Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Γλώσσα και εθνική ιδεολογία

  • ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΠΟΛΙΤΗ* Η ΑΥΓΗ: 17/01/2010

συνήθως παραβλέπουμε το εντυπωσιακό -και παράλογο-, δηλαδή την απίστευτη αντοχή της καθαρεύουσας: οι Νεοέλληνες έμοιαζαν με ‘τον άνθρωπο που βάλθηκε στα καλά καθούμενα να κόψει τα δυο γερά του πόδια για να βάλει ξύλινα'(όπως έγραφε το 1929 ο Γιάννης Αποστολάκης): προτιμούσαν την καθαρεύουσα στη συντριπτική τους πλειονότητα

Peter Mackridge, Language and National Identity in Greece 1766-1976, Οξφόρδη

(Oxford University Press) 2009, xvi+385 σελ.

  • Μνήμη Ρένας Σταυρίδη-Πατρικίου

Αν αποτολμούσαμε μια τολμηρή παρομοίωση, αν προσπαθούσαμε δηλαδή να φανταστούμε τη νεοελληνική ιδεολογία ως οργανικό σώμα, θα βάζαμε το γλωσσικό ζήτημα να κρατά τη θέση του νευρικού συστήματος, με την αρχαιολατρία να έχει τον ρόλο του σκελετού - και ίσως στη θέση της καρδιάς να θέταμε την πίστη στην υπεροχή και στην αδιάσπαστη συνέχεια του έθνους, μ' άλλα λόγια τον εθνικό εγωισμό.

Το αντικείμενο της νεοελληνικής ιδεολογίας έως τα 1920 ήταν, βέβαια, η εθνική ολοκλήρωση, κυρίως η εδαφική. Αυτή θέρμαινε την καρδιά, αυτή έθετε τους στόχους. Από τον εγκέφαλο, δηλαδή τους διανοούμενους, παραγόταν η σκέψη και κατευθύνονταν οι πράξεις του κορμού - αλλά οι εντολές περνούσαν μέσα από το γλωσσικό σύστημα, από τη μορφή που θα έπαιρνε η γλώσσα.

Η παρομοίωση έγινε, εννοείται, χάριν παιδιάς· όμως η ιστορία της νεοελληνικής σκέψης, της ιδεολογίας γενικότερα, δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από το γλωσσικό ζήτημα -αυτό άλλωστε υπαινίσσεται και ο τίτλος του βιβλίου. Όχι η ιστορία της γλώσσας· ετούτο είναι ένα παράλληλο, αλλά διαφορετικό ζήτημα. Εκείνο που απασχολούσε τα μυαλά ήταν το γλωσσικό: θα μοιάζει η γλώσσα με την αρχαία μήτρα, θα φαίνονται οι ομοιότητες και οι αναλογίες, και πόσο έντονα;

Εδώ χρειάζεται μια μικρή, απόλυτα κρίσιμη, διευκρίνιση: ομοιότητες και αναλογίες, όμως με τη γραπτή μορφή της γλώσσας, έτσι όπως διαμορφώθηκε σταδιακά. Κανένας δεν σκέφτηκε ν' αναστήσει την αρχαία προφορά των διφθόγγων, του βήτα, του γάμμα, ή τα μακρά, τα βραχέα, τη δασύτητα κάποιων φθόγγων, όπως και κανένας δεν σκέφτηκε να μιμηθεί τη μεγαλογράμματη γραφή των Αθηναίων του Περικλή, ή να διαγράψει κόμματα, τελείες, παραγράφους ή -εξίσου κρίσιμο- τα αραβικά σύμβολα των αριθμών. Όχι. Αυτό που επιθυμούσαμε ήταν να μοιάζουν τα νεοελληνικά κείμενα με εκείνα που βλέπαμε τυπωμένα - μας ενδιέφερε η οπτική ομοιότητα και μόνο.

***

Η ιστορία του γλωσσικού λοιπόν, ως εξιστόρηση της νεοελληνικής σκέψης ευρύτερα. Το βιβλίο του Πίτερ Μάκριτζ διεκδικεί κατηγορηματικά αυτόν τον τίτλο, και είναι μάλιστα το πρώτο που το τολμάει - οι παλαιότερες επισκοπήσεις του γλωσσικού, του Αναστ. Γ. Μέγα (1925-1927) και οι δυο του Κορδάτου (1927, 1943) ήταν ολότελα ενταγμένες στη διαμάχη· τεκμήρια, απολογίες της μιας ή της άλλης πλευράς. Αγγίζει μάλιστα και μια απόκρυφη πτυχή της νεότερης κοινωνίας, που εμείς οι Νεοέλληνες αποφεύγουμε συστηματικά να τη θίξουμε - εννοώ το ζήτημα των αλλόφωνων πληθυσμών (αλβανόφωνων, τουρκόφωνων, βλαχόφωνων, σλαβόφωνων), όσων θεληματικά, οι περισσότεροι, άλλοι υποχρεωτικά, εντάχθηκαν στον ελληνικό εθνικό κορμό, και με τον καιρό ελληνοφώνησαν.

Το γλωσσικό ζήτημα, η απόσταση της γραπτής γλώσσας από την ομιλούμενη, υπάρχει από τον 2ο π.Χ. αιώνα, αλλά το ζήτημα ως πρόβλημα που αναζητούσε κάποια λύση χρονολογείται από τη δεκαετία του 1760· στα 1766 ο Ευγένιος Βούλγαρις καταδικάζει τα «χυδαϊστί φιλοσοφείν επαγγελλόμενα βιβλιδάρια», απάντηση προφανώς στον Ιώσηπο Μοισιόδακα που πέντε χρόνια νωρίτερα είχε δημοσιεύει μια μετάφραση Ηθικής φιλοσοφίας σε απλούστερη γλώσσα.

Ο Διαφωτισμός επιζητούσε τη διάδοση της γνώσης, και η έως τότε γραφομένη αποτελούσε εμπόδιο· όμως η κρίσιμη αλλαγή ενδέχεται να πρέπει ν'αναζητηθεί περισσότερο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου μια μικρή κοινωνική ομάδα είχε μόλις αρχίσει να χρειάζεται τη μόρφωση για κάτι διαφορετικό από την ανακύκλωσή της: έως τότε δηλαδή η μόρφωση χρησίμευε μονάχα για να γίνει κάποιος δάσκαλος, και δεν ήταν τίποτ' άλλο απ' το να μάθει γραμματική, συντακτικό, «τεχνολογία» και την αρχαία γλώσσα.

Αυτό το ζήτημα, την εσωστρέφεια της εκπαίδευσης πρώτος που ξέρουμε να την αντιμετώπισε ήταν, λίγο μετά το 1780, ο Καταρτζής: είδε το πρόβλημα, και το διατύπωσε, όπως συνήθιζε, νόστιμα και με ακρίβεια: «το επάγγελμά του», του μορφωμένου, «άρα είναι πάλε για δάσκαλος, ότ' αυτό έμαθε κι άλλο δεν ξέρει, γιατι δεν έμαθε τίποτες στον κόσμο και στον τόπο που βρίσκεται, στον αιώνα και στον καιρό που ζει», και συνέλαβε τις τραγικές επιπτώσεις του πράγματος. Πρότεινε λύσεις· ριζική για το γλωσσικό, βελτιωτικές για τη μόρφωση: μεταφράσεις βασικών βιβλίων από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς και μιας χρηστικής εγκυκλοπαίδειας.

Οι προτάσεις του δεν έγιναν αποδεκτές παρά μονάχα από έναν μικρό κύκλο· ωστόσο το γλωσσικό ζήτημα το είχαν αναδείξει οι καινούριες ανάγκες της κοινωνίας: η μόρφωση μπορούσε πια να γίνει κινητήρια δύναμη και στα Βαλκάνια - έστω και σε μικρό βαθμό. Οι έμποροι έπρεπε να ξέρουν πράγματα, όχι λέξεις, κι έπειτα οι σχέσεις με τον ευρωπαϊκό περίγυρο άλλαξαν δομικά: μικρές και μεγάλες παροικίες γεννιόνταν στα γερμανικά και τα ιταλικά κράτη, αλλά και στη Μασσαλία, το Άμστερνταμ, το Λονδίνο, το Παρίσι. Οι παροικίες επηρέασαν έμμεσα και τις μητροπόλεις· κάτι άρχισε να κινείται στην εκπαίδευση, και δυο μαθητές του Καταρτζή αποτόλμησαν να γράψουν ένα εγχειρίδιο γεωγραφίας σε μια γλώσσα απολύτως κατανοητή, ενώ κι άλλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μιαν απλούστερη κάπως γλώσσα στα σχολικά βιβλία.

Ωστόσο οι αλλαγές προχωρούσαν παράλληλα προς πολλαπλές κατευθύνσεις· πλάι στον Διαφωτισμό, εμφανίζονταν τώρα και καινούριες τάσεις, που σε μερικά σημεία θα τον αναιρούσαν. Αναφέρομαι στην εθνική συνείδηση που έτεινε να παραμερίσει τις κοινωνικές ανάγκες, να τις υποτάξει στις εθνικές. Νομίζω πως πρέπει ν' αναζητήσουμε την επόμενη τομή στο γλωσσικό ζήτημα με τη δημιουργία της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» από τον Κοραή, 1805· δεν αναφέρομαι στη χρονιά τόσο, όσο στο πνεύμα, στην ιδεολογία που στήριξε και τον Κοραή και τους χρηματοδότες του, τους Ζωσιμάδες, αλλά και τους υποστηριχτές του.

Ο Κοραής είχε συλλάβει καλά τα ζητήματα που έθετε το κίνημα του Διαφωτισμού: η εκπαίδευση έπρεπε να απλωθεί σε πολλούς και ν'αποκτήσει πρακτική χρησιμότητα· μόνον έτσι θα βελτιωνόταν η κοινωνία, που την κρατούσαν δέσμια οι δεισιδαιμονίες, ο φόβος, η άγνοια. Οι άνθρωποι είχαν από τη φύση τα ίδια δικαιώματα, όλοι· μα για να τ' αποκτήσουν έπρεπε να τα διεκδικήσουν - πρώτιστο λοιπόν βήμα, να μάθουν ποια ήταν. Στα 1802 ο Κοραής είχε τυπώσει ένα θεμελιώδες κείμενο του Διαφωτισμού, το Περί αμαρτημάτων και ποινών του Βεκκαρία, όπου καταδεικνύονταν τα οφέλη που θα προκύψουν από μια Δικαιοσύνη που δεν θα τιμωρεί παρά μόνο για να συνετίσει· παράλληλα σκεφτόταν να μεταφράσει και το «Κοινωνικό συμβόλαιο» -«Πολιτικόν συνάλλαγμα» το ονόμαζε-, ίσως και άλλα έργα του Ρουσσώ. Ξαφνικά όμως άλλαξε ρότα.

Γιατι τώρα πια έκρινε ότι το πρώτο και πρωταρχικό δικαίωμα των Ελλήνων ήταν ένα ελεύθερο, δικό τους κράτος. Το παράδειγμα της Γαλλικής επανάστασης -και ιδίως των αντιδράσεων που προκάλεσε ο Βοναπάρτης όταν ξεχύθηκε και κατέλαβε την Ευρώπη- οδηγούσε και προς τα εκεί· για να επιτευχθεί όμως ο στόχος, χρειαζόταν να διαπλαστεί μια ισχυρή εθνική συνείδηση. Η σύνδεση με την αρχαιότητα ήταν το πιο αποτελεσματικό εργαλείο· η «Ελληνική Βιβλιοθήκη» θα εξοικείωνε τους Έλληνες με τα κείμενα των προγόνων τους, ενώ τα προλεγόμενα κάθε τόμου θα έθεταν και τα κοινωνικά ζητήματα, που διόλου δεν έπρεπε να παραμεληθούν. Όμως ο κάθε συμβολισμός κάτι δηλώνει, και το πράγμα πίσω από τον συμβολισμό ήταν η γλώσσα. Με λίγη προσπάθεια δεν θα μπορούσε να θυμίζει κάπως περισσότερο την αρχαία ελληνική, να φαίνεται πιο καθαρά η ενότητα;

Έγινε το ’21, έγινε το κράτος - πιο γρήγορα μάλιστα απ' ό,τι φανταζόταν ο Κοραής. Ωστόσο η ανάγκη για τη σύνδεση με τους προγόνους δεν έλειψε· το αντίθετο, αυξήθηκε. Γιατι ένα μεγάλο μέρος των διεκδικούμενων εδαφών έμεινε στα χέρια των Οθωμανών, και -το χειρότερο- εμφανίστηκαν απρόσκλητοι διεκδικητές των ίδιων εδαφών - οι Βούλγαροι, πρώτοι και πιο απειλητικοί. Για να τους αντιμετωπίσουμε, έπρεπε να πείθουμε διαρκώς τους Ευρωπαίους για τα απαράγραπτα δίκαιά μας, και το πιο ισχυρό χαρτί ήταν, βέβαια, η αρχαία καταγωγή. Ήταν όμως, ή μήπως ήταν το πιο εύκολο, το πιο ανέξοδο;

Όλα αυτά, και πολύ περισσότερα, το βιβλίο του Πίτερ Μάκριτζ τα παρουσιάζει αναλυτικά, με συστηματικότητα και με αντικειμενικό βλέμμα. Ξεκινάει μάλιστα από μια θεωρητική και ιστορική γενική επισκόπηση, γραμμένη ίσως για να κατατοπίσει το διεθνές κοινό - πολύ φοβούμαι όμως απολύτως απαραίτητη και για το ελληνικό, ιδίως για όσα αναφέρονται στη γλωσσική πολυγλωσσία των Βαλκανίων από τα μεσαιωνικά χρόνια έως τα πρόσφατα. Θέλω να επισημάνω ένα βασικό κλειδί που προτείνεται: τα αρχαία ελληνικά, αντίθετα με τα λατινικά, δεν διασπάστηκαν σε χωριστές γλώσσες, κι έτσι «οι ελληνόφωνοι βρίσκονταν πάντα στον πειρασμό να αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ως ενιαία γλώσσα, από την αρχαιότητα έως σήμερα» (σελ. 71).

Σωστά· αλλά θα πρόσθετα μια τροπολογία. Η κύρια διαφορά βρίσκεται, νομίζω, στο ότι ο ελληνόφωνος χώρος δεν διασπάστηκε σε διαφορετικά κράτη: μετά τη λατινική κατάκτηση του Βυζαντίου, τα αντίπαλα κράτη των ορθοδόξων επιβίωσαν για πολύ μικρό διάστημα, κι άλλωστε σύντομα η οθωμανική κατάκτηση ενοποίησε ξανά τους πληθυσμούς. Το «αν» δεν έχει νόημα στην ιστορία· σίγουρα όμως τα πράγματα θα ήταν αλλιώτικα, αν το βυζαντινό κράτος είχε από νωρίς διασπαστεί σε μικρότερες επικράτειες.

Επιστρέφω στα χρόνια του Κοραή· ο Μάκριτζ παρουσιάζει τις γλωσσικές του προτάσεις με τρόπο που ξεφεύγει ευτυχώς από την ιδεολογική προσέγγιση και στέκεται προσεκτικά στην ουσία τους: «Εφόσον η γραμματική δύο γλωσσών», της αρχαίας και της νεοελληνικής, «(παρά τις δύο πολύ διαφορετικές ιστορικές στιγμές της γλώσσας) ανακατεύονται, δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα ούτε κανόνας, και λοιπόν ούτε κριτήριο σωστού και λάθους. Ο Κοραής δεν ήξερε ότι η πιο συστηματική μορφή μιας γλώσσας βρίσκεται στην αβίαστα ομιλούμενη μορφή της» (σελ. 117).

Έχουμε έτσι την ορθή βάση για να εννοήσουμε πόσο εύκολα οι καλοπροαίρετες σίγουρα απόψεις του Κοραή θα κατέληγαν σταδιακά στις ακραίες λύσεις που προτάθηκαν από τους μεταγενέστερους. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», σχολιάζει ο Πίτερ Μάκριτζ, ότι ο Κοραής «άφησε μια θετική κληρονομιά πολιτικού φιλελευθερισμού και πολιτειακών αρετών· ωστόσο η γλωσσολογική του κληρονομιά -μια εθνική γραφομένη γλώσσα με γραμματική δομή τεχνητή και εξαιρετικά ασυνεπή- μπέρδευε τα πράγματα» (σελ. 119).

Και πραγματικά το μπέρδεμα ήταν απίστευτο. Λίγο κράτησαν οι μετριοπαθείς γλωσσικές απόψεις του Κοραή· για μισό αιώνα, από το 1830 έως το 1880, όσο πιο εμφανείς γίνονταν οι αδυναμίες στα εθνικά ζητήματα, τόσο πορευόμασταν σταδιακά προς μια ολοένα και πιο εξαρχαϊσμένη μορφή της γλώσσας.

Ωστόσο αυτή η πορεία υπονόμευε υπογείως ένα άλλο εθνικό ζήτημα -το δεύτερο, νομίζω, κλειδί του γλωσσικού ζητήματος- τη λογοτεχνική παραγωγή, ή επακριβέστερα την ποιητική παραγωγή. Σε τρία τουλάχιστον σημεία του βιβλίου, ο Πίτερ Μάκριτζ θίγει την άμεση σύνδεση της ποίησης με τη γλώσσα. «Κατά τον 19ο αιώνα η λογοτεχνία συχνά θεωρήθηκε ως υψηλότερη μορφή γλωσσικής έκφρασης κι ως η πιο σημαντική εκδήλωση του εθνικού πολιτισμού. Στην Ελλάδα η ποίηση στάθηκε ο κατεξοχήν χώρος όπου οι συγγραφείς δεν αισθάνονταν γλωσσικούς περιορισμούς.

Τούτο συνέβη επειδή ο Ρομαντισμός ενθάρρυνε την άποψη ότι η λογοτεχνία ήταν το μέσο για να εκφραστεί η γνήσια προσωπική συγκίνηση» (σελ. 203). Σίγουρα· αλλά όχι μόνο. Ήταν και πάλι η αρχαία κληρονομιά. Ίσως να υπήρχαν κάποια προβλήματα στην πολιτική της κλασικής Ελλάδας -η διάσπαση σε πόλεις-κράτη, οι εμφύλιοι πόλεμοι-, ίσως η ρωμαϊκή νομοθεσία να ήταν εντελέστερη, αλλά στον χώρο της ποίησης και της τέχνης η δική μας αρχαιότητα είχε δώσει τα κορυφαία έργα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν εμείς, οι γνήσιοι απόγονοι, είχαμε κληρονομήσει κάτι από τα προτερήματα της φυλής, εδώ θα το δείχναμε.

Κι εδώ πάλι, πιστεύω, στηριχτήκαμε στην εύκολη λύση: για να γράψουμε ποιήματα δεν χρειάζονταν κεφάλαια, δεν χρειάζονταν σιδηρόδρομοι, λιμάνια, εργασία, μόνο λίγο ταλέντο κι έμπνευση. Αλλά αυτή η άμεση σύνδεση έγινε, εξαιτίας του γλωσσικού, υποταγή· γράφαμε ποίηση για να επιδείξουμε, περήφανα, πόσο είχαμε προοδεύσει στη γλώσσα - η «ερμηνευτική επιστολή» του ιδρυτή των ποιητικών διαγωνισμών, του Αμβρόσιου Ράλλη (5/17.6.1852), εκφράζει καλά τις συλλογικές αντιλήψεις για το ζήτημα: «Παρ' ημίν δε τουναντίον, ουκ οίδα πώς, οι μεν τω πεζώ λόγω χρώμενοι και την γλώσσαν καθαρεύουσιν, και γλαφυρώς γράφουσιν, και γνησίαν θυγατέρα της αρχαίας, διά τε την καλλιέπειαν και σαφήνειαν, την νεοτέραν ελληνικήν ημών γλώσσαν ανέδειξαν, οι δε ποιηταί, και τους φοιβολήπτους επαγγελλόμενοι των χυδαιοτάτων λέξεων και φράσεων ποιούνται χρήσιν».

Φυσικά και δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο· οι πεποιθήσεις όμως προκύπτουν από τους φόβους, όχι από τα πράγματα. Ότι οι προσπάθειες να υψωθεί η γλώσσα με αυτούς τους μηχανισμούς, καταβαράθρωναν τη λογοτεχνία πρέπει να το αισθάνονταν κάπως και τότε -εμφανέστερα τεκμήρια η μερική επιστροφή του Παναγιώτη Σούτσου στην αρχική πρώτη μορφή του «Οδοιπόρου» και η πρόσκληση του Βαλαωρίτη ν' απαγγείλει τον διθύραμβο στο άγαλμα του πατριάρχη το 1872-, αλλά χρειάστηκε πάλι μια γενικότερη μετατόπιση των κοινωνικών τάσεων ώσπου ν'αποκτήσει η ενδιάθετη στάση φωνή: η αύξηση του αστικού πληθυσμού, η απότομη βιομηχανική άνοδος των αρχών τα 1870, η ισχυροποίηση των επιχειρηματιών που έφερε τον Τρικούπη στην εξουσία, είναι τα δείγματα της μικρής μεταβολής των ιδεολογικών συντεταγμένων κατά τη δεκαετία πριν το 1880.

Το γλωσσικό λοιπόν ζήτημα τέθηκε, για δεύτερη φορά, από μια νεότερη γενιά, γεννημένη στη δεκαετία 1851-1860: Γαβριηλίδης, Παλαμάς, και κυρίως το Ταξίδι του Ψυχάρη στα 1888. Αλλά όπως σωστά παρατηρεί ο Πίτερ Μάκριτζ -και τούτο λέγεται νομίζω για πρώτη φορά-, η διαμάχη απόκτησε διαστάσεις μονάχα ύστερα από το 1897 - θα πρόσθετα μάλλον λίγο αργότερα, γιατι αμέσως μετά την επώδυνη ήττα η καινούρια γενιά των ποιητών παραμέρισε προσωρινά το ενδιαφέρον της για «τον απλό λαό» και κλείστηκε στον εαυτό της· εδώ το τεκμήριο είναι η στάση το περιοδικού Τέχνη, 1898, και το 1901 καλό για ορόσημο. Το πεδίο της διαμάχης θα επικεντρωθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία· με τον νέο αιώνα το γλωσσικό ζήτημα μπαίνει σε καινούρια φάση.

Καβγάδες διανοουμένων είχαμε αρκετούς στον 19ο αιώνα, κι η γλώσσα συνιστούσε συχνά το αντικείμενό τους. Αλλά έμεναν προσωπικοί καβγάδες, δεν χώριζαν την κοινωνία στα δύο. Τώρα πια όμως η Αθήνα είναι μια μεγάλη πόλη και μαζί της το κοινό των λογίων έχει πολυστέψει -νά τες πάλι οι καθοριστικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις-, έχει αποκτήσει μια πρωτόγνωρη ευρυχωρία, που όχι μόνο επέτρεπε, παρά ευνοούσε ποικίλες ομαδοποιήσεις, διαφορές και διασπάσεις. Το ζήτημα άγγιξε τους πολλούς· ωστόσο, προσοχή: το πολλούς δεν αναφέρεται παρά στους διανοούμενους· οι πραγματικά πολλοί, ο ελληνικός πληθυσμός δηλαδή, προφανώς δεν πήρε χαμπάρι - ήταν κάτι που απασχολούσε μονάχα τη μερίδα των εγγραμμάτων -πόσους να τους λογαριάσουμε άραγε; 10%, 20% του πληθυσμού;

Σ' αυτό το κοινό των εγγραμμάτων, οι πολλοί πήραν, δίχως στιγμή ν' αμφιταλαντευτούν, το μέρος της καθαρεύουσας. Αν όμως παρατηρήσουμε αναλυτικότερα την πυραμίδα των μορφωμένων, θα διαπιστώσουμε ότι στην κορυφή της οι οπαδοί της δημοτικής δεν ήταν και τόσο λίγοι· στον χώρο της λογοτεχνίας μάλιστα υπερτερούσαν σημαντικά. Πιστεύω λοιπόν ότι το βασικό κλειδί για να εννοήσουμε ποια αιτία οδήγησε το γλωσσικό στην έκταση και την ένταση που παρατηρούμε κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, είναι ακριβώς ο μεγάλος αριθμός των ενδιαφερομένων: από τη μια και οι δημοτικιστές δεν ήταν αριθμητικά λίγοι, άρα μπορούσαν να συγκροτήσουν ομάδες, συλλόγους, να δράσουν και κοινωνικά, από την άλλη οι αναμφίβολα περισσότεροι καθαρευουσιάνοι είχαν απέναντί τους μια ομάδα, αξιόλογη, δυναμική, που έπρεπε να τη φοβηθούν και να την πολεμήσουν.

Και την πολέμησαν με κάθε τρόπο. Το 1901 έχουμε δύο σοβαρές προκλήσεις από την πλευρά των δημοτικιστών· η μία είναι -σύμφωνα με τη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, 2008- η χρήση του όρου «Ρωμιοσύνη» έξω από το πλαίσιο της ποίησης, δηλαδή στο βιβλίο του Αργύρη Εφταλιώτη Η ιστορία της Ρωμιοσύνης· η δεύτερη είναι η μετάφραση του «Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου» σε γλώσσα ψυχαρική από τον Αλέξανδρο Πάλλη στην εφημερίδα Ακρόπολις. Οι φοιτητικές αντιδράσεις στις 9 Νοεμβρίου ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη, τα «Ευαγγελικά»: οκτώ νεκροί. Δυο χρόνια αργότερα, καινούριες ταραχές, για μια παράσταση της «Ορέστειας» του Αισχύλου, μεταφρασμένης σε μετριοπαθή γλώσσα, τα «Ορεστειακά». Τα δύο στρατόπεδα βρίσκονταν πια σε ανοιχτό πόλεμο.

***

Από τη στιγμή που η δημοτική κέρδισε στο πεδίο της λογοτεχνίας, ο μελλοντικός νικητής μπορούσε να προβλεφθεί. Συνήθως όμως παραβλέπουμε το εντυπωσιακό -και παράλογο-, δηλαδή την απίστευτη αντοχή της καθαρεύουσας: οι Νεοέλληνες έμοιαζαν με «τον άνθρωπο που βάλθηκε στα καλά καθούμενα να κόψει τα δυο γερά του πόδια για να βάλει ξύλινα» (όπως έγραφε το 1929 ο Γιάννης Αποστολάκης): προτιμούσαν την καθαρεύουσα στη συντριπτική τους πλειονότητα.

Το βάρος της αρχαίας κληρονομιάς και πάλι, αλλά κοντά σ' αυτήν και κάτι ακόμα: η χρήση της δημοτικής σήμαινε τη νίκη του δήμου, των πολλών, και οι πολλοί -σωστότερα, όλοι μας- δύσκολα μπορούμε να παραδεχτούμε πως δεν ανήκουμε στους λίγους, στους εκλεκτούς. Ένα εξωτερικό, τεχνητό μα ευδιάκριτο σημάδι, είναι πάντα πιο εύκολο ν' αποκτηθεί από την εσωτερική καλλιέργεια του λόγου. Από την άποψη αυτή το πιο εντυπωσιακό κεφάλαιο του βιβλίου του Πίτερ Μάκριτζ είναι ο «Επίλογος», τα μετά το 1976.

Ίσως να υπάρχουν και αναγνώστες που θα τον διαβάσουν «για να μάθουν» - όμως οι περισσότεροι, ακόμα και οι νεότεροι, τα έχουμε ζήσει όλα σχεδόν όσα αποτυπώνονται στις 25 σελίδες του. Τα έχουμε ζήσει - αλλά ίσως δεν τα έχουμε σκεφτεί· δεν αναλογιζόμαστε δηλαδή πως βρισκόμαστε ακόμα στη στενωπό της διγλωσσίας: επιβιώνουν έως σήμερα οι ανοησίες ότι υπόβαθρο μιας καλής γνώσης της σημερινής γλώσσας είναι η τριβή με την αρχαία, ότι σιγά-σιγά αφελληνιζόμαστε και χάνουμε τη συνείδησή μας, ότι χάρη στην ιστορία της η γλώσσα μας είναι πλουσιότερη -ε, και καλύτερη, δεν μπορεί!- από τις άλλες. Όλο το βιβλίο χρειάζεται να μεταφραστεί, αλλά ο «Επίλογος» καλό θα ήταν να μπει και στα «Νεοελληνικά αναγνώσματα» του σχολείου.

Ότι οι συστηματικές προσπάθειες δύο χιλιάδων χρόνων να υποκαταστήσουμε το έμφυτο γλωσσικό αίσθημα από λεξικά και γραμματικές έχει συμβάλει στην κακοποίηση των εκφραστικών μας ικανοτήτων είναι σίγουρο. Όχι βέβαια επειδή πια ο μέσος μαθητής είναι ανορθόγραφος ή δεν μπορεί να διαβάσει Παπαδιαμάντη ή Ροΐδη στο πρωτότυπο, παρά, αντίθετα, επειδή πολλοί -για να μην πω όλοι- φοβόμαστε να εκφραστούμε φυσιολογικά, μπας και μας ξεφύγει κανένα λάθος, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί τον λόγο μας ένα ισχυρό και καλλιεργημένο γλωσσικό αισθητήριο, να μη μας ενδιαφέρει το ύφος, αλλά το «ορθόν». (Ας ρίξουν, όσοι το αμφισβητούν, μια ματιά στις πωλήσεις και τις διαφημίσεις των κάθε είδους «λεξικών».)

Υ.Γ. Όσο γραφόταν ετούτο το κείμενο η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου βρισκόταν κατάκοιτη στο νοσοκομείο. Τώρα που ολοκληρώθηκε, δε μπορώ παρά να θυμηθώ ότι πριν 35 χρόνια εκείνη μ' έφερε στην οικογένεια της Αυγής. «Πρέπει όλοι να γραφτούμε συνδρομητές», είχε πει.

Την είχα γνωρίσει λίγο νωρίτερα, στα χρόνια της δικτατορίας· είχαμε βγει να κουβεντιάσουμε -εκείνη δούλευε το γλωσσικό ζήτημα, εγώ υπηρετούσαν τη θητεία μου, κι ασχολιόμουνα με τα δημοτικά τραγούδια- και κάποια στιγμή μου είπε· «Τώρα κάτσε εδώ, σ' αυτό το παγκάκι, εγώ πάω κάπου και θα ξανάρθω σε λίγο». Κατάλαβα βέβαια τί έτρεχε, και υπάκουσα. Πόσο σημαντικό ήταν το ραντεβού της, το έμαθα μόλις προχτές, διαβάζοντας από μακριά τις νεκρολογίες.

*Ο Αλέξης Πολίτης διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: