Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Το εθνικόν και το αληθές

  • ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
  • Η ΑΥΓΗ: 24/01/2010

Ποια είναι η ποσόστωση πατριωτισμού και διεθνισμού που αναλογεί σε έναν αριστερό; Δηλαδή, εντάξει, οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα. Αλλά πού τέμνεται η ταξική τους συνείδηση με την εθνική τους; Η αφορμή των ερωτημάτων είναι προφανής: η συζήτηση που φούντωσε για το βιβλίο «Τι είναι η πατρίδα μας;» των κ. Δραγώνα και Φραγκουδάκη και ο παράδοξος, οριζόντιος διαχωρισμός πολιτικών κομμάτων και ακαδημαϊκής κοινότητας σε υπερασπιστές τους και σφοδρούς επικριτές τους. Η συζήτηση και η τροπή της αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, τη μάλλον επιδερμική (και τελικά διχοτομημένη) σχέση της αριστεράς με τις έννοιες έθνος και εθνικό.

Ακολουθώντας το μότο του Σολωμού πως «Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό», μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:

1) Είναι αληθές και αυτονόητο ότι η αριστερά δεν μπορεί να επιτρέψει να προπηλακίζονται η επιστημονική έρευνα και η ακαδημαϊκή ελευθερία. Οφείλει να τις υπερασπίζεται από σκοταδιστικές επιθέσεις.

2) Είναι αληθές (σε βαθμό κοινοτοπίας) ότι η γέννηση των σύγχρονων εθνών είναι ένα φαινόμενο ιστορικό, συνδεδεμένο με το κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής. Και μιλώντας ιδιαίτερα για τα ευρωπαϊκά έθνη είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τη διαμόρφωσή τους από τις εθνικές αγορές και τα εθνικά κράτη που αναδύθηκαν δια πυρός, σιδήρου και επαναστάσεων τους τρεις τελευταίους αιώνες. Εξ ου και κανείς δεν μιλά σήμερα για έθνη Ρωμαίων, Γότθων, Τευτόνων, Σαξόνων ή Φράγκων, που για μια χιλιετία κατασπάραζαν το κουφάρι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

3) Είναι ακόμη αληθές ότι, πέρα από την εθνική αγορά και το εθνικό κράτος, τα εθνικά νομίσματα, τα εθνικά μέτρα και σταθμά, την εθνική έννομη τάξη, κάθε σύγχρονη εθνική ταυτότητα στηρίχθηκε στην κατασκευή μιας εθνικής μυθολογίας στην οποία διασταυρώνονται και συνυπάρχουν πραγματικά και φαντασιακά δεδομένα. Και είναι επίσης αληθές ότι στην κατασκευή του εθνικού μύθου, στον οποίο χωνεύονται όλες οι αντιθέσεις μιας «εθνικής» κοινωνίας, συνέβαλαν τα εθνοκεντρικά εκπαιδευτικά συστήματα, προσκολλημένα για δεκαετίες στην αλαζονεία, την καχυποψία, ακόμη και την εχθρότητα, για τους «άλλους».

4) Είναι, όμως, επίσης αληθές ότι η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, πριν γίνει συμπαγής εθνική ταυτότητα, είναι μια διεργασία πολύ πιο σύνθετη και μακρόχρονη και υπερβαίνει το πλαίσιο μιας από καθέδρας εκπορευόμενης ιδεολογικής κατασκευής. Ότι σε κάθε ατομική εθνική συνείδηση επιβιώνει συλλογική μνήμη αιώνων, αποτυπωμένη στη γλώσσα, τη θρησκεία, τις παραδόσεις, τη διαδοχή των πολιτισμών, έστω κι αν ο ένας οικοδομείται στα ερείπια του άλλου.

5) Είναι επίσης αληθές ότι στις εθνικές συνειδήσεις επιβιώνουν στοιχεία και μνήμες που ξεφεύγουν από τον έλεγχο και τα θεμελιώδη ιδεολογήματα των κυρίαρχων τάξεων. Επιβιώνει και μια ματιά στην ιστορία από τη σκοπιά των υποτελών. Τι σημαίνουν, για παράδειγμα, το «προδομένο ’21», η «προδομένη εθνική αντίσταση», η ταξικών διαστάσεων σύγκρουση για το γλωσσικό στην Ελλάδα; Και τι σημαίνει, αντίστροφα, η συλλογική σιωπή των Γερμανών για τη «μαύρη τρύπα» της ιστορίας τους; Είναι, δηλαδή, αληθές ότι η εθνική μνήμη ποτέ δεν είναι ενιαία και είναι αδύνατο να αποκρύψει κανείς ότι σε κάθε έθνος υπάρχουν δύο (τουλάχιστον) έθνη, δύο ιστορίες. Ότι σε κάθε μεγάλο «εθνικό πόλεμο» υπάρχει κι ένας μικρός ή μεγάλος εμφύλιος που η αποτίμησή του γίνεται πάντα από τη σκοπιά των νικητών.

6) Είναι αληθές ότι εκτός από τον διεθνισμό της αριστεράς, υπάρχει ο διεθνισμός της «Συντηρητικής Διεθνούς», ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου, που βρίσκει συχνά στις εθνικές ιδιαιτερότητες τα εμπόδια που άλλοτε συναντούσε στα σύνορα των αγορών. Τα σύνορα έχουν καταρρεύσει, αλλά αυτό που λείπει από την «αυτοκρατορία των αγορών» είναι ένας πολίτης χωρίς σύνορα, χωρίς ταξική, ιδεολογική, εθνική ή φυλετική ταυτότητα. Ένας καταναλωτής - παραγωγός, που, αν είναι δυνατόν, έχει μια γλώσσα, μια θρησκεία, ένα στυλ, ένα πολιτισμικό DNA συμβατό με τα brand names των προϊόντων που κατακλύζουν το σπίτι του. Εξ ου και οι οικονομικές ολοκληρώσεις της εποχής μας, με κορυφαία την ευρωπαϊκή, αναζητούν εναγωνίως να αντικαταστήσουν τις δεκάδες εθνικές ταυτότητες με μια ευρωπαϊκή. Ή μια ευρωατλαντική.

Το παράδοξο είναι ότι η προσπάθειά τους έχει μάλλον τα αντίστροφα αποτελέσματα. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η γεωπολιτική του χάους που επαναχαράσσει τα σύνορα του πλανήτη όχι μόνο ενισχύει εθνισμούς και εθνικισμούς, αλλά προκαλεί και ένα νέο κύμα εθνογενέσεων στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική. Αυτή η αναζωπύρωση του εθνισμού δεν είναι φυσικά μονοσήμαντη. Ο ριζοσπαστισμός της μπορεί να τροφοδοτήσει σκοταδισμό, ρατσισμό, πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, φασίζοντα καθεστώτα.

Ή, αντίστροφα, να λειτουργήσει ως απελευθερωτική δύναμη για τον κόσμο της εργασίας και τις καταπιεζόμενες τάξεις. Έχουμε αναλογιστεί, για παράδειγμα, τι είδους «εθνικά ανακλαστικά» ερεθίζει η αλητεία ανηλεών επιθέσεων στην «εθνική οικονομία» της Ελλάδας; Αλλά και πόσο βαθύ, ταξικό περιεχόμενο μπορούν ν’ αποκτήσουν αυτά τα ανακλαστικά όταν ανακαλύψουν εντός του «απειλούμενου έθνους» δεν υπάρχει καμιά ενότητα συμφερόντων; Ή όταν έλθουν σε ρήξη με κεντρικές επιλογές της οικονομικής και πολιτικής ελίτ την τελευταία τριακονταετία, όπως ο ευρωπαϊσμός και η «ορθοδοξία» της ΟΝΕ;

Επομένως, όλοι οι εθνικισμοί και οι αντι-εθνικισμοί δεν είναι ίδιοι. Ούτε το συντηρητικό περιεχόμενο των πρώτων είναι δεδομένο ούτε η προοδευτικότητα των δεύτερων αυταπόδεικτη. Και επομένως, ο διεθνισμός της αριστεράς περιέχει αναγκαστικά και μια ποσόστωση «εθνισμού» που έχει ένα ριζοσπαστικό, απελευθερωτικό περιεχόμενο, στο βαθμό που αποκαλύπτει τη βασική αντίθεση της εποχής μας: την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, περίτεχνα καμουφλαρισμένη κάτω από δεκάδες άλλες αντιθέσεις. Το θέμα είναι ποιος έχει τα κότσια να σκίσει το καμουφλάζ.

Ποιος είναι Έλληνας; Μετανάστευση, δημοκρατία και ιθαγένεια

Το σχέδιο νόμου για την ιθαγένεια και την ψήφο των μεταναστών, όπως φαίνεται, αρχίζει να τροφοδοτεί τη δημόσια συζήτηση γύρω από το κομβικό ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη στη χώρα μας. Συζήτηση από την οποία δεν μπορεί να είναι απούσα η Αριστερά, όχι μόνο επειδή το νομοσχέδιο αποτελεί τομή που, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, δικαιώνει τις διεκδικήσεις της για συμπερίληψη χιλιάδων συνανθρώπων μας στην ελληνική δημοκρατική πολιτική κοινότητα, από την οποία συστηματικά αποκλείονται εδώ και χρόνια παρότι ζουν, μορφώνονται και εργάζονται στον τόπο μας, αλλά και απέναντι στις φοβικές και ουσιαστικά αντιδημοκρατικές αντιδράσεις του δεξιού και ακροδεξιού φάσματος της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σκηνής.

Στη δημόσια διαμάχη πιστεύουμε ότι καλούμαστε όλοι να πάρουμε θέση, γιατί και από τη δική μας παρέμβαση και στάση κρίνεται όχι μόνο η αποδοχή της πρότασης αλλά και η κατεύθυνση που τελικά θα πάρει. Κρίνεται όμως και κάτι εξίσου σημαντικό: με ποιους όρους και σε ποιο πλαίσιο μπορούμε να σκεφτούμε και να συζητήσουμε, ως κοινωνία, τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης αυτής της χώρας, δηλαδή ισότιμο μέλος της πολιτικής κοινότητας που αποτελεί.

Με αυτές τις σκέψεις, προσκαλέσαμε τη Λίνα Βεντούρα (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου), τον Γκάζι Καπλάνι (συγγραφέα και δημοσιογράφο, που γεννήθηκε στη Λούσνια της Αλβανίας και την τελευταία εικοσαετία ζει στην Ελλάδα) και τον Δημήτρη Χριστόπουλο (επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορία του Παντείου, πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), για να συζητήσουν τις όψεις της συγκεκριμένης νομοθετικής παρέμβασης, αλλά και τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του μεταναστευτικού φαινομένου στη χώρα μας, εν τέλει τα ζητήματα δημοκρατίας που θέτει η σημερινή συγκυρία. Η συζήτηση έγινε στον πάντα φιλόξενο χώρο του αναγνωστηρίου των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, το Σάββατο 9 Ιανουαρίου.

«Ενθέματα», Η ΑΥΓΗ: 17/01/2010

  • Συζητάνε η Λίνα Βεντούρα, ο Γκάζι Καπλάνι και ο Δημήτρης Χριστόπουλος

Δημήτρης Χριστόπουλος: Συμφωνούμε όλοι, νομίζω, σε αυτό το τραπέζι, ότι το σχέδιο νόμου για την ιθαγένεια στους μετανάστες αποτελεί τομή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, στο βαθμό που επιχειρεί να αλλάξει τα πληθυσμιακά δεδομένα της ελληνικής πολιτικής κοινότητας. Το κρίσιμο, για μένα, είναι αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία να μην απολήξει σε μια περιοριστική εκδοχή, συρμένη από τα δεξιά προς το συντηρητικότερο, αλλά να εκβάλει με αυτοπεποίθηση σε αυτό που όλοι θεωρούμε ότι είναι υγιές, πολιτικά ευκταίο, φιλελεύθερο και δημοκρατικό, στην κατεύθυνση της ελευθερίας και της ισότητας μαζί: στην κατεύθυνση, δηλαδή, της συμπερίληψης ενός μείζονος αριθμού του μεταναστευτικού πληθυσμού στην ελληνική πολιτική κοινότητα. Πιστεύω ότι αυτό είναι το στοίχημα, από εκεί ξεκινάμε, και με βάση αυτή την παραδοχή πρέπει να αποτιμήσουμε το νομοσχέδιο.

Θεωρώ το σχέδιο νόμου τομή, πρώτον διότι καθεαυτό πηγαίνει προς την κατεύθυνση να αλλάξει αυτό που είναι ο ελληνικός λαός, και δεύτερον γιατί στο συμβολικό-ιδεολογικό επίπεδο για πρώτη φορά φέρνει στην ελληνική πολιτική συζήτηση το θέμα της ιδιότητας του πολίτη. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι τα ζητήματα ιθαγένειας παραδοσιακά στην Ελλάδα βρίσκονται διαρκώς υπό μια ιδιότυπη «ομερτά» του πολιτικού λόγου. Ουδείς συζητούσε, παρά μόνο όταν αποκαλυπτόταν ή όταν χρειαζόταν να αποκαλυφθεί ότι κάποιος δεν χρειάζεται να είναι Έλληνας. Τώρα για πρώτη φορά λοιπόν συζητάμε το ποιος μπορεί να είναι Έλληνας. Αυτό από μόνο του, και ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που θα δοθούνε, είναι κρίσιμο. Αυτή είναι η τομή: το ερώτημα καθεαυτό. Από εκεί και πέρα, οι απαντήσεις που θα δοθούν προφανώς εξαρτώνται από τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές και τις κοινωνικές διεκδικήσεις που θα σύρουν προς τη συμπερίληψη ή θα τραβήξουν προς τον αποκλεισμό.

Δίκαιο του αίματος και δίκαιο του εδάφους

Γκάζι Καπλάνι: Θα ήθελα να σε ρωτήσω, ως νομικό, αν με αυτό το νομοσχέδιο περνάμε από το δίκαιο του αίματος στο δίκαιο του εδάφους.

Δ. Χριστόπουλος: Το δίκαιο του αίματος κυριαρχεί σε όλα τα κράτη. Παράλληλα όμως έχουμε πολιτείες στις οποίες συνυπάρχει με το δίκαιο του εδάφους, που ουσιαστικά προβλέπει αυτόματη ή ημιαυτόματη κτήση της ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στο έδαφος της χώρας υπό προϋποθέσεις. Στην Ελλάδα, το νομοσχέδιο εισάγει όντως στοιχεία δικαίου του εδάφους. Επιπλέον, γενικότερα, φαίνεται πως αναπτύσσεται ένα νέο δίκαιο, που δεν είναι ούτε του αίματος ούτε του εδάφους: είναι το δίκαιο του ανθρώπου ο οποίος, επειδή μένει κάπου, αποκτά τόσο έντονους βιοτικούς δεσμούς με τον χώρο του ώστε, ανεξάρτητα από το αν γεννήθηκε εκεί ή αν οι γονείς του κατάγονται από εκεί, του αρμόζει να ανήκει στην πολιτική κοινότητα αυτού του χώρου. Νομίζω ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της μετανάστευσης --και όχι η επαναφορά ενός κλασικού τύπου δικαίου του εδάφους-- στην Ευρώπη γενικά: οι άνθρωποι δικαιούνται να ανήκουν στην πολιτική κοινότητα με την οποία ζούνε, ανεξάρτητα του τίνος είναι και πού έτυχε να γεννηθούν.

Οι «επικίνδυνες τάξεις», τότε και τώρα

Λίνα Βεντούρα: Σε σχέση με αυτό, θα ήθελα να δούμε πώς συμβαίνει σήμερα κάτι αντίστοιχο με την ένταξη παλαιότερα άλλων κοινωνικά ορισμένων κατηγοριών στην πολιτική κοινότητα. Θα μπορούσαμε ενδεικτικά να σκεφτούμε πώς απέκτησαν την ιδιότητα του πολίτη οι Εβραίοι σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μετά τη Γαλλική Επανάσταση, πώς σταδιακά απέκτησαν δικαίωμα ψήφου και εντάχθηκαν στην πολιτική κοινότητα οι λεγόμενες «επικίνδυνες τάξεις», δηλαδή οι κατώτερες οικονομικοκοινωνικά ομάδες, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, και, στον 20ό αιώνα, οι γυναίκες. Δηλαδή να δούμε το βήμα που γίνεται με το νομοσχέδιο ως μια σημαντική και θετική τομή αλλά ταυτόχρονα και ως συνέχεια, αν θέλετε, παλαιότερων φάσεων συμπερίληψης αποκλεισμένων θρησκευτικών-μειονοτικών, κοινωνικών ή έμφυλων ομάδων στην πολιτική κοινότητα.

Και παράλληλα να θυμηθούμε και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν όλες αυτές οι διευρύνσεις της πολιτικής κοινότητας. Στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να θυμηθούμε το παράδειγμα των αντιδράσεων που προκλήθηκαν όταν πολιτογραφήθηκαν και απέκτησαν δικαίωμα ψήφου οι πρόσφυγες του 1922. Διάβαζα το Σάββατο (9.1.2009) στον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας ένα απόσπασμα άρθρου του Γεωργίου Βλάχου, του ιδρυτή της Καθημερινής, του περίφημου ΓΑΒ, τον Ιούλιο του 1928, το οποίο αναφερόταν στους πρόσφυγες του 1922. Σε αυτό έλεγε: «Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα» κλπ.

Δ. Χριστόπουλος: Υπονοείς ότι υπάρχει διαρκώς μια Δεξιά στην Ελλάδα, η οποία είναι εναντίον του ανοίγματος της ελληνικής πολιτικής κοινότητας;

Λ. Βεντούρα: Δεν νομίζω ότι ο όρος Δεξιά μπορεί να καλύψει όλες τις αντιδράσεις, εννοώ όμως ότι όποτε διευρύνεται η πολιτική κοινότητα, υπάρχουν μερίδες που αντιδρούν στο άνοιγμα αυτό.

Γκ. Καπλάνι: Η περίπτωση του δικαιώματος ψήφου στης γυναίκες είναι ένα καλό παράδειγμα. Είτε στην Ελλάδα είτε στη Γαλλία η αντίδραση της «βαθιάς», ανδροκρατούμενης τότε, κοινωνίας ήταν ίδια. Στην Ελλάδα στα μέσα του 20ού αιώνα έγραφαν ότι δεν πρέπει να δοθεί ψήφος στις γυναίκες διότι είναι επικίνδυνες, υστερικές και μπορεί να διαταραχθεί η δημόσια τάξη της χώρας! Η ιστορία δεν είναι ποτέ στατική και τα πρόσωπα του Άλλου αλλάζουν στη διάρκειά της. Κάποτε οι «άλλοι» ήταν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι γυναίκες, οι κομμουνιστές, οι ομοφυλόφιλοι, οι αναρχικοί· τώρα οι κατεξοχήν «άλλοι» της ελληνικής κοινωνίας είναι οι μετανάστες.

Δ. Χριστόπουλος: Ας κρατήσουμε πάντως τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά, καθώς και μια άλλη διάκριση, αστικού φιλελεύθερου και λαϊκού δεξιού συντηρητικού χώρου. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι στην Ευρώπη τα κεντροαριστερά κόμματα είναι αυτά που πάντα τείνουν να φέρνουν το ζήτημα αυτό στο προσκήνιο.

Λ. Βεντούρα: Πιστεύω, όπως είπα πριν, ότι δεν πρόκειται για ένα εντελώς νέο φαινόμενο και επιπλέον δεν πρόκειται ούτε για ελληνική ιδιαιτερότητα. Αν παρακολουθήσει κανείς όλη τη συζήτηση που γίνεται για την εθνική ταυτότητα στη Γαλλία σήμερα, βλέπει ότι υπάρχουν κι εκεί αντίστοιχες στάσεις, αντίστοιχες αντιδράσεις, παρόλο που είναι ένα κράτος που εφαρμόζει το δίκαιο του εδάφους εδώ και πάρα πολύ καιρό. Και στη Γερμανία, όταν συζητήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η χορήγηση της ιθαγένειας στους μετανάστες, υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις και τελικά ο νόμος που ψηφίστηκε υπήρξε αποτέλεσμα συμβιβασμών μεταξύ των διαφόρων απόψεων.

Εθνοτικές, πολιτισμικές και ταξικές διαφορές. Ο ρόλος του κράτους

Γκ. Καπλάνι: Νομίζω ότι όσον αφορά το νομοσχέδιο πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο επίπεδα. Πρώτα το θεσμικό, που είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και το λέω αυτό διότι ακούω ανθρώπους που είναι υπέρ του νομοσχεδίου να λένε κάπως απαξιωτικά ότι «ένα χαρτί δεν θα λύσει και το πρόβλημα της ένταξης». Νομίζω ότι αυτό το «χαρτί», είτε λέγεται ιθαγένεια, είτε δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές, αποτελεί μια τομή. Ο μετανάστης από πολιτικά ανύπαρκτος --αν και πληροί όλες τις υποχρεώσεις που πληροί και ένας Έλληνας πολίτης προς το κράτος-- γίνεται πολίτης. Με ίσες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Από εκεί και πέρα βέβαια, η Γαλλία, μια που αναφερθήκαμε σ’ αυτήν, είναι ένα καλό παράδειγμα για το ότι δεν φτάνει μόνο αυτό για την ένταξη. Στη Γαλλία δόθηκε η γαλλική υπηκοότητα στα παιδιά των μεταναστών, και τα παιδιά που έχουν καταλήξει στα γκέτο των προαστίων είναι Γάλλοι πολίτες.

Λ. Βεντούρα: Σύμφωνοι, αλλά και σε αυτή την περίπτωση να τονίσουμε ότι πρόκειται για μια μερίδα των παιδιών. Πάλι δηλαδή πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ένα σημαντικό μέρος των παιδιών των μεταναστών, ακόμα και των Αλγερινών, των μουσουλμάνων, έχουν ενταχθεί, κι αυτό οφείλεται και στα πολιτικά δικαιώματα, και στο ότι έχουν ιθαγένεια. Η ένταση και η προβολή της εξέγερσης στα προάστια του Παρισιού δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλα τα παιδιά μεταναστών στη Γαλλία είναι αποκλεισμένα από το σχολείο, την αγορά εργασίας κλπ.

Γκ. Καπλάνι: Συμφωνώ απολύτως. Απλώς λέω ότι δεν φτάνει μόνο η υπηκοότητα. Η αποδοχή πρέπει να γίνει και κοινωνικό βίωμα

Δ. Χριστόπουλος: Το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των παιδιών των μεταναστών έχουν ενταχθεί οφείλεται και στο γεγονός ότι το γαλλικό κράτος, για μεγάλο ιστορικό διάστημα, κατείχε έναν χώρο δικής του αρμοδιότητας και κοινωνικής ευθύνης, αδιαπραγμάτευτο. Πιστεύω δηλαδή ότι μερικά πράγματα τα οποία αποτελούσαν χώρο κοινωνικής ευθύνης του κράτους, σήμερα, στο όνομα της νεοφιλελεύθερης επιλογής, το κράτος τα απεκδύεται: κι από εκεί και πέρα, σε ένα συμμετοχικό επίπεδο, υποτίθεται ότι η κοινωνία των πολιτών αναλαμβάνει εθελοντικά αυτό που γνωρίζαμε ως κρατική αρμοδιότητα. Κατά την άποψή μου, το κράτος οφείλει να κρατάει τους μείζονες μηχανισμούς αναδιανομής υπό τη δική του ευθύνη, διότι κυρίως από αυτούς εξαρτάται η ένταξη.

Λ. Βεντούρα: Οι διαδικασίες ένταξης εκτείνονται στον χρόνο, χρειάζεται και χρόνος. Δεν φτάνει η παρέμβαση του κράτους, η οποία προφανώς είναι απαραίτητη. Και βέβαια θα υπάρχουνε πάντα συγκρούσεις, γιατί όλες αυτές οι διεργασίες είναι κοινωνικές διαδικασίες που γεννάνε συγκρούσεις, δεν πρόκειται για κάτι που συντελείται γραμμικά, ανέφελα ή νομοτελειακά.

Γκ. Καπλάνι: Πάντως, για να παραμείνουμε στη Γαλλία, απ’ όσο την ξέρω, με έχει εντυπωσιάσει το γεγονός ότι η θεσμική και δημόσια ορατότητα των μεταναστών που υφίστανται τη μεγαλύτερη διάκριση λόγω του χρώματος είναι πολύ περιορισμένη. Είναι φοβερό αν σκεφτείς ότι μόλις πρόσφατα η γαλλική τηλεόραση απέκτησε έναν έγχρωμο παρουσιαστή ειδήσεων και αφού κάηκαν τα προάστια. Ή το ότι δεν υπάρχει ούτε ένας έγχρωμος βουλευτής --και δεν μιλώ με τη λογική της ποσόστωσης-- στη γαλλική Βουλή. Από την άλλη, βλέπεις ότι η Εθνική Γαλλίας στο ποδόσφαιρο αποτελείται κυρίως από έγχρωμους. Για την οποία ο Λεπέν είπε ότι «αυτή δεν είναι η Γαλλία»...

Λ. Βεντούρα: Ναι, αλλά αυτό μας βάζει στην παγίδα να σκεφτόμαστε αποκλειστικά με εθνοτικούς ή πολιτισμικούς όρους. Θέλω να πω ότι είναι σημαντικό να σκεφτούμε, λ.χ., και πόσοι από τις εργατικές και αγροτικές τάξεις είναι στο γαλλικό Κοινοβούλιο; Ή πόσες γυναίκες έχουν εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Και στο σχολείο, στις μελέτες για τη σχολική διαρροή, βλέπουμε ότι αν συγκρίνουμε τα παιδιά της ντόπιας εργατικής τάξης με τα παιδιά των μεταναστών, παρατηρούμε ότι η διαρροή είναι περίπου η ίδια. Μόνο αν συγκρίνουμε με το σύνολο των μαθητών μιας χώρας, όπου μπαίνουν τα παιδιά των μεσαίων και των άλλων τάξεων, η απόκλιση είναι πολύ μεγάλη…

Δ. Χριστόπουλος: …λόγω της πολύ καλύτερης επίδοσης που έχει η γηγενής μεσαία τάξη. Λες, λοιπόν, ότι τον εθνοτικό αποκλεισμό, που ούτως ή άλλως υφίσταται, πρέπει να τον δούμε μαζί με άλλους αποκλεισμούς, κοινωνικούς, ταξικούς κλπ.

Γκ. Καπλάνι: Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να υπερβάλλουμε στο εθνοπολιτισμικό, αν και είναι της μόδας. Ούτε όμως να το υποτιμούμε: αν είσαι μαύρος, σε λένε Αχμέτ και ανήκεις στην εργατική τάξη, δεν θα έχεις την ίδια μεταχείριση όταν ψάχνεις δουλειά ή σπίτι με αυτόν που ανήκει στην εργατική τάξη αλλά είναι λευκός και τον λένε Ζαν-Μαρί. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι στην Ελλάδα ο «αποδιοπομπαίος τράγος» είναι ο «Αλβανός», αλλά την ίδια στιγμή είναι και ο πιο ενταγμένος στην αγορά εργασίας και κοινωνικά. Ο λιγότερο ενταγμένος είναι αυτός που ξεχωρίζεις, που μπορείς να δείξεις με το δάκτυλο. Έχετε δει π.χ. μαύρη σερβιτόρα στην Αθήνα; Οπωσδήποτε είναι ταξικό και οικονομικό το πρόβλημα, αλλά να μην υποβαθμίσουμε και το εθνοπολιτισμικό.

Λ. Βεντούρα: Δεν διαφωνώ. Απλώς, παράλληλα, νομίζω ότι είναι σημαντικό να σκεφτούμε επίσης ότι, για παράδειγμα, εμείς εδώ που συζητάμε, δεν έχουμε κάτι κοινό με τον Καρατζαφέρη, τον οποιονδήποτε Καρατζαφέρη. Δεν έχουμε κοινές αξίες, κοινές αναφορές, κοινούς στόχους, κοινή αντίληψη της ιστορίας. Χρειάζεται δηλαδή να αναδείξουμε και τις διαφορές που υπάρχουν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, και τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς που υπάρχουν μεταξύ των Ελλήνων, και να μη μένουμε μόνο στον αποκλεισμό των πολιτισμικά διαφορετικών.

Δ. Χριστόπουλος: Θα έλεγα ότι θεωρητικά αυτό το ζήτημα είναι μάλλον λυμένο. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, που οι σύγχρονες μεταναστευτικές ροές ήταν στα πρώτα φόρτε τους, ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας «έγειρε» προς ουσιοκρατικές αντιλήψεις για την ταυτότητα, το «δικαίωμα στη διαφορά», την πολυπολιτισμικότητα κλπ., σήμερα πλέον κάνουμε λόγο για ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες αποκλεισμού, μέσα στις οποίες εντάσσεται και το πολιτισμικό ως τέτοιο. Ωστόσο, και το πολιτισμικό από μόνο του απομυθοποιείται με την έννοια που ανέφερε η Λίνα, το αυτονόητο δηλαδή: περισσότερα κοινά έχω εγώ με εσένα, μολονότι εσύ είσαι Αλβανός κι εγώ Έλληνας, παρά με τον Καρατζαφέρη. Όπως επίσης εύκολα φανταζόμαστε ότι ένας Αλβανός μπορεί να έχει πολλά κοινά με τον Καρατζαφέρη, όσο δυστυχή και να κάνει αυτό τον αρχηγό του ΛΑΟΣ.

Γκ. Καπλάνι: Αυτό είναι το πλέον σίγουρο. Ένας Έλληνας και ένας Αλβανός ακροδεξιός αντιλαμβάνονται το έθνος και την εθνική ταυτότητα με τον ίδιο τρόπο. Και νομίζω ότι εμείς οι δυο στα μάτια τους είμαστε «προδότες»…

Οι δυνατότητες ενσωμάτωσης της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορικότητα του φαινομένου

Γκ. Καπλάνι. Προεκτείνοντας αυτό που συζητάμε, ήθελα να πω ότι ζώντας εδώ από τις αρχές του μεταναστευτικού ρεύματος, τη δεκαετία του 1990, με έχει εκπλήξει η δυνατότητα ένταξης που ανέδειξε, τελικά, η ελληνική κοινωνία, παρά τις αντιφάσεις, τις φοβίες --δεν γνωρίζω άλλωστε καμία κοινωνία που να δέχτηκε τον «ξένο» χωρίς τριβές, φοβία και συγκρούσεις…

Λ. Βεντούρα: Η οικονομική συγκυρία έπαιξε νομίζω πολύ μεγάλο ρόλο, και πάντως και πάλι δεν νομίζω ότι πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Βέβαια, όπως συμβαίνουν χιλιάδες πράγματα άτυπα σε αυτή τη χώρα, ενδεχομένως κάπως έτσι να έγινε και με την ένταξη των μεταναστών από τα Βαλκάνια· ίσως διευκολύνθηκε από αυτό το «άτυπο».

Δ. Χριστόπουλος: Υπάρχει μια μεγάλη ιστορία αντίστοιχων διαδικασιών ένταξης και αποκλεισμού που έχει βιώσει αυτή και άλλες πολιτικές κοινότητες. Ο κάτοικος της Αθήνας, όταν ήρθε ο πρόσφυγας στην Καλλιθέα φαντάζομαι ότι μπορεί να ένιωθε περίπου όπως νιώθει σήμερα ο παραδοσιακός Αθηναίος, κάτοικος της Κυψέλης. Η ελληνική κοινωνία --όπως κάθε κοινωνία-- έχει διαμορφώσει άτυπους μηχανισμούς ένταξης, καθόλου ανώδυνους αλλά υπαρκτούς.

Πάντως, οι δυνατότητες ένταξης που ανέπτυξε το ελληνικό μοντέλο, πάνω σ’ αυτή τη ξεχειλωμένη αγορά εργασίας, τα πελατειακά δίκτυα, τη διαφθορά κλπ., φαίνεται ότι είναι ισχυρές. Και γι’ αυτό «κακίζω» το ελληνικό κράτος: επειδή δεν έκανε τα στοιχειώδη. Όλη η δεκαετία του 1990 πέρασε χαμένη: η μόνη υπηρεσία που ασχολούνταν με το μεταναστευτικό ήταν η αστυνομία.

Και μετά, για άλλα 10 χρόνια, εμφανίζεται το κράτος με τις απανωτές διαδικασίες «σπαγκοραμένων» νομιμοποιήσεων για τις ανεπάρκειες των οποίων ακόμη δεν έχουμε βρει λύσεις. Τα λέω όλα αυτά, γιατί πίσω από την «έκπληξη», την «αμηχανία» και το «ξάφνιασμα» της ελληνικής πολιτείας ενώπιον των μεταναστευτικών ροών κρύβεται η μη ύπαρξη βούλησης το κράτος να αναλάβει στοιχειώδεις ευθύνες. Αυτή η «μη πολιτική» ήταν η ελληνική μεταναστευτική πολιτική και μάλιστα εν πλήρη συνείδηση.

Γκ. Καπλάνι: Από ιστορικής άποψης μπορεί να θεωρήσει κανείς τους μετανάστες ως συνέχεια της εσωτερικής μετανάστευσης στην Αθήνα (οι επαρχιώτες, οι βλάχοι) όμως υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: της γλωσσικής-εθνοτικής διαφοροποίησης, που είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που πρέπει να έχουμε υπόψη μας.

Δ. Χριστόπουλος: Καταλαβαίνω την έμφαση που δίνεις στο εθνοτικό και το θρησκευτικό στοιχείο. Ωστόσο, αν όλα αυτά τα δούμε σαν ένα ημίχρονο στον αγώνα που λέγεται οικονομία της εργασίας (γιατί όταν μιλάμε για μετανάστευση περί αυτού πρόκειται) και καταφέρουμε να απομυθοποιήσουμε το ημίχρονο απ’ όλα τα τάχα «πρωτόγνωρα» που το συνοδεύουν και δίνουν τροφή στην ακροδεξιά, τότε όντως θα έχουμε καθαρίσει το τοπίο για να ασχοληθούμε και με τις πραγματικά ιδιαίτερες εθνοπολιτιστικές εκδοχές που έχει. Με μια κουβέντα λέω ότι στον μετανάστη ως «άλλο», πρέπει πρώτα να δούμε τον εργαζόμενο μετανάστη.

Λ. Βεντούρα: Σήμερα η οικονομική συγκυρία είναι εντελώς διαφορετική, και σίγουρα υπάρχουν και άλλες διαφορές με την έννοια ότι πολλοί από τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες που ήρθαν μετά το 2000 στην Ελλάδα δεν θέλουν να παραμείνουν εδώ. Αλλά ας σκεφτούμε πάλι το παράδειγμα των προσφύγων του 1922, οι οποίοι πήραν αμέσως την ιθαγένεια, έγιναν έλληνες πολίτες αμέσως, γνωρίζουμε ωστόσο ότι δεν έγιναν αποδεκτοί αμέσως, δεν ενσωματώθηκαν στην ελληνική κοινωνία αμέσως, αλλά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή πρέπει να δούμε τη διάσταση του χρόνου στις διαδικασίες ένταξης.

Γκ. Καπλάνι. Για να επανέλθω στο ζήτημα της ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία πρέπει να λάβει κανείς τις αντιφάσεις που την συνοδεύουν…

Δ. Χριστόπουλος: Κυρίως με τους Αλβανούς.

Γκ. Καπλάνι: Εγώ έκανα τη διατριβή μου για την εικόνα των Αλβανών στον ελληνικό έντυπο Τύπο. Ειλικρινά υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχα διαβάζοντας τα ανελέητα σχόλια που έγραφαν ορισμένες εφημερίδες, ειδικά μέχρι το 1999, για τους Αλβανούς μετανάστες. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην εξής αντίφαση: οι Αλβανοί παραμένουν μια κοινωνική κατηγορία στιγματισμένη, στο επίπεδο του λόγου αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μια ιστορία «επιτυχούς ένταξης»

Δ. Χριστόπουλος: Εδώ προφανώς έπαιξε ρόλο και το κοινό πολιτισμικό και γεωγραφικό υπόβαθρο της γειτνίασης …

Γκ. Καπλάνι: Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία ίσως είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των Αλβανών μετανάστευσαν με τη σκέψη να μην γυρίσουν πίσω. Το σχέδιό τους ήταν η ένταξη. Μοιάζει πιο πολύ με το ρεύμα των Ελλήνων που μετανάστευσαν στη διάρκεια του Εμφυλίου ή αμέσως μετά. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν για να μην γυρίσουν πια...

Παλιές και νέες κατηγορίες, παλιοί και νέοι αποκλεισμοί

Λ. Βεντούρα: Στο θέμα της ένταξης ιδιαίτερη βαρύτητα έχει, θεωρώ, η προοπτική της κοινωνικής ανόδου· δηλαδή εννοώ ότι η ένταξη, όχι μόνο των μεταναστών, αλλά πολλών κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων, συντελείται μέσω της υιοθέτησης των εκάστοτε κυρίαρχων πολιτισμικών προτύπων προκειμένου να αυξήσει κανείς τις πιθανότητες που έχει να βελτιώσει την κοινωνική του θέση. Πρέπει να μοιάσεις με αυτόν που κοινωνικά ορίζεται ως ανώτερος, είτε είναι ο αριστοκράτης για τον αστό παλαιότερα, είτε είναι ο Έλληνας για τον Αλβανό μετανάστη σήμερα.

Έχουν λοιπόν σημασία και το σχέδιο, και οι πιθανότητες κοινωνικής ανόδου, αλλά και η συγκυρία. Όσο για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι ομοιότητες και οι διαφορές δεν είναι δεδομένες, αλλά ορίζονται και προσλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εποχή και κοινωνία. Για παράδειγμα, στη Γαλλία σήμερα, ως «άλλος», διαφορετικός, ορίζεται ο μουσουλμάνος μετανάστης, αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα, διαφορετικοί θεωρούνταν οι Ιταλοί, που είναι χριστιανοί, και μάλιστα καθολικοί, και που μιλάνε μια λατινογενή γλώσσα. Ξεχνάμε δηλαδή ότι τότε αυτοί που σήμερα προσλαμβάνονται ως Ευρωπαίοι και είναι αποδεκτοί, τότε προσλαμβάνονταν στερεοτυπικά με αρνητικό τρόπο, δεν θεωρούσαν δηλαδή οι Γάλλοι ότι είναι «αφομοιώσιμοι».

Μάλιστα, σε κάποιες αλυκές στη Νότια Γαλλία σε επίθεση ντόπιων εναντίον των Ιταλών μεταναστών υπήρξαν 135 νεκροί. Από την άλλη, ας σκεφτούμε ότι, αν στο μέλλον έρθουν στην Ευρώπη χιλιάδες προλεταριοποιημένοι Κινέζοι, ενδεχομένως ο «άλλος», ο διαφορετικός, να μην είναι πλέον ο μουσουλμάνος, αλλά ο Κινέζος. Το ποια διαφορά αναδεικνύεται, η κοινωνική κατηγοριοποίηση, οι ιεραρχίες κλπ. αλλάζουν μέσα στον χρόνο.

Γκ. Καπλάνι: Μπορούμε και στην περίπτωση της Ελλάδας να κάνουμε μια «πρόβλεψη» για τις νέες κατηγορίες αποκλεισμένων που θα δούμε στο μέλλον, που θα δούμε μπροστά μας. Έχω ακούσει πολύ έντονα αυτές τις μέρες, από ανθρώπους που αποδέχονται το πνεύμα του νομοσχεδίου, ότι το πρόβλημα δεν είναι οι Αλβανοί. Το πρόβλημα είναι οι Αφγανοί, οι Ασιάτες, οι Αφρικανοί. Από την άλλη ζούμε σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία όπου υπάρχει λουμπενοποίηση ορισμένων εφηβικών ομάδων, ειδικά σε κάποιες συνοικίες της Αθήνας. Πριν από ένα μήνα, στον Νέο Κόσμο, κάποια ομάδα πιτσιρικάδων επιτέθηκε σε μαγαζιά μεταναστών από τη Συρία (οι οποίοι είναι χριστιανοί αλλά μελαψοί).

Το ίδιο είχε γίνει στο Κολωνό πριν από ένα χρόνο, ενάντια σε Πακιστανούς μετανάστες. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν το γεγονός ότι ανάμεσα στην ομάδα που επιτέθηκε στους μετανάστες υπήρχαν και παιδιά Αλβανών μεταναστών. Βέβαια δεν είναι άγνωστη ιστορία αυτή, πρώην μετανάστες να στρέφονται ενάντια σε «καινούριους». Εγώ νομίζω ότι το νέο πρόσωπο του αποκλεισμού θα έχει χαρακτηριστικά βίας και θα στέφεται εναντίον αυτού που διαφέρει από το χρώμα του δέρματος, που ξεχωρίζει στην όψη και έχει άλλη θρησκεία. Οι Βαλκάνιοι μετανάστες θεωρούνται, λίγο ως πολύ, μια «ξεπερασμένη» υπόθεση.

Λ. Βεντούρα: Το εάν είναι ξεπερασμένη μένει να το διερευνήσουμε, να μην μένουμε απλώς στις εντυπώσεις. Σίγουρα όμως παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική θέση των μεταναστών που ήρθαν από τα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 το γεγονός ότι μετά το 2000 ήρθαν πρόσφυγες και μετανάστες από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, κλπ. Η προσοχή των ΜΜΕ και πολλών ντόπιων εστιάζει πλέον σε αυτούς επιτρέποντας στους παλαιότερους να περνάνε πιο απαρατήρητοι. Η παρουσία όσων ήρθαν πρόσφατα κάνει τους παλαιότερους μετανάστες να γίνονται αντιληπτοί ως συγκριτικά πιο όμοιοι με «μας».

Γκ. Καπλάνι: Στην Ελλάδα είναι κάτι καινούριο. Αρχίζει να φαίνεται πολύ έντονα μετά τις διαδηλώσεις των μουσουλμάνων, με το σκίσιμο του Κορανίου η νέα θεωρία των μη εντάξιμων που στοχοποιούνται κοινωνικά: οι Πακιστανοί, οι Αφγανοί.

Δ. Χριστόπουλος: Το κρίσιμο ερώτημα είναι ξανά τι κάνει το κράτος, απέναντι στις πιο ευάλωτες μεταναστευτικές ομάδες, αυτές που «μόλις κλείσαν την πόρτα», αυτές που εισπράττουν κατεξοχήν τον αποκλεισμό και το στιγματισμό. Άκουσα με σχετική ικανοποίηση την εξαγγελία της κυβέρνησης --περιμένω να δω βέβαια πώς θα το κάνουν-- ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να αποκτήσουν κάτι, ένα χαρτί ότι υπάρχουν. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι σαν τα αδέσποτα σκυλιά αυτή τη στιγμή. Ο πιο ευάλωτος άνθρωπος, ο πιο θνητός είναι ο νομικά ανύπαρκτος.

Υπάρχουν λοιπόν όλοι αυτοί που είναι σε ένα νομικό λίμπο και πρέπει να καταγραφούν· υπάρχουν οι άλλοι για τους οποίους πρέπει να «μηδενίσουμε το κοντέρ» και πρέπει να αποκτήσουν καθεστώς νομιμότητας, γιατί για λόγους που σχετίζονται με την ανελαστικότητα της ελληνικής νομοθεσίας έχασαν τη δυνατότητα να νομιμοποιηθούν με τα προηγούμενα προγράμματα. Και μια τρίτη κατηγορία, για την οποία --στο βαθμό που το θέλουν-- η διέξοδος είναι η ιθαγένεια. Έτσι το βλέπω και συζητάμε για τρία βήματα, τα οποία πρέπει να γίνουν μαζί. Δηλαδή όσο επείγει το ένα επείγει και το άλλο.

Ένα νομοσχέδιο-τομή: τα θετικά του και τα ελλείμματα

Δ. Χριστόπουλος: Ένα πολύ βασικό θετικό του νόμου είναι ότι βγάζει το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας από ένα καθεστώς αποκλειστικά και μόνο αποφάσεων. Μέχρι σήμερα, το ποιος μπορεί να γίνει Έλληνας δεν σχετίζονταν με κανόνες, ήταν αποτέλεσμα μόνο απόφασης, πολιτικής βούλησης. Τώρα μπαίνουν κανόνες. Είναι πολύ σημαντικό ότι, για πρώτη φορά, αιτιολογείται η απόφαση άρνησης της πολιτογράφησης, καθώς και ότι επίσης για πρώτη φορά υπάγεται το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας σε προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων.

Σκεφτείτε ότι ως σήμερα στην ιθαγένεια δεν υπάρχουν προθεσμίες: ρωτάς, και αν το κράτος δεν θέλει, δεν απαντά. Η δεύτερη σημαντική αλλαγή είναι η εισαγωγή στοιχείων δικαίου του εδάφους για τη δεύτερη γενιά και για τη λεγόμενη «μιάμιση» γενιά -- τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν αλλά ανατράφηκαν εδώ, όπως είπα παραπάνω. Η τρίτη, η αντικατάσταση της δεκαετίας, που ήταν από τα υψηλότερα διαστήματα στην Ευρώπη για την αίτηση πολιτογράφησης, με την πενταετία.

Μείζον αρνητικό θεωρώ το ότι δεν θίγει τη θεμελιώδη διάκριση που εφαρμόζει το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας, των αλλοδαπών σε ομογενείς και αλλογενείς. Προσπαθεί λίγο να αγγίξει αυτήν την ιδιαιτέρως ελληνική διάκριση: πχ. ευτυχώς δεν υπάρχει πλέον η λέξη «αλλογενείς», ωστόσο οι διακρίσεις παραμένουν. Όπως είχαμε επισημάνει και πέρσι, ως Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, διατηρείται ένας πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κανόνας, η αέναη κληρονομικότητα της ελληνικής ιθαγένειας: αν αποδείξεις ότι κάποτε --το 1850-- κάποιος πρόγονός σου ήταν Έλληνας, αυτομάτως και εσύ και όλοι οι κατιόντες του, γίνονται Έλληνες αναδρομικά, ακόμη και οι πεθαμένοι, ανεξάρτητα από το πού έζησαν κλπ.

Στο νομοσχέδιο υπάρχουν και άλλα σημεία που επιδέχονται βελτίωση, τα αναφέρω απλώς καθώς έχουν ήδη επισημανθεί: το ότι δίνει δικαίωμα εκλέγειν αλλά όχι εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές, καθώς και το πολύ υψηλό παράβολο.

Γκ. Καπλάνι: Ως πρώτο βήμα, θεωρώ το νομοσχέδιο πάρα πολύ θετικό, έως και θαρραλέο: προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα με όρους πολιτικούς και συνείδησης και όχι αίματος και γονιδίων. Εισάγει τη διαφάνεια στη διαδικασία της πολιτογράφησης. Αντιμετωπίζει, σε μεγάλο βαθμό, ένα εκρηκτικό κοινωνικό πρόβλημα, εκείνο των παιδιών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και καταχρηστικά τα αποκαλούνε δεύτερη γενιά. Είναι παιδιά που δεν έχουν άλλη αναφορά, κοινωνική, ταυτότητας και γλωσσική, από την ελληνική. Από εκεί και πέρα, ένα ζήτημα που δεν καλύπτει το νομοσχέδιο είναι τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και οι γονείς τους ήταν ή έγιναν παράνομοι στην συνέχεια. Έχοντας υπόψη το νομικό αλαλούμ που ίσχυε στο θέμα της νομιμοποίησης, είναι μια κατηγορία παιδιών που πρέπει να μας απασχολήσει. Η διαφορά τους σε σχέση με τα παιδιά που έχουν γεννηθεί από νόμιμους γονείς είναι ανύπαρκτη.

Δ. Χριστόπουλος: Θέλω να προσθέσω ότι η κτήση της ιθαγένειας δεν είναι πανάκεια. Να δώσω ένα παράδειγμα: υπάρχουν παιδιά των οποίων οι γονείς, λόγω των μεταναστευτικών πολιτικών του ελληνικού κράτους, δεν μπόρεσαν ποτέ να υπαχθούν σε ένα καθεστώς νομιμότητας. Θεωρώ λάθος, επί της αρχής, την πρόταση, που έχει ακουστεί και από τα αριστερά, «ανοίξτε την ιθαγένεια και σε αυτά τα παιδιά». Η λύση, κατά τη γνώμη μου, είναι η με κάποιον τρόπο νομιμοποίηση των γονέων, και δι’ αυτής να ανοίξει ο δρόμος για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας για τα παιδιά. Η ιθαγένεια δεν μπορεί να είναι το φάρμακο για όλα τα αδιέξοδα της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής. Εξάλλου, κάποιος μπορεί απλώς να μη θέλει να γίνει έλληνας: η κτήση της ιθαγένειας δεν πρέπει να είναι η διέξοδος για την τακτοποίηση της διαμονής του στην Ελλάδα.

Ποιοι αποφασίζουν σε μια δημοκρατία και η ρευστότητα των πολιτικών κοινοτήτων

Δ. Χριστόπουλος: Εν κατακλείδι, δύο σημεία. Πρώτον, ένας συνεπής δημοκράτης, με τη μίνιμουμ έννοια, δεν μπορεί να αποδέχεται ότι σε μια χώρα με πληθυσμό 11 εκατομμύρια πληθυσμό το 1 δεν συμμετέχει στη διαδικασία λήψης απόφασης, στο νομοθετείν. Στη δημοκρατία αποφασίζει αυτός τον οποίον αφορούν οι νόμοι. Όταν αποφασίζει ένα μικρότερο ποσοστό, έχουμε ένα βαθύτατο δημοκρατικό έλλειμμα, όπως τα πρώτα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όταν ψήφιζαν όσοι είχαν ένα συγκεκριμένο εισόδημα, όταν δεν ψήφιζαν οι γυναίκες κλπ.

Αυτό έχει σημασία να ιστορικοποιήσουμε και να το αναδείξουμε: καμία πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να είναι στατική. Οι πολιτικές κοινότητες μεταλλάσσονται ιστορικά, αποκτούν νέες ταυτότητες, οι οποίες διαρκώς αναμορφώνονται μέσα από αγώνες και διεκδικήσεις. Αυτή είναι εξάλλου και η δύναμή τους. Έχουν άραγε συναίσθηση αυτοί που υποστηρίζουν πως «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» πόσοι θα ήταν Έλληνες σήμερα αν ακολουθούσαμε τη συνταγή τους;

Γκ. Καπλάνι: Υπάρχει μια αντίληψη που βλέπει την πολιτική κοινότητα του έθνους ως νεκροταφείο, που μεγαλώνει κυρίως από τους νεκρούς της. Υπάρχει και μια άλλη η οποία την αντιλαμβάνεται ως ένα ζωντανό οργανισμό μέσα στην ιστορία, που αφομοιώνει την ιστορία και αναπροσαρμόζεται σε αυτή. Οι μετανάστες λοιπόν αποτελούν ένα καινούριο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας και το σημερινό στοίχημα είναι να γίνουν κομμάτι αυτού του ζωντανού οργανισμού που λέγεται ελληνική κοινωνία και ταυτότητα.

Όποιος δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο στην ουσία επιδιώκει μια ελληνική κοινωνία που θα σέρνεται λαχανιασμένη πίσω από την ιστορία, ανίκανη να την αφομοιώσει και να την αξιοποιήσει. Τα ίδια τα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν ότι ποτέ, καμία κοινωνία, η ελληνική ειδικά, δεν ζημιώθηκε καθιστώντας τους άλλους ίσους και ισότιμους. Το αντίθετο. Οι διαιρεμένες κοινωνίες σε «εμείς» και «άλλους», σε «ανώτερους» και «κατώτερους», σε πολίτες πρώτης και τρίτης κατηγορίας ταλανίζονταν από αδυσώπητες συγκρούσεις και υπογράφουν την παρακμή τους.

Διάλογοι για το σχέδιο «Καλλικράτης»

Το σχέδιο διοικητικής αναδιάρθρωσης της χώρας υπό την κωδική ονομασία «Καλλικράτης» έχει δρομολογηθεί.

Από πολλές πλευρές κρίνεται μείζονος σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία της διοίκησης, τον εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό της αυτοδιοίκησης και του κράτους. Ο πυρήνας της πρότασης που έχει τεθεί σε συζήτηση, αφορά κυρίως την οργανωτική και λειτουργική αναβάθμιση των δύο βαθμών αυτοδιοίκησης (ενισχυμένοι δήμοι και αιρετή περιφερειακή αυτοδιοίκηση).

* Ο δήμαρχος Αθηναίων και πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ Νικ. Κακλαμάνης θεωρεί ως βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος την ένταξη σ' ένα συνολικό εθνικό πρόγραμμα διοικητικής μεταρρύθμισης, τον ορθό σχεδιασμό των νέων ανθρωπογεωγραφικών ενοτήτων και τη σύνταξη ενός ολοκληρωμένου επιχειρησιακού προγράμματος υποστήριξης των νέων ΟΤΑ.

* Ο συνταγματολόγος Γ. Σωτηρέλης παρατηρεί ότι έχουν διαμορφωθεί όροι σύγκλισης που θα ήταν κρίμα να χαθούν στη δίνη μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Θεωρεί τη μεταρρύθμιση ως πρώτο βήμα για τη ριζική αλλαγή της δομής και λειτουργίας της κεντρικής διοίκησης, που πρέπει να επανακολουθήσει.

* Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Φ. Κουβέλης αφού σημειώνει ότι η χώρα χρειάζεται ισχυρή αιρετή περιφέφεια και δήμους επισημαίνει ως θολά σημεία της κυβερνητικής πρότασης τη χρηματοδότηση, τις αρμοδιότητες και τη χωροταξική σύνθεση των νέων βαθμών αυτοδιοίκησης.

Μια μετέωρη αλλαγή

Η χώρα μας χαρακτηρίζεται από ένα συγκεντρωτικό πολιτικό-διοικητικό σύστημα, μέσα από το οποίο οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης ασκούν περιορισμένο ρόλο στις δημόσιες υποθέσεις.

Είναι, επομένως, αναγκαία η ριζική μεταρρύθμιση του πολιτικού μας συστήματος με νέους θεσμούς, για την ενίσχυση της δημοκρατίας, της περιφερειακής συγκρότησης, της ανάπτυξης σε νέα πεδία κοινωνικής δραστηριότητας, της συμμετοχής των πολιτών στην ασκούμενη πολιτική.

* Η κυβέρνηση παρουσίασε πριν από λίγες μέρες το σχέδιο «Καλλικράτης», με το οποίο επιχειρεί να αλλάξει ριζικά το διοικητικό σύστημα της χώρας. Οφειλε όμως να δημοσιοποιήσει πλήρες σχέδιο για το ποιες αρμοδιότητες διατηρεί το κεντρικό κράτος και ποιες μεταφέρονται σε κάθε βαθμό της αυτοδιοίκησης.

Εκείνο που χρειάζεται η χώρα είναι ισχυρή αιρετή περιφέρεια, λιγότερους και ισχυρούς δήμους και επιτελικό ρόλο του κράτους, όπως σταθερά υποστηρίζει η σύγχρονη αριστερά. Το σχέδιο δεν διευκρινίζει πολλά κρίσιμα σημεία, αφήνοντας θολό το πεδίο των αρμοδιοτήτων και των πόρων. Συγκεκριμένα:

1 Χρηματοδότηση: Με τα τρέχοντα οικονομικά των δήμων σε δεινή κατάσταση, καθώς οι οφειλές προς τους ΟΤΑ το 2009 ξεπέρασαν τα 330 εκατ. ευρώ και οι θεσμοθετημένοι πόροι το 2010 μειώνονται κατά 12% έως 15%, πρέπει να ξεκαθαριστεί το ζήτημα της χρηματοδότησης της μεταρρύθμισης, η οποία υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει μόνο για τους δήμους, που αναφέρονται στο σχέδιο, τα 4 δισ. ευρώ.

2 Αρμοδιότητες: Είναι αναγκαίος ένας ισχυρός θεσμός της πρωτοβάθμιας Τ.Α., γεωγραφικά και πληθυσμιακά αναπροσδιορισμένης και με εσωτερική αποκέντρωση και δευτεροβάθμια περιφερειακή αυτοδιοίκηση, με ενισχυμένο τον πολιτικό της ρόλο. Οι αναφορές στις αρμοδιότητες κάθε επιπέδου αυτοδιοίκησης χρειάζεται να ορισθούν συγκεκριμένα και ιδίως αυτές των περιφερειών, τα όργανα των οποίων θα είναι για πρώτη φορά αιρετά.

Η θεσμοθέτηση επτά νέων υπερ-περιφερειών, χωρίς μάλιστα αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων τους, διαμορφώνει στοιχεία ενός νέου επικείμενου ελέγχου στην τοπική αυτοδιοίκηση.

3 «Χωροταξικό»: Παραμένει ασαφές το ποιος θα συνενωθεί με ποιον. Ο αριθμός των 370 δήμων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ότι θα προκύψουν μετά τον «Καλλικράτη» προκαλεί ήδη αντιδράσεις, δικαιολογημένες ή μη. Οι κυβερνητικές προθέσεις πρέπει να αποτυπωθούν τεκμηριωμένες με συγκεκριμένα κριτήρια, με βάση και τις αποφάσεις της ΚΕΔΚΕ.

Το σχέδιο αφήνει αιωρούμενα κρίσιμα κεντρικά ερωτήματα: Εχει η κυβέρνηση εξασφαλίσει τις οικονομικές και άλλες προϋποθέσεις πριν προχωρήσει στη διοικητική μεταρρύθμιση; Θα καθιερώσει την απλή αναλογική σε όλες τις βαθμίδες αυτοδιοίκησης για τη δημοκρατική συγκρότηση των οργάνων και την αναλογική εκπροσώπηση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε όλα τα όργανα αυτοδιοίκησης;

* Οποιαδήποτε απόπειρα επιχειρήθηκε στο παρελθόν για οργανωτική αναδιάρθρωση της αυτοδιοίκησης δεν άγγιξε τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι ο συγκεντρωτισμός του κράτους.

Μια «διοικητική μεταρρύθμιση» πρέπει να θεωρείται ως μια δημοκρατική και αποκεντρωτική μεταρρύθμιση των διοικητικών δομών του κράτους προς την αυτοδιοίκηση. Εκεί δηλαδή που αναδεικνύεται η ανάγκη ρήξεων και τομών. Η μεταρρύθμιση πρέπει να είναι συνολική και να καλύπτει την κεντρική κρατική και αποκεντρωμένη διοίκηση σ' όλους τους τομείς της και την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση, από κοινού και όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα.

Χρειάζεται επομένως:

* Οικονομική επάρκεια, με πρώτο βήμα την άμεση απόδοση των οφειλομένων επί χρόνια στους υφιστάμενους αυτοδιοικητικούς θεσμούς.

* Ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο υποστήριξης και κάλυψης των βασικών ελλειμμάτων (υποδομών-προσωπικού) που κληροδοτούν στη νέα διοικητική δομή οι σημερινοί οργανισμοί Τ.Α.

* Ουσιαστική διαβούλευση για την εφαρμογή κοινά αποδεκτών κριτηρίων και τη διαμόρφωση των νέων χωροεδαφικών ενοτήτων, που πρόκειται να προκριθούν.

* Σχέδιο ενσωμάτωσης στην περιφερειακή αυτοδιοίκηση όλων των αναπτυξιακών και κοινωνικών, κρατικών περιφερειακών λειτουργιών, καθώς και της διαχείρισης των αντίστοιχων εθνικών αλλά και των ευρωπαϊκών πόρων.

* Κατάργηση του αντιδημοκρατικού 42% για την εκλογή τοπικών αρχόντων και καθιέρωση της απλής αναλογικής, ως στοιχείου διασφάλισης ουσιαστικού δημοκρατικού ελέγχου, κινήτρου συμμετοχής και ενεργοποίησης των πολιτών και γνήσιας έκφρασης των κοινωνικών συσχετισμών.

* Βασική προϋπόθεση για να πετύχει η προσπάθεια είναι η μεταρρύθμιση του κράτους. Χωρίς αυτήν όλα θα είναι μετέωρα. Είναι ανάγκη να προχωρήσει ο τόπος σε μεγαλύτερα αυτοδιοικητικά ολοκληρώματα, ώστε να εξασφαλίσουμε την αποτελεσματικότητα στη δράση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για να συμβεί αυτό, η τοπική αυτοδιοίκηση χρειάζεται αναδόμηση και ανακαθορισμό και της λειτουργίας της και των αρμοδιοτήτων της.

* Χρειάζεται να υπάρξει περιορισμός του κράτους στον επιτελικό του ρόλο και ενίσχυση-αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης, με τη μεταβίβαση σ' αυτήν των αποκεντρωμένων αρμοδιοτήτων του κράτους, μαζί φυσικά με τους ανάλογους δυναμικούς και απαραίτητους οικονομικούς πόρους.

Χωρίς τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, υπάρχει ο κίνδυνος το σχέδιο «Καλλικράτης» όχι μόνο να μην υπηρετήσει την ουσιαστική μεταρρύθμιση, αλλά και να οδηγήσει το όλο εγχείρημα σε αυτοαναίρεση, με σοβαρά επακόλουθα.

* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Τέλος του συγκεντρωτισμού

Με το σχέδιο «Καλλικράτης» φαίνεται να κλείνει ένας κύκλος έντονων διεργασιών -αλλά και πολλαπλών διαψεύσεων- ως προς τη μεταρρύθμιση του διοικητικού μας συστήματος.

Οι προτάσεις της κυβέρνησης θέτουν πλέον ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο συζήτησης, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά σε όσα έχουν υποστηριχθεί εδώ και χρόνια από το χώρο των θεσμικών εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (αρχής γενομένης από την ΚΕΔΚΕ -η οποία σταδιακά διαμόρφωσε, με την παλαιά αλλά και με τη νέα ηγεσία της, μια ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική πρόταση- για να ακολουθήσει στη συνέχεια, παρά τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις, και η ΕΝΑΕ, βοηθούντος και του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο με τις μελέτες του εξειδίκευσε τον σχετικό προβληματισμό).

**Διαμορφώνονται έτσι οι όροι μιας πρωτοφανούς σύγκλισης, που θα ήταν πραγματικά κρίμα να χαθεί είτε στη δίνη μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων είτε λόγω των υπόγειων και υποβολιμαίων αντιστάσεων ενός συγκαλυμμένου μεν αλλά πανταχού παρόντος κρατικού συγκεντρωτισμού, ο οποίος μοιάζει να έχει εγγραφεί εδώ και δεκαετίες στο DNA του πολιτικοδιοικητικού -αλλά και του δικαστικού- μας συστήματος.

**Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συζήτησης για επιμέρους πτυχές του εγχειρήματος. Απομένουν αρκετά ακόμη σημεία που πρέπει να διευκρινισθούν και να συγκεκριμενοποιηθούν στην πορεία προς την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Αλλωστε, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που επεξεργάσθηκε το αρχικό σχέδιο -και στην οποία έχω την τιμή να συμμετέχω- αντιμετώπισε ουκ ολίγα διλήμματα και διατύπωσε σε αρκετές περιπτώσεις εναλλακτικές προτάσεις, ώστε να υπάρχει ευχέρεια επιλογών.

**Το υπουργείο ευλόγως προέκρινε κάποιες από αυτές στο σχέδιό του, αλλά όπως έδειξε και στις σχετικές συζητήσεις στην Επιτροπή -στις οποίες η ηγεσία του μετείχε ανελλιπώς- είναι ανοιχτό στο διάλογο, ώστε να κατατεθεί ένα νομοσχέδιο που θα ενσωματώσει χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς όλες τις εποικοδομητικές προτάσεις, με πρώτη προτεραιότητα την επίτευξη των ευρύτερων δυνατών πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων.

Εννοείται βέβαια ότι υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας της πρότασης, ο οποίος ευλόγως πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτος, διότι διαφορετικά θα χαθεί το ιδιαίτερο πολιτικό στίγμα της μεταρρύθμισης και ο διάλογος θα εκτραπεί σε ατέρμονες και αδιέξοδες αναζητήσεις.

**Πρόκειται για την οργανωτική και λειτουργική αναβάθμιση των δύο βαθμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ενισχυμένοι δήμοι - περιφερειακή αυτοδιοίκηση) την καθιέρωση μητροπολιτικής αυτοδιοίκησης και την αναδιάταξη της αποκεντρωμένης διοίκησης, που αποτελούν ώριμα αιτήματα και πρέπει επιτέλους να πραγματωθούν, ώστε να ξεκινήσει μια νέα εποχή για την περιφερειακή ανάπτυξη και την τοπική δημοκρατία, αλλά και για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών.

Σημαντικό δε ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση θα διαδραματίσει η αναλυτική κοστολόγηση του όλου εγχειρήματος (συνυπολογιζομένης, σε βάθος χρόνου, της δραστικής εξοικονόμησης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού) αλλά και η πρόβλεψη συστηματικής παρακολούθησης της εφαρμογής του, ώστε να μην χαθεί στην πορεία η δυναμική και η αξιοπιστία της μεταρρύθμισης.

**Συμπερασματικά, το σχέδιο «Καλλικράτης» πρέπει όντως να είναι ανοιχτό σε έναν ευρύ και ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, αλλά με δεδομένο τον βασικό κορμό της μεταρρύθμισης και, επιπλέον, με χρονικό ορίζοντα σύντομο, καθώς είναι γνωστό ότι η σχετική νομοθετική διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί ως τάχιστα, προκειμένου να αρχίσει η εφαρμογή του σχεδίου αλλά και η εν γένει προετοιμασία για τις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές.

Οι εκλογές αυτές θέτουν πράγματι ένα ασφυκτικό όριο, το οποίο όμως θεωρούμε ότι τελικά θα αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο, προκειμένου να μην φαλκιδευθεί ακόμη μια φορά η μεταρρύθμιση -με παραπομπή στις ελληνικές καλένδες- από τις δυνάμεις του συγκεντρωτισμού, του πελατειασμού και της αδράνειας. Η παταγώδης αποτυχία, άλλωστε, της προηγούμενης κυβέρνησης παρά τις επανειλημμένες και στομφώδεις σχετικές διακηρύξεις της, παρέχει ένα εξαιρετικά πολύτιμο παράδειγμα προς αποφυγή.

**Στο σημείο αυτό, πάντως, θεωρώ απαραίτητη την ακόλουθη επισήμανση. Η εξαγγελθείσα μεταρρύθμιση είναι ένα μεγάλο βήμα, αλλά δεν παύει να είναι το πρώτο μόνο βήμα για μια συνολική αλλαγή του διοικητικού μας συστήματος.

Και τούτο είναι εύλογο, διότι με βάση τον αρχικό της σχεδιασμό περιορίζεται, όπως ήδη προεκτέθηκε, σε αναδιάταξη δομών και ανακατανομές αρμοδιοτήτων που εν πολλοίς είναι ήδη αποκεντρωμένες σε επίπεδο περιφέρειας.

**Δεν αγγίζει δηλαδή -και δεν θα μπορούσε να αγγίξει, με βάση τα σημερινά δεδομένα- το ζήτημα της ριζικής αλλαγής της δομής και λειτουργίας της κεντρικής διοίκησης, στην κατεύθυνση της διαρκώς εξαγγελλόμενης αλλά ανεύρετης έως τώρα επιτελικής λειτουργίας της.

Μια τέτοια μείζων μεταρρύθμιση, η οποία πρέπει να είναι το επόμενο βήμα, προκειμένου να οργανωθεί επιτέλους ένα «κράτος-στρατηγείο», πρέπει πλέον να ξεκινήσει από πάνω προς τα κάτω, καθώς προϋποθέτει και συνεπάγεται τα ακόλουθα σημαντικά βήματα:

1 Τον προσεκτικό καθορισμό των επιτελικών αρμοδιοτήτων, οι οποίες πρέπει να παραμείνουν στα υπουργεία -προκειμένου αυτά να καταστούν πράγματι επιτελικά- και να ασκούνται πλέον από έναν μικρό αριθμό υπαλλήλων, με υψηλά προσόντα και αντίστοιχες αποδοχές.

2 Την αποκέντρωση, είτε καθ' ύλην (σε υπηρεσίες και κρατικά νομικά πρόσωπα) είτε κατά τόπον, των υπόλοιπων, δηλαδή των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, με αντίστοιχη μεταφορά του αρμόδιου προσωπικού των υπουργείων.

3 Τον επιμερισμό των κατά τόπον αποκεντρουμένων εκτελεστικών αρμοδιοτήτων είτε στα περιφερειακά κρατικά όργανα -τα οποία θα αναπληρώσουν έτσι, με σημαντικότερες αρμοδιότητες, αυτές που θα έχουν ήδη μεταφερθεί στους δύο αναδιοργανωμένους βαθμούς αυτοδιοίκησης- είτε στα νέα αναβαθμισμένα αυτοδιοικητικά όργανα, οπότε και θα ολοκληρωθεί, ενδεχομένως και μέσω νέων ανακατανομών μεταξύ των δύο βαθμών, η λειτουργική αναβάθμιση του συνόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ολα αυτά, όμως, προϋποθέτουν μια άλλη προσέγγιση, που θα εκκινεί πλέον, προεχόντως, όχι από την σκοπιά της μεταρρύθμισης της Αυτοδιοίκησης, η οποία φαίνεται να έχει ήδη δρομολογηθεί, αλλά από τη σκοπιά της μεταρρύθμισης του κράτους, η οποία παραμένει το μεγάλοέως τώρα ζητούμενο.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΤΑ

Αποκέντρωση με εγγυήσεις

Το ετήσιο τακτικό συνέδριο της ΚΕΔΚΕ πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη και δύσκολη για τον τόπο μας και την οικονομία χρονιά, ταυτόχρονα όμως σε μια μοναδική για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας, και μια σημαντική για την ίδια την Αυτοδιοίκηση, περίοδο.

Την περίοδο δηλαδή που, επιτέλους, εκτός από την Αυτοδιοίκηση, Κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα αλλά και η ίδια η κοινωνία συζητούν, διαβουλεύονται, σχεδιάζουν και αποφασίζουν για λιγότερο κράτος, περισσότερη αποκέντρωση και αυτοδιοίκηση, λιγότερη γραφειοκρατία, περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια και συμμετοχή του πολίτη.

*Και σ' αυτήν τη δύσκολη αλλά σημαντική εθνική υπόθεση η Αυτοδιοίκηση δηλώνει, με όλες της τις δυνάμεις, ότι όχι μόνο είναι παρούσα αλλά και ότι διεκδικεί να έχει ισότιμη συμμετοχή στον διάλογο για την επιτυχία της Διοικητικής Μεταρρύθμισης που προγραμματίζει.

*Η Αυτοδιοίκηση διακηρύττει ότι συμφωνεί, επί της αρχής, για την ανάγκη εφαρμογής του Προγράμματος Διοικητικής Μεταρρύθμισης που θα αφορά συνολικά το πολιτικό και το διοικητικό σύστημα της χώρας μας.

Θέτει δε ως βασικές προϋποθέσεις αυτές που διατυπώθηκαν στο Συνέδριο της ΚΕΔΚΕ, το 2007, στην Κυλλήνη, όπως συμπληρώθηκαν και διευκρινίστηκαν στα Συνέδρια των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης του 2008. Ήτοι:

1η προϋπόθεση: Η αναδιάρθρωση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να γίνει μεμονωμένα, πρέπει να αποτελεί μέρος ενός συνολικού Εθνικού Προγράμματος Διοικητικής Μεταρρύθμισης του πολιτικού μας συστήματος και της δημόσιας διοίκησης σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

2η προϋπόθεση: Πρέπει να προηγηθεί ο σχεδιασμός των νέων ανθρωπογεωγραφικών ενοτήτων ως «ανοικτών πόλεων» με κριτήρια πληθυσμιακά, χωροταξικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, οικονομικά και αναπτυξιακά, καθώς και κριτήρια που αφορούν την ιστορία, τη μοναδικότητα ορισμένων Δήμων και Κοινοτήτων, τη νησιωτικότητα και την ορεινότητα των δήμων, με αξιοποίηση της εμπειρίας των παλαιότερων σχεδιασμών, για να αποφευχθούν συνενώσεις που θα υπαγορεύονται από κομματικά και μικροπολιτικά κριτήρια.

3η προϋπόθεση: Η αναδιάρθρωση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν εξαντλείται στη θέσπιση ενός νόμου που καθορίζει τα νέα διοικητικά όρια και καταλήγει σε μικρότερο αριθμό ΟΤΑ. Απαρέγκλιτος όρος για την επιτυχή έκβαση της αναδιάρθρωσης της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η σύνταξη ενός ολοκληρωμένου Εθνικού Επιχειρησιακού Προγράμματος Υποστήριξης για τους νέους ΟΤΑ.

Το περιεχόμενο του Εθνικού Προγράμματος Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ειδικά για την Πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση - με βάση και την απόφαση του Συνεδρίου της ΚΕΔΚΕ στην Κυλλήνη - θεωρούμε και προτείνουμε να αποτελείται από τις εξής παραμέτρους-αλλαγές:

*Τη χωροθέτηση των διοικητικών ορίων των νέων ΟΤΑ, με αντικειμενικά κριτήρια στα οποία θα συμφωνούν όλοι οι εμπλεκόμενοι.

*Την αποτελεσματική και δημοκρατική δημοτική διακυβέρνηση σε όλους τους τομείς.

* Την αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και λειτουργιών μαζί με τους αντίστοιχους πόρους και την αποκέντρωση συγκροτημένων δομών.

*Τη διασφάλιση των οικονομικών πόρων και επιτέλους τη φορολογική αποκέντρωση.

*Τη στελέχωση των ΟΤΑ και την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτουν.

*Την οργάνωση των δημοτικών λειτουργιών και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση.

*Την κατασκευή των βασικών απαραίτητων τεχνικών υποδομών για κάθε ανθρωπογεωγραφική ενότητα που θα προκύψει.

*Τη βελτίωση των σχέσεων των ΟΤΑ με το υπόλοιπο διοικητικό σύστημα της χώρας.

*Τη διαβούλευση και το επικοινωνιακό πρόγραμμα, που αποτελεί εκ των ουκ άνευ σημείο.

*Τη διοίκηση, την παρακολούθηση, την αξιολόγηση του Προγράμματος σε όλες τις φάσεις του.

Ολες οι παραπάνω παράμετροι, που αποτελούν ισότιμα συστατικά στοιχεία του Εθνικού Προγράμματος Διοικητικής Μεταρρύθμισης της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρέπει:

Πρώτον, να αποτυπωθούν:

Σε ένα νέο Κανονιστικό Πλαίσιο. Σε ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο της Τ.Α., που θα χρηματοδοτηθεί από πόρους ανεξάρτητους από τους ΚΑΠ, δηλαδή από το ΕΣΠΑ και εθνικούς πόρους. Σε έναν συγκεκριμένο Οδικό Χάρτη, που θα συμφωνηθεί.

Δεύτερον, όλα αυτά να συμφωνηθούν με την Κυβέρνηση ως όροι επιτυχημένου σχεδιασμού και εφαρμογής της Μεταρρύθμισης.

Θέματα που απαιτούν διάλογο και λύσεις εξάλλου επιβάλλεται να είναι τα εξής:

*Μητροπολιτική Αυτοδιοίκηση.

*Τα οικονομικά των ΟΤΑ.

*Πρόγραμμα «ΘΗΣΕΑΣ».

*Η συμμετοχή των ΟΤΑ στο ΕΣΠΑ 2007-2013.

*Κοινωνική πολιτική.

*Απασχόληση

*Προστασία του Περιβάλλοντος.

Το ενδιαφέρον της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εστιάζεται στη διαχείριση των αποβλήτων, στο χωροταξικό σχεδιασμό ως αναγκαία συνιστώσα για ισχυρούς Δήμους και αποτελεσματική διοικητική μεταρρύθμιση, καθώς και στη δημιουργία της πράσινης κάρτας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της χώρας είναι έτοιμη να συμμετάσχει στο διάλογο για τη σύνταξη του σχεδίου νόμου και του χωροταξικού σχεδιασμού των νέων ΟΤΑ με την υπευθυνότητα που απαιτεί μια τέτοια μεγάλη αλλαγή για την ανασυγκρότηση του Κράτους, συστατικό μέρος και βασικός πυλώνας του οποίου αποτελεί η Πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εξάλλου η προώθηση της Διοικητικής Μεταρρύθμισης αποτελεί κατάκτηση για την ίδια την Αυτοδιοίκηση, η οποία επί σειρά ετών αγωνίστηκε, μελέτησε, σχεδίαζε και κατέθεσε ολοκληρωμένες προτάσεις για σύγχρονο κράτος και ισχυρή Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Είναι έτοιμη η Τοπική Αυτοδιοίκηση για τον διάλογο, εφόσον βεβαίως υλοποιηθούν μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου οι αποφάσεις του συνεδρίου μας που αφορούν τα χρωστούμενα του 2009 και βεβαίως η παρουσίαση του χωροταξικού σχεδιασμού των νέων «Καλλικρατικών» δήμων.

Η Κυβέρνηση οφείλει να αξιοποιήσει την πλούσια εμπειρία και τον προβληματισμό της Αυτοδιοίκησης που αναπτύχθηκε όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα στο παρόν συνέδριο.

* Ο ΝΙΚΗΤΑΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ είναι δήμαρχος Αθηναίων και πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ.

Γιατί επιστρέφει ο Μαρξ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο ιταλός μελετητής του έργου του Μαρξ Μαρτσέλο Μούστο, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Γιορκ του Τορόντο, στον Ντονατέλο Σανταρόνε, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο 3 της Ρώμης.

-Το πρώτο ερώτημα που θα ήθελα να σας θέσω αναφέρεται στο λόγο της επιβλητικής αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για το έργο του Μαρξ.

«Ο Μαρξ ταυτίστηκε για πολύ καιρό με τις γκρίζες κρατικές εμπειρίες του υπαρκτού σοσιαλισμού και μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου διακηρύχθηκε ακόμα και η εξαφάνισή του. Με εξαίρεση λίγες κριτικές φωνές, πράγματι, θεωρήθηκε ομόψυχα σαν ένα από εκείνα τα παλιά και σκουριασμένα εργαλεία, τα οποία η Ιστορία δεν ξέρει πλέον τι να τα κάνει.

Από τότε και για 15 περίπου χρόνια, οι μελέτες για τον Μαρξ περιορίστηκαν πάρα πολύ σε σχέση με το παρελθόν, σε ορισμένες χώρες έπαψαν εντελώς, και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός απείχε πολύ από το να έχει πετύχει εκείνη την κοινωνική ευημερία και εκείνη την οικονομική και πολιτική σταθερότητα, που οι ιδεολόγοι του και οι πληρωμένοι απολογητές του προσπαθούσαν να αποδείξουν ή ανακοίνωναν ως επικείμενες.

Ωστόσο, αντίθετα με τις προβλέψεις που τον είχαν ρίξει οριστικά στη λήθη τα τελευταία χρόνια, ο Μαρξ επέστρεψε, και στα ράφια των βιβλιοπωλείων ξαναβλέπουμε όλο και περισσότερο τα κείμενά του σε ανατυπώσεις και επανεκδόσεις. Επιπλέον, μετά την κατάρρευση της Wall Street, ο Μαρξ επανεμφανίστηκε στις πρώτες σελίδες πολλών περιοδικών όλου του κόσμου και οι πιο σημαντικές εφημερίδες τού αφιέρωσαν πολλά άρθρα, συχνά πρωτοσέλιδα, στα οποία οι θεωρίες του ξανάρχισαν να χαρακτηρίζονται πάρα πολύ σημαντικές και προφητικές».

-Πώς εξηγείται αυτό το νέο ενδιαφέρον;

«Αναμφίβολα αυτό πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο Μαρξ ξαναρχίζει να αντιμετωπίζεται άλλη μια φορά ως ο πιο έγκυρος στοχαστής για να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό και να του ασκήσουμε κριτική. Και αυτό όχι μόνον εξαιτίας της οξυδέρκειας των στοχασμών του -που του επέτρεψε να προβλέψει την παγκόσμια επέκταση του καπιταλισμού και συνεπώς την επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων και τη γενίκευση του καθεστώτος της μισθωτής εργασίας- αλλά και επειδή ορισμένα φαινόμενα, που αυτός ανέλυσε, εκδηλώνονται σήμερα (σε έναν καπιταλισμό ο οποίος γνώρισε μιαν εξαιρετική σε ένταση και διάδοση ανάπτυξη) ακόμα πιο καθαρά σε σχέση με τον καιρό του Μαρξ. Αρκεί να σκεφτούμε τη σημασία της συσσώρευσης που πραγματοποιείται μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την οποία αυτός ανέλυσε στον τρίτο τόμο του "Κεφαλαίου", ή τις κρίσεις ενός καπιταλισμού ο οποίος, καθώς έχει διευρύνει πολύ τη γεωγραφική του επέκταση, θα γίνεται όλο και περισσότερο θύμα των αντιφάσεών του.

Φυσικά με αυτό δεν θέλω βέβαια να πω ότι στις σελίδες του "Κεφαλαίου" μπορούμε να βρούμε απάντηση σε όλα τα φαινόμενα του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό το κείμενο είναι, ωστόσο, ακόμα πολύ ωφέλιμο για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα και τις εξελίξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και μετά την έκρηξη της οικονομικής κρίσης είναι πάρα πολλοί εκείνοι που ξαναρχίζουν να τιμούν τον ίδιο στοχαστή τον οποίο είχαν θεωρήσει ξοφλημένο λίγα χρόνια πριν».

- Μπορείτε να μας εξηγήσετε ποιο νόημα έχει και ποιες ενδεχόμενες νέες ερμηνευτικές προοπτικές μπορεί να ανοίξει στην ανάγνωση των μαρξικών κειμένων η νέα έκδοση των απάντων του Μαρξ και του Ενγκελς;

«Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται γενικά, το έργο του Μαρξ είναι ανολοκλήρωτο και αποσπασματικό. Η αυτοκριτική του αυστηρότητα και το εξαιρετικό του πάθος για γνώση, που τον ωθούσε πάντοτε προς νέες μελέτες, δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει πολλές από τις εργασίες που άρχισε στη διάρκεια της ύπαρξής του. Ετσι, πολλά από τα πιο γνωστά γραπτά του Μαρξ (για παράδειγμα, τα "Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα" του 1844, η "Γερμανική ιδεολογία" και ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος του "Κεφαλαίου") δεν είναι διόλου ολοκληρωμένα έργα, αλλά είναι χειρόγραφα, στα οποία σίγουρα δεν μπορούμε να νομίζουμε ότι βρίσκουμε -όπως όμως νόμιζαν- την οριστική αντίληψη του Μαρξ για τα θέματα που πραγματεύεται. Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα:

1) Οι κυριότερες ερμηνείες των "Οικονομικών και φιλοσοφικών χειρογράφων" του 1844, τόσο εκείνες που θεωρούσαν ότι σε αυτό το γραπτό ο Μαρξ είχε ήδη εκθέσει τη σκέψη του ολοκληρωμένα (για παράδειγμα, οι γάλλοι υπαρξιστές) όσο και εκείνες που, αντίθετα, θεωρούσαν αυτό το κείμενο ως μιαν αντίληψη πολύ διαφορετική από εκείνη της ωριμότητας (Αλτουσέρ), βασίζονταν στην ιδέα ότι τα "Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα" του 1844 ήταν ένα αληθινό έργο, στο οποίο είχαν καταγραφεί συγκεκριμένες επεξεργασίες. Αυτή η πεποίθηση αμφισβητήθηκε εντελώς από τις φιλολογικές σπουδές, που κατέδειξαν ότι αυτά ήταν μόνον ένα μέρος, και, επιπλέον, διατυπωμένο σε χοντρές γραμμές, της φιλολογικής παραγωγής εκείνης της περιόδου, η οποία βασιζόταν ουσιαστικά σε αποσπάσματα από κείμενα πολιτικής οικονομίας.

2) Ο αποσπασματικός χαρακτήρας με τον οποίο αποκαταστάθηκε η "Γερμαναική ιδεολογία", στην τελευταία της έκδοση του 2004, καθιστά πρόδηλη την ερμηνευτική παραχάραξη από μέρους του "μαρξισμού-λενινισμού", ο οποίος είχε παρουσιάσει αυτά τα χειρόγραφα ως εξαντλητική έκθεση του "ιστορικού υλισμού" (έκφραση την οποία, άλλωστε, ποτέ δεν χρησιμοποίησε ο Μαρξ).

Με τη νέα έκδοση των έργων του, ο Μαρξ παίρνει νέα μορφή. Αυτό που έχουμε στη δάθεσή μας σήμερα δεν είναι πλέον η μονολιθική σκέψη που παρουσίαζε ο "μαρξισμός-λενινισμός", αλλά ένα έργο ανοιχτό, πάντοτε κριτικό και ορισμένες φορές αντιφατικό (...)». *

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Γλώσσα και εθνική ιδεολογία

  • ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΠΟΛΙΤΗ* Η ΑΥΓΗ: 17/01/2010

συνήθως παραβλέπουμε το εντυπωσιακό -και παράλογο-, δηλαδή την απίστευτη αντοχή της καθαρεύουσας: οι Νεοέλληνες έμοιαζαν με ‘τον άνθρωπο που βάλθηκε στα καλά καθούμενα να κόψει τα δυο γερά του πόδια για να βάλει ξύλινα'(όπως έγραφε το 1929 ο Γιάννης Αποστολάκης): προτιμούσαν την καθαρεύουσα στη συντριπτική τους πλειονότητα

Peter Mackridge, Language and National Identity in Greece 1766-1976, Οξφόρδη

(Oxford University Press) 2009, xvi+385 σελ.

  • Μνήμη Ρένας Σταυρίδη-Πατρικίου

Αν αποτολμούσαμε μια τολμηρή παρομοίωση, αν προσπαθούσαμε δηλαδή να φανταστούμε τη νεοελληνική ιδεολογία ως οργανικό σώμα, θα βάζαμε το γλωσσικό ζήτημα να κρατά τη θέση του νευρικού συστήματος, με την αρχαιολατρία να έχει τον ρόλο του σκελετού - και ίσως στη θέση της καρδιάς να θέταμε την πίστη στην υπεροχή και στην αδιάσπαστη συνέχεια του έθνους, μ' άλλα λόγια τον εθνικό εγωισμό.

Το αντικείμενο της νεοελληνικής ιδεολογίας έως τα 1920 ήταν, βέβαια, η εθνική ολοκλήρωση, κυρίως η εδαφική. Αυτή θέρμαινε την καρδιά, αυτή έθετε τους στόχους. Από τον εγκέφαλο, δηλαδή τους διανοούμενους, παραγόταν η σκέψη και κατευθύνονταν οι πράξεις του κορμού - αλλά οι εντολές περνούσαν μέσα από το γλωσσικό σύστημα, από τη μορφή που θα έπαιρνε η γλώσσα.

Η παρομοίωση έγινε, εννοείται, χάριν παιδιάς· όμως η ιστορία της νεοελληνικής σκέψης, της ιδεολογίας γενικότερα, δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από το γλωσσικό ζήτημα -αυτό άλλωστε υπαινίσσεται και ο τίτλος του βιβλίου. Όχι η ιστορία της γλώσσας· ετούτο είναι ένα παράλληλο, αλλά διαφορετικό ζήτημα. Εκείνο που απασχολούσε τα μυαλά ήταν το γλωσσικό: θα μοιάζει η γλώσσα με την αρχαία μήτρα, θα φαίνονται οι ομοιότητες και οι αναλογίες, και πόσο έντονα;

Εδώ χρειάζεται μια μικρή, απόλυτα κρίσιμη, διευκρίνιση: ομοιότητες και αναλογίες, όμως με τη γραπτή μορφή της γλώσσας, έτσι όπως διαμορφώθηκε σταδιακά. Κανένας δεν σκέφτηκε ν' αναστήσει την αρχαία προφορά των διφθόγγων, του βήτα, του γάμμα, ή τα μακρά, τα βραχέα, τη δασύτητα κάποιων φθόγγων, όπως και κανένας δεν σκέφτηκε να μιμηθεί τη μεγαλογράμματη γραφή των Αθηναίων του Περικλή, ή να διαγράψει κόμματα, τελείες, παραγράφους ή -εξίσου κρίσιμο- τα αραβικά σύμβολα των αριθμών. Όχι. Αυτό που επιθυμούσαμε ήταν να μοιάζουν τα νεοελληνικά κείμενα με εκείνα που βλέπαμε τυπωμένα - μας ενδιέφερε η οπτική ομοιότητα και μόνο.

***

Η ιστορία του γλωσσικού λοιπόν, ως εξιστόρηση της νεοελληνικής σκέψης ευρύτερα. Το βιβλίο του Πίτερ Μάκριτζ διεκδικεί κατηγορηματικά αυτόν τον τίτλο, και είναι μάλιστα το πρώτο που το τολμάει - οι παλαιότερες επισκοπήσεις του γλωσσικού, του Αναστ. Γ. Μέγα (1925-1927) και οι δυο του Κορδάτου (1927, 1943) ήταν ολότελα ενταγμένες στη διαμάχη· τεκμήρια, απολογίες της μιας ή της άλλης πλευράς. Αγγίζει μάλιστα και μια απόκρυφη πτυχή της νεότερης κοινωνίας, που εμείς οι Νεοέλληνες αποφεύγουμε συστηματικά να τη θίξουμε - εννοώ το ζήτημα των αλλόφωνων πληθυσμών (αλβανόφωνων, τουρκόφωνων, βλαχόφωνων, σλαβόφωνων), όσων θεληματικά, οι περισσότεροι, άλλοι υποχρεωτικά, εντάχθηκαν στον ελληνικό εθνικό κορμό, και με τον καιρό ελληνοφώνησαν.

Το γλωσσικό ζήτημα, η απόσταση της γραπτής γλώσσας από την ομιλούμενη, υπάρχει από τον 2ο π.Χ. αιώνα, αλλά το ζήτημα ως πρόβλημα που αναζητούσε κάποια λύση χρονολογείται από τη δεκαετία του 1760· στα 1766 ο Ευγένιος Βούλγαρις καταδικάζει τα «χυδαϊστί φιλοσοφείν επαγγελλόμενα βιβλιδάρια», απάντηση προφανώς στον Ιώσηπο Μοισιόδακα που πέντε χρόνια νωρίτερα είχε δημοσιεύει μια μετάφραση Ηθικής φιλοσοφίας σε απλούστερη γλώσσα.

Ο Διαφωτισμός επιζητούσε τη διάδοση της γνώσης, και η έως τότε γραφομένη αποτελούσε εμπόδιο· όμως η κρίσιμη αλλαγή ενδέχεται να πρέπει ν'αναζητηθεί περισσότερο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου μια μικρή κοινωνική ομάδα είχε μόλις αρχίσει να χρειάζεται τη μόρφωση για κάτι διαφορετικό από την ανακύκλωσή της: έως τότε δηλαδή η μόρφωση χρησίμευε μονάχα για να γίνει κάποιος δάσκαλος, και δεν ήταν τίποτ' άλλο απ' το να μάθει γραμματική, συντακτικό, «τεχνολογία» και την αρχαία γλώσσα.

Αυτό το ζήτημα, την εσωστρέφεια της εκπαίδευσης πρώτος που ξέρουμε να την αντιμετώπισε ήταν, λίγο μετά το 1780, ο Καταρτζής: είδε το πρόβλημα, και το διατύπωσε, όπως συνήθιζε, νόστιμα και με ακρίβεια: «το επάγγελμά του», του μορφωμένου, «άρα είναι πάλε για δάσκαλος, ότ' αυτό έμαθε κι άλλο δεν ξέρει, γιατι δεν έμαθε τίποτες στον κόσμο και στον τόπο που βρίσκεται, στον αιώνα και στον καιρό που ζει», και συνέλαβε τις τραγικές επιπτώσεις του πράγματος. Πρότεινε λύσεις· ριζική για το γλωσσικό, βελτιωτικές για τη μόρφωση: μεταφράσεις βασικών βιβλίων από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς και μιας χρηστικής εγκυκλοπαίδειας.

Οι προτάσεις του δεν έγιναν αποδεκτές παρά μονάχα από έναν μικρό κύκλο· ωστόσο το γλωσσικό ζήτημα το είχαν αναδείξει οι καινούριες ανάγκες της κοινωνίας: η μόρφωση μπορούσε πια να γίνει κινητήρια δύναμη και στα Βαλκάνια - έστω και σε μικρό βαθμό. Οι έμποροι έπρεπε να ξέρουν πράγματα, όχι λέξεις, κι έπειτα οι σχέσεις με τον ευρωπαϊκό περίγυρο άλλαξαν δομικά: μικρές και μεγάλες παροικίες γεννιόνταν στα γερμανικά και τα ιταλικά κράτη, αλλά και στη Μασσαλία, το Άμστερνταμ, το Λονδίνο, το Παρίσι. Οι παροικίες επηρέασαν έμμεσα και τις μητροπόλεις· κάτι άρχισε να κινείται στην εκπαίδευση, και δυο μαθητές του Καταρτζή αποτόλμησαν να γράψουν ένα εγχειρίδιο γεωγραφίας σε μια γλώσσα απολύτως κατανοητή, ενώ κι άλλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μιαν απλούστερη κάπως γλώσσα στα σχολικά βιβλία.

Ωστόσο οι αλλαγές προχωρούσαν παράλληλα προς πολλαπλές κατευθύνσεις· πλάι στον Διαφωτισμό, εμφανίζονταν τώρα και καινούριες τάσεις, που σε μερικά σημεία θα τον αναιρούσαν. Αναφέρομαι στην εθνική συνείδηση που έτεινε να παραμερίσει τις κοινωνικές ανάγκες, να τις υποτάξει στις εθνικές. Νομίζω πως πρέπει ν' αναζητήσουμε την επόμενη τομή στο γλωσσικό ζήτημα με τη δημιουργία της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» από τον Κοραή, 1805· δεν αναφέρομαι στη χρονιά τόσο, όσο στο πνεύμα, στην ιδεολογία που στήριξε και τον Κοραή και τους χρηματοδότες του, τους Ζωσιμάδες, αλλά και τους υποστηριχτές του.

Ο Κοραής είχε συλλάβει καλά τα ζητήματα που έθετε το κίνημα του Διαφωτισμού: η εκπαίδευση έπρεπε να απλωθεί σε πολλούς και ν'αποκτήσει πρακτική χρησιμότητα· μόνον έτσι θα βελτιωνόταν η κοινωνία, που την κρατούσαν δέσμια οι δεισιδαιμονίες, ο φόβος, η άγνοια. Οι άνθρωποι είχαν από τη φύση τα ίδια δικαιώματα, όλοι· μα για να τ' αποκτήσουν έπρεπε να τα διεκδικήσουν - πρώτιστο λοιπόν βήμα, να μάθουν ποια ήταν. Στα 1802 ο Κοραής είχε τυπώσει ένα θεμελιώδες κείμενο του Διαφωτισμού, το Περί αμαρτημάτων και ποινών του Βεκκαρία, όπου καταδεικνύονταν τα οφέλη που θα προκύψουν από μια Δικαιοσύνη που δεν θα τιμωρεί παρά μόνο για να συνετίσει· παράλληλα σκεφτόταν να μεταφράσει και το «Κοινωνικό συμβόλαιο» -«Πολιτικόν συνάλλαγμα» το ονόμαζε-, ίσως και άλλα έργα του Ρουσσώ. Ξαφνικά όμως άλλαξε ρότα.

Γιατι τώρα πια έκρινε ότι το πρώτο και πρωταρχικό δικαίωμα των Ελλήνων ήταν ένα ελεύθερο, δικό τους κράτος. Το παράδειγμα της Γαλλικής επανάστασης -και ιδίως των αντιδράσεων που προκάλεσε ο Βοναπάρτης όταν ξεχύθηκε και κατέλαβε την Ευρώπη- οδηγούσε και προς τα εκεί· για να επιτευχθεί όμως ο στόχος, χρειαζόταν να διαπλαστεί μια ισχυρή εθνική συνείδηση. Η σύνδεση με την αρχαιότητα ήταν το πιο αποτελεσματικό εργαλείο· η «Ελληνική Βιβλιοθήκη» θα εξοικείωνε τους Έλληνες με τα κείμενα των προγόνων τους, ενώ τα προλεγόμενα κάθε τόμου θα έθεταν και τα κοινωνικά ζητήματα, που διόλου δεν έπρεπε να παραμεληθούν. Όμως ο κάθε συμβολισμός κάτι δηλώνει, και το πράγμα πίσω από τον συμβολισμό ήταν η γλώσσα. Με λίγη προσπάθεια δεν θα μπορούσε να θυμίζει κάπως περισσότερο την αρχαία ελληνική, να φαίνεται πιο καθαρά η ενότητα;

Έγινε το ’21, έγινε το κράτος - πιο γρήγορα μάλιστα απ' ό,τι φανταζόταν ο Κοραής. Ωστόσο η ανάγκη για τη σύνδεση με τους προγόνους δεν έλειψε· το αντίθετο, αυξήθηκε. Γιατι ένα μεγάλο μέρος των διεκδικούμενων εδαφών έμεινε στα χέρια των Οθωμανών, και -το χειρότερο- εμφανίστηκαν απρόσκλητοι διεκδικητές των ίδιων εδαφών - οι Βούλγαροι, πρώτοι και πιο απειλητικοί. Για να τους αντιμετωπίσουμε, έπρεπε να πείθουμε διαρκώς τους Ευρωπαίους για τα απαράγραπτα δίκαιά μας, και το πιο ισχυρό χαρτί ήταν, βέβαια, η αρχαία καταγωγή. Ήταν όμως, ή μήπως ήταν το πιο εύκολο, το πιο ανέξοδο;

Όλα αυτά, και πολύ περισσότερα, το βιβλίο του Πίτερ Μάκριτζ τα παρουσιάζει αναλυτικά, με συστηματικότητα και με αντικειμενικό βλέμμα. Ξεκινάει μάλιστα από μια θεωρητική και ιστορική γενική επισκόπηση, γραμμένη ίσως για να κατατοπίσει το διεθνές κοινό - πολύ φοβούμαι όμως απολύτως απαραίτητη και για το ελληνικό, ιδίως για όσα αναφέρονται στη γλωσσική πολυγλωσσία των Βαλκανίων από τα μεσαιωνικά χρόνια έως τα πρόσφατα. Θέλω να επισημάνω ένα βασικό κλειδί που προτείνεται: τα αρχαία ελληνικά, αντίθετα με τα λατινικά, δεν διασπάστηκαν σε χωριστές γλώσσες, κι έτσι «οι ελληνόφωνοι βρίσκονταν πάντα στον πειρασμό να αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ως ενιαία γλώσσα, από την αρχαιότητα έως σήμερα» (σελ. 71).

Σωστά· αλλά θα πρόσθετα μια τροπολογία. Η κύρια διαφορά βρίσκεται, νομίζω, στο ότι ο ελληνόφωνος χώρος δεν διασπάστηκε σε διαφορετικά κράτη: μετά τη λατινική κατάκτηση του Βυζαντίου, τα αντίπαλα κράτη των ορθοδόξων επιβίωσαν για πολύ μικρό διάστημα, κι άλλωστε σύντομα η οθωμανική κατάκτηση ενοποίησε ξανά τους πληθυσμούς. Το «αν» δεν έχει νόημα στην ιστορία· σίγουρα όμως τα πράγματα θα ήταν αλλιώτικα, αν το βυζαντινό κράτος είχε από νωρίς διασπαστεί σε μικρότερες επικράτειες.

Επιστρέφω στα χρόνια του Κοραή· ο Μάκριτζ παρουσιάζει τις γλωσσικές του προτάσεις με τρόπο που ξεφεύγει ευτυχώς από την ιδεολογική προσέγγιση και στέκεται προσεκτικά στην ουσία τους: «Εφόσον η γραμματική δύο γλωσσών», της αρχαίας και της νεοελληνικής, «(παρά τις δύο πολύ διαφορετικές ιστορικές στιγμές της γλώσσας) ανακατεύονται, δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα ούτε κανόνας, και λοιπόν ούτε κριτήριο σωστού και λάθους. Ο Κοραής δεν ήξερε ότι η πιο συστηματική μορφή μιας γλώσσας βρίσκεται στην αβίαστα ομιλούμενη μορφή της» (σελ. 117).

Έχουμε έτσι την ορθή βάση για να εννοήσουμε πόσο εύκολα οι καλοπροαίρετες σίγουρα απόψεις του Κοραή θα κατέληγαν σταδιακά στις ακραίες λύσεις που προτάθηκαν από τους μεταγενέστερους. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», σχολιάζει ο Πίτερ Μάκριτζ, ότι ο Κοραής «άφησε μια θετική κληρονομιά πολιτικού φιλελευθερισμού και πολιτειακών αρετών· ωστόσο η γλωσσολογική του κληρονομιά -μια εθνική γραφομένη γλώσσα με γραμματική δομή τεχνητή και εξαιρετικά ασυνεπή- μπέρδευε τα πράγματα» (σελ. 119).

Και πραγματικά το μπέρδεμα ήταν απίστευτο. Λίγο κράτησαν οι μετριοπαθείς γλωσσικές απόψεις του Κοραή· για μισό αιώνα, από το 1830 έως το 1880, όσο πιο εμφανείς γίνονταν οι αδυναμίες στα εθνικά ζητήματα, τόσο πορευόμασταν σταδιακά προς μια ολοένα και πιο εξαρχαϊσμένη μορφή της γλώσσας.

Ωστόσο αυτή η πορεία υπονόμευε υπογείως ένα άλλο εθνικό ζήτημα -το δεύτερο, νομίζω, κλειδί του γλωσσικού ζητήματος- τη λογοτεχνική παραγωγή, ή επακριβέστερα την ποιητική παραγωγή. Σε τρία τουλάχιστον σημεία του βιβλίου, ο Πίτερ Μάκριτζ θίγει την άμεση σύνδεση της ποίησης με τη γλώσσα. «Κατά τον 19ο αιώνα η λογοτεχνία συχνά θεωρήθηκε ως υψηλότερη μορφή γλωσσικής έκφρασης κι ως η πιο σημαντική εκδήλωση του εθνικού πολιτισμού. Στην Ελλάδα η ποίηση στάθηκε ο κατεξοχήν χώρος όπου οι συγγραφείς δεν αισθάνονταν γλωσσικούς περιορισμούς.

Τούτο συνέβη επειδή ο Ρομαντισμός ενθάρρυνε την άποψη ότι η λογοτεχνία ήταν το μέσο για να εκφραστεί η γνήσια προσωπική συγκίνηση» (σελ. 203). Σίγουρα· αλλά όχι μόνο. Ήταν και πάλι η αρχαία κληρονομιά. Ίσως να υπήρχαν κάποια προβλήματα στην πολιτική της κλασικής Ελλάδας -η διάσπαση σε πόλεις-κράτη, οι εμφύλιοι πόλεμοι-, ίσως η ρωμαϊκή νομοθεσία να ήταν εντελέστερη, αλλά στον χώρο της ποίησης και της τέχνης η δική μας αρχαιότητα είχε δώσει τα κορυφαία έργα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν εμείς, οι γνήσιοι απόγονοι, είχαμε κληρονομήσει κάτι από τα προτερήματα της φυλής, εδώ θα το δείχναμε.

Κι εδώ πάλι, πιστεύω, στηριχτήκαμε στην εύκολη λύση: για να γράψουμε ποιήματα δεν χρειάζονταν κεφάλαια, δεν χρειάζονταν σιδηρόδρομοι, λιμάνια, εργασία, μόνο λίγο ταλέντο κι έμπνευση. Αλλά αυτή η άμεση σύνδεση έγινε, εξαιτίας του γλωσσικού, υποταγή· γράφαμε ποίηση για να επιδείξουμε, περήφανα, πόσο είχαμε προοδεύσει στη γλώσσα - η «ερμηνευτική επιστολή» του ιδρυτή των ποιητικών διαγωνισμών, του Αμβρόσιου Ράλλη (5/17.6.1852), εκφράζει καλά τις συλλογικές αντιλήψεις για το ζήτημα: «Παρ' ημίν δε τουναντίον, ουκ οίδα πώς, οι μεν τω πεζώ λόγω χρώμενοι και την γλώσσαν καθαρεύουσιν, και γλαφυρώς γράφουσιν, και γνησίαν θυγατέρα της αρχαίας, διά τε την καλλιέπειαν και σαφήνειαν, την νεοτέραν ελληνικήν ημών γλώσσαν ανέδειξαν, οι δε ποιηταί, και τους φοιβολήπτους επαγγελλόμενοι των χυδαιοτάτων λέξεων και φράσεων ποιούνται χρήσιν».

Φυσικά και δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο· οι πεποιθήσεις όμως προκύπτουν από τους φόβους, όχι από τα πράγματα. Ότι οι προσπάθειες να υψωθεί η γλώσσα με αυτούς τους μηχανισμούς, καταβαράθρωναν τη λογοτεχνία πρέπει να το αισθάνονταν κάπως και τότε -εμφανέστερα τεκμήρια η μερική επιστροφή του Παναγιώτη Σούτσου στην αρχική πρώτη μορφή του «Οδοιπόρου» και η πρόσκληση του Βαλαωρίτη ν' απαγγείλει τον διθύραμβο στο άγαλμα του πατριάρχη το 1872-, αλλά χρειάστηκε πάλι μια γενικότερη μετατόπιση των κοινωνικών τάσεων ώσπου ν'αποκτήσει η ενδιάθετη στάση φωνή: η αύξηση του αστικού πληθυσμού, η απότομη βιομηχανική άνοδος των αρχών τα 1870, η ισχυροποίηση των επιχειρηματιών που έφερε τον Τρικούπη στην εξουσία, είναι τα δείγματα της μικρής μεταβολής των ιδεολογικών συντεταγμένων κατά τη δεκαετία πριν το 1880.

Το γλωσσικό λοιπόν ζήτημα τέθηκε, για δεύτερη φορά, από μια νεότερη γενιά, γεννημένη στη δεκαετία 1851-1860: Γαβριηλίδης, Παλαμάς, και κυρίως το Ταξίδι του Ψυχάρη στα 1888. Αλλά όπως σωστά παρατηρεί ο Πίτερ Μάκριτζ -και τούτο λέγεται νομίζω για πρώτη φορά-, η διαμάχη απόκτησε διαστάσεις μονάχα ύστερα από το 1897 - θα πρόσθετα μάλλον λίγο αργότερα, γιατι αμέσως μετά την επώδυνη ήττα η καινούρια γενιά των ποιητών παραμέρισε προσωρινά το ενδιαφέρον της για «τον απλό λαό» και κλείστηκε στον εαυτό της· εδώ το τεκμήριο είναι η στάση το περιοδικού Τέχνη, 1898, και το 1901 καλό για ορόσημο. Το πεδίο της διαμάχης θα επικεντρωθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία· με τον νέο αιώνα το γλωσσικό ζήτημα μπαίνει σε καινούρια φάση.

Καβγάδες διανοουμένων είχαμε αρκετούς στον 19ο αιώνα, κι η γλώσσα συνιστούσε συχνά το αντικείμενό τους. Αλλά έμεναν προσωπικοί καβγάδες, δεν χώριζαν την κοινωνία στα δύο. Τώρα πια όμως η Αθήνα είναι μια μεγάλη πόλη και μαζί της το κοινό των λογίων έχει πολυστέψει -νά τες πάλι οι καθοριστικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις-, έχει αποκτήσει μια πρωτόγνωρη ευρυχωρία, που όχι μόνο επέτρεπε, παρά ευνοούσε ποικίλες ομαδοποιήσεις, διαφορές και διασπάσεις. Το ζήτημα άγγιξε τους πολλούς· ωστόσο, προσοχή: το πολλούς δεν αναφέρεται παρά στους διανοούμενους· οι πραγματικά πολλοί, ο ελληνικός πληθυσμός δηλαδή, προφανώς δεν πήρε χαμπάρι - ήταν κάτι που απασχολούσε μονάχα τη μερίδα των εγγραμμάτων -πόσους να τους λογαριάσουμε άραγε; 10%, 20% του πληθυσμού;

Σ' αυτό το κοινό των εγγραμμάτων, οι πολλοί πήραν, δίχως στιγμή ν' αμφιταλαντευτούν, το μέρος της καθαρεύουσας. Αν όμως παρατηρήσουμε αναλυτικότερα την πυραμίδα των μορφωμένων, θα διαπιστώσουμε ότι στην κορυφή της οι οπαδοί της δημοτικής δεν ήταν και τόσο λίγοι· στον χώρο της λογοτεχνίας μάλιστα υπερτερούσαν σημαντικά. Πιστεύω λοιπόν ότι το βασικό κλειδί για να εννοήσουμε ποια αιτία οδήγησε το γλωσσικό στην έκταση και την ένταση που παρατηρούμε κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, είναι ακριβώς ο μεγάλος αριθμός των ενδιαφερομένων: από τη μια και οι δημοτικιστές δεν ήταν αριθμητικά λίγοι, άρα μπορούσαν να συγκροτήσουν ομάδες, συλλόγους, να δράσουν και κοινωνικά, από την άλλη οι αναμφίβολα περισσότεροι καθαρευουσιάνοι είχαν απέναντί τους μια ομάδα, αξιόλογη, δυναμική, που έπρεπε να τη φοβηθούν και να την πολεμήσουν.

Και την πολέμησαν με κάθε τρόπο. Το 1901 έχουμε δύο σοβαρές προκλήσεις από την πλευρά των δημοτικιστών· η μία είναι -σύμφωνα με τη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, 2008- η χρήση του όρου «Ρωμιοσύνη» έξω από το πλαίσιο της ποίησης, δηλαδή στο βιβλίο του Αργύρη Εφταλιώτη Η ιστορία της Ρωμιοσύνης· η δεύτερη είναι η μετάφραση του «Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου» σε γλώσσα ψυχαρική από τον Αλέξανδρο Πάλλη στην εφημερίδα Ακρόπολις. Οι φοιτητικές αντιδράσεις στις 9 Νοεμβρίου ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη, τα «Ευαγγελικά»: οκτώ νεκροί. Δυο χρόνια αργότερα, καινούριες ταραχές, για μια παράσταση της «Ορέστειας» του Αισχύλου, μεταφρασμένης σε μετριοπαθή γλώσσα, τα «Ορεστειακά». Τα δύο στρατόπεδα βρίσκονταν πια σε ανοιχτό πόλεμο.

***

Από τη στιγμή που η δημοτική κέρδισε στο πεδίο της λογοτεχνίας, ο μελλοντικός νικητής μπορούσε να προβλεφθεί. Συνήθως όμως παραβλέπουμε το εντυπωσιακό -και παράλογο-, δηλαδή την απίστευτη αντοχή της καθαρεύουσας: οι Νεοέλληνες έμοιαζαν με «τον άνθρωπο που βάλθηκε στα καλά καθούμενα να κόψει τα δυο γερά του πόδια για να βάλει ξύλινα» (όπως έγραφε το 1929 ο Γιάννης Αποστολάκης): προτιμούσαν την καθαρεύουσα στη συντριπτική τους πλειονότητα.

Το βάρος της αρχαίας κληρονομιάς και πάλι, αλλά κοντά σ' αυτήν και κάτι ακόμα: η χρήση της δημοτικής σήμαινε τη νίκη του δήμου, των πολλών, και οι πολλοί -σωστότερα, όλοι μας- δύσκολα μπορούμε να παραδεχτούμε πως δεν ανήκουμε στους λίγους, στους εκλεκτούς. Ένα εξωτερικό, τεχνητό μα ευδιάκριτο σημάδι, είναι πάντα πιο εύκολο ν' αποκτηθεί από την εσωτερική καλλιέργεια του λόγου. Από την άποψη αυτή το πιο εντυπωσιακό κεφάλαιο του βιβλίου του Πίτερ Μάκριτζ είναι ο «Επίλογος», τα μετά το 1976.

Ίσως να υπάρχουν και αναγνώστες που θα τον διαβάσουν «για να μάθουν» - όμως οι περισσότεροι, ακόμα και οι νεότεροι, τα έχουμε ζήσει όλα σχεδόν όσα αποτυπώνονται στις 25 σελίδες του. Τα έχουμε ζήσει - αλλά ίσως δεν τα έχουμε σκεφτεί· δεν αναλογιζόμαστε δηλαδή πως βρισκόμαστε ακόμα στη στενωπό της διγλωσσίας: επιβιώνουν έως σήμερα οι ανοησίες ότι υπόβαθρο μιας καλής γνώσης της σημερινής γλώσσας είναι η τριβή με την αρχαία, ότι σιγά-σιγά αφελληνιζόμαστε και χάνουμε τη συνείδησή μας, ότι χάρη στην ιστορία της η γλώσσα μας είναι πλουσιότερη -ε, και καλύτερη, δεν μπορεί!- από τις άλλες. Όλο το βιβλίο χρειάζεται να μεταφραστεί, αλλά ο «Επίλογος» καλό θα ήταν να μπει και στα «Νεοελληνικά αναγνώσματα» του σχολείου.

Ότι οι συστηματικές προσπάθειες δύο χιλιάδων χρόνων να υποκαταστήσουμε το έμφυτο γλωσσικό αίσθημα από λεξικά και γραμματικές έχει συμβάλει στην κακοποίηση των εκφραστικών μας ικανοτήτων είναι σίγουρο. Όχι βέβαια επειδή πια ο μέσος μαθητής είναι ανορθόγραφος ή δεν μπορεί να διαβάσει Παπαδιαμάντη ή Ροΐδη στο πρωτότυπο, παρά, αντίθετα, επειδή πολλοί -για να μην πω όλοι- φοβόμαστε να εκφραστούμε φυσιολογικά, μπας και μας ξεφύγει κανένα λάθος, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί τον λόγο μας ένα ισχυρό και καλλιεργημένο γλωσσικό αισθητήριο, να μη μας ενδιαφέρει το ύφος, αλλά το «ορθόν». (Ας ρίξουν, όσοι το αμφισβητούν, μια ματιά στις πωλήσεις και τις διαφημίσεις των κάθε είδους «λεξικών».)

Υ.Γ. Όσο γραφόταν ετούτο το κείμενο η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου βρισκόταν κατάκοιτη στο νοσοκομείο. Τώρα που ολοκληρώθηκε, δε μπορώ παρά να θυμηθώ ότι πριν 35 χρόνια εκείνη μ' έφερε στην οικογένεια της Αυγής. «Πρέπει όλοι να γραφτούμε συνδρομητές», είχε πει.

Την είχα γνωρίσει λίγο νωρίτερα, στα χρόνια της δικτατορίας· είχαμε βγει να κουβεντιάσουμε -εκείνη δούλευε το γλωσσικό ζήτημα, εγώ υπηρετούσαν τη θητεία μου, κι ασχολιόμουνα με τα δημοτικά τραγούδια- και κάποια στιγμή μου είπε· «Τώρα κάτσε εδώ, σ' αυτό το παγκάκι, εγώ πάω κάπου και θα ξανάρθω σε λίγο». Κατάλαβα βέβαια τί έτρεχε, και υπάκουσα. Πόσο σημαντικό ήταν το ραντεβού της, το έμαθα μόλις προχτές, διαβάζοντας από μακριά τις νεκρολογίες.

*Ο Αλέξης Πολίτης διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης