The Economist
Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, είναι απολύτως φυσιολογικό να είναι κάποιος ξένος στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Κανείς δεν θα δώσει ιδιαίτερη σημασία αν είσαι Γάλλος στο Βερολίνο, Κογκολέζος στο Λονδίνο, Ρώσος στο Παρίσι, ή Κινέζος στη Νέα Υόρκη. Για τους περισσότερους φιλοσόφους, η επιθυμία τόσο πολλών ανθρώπων να ζήσουν μακριά από την πατρίδα τους είναι ακατάληπτη. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ζώο, πρέπει να ανήκει κάπου. Ο Πρώσος φιλόσοφος Χέρντερ έθεσε τα θεμέλια του εθνικισμού βασισμένος στην παραπάνω αρχή. «Κάθε έθνος εμπεριέχει τη βάση της ευδαιμονίας του στον ίδιο του τον εαυτό», είχε γράψει. Ακόμη και ο εμβληματικός φιλελεύθερος φιλόσοφος Ιζάια Μπερλίν είχε ενστερνιστεί την ελκυστική αυτή θέση: «Ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να ζει σε μια κοινωνία όπου δεν χρειάζεται να ανησυχεί για την εμφάνισή του στους άλλους, ούτε να υπόκειται στην κακοπιστία τους», έγραψε προς το τέλος της ζωής του, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσει την υποστήριξή του στον Σιωνισμό. Πάντως, αν και οι φιλόσοφοι αναφέρονται συχνά στο αγαθό της κοινότητας, αυτό δεν τους εμποδίζει να ταξιδεύουν και να μεταναστεύουν μακριά από τις πατρίδες τους. Ο Καντ έζησε όλη του τη ζωή στο εξωτερικό, ενώ ο Καρτέσιος μετοίκησε στη Σουηδία, όπου και πέθανε από το κρύο.
Πράγματι όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν πιο άνετα στην πατρίδα τους. Τι γίνεται όμως με εκείνους που θεωρούν την πατρίδα τους καταπιεστική και την ξενιτιά απελευθερωτική; Η επιλογή της μετανάστευσης για αυτούς είναι από μια άποψη πιο εύκολη στην εποχή μας και ταυτόχρονα πιο δύσκολη. Πιο εύκολη γιατί η παγκοσμιοποίηση της εκπαίδευσης και των αγορών διαλύει σιγά σιγά τα σύνορα των κρατών. Πιο δύσκολη γιατί στο παγκόσμιο χωριό του 21ου αιώνα έχουν μείνει ελάχιστα μέρη, όπου μπορεί να καταφύγει κανείς και να νιώθει πραγματικά ξένος.
Λέγεται εδώ και πολλά χρόνια ότι στην Αμερική κανείς δεν είναι ξένος, αφού υπό μία έννοια όλοι είναι ξένοι. Η ίδια παράδοξη κατάσταση επικρατεί και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδιαίτερα στις Βρυξέλλες, όπου έχει συγκεντρωθεί όλη η γραφειοκρατία της Ε. Ε. Στην ίδια πόλη όμως, η εχθρότητα μεταξύ Βαλλόνων και Φλαμανδών τους καθιστά ξένους μεταξύ τους στην ίδια τους την πατρίδα.
Για να νιώσουμε επομένως πραγματικά ξένοι, θα πρέπει να πάμε στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, ή σε ορισμένες χώρες της Ασίας. Σε δημοσκόπηση που διεξήχθη πέρυσι στη Νότιο Κορέα, το 42% των ερωτηθέντων απάντησε ότι δεν είχε μιλήσει ποτέ με ξένο. Καλύτερα να ετοιμάζονται, καθώς οι μετανάστες στη χώρα διπλασιάστηκαν την τελευταία δεκαετία και ξεπερνούν πλέον το ένα εκατομμύριο (περίπου το 2% του πληθυσμού). Στον ανεπτυγμένο κόσμο γενικά, το 8% του πληθυσμού έχει γεννηθεί στο εξωτερικό.
Στην αυγή του Δυτικού Πολιτισμού, ο Πλάτωνας διαχώρισε μεταξύ δύο κατηγοριών τους ξένους: τους μόνιμους, στους οποίους θα επιτρέπονταν η διαμονή στην ιδανική Πολιτεία του για 20 χρόνια, ώστε να κάνουν τις εργασίες, που οι ντόπιοι θα περιφρονούσαν και στους επισκέπτες, στους οποίους συμπεριλάμβανε τους πρεσβευτές, τους τουρίστες, τους εμπόρους και τους φιλοσόφους. Αν προσθέσετε στη δεύτερη κατηγορία και τους καθηγητές πανεπιστημίου, τότε θα δείτε ότι η ταξινόμηση του Πλάτωνα ισχύει και σήμερα.
Η μετανάστευση έγινε πολύ πιο συστηματική με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, όταν τα όρια των κρατών έγιναν σαφή. Στην αρχή, οι μόνοι που είχαν τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν ήταν οι αστοί. Προοδευτικά όμως, με την εισαγωγή του σιδηρόδρομου και την ανακάλυψη του ατμόπλοιου, τα ταξίδια έγιναν προσιτά και στις λαϊκές μάζες. Η ξενιτιά έγινε μέσο απελευθέρωσης - φυσικής, ηθικής και ψυχολογικής. Στην ξένη χώρα ήσουν «ανεύθυνος» για όσα είχες πράξει στην προηγούμενη ζωή σου. Για τους ηθικούς φιλοσόφους, η κατάσταση της ανευθυνότητας δεν είναι επιθυμητή. Για τους κουρασμένους ταξιδιώτες ήταν όμως ανακουφιστική.
Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε ότι η ξενιτιά πήρε και μία άλλη μορφή. Πολλοί ξένοι σήμερα είναι απένταροι φοιτητές, κατάκοποι μάνατζερ, σύζυγοι που ακολουθούν εκόντες-άκοντες τους/τις συντρόφους τους. Η ξενιτιά πολλές φορές επιβάλλεται από τη φτώχεια, τον πόλεμο, ή τις πολιτικές διώξεις και τότε δεν μπορεί να είναι ευχάριστη.
Παρ’ όλα αυτά, αν δεν συντρέχουν έκτακτοι ή θλιβεροί λόγοι, η ξενιτιά είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα. Ακονίζει το μυαλό, χωρίς να το κουράζει και απαλλάσσει τον ξένο από τη βαρετή ρουτίνα της ζωής στην πατρίδα του.
Το περίεργο όμως είναι ότι ακόμη και αν κάποιος ξενιτευτεί επειδή πραγματικά το θέλει, στο τέλος καταλήγει να μετατραπεί σε πραγματικό εξόριστο, κάτι που βεβαίως δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Η πατρίδα που αφήνουμε πίσω μας αλλάζει και όταν επιστρέφουμε δεν είναι πια η ίδια. Οι παλιοί φίλοι αλλάζουν κι αυτοί, πεθαίνουν ή ξεχνιούνται. Ακόμη και όταν επιστρέφει ο ξενιτεμένος, δεν βρίσκει την πατρίδα που είχε στις αναμνήσεις του. Νιώθει ότι έχασε κάτι, κάτι που δεν θα ξαναβρεί ποτέ.
Δεν μπορούμε όμως να τα έχουμε όλα. Η ζωή είναι γεμάτη επιλογές, που η μία αποκλείει την άλλη. Στο δίλημμα της ξενιτιάς έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ της ελευθερίας και της θαλπωρής του συνανήκειν. Αυτός που μένει στην πατρίδα του, επιλέγει το δεύτερο. Ο ξενιτεμένος επιλέγει την ελευθερία και τον πόνο που αυτή συνεπάγεται. [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 10 Iανoυαρίου 2010]
Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010
Εμείς (και) οι Ξένοι
Ετικέτες
Μετανάστες,
Ξενιτιά,
Παγκοσμιοποίηση,
Πατρίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου