίς να συμβιβαστεί τις καθημερινές πρακτικές και μυθολογίες σε ένα κράτος του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο «ασυμμόρφωτος γιος» του συντρόφουΟ Ούβε Μένιελ, εικαστικός καλλιτέχνης, συγγραφέας και περφόρμερ που ζει σήμερα στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη, είναι ένας από αυτούς που έφυγαν. Πέρασε κρυφά τα σύνορα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1974, στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, μέσα σε μια βαλίτσα. Εννέα μήνες κράτησε η προετοιμασία της φυγής. Τον βοήθησαν τρεις άνθρωποι με κίνδυνο να καταδικαστούν σε πενταετή φυλάκιση.
«Πρώτος σταθμός ήταν το Δυτικό Βερολίνο. Ακολούθησαν η Βιέννη, το Μόναχο και το Αμστερνταμ. Το 1977 έφθασα στη Νέα Υόρκη. Εξι εβδομάδες διέσχιζα τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα δυτικά προς τα ανατολικά με λεωφορείο. Και ήταν η Μέρεντιθ Μονκ αυτή που μου γνώρισε πολλούς νεοϋορκέζους καλλιτέχνες. Για πολλούς που άφησα πίσω ήμουν ένας εχθρός του κράτους, καταζητούμενος. Μόνο από αεροπλάνο μπορούσα να ξαναδώ τον τόπο μου. Ηξερα, 29 χρόνων, ότι γυρισμός δεν υπάρχει. Αντίθετα, υπήρχε οριστική ρήξη με την οικογένειά μου, με τη χώρα».
«Το τέλος του Τείχους με βρήκε σε μια οφθαλμολογική κλινική της Νέας Υόρκης να βλέπω τον πατέρα Μπους και τον Γκορμπατσόφ στην τηλεόραση. Λίγο αργότερα, στο Λόουερ Ιστ Σάιντ, στο σπίτι όπου έμενα με την αμερικανίδα γυναίκα μου, γλύπτρια κι αυτή, μου τηλεφώνησε μια φίλη από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας για να μου πει ότι πηγαινοέρχονται στο Δυτικό Βερολίνο. Προσπάθησα να βρω εισιτήριο να πάω κι εγώ. Δεν υπήρχαν θέσεις, ήταν όλες κλεισμένες. Στη Γερμανία γύρισα χωρίς τη γυναίκα μου. Ηθελα να είμαι μόνος. Τότε αυτή με ειδοποίησε ότι ήρθε το τέλος της κοινής μας ζωής. Το βράδυ των Χριστουγέννων του 1989, αν και δεν είχα μαζί μου χαρτιά, με άφησαν να περάσω από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο. Επιστρέφοντας από εκεί, χωρίς κανέναν πια έλεγχο, μου ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα». Ο Ούβε Μένιελ, γιος του πολιτικού ακτιβιστή Ερνστ Μένιελ που ανέβηκε στην ιεραρχία του κόμματος χάρη στη δράση του τον καιρό της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης, έζησε τα παιδικά χρόνια του στην πόλη Γκέρα. Σε μια βίλα που προπολεμικά ανήκε σε έναν ιδιοκτήτη εργοστασίου πορσελάνης. Η μητέρα του Αννα Εμα Μπέρτα επεφύλαξε εντελώς αναπάντεχα στον νεκρό σύζυγό της θρησκευτική κηδεία. Ο πάστορας το αποδέχθηκε, το γεγονός όμως προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες των κομματικών στελεχών, την τιμωρία του σοσιαλιστή διευθυντή του σχολείου που έκανε το λάθος να στείλει σε μια τέτοια κηδεία τους συμμαθητές του γιου, να τιμήσουν έναν «μεγάλο σύντροφο». Ο Κλάους και η Ντόρις, τα αδέλφια του Ούβε, υπηρέτησαν πιστά το κόμμα και κατέλαβαν υψηλές κρατικές θέσεις. Με τον αδελφό του, υπερασπιστή του Τείχους, που βίωσε τη φυγή στη Δύση ως έσχατη προδοσία, οι σχέσεις του δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Αφότου έφυγε ο Ούβε πέρασαν 20 χρόνια ώσπου να συναντήσει ξανά την αδελφή του. Το 1991 μίλησε για πρώτη φορά στο τηλέφωνο με τη γριά μάνα του. Και όταν έγινε 50 χρόνων, το 1995, προσπάθησε να τους δει όλους μαζί. Για τα γενέθλιά του η οικογένεια βρέθηκε για μία ακόμη φορά στην Γκέρα. «Σε αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο τους είχα ζητήσει να με συγχωρέσουν».
Από το ινστιτούτο για την εκπαίδευση δασκάλων ο δεκαεξάχρονος Ούβε Μένιελ με την προνομιακή μεταχείριση εκδιώχθηκε γιατί μίλησε στην παρέα του αρνητικά για το Τείχος. Η διαγραφή του από τη Νεολαία του κόμματος ύστερα από δίκη, με τους ίδιους τους συμμαθητές του να ψηφίζουν φανερά τον αποκλεισμό του, κόστισε ακριβά σε όσους αρνήθηκαν την αποπομπή του. «Συγκλονίστηκα όταν είδα 21 αντίθετες φωνές και τον δάσκαλό μου της ρωσικής γλώσσας να λένε δημόσια “όχι”». Μετά τον διωγμό του από τη Νεολαία και την εκπαίδευση στάλθηκε εργάτης στην παραγωγή και τελείωσε νυχτερινό σχολείο. Δούλεψε περιστασιακά ως φωτιστής και τεχνικός στο θέατρο, όπου έβρισκαν καταφύγιο πολλοί ανεπιθύμητοι στο καθεστώς, δούλεψε στις προμήθειες για τον σοβιετικό στρατό και στον καινούργιο τομέα των ηλεκτρονικών εφαρμογών. Στο Πανεπιστήμιο Σίλερ της Ιένας άρχισε να σπουδάζει Θεολογία βρίσκοντας εκεί έναν τρόπο να διδαχθεί αρχαία ελληνικά, λατινικά και φιλοσοφία. Η ενεργός συμμετοχή του στο πανεπιστημιακό θέατρο και τα θεατρικά κείμενα με την έμμεση πολιτική κριτική που έγραφε για να παιχτούν στις φοιτητικές γιορτές είχαν ως αποτέλεσμα έναν νέο αποκλεισμό του. «Για τους καθηγητές που μας δίδασκαν μαρξισμό- λενινισμό και ιστορία της γερμανικής εργατικής τάξης και οι οποίοι συνεχώς με έκοβαν σε αυτά τα μαθήματα δεν ήμουν παρά ο ασυμμόρφωτος γιος ενός συντρόφου, ένας που έβλαπτε τη σοσιαλιστική υπόθεση». Μετά την απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο τον περιέθαλψε η Εκκλησία, ο επίσκοπος Θουριγγίας και τον δέχθηκε η Ανωτάτη Εκκλησιαστική Σχολή στο Βερολίνο για να γίνει πάστορας. «Ούτε στη σχολή έμεινα πολύ. Ασκούσα κριτική σε πρακτικές της Εκκλησίας και με κατηγόρησαν για αριστερό εξτρεμισμό. Τότε πέρασα στο κουκλοθέατρο, παρακολούθησα την Σχολή Ερνστ Μπους, ήθελα να γίνω κουκλοπαίκτης. Οταν έγραψα τους διαλόγους για το παραμύθι “Φράου Χόλε” των αδελφών Γκριμ που θα παίζαμε στα σχολεία, αντιμετώπισα τέτοια λογοκρισία και προπαγάνδα που κατάλαβα ότι δεν υπήρχε για μένα μέλλον σε αυτή τη χώρα».«Το 1990 το όνειρο είχε τελειώσει»Η θεατρολόγοςΟύτα Σόρλεμερ, η οποία τα τελευταία χρόνια κινείται από τη Λειψία στη Βέρνη και από την Πολωνία στις ΗΠΑ, στην Πασαντένα της Καλιφόρνιας, έζησε την πτώση του Τείχους μαζί με εκείνους τους «ενεργούς πολίτες» που αγωνίζονταν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για περισσότερη ελευθερία και μεταρρυθμίσεις, θεωρούμενοι από το κράτος «αντικαθεστωτικοί», «διαφωνούντες».
- ΟΥΒΕ ΜΕΝΙΕΛ: «Για πολλούς που άφησα πίσω ήμουν ένας εχθρός του κράτους, καταζητούμενος. Μόνο από αεροπλάνο μπορούσα να ξαναδώ τον τόπο μου»
«Χρόνος ξεσηκωμού ήταν η περίοδος από το καλοκαίρι του 1989 ως τις 9 Νοεμβρίου. Οι σκόρπιες δυνάμεις της αντιπολίτευσης συγκεντρώθηκαν σε σχήματα όπως Ξεκίνημα ΄89- Νέο Φόρουμ, Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας, Δημοκρατία Τώρα και Δημοκρατική Διακήρυξη. Ενα μέρος του πληθυσμού ξεθάρρεψε. Ξεκίνησε μιαν “ειρηνική επανάσταση”. Πολλοί με κίνδυνο της ζωής τους ζητούσαν ανανέωση. Το άνοιγμα όμως του Τείχους προκάλεσε ένα ρήγμα στο ρεύμα αυτό, αν και ο ξεσηκωμός συνεχίστηκε για λίγο ακόμη. Το κύμα φυγής, με πλήθη να εγκαταλείπουν τη χώρα, συνετέλεσε στην επανένωση των δύο Γερμανιών βάζοντας τέρμα στην όποια επαναστατική διαδικασία. Πρόσφατα σκέφτηκα ότι η έννοια μιας επανάστασης που η κυοφορία της διακόπτεται με “έκτρωση” μπορεί να αποδώσει εκείνη την εμπειρία. Οσο εξαίσια, γεμάτη ευφορία, τρέλα κι αν ήταν για τον καθένα μας η 9η Νοεμβρίου, επειδή μπορούσαμε επιτέλους να επισκεφθούμε τους φίλους μας, να ταξιδέψουμε, να πάμε περίπατο όπου θέλαμε, άλλο τόσο ήταν και η μέρα που διακόπηκε μια ουτοπία. Εναν “τρίτο δρόμο”, “σοσιαλισμό με δημοκρατία”, σχολεία με ελευθερία λόγου είχαμε αποφασίσει να διεκδικήσουμε. Το 1989 είδα τα όρια αυτών των προσδοκιών, το 1990 το όνειρο είχε τελειώσει».
Πολύ νωρίς, από το σχολείο, η Ούτα αντιμετώπισε τους καταπιεστικούς μηχανισμούς. Δεν έγινε δεκτή στο πανεπιστήμιο, στον εκπαιδευτικό τομέα, γιατί της αποδόθηκε η ιδεολογική απόκλιση του «αντικειμενισμού». Για το καθεστώς ήταν «ένα κόκκινο πανί» ως κόρη του θεολόγου Φρίντριχ Σόρλεμερ, ο οποίος με τη δράση του για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ειρήνη, τον αφοπλισμό και το περιβάλλον συγκαταλεγόταν στους πιο γνωστούς αντιστασιακούς μέσα στη χώρα, κυρίως μετά την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, το 1968. Γιος παπά, με σπουδές Θεολογίας στη Βιτεμβέργη, στο Πανεπιστήμιο Μαρτίνος Λούθηρος, ο Σόρλεμερ ήταν ένας από αυτούς που στις 26 Νοεμβρίου υπέγραψαν τη διακήρυξη «Για τη χώρα μας», μια πρωτοβουλία εναντίον της ένωσης των δύο Γερμανιών. Σήμερα ως ακτιβιστής αγωνίζεται κατά των πολέμων, του μιλιταρισμού και της παγκοσμιοποίησης.
- ΟΥΤΑ ΣΟΡΛΕΜΕΡ: «Πρόσφατα σκέφτηκα ότι η έννοια μιας επανάστασηςπου η κυοφορία της διακόπτεται με “έκτρωση” μπορεί να αποδώσει εκείνη την εμπειρία»
«Οι εκπρόσωποι της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα δεν δέχονταν ότι και εμείς θέλαμε να πάρουμε μέρος στην οικοδόμηση ενός σοσιαλισμού, που θα ήταν όμως διαφορετικός από τον υπαρκτό στον οποίο ζούσαμε. Γι΄ αυτό και δεν φύγαμε από τη χώρα. Δεν δραπετεύσαμε όπως πολλοί άλλοι που ριψοκινδυνεύοντας τα πάντα πέρασαν “αντίπερα”. Οσον αφορά τον Οκτώβριο του 1989 με τις πολυτάραχες ημέρες, κατάλαβα αργότερα αυτό που απλώς υποψιαζόμουν: οι διαφωνούντες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν βαθιά διχασμένοι σε ρεφορμιστές που πίστευαν στην ανάγκη αλλαγών, στον μετασχηματισμό, και σε εκείνους που ήθελαν να “φέρουν”, να “εισαγάγουν” το δυτικό πρότυπο».Η αντίσταση του πάστορα
Στο σπίτι Βίλι Μπραντ, τη βερολινέζικη έδρα των Σοσιαλδημοκρατών, συνάντησα τον πολιτικόΧανς-Γιούργκεν Μίσελβιτς, δραστηριοποιημένο σήμερα στα ανώτερα όργανα και στις επιτροπές του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας. Αυτός ο βιοχημικός, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πεδίο της επιστημονικής έρευνας και να στραφεί στη θεολογία, να καταφύγει στην Εκκλησία, να γίνει πάστορας, όταν αρνήθηκε να υπηρετήσει στον εθνικό λαϊκό στρατό, υπήρξε από το 1981 ιδρυτικό μέλος του Κύκλου για την Ειρήνη στο Πάνκο, περιοχή του Ανατολικού Βερολίνου. Οχι μονάχα ο Μίσελβιτς με την ένταξή του σε αυτό το «Πανκόβερ Φρίντενσκράις», τη μεγαλύτερη αντιστασιακή ομάδα στο εσωτερικό της Ευαγγελικής Εκκλησίας από το 1981 ως το 1989, αλλά και η σύζυγός του Ρουθ, ιερέας και αυτή, αντιμετώπισαν τη Στάζι καθώς η δράση τους είχε ως γνώμονα την «κριτική αλληλεγγύη προς τον σοσιαλισμό».
«Η ιδέα της αντίστασης και το αίσθημα ευθύνης που σήμαινε να μην υπηρετούμε άκριτα ένα πολιτικό καθεστώς είχαν γίνει συνείδηση στο εσωτερικό της Προτεσταντικής Εκκλησίας ύστερα από τη ναζιστική εμπειρία και την κακοποίηση της Εκκλησίας από τον Χίτλερ.Στο ερώτημα πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον σοσιαλισμό,πώς να συμπεριφερόμαστε μέσα στην κοινωνία, απαντούσαμε τότε με τη θέση ότι μας βρίσκουν σύμφωνους οι θεμελιακές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ειρήνης ενώ στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε συγκεκριμένες πρακτικές του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτό εννοούσαμε με τον όρο “κριτική αλληλεγγύη”».
Τις εργατικές κινητοποιήσεις προτάσσει ο Μίσελβιτς μιλώντας τώρα για την πτώση του Τείχους και τη συμμετοχή των πολιτών στις ραγδαίες εξελίξεις εκείνης της περιόδου. Ο ίδιος έπαιρνε μέρος στην πρωτοβουλία για την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη ΛΔΓ και λίγο αργότερα γινόταν βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών στη μία και μοναδική Λαϊκή Βουλή η οποία τον Μάρτιο του 1990 προήλθε από ελεύθερες εκλογές.
«Τον Σεπτέμβριο του 1989 με είχαν στείλει σε μια μικρή βιομηχανική πόλη, το Χένιγκσντορφ. Εκτελούσα εκεί τα εκκλησιαστικά καθήκοντά μου. Οι εργάτες από τα εργοστάσια χαλυβουργίας μάς είπαν: Οταν εμείς θα κατεβούμε στον δρόμο, τότε τα πράγματα θα σοβαρέψουν. Από το Χένιγκσντορφ είχαν πάει στο Βερολίνο και εκείνοι οι εργάτες που σκοτώθηκαν στη διαδήλωση του 1953. Στις 20 Οκτωβρίου 1989 βγήκαν στους δρόμους του Χένινγκστορφ. Η αστυνομία δεν χτύπησε. Είχε αφήσει να εννοηθεί τόσο στον καθολικό παπά όσο και σε εμάς ότι αυτή τη φορά δεν θα χυθεί αίμα. Δεν ήταν μια διαδήλωση της Εκκλησίας αλλά των εργατών. Στο εργοστάσιο χάλυβα εκλέχθηκε μια εξωκομματική επιτροπή και έβγαλε δικούς της εκπροσώπους. Αποκλείοντας τους διορισμένους από το κόμμα, άνοιξε δρόμο προς το ελεύθερο συνδικάτο».
Ο Χανς-Γιούργκεν Μίσελβιτς ήταν ένας από εκείνους που δεν έφυγαν. Ακόμη και όταν του δόθηκε μια ευκαιρία το 1987, όταν τον είχε στείλει στις Ηνωμένες Πολιτείες η Εκκλησία. Για πρώτη φορά τότε στο εξωτερικό έκανε μια έρευνα με θέμα «Η επιρροή της θρησκείας στην αμερικανική πολιτική». Με τη συζήτηση μαζί του όλο και περισσότερο μετακινείται κανείς από την ατομική διάσταση προς τη συλλογική. Από τον «διαφωνούντα» ως ιδιαίτερη περίπτωση που είχε τη δυνατότητα να κάνει γνωστό το πρόβλημά του χάρη στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και την κουλτούρα της προσωπικότητας προς τον μεγάλο αριθμό: το ανθρώπινο πλήθος, τους ενεργούς πολίτες που παίρνουν μέρος σε ειρηνικές διαδηλώσεις, μαζικές κινητοποιήσεις, δημόσιες συναθροίσεις, κοινές δράσεις.
- ΧΑΝΣ -ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΜΙΣΕΛΒΙΤΣ: «Οι εργάτες από τα εργοστάσιαχαλυβουργίας μάς είπαν: Οταν εμείς θα κατεβούμε στον δρόμο, τότε τα πράγματα θα σοβαρέψουν»
Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009
Ανθρώπινες ιστορίες από μια χώρα που εξαφανίστηκε
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου