Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Η εποχή της κοσμοπολιτικής

15 χρόνια μετά: Επαληθεύτηκε η «προφητεία» του Χάντινγκτον;

ΙΩΑΝΝΑ ΛΑΛΙΩΤΟΥ

Σήμερα, περίπου επτά χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η ιδέα της σύγκρουσης των πολιτισμών φαίνεται να απλουστεύει την εικόνα της διεθνούς πραγματικότητας παρά να συντελεί στο να κατανοήσουμε την ιστορική συγκυρία του παρόντος. Ο δυτικός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας μεταφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό στο εσωτερικό των δυτικών χωρών απειλώντας πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα που είχαν αποτελέσει κεκτημένα της αστικής δημοκρατίας. Ο πόλεμος των συμμάχων στο Ιράκ γρήγορα έχασε το ηθικό του πλεονέκτημα, καθώς το φως της δημοσιότητας είδαν οι καταγγελίες για τα βασανιστήρια και τις θηριωδίες που διέπρατταν τα στρατεύματα κατοχής. Η αποτυχία επίτευξης της ειρήνης, η επιδείνωση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και τα σκάνδαλα που αφορούν την εκμετάλλευση των συνθηκών του πολέμου από κύκλους οικονομικών συμφερόντων της Δύσης έθεσαν σε αμφισβήτηση τη μανιχαϊστική ιδέα ότι πρόκειται για σύγκρουση μεταξύ του δυτικού πολιτισμού και του Ισλάμ. Στον βαθμό που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η σύγκρουση των πολιτισμών αποτελεί μέρος μόνο μιας πολύ πιο σύνθετης και ευρύτερης παγκόσμιας κατάστασης.

Παράλληλα με τις θεωρίες που συμμερίζονται την ιδέα της σύγκρουσης των πολιτισμών, αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια μια ευρεία συζήτηση γύρω από την έννοια του κοσμοπολιτισμού. Για την ακρίβεια, ο όρος κοσμοπολιτισμός έχει καταλάβει πια κεντρική θέση στην προσπάθεια να κατανοηθούν οι όροι της σύγχρονης ιστορικής συνθήκης. Η συζήτηση περί κοσμοπολιτισμού διεξάγεται τόσο στο επίπεδο της πολιτικής και του πολιτικού λόγου όσο και στον χώρο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, κυρίως στη φιλοσοφία, στην πολιτική επιστήμη, στην ανθρωπολογία και στη συγκριτική λογοτεχνία. Παλαιότερα ο όρος αυτός αναφερόταν κυρίως σε κοινωνικές ελίτ που είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν και να ακολουθούν πρακτικές ζωής, συνήθειες και αξίες που υπερέβαιναν τις εθνικές κουλτούρες. Σήμερα όμως ο κοσμοπολιτισμός και οι πιο σύνθετοι όροι κοσμοπολιτική και κοσμοπολιτικός αναφέρονται σε μια σειρά πρακτικών, αντιλήψεων και πολιτισμικών διαθέσεων που αφενός υπερβαίνουν τα όρια του έθνους και του διεθνισμού, και αφετέρου τοποθετούνται κριτικά προς το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Ετσι οι θεωρητικοί του κοσμοπολιτισμού επιχειρούν να κατανοήσουν την παρούσα ιστορική συνθήκη εκκινώντας από τη μελέτη των διαδικασιών, των μορφών υποκειμενικότητας και των σχέσεων που διαμορφώνουν σήμερα ετερογενείς συλλογικότητες αλλά και εμπειρίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Στόχος εδώ είναι να ασκηθεί κριτική τόσο σε εθνοκεντρικές όσο και σε σχετικιστικές πολυπολιτισμικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Οι θεωρίες της σύγχρονης κοσμοπολιτικής επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο εστιάζοντας στις ζώνες επαφής και επικοινωνίας και υπερβαίνοντας τους διαχωρισμούς που επέβαλλε σε μεγάλο βαθμό η πολιτική των ταυτοτήτων σε προηγούμενες περιόδους.
Μήπως όμως η νέα αυτή κοσμοπολιτική θεώρηση της σύγχρονης ιστορικής συνθήκης προάγει τελικά μια ψευδώς ομογενοποιητική εικόνα της πραγματικότητας; Θεωρητικοί, όπως η Γκαγιάτρι Σπίβακ, έχουν προειδοποιήσει ενάντια σε αυτόν τον κίνδυνο. Στο βιβλίο της Death of a Discipline (Ο Θάνατος μιας Επιστήμης) (Columbia UP, New York, 2003) η Σπίβακ μάς παροτρύνει να σκεφτούμε πλανητικά και όχι παγκόσμια. Η έννοια της πλανητικότητας δεν αρνείται την παγκοσμιοποίηση, αλλά ασκεί κριτική στις πειθαρχικές και ελεγκτικές πρακτικές της. Η πρόταση που διατυπώνει η Σπίβακ, και που αναπτύσσεται σήμερα και από άλλους θεωρητικούς, είναι να προσεγγίσουμε τη σύγχρονη ιστορική συνθήκη πέρα από το ομογενοποιητικό πέπλο της παγκοσμιοποίησης σε μια προσπάθεια να διακρίνουμε την εικόνα του πλανήτη ως ενός διαφοροποιημένου πολιτικού χώρου που κατοικείται από εσωτερικά ετερογενείς συλλογικότητες. Ο σχηματισμός αυτής της εικόνας προϋποθέτει την επαναπροσέγγιση των κοινοτήτων στις οποίες εντασσόμαστε μέσα από διαδικασίες ανοικείωσης. Η πρόταση εδώ είναι να σκεφτούμε πλανητικά, δηλαδή να καταστήσουμε ακόμη και τις πιο οικείες μας ιστορίες ανοίκειες εντάσσοντάς τες όχι στο τοπικό/εθνικό αλλά στο πλανητικό επίπεδο, πάντα σε σχέση μάλλον παρά σε σύγκριση ή σε αντιπαράθεση με τις ιστορίες των άλλων. Η Ιστορία απεμπλέκεται έτσι από τον εθνικό χρόνο και εντάσσεται στο πλαίσιο του πλανητικού χρόνου επιτρέποντας τη θέαση διαδικασιών αλληλεπίδρασης, αλλά και ανταγωνισμού και συγκρούσεων, που διαφορετικά θα μας διέφευγαν.
Η διαμόρφωση μιας κοσμοπολιτικής ή πλανητικής θεώρησης της σύγχρονης Ιστορίας αποτελεί ακόμη μια εργασία σε εξέλιξη. Το σίγουρο όμως είναι ότι παρόμοια εγχειρήματα προσπαθούν να αναμετρηθούν με τα αναπάντητα ερωτήματα που άφησαν, αλλά και να διορθώσουν τις πολιτικές και ιστορικές παρανοήσεις στις οποίες οδήγησαν οι δυϊστικές θεωρίες περί σύγκρουσης των πολιτισμών και περί πολέμου των ταυτοτήτων ή/και οι ομογενοποιητικές αντιλήψεις περί τετελεσμένης παγκοσμιοποίησης. Καθώς τα φαντάσματα της πείνας και της λειψυδρίας πλανώνται πια απειλητικά πάνω από τη Γη, ίσως είναι καιρός να πάψουμε να αναρωτιόμαστε «ποιοι είμαστε» και «τι μας χωρίζει από αυτό που δεν είμαστε» και να αφήσουμε τη ματιά μας να απλωθεί στον άμεσο όσο και ανοίκειο περιβάλλοντα χώρο που τελικά απλώς φιλοξενεί την ιστορία μας.

  • Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.


Το ΒΗΜΑ, 27/07/2008

Ο κόσμος του Χάντινγκτον και των παρασκηνίων

15 χρόνια μετά: Επαληθεύτηκε η «προφητεία» του Χάντινγκτον;

ΕΦΗ ΓΑΖΗ

Οι ουσιοκρατικές, μονολιθικές και οριενταλιστικές αναλυτικές κατηγορίες του Σάμιουελ Χάντινγκτον στη «Σύγκρουση των Πολιτισμών» έχουν δεχθεί σοβαρή και ουσιαστική κριτική. Θα είχαμε ενδεχομένως ξεχάσει και την ύπαρξη του βιβλίου αν, στα μάτια ορισμένων, ο κόσμος δεν έχει αρχίσει να γίνεται «κόσμος του Σάμιουελ Χάντινγκτον». Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, η 11η Μαρτίου 2004 στη Μαδρίτη και η 7η Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο αποτελούν, σύμφωνα με αυτή την οπτική, τις εμβληματικές ημερομηνίες της ανάδειξης μιας «χαντινγκτόνειας τάξης πραγμάτων» όπου η ισλαμική τρομοκρατία λειτουργεί ως το προεόρτιο μιας μείζονος σύγκρουσης των πολιτισμών στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται η «Δύση» και οι «άλλοι».

Ο ίδιος ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, μάλλον επιδεικνύοντας περισσότερη σύνεση από τους οπαδούς του, φρόντισε να αποστασιοποιηθεί νωρίς από τη διαδικασία ανάδειξης του έργου του σε «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Σε άρθρο του στο περιοδικό «Newsweek» με τίτλο «Η Εποχή των Μουσουλμανικών Πολέμων» (The Age of Muslim Wars) στο τέλος του 2001, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Χάντινγκτον αντιμετώπισε κριτικά τις θεωρίες περί του αναπόφευκτου των πολιτισμικών συγκρούσεων και ενσωμάτωσε πολιτικές παραμέτρους στην προσέγγισή του. Ωστόσο δεν αποστασιοποιήθηκε ολοκληρωτικά από το σχήμα του, ενώ η «επιστημολογία της ετεροποίησης» που εισήγαγε ή μάλλον επανεισήγαγε στη σύγχρονη σκέψη όχι μόνο άφησε το σημάδι της αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί με κεντρικό πεδίο τη σχέση μεταξύ «Δύσης» και «Ισλάμ».
Ενώ όμως το χαντινγκτόνειο δράμα εκτυλίσσεται στην κεντρική σκηνή και εξασφαλίζει δημοσιότητα μέσω του παγκόσμιου τηλεοπτικού θεάματος, ένας άλλος κόσμος ζει στα παρασκήνια. Σε αυτόν τον άλλο κόσμο, η ζωή δεν εξαντλείται στη Νέα Υόρκη, τη Μαδρίτη και το Λονδίνο. Επιθέσεις αυτοκτονίας και τρομοκρατικές ενέργειες πραγματοποιούνται, ίσως και με μεγαλύτερη συχνότητα κατά τα τελευταία χρόνια, στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία, στην Τουρκία, στο Μπαλί, στο Ισραήλ, στα κατεχόμενα εδάφη της Παλαιστίνης, στο Ιράκ. Οι ντόπιοι πληθυσμοί αλλά και όσοι ξένοι βρίσκονται εκεί υποφέρουν τόσο όσο και οι «δυτικοί» συνάνθρωποί τους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και κουλτούρας. Επιπλέον, οι τρομοκρατικές ενέργειες στο εσωτερικό ορισμένων μουσουλμανικών, κατά μείζονα λόγο, χωρών δείχνουν ότι εκτός από την πρωτεϊκή ρήξη μεταξύ «Δύσης» και «Ισλάμ» που εδραίωσε το χαντινγκτόνειο δράμα, διεξάγεται επίσης ένας πόλεμος εντός του Ισλάμ περί το Ισλάμ. Το γεγονός θα έπρεπε να μας καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς απέναντι σε μια μονοσήμαντη προσέγγιση του Ισλάμ αλλά και απέναντι στην υπόγεια ταύτιση μεταξύ Ισλάμ και ισλαμισμού που υπαινίσσεται η «Σύγκρουση των Πολιτισμών».



Μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, την 11η Σεπτεμβρίου 2001 ο Χάντινγκτον γνώρισε την τρίτη επιστροφή του στη δημοσιότητα. Επέστρεψε θριαμβευτικά, κραδαίνοντας το στερεότυπο του μουσουλμάνου τρομοκράτη ως γνήσιο προϊόν πολιτισμικής σύγκρουσης


Επιπλέον, στον κόσμο των παρασκηνίων, ο «Πόλεμος εναντίον του Τρόμου» που εγκαινίασε η απερχόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ και συνδυάστηκε στην κοινωνική φαντασία με μια μείζονα «σύγκρουση των πολιτισμών» φαίνεται ως μια αφελής αλλά και επικίνδυνη ιδέα. Οχι μόνο γιατί πόλεμος και τρομοκρατία αποτελούν μη ομόλογες κατηγορίες αλλά γιατί, όπως υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός Walter Laqueur στη μελέτη του για την ιστορία της τρομοκρατίας, ένα τέτοιο εγχείρημα κρατά την ανθρωπότητα σε ομηρεία στο διηνεκές. Νίκη εναντίον της τρομοκρατίας, με συμβατικούς όρους που αφορούν σε συμβατικούς πολέμους, δεν μπορεί να υπάρξει. Επομένως, αυτό που έχει σημασία είναι η κοινωνική και πολιτική της απαξίωση και περιθωριοποίηση. Αυτή όμως είναι εξαιρετικά δύσκολη όχι επειδή, μέσω του χαντινγκτόνειου δράματος, η τρομοκρατία έχει εγγραφεί στον πυρήνα μιας πολιτισμικής σύγκρουσης αλλά κυρίως επειδή στον σύγχρονο κόσμο των μισθοφορικών πολέμων (όπως αυτός που διεξάγεται από επαγγελματίες και εταιρείες στο Ιράκ), των περιορισμένων σε αριθμό και έκταση διακρατικών εμπόλεμων συρράξεων, η τρομοκρατία αποτελεί μία από τις βασικές μορφές της σύγκρουσης.

Τέλος, το έργο της «σύγκρουσης των πολιτισμών» που παίζεται στην κεντρική σκηνή έχει αρχίσει να ενισχύει ανησυχητικές μορφές ισλαμοφοβίας σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Εικονογραφείται σταδιακά η εικόνα του «εσωτερικού εχθρού», ενώ μέχρι πρόσφατα το Ισλάμ αποτελούσε τον «εξωτερικό εχθρό» για τη Δύση, όπως έδειξε ο Gil Anidjar στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «The Jew, the Arab. Α History of the Enemy» (Ο Εβραίος, ο Αραβας. Μια ιστορία του εχθρού). Σε αυτό το κλίμα, οι μουσουλμανικές κοινότητες επανασυγκολλώνται με νέους όρους, ενώ παλαιότερα τα μέλη τους ήταν γνωστά κυρίως μέσα από εθνικούς ή εθνοτικούς προσδιορισμούς. Η εξέλιξη δεν καλλιεργεί απλώς νέες μορφές γκετοποίησης. Δυσκολεύει εξαιρετικά τη συνεργασία και τον διάλογο εντός και διά μέσου των κοινοτήτων, καθιστά δυσδιάκριτες τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους ενώ ανοίγει τον δρόμο σε κάθε λογής φανατικούς και εξτρεμιστές. Οι τελευταίοι όχι μόνο δρουν ανενόχλητοι αλλά αποκτούν περισσότερα ερείσματα όταν ορισμένοι ανάγουν τη μαντίλα στο μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας και μέσω ενός πολύ ιδιόμορφου ορισμού τόσο του φεμινισμού όσο και του ορθού λόγου αποφασίζουν να αποκλείσουν κορίτσια με μαντίλες (όχι αγόρια με γενειάδες, επίσης ένδειξη θρησκευτικής ένταξης σε ορισμένες περιπτώσεις) από την εκπαίδευση.
Κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ανεξάρτητα ίσως από τις προθέσεις του συγγραφέα της, η «σύγκρουση των πολιτισμών» αποτέλεσε μία από τις βασικές σκηνοθετικές επιλογές στη σκηνή των σύγχρονων αντιπαραθέσεων. Επειδή όμως το έργο δεν χαρακτηρίζεται από την πρωτοτυπία ή το βάθος της πλοκής του, μάλλον είναι προτιμότερο να δούμε τι τρέχει στα παρασκήνια...

  • Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Το ΒΗΜΑ, 27/07/2008

Η σύγχυση των πολιτισμών

15 χρόνια μετά: Επαληθεύτηκε η «προφητεία» του Χάντινγκτον;

Θ. ΒΕΡΕΜΗΣ

Το 1996 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ (στην Ελλάδα το 1998) το σημαντικότερο από τα δεκάδες βιβλία και άρθρα που ανέδειξαν τον αμερικανό καθηγητή του Χάρβαρντ Σάμιουελ Χάντινγκτον σε έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους αλλά και αμφιλεγόμενους πολιτικούς φιλοσόφους των τελευταίων ετών εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Το βιβλίο ήταν «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης» και βασιζόταν σε ένα ομότιτλο άρθρο του το οποίο δημοσιεύθηκε το 1993 στην επιθεώρηση «Foreign Affairs». Στο εν λόγω μπεστ σέλερ ο επισκοπικός το θρήσκευμα Χάντινγκτον αναλύει τη δική του εκδοχή περί του χαρακτήρα των μελλοντικών συγκρούσεων στον πλανήτη και των παγκόσμιων συσχετισμών στον 21ο αιώνα. Συγκεκριμένα, στη θεωρία του ο Χάντινγκτον υποστηρίζει ότι ο επόμενος πόλεμος - μετά τον Ψυχρό Πόλεμο - και οι μεγάλες διαιρέσεις και πηγές συγκρούσεων θα είναι όχι πια ανάμεσα σε ιδεολογίες αλλά ανάμεσα στους πολιτισμούς (κυρίως ανάμεσα στη Δύση και στο Ισλάμ).

Δεν θα ήταν υπερβολικό να πει κανείς ότι η σκέψη του Χάντινγκτον είχε γίνει το ευαγγέλιο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Δεκαπέντε χρόνια μετά η «προφητεία του» επαληθεύτηκε; Οδήγησε τους Αμερικανούς στη σωστή πολιτική ή στην καταστροφή;

Ο Samuel Huntington, από τους τελευταίους εναπομείναντες καθηγητές της δεκαετίας του 1960 στο Harvard, αντιπροσώπευε τότε μια συντηρητική μειοψηφία που αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τον φιλελεύθερο προσανατολισμό της Ανατολικής Ακτής. Η μοίρα τού έδωσε δύο ακόμη ευκαιρίες ώστε να δικαιωθεί για τις επιφυλάξεις του παρελθόντος. Και οι δύο παρουσιάστηκαν την εποχή που η κριτική του προοδευτισμού είχε γίνει πλέον κοινός τόπος. Με την πτώση του μεταρρυθμιστικού φιλελευθερισμού και την κίνηση του πολιτικού εκκρεμούς προς τα δεξιά, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Ronald Reagan, o Huntington έγινε ο πρώιμος κήρυκας της σύγκρουσης στη διεθνή πολιτική.

* Ο νέος εχθρός

Οταν κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός ο Huntington ήταν ο πρώτος που έσπευσε σε αναζήτηση του νέου εχθρού που θα αποτελούσε τον συνεκτικό δεσμό του δυτικού συνασπισμού. Στο γνωστό άρθρο του «America's Changing Strategic Interests» (Survival 33, Jan. /Feb. 1991) εξηγούσε πως οι ΗΠΑ βρίσκονταν τότε στη θέση που είχε βρεθεί η Βρετανία το 1815 όταν το τέλος του Ναπολέοντα δημιούργησε την ανάγκη ευρωπαϊκής συμφωνίας η οποία θα εμπόδιζε την ανάπτυξη νέας απειλής για την ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο.

Η σύγκρουση των πολιτισμών πρωτοεμφανίστηκε σε άρθρο του Huntington το οποίο δημοσιεύτηκε στο καλοκαιρινό τεύχος του Foreign Affairs το 1993. Η προσέγγιση της διεθνούς πολιτικής εδώ είναι του Hobbes μάλλον παρά του Locke. Θεωρεί ότι η φύση βδελύσσεται τα κενά, όπως η πολιτική τα κενά εξουσίας. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άφηνε πίσω του το κενό της Σοβιετικής Ενωσης και συνεπώς η Δύση έπρεπε να προβλέψει εγκαίρως το διάδοχο αντίπαλο σχήμα. Από την ισορροπία δυνάμεων του πρώτου άρθρου πέρασε σε μια συγκρουσιακή φιλοσοφία που προαναγγέλλει τους κατοπινούς Νεοσυντηρητικούς του Bush Jr.
Η χάραξη των συνόρων ανάμεσα στα διάφορα πολιτισμικά στρατόπεδα είναι τελείως αυθαίρετη. Οι «ορθόδοξοι Σλάβοι» (ξεχνάει ότι πολλοί Σλάβοι, όπως οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι, οι Σλοβένοι και οι Κροάτες, είναι καθολικοί) τοποθετούνται μαζί με τους μουσουλμάνους. Οι καθολικοί μαζί με τους προαιώνιους εχθρούς των (τριακονταετής πόλεμος) τους Προτεστάντες, οι εβραίοι εμφανίζονται σαν προκεχωρημένο φυλάκιο της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή, ενώ η Λατινική Αμερική δεν ανήκει στο ίδιο πολιτισμικό στρατόπεδο με τη Βόρεια Αμερική και τον Καναδά γιατί... είναι φτωχή. Στο δυτικό ημισφαίριο εφαρμόζει έτσι τη διαίρεση Βορρά - Νότου.
* ΗΠΑ και Ισραήλ



Για τον Σάμιουελ Χάντινγκτον ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας του πολέμου των εθνών, ο 20ός ο αιώνας του πολέμου των ιδεολογιών και ο 21ος ο αιώνας του πολέμου των πολιτισμών


Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 ο Huntington γνώρισε την τρίτη επιστροφή του στη δημοσιότητα. Επέστρεψε θριαμβευτικά, κραδαίνοντας το στερεότυπο του μουσουλμάνου τρομοκράτη ως γνήσιο προϊόν πολιτισμικής σύγκρουσης. Σε άρθρο του (Ιανουάριος 2002, Newsweek) υποστήριζε ότι «αν ένα ή δύο κράτη καταφέρουν να επιβληθούν στον μουσουλμανικό κόσμο, πράγμα που έχει να συμβεί από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το αποτέλεσμα θα ήταν ευεργετικό για τη μείωση της βίας... γενικότερα». Ποιους είχε άραγε στο μυαλό του ο Huntington; Μάλλον τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η προτροπή, που βεβαίως δεν ήταν αποκλειστικά δική του, πυροδότησε σειρά μεγάλων λαθών που παγίδευσαν τις ΗΠΑ σε ένα τραγικό θέατρο επιχειρήσεων στο Ιράκ και την παγκόσμια οικονομία σε κρίση διαρκείας με τη μετεωρική άνοδο την τιμής του πετρελαίου. Δεκαπέντε χρόνια μετά το άρθρο του στο Foreign Affairs ο Huntington μάλλον παρακολουθεί τους Νεοσυντηρητικούς στην ιστορική τους καταισχύνη. Η «προφητεία» του δεν οδήγησε τους Αμερικανούς στη σωστή πολιτική αλλά στην καταστροφή.

* Εικονική πραγματικότητα

Ο Huntington έγινε γνωστός ως ερευνητής με τα έργα του για τον ρόλο των στρατιωτικών στις χώρες της αποικιοκρατίας και στις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου. Σημαντικό υπήρξε επίσης και το βιβλίο του για τους στρατιωτικούς των ΗΠΑ (The Soldiers and the State, Cambridge, 1957). Οταν καταπιάστηκε με τη Σύγκρουση των πολιτισμών ήταν ελάχιστα προετοιμασμένος για έργο τέτοιας ιστορικής εμβέλειας. Η αντιπάθειά του άλλωστε για την Ιστορία φαίνεται σε όλο αυτό το βιβλίο. Σε κάποια συνάντησή μας επεσήμανα ότι το Βυζάντιο που εκείνος θεωρούσε ότι είχε καταργήσει το κράτος δικαίου, σε αντίθεση με τη Δυτική Ευρώπη όπου το δίκαιο ανθούσε, ήταν η επιβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ότι, αντίθετα από το μέγιστο μέρος της ηπείρου που είχε υποστεί αλλεπάλληλες επιδρομές και μετακινήσεις πληθυσμών, το βυζαντινό (ρωμαϊκό) κράτος δεν απώλεσε ποτέ τούς θεσμούς του δικαίου. Μου απάντησε τότε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Η σύγκρουση... ωστόσο έγινε από τα πιο ευπώλητα βιβλία της δεκαετίας του 1990 και αργότερα θεωρήθηκε προφητική της 11ης Σεπτεμβρίου. Πρόκειται βέβαια για προβληματική επιστημονικά εκλαΐκευση της Ιστορίας που δημιούργησε μια «αυτοτροφοδοτούμενη» πραγματικότητα, περισσότερο εικονική παρά αληθινή. Αυτοτροφοδοτούμενη γιατί συνέβαλε όσο κανένα άλλο βιβλίο στη στρεβλή αντίληψη της σχέσης μεταξύ πολιτισμών. Οι μεγαλύτερες συγκρούσεις στην Ιστορία είναι συνήθως ενδοπολιτισμικές (πρώτος και δεύτερος παγκόσμιος, η πλειάδα των εμφυλίων και των μεγάλων επαναστάσεων,) αλλά, έτσι και αλλιώς, οι πολιτισμοί δεν συγκρούονται. Ανταλλάσσουν ιδέες και στοιχεία και σπάνια βρίσκονται αντιμέτωποι στο πεδίο του πολέμου. Τα κράτη, οι στρατοί, ακόμη και διαφορετικές ερμηνείες της ίδιας θρησκείας βρίσκονται συχνά αντιμέτωπες όταν η πολιτική εξουσία υπεισέρχεται στο πεδίο των αντιθέσεων. Οι πολιτισμοί είναι δυνατόν να γίνουν απειλητικοί όταν χρησιμοποιούνται από μεγάλες δυνάμεις σαν σύμβολα εξουσίας, ή από μικρές χώρες και έθνη όταν αναζητούν ταυτότητα.

Οταν ο Huntington αναλάμβανε να ξαναγράψει την ιστορία των συγκρούσεων και να αναδείξει τη μελλοντική απειλή προς τον δυτικό κόσμο συμμετείχε χωρίς να το αντιλαμβάνεται στη μεταμόρφωση της πατρίδας του. Από την επιρροή του αισιόδοξου John Locke, στην απαισιοδοξία του φοβικού Thomas Hobbes.

Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το ΒΗΜΑ, 27/07/2008