Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Οικονομική κρίση και κρίση ιδεολογιών

Του Kevin Featherstone*, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/6/2009

Bρισκόμαστε στο μέσο της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Παράλληλα, η παγκόσμια οικονομία διέρχεται τη βαθύτερη και πιο παρατεταμένη ύφεση από την εποχή του κραχ. Οι αποφάσεις που παίρνονται αυτήν τη στιγμή θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις των δραματικών αυτών φαινομένων στους περισσότερους από εμάς. Στην καλύτερη περίπτωση, το μεσοπρόθεσμο οικονομικό μας μέλλον έχει έλθει τα πάνω - κάτω. Ορισμένοι ειδικοί αρχίζουν να διαβλέπουν φως στην άκρη του τούνελ, αλλά οι απόψεις διίστανται. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το χρηματικό κόστος της κρίσης, αλλά και οι απώλειες θέσεων εργασίας, ειδικά μεταξύ των νέων, έχουν λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις.

Εντούτοις, ο πολιτικός αντίκτυπός της παραμένει ακόμη ασαφής. Οπως ήταν αναμενόμενο, η δημοφιλία των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχει υποστεί πλήγμα εξαιτίας της αποτυχίας τους να αποτρέψουν την κρίση. Τα ποσοστά αποδοχής του Γκόρντον Μπράουν και του Νικολά Σαρκοζί έχουν καταβαραθρωθεί, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είχε ήδη αρχίσει να χάνει έδαφος πριν ξεσπάσουν τα πρόσφατα σκάνδαλα και ο Χοσέ Λουί Θαπατέρο έχει απολέσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, μόλις 15 μήνες μετά τις εκλογές.

Από την άλλη πλευρά όμως, ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν επλήγησαν όσο θα περίμενε κανείς. Στην Ελλάδα ο Καραμανλής συνεχίζει να θεωρείται καταλληλότερος πρωθυπουργός από τον Παπανδρέου, ενώ στη Γερμανία η «σιδηρά» Αγκελα Μέρκελ παραμένει η δημοφιλέστερη πολιτικός της χώρας. Παράλληλα, το κόμμα του Σαρκοζί τα πήγε αρκετά καλά στις ευρωεκλογές, ενώ οι Σοσιαλιστές του Θαπατέρο αναδείχθηκαν το ισχυρότερο κεντροαριστερό κόμμα στην Ευρώπη.

Στο μεταξύ, η οικονομική κρίση δεν φιγουράρει τόσο συχνά πια στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αφού την αντικατέστησαν τα σκάνδαλα. Προτιμάμε να ασχολούμαστε με το αν ο Μπερλουσκόνι πλήρωσε ιερόδουλες και με τα προσωπικά έξοδα των Βρετανών βουλευτών που επιβάρυναν τους φορολογουμένους. Ισως και λόγω της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την οικονομική κρίση, μας έρχεται πιο βολικό να συζητάμε για σκάνδαλα.

Οι παραδοσιακές ιδεολογίες, που βρίσκονταν ήδη σε κρίση, έχουν αναστείλει πλήρως τη λειτουργία τους. Επομένως, λείπει από την κοινή γνώμη το πλαίσιο που θα καθοδηγήσει τις πολιτικές της επιλογές. Παρότι η κίνηση του Τζορτζ Μπους να εθνικοποιήσει τράπεζες συνιστά εντυπωσιακή ιδεολογική μετατόπιση, η κρίση των παραδοσιακών «παραδειγμάτων» και η απεγνωσμένη αναζήτηση λύσεων είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μέχρι πρότινος, ο Σαρκοζί επέμενε για την ανάγκη να μεταρρυθμιστεί η γαλλική οικονομία, ούτως ώστε να καταστεί πιο ευέλικτη και πιο ανταγωνιστική. Δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για το αγγλοσαξονικό μοντέλο και την απογοήτευσή του με τον παραδοσιακό γαλλικό «κρατισμό». Τώρα, ανακρούει πρύμναν, υπερασπίζεται τις αρετές του γαλλικού συστήματος σε εποχές κρίσης και φτάνει στο σημείο να κάνει μαθήματα στο Λονδίνο. Στη βρετανική πρωτεύουσα, η εργατική κυβέρνηση, που είχε εκφράσει την παράδοξη άποψη ότι επικροτεί τον πλουτισμό των ανθρώπων, βρίσκεται πλέον στη δύσκολη θέση να απολογείται για τους τεράστιους μισθούς και τα μπόνους των «αχόρταγων» τραπεζιτών. Ο Μπράουν δέχεται σκληρή κριτική για έλλειψη οράματος ή, με άλλα λόγια, για την ιδεολογική του σύγχυση. Ακόμη και στη Γερμανία, η δημοτικότητα της Αγκελα Μέρκελ εδράζεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν είναι η τυπική δεξιά πολιτικός: πρόκειται για μια κεντρώα υπερασπιστή του μετριοπαθούς συντηρητισμού, η οποία έχει έλθει και σε σύγκρουση με αντιφρονούντες ακόμη και στο ίδιο της το κόμμα.

Η κοινή γνώμη έχει χάσει την υπομονή της και ψάχνει αποδιοπομπαίους τράγους, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν είναι βέβαιη για το ποιον θα πρέπει να υποστηρίξει. Στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, η αντιπολίτευση είναι σχεδόν υπό διάλυση και δεν φαίνεται ικανή να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από την κρίση. Στην Ισπανία, η κεντροδεξιά αντιπολίτευση κατάφερε να κερδίσει, αλλά όχι με αρκετά μεγάλη διαφορά που να της προσδίδει αέρα νίκης. Ακόμη και στη Βρετανία, όπου ο Γκόρντον Μπράουν είναι λιγότερο δημοφιλής και από τον διάβολο, οι Συντηρητικοί δεν έχουν καταφέρει ακόμη να πείσουν ότι αποτελούν αξιόπιστη εναλλακτική λύση.

Αναμφίβολα, οι ευρωεκλογές ανέδειξαν την ενίσχυση της ακροδεξιάς. Την 65η επέτειο από την απόβαση στη Νορμανδία, η Βρετανία εξέλεξε δύο νεοφασίστες στην Ευρωβουλή. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν αποδυναμώθηκε, κυρίως επειδή άρχισε να φλερτάρει ο Σαρκοζί με το κομματικό του ακροατήριο. Οι θέσεις που εξέφρασε πρόσφατα για τη μαντίλα είναι ενδεικτικές της στρατηγικής του. Στο μεταξύ, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι ταραχές που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τη Γαλλία δεν θα επαναληφθούν σε μιαν άλλη χώρα, καθώς χάνονται θέσεις εργασίας με αποτέλεσμα να κατηγορούνται οι ξένοι μετανάστες. Από τη Βόρεια Ιρλανδία, όπου γνωρίζουν καλά τι σημαίνουν διακρίσεις, Ρουμάνοι εργάτες επιστρέφουν εσπευσμένα στην πατρίδα τους για να αποφύγουν τους βίαιους προπηλακισμούς.

Εν ολίγοις, η πολιτική μας διέρχεται μεγαλύτερη κρίση και από την οικονομία. Με τα παραδείγματά μας να καταρρέουν και τις θέσεις μας να αλλάζουν συνεχώς, καταφεύγουμε στα διασκεδαστικά σκάνδαλα, τις κρυφές ματιές στην προσωπική ζωή των ηγετών μας και σε θέματα τρόπου ζωής με θρησκευτική ζέση. Διψάμε για αποπροσανατολισμό. Την ίδια στιγμή, το πολιτικό μας σύστημα χάνει τη νομιμοποίησή του και αγνοούμε προβλήματα που θα μας απασχολήσουν μακροπρόθεσμα. Κρατάμε τις πολιτικές μας επιλογές ανοικτές, σε σημείο που οποιοσδήποτε σχεδόν μπορεί αύριο να εκλεγεί πρωθυπουργός. Μένει να δούμε ποιος θα είναι τελικά ο πολιτικός αντίκτυπος της κρίσης.

  • * Ο Kevin Featherstone είναι καθηγητής στο London School of Economics, όπου διευθύνει το Ελληνικό Παρατηρητήριο.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Είναι απειλή οι μετανάστες;


Συλλήψεις μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας
  • Το λουκέτο που έφραζε, έως πριν από μερικές ημέρες, την είσοδο στην παιδική χαρά του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών και η τωρινή κατασκευή από ξύλα, χαρτόκουτα και σιδερένια ελάσματα με την επιγραφή «Απαγορεύεται η είσοδος στους ξένους» συνιστούν, σε συμβολικό επίπεδο, την αποτύπωσητης αντίδρασης μερίδας της ελληνικής κοινωνίαςαπέναντι στους μετανάστες: πλήρης αποστροφή, αυτοδικία, φόβος μπροστά σε υπαρκτά ή όχι φαινόμενα έξαρσης της εγκληματικότητας τα οποία επιδρούν στο συλλογικό φαντασιακό. Τα υψηλά ποσοστά που απέσπασαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές ο ΛΑΟΣ και σχηματισμοί της άκρας Δεξιάς στο κέντρο της Αθήνας και σε περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί- προσωρινά ή όχι- τα πλέον περιθωριοποιημένα τμήματα του μεταναστευτικού πληθυσμού επανέφεραν στο προσκήνιο τα ζητήματα της (λαθρο)μετανάστευσης, της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών, των «ψυχικών», οικονομικών και κοινωνικών αντοχών των Ελλήνων μπρος στην παρουσία αυτών των ανθρώπων. Υπάρχει μεταναστευτικήπολιτική, ικανή να συμβάλει στην ενσωμάτωσηαυτών των ανθρώπων και στην άμβλυνση των όποιων διαφορών; Τα μέτρα καταστολής, η αύξηση της αστυνομικής επιτήρησης και η απομόνωσητων μεταναστών σε στρατόπεδα είναι η προφανήςκαι «μόνη» λύση; Εχει διδαχθεί κάτι η ελληνική κοινωνία από τις δικές της μεταναστευτικές παραστάσεις στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία, αλλά και στην εισδοχή των πρώτων μεταναστευτικώνκυμάτων της δεκαετίας του ΄90; Το σημερινόαφιέρωμα δίνει ορισμένες απαντήσεις πέραν του κύκλου των «μαγικών» λύσεων.
  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Το νέο ευρωπαϊκό σκηνικό

ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι μια ιδιότυπη άσκηση πολυεθνικήςδημοκρατίας, η οποία όμως δεν έχει καταφέρει ως σήμερα να συγκινήσει τους λαούς της Ευρώπης. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι, ενώ πρόκειται για τον μοναδικό ευρωπαϊκό θεσμό τον οποίο καλούνται να διαμορφώσουν με την ψήφο τους οι ευρωπαίοι πολίτες, αυτοί αρνούνται να το πράξουν.

Από τον μπλερισμό στον εθνοκεντρικό κεϊνσιανισμό

  • Νίκος Μουζέλης | Το Βήμα | Κυριακή 21 Ιουνίου 2009
Το παράδοξο των πρόσφατων ευρωεκλογών είναι ότι η απαξίωση του νεοφιλελευθερισμού βοήθησε περισσότερο την Κεντροδεξιά και λιγότερο την Κεντροαριστερά. Νομίζω ότι, για να εξηγήσουμε το φαινόμενο, πρέπει να εξετάσουμε την εκλογική διαδικασία ιστορικά και διαλεκτικά: σαν ένα παιχνίδι όπου, στον ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, ο ένας παίκτης συχνά παίρνει στοιχεία από την ιδεολογία του αντιπάλου του - ενσωματώνοντάς τα στη δική του στρατηγική και κοσμοθεωρία. Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να πάμε πίσω στη δεκαετία του 1990 όπου ο μπλερισμός κυριάρχησε στη Βρετανία και όπου στις περισσότερες χώρες της ΕΕ είχαμε σοσιαλδημοκρατικές/σοσιαλιστικές κυβερνήσεις.
Ο μπλερισμός
Ο Τόνι Μπλερ θεωρήθηκε από την Αριστερά «Θάτσερ με παντελόνια». Αυτό είναι λάθος. Η στρατηγική που ακολούθησε το Νέο Εργατικό Κόμμα στην μπλερική περίοδο ήταν σχηματικά: Θάτσερ συν Μπέβεριτζ (ο κύριος αρχιτέκτονας του βρετανικού κοινωνικού κράτους). Εξηγούμαι: Ο λεγόμενος τρίτος δρόμος- του οποίου κύριος θεωρητικός ήταν ο Αντονι Γκίντενς και κύριος πολιτικός εκφραστής του ο Τόνι Μπλερ- προσπάθησε να συνδυάσει στοιχεία του θατσερικού προγράμματος με μια κοινωνική πολιτική υπέρ των οικονομικά αδυνάτων. Πιο συγκεκριμένα, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της εφαρμογής του, το πρόγραμμα των Εργατικών πήρε από τον θατσερισμό την έμφαση στην αγορά, στον οικονομικό ανταγωνισμό και στη δημοσιονομική πειθαρχία. Συγχρόνως όμως η λογική της αγοράς συνδυάστηκε με τη λογική της αλληλεγγύης. Ετσι στα μέσα της δεκαετίας του 1990 βλέπουμε μια σειρά από μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων (αποδοχή της Ευρωπαϊκής Κοινωνική Χάρτας) και για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Για παράδειγμα, παρατηρούμε μια προσπάθεια συντονισμού της φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής: φόροι και κοινωνικές παροχές συντονίζονται μέσω ενός συστήματος φορολογικών πιστώσεων (tax credits) κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτοί που βρίσκονταν στη λεγόμενη «παγίδα της φτώχειας» να μπορέσουν να βγουν από αυτό το αδιέξοδο. Οπως πολύ χαρακτηριστικά ανέφερε το κύριο άρθρο του «Οbserver» (22.3.1998) «ο Γκόρντον Μπράουν (ο τότε υπουργός Οικονομικών) χωρίς να αθετήσει την υπόσχεσή του για δημοσιονομική αυστηρότητα, άλλαξε το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα κατά τέτοιον τρόπο που 10 δισ. στερλίνες ανακατανεμήθηκαν προς όφελος του 30% του πληθυσμού που βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας- και κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε». Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου οι ανισότητες άρχισαν πάλι να εντείνονται και η φόρμουλα Θάτσερ συν Μπέβεριτζ μετατράπηκε σε Θάτσερ συν Μπέβεριτζ «λάιτ». Αυτό όμως δεν εμπόδισε το Εργατικό Κόμμα να κυριαρχήσει στη βρετανική πολιτική αρένα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού
Περνώντας τώρα από την άνοδο του μπλερισμού στη σημερινή οικονομική κρίση και στην απαξίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης της οικονομίας- εδώ βλέπουμε έναν διαφορετικό συνδυασμό που οδήγησε στην εκλογική νίκη της Κεντροδεξιάς/Δεξιάς αυτή τη φορά. Σε αυτή την περίπτωση, σχηματικά πάλι, η νέα συνταγή είναι Κέινς συν Λεπέν «λάιτ». Αν ο Μπλερ δανείστηκε από τη Θάτσερ τη λογική της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας, σήμερα οι συντηρητικές δυνάμεις στην ΕΕ δανείζονται από τη σοσιαλδημοκρατία τη λογική της ρυθμιζόμενης οικονομίας (βλ. την απαίτηση της Μέρκελ και του Σαρκοζί στη συνάντηση του G20 στο Λονδίνο), καθώς και την ανάγκη μιας μερικής έστω αναδιανομής υπέρ των λαϊκών τάξεων. Αυτό συνδυάστηκε με μια εθνοκεντρική, ευρωσκεπτικιστική πολιτική στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με έναν αμυντικό λαϊκισμό εναντίον της μετανάστευσης και με μια νέα έμφαση στα θέματα «τάξης και ασφάλειας».

Αυτός ο νέος συνδυασμός κενσιανισμού και φοβικού εθνικισμού είτε παίρνει τη μορφή ενσωμάτωσης ακροδεξιών κομμάτων στον χώρο της Κεντροδεξιάς (περίπτωση Μπερλουσκόνι) είτε τα συντηρητικά κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν ακροδεξιούς ψηφοφόρους μέσω αυστηρών μέτρων στον χώρο «της τάξης και ασφάλειας» γενικά και σε αυτόν της μετανάστευσης πιο ειδικά (περίπτωση Σαρκοζί). Και στις δύο περιπτώσεις τα σοσιαλδημοκρατικά/ σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονται σε αμυντική θέση. Από τη μια μεριά το «κεϊνσιανό» τους προφίλ δεν διαφοροποιείται σημαντικά από αυτό των λαϊκών, κεντροδεξιών κομμάτων, ενώ από την άλλη η πιο ήπια μεταναστευτική πολιτική τους είναι, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία, λιγότερο δημοφιλής.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Θέλω να τονίσω εδώ πως η παραπάνω ανάλυση δεν βασίζεται σε «σιδηρούς νόμους» αλλά σε ιδεοτυπικές καταστάσεις, σε γενικές δηλαδή τάσεις που εξηγούν την εκλογική επιτυχία, όχι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά στον ευρωπαϊκό χώρο συνολικά. Σε κάθε συγκεκριμένη χώρα συγκυριακά γεγονότα ή αντίθετες πολιτικές εξελίξεις μπορούν να εξουδετερώσουν την επιρροή του λαϊκο-κεϊνσιανισμού.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, αν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, η νίκη του ΠαΣοΚ στις επόμενες βουλευτικές εκλογές μπορεί να μην είναι τόσο εύκολη ή τόσο καθοριστική όσο διαφαίνεται από τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Η απότομη αναβάθμιση από την κυβέρνηση του μεταναστευτικού προβλήματος σε κύριο πρόβλημα της εσωτερικής πολιτικής και τα δραστικά μέτρα εναντίον των μεταναστών που προγραμματίζει, μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική διεύρυνση της εκλογικής της βάσης. Είτε αυτή η διεύρυνση πάρει τη μορφή της λύσης Σαρκοζί (το πιο πιθανό) είτε τη μορφή της λύσης Μπερλουσκόνι, η αυτοδυναμία στην οποία στοχεύει το ΠαΣοΚ θα καταστεί δύσκολη. Αυτή η δυσκολία, βέβαια, δεν είναι ανυπέρβλητη. Το ΠαΣοΚ μπορεί να καταπολεμήσει τη συντηρητική στρατηγική με μια μεταναστευτική πολιτική που να συνδυάζει την ανθρωπιά (αποτελεσματική κοινωνική ένταξη) με ένα πολύ πιο αυστηρό έλεγχο των πιο πρόσφατων μεταναστευτικών ροών. Επιπλέον το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα χρειαστεί να συνεργαστεί και με τον ΣΥΡΙΖΑ (τώρα που το φιάσκο της «ακτιβιστικής» αντιευρωπαϊκής τους πτέρυγας θα κάνει τη συνεργασία πιο εφικτή) και με τους Οικολόγους.

Τέλος, το ΠαΣοΚ έχει το πλεονέκτημα να έχει ως κύριο αντίπαλο μια κυβέρνηση της οποίας η πενταετής θητεία χαρακτηρίζεται- πέρα από τα σκάνδαλα- από χαλαρότητα, αβουλία και ερασιτεχνισμό.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας, LSΕ.

Κίνδυνοι για τον υπαρκτό Ελληνισμό

  • Με πρόσχημα την αποδοχή της ετερότητας του ξένου έχουμε αποποιηθεί την ομοιότητα του ομοεθνού μας

Στις ημέρες μας η πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία έχει μετατραπεί σε αχίλλειο πτέρνα του Ελληνισμού. Η ανεξέλεγκτη σε ποσότητα και ποιότητα λαθρομετανάστευση δημιουργεί προφανείς κινδύνους για τον υπαρκτό Ελληνισμό.

* Προκαλεί δημογραφική αλλοίωση και απειλεί τη συνέχεια του γένους που ήδη φθίνει λόγω της υπογεννητικότητας των Ελλήνων και τη συνεχή, δυσανάλογη εισροή μεταναστών.

* Διασπά την αποκλειστική σχέση των Ελλήνων με τον ελλαδικό χώρο, που ανέκτησαν με θυσίες στην επανάσταση του 1821 και στους βαλκανικούς πολέμους.

* Αυξάνει την ανεργία των ελλήνων πολιτών και αναιρεί τις κατακτήσεις της ελληνικής εργατικής τάξης, υποβαθμίζοντάς τη σε τριτοκοσμικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα ισχυροποιεί το κεφάλαιο. Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε θύμα τον μετανάστη που αμείβεται με 30 ευρώ Χ 25 = 750 ευρώ έναντι των παιδιών μας, με πολυετή πανεπιστημιακή κατάρτιση, που αποτελούν τη γενιά των 700 ευρώ. * Με τον ισχυρισμό της αποδοχής του άλλου αφελληνίζουμε την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, με ακραίο παράδειγμα το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού.

* Αποδεικνύεται αδύνατον να αφομοιωθεί από την ελληνική κοινωνία ένας τόσο δυσανάλογος αριθμός μεταναστών. Το αποτέλεσμα είναι η γκετοποίηση στις πόλεις και η αύξηση της εγκληματικότητας με τη δημιουργία μαφιόζικων κυκλωμάτων αλλοεθνών.

* Αντί για την υποσχόμενη ειρηνική «πολυπολιτισμική» συμβίωση, βιώνουμε ένα κλίμα σύγκρουσης πολιτισμών και η εξουσία αδυνατεί πλέον να εγγυηθεί την ασφάλεια και τη δημοκρατία. * Οι μετανάστες από όμορες χώρες με αλυτρωτικές βλέψεις αποτελούν εν δυνάμει κίνδυνο προς την αποσύνθεση της Ελλάδος.

Με πρόσχημα την αποδοχή της ετερότητας του ξένου έχουμε αποποιηθεί την ομοιότητα του οικείου ομοεθνού μας. Η διατήρηση της παράδοσης και η καλλιέργεια των στοιχείων που συνθέτουν την ταυτότητα του γένους και το διαφοροποιούν σαν οντότητα από τους γύρω λαούς συκοφαντείται σαν ρατσισμός.

Η φυσική αγάπη και η υπερηφάνεια για την πατρίδα, απαραίτητα στοιχεία για την επιβίωση του έθνους, καταγγέλλεται σαν εθνικισμός.

Δεν είναι, όμως, δυνατόν να αποδεχθεί κανείς τον άλλον σαν ετερότητα του Εσύ αν ο ίδιος δεν συγκροτεί μια ολοκληρωμένη οντότητα του φυσικού Εγώ. Μόνο τότε μπορεί να υπάρξει σχέση ισότητας με τον άλλον, σε αντίθετη περίπτωση η αλλοίωση του «εγώ» για να εισχωρήσει σε αυτό ο άλλος αποτελεί μηδενιστική και αντεθνική πολιτική, που δυστυχώς βρίσκει οπαδούς στην Αριστερά και τα δύο εναλλασσόμενα στην εξουσία κόμματα.

Την εποχή που υπάρχει τόσο οικολογικό ενδιαφέρον για τη βιοποικιλότητα των φυτών και των ζώων είναι να απορεί κανείς με την αδιαφορία των οπαδών του «πολυπολιτισμού» για τη εξελισσόμενη εθνοκτονία του Ελληνισμού από το ίδιο το κράτος που υποτίθεται ότι υπάρχει να τον υπηρετεί. Αλλο η μεταναστευτική πολιτική που καθορίζει ποιους και πόσους μετανάστες θα δεχθούμε και άλλο η πολιτική για τον μετανάστη που καθορίζει την ένταξη των νομίμων στο κοινωνικό σύνολο στο οποίο οφείλουν να ενσωματωθούν.

Σήμερα δίνουμε μόνιμη άδεια αλλά και υπηκοότητα με ψηφοθηρική σκοπιμότητα σε όσους κατόρθωσαν να ευρίσκονται στη χώρα νόμιμα ή παράνομα, ενθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτόν νέα κύματα μεταναστών προς τον παράδεισο που ακόμη λέγεται Ελλάς.
  • Ο κ. Ηλ. Σταμπολιάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης.



Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Το φως της λογικής του Γιούργκεν Χάμπερμας

  • Οι ανά τον κόσμο στοχαστές εγκωμιάζουν τον γερμανό φιλόσοφο που σήμερα γιορτάζει τα 80ά γενέθλιά του


Ως υπερασπιστής της «νεωτερικότητας», ο γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας πολεμούσε μια ζωή εναντίον διαφόρων «σκοταδιστών». Οχι όμως όποιων κι όποιων. Οι παρεμβάσεις του γίνονταν πάντα εναντίον εκείνων που κατά τη γνώμη του επετίθεντο στις κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού

Μιλούν σαν κουρδισμένοι. Στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Ρέιμοντ Τσάντλερ και οι πιο τυχαίοι μάρτυρες- ταξιτζήδες, μικροπωλητές, υπάλληλοι ξενοδοχείων- απαντούν πάντα φλύαρα και πάντα θετικά στις ερωτήσεις του ιδιωτικού ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου. Ο δόλος τούς είναι ξένος, το ψέμα άγνωστο, η παραπλάνηση αδιανόητη.

Η ζωή δεν είναι ωστόσο μυθιστόρημα. Τέτοιοι ειλικρινείς μάρτυρες είναι μάλλον «ιδεατοί», όχι πραγματικοί. Οχι όμως εντελώς ανύπαρκτοι. Για τον γερμανό φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας υπάρχουν πάντως ως «ιδανικοί συνομιλητές». Αυτό βεβαίως μόνο εφόσον πάρουν μια στάση που είναι επικοινωνιακά «στρατηγική», αποβλέπει δηλαδή στην εξεύρεση της αλήθειας. Διαφορετικά έχουν «τακτική» στάση. Αυτή στοχεύει στην επίτευξη ιδιοτελών ή και δολίων επιδιώξεων.

Η ισότιμη, ελεύθερη από καταναγκασμούς επικοινωνία, είναι για τον Χάμπερμας, όπως το αναπτύσσει στο βιβλίο του «Θεωρία της επικοινωνιακής δράσης», το βασίλειο του αληθινού. Το μέσο της είναι η γλώσσα. Μπορεί το ψεύδος και η απάτη να οργιάζουν στον καθημερινό διάλογο, συνολικά όμως δεν κερδίζουν το πάνω χέρι- το βέλος της συνισταμένης δείχνει τελικά προς την αλήθεια. Στον αντίποδα του συστήματος επικοινωνίας είναι το σύστημα εξουσίας. Το μέσον του είναι η βία- νομιμοποιημένη ή όχι. Η γλώσσα έχει εκφυλιστεί εδώ σε υποχείριό της.

Το μεγάλο «στοίχημα» της ανθρωπότητας είναι έτσι η εκτόπιση του συστήματος εξουσίας από εκείνο της επικοινωνίας. Στο τελευταίο ο ομιλητής παίρνει τον εαυτό του και τους άλλους στα σοβαρά. Ο λόγος του γίνεται «επικοινωνιακή δράση»- ούτε σκέτο μπλα μπλα ούτε επικοινωνιακό τέχνασμα. Το ίδιο ισχύει και για τους συνομιλητές του. Ετσι επικρατεί «η μη βίαιη βία του καλύτερου επιχειρήματος». Στο τέλος δεν υπάρχουν ούτε απόλυτα χαμένοι ούτε απόλυτα κερδισμένοι. Το αποτέλεσμα, η «συναίνεση», είναι για όλους κερδοφόρο.

Χάρη σε αυτήν την εμφανώς ουτοπική θεωρία, που παρουσίασε τη δεκαετία του ΄80, ο Χάμπερμας απέκτησε τη φήμη του σημαντικότερου «διαφωτιστή» της εποχής μας, ισάξια με εκείνη του μεγάλου Ιμάνουελ Καντ. Διαφωτισμός σημαίνει εδώ κυριολεκτικά φως- «το φως της λογικής, που ο Χάμπερμας ρίχνει σε κάθε σκοτεινή γωνιά» όπως λέει ο αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρτ Σένετ.

Σήμερα, ημέρα των 80στών γενεθλίων του- γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1929 στο Ντύσελντορφ- οι συνάδελφοί του και στις πέντε ηπείρους της Γης συναγωνίζονται στον υπερθετικό βαθμό για να τον τιμήσουν. «Συμβάλλει στον αυτοδιαφωτισμό μας» λέει ο ιάπωνας φιλόσοφος Κενίτσι Μισίμα. «Νιώθει πόσο ευπρόσβλητη είναι η σκέψη» τονίζει ο τούρκος συνάδελφός του Αχμέτ Τσιγκντέμ. «Για μας είναι η εναλλακτική αριστερή δημοκρατική προοπτική» βεβαιώνει η ισπανίδα κοινωνιολόγος Κριστίνα Λαφόντ.

Η τελευταία παρατήρηση παραπέμπει στην πολιτική δραστηριότητα του «διασημότερου εν ζωή φιλοσόφου» (Ρόλαντ Ντβόρκιν). Ο Χάμπερμας ήταν πάντα μάχιμος πολίτης. Τη δεκαετία του ΄50 έκανε αγώνα κατά της αποκατάστασης των συνοδοιπόρων του ναζισμού στα γερμανικά πανεπιστήμια, όπως του φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ. Τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 συμμετείχε στο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και κατά της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Αργότερα έγινε «πνευματικός» ακτιβιστής στο κίνημα για την ένωση της Ευρώπης, κάτι που παραμένει ως σήμερα.

Οι πολιτικές παρεμβάσεις του είναι βέβαια και οι πιο αμφιλεγόμενες. Παράδειγμα, η Ευρώπη. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας μιας Κοινότητας με 27 κράτη-μέλη, ο Χάμπερμας τάσσεται υπέρ της αντικατάστασης της αρχής των ομόφωνων αποφάσεων από την αρχή της πλειοψηφίας κάτι που ανοίγει τον δρόμο προς την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων». «Απαραίτητη μεταρρύθμιση, αν θέλουμε να πάμε μπροστά» λέει ο ίδιος. «Προκαλεί τη διάσπαση της ηπείρου εις βάρος των φτωχών μελών της» απαντούν οι αντίπαλοί του. Αντιρρήσεις προκάλεσε και η στάση του στον πόλεμο κατά της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ξεπερνώντας τον σκόπελο της εξωτερικής «ιμπεριαλιστικής» επέμβασης με την ιδέα μιας νέας «παγκόσμιας εσωτερικής πολιτικής», ο Χάμπερμας έδωσε το πράσινο φως στον «μαθητή» του και τότε υπουργό Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ να βάλει και τη Γερμανία στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. «Απίθανες θεωρητικές πιρουέτες, ανάξιες ενός μεγάλου στοχαστή» ήταν το σχόλιο του αριστερού διανοητή Ελμαρ Αλτφάτερ.

Δύσκολη γλώσσα (τα περιβόητα «κοινωνιολογικά γερμανικά»), πρωτότυπες ιδέες: αυτό χαρακτηρίζει τα βιβλία του Χάμπερμας. Επόμενο έτσι να απαιτείται διπλός και τριπλός κόπος για την κατανόησή τους. Οσοι επιμένουν όμως βγαίνουν κερδισμένοι. Η σκέψη του, που ξεκινά από τον μαρξισμό και την ψυχανάλυση για να μετεξελιχθεί σε γλωσσολογικές κατασκευές, βρίσκεται στο ύψος της εποχής μας. Στον νεωτερισμό της συμβάλλει και ο «διαλογικός» τρόπος γραφής του. Ο συγγραφέας «διαλογίζεται» άμεσα με τους σημαντικότερους ειδικούς ενός θέματος. Τα γραφτά του γίνονται έτσι πανόραμα της σύγχρονης σκέψης.

Ως υπερασπιστής της «νεωτερικότητας», ο Χάμπερμας πολεμούσε μια ζωή εναντίον διαφόρων «σκοταδιστών». Οχι όμως όποιων κι όποιων. Οι παρεμβάσεις του γίνονταν πάντα εναντίον εκείνων που, κατά τη γνώμη του, επετίθεντο στις κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού- όπως, το 1985, εναντίον του «αναθεωρητή» ιστορικού Ερνστ Νόλτε, ο οποίος επιχείρησε να σχετικοποιήσει τα εγκλήματα των ναζί.

Το 1968 ο Χάμπερμας ανήκε στους «πνευματικούς πατέρες» του φοιτητικού κινήματος- δίπλα στους προπάτορες της περίφημης Σχολής της Φραγκφούρτης: Χέρμπερτ Μαρκούζε, Τέοντορ Αντόρνο, Μαξ Χορκχάιμερ. Σύντομα όμως τα «έσπασε» μαζί του. Ο λόγος ήταν ο τρόμος του μπροστά στο επιθετικό πνεύμα των αριστεριστών. Η ρήξη επήλθε όταν κατηγόρησε τον ηγέτη του φοιτητικού κινήματος Ρούντι Ντούσκε για «αριστερό φασισμό». Ως απάντηση, η Αριστερά τον αποκήρυξε ως «εξωμότη». Αυτό δεν εμπόδισε τους συντηρητικούς να τον «καρφώσουν» με τη σειρά τους ως «πνευματικό πατέρα της τρομοκρατίας» και της Φράξιας Κόκκινος Στρατός.

Ολα αυτά είναι βεβαίως τώρα, όπως λένε οι Γερμανοί, «χιόνι του χθες». Ο Χάμπερμας είναι σήμερα, όπως γράφει η εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Ζeit», «Παγκόσμια Υπερδύναμη». Ολοι αναγνωρίζουν πλέον την αξία της «επικοινωνιακής δράσης», την αντιεξουσιαστική της δύναμη. Χρήσιμης παντού και πάντα, και όχι μόνο σε αστυνομικά μυθιστορήματα.
  • Επικοινωνιακή δράση
Ο Χάμπερμας δεν υποτιμά την πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Η μεγάλη καινοτομία του όμως αφορά τον επικοινωνιακό τομέα. Ο στόχος της είναι η προσέγγιση της αλήθειας μέσω της διαλογικής αντιπαράθεσης. Αυτό προϋποθέτει «αρμόδιους» συνομιλητέςκάτι που μπορεί να συμβεί πραγματικά μόνο σε μια «κοινωνία της γνώσης» και υπό συνθήκες απόλυτης ελευθερίας. Ουτοπία που εμπεριέχει έναν«αναρχικό πυρήνα» και την υπόσχεση μιας«ξέφρενης επικοινωνίας».
  • Ευρωπαϊκή δημοσιότητα
Η ιδέα αυτή γεννήθηκε το 2003, όταν άρχισαν στην Ευρώπη οι πρώτες συντονισμένες διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου στο Ιράκ. Σε μανιφέστο που συνυπέγραφαν ο Χάμπερμας και ο γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά γίνεται λόγος για κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση που αποτυπώνεται σε αντίστοιχη δημοσιότητα- χωρίς αυτό να προδικάζει την ύπαρξη ευρωπαϊκού λαού ή κράτους.
  • Παγκόσμια εσωτερική πολιτική
Ο πλανήτης ως παγκόσμιο χωριό. Ιδού η αφετηρία αυτής της θεωρίας. Σε αυτό παίζουν αποφασιστικό ρόλο οι παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ. Ετσι εξασφαλίζονται δύο πράγματα: πρώτον, μια«παγκόσμια ιθαγένεια χωρίς παγκόσμιο κράτος» και, δεύτερον, o διακανονισμός των διεθνών διαφορών μέσω των Ηνωμένων Εθνών και όχι, όπως συνηθίζεται σήμερα, μέσω τυχάρπαστων συμμαχιών.
  • ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ Γ. ΓΑΛΙΑΝΟΣ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Δεξιά-αριστερά: τα παράδοξα των ευρωεκλογών

Tου Γιωργου Παγουλατου*, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/6/2009

Oι ευρωεκλογές στην Ευρώπη ανέδειξαν νικήτρια την κεντροδεξιά μειώνοντας την εκπροσώπηση της κεντροαριστεράς. Αύξησαν τις έδρες ακροδεξιών και πρασίνων, εις βάρος της κόκκινης αριστεράς. Συνολικά, μπορεί να πει κανείς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετακινήθηκε προς τα δεξιά.

Παράδοξο πρώτο: Οι Ευρωπαίοι ζητούν σοσιαλδημοκρατική πολιτική αλλά ψηφίζουν κεντροδεξιά.

Δυο κεντρικά ζητήματα επηρέασαν καθοριστικά τη στροφή αυτή προς τα δεξιά: η οικονομική κρίση και η κοινωνική ανασφάλεια μεταξύ άλλων απέναντι στη λαθρομετανάστευση. Το πρώτο ζήτημα λειτούργησε κυρίως υπέρ της κεντροδεξιάς, το δεύτερο υπέρ της ακροδεξιάς.

Οπου οι πολίτες θεώρησαν ότι η εθνική τους κυβέρνηση αντιμετώπισε επαρκώς την οικονομική κρίση, προτίμησαν το κυβερνών κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, κλπ). Στην Ισπανία καταψήφισαν την κυβέρνηση Θαπατέρο, αλλά με ένα οριακό 2%, εντυπωσιακό με μια ανεργία 20%! Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, για διαφορετικούς λόγους, η καταψήφιση της κυβέρνησης έλαβε χαρακτήρα γενικευμένης αποδοκιμασίας: στη Βρετανία και στην Ελλάδα. Γενικά όμως, η οικονομική κρίση ενίσχυσε τις (ως επί των πλείστον κεντροδεξιές) κυβερνήσεις αρκεί να αντέδρασαν με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα. Δεν αλλάζεις καπετάνιο στη μέση της καταιγίδας.

Και εδώ έρχεται το παράδοξο. Οι κυβερνητικές πολιτικές τις οποίες ενέκριναν οι ψηφοφόροι ήταν πολιτικές με σαφή σοσιαλδημοκρατική και κεϊνσιανή απόχρωση: ενίσχυση των επιδομάτων ανεργίας και δαπανών κοινωνικής προστασίας, ανοχή σε υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα, παρέμβαση στο χρηματοπιστωτικό τομέα και ρύθμιση των φορολογικών παραδείσων, κρατική στήριξη μεγάλων βιομηχανιών. Πολιτικές πραγματισμού, άλλωστε, σε συγκυρία ύφεσης. Τέτοιες πολιτικές εφάρμοσαν οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις που ενισχύθηκαν στις ευρωεκλογές. Η ψήφος προς την κεντροδεξιά (σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, κλπ) ήταν ψήφος εμπιστοσύνης στο «ευρωπαϊκό» «ηπειρωτικό» μοντέλο της ρυθμιζόμενης, κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και του κοινωνικού κράτους. Βοήθησαν και οι εσωτερικές διαμάχες στη σοσιαλιστική αντιπολίτευση. Η κρίση κατέληξε να ενισχύσει την κεντροδεξιά, αφού την επανέφερε (έστω για την ώρα) στη μεταπολεμική παράδοση της «σοσιαλδημοκρατικής» κεϊνσιανής συναίνεσης.

Παράδοξο δεύτερο: Οι ψηφοφόροι αναζητούν την εναλλακτική πολιτική αλλά ανταμείβουν τη διαχειριστική αξιοπιστία. Ελκονται από το διαφορετικό αλλά εμπιστεύονται το δοκιμασμένο.

Η οικονομική κρίση δημιούργησε μια διάχυτη αίσθηση ότι ο διεθνής και ευρωπαϊκός καπιταλισμός χρειάζεται ουσιώδεις διορθώσεις και μεταρρυθμίσεις. Οι μετρήσεις αποτυπώνουν μεγάλη δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων πολιτών για τις συνθήκες που οδήγησαν στην κρίση. Στρώματα που επλήγησαν από την κρίση αναζητούν διαφορετική πολιτική.

Σε αυτό το δίπολο παγιδεύτηκε η κεντροαριστερά. Η κρίση πλήττει δυσανάλογα τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, που τείνουν να εντοπίζονται στην αριστερά. Οπου όμως η κεντροαριστερά επιχείρησε να διατυπώσει μεταρρυθμιστικές εναλλακτικές που προχωρούσαν πέρα από τη στήριξη του κοινωνικού κράτους, τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις, την «πράσινη οικονομία» και την κεϊνσιανή αναθέρμανση, δεν έπεισε. Δεν ικανοποίησε τα ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα, που επιθυμούσαν ρήξη με τον καπιταλισμό. Αλλά κυρίως κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολύ μαζικότερων μεσαίων αστικών στρωμάτων, που δίνουν μεγάλη σημασία στην οικονομική σταθερότητα και διαχειριστική αξιοπιστία. Αλλωστε η σταδιακή υιοθέτηση ενός αξιόπιστου οικονομικού πραγματισμού από τη σοσιαλδημοκρατία στις δεκαετίες ’80-’90 ήταν αυτό που την κατέστησε κυβερνητικά ελκυστική. Και την διατήρησε στην εξουσία για πολλά χρόνια.

Οσοι καλούν την κεντροαριστερά να πάει αριστερότερα παραγνωρίζουν το δομικό δεδομένο ότι οι δυτικές κοινωνίες παραμένουν (παρά την κρίση) κοινωνίες πλειοψηφικών μεσαίων στρωμάτων που εργάζονται, λειτουργούν, καταναλώνουν και ευημερούν στον καπιταλισμό. Θέλουν ίσως μια άλλη ισορροπία κράτους και αγοράς, όχι όμως κι ένα διαφορετικό σύστημα.

Το πρόβλημα δεν είναι αντίστοιχο για την κεντροδεξιά. Ο κύριος κορμός ψηφοφόρων της στα περισσότερα κράτη-μέλη δεν υπέστησαν έντονα τις επιπτώσεις της κρίσης. Ανησυχούν περισσότερο για την επικείμενη αύξηση των φόρων που περιμένουν να επακολουθήσει.

Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά υιοθέτησε τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους και τον κεϊνσιανισμό. Σήμερα, απέναντι στην κρίση, εφαρμόζει πάλι την ίδια συνταγή: απαντά με κρατική παρέμβαση και ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών. Εξουδετερώνει το συγκριτικό πλεονέκτημα της κεντροαριστεράς στην κοινωνική προστασία και την ανταγωνίζεται προνομιακά στο πεδίο της οικονομικής αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας. Και παίζει επιπλέον σε ένα ευνοϊκό έδαφος στο πεδίο της «τάξης και ασφάλειας». Ιδίως αν είναι διατεθειμένη να ενδώσει σε αυταρχισμό τύπου Σαρκοζί ή ξενοφοβικό λαϊκισμό τύπου Μπερλουσκόνι.

* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ο Φιντέλ και η salsa

Tου Τακη Καμπυλη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/6/2009

Demajagua είναι για την Κούβα ένας μύθος. Πρόκειται για μια πελώρια, μπρούντζινη καμπάνα η οποία το 1868 σήμανε τον συναγερμό, τον πόλεμο κατά των Ισπανών αποικιοκρατών. Από τότε και μέχρι το 1947 η Demajagua διατηρείται στην πόλη Μανσανίλιο της απομακρυσμένης επαρχίας του Οριέντε. Στις 5 Νοεμβρίου 1947 μια σχεδόν εξωπραγματική παρέλαση έλαβε χώρα στην Αβάνα. Την οργάνωσε και την πραγματοποίησε ένας 21χρονος. Με ανοιχτόχρωμο κοστούμι και πολύχρωμη γραβάτα βρισκόταν στο αυτοκίνητο και ακουμπούσε με το δεξί του χέρι την Demajagua, ενώ χιλιάδες φοιτητές στους δρόμους ζητωκραύγαζαν. Ο Φιντέλ Κάστρο Ρους πραγματικά πίστευε πως θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να πείσει τα πλήθη να επιτεθούν και να καταλάβουν το Προεδρικό Μέγαρο. Το κατάφερε τον χειμώνα του 1959.

Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε. Πολλά έχουν αλλάξει εκτός από ένα: Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Φιντέλ, όπως το περιγράφει ένας βιογράφος του, μεταφυτεύθηκε σε μία ολόκληρη χώρα: «Ο άνθρωπος που χορεύει στην κορυφή του ηφαιστείου».

Είναι ταυτόχρονα και η μεγάλη του διαφορά από τον «λαό του». Ο Κάστρο δεν τα πήγαινε ποτέ του καλά με τη μουσική ή τον χορό, σε μια χώρα όπου τα περισσότερα πράγματα συνοδεύονται από νότες και φιγούρες.

Ωστόσο, ο ίδιος πόνταρε πολιτικά στη μουσική. Και δεν δίστασε το ’90 -όπως πληροφορεί τη στήλη ο Βασίλης Σταματίου (δημοσιογράφος - μουσικός παραγωγός) - να απαγορεύσει τον όρο salsa στην Κούβα. Και λίγο αργότερα προσπάθησε να τον αντικαταστήσει με τον όρο timba, εξηγεί ο Βασίλης Σταματίου, για να τονιστεί η αφρικανική προέλευση της latin παράδοσης.

Ο βασικός λαϊκός σκοπός της Κούβας ήταν το Son, με έντονα αφρικανικά στοιχεία, αλλά με λιγότερα κρουστά. (Είχε περίπου τη θέση που έχει στη δική μας παράδοση το ρεμπέτικο).

Οταν οι Λατίνοι μουσικοί έλεγαν «βάλε λίγη salsa (σάλτσα)» εννοούσαν περισσότερο χορευτικό ρυθμό.

Η κρίση του Κόλπου των Χοίρων στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 είχε και τα παρατράγουδά της (κυριολεκτικώς) στη μουσική. Η απαγόρευση της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο σταμάτησε να τροφοδοτεί τις εκτός Κούβας κοινότητες Κουβανών και άλλων Λατίνων με τους σκοπούς της χώρας (όπως το τσα τσα και το μάμπο).

Τότε, στο λατιν γκέτο της Νέας Υόρκης οι μπάντες (κυρίως από Πορτορικανούς) αυτονομήθηκαν και ανέπτυξαν ένα νέο είδος, μουσικά παρόμοιο της μέχρι τότε λάτιν παράδοσης, αλλά στιχουργικά εντελώς διαφορετικό. Αυτή ήταν η salsa.

Και παρότι στη Λατινική Αμερική η salsa ουδέποτε συνδέθηκε με την Κούβα, στο μεγάλο νησί της Καραϊβικής έγινε ακριβώς το αντίθετο. Πιθανόν οι λόγοι να βρίσκονται σε μια άλλη απόφαση του Κάστρο να απαγορεύσει και την εισαγωγή της μουσικής παραγωγής Κουβανών που βρίσκονταν ως φυγάδες στις ΗΠΑ.

Ο Γιώργος Κοκκώνης (καθηγητής στο ΤΕΙ Μουσικολογίας Ηπείρου) αναφέρεται σ’ αυτήν τη δύσκολη σχέση μεταξύ salsa και επανάστασης: «Ο Τσε περιέγραψε την Κουβανική Επανάσταση ως “σοσιαλισμό με pachanga” (χορευτικό είδος μουσικής). Το αστείο όμως είναι πως ο δημιουργός της pachanga, o Eduardo Davidson, εγκατέλειψε την Κούβα για τη Ν. Υόρκη μόλις το 1961. Aργότερα, σημαντική κρατική παρέμβαση στην πορεία εξέλιξης της λαϊκής μουσικής ήταν η συστηματοποίηση της μουσικής εκπαίδευσης και ο κρατικός έλεγχος στους φορείς διαχείρισης και διάδοσης. Μέσω της μουσικής εκπαίδευσης νέοι “εγγραμματισμένοι” πλέον μουσικοί θα συμμετείχαν και στην εξέλιξη της λαϊκής μουσικής η οποία, σε επίπεδο διδασκαλίας, θεωρούνταν κατώτερη της κλασικής ευρωπαϊκής. Το αποτέλεσμα ήταν να ατονήσει η καρδιά της λαϊκής μουσικής που στην Κούβα ήταν και παραμένει η χορευτική. Την εποχή αυτή ο Κάστρο προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τη λαϊκή μουσική προσδίδοντας πολιτικό περιεχόμενο στα ποιητικά κείμενα και κατασκευάζοντας ένα νέο ιδίωμα που υποστήριξαν οι επίσημες ορχήστρες και κάλυπτε τις ανάγκες της μουσικής εθνικής ταυτότητας».

Ο Κάστρο είναι από μόνος του ένα αναπάντητο ερώτημα, πολύ περισσότερο και αρκετές επιλογές του. Με την εμπλοκή στην Αγκόλα, ο Φιντέλ δεν δίστασε να μιλήσει για την καταγωγή των Κουβανών ως «Αφρο-Ισπανών» και για τη μουσική τους χρησιμοποιήθηκε ο γενικός όρος musica popular Cubana. Βέβαια στα χρόνια ανάμεσα στο 1964 και στο 1965, το popular της musica περιορίστηκε στο κρατικό ραδιόφωνο, αφού ο Φιντέλ είχε απαγορεύσει τη λειτουργία όλων των μπαρ και των αναψυκτηρίων.

Η απόφαση αυτή (όπως και πολλές άλλες) αναθεωρήθηκε πολύ γρήγορα. Σε ένα πράγμα συμφωνούν για τον Κάστρο οι βιογράφοι του: Ξέρει τόσο καλά τους Κουβανούς ώστε να επιτρέπει στον εαυτό του κάθε οπορτουνισμό.

Ο Στέργιος Κατσαρός έφθασε στην Αβάνα τον χειμώνα του 1968. Ενας ανήσυχος αναρχοκομμουνιστής που όπως χιλιάδες άλλοι Ευρωπαίοι γοητεύθηκε από την επανάσταση και τη μετέπειτα δράση του Τσε: «Παρά τη φιλολογία, η αλήθεια είναι πως τα ερωτήματα γύρω από το τόλμημα και την επιτυχία του Κάστρο ακόμη και σήμερα παραμένουν. Πώς δηλαδή 45 διανοούμενοι που έμειναν 11 και που ποτέ δεν ξεπέρασαν τους 350 (μόνο την παραμονή της εισόδου στην Αβάνα έφθασαν τους 4.000) κατάφεραν να αλλάξουν μια χώρα; Ηταν τα τότε ερωτήματα στην Αριστερά για τη σχέση ένοπλης πρωτοπορίας και μάζας. Τελικά, από τον Κάστρο μάθαμε πως η νίκη του δεν ήταν ζήτημα ούτε τακτικής ούτε στρατηγικής, αλλά ζήτημα πολιτικής και αποφασιστικότητας».

Γοητεύθηκαν από τον Φιντέλ αναμφίβολα και οι Κουβανοί. Αλλά τόσο πολύ ώστε να υποστούν τόσα πολλά; Ο Θανάσης Τζαβάρας (καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθήνας) θα θυμίσει τις απόψεις του Φρόιντ για το «πόσο διαφέρει η ατομική ψυχολογία από αυτήν του (ίδιου) ατόμου μέσα στη μάζα (όχλο)». Μέσα στη μάζα το άτομο υπόκειται σε μια αύξηση της συναισθηματικής του κατάστασης και σε «μια έκπτωση της νοητικής του ικανότητας. Ενα κορυφαίο φαινόμενο στην ψυχολογία των μαζών είναι η απουσία της ατομικής ελευθερίας».

Ο επίλογος της ιστορίας μας έχει γραφεί από τον ίδιο τον Φιντέλ, στις 21 Σεπτεμβρίου 1953 στη δίκη του (για την επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα): «Κύριοι δικαστές (…) ως κατηγορούμενος πέρασα τις τελευταίες 76 μέρες στην απομόνωση, χωρίς καμία επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο, κατά παράβαση κάθε νομικής και ανθρωπιστικής επιταγής» … Και μετά την «επανάσταση»;

Ιnfo

- Fidel Castro, «Η ιστορία θα με δικαιώσει», Αθήνα 2009, εκδ. Αιώρα

- Serge Raffy, «Ο άγνωστος Φιντέλ Κάστρο», Αθήνα 2004, εκδ. Κριτική

- Νorberto Fuentes, «Η αυτοβιογραφία του Φιντέλ Κάστρο», Αθήνα 2005, εκδ. Πατάκης

- Ernesto Guevara, «Ο ανταρτοπόλεμος», Αθήνα 2005, εκδ. Αποψη

Οι ευθύνες των πολιτών

Tου Πασχου Μανδραβελη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/6/2009

Nα ξεκινήσουμε από τα πραγματικά στοιχεία: η πολιτική συμμετοχή έχει βάσανα, η πολιτική αποχή είναι εύκολη. Η πρώτη απαιτεί να θυσιάσεις τουλάχιστον ένα πρωινό ανά δύο ή τρία χρόνια, να στηθείς στην ουρά και να ψηφίσεις. Αφήστε, δε, που χρειάζεται κι ένα σχετικό διάβασμα (έστω των «κακών» εφημερίδων) να δεις και να συγκρίνεις προτάσεις. Η δεύτερη είναι πολύ πιο απλή: αράζεις στην παραλία, πετάς κι έναν αφορισμό του στυλ «εμένα δεν με εκφράζει κανένας» και νομίζεις ότι ξεμπέρδεψες. Εκ των πραγμάτων λοιπόν η ροπή κάθε ανθρώπου πρέπει να είναι προς την αποχή. Η συμμετοχή έχει άμεσο κόστος και πολύ μακροπρόθεσμο όφελος, ενώ η αποχή έχει άμεσο όφελος και πολύ μακροπρόθεσμο κόστος.

Δεύτερον: είναι μεγάλη φιλελεύθερη κατάκτηση η ντε φάκτο αποποινικοποίηση της αποχής. Φυσικά πρέπει να αλλάξει και ο νόμος για να εκκαθαρίζεται το νομικό μας πλαίσιο από νεκρές διατάξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να απενοχοποιηθεί πολιτικά η αποχή. Πρέπει να την ερμηνεύσουμε, αλλά όχι και να την δικαιολογήσουμε, να κατανοήσουμε τα κίνητρα, αλλά όχι και να τα δοξάζουμε.

Πολλοί οικτίρουν το πολιτικό σύστημα για τα μεγάλα ποσοστά αποχής. Εχουν εν μέρει δίκιο. Το πολιτικό σύστημα και δη το ελληνικό δεν είναι στα καλύτερά του. Μόνο που διά της αποχής των πολιτών, χειροτερεύει. Αντί διά της ψήφου να εκκαθαρίζονται τα χειρότερα στοιχεία του συστήματος και το πολιτικό δυναμικό να βελτιώνεται ένα βήμα κάθε φορά, διά της αποχής μένει περισσότερος χώρος ώστε οι μηχανισμοί (κομματικοί, συνδικαλιστικοί, επιχειρηματικοί) να διαμορφώνουν τα αποτελέσματα, όχι προς όφελος πάντα των πολιτών.

Από την άλλη, αυτή η συζήτηση περί του «κακού» συστήματος θυμίζει την αέναη κουβέντα που κάνουν τα πρωινάδικα για την αγορά. Στην Ελλάδα, φάγαμε χρόνια συζητώντας για την ακρίβεια. Τη φορτώσαμε στις πολυεθνικές (που μας πίνουν το αίμα με το μπουρί της σόμπας), σε μεσάζοντες (που ποτέ δεν βρήκαμε ποιοι είναι) και φυσικά στο κράτος που δεν μας προστάτευε την ώρα που απλώναμε το χέρι στο ράφι. Τα περισσότερα δάκρυα χύθηκαν για την τιμή του γάλακτος. Και όμως: μόλις βγήκε στην αγορά ένα ακριβότερο από τα ήδη ακριβά γάλατα πήρε σε ένα χρόνο το 17% της αγοράς. Κλαίγοντας το αγοράζαμε. Το μόνο που δεν σκεφτήκαμε είναι οι δικές μας επιλογές, το γεγονός ότι δεν ψάξαμε λίγο καλύτερα τα ράφια για να βρούμε τα φθηνότερα, με αποτέλεσμα να επιβραβεύουμε τους χειρότερους επιχειρηματίες, εκείνους που πουλούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Δυστυχώς η αγορά, όπως και η πολιτική, χρειάζεται και ανθρώπινη σκέψη και κυρίως ανθρώπινη δράση. Και όταν οι καταναλωτές αποφάσισαν να στραφούν στα φθηνά, και τα ακριβά έγιναν φθηνά.

Υπάρχει μια αντίληψη που ξεκινάει από τη γενιά της αμφισβήτησης και θεοποιεί το μαζικό, όποια μορφή και αν πάρει. Για τα άσχημα δεν φταίνε ποτέ τα άτομα, αλλά πάντα κάποιο σύστημα που δεν θέλγει. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ κανένα σύστημα που απαιτεί (έστω ελάχιστο) κόπο δεν θα μπορούσε να είναι θελκτικό. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξει εκπαιδευτικό σύστημα που θα κάνει πιο θελκτική τη σχολική αίθουσα από την παραλία. Ας μην αναφερθούμε στην Ελλάδα. Ας μιλήσουμε για τη Γαλλία, όπου οι σχολικές αίθουσες είναι καλύτερες και οι παραλίες χειρότερες. Και εκεί η γενιά της αμφισβήτησης μονίμως σε κάποιο σύστημα ρίχνει τα βάρη για την αποχή των μαθητών από τις εκπαιδευτικές διαδικασίες.

Ομως, ο Γάλλος φιλόσοφος Λικ Φερί πιστεύει ότι η γενιά της αμφισβήτησης έκανε δύο λάθη στην εκπαίδευση: «Το πρώτο λάθος είναι πως πιστέψαμε ότι για να εργασθούν τα παιδιά, θα έπρεπε πρώτα να τους κινήσουμε το ενδιαφέρον. Προσπαθήσαμε να γοητεύσουμε τα παιδιά, να τα “αγκιστρώσουμε” μέσω ενός είδους “παιδαγωγικής της σαγήνευσης”: επιχειρήσαμε να προσελκύσουμε πρώτα τα παιδιά και μετά να τα βάλουμε να δουλέψουν. Η θέση μου είναι πως τα πράγματα συμβαίνουν ανάποδα: Πρώτα δουλεύουμε, μετά ενδιαφερόμαστε για το αντικείμενο της εργασίας μας. Επιπλέον, δυστυχώς, δεν γίνεται να υπάρξει γνώση χωρίς κόπο. Το δεύτερο λάθος είναι φυσικά η λατρεία της νεανικότητας, ο “νεανισμός”: Δεν παύουμε να λέμε στα παιδιά πόσο υπέροχο είναι να είναι κανείς νέος, πόσο καταστροφικό είναι να γερνάει κάποιος. Καθώς όμως αυτό που χωρίζει τη νεότητα από την ενηλικίωση είναι το σχολείο, τότε γεμίζουμε τα παιδιά απελπισία» (Le Nouvel Observateur, 31.1.2008).

  • Η αμάθεια φέρνει θράσος

«...εμείς είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και ενώ ασχολούμαστε με διαφορετικά επαγγέλματα κατέχουμε καλά τα πολιτικά ζητήματα. Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δεν μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που ή κρίνουμε ή διαμορφώνουμε σωστές γνώμες για τα πράγματα, γιατί δεν θεωρούμε τους λόγους εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε εμπόδιο να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι τολμούμε να υπολογίσουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε. Σχετικά μ’ αυτό στους άλλους η αμάθεια φέρνει θράσος, ενώ η σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο γενναιόψυχοι όμως πρέπει να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια τις συμφορές και τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους.»

Περικλέους Επιτάφιος Λόγος, Θουκυδιδου, Ιστοριων Β΄, §40

Ιnfo

- Ε. Μ. Φόστερ, «Δύο ζητωκραυγές για τη δημοκρατία», εκδ. Ερμείας

- Ρεζίς Ντεμπρέ, «Εξηγώντας τη δημοκρατία στην κόρη μου», εκδ. Καστανιώτης

- Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», εκδ. Υψιλον

Το νέο ευρωπαϊκό σκηνικό

  • Οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι μια ιδιότυπη άσκηση πολυεθνικής δημοκρατίας, η οποία όμως δεν έχει καταφέρει ως σήμερα να συγκινήσει τους λαούς της Ευρώπης. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι, ενώ πρόκειται για τον μοναδικό ευρωπαϊκό θεσμό τον οποίο καλούνται να διαμορφώσουν με την ψήφο τους οι ευρωπαίοι πολίτες, αυτοί αρνούνται να το πράξουν. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η αποχή κυμάνθηκε γύρω στο 60%, ενώ στις χώρες που εντάχθηκαν τελευταίες, όπως η Ρουμανία, έφθασε το 72%. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον απόμακρο γραφειοκρατικό χαρακτήρα της και να πείσει για τη δυνατότητά της να δώσει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα. Και είναι ακριβώς αυτά τα καθημερινά προβλήματα (που διογκώθηκαν από τη δεινή οικονομική κρίση) τα οποία κυριάρχησαν, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων να απορροφηθεί από την εσωτερική πολιτική διαμάχη σε κάθε χώρα. Ετσι ουσιαστικά είχαμε ένα άθροισμα εθνικών εκλογών. [ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 14 Ιουνίου 2009]