Tου Τακη Καμπυλη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/6/2009
Demajagua είναι για την Κούβα ένας μύθος. Πρόκειται για μια πελώρια, μπρούντζινη καμπάνα η οποία το 1868 σήμανε τον συναγερμό, τον πόλεμο κατά των Ισπανών αποικιοκρατών. Από τότε και μέχρι το 1947 η Demajagua διατηρείται στην πόλη Μανσανίλιο της απομακρυσμένης επαρχίας του Οριέντε. Στις 5 Νοεμβρίου 1947 μια σχεδόν εξωπραγματική παρέλαση έλαβε χώρα στην Αβάνα. Την οργάνωσε και την πραγματοποίησε ένας 21χρονος. Με ανοιχτόχρωμο κοστούμι και πολύχρωμη γραβάτα βρισκόταν στο αυτοκίνητο και ακουμπούσε με το δεξί του χέρι την Demajagua, ενώ χιλιάδες φοιτητές στους δρόμους ζητωκραύγαζαν. Ο Φιντέλ Κάστρο Ρους πραγματικά πίστευε πως θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να πείσει τα πλήθη να επιτεθούν και να καταλάβουν το Προεδρικό Μέγαρο. Το κατάφερε τον χειμώνα του 1959.
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε. Πολλά έχουν αλλάξει εκτός από ένα: Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Φιντέλ, όπως το περιγράφει ένας βιογράφος του, μεταφυτεύθηκε σε μία ολόκληρη χώρα: «Ο άνθρωπος που χορεύει στην κορυφή του ηφαιστείου».
Είναι ταυτόχρονα και η μεγάλη του διαφορά από τον «λαό του». Ο Κάστρο δεν τα πήγαινε ποτέ του καλά με τη μουσική ή τον χορό, σε μια χώρα όπου τα περισσότερα πράγματα συνοδεύονται από νότες και φιγούρες.
Ωστόσο, ο ίδιος πόνταρε πολιτικά στη μουσική. Και δεν δίστασε το ’90 -όπως πληροφορεί τη στήλη ο Βασίλης Σταματίου (δημοσιογράφος - μουσικός παραγωγός) - να απαγορεύσει τον όρο salsa στην Κούβα. Και λίγο αργότερα προσπάθησε να τον αντικαταστήσει με τον όρο timba, εξηγεί ο Βασίλης Σταματίου, για να τονιστεί η αφρικανική προέλευση της latin παράδοσης.
Ο βασικός λαϊκός σκοπός της Κούβας ήταν το Son, με έντονα αφρικανικά στοιχεία, αλλά με λιγότερα κρουστά. (Είχε περίπου τη θέση που έχει στη δική μας παράδοση το ρεμπέτικο).
Οταν οι Λατίνοι μουσικοί έλεγαν «βάλε λίγη salsa (σάλτσα)» εννοούσαν περισσότερο χορευτικό ρυθμό.
Η κρίση του Κόλπου των Χοίρων στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 είχε και τα παρατράγουδά της (κυριολεκτικώς) στη μουσική. Η απαγόρευση της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο σταμάτησε να τροφοδοτεί τις εκτός Κούβας κοινότητες Κουβανών και άλλων Λατίνων με τους σκοπούς της χώρας (όπως το τσα τσα και το μάμπο).
Τότε, στο λατιν γκέτο της Νέας Υόρκης οι μπάντες (κυρίως από Πορτορικανούς) αυτονομήθηκαν και ανέπτυξαν ένα νέο είδος, μουσικά παρόμοιο της μέχρι τότε λάτιν παράδοσης, αλλά στιχουργικά εντελώς διαφορετικό. Αυτή ήταν η salsa.
Και παρότι στη Λατινική Αμερική η salsa ουδέποτε συνδέθηκε με την Κούβα, στο μεγάλο νησί της Καραϊβικής έγινε ακριβώς το αντίθετο. Πιθανόν οι λόγοι να βρίσκονται σε μια άλλη απόφαση του Κάστρο να απαγορεύσει και την εισαγωγή της μουσικής παραγωγής Κουβανών που βρίσκονταν ως φυγάδες στις ΗΠΑ.
Ο Γιώργος Κοκκώνης (καθηγητής στο ΤΕΙ Μουσικολογίας Ηπείρου) αναφέρεται σ’ αυτήν τη δύσκολη σχέση μεταξύ salsa και επανάστασης: «Ο Τσε περιέγραψε την Κουβανική Επανάσταση ως “σοσιαλισμό με pachanga” (χορευτικό είδος μουσικής). Το αστείο όμως είναι πως ο δημιουργός της pachanga, o Eduardo Davidson, εγκατέλειψε την Κούβα για τη Ν. Υόρκη μόλις το 1961. Aργότερα, σημαντική κρατική παρέμβαση στην πορεία εξέλιξης της λαϊκής μουσικής ήταν η συστηματοποίηση της μουσικής εκπαίδευσης και ο κρατικός έλεγχος στους φορείς διαχείρισης και διάδοσης. Μέσω της μουσικής εκπαίδευσης νέοι “εγγραμματισμένοι” πλέον μουσικοί θα συμμετείχαν και στην εξέλιξη της λαϊκής μουσικής η οποία, σε επίπεδο διδασκαλίας, θεωρούνταν κατώτερη της κλασικής ευρωπαϊκής. Το αποτέλεσμα ήταν να ατονήσει η καρδιά της λαϊκής μουσικής που στην Κούβα ήταν και παραμένει η χορευτική. Την εποχή αυτή ο Κάστρο προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τη λαϊκή μουσική προσδίδοντας πολιτικό περιεχόμενο στα ποιητικά κείμενα και κατασκευάζοντας ένα νέο ιδίωμα που υποστήριξαν οι επίσημες ορχήστρες και κάλυπτε τις ανάγκες της μουσικής εθνικής ταυτότητας».
Ο Κάστρο είναι από μόνος του ένα αναπάντητο ερώτημα, πολύ περισσότερο και αρκετές επιλογές του. Με την εμπλοκή στην Αγκόλα, ο Φιντέλ δεν δίστασε να μιλήσει για την καταγωγή των Κουβανών ως «Αφρο-Ισπανών» και για τη μουσική τους χρησιμοποιήθηκε ο γενικός όρος musica popular Cubana. Βέβαια στα χρόνια ανάμεσα στο 1964 και στο 1965, το popular της musica περιορίστηκε στο κρατικό ραδιόφωνο, αφού ο Φιντέλ είχε απαγορεύσει τη λειτουργία όλων των μπαρ και των αναψυκτηρίων.
Η απόφαση αυτή (όπως και πολλές άλλες) αναθεωρήθηκε πολύ γρήγορα. Σε ένα πράγμα συμφωνούν για τον Κάστρο οι βιογράφοι του: Ξέρει τόσο καλά τους Κουβανούς ώστε να επιτρέπει στον εαυτό του κάθε οπορτουνισμό.
Ο Στέργιος Κατσαρός έφθασε στην Αβάνα τον χειμώνα του 1968. Ενας ανήσυχος αναρχοκομμουνιστής που όπως χιλιάδες άλλοι Ευρωπαίοι γοητεύθηκε από την επανάσταση και τη μετέπειτα δράση του Τσε: «Παρά τη φιλολογία, η αλήθεια είναι πως τα ερωτήματα γύρω από το τόλμημα και την επιτυχία του Κάστρο ακόμη και σήμερα παραμένουν. Πώς δηλαδή 45 διανοούμενοι που έμειναν 11 και που ποτέ δεν ξεπέρασαν τους 350 (μόνο την παραμονή της εισόδου στην Αβάνα έφθασαν τους 4.000) κατάφεραν να αλλάξουν μια χώρα; Ηταν τα τότε ερωτήματα στην Αριστερά για τη σχέση ένοπλης πρωτοπορίας και μάζας. Τελικά, από τον Κάστρο μάθαμε πως η νίκη του δεν ήταν ζήτημα ούτε τακτικής ούτε στρατηγικής, αλλά ζήτημα πολιτικής και αποφασιστικότητας».
Γοητεύθηκαν από τον Φιντέλ αναμφίβολα και οι Κουβανοί. Αλλά τόσο πολύ ώστε να υποστούν τόσα πολλά; Ο Θανάσης Τζαβάρας (καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθήνας) θα θυμίσει τις απόψεις του Φρόιντ για το «πόσο διαφέρει η ατομική ψυχολογία από αυτήν του (ίδιου) ατόμου μέσα στη μάζα (όχλο)». Μέσα στη μάζα το άτομο υπόκειται σε μια αύξηση της συναισθηματικής του κατάστασης και σε «μια έκπτωση της νοητικής του ικανότητας. Ενα κορυφαίο φαινόμενο στην ψυχολογία των μαζών είναι η απουσία της ατομικής ελευθερίας».
Ο επίλογος της ιστορίας μας έχει γραφεί από τον ίδιο τον Φιντέλ, στις 21 Σεπτεμβρίου 1953 στη δίκη του (για την επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα): «Κύριοι δικαστές (…) ως κατηγορούμενος πέρασα τις τελευταίες 76 μέρες στην απομόνωση, χωρίς καμία επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο, κατά παράβαση κάθε νομικής και ανθρωπιστικής επιταγής» … Και μετά την «επανάσταση»;
Ιnfo
- Fidel Castro, «Η ιστορία θα με δικαιώσει», Αθήνα 2009, εκδ. Αιώρα
- Serge Raffy, «Ο άγνωστος Φιντέλ Κάστρο», Αθήνα 2004, εκδ. Κριτική
- Νorberto Fuentes, «Η αυτοβιογραφία του Φιντέλ Κάστρο», Αθήνα 2005, εκδ. Πατάκης
- Ernesto Guevara, «Ο ανταρτοπόλεμος», Αθήνα 2005, εκδ. Αποψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου