Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Η Ευρώπη, οι προοπτικές της και ο "ευρωπαϊκός δήμος": Οι απόψεις και η συμβολή του Α. Ελεφάντη



  • Η ΑΥΓΗ: 31/05/2009

Στις 29 Μαΐου 2008 πέθανε ο Άγγελος Ελεφάντης. Με αφορμή τον ένα χρόνο από τον θάνατό του, συνεχίζουμε σήμερα με το δεύτερο μέρος της συζήτησης, που οργανώσαμε εις μνήμην του, και έλαβε χώρα στον φιλόξενο χώρο των ΑΣΚΙ στις 8.5.2009 (το πρώτο, δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της περασμένης Κυριακής, 24.5.2009), με συνομιλητές τον Σπύρο Ι. Ασδραχά ιστορικό, τον Αντώνη Μανιτάκη καθηγητή Συνταγματικού και τον Νίκο Χατζηνικολάου ιστορικό της Τέχνης. Στο β' μέρος της κουβέντας αυτής οι καλεσμένοι μας, εκκινώντας από σχετικά κείμενα του Άγγελου Ελεφάντη, συζητούν για το μεγάλο θέμα της Ευρώπης, της προοπτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης, περί του ευρωπαϊκού "λαού" και "δήμου".

Μαρίνα Κόντη, Στρατής Μπουρνάζος

  • ΣΥΖΗΤΟΥΝ Ο ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑΣ, Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ

Αντώνης Μανιτάκης: Προχωράμε τώρα στα ζητήματα της Ευρώπης, όπως μας έχετε ζητήσει. Έχω σταθεί στα κείμενα που μας στείλατε. Ο Άγγελος γράφει το 2000, στα "Ενθέματα", το άρθρο "Ευρώπη: ο βιασμός συνεχίζεται". Ξεκινάει, δείχνοντας πάλι την παιδεία και την καλλιέργειά του, από τη μυθολογία, με την Ευρώπη που ο Δίας, είχε βιάσει, ταύρος ων, κατά συρροήν…

Νίκος Χατζηνικολάου: Το "κατά συρροήν" είναι του Άγγελου! Δεν είμαι σίγουρος...

  • Το ζήτημα του "ευρωπαϊκού λαού" και του "ευρωπαϊκού δήμου"

Α. Μανιτάκης: Με αφορμή αυτό, λέει ότι η ολοκλήρωση της Ευρώπης δεν μπορεί να γίνει διά της βίας. Στη συνέχεια, κάνει αυστηρή κριτική στα σχέδια των ευρωπαϊστών, αναφερόμενος ειδικά στον Φίσερ, που είχε τότε ετοιμάσει ένα συνταγματικό σχέδιο για την Ομοσπονδιακή Ευρώπη, ενώ στον τίτλο ενός άλλου άρθρου του κατέληγε ότι η Ευρώπη χρειάζεται χρόνο, πολύ χρόνο. Εκεί φαίνεται πάλι η ιστορική και μαρξιστική του παιδεία, καθώς λέει ότι η Ευρώπη είναι η Ευρώπη των κρατών και των εθνών, ότι τα έθνη διαμορφώθηκαν με αίμα πολύ, με εμφύλιους πολέμους --έχει ορισμένες πολύ ωραίες φράσεις εκεί-- και ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε σε ένα άλλο μόρφωμα καταργώντας με Συντάγματα, διά της βουλήσεως, τα εθνικά κράτη. Δεν μπορούμε, λέει, να προβλέψουμε την εξέλιξη από τώρα, ούτε να την καθορίσουμε -- αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό και βαθύτατο ιστορικό.

Όσον αφορά την Ευρώπη, ο Άγγελος διακρίνει τρία επίπεδα. Δεν ξέρω εάν η διάκριση αυτή είναι αλτουσεριανής έμπνευσης ή αυτοφυής. Το ένα επίπεδο είναι η οικονομία. Αναφέρεται στην αντίληψη ότι η Ευρώπη θα προχωρήσει επειδή το θέλει η οικονομία, που επιβάλλει τους δικούς της ρυθμούς· και εδώ μάλιστα εξομοιώνει τους νεοφιλελεύθερους οπαδούς αυτής της αντίληψης με τους σταλινικούς, γιατί λέει ότι και αυτοί θεοποιούν την οικονομία.

Το δεύτερο, το οποίο νομίζω ότι αποτελεί προσωπική συμβολή του Άγγελου, είναι ότι αντιμετωπίζει το "πολιτισμικό στοιχείο" ως αυτοτελή συνθήκη της Ιστορίας. Έχει βέβαια μια αντίληψη του έθνους πολιτική, επηρεασμένος από τη Γαλλία, όπου η έννοια nation είναι βαθύτητα πολιτική, δεν πρόκειται για το Volk, τη γερμανική έννοια που είναι φυλετική.

Ν. Χατζηνικολάου: Στα γερμανικά όμως άλλο Volk και άλλο Nation.

Α. Mανιτάκης: Αυτό ακριβώς λέω, κάνω την αντιδιαστολή μεταξύ έθνους με την πολιτική έννοια, αποτέλεσμα βούλησης, και έθνους με την έννοια της κοινής καταγωγής, εξ αίματος συγγένεια.

Λοιπόν, επηρεασμένος από τους Γάλλους και το περίφημο "διαρκές δημοψήφισμα" του Ρενάν, ο Άγγελος έχει μια πολιτική αντίληψη του έθνους. Αλλά, μαζί με το πολιτικό ο Άγγελος --και εδώ νομίζω κάπου διασταυρώνεται και με τον Σβορώνο-- βάζει και το στοιχείο το πολιτισμικό. Δηλαδή ο λαός με την πολιτισμική έννοια δημιουργεί μια πολιτισμική ταυτότητα, η οποία, χωρίς να συγχέεται με την πολιτική, διασταυρώνεται μαζί της, κρατώντας ωστόσο την αυτοτέλειά της.

Και το τρίτο επίπεδο, μετά το οικονομικό και πολιτισμικό, είναι το πολιτικό. Το κείμενό του "Ευρώπη: 'να δοθεί χρόνος στον χρόνο'" είναι ένα από τα καλύτερα και τα πιο ζωντανά που έχει γράψει. Εδώ αντιπαρατίθεται σε αυτό που είπα προηγουμένως, εναντιούμενος στους οικονομιστές, αριστερούς και νεοφιλελεύθερους. Γράφει: "Θεωρούν [την οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης] επαρκή [όρο] και για την πολιτική ολοκλήρωση και ότι μπορούν έτσι να καταργήσουν και τον χρόνο [να αγνοήσουν τους λαούς, ως πολιτικές και πολιτισμικές ενότητες και να προχωρήσουν βιάζοντας την Ιστορία] καθόσον βολονταριστές οι νεοφιλελεύθεροι -- άλλη βασική διάσταση του σταλινισμού αυτή, του χυδαίου υλισμού και του οικονομικού ντετερμινισμού".

Και μετά μπαίνει στο κρίσιμο ερώτημα, αν είναι ποτέ δυνατόν να δημιουργηθεί ευρωπαϊκός λαός. Δεν δίνει απάντηση, και κάνει πολύ καλά -- δεν μπορεί να απαντήσει κανείς εύκολα. Εγώ πιστεύω ότι δεν θα δημιουργηθεί ποτέ, αλλά εν πάση περιπτώσει… Τώρα δεν υπάρχει ευρωπαϊκός λαός ούτε μπορεί, βέβαια, να δημιουργηθεί ευρωπαϊκό έθνος. Αυτό που μπορεί να υπάρξει, και το λέει και ο Άγγελος, είναι ένας ευρωπαϊκός δήμος.

Αλλά ας μη λησμονούμε ότι ο δήμος στην αρχαία Ελλάδα δημιουργήθηκε επειδή υπήρχε Αγορά του Δήμου. Δεν μπορεί να συγκροτηθεί δήμος αν δεν δημιουργηθεί Εκκλησία του Δήμου και Αγορά συνεύρεσης των δημοτών, δηλαδή, με σημερινούς όρους, "δημόσια σφαίρα". Η Αγορά του Δήμου αποτελεί την αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση της συγκρότησης μιας δημόσιας πολιτικής σφαίρας: οι πολίτες της Αθήνας έρχονται από τους διάφορους επιμέρους δήμους και πάνε στην Αγορά του Δήμου· εκεί αισθάνονται ότι είναι ίσοι πολίτες, ασκώντας το δικαίωμα της ισηγορίας. Ο ευρωπαϊκός δήμος χρειάζεται και αυτός, για να συγκροτηθεί, τη δημιουργία μιας κοινής δημόσιας ευρωπαϊκής σφαίρας: χωρίς αυτή δεν μπορεί να ενοποιηθεί πολιτικά η Ευρώπη.

Τώρα, ας κάνουμε μια παρένθεση για να πάμε προς στιγμή πίσω: σε μας η έννοια λαός χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς, και ιδίως τον Σβορώνο, με την πολιτισμική κυρίως σημασία του. Ο Σβορώνος, για να δείξει την ιστορική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, προσλαμβάνει τον ελληνικό λαό με την πολιτισμική κυρίως σημασία του όρου, σε αντιπαράθεση με τον με τον Παπαρρηγόπουλο, που θέλει να δείξει τη συνέχεια του ελληνικού έθνους και όχι λαού. Πιστεύει, ο Σβορώνος, ότι υπάρχει μια συνέχεια πολιτισμική και ότι αυτή η συνέχεια είναι λαϊκή, βασίζεται στον λαϊκό πολιτισμό, και δεν έχει σχέση με το έθνος και την φυλετική καταγωγή των Ελλήνων.

Σπύρος Ασδραχάς: Είναι περισσότερο με τον Ζαμπέλιο παρά με τον Παπαρρηγόπουλο.

  • Οι προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η αντίθεση στον φεντεραλισμό

Α. Μανιτάκης: Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Άγγελος αρχικά αμφιταλαντεύεται αν θα είναι με τους φεντεραλιστές ή όχι. Αν δει κανείς την πορεία της σκέψης του, κάπου αφήνει να εννοηθεί ότι η Ευρώπη θα είναι φεντεραλιστική, αλλά προς το τέλος, στα τελευταία του κείμενα, δεν υπερασπίζεται την προοπτική αυτή, δεν πιστεύει ότι η Ευρώπη θα γίνει φεντεραλιστική. Αυτό που τονίζει, και το υπερασπίζομαι και εγώ απόλυτα, είναι ότι η Ευρώπη δεν θα γίνει έθνος, δεν μπορεί μετασχηματιστεί σε ενιαίο έθνος. Η ενωμένη Ευρώπη θα είναι μια Ευρώπη των εθνών, τα έθνη διατηρούνται και συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μέχρι πότε δεν ξέρουμε, αλλά μετασχηματίζονται σιγά σιγά σε πολιτισμικές ενότητες, από κρατικές ενότητες που είναι τώρα. Ούτε πιστεύει ότι η Ευρώπη θα γίνει ένα υπερκράτος. Δηλαδή βλέπει και αυτός --το έχουν δει πάρα πολλοί-- ότι ένα ομοσπονδιακό κράτος της Ευρώπης συνεπάγεται αναγκαστικά ένα υπερκράτος, γιατί το ομοσπονδιακό κράτος έχει κι αυτό τη δική του εξουσία και γραφειοκρατία, τους δικούς του μηχανισμούς. Τα ομοσπονδιακά κράτη, και στη Γερμανία και στην Αμερική, είναι συγκεντρωτικά κράτη, εξασφαλίζουν την ενότητα του γερμανικού λαού, την ενότητα του γερμανικού έθνους, και στην Αμερική το ίδιο, την ενότητα της πολυεθνικής κοινωνίας. Εάν η Ευρώπη οδεύσει προς ένα ομοσπονδιακό κράτος ευρωπαϊκό, σημαίνει ότι, πάνω από τα κράτη, έστω και αποδυναμωμένα, ή τα ευρωπαϊκά εθνικά κρατίδια, πρέπει να σχηματιστεί ένα ισχυρό ευρωπαϊκό κράτος που θα επιβάλει καταναγκαστικά τη θέλησή τους στα εθνικά κράτη.

Σε μια εποχή όμως που υποχωρεί το έθνος, που ήταν το στήριγμα και το ενοποιητικό στοιχείο του κράτους, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να δημιουργηθεί άλλο κράτος πιο ισχυρό ή πανίσχυρο, με μια γραφειοκρατία και με μηχανισμούς καταστολής αναγκαστικά, χωρίς δικό του λαό και χωρίς δική του κρατική κυριαρχία. Αυτό όμως νομίζω ότι είναι αντίθετο προς τη μαρξιστική παιδεία του Άγγελου. Ως γνήσιος μαρξιστής, δεν μπορεί να φαντάζεται ένα σούπερ κράτος, αλλά τον σταδιακό μαρασμό του κράτους.

Η προοπτική του σοσιαλισμού είναι συνυφασμένη με τον σταδιακό μαρασμό του κράτους και, όπως λέει στα νεανικά του κείμενα ο Μαρξ, το κράτος αφομοιώνεται από τη δημοκρατία, είναι η δημοκρατία που οδηγεί σε μαρασμό το κράτος. Γράφει λοιπόν ο Άγγελος σχετικά με το ευρωπαϊκό κράτος: "Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκός λαός, είναι αδύνατον να δημιουργηθεί από τα πάνω βολονταριστικά μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ταυτότητα. Ούτε γίνεται κάτι τέτοιο με ντιρεκτίβες και αποφάσεις, που πολύ γρήγορα αποβαίνουν γραφειοκρατικά σχεδιάσματα. Προϋπόθεση για μια στενότερη ευρωπαϊκή συνοχή" --νομίζω ότι είναι πολύ προφητικά τα λόγια του και είναι γραμμένα το 2000-- "είναι η ανάδειξη και η διεύρυνση ενός κοινού ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου". Και συνεχίζει: "Όπως έλεγε ο Μιτεράν, πρέπει να δοθεί χρόνος στο χρόνο": αυτό είναι το απαύγασμα του κειμένου του, που σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε την Ιστορία να μιλήσει με τις δικές της διαδικασίες και να μην τη βιάσουμε με βολονταρισμούς, Συντάγματα και με άλλες μονομερείς αποφάσεις.

  • Η ανθεκτικότητα των εθνικών κρατών

Α. Μανιτάκης: "Η ευρωπαϊκή Ιστορία", γράφει, "παρέχει ένα καταπληκτικό πανόραμα αυτόνομων διαδικασιών εθνογένεσης και εθνικής μορφοποίησης. Χοντρικά, μπορούμε να δούμε το εξής ιστορικό σχήμα: το έθνος προκύπτει από τη διάλυση των κοινοτήτων και των εθνικοπολιτισμικών ομάδων". Άρα ο Άγγελος, και αυτό το θαυμάζω, κάνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα στο έθνος με τη σύγχρονη σημασία του (που ταυτίζεται με το έθνος-κράτος, που οδηγεί στο έθνος κράτος, το οποίο προϋποθέτει και συνεπάγεται ένα κράτος) από τις εθνότητες της προνεωτερικής εποχής, που πάντοτε υπήρχαν.

Σ. Ασδραχάς: Βεβαίως υπήρχαν εθνότητες.

Α. Μανιτάκης: Αλλά υπήρχαν ως κοινότητες και όχι αναγκαστικά ως κράτη, είτε πολιτισμικές είτε θρησκευτικές, επί Τουρκοκρατίας και επί Βυζαντίου.

Σ. Ασδραχάς: Εθνικά πολιτειακά κράτη-πόλεις. Όλοι είχαν έναν κοινό γενάρχη, όλοι ήταν Έλληνες, αλλά το κράτος-πόλη δεν ήταν εθνικό κράτος.

Ν. Χατζηνικολάου: Υπάρχει το πρόβλημα και στα νεότερα χρόνια. Δηλαδή, τι συμβαίνει με την Ισπανία; Η Ισπανία είναι ένα πολυεθνικό κράτος. Και, τηρουμένων όλων των αναλογιών, θα μπορούσες να υποστηρίξεις ότι και η Ευρώπη θα μπορούσε να πάρει αυτό τον δρόμο, ενός κράτους εντός του οποίου θα συνυπάρχουν περισσότερα κράτη, εθνικά και πολυεθνικά. Εάν η Γιουγκοσλαβία δεν είχε διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, δεν θα μπορούσε να προσχωρήσει στην ενωμένη Ευρώπη; Στη Γαλλία η εθνοκάθαρση ξεκίνησε από παλιά. Σήμερα στη Γαλλία κανείς πλέον (ούτε Βρετόνοι ούτε Οξιτανοί), με εξαίρεση μια μειοψηφία Κορσικανών, δεν διεκδικεί ανεξαρτησία, ενώ στην Ισπανία, στη Χώρα των Βάσκων, έχουμε μια σοβαρή τάση απόσχισης. Οι Καταλάνοι μπορεί να είναι ευχαριστημένοι με μια αυτονομία εντός του ισπανικού κράτους, αλλά αυτοαναγνωρίζονται ως έθνος. Με αυτή την έννοια, "ισπανικό έθνος" δεν υπάρχει.

Α. Μανιτάκης: Ο Άγγελος λέει ότι τα έθνη είναι αξεπέραστα, δεν απορρίπτει την ανάγκη της εθνότητας· το στοιχείο που βάζει είναι η σχέση έθνους και κράτους. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, σε μια εποχή που βλέπουμε ότι το κράτος δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο που είχε, αυτό είναι αντικειμενικό δεδομένο, δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.

Ν. Χατζηνικολάου: Το αμερικανικό κράτος δεν παίζει τον ρόλο που έπαιζε παλαιότερα;

Α. Μανιτάκης: Δεν εννοώ τέτοιο κράτος. Μιλάω για την Ευρώπη, που είναι η ήπειρος των εθνών, των εθνικών πολέμων και του εθνικού κράτους. Τι θα γίνει τώρα, θα έχουμε τα εθνικά κράτη και πάνω από τα κράτη, ένα άλλο κράτος, ευρωπαϊκό;

Ν. Χατζηνικολάου: Εάν αυτά τα κράτη το θελήσουν, και συμφωνήσουν, και βρουν τους τρόπους διαχείρισης των γενικών συμφερόντων από ένα είδος κεντρικής διοίκησης-κυβέρνησης …

Α. Μανιτάκης: Δεν έχουμε ιστορικό παράδειγμα. Η Γερμανία είναι ένα έθνος, η Αμερική ένα έθνος, το δε έθνος το ενοποιητικό στοιχείο του ομοσπονδιακού κράτους. Τι σημαίνει άλλωστε κράτος; Ότι έχει τη δικιά του κυριαρχία, ότι έχει δικό του στρατό. Ποιο κράτος θα δεχτεί να παραιτηθεί και από την κρατική κυριαρχία του; Θα το δεχτούν οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί; Ο εθνικισμός των Γάλλων δεν έχει τελειωμό, το ίδιο και των Γερμανών. Λοιπόν, για να γίνει αυτό το κράτος, το ομοσπονδιακό, το ευρωπαϊκό --που θέλουν και ονειρεύονται ορισμένοι, αλλά δεν προχωράει και δεν θα γίνει ποτέ-- πρέπει να λύσει φοβερές ιστορικές αντιφάσεις: να λύσει δηλαδή την αντίφαση που κατέχει τα κράτη-έθνη, τα οποία θα πρέπει να παραιτηθούν, είτε με τη βία είτε οικειοθελώς, από την κυριαρχία τους.

  • Περί συγκρότησης της ευρωπαϊκής ταυτότητας

Ο Άγγελος γράφει ένα ακόμα προφητικό κείμενο για το τι συγκροτεί την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Ξεκινά από τον Χριστόδουλο, και δείχνει πόσο σύνθετη και μεταβλητή είναι η διαδικασία της ταυτότητας, είτε της εθνικής είτε της θρησκευτικής είτε της πολιτικής. Βάζει λοιπόν το ζήτημα πώς είναι δυνατόν να δημιουργηθεί, μέσα από αυτές τις διαφορετικές εθνικές και πολιτικές ταυτότητες, που είχαν έρθει και σε αιματηρή σύγκρουση και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, πώς γίνεται, λοιπόν, να δημιουργηθεί μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτισμική και πολιτική ταυτότητα ως προϋπόθεση του ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους.

Οποιαδήποτε ενοποίηση ευρωπαϊκή, είτε πρόκειται για κράτος είτε για άλλο μόρφωμα, προϋποθέτει ορισμένα ενοποιητικά στοιχεία. Ενοποιητικό στοιχείο μέχρι τώρα στα κράτη ήταν το έθνος, η κοινή εθνική συνείδηση. Να δημιουργηθεί τώρα κοινή ευρωπαϊκή "εθνική" συνείδηση, δεν είναι πιθανό. Και διερωτάται αν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένας κοινός ευρωπαϊκός πολιτισμός. Κάνει μια αντιδιαστολή με την πορεία των εθνικών κρατών, για να ειρωνευτεί γράφοντας ότι "ο οικονομικός ατομικισμός τον οποίον υπηρετούν οι ιδεολόγοι και οι πολιτικοί των αρετών του καπιταλισμού" και το πολιτισμικό στοιχείο εκλαμβάνονται από τους ίδιους ότι πάνε μαζί: "Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στην ανάδυση και την εκτύλιξη ενός πλήρους εγελιανού οχήματος που πρώτος του αναβαθμός είναι το "ευρωπαϊκό έθνος", με την αρραγή του εθνική συνέχεια (ο ευρωπαϊκός πολιτισμός) και την τελεολογία του, που δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συγκρότηση του ευρωπαϊκού υπερκράτους"· εδώ απαντά αρνητικά. Και συνεχίζει ειρωνικά: "Με το ευγενές όνομα της ομοσπονδίας που έθρεψε γενιές Ευρωπαίων φεντεραλιστών, πράγματι ευγενών".

Και ενώ ψηλαφεί αυτά τα ζητήματα, αισθάνεται μια αμφιβολία. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Δεν είναι σαφές, αφού η Ιστορία δεν είναι ξεκάθαρη, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από αυτό που του δίνει η Ιστορία

Σ. Ασδραχάς: Η αμφιβολία είναι κάτι άλλο που ο Άγγελος το ξέρει πάρα πολύ καλά: Πώς θα γίνει η υπέρβαση; Παλιότερα θα γινόταν με το "Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!". Σ' αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να δώσει τη σημερινή απάντηση. Έτσι μένει στις αντιφάσεις των προτεινομένων λύσεων, εκείνες τις οποίες υπαγορεύει ο καπιταλισμός.

Εδώ, νομίζω πως υπάρχει ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με τον Άγγελο Ελεφάντη ως στοχαστή, ως γενικό διανοούμενο, και με τον Άγγελο Ελεφάντη ως πολιτικό, δηλαδή χειριστή της συγκυρίας: Με ποια προοπτική θα αναγκαζόταν, σε υψηλού επίπεδου αφαίρεση, να έρθει σε σύγκλιση με τους ενδοοικογενειακούς ιδεολογικούς αντίπαλους. Αυτά είναι στοιχειώδη, δεν μπορεί ο Άγγελος να μην τα σκεφτόταν αυτά. Αναφέρεται στην αδυναμία --όπως Στην επαγγελία της αδύνατης επανάστασης-- πραγματοποίησης αυτής της επιχειρηματολογίας. Αλλά δεν εκφέρει το αντιπαράδειγμα, τι κάνουμε με την επανάσταση και αν υπάρχουν περιθώρια "αντ-επανάστασης". Και αν δεν υπάρχουν περιθώρια "αντ-επανάστασης" (με τη θετική έννοια, δηλαδή μιας επανάστασης που υπερβαίνει ως σύνθεση εκείνη που προϋπήρξε), τότε πρέπει να ξεγράψουμε μια ολόκληρη πνευματική και ιστορική παράδοση, από την οποία δεν μπορεί να αποσπασθεί σε καμία περίπτωση. Ποια είναι τα όρια του θεωρητικού και ποια του πολιτικού, του ανθρώπου της πράξης: τι κάνουμε τώρα. Και ο Άγγελος ως pamphletiste ήταν "αλματοδρόμος", χρησιμοποιώντας την τεράστια παιδεία του.

  • Το πολιτικό πρόταγμα και η έλλειψη υποκειμένου

Α. Μανιτάκης: Πάντως, η αδυναμία του Άγγελου να διατυπώσει ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόταγμα είναι γενικότερη αδυναμία της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.

Σ. Ασδραχάς: Η απόφασή του να μη διατυπώσει, θα έλεγα. Νομίζω πως είχε στο μυαλό του κάποιες σκέψεις. Αλλά αποφάσισε έτσι, ως "δρων πολίτης", ως δρων πολιτικός, που αφήνει στην άκρη κάποια θέματα.

Ν. Χατζηνικολάου: Όταν ο Άγγελος γράφει "η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι ζητούμενο (και δεν αναφέρομαι σ' ένα χαρτί ακόμη στο πορτοφόλι, όπως η εθνοκάρτα ή η άδεια οδηγήσεως). Είναι ζητούμενο που θα προκύψει από πραγματικές ζητήσεις των λαών της Ευρώπης μέσα στη μέση και στη μεγάλη διάρκεια", έχει απόλυτο δίκιο.

Εδώ μπαίνουμε στο θέμα της έλλειψης υποκειμένου. Δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί, με τη βούλησή του και μόνο, να δημιουργήσει την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Μπορούν, περισσότερες δυνάμεις, να συμβάλλουν με μέτρα, ώστε στη μεγάλη χρονική διάρκεια η τάση να ενισχυθεί. Αυτό που λέει ο Άγγελος είναι πολύ σωστό. Φυσικά, και τώρα υπάρχει σε πολλούς Ευρωπαίους η αίσθηση ότι ανήκουν σε ένα σύνολο και ότι έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Αυτό το διαπιστώνετε στους Ευρωπαίους κυρίως όταν βρίσκονται εκτός Ευρώπης, στην Ιαπωνία ή στην Αμερική. Παρ' όλα αυτά, σήμερα, η αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια επιμέρους ενότητα, ότι είμαστε Γάλλοι, Έλληνες, Γερμανοί είναι πολύ ισχυρότερη. Οι εθνικές προκαταλήψεις είναι πανίσχυρες.

Α. Μανιτάκης: Γιατί πρέπει η ιστορία να έχει ένα υποκείμενο;

Ν. Χατζηνικολάου: Αν κάνεις πολιτική, φυσικά! Χωρίς υποκείμενα υπάρχει πολιτική;

Α. Μανιτάκης: Αυτό συζητάμε. Ο Άγγελος μας λέει "διαδικασία". Δεν επικαλείται κανένα υποκείμενο σ' αυτή τη φάση. Θέλει να καθορίσει την εξέλιξη της Ευρώπης και δεν επικαλείται κανένα υποκείμενο. Την Ευρώπη θα τη φτιάξουν οι διαδικασίες, λέει, τις οποίες δεν τις ξέρουμε ακόμα.

Ν. Χατζηνικολάου: Γράφει ο Άγγελος: "Η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι ζητούμενο […] που θα προκύψει από πραγματικές ζητήσεις των λαών της Ευρώπης". Δεν πρέπει να προσωποποιούμε τα πράγματα. Στην καθημερινή μας γλώσσα λέμε ο λαός "αποφασίζει", ο λαός "κάνει", αυτό ή εκείνο. Αν όμως ακριβολογούσαμε η διατύπωση είναι εσφαλμένη, αφού στην πραγματικότητα κάποιες επιμέρους δυνάμεις δρουν, που τις θεωρούμε, ερμηνευτικά, "εκφραστές της λαϊκής βούλησης". Ο Άγγελος αναφέρεται σε "ζητήσεις" στη μεγάλη διάρκεια, μιλάμε για εκατοντάδες, αν όχι για χιλιάδες χρόνια. Έτσι θα προκύψει ενδεχομένως η ευρωπαϊκή ταυτότητα. Νομίζω πως είναι μια εξαιρετική τοποθέτηση.

Σ. Ασδραχάς: Είναι αντιευρωπαϊκή.

Ν. Χατζηνικολάου: Όχι. Είναι αντι-Βρυξέλλες.

Α. Μανιτάκης: Υπάρχει ένα άλλο κομμάτι, που ενισχύει αυτό που λες: "Δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την ταπείνωση των σημερινών εθνικών ταυτοτήτων στο όνομα του οικονομικού ατομικισμού και των προϊόντων της βιομηχανίας της κουλτούρας. Δεν μπορεί να προκύψει όταν καθολικοί ιερωμένοι και ιδεολόγοι του καθολικισμού, αλλά και του προτεσταντισμού και της ορθοδοξίας προεξοφλούν και απεργάζονται το θάνατο των εθνών". Εδώ αντιπαρατίθεται και με τους κοσμοπολίτες.

Ν. Χατζηνικολάου: Και αυτή η έννοια έχει βεβαρυμένο παρελθόν στην ιστορία του εργατικού κινήματος.

  • Και πάλι για τα έθνη…

Α. Μανιτάκης: Μην ξεχνάς ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε την εποχή που είχαμε κάποιους οι οποίοι έλεγαν ότι τα κράτη και τα έθνη είναι άχρηστα. Και θριαμβολογούσαν οι νεοφιλελεύθεροι στην Ευρώπη και οι εδώ κοσμοπολίτες. Γράφει, πολύ ωραία: "Η ιστορία όμως των λαών και των εθνών δεν προχώρησε ώς τώρα ούτε μοιάζει να βαδίζει με καμιά ‘μοναδική σκέψη'". Αυτό όμως τι σημαίνει; Ότι η Ιστορία δεν προχωράει με προγράμματα και πολιτικά σχεδιάσματα Ο κομμουνιστής Άγγελος λέει ότι η Ευρώπη θα προκύψει μέσα από τη συζήτηση, μέσα από πρακτικές και διαδικασίες.

Ν. Χατζηνικολάου: Μα τα έθνη δεν συνδιαλέγονται, δεν είναι προσωποπαγή. Δεν έχουν ανθρώπινη μορφή ή βούληση.

Α. Μανιτάκης: Δεν έχουν αντιπροσώπους; Οι παντοειδείς εκπρόσωποί τους δεν μιλάνε στο όνομα των εθνών ή των εθνικών κρατών; Στο όνομά τους δεν παίρνονται αποφάσεις;

Ν. Χατζηνικολάου: Όχι. Μόνον ως κράτη. Τα έθνη είναι βουβές, άφωνες δυνάμεις.

Α. Μανιτάκης: Όλες οι έννοιες είναι βουβές. Στο όνομα των εθνών έγιναν όμως πόλεμοι. Την υποκειμενική τους υπόσταση επικαλέστηκαν οι εκπρόσωποί τους. Είπαν το έθνος θέλει, το έθνος μπορεί, το έθνος ορίζει. Το έθνος έγινε, ονοματίστηκε υποκείμενο, όπως και ο λαός, αν και δεν έχει στόμα για να μας πει ο ίδιος τι θέλει, λογίζεται ως υποκείμενο με δική του θέληση.

Ν. Χατζηνικολάου: Αυτό όμως είναι ένα σχήμα: "Το έθνος θέλει, η εργατική τάξη πιστεύει…". Τι μπορεί να πιστέψει η εργατική τάξη; Κάποιοι μιλάνε στο όνομά της. Και εκεί, όπως γνωρίζεις, αρχίζουν και όλα τα προβλήματα.

Σ. Ασδραχάς: Απλώς ένα μαργκινάλιο. Τα κείμενα του Άγγελου είναι επικαιρικά. Και μαχητικά. Μην το ξεχνάμε. Είναι συνεχή, με ασυνέχειες άλλου τύπου. Λοιπόν, στο κείμενο αυτό λέγει ότι η διαχωριστική γραμμή είναι ο οικονομικός ατομικισμός, και δεν μπορούμε να στηριχθούμε στον οικονομικό ατομικισμό, που είναι το αθλιότερο πρόταγμα. Και έχει σαν μότο μια φράση του Μαρξ, ότι μονάχα μέσα στη συλλογικότητα οι άνθρωπου γίνονται άτομα.

Α. Μανιτάκης: "Ο άνθρωπος είναι το ζώο που μόνο εν κοινωνία μπορεί να συγκροτηθεί ως άνθρωπος".

Σ. Ασδραχάς: Από τη μια μεριά αυτό, ότι μπορούν να υπάρχουν άτομα μέσα στη συλλογικότητα, και από την άλλη τη μεριά ότι η οικοδόμηση της Ευρώπης θα γίνει στη βάση του οικονομικού ατομικισμού. Τι υποκρύπτει αυτό; Αυτό υποκρύπτει την ηθελημένη απόφαση του επικαιρογράφου Άγγελου, όχι του στοχαστή Άγγελου, να δημιουργήσει αμφισβητήσεις ως προς την ένταξή του, το γνωστό ανήκειν, που έλεγε ο Αντώνης Λιάκος. Μιλάει περί καπιταλισμού σ' όλα αυτά και βλέπει ότι ένα από τα αναχώματα εναντίον της επικράτησης του καπιταλισμού είναι η αναβίωση των εθνικισμών, των εθνών, των εθνικοτήτων ως στοιχείων της αντίφασης στην ενοποιητική διαδικασία του καπιταλισμού, η οποία γίνεται manu militari στις πρώην λεγόμενες "λαϊκές δημοκρατίες". Και θέλει να φτιάξει μετερίζια αντιστάσεων, όμοια με εκείνα που κάναν οι συμπατριώτες του στα βουνά. Δεν εκφράζουν τα κείμενα αυτά το βάθος της κοσμοθεωρίας του.

Θυμάστε τι έλεγε ο Ηλίας Ηλιού; --Θα σας λιώσουμε στη νομιμότητα! Εμείς θα συμπεριφερόμαστε νομίμως, για να σας δείξουμε τις αντιφάσεις σας. Και από την ώρα που το 1917 αποτυχαίνει για χίλιους δυο λόγους, ο Άγγελος έχει συνείδηση αυτού του πράγματος και αναρωτιέται: --Θα κάμω τι ως πολίτης, μιας που δεν αποφάσισα να γίνω ακαδημαϊκός; Και απαντάει: --Θα δίνω μάχες χαρακωμάτων, με την ελπίδα ότι από το χαράκωμα θα μπορούσα να κάνω και μια επίθεση. Δεν θέλει όμως να πει τι είναι εκείνο που θα κάνω μετά, γιατί ο σοσιαλισμός με δημοκρατικό πρόσωπο και όλα αυτά είναι θεωρητικές αναγκαιότητες, που δεν έχουν ιστορική θεμελίωση. Και ο Άγγελος το ήξερε πολύ καλά αυτό, γι' αυτό στη ζωή του συναισθηματικά αναφερόταν διαρκώς στα θύματα.

Ν. Χατζηνικολάου: Για τη "συνηγορία υπέρ του έθνους" θέλω να κάνω ένα γενικότερο σχόλιο. Αφορά τις συνθήκες κάτω απ' τις οποίες ο Άγγελος έγραφε τα περισσότερα κείμενά του τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι ευθύνες του και οι πρωτοβουλίες που έπαιρνε ήταν τόσες πολλές, ώστε δεν είχε το χρόνο να ξανακοιτάξει μια δεύτερη φορά ό,τι έγραφε. Έχουμε να κάνουμε σχεδόν με "αυτόματη γραφή". Με αποτέλεσμα απ' τη μια η φοβερή αμεσότητα που χαρακτηρίζει τα κείμενά του κι απ' την άλλη, μερικές φορές, η προχειρότητα. Το τίμημα που πληρώνει όποιος παίρνει άμεσα και καθημερινά θέση.

Θεωρώ, για παράδειγμα, ότι ακόμη και τον τίτλο "Υπέρ του έθνους συνηγορία" δεν πρόλαβε να τον σκεφτεί. Τι νόημα έχει να συνηγορεί κανείς υπέρ του έθνους; Είναι σαν να συνηγορείς υπέρ της Μεγάλης Άρκτου ή υπέρ των ωκεανών.

Οι αναφορές στον "κοσμοπολιτισμό" είναι προβληματικές, όπως και ένας σχετικός ανθρωπομορφισμός. Μπορούμε να γράφουμε ότι "το έθνος είναι από τη φύση του πλουραλιστικό";

Άλλες σκέψεις είναι πολύτιμες, όπως για παράδειγμα τα περί "εθνικισμού". Πάντως, όπου ο Άγγελος είχε τον χρόνο να γράψει ήρεμα και να περάσει από μια κρησάρα τα όσα έγραφε, το αποτέλεσμα συνήθως ήταν εξαιρετικό. Σκέφτομαι ιδιαίτερα εκείνο το μικρό αριστούργημα με την ιστορία του παππού του.

Σ. Ασδραχάς: Μια στιγμή, Νίκο. Αν θέλεις, πάντα υπάρχει μια μεθερμηνεία που ίσως είναι καλύτερη από την ερμηνεία. Η lectio difficilior είναι καλύτερη από τη lectio facilior. Σε τι παραπέμπει η προηγούμενη φράση του Άγγελου; Σε ένα παράδοξο που έχει λεχθεί από πολύ παλιά, το παράδοξο των εθνών. Τα έθνη από την ώρα που γίνονται εξουσία, πολιτειακή πραγματικότητα, εθνικά κράτη, δεν αναγνωρίζουν τα συστατικά τους στοιχεία στους άλλους.

Ν. Χατζηνικολάου: Η τάση είναι αυτή, ναι, τουλάχιστον στο επίπεδο όσων διατείνονται πως είναι εκφραστές της "εθνικής βούλησης".

Σ. Ασδραχάς: Οι Εβραίοι κάνουν πρόγονό τους τον Αδάμ και την Εύα, εμείς όλους τους προέλληνες και τους Έλληνες, αλλά δεν αναγνωρίζουμε το δικαίωμα στους "Σκοπιανούς" να φαντασιώνονται με τον Αλέξανδρο.

Ν. Χατζηνικολάου: Το παράδειγμα του Ισραήλ είναι θαυμάσιο, για το πώς επέλεξαν μια γλώσσα που σχεδόν κανείς τότε, με την ίδρυση του κράτους, δεν μιλούσε.

Σ. Ασδραχάς: Το παράδοξο των εθνών.

Α. Μανιτάκης: Αξίζει να είναι το θέμα μιας άλλης κουβέντας η αντίληψη του Άγγελου για το έθνος η οποία είναι πολύ σημαντική...

Σ. Ασδραχάς: Και κατ' εμέ σωστή.

Α. Μανιτάκης: Βεβαίως, και σαφή αντίληψη συγκροτημένη είχε για τη σχέση κράτους και έθνους, και για την ευρωπαϊκή πολιτική. Θα πρέπει να το δούμε, εγώ το επαναλαμβάνω, σε σχέση με όλους τους άλλους αριστερούς γύρω του, και με το κόμμα το ίδιο. Ας δούμε το επίπεδο της συζήτησης που γίνεται για την Ευρώπη. Το μεν ΚΚΕ δεν συζητάει καν για την Ευρώπη, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι του Συνασπισμού είναι και αυτό εναντίον της Ευρώπης, την αντιμετωπίζει ως καπιταλιστικό μόρφωμα. Δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι και ευρωπαϊκό το ζήτημα: Δεν ασχολούνται διότι δεν πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, ούτε ορίζουν τι είδους Ευρώπη θέλουν. Ο Άγγελος πρωτοπορεί, ανοίγει ζητήματα και απαντά σε κρίσιμα ζητήματα, που απασχολούν και την κυρίαρχη σκέψη. Λαός, δήμος, κράτος φεντεραλιστικό κλπ… Και το έκανε ακόμα και μ' αυτά τα πενιχρά μέσα που διέθετε, μόνος. Δρούσε σαν ασκητής, ως κόμμα, σε ένα περιβάλλον που δεν παρήγαγε σκέψη, αλλά μόνον στερεότυπα αριστερά.

Έβλεπε τα ζητήματα σαν μαχητής, μαρξιστής και θεωρητικός της πράξης, όπως είπε ο Σπύρος προηγμένως. Και οι ανάγκες της πράξης παράγουν διαφωνίες ακόμη και μεταξύ μας.

Σ. Ασδραχάς: Δεν διαφωνούμε. Είμαστε συμπληρωματικοί, στην ίδια γραμμή κάνουμε την πλεύση. Το ποιος θα φτάσει στο τέρμα είναι άλλη ιστορία, είμαστε συμπληρωματικοί.

Μας κατατρέχουνε δύο πράγματα: το ένα είναι μια πεποίθηση ότι υπάρχει η λογική της Ιστορίας και η λογική της πραγματικότητας, και το δεύτερο μια ατομική ικανοποίηση ή πικρία, ότι μπορέσαμε, εγώ όχι, ή ότι δεν μπορέσαμε, εγώ ναι, να συμβάλλουμε σ' αυτό το πράγμα, το αιτούμενο. Αλλά αισθανόμαστε ότι έχουμε αυτό το βασανιστικό ερώτημα, στο οποίο δεν χωρούν υπεκφυγές, ότι για να μπορούμε να θεωρούμαστε άτομα πρέπει αναγκαστικά, είτε το θέλουμε είτε όχι, να είμαστε μέτοχοι μιας συλλογικότητας. Είναι μια θετικά διατυπωμένη ρήση του Μαρξ, που την προτάσσει ως μότο ο Άγγελος.

Α. Μανιτάκης: Ο Άγγελος σε σχέση με τους έλληνες μαρξιστές, τους άλλους αριστερούς διανοούμενους, Έλληνες αλλά και Ευρωπαίους, ήταν πολύ προχωρημένος. Και δεν εγκλωβίστηκε στην αντιπαράθεση στην οποία βρέθηκε εγκλωβισμένο ακόμα και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα: Είμαστε υπέρ ή κατά της Ευρώπης; Ή ότι η Ευρώπη είναι ένα καπιταλιστικό κατασκεύασμα, και άρα δεν μας ενδιαφέρει, και το μόνο που μας απασχολεί για την ενοποίηση είναι να παίρνει η Ελλάδα μερικά ακόμη "πακέτα" ή αν η Ευρώπη βοηθάει ή όχι τους αγρότες. Πήγε πολύ παραπέρα και μπήκε στη συζήτηση που λίγοι έχουν μπει: Τι είδους Ευρώπη θέλουμε. Και επιχείρησε να απαντήσει στο ποια είναι η ιστορική προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ν. Χατζηνικολάου: Άνοιξε ένα διάλογο και με μια σκέψη η οποία δεν έχει καθόλου σχέση με εμάς, διαλέχθηκε δηλαδή με συντηρητικούς διανοούμενους.

  • Οικονομική και πολιτική ενοποίηση: δρόμοι ασύμβατοι;

Α. Μανιτάκης: Είναι εξαιρετικά σημαντικό αυτό. Και μπήκε σε ζητήματα καίρια, σε πολιτική αντιπαράθεση με τις ιδέες τους. Δηλαδή, εάν η Ευρώπη για να γίνει κράτος ή πολιτικό μόρφωμα χρειάζεται λαό ή όχι, με Σύνταγμα ή χωρίς Σύνταγμα. Μπαίνει στο θέμα των φεντεραλιστών και απαντάει στον φίλο του τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, που είναι φανατικός φεντεραλιστής…

Ν. Χατζηνικολάου: Αντιπαρατίθενται από το 1967.

Α. Μανιτάκης: Σ' αυτό το θέμα ο Μιχάλης είναι παθιασμένος, για λόγους δικαιολογημένους και απολύτως θεμιτούς, με τόσα που έχει προσφέρει -- κι αυτό δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει. Ο Άγγελος λοιπόν θέτει το ερώτημα: Τι προϋποθέτει ένα φεντεραλιστικό σχήμα; Και θέτει τους όρους του φεντεραλιστικού κράτους, τους πολιτικούς και τους πολιτισμικούς. Και συμμερίζομαι απόλυτα τις θέσεις του. Πιστεύω, για να γίνουμε και λίγο πιο πολιτικοί, ότι λίγο-πολύ τον δικαίωσαν οι ιστορικές εξελίξεις, δηλαδή η δυστοκία της Ευρώπης σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Βρισκόμαστε μπροστά σε δύσκολες έως ανυπέρβλητες ιστορικές πραγματικές αντιφάσεις, οι οποίες πρέπει να λυθούν, για να προχωρήσει η Ευρώπη.

Ν. Χατζηνικολάου: "Πρέπει"; Ποιος το λέει αυτό;

Α. Μανιτάκης: Η ίδια η ιστορική εξέλιξη, η ιστορική προοπτική. Έχουμε μια παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, μια ενοποιημένη οικονομία της Ευρώπης, η οποία προχωράει. Η οικονομία προχωράει, η οικονομική ενοποίηση προχωράει κάθε μέρα, όχι όμως, αντίστοιχα, και η πολιτική ενοποίηση.

Ν. Χατζηνικολάου: Φυσικά, γιατί εκεί μπορεί να υπάρχει παρέμβαση και να παίρνονται μέτρα, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου.

Α. Μανιτάκης: Η διαχείριση όμως αυτού του ολοένα και πιο ενοποιημένου οικονομικού χώρου έχει ανάγκη από μια κυβερνητική διαχείριση, από μια ενοποιημένη διαχείριση διοικητικοπολιτική, άρα έχει ανάγκη και από τους αντίστοιχους πολιτικούς θεσμούς. Αλλιώς πώς θα ανταγωνιστεί, λ.χ., τους γίγαντες της Αμερικής, της Ινδίας και της Κίνας, που είναι ένα κράτος;

Ν. Χατζηνικολάου: Μόνο όταν καταρρεύσει οικονομικά η Αγγλία έχουμε ελπίδες για μια πραγματική Ευρώπη.

Α. Μανιτάκης: Δεν απάντησες όμως στο ερώτημα ποιος θα διαχειριστεί, ποιος θα παίρνει τις αποφάσεις για αυτή την ενοποιημένη οικονομία.

Ν. Χατζηνικολάου: Παίρνονται αποφάσεις από τους υπουργούς Οικονομικών των κρατών-μελών, μετά από συμψηφισμούς, παραχωρήσεις, υποχωρήσεις αλλά και μέτρα που επιβάλλουν οι εκπρόσωποι των ισχυρότερων οικονομιών. Μερικές φορές καταλήγουν στο "δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, διότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε".

Α. Μανιτάκης: Αυτό οδηγεί όμως σε στασιμότητα.

Ν. Χατζηνικολάου: Όχι, είναι μια πορεία. Στο επίπεδο της οικονομίας τα πράγματα θα είναι ορατά ήδη στη μέση χρονική διάρκεια, δηλαδή μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα.

Α. Μανιτάκης: Δεν διαφωνώ, αλλά προσπαθώ να ανιχνεύσω κάποιες προοπτικές. Ο Άγγελος και μαζί του και εγώ βάζουμε ένα άλλο στοιχείο. Λέμε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να προχωρήσει η ενοποίηση δεν είναι ότι οι εθνικές οικονομίες δεν ενοποιούνται, δεν συγχωνεύονται, αλλά γιατί δεν προχωράει αντίστοιχα το πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Ο δημόσιος πολιτικός χώρος είναι ακόμη εθνικός. Ο πολιτισμικός χώρος είναι ακόμα εθνικός. Δεν είναι αντίστοιχοι με τον οικονομικό. Άρα έχουμε λοιπόν μια αντίφαση.

Ν. Χατζηνικολάου: Όχι αντίφαση, διαφορά...

Α. Μανιτάκης: Σύμφωνοι, διαφορά, για να μη μαλώνουμε. Έχουμε λοιπόν μια οικονομία που προχωράει ενοποιημένη, και από την άλλη αναντίστοιχους με την οικονομία πολιτικούς θεσμούς και τους εθνικούς πολιτισμούς που αντιστέκονται στην ευρωπαϊκή ομογενοποίηση, και ευτυχώς. Και έχουμε συναφή κρίσιμα πολιτικά και θεσμικά ζητήματα: Πρώτον, ποιος αποφασίζει για όλα αυτά; Τα κράτη, η Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο; Τι θα γίνει με το δημοκρατικό έλλειμμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Κι ακόμα, τι θα γίνει τώρα που αυτή η οικονομία είναι σε κρίση και καταρρέει το κοινωνικό κράτος; Δεν θα έχουμε κοινωνικές αναταραχές; Η ταξική πάλη δεν θα τους αναγκάσει, δεν θα τους φέρει μπροστά σε ερωτήματα και διλήμματα να πάρουν πολιτικές αποφάσεις που αφορούν το σύνολο της Ευρώπης, και όχι τα κράτη ατομικά; Και σκέφτομαι: Ένας αριστερός, κομμουνιστής δεν πρέπει να απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα;

Ν. Χατζηνικολάου: Αυτό θέλεις να το εκβιάσεις να γίνει ή πιστεύεις ότι θα προκύψει κάποια στιγμή;

Α. Μανιτάκης: Όχι, θέλω να έχω λόγο, ως πολίτης και ως αριστερός, για τους ανέργους που έχει η Ευρώπη. Κι επειδή ξέρω ότι οι αποφάσεις παίρνονται στις Βρυξέλλες...

Ν. Χατζηνικολάου: Αποφάσεις που συχνά παίρνονται με τρόπο που δεν είναι δημοκρατικός...

Α. Μανιτάκης: Άρα έχουμε έχουμε δημοκρατικό έλλειμμα και αναζητώ μια λύση από την σκοπιά μιας άλλης Ευρώπης.

Ν. Χατζηνικολάου: ...και συμμετέχεις στη συζήτηση ως Έλληνας; Ως τι συμμετέχεις;

Α. Μανιτάκης: Ως έλληνας πολίτης και αριστερός. Γιατί να μη σκέφτομαι και να μην ενεργώ και με τις δύο ιδιότητες;

Χατζηνικολάου: Θέλεις περισσότερα. Τα θέλεις όλα. Αυτό είναι διαφήμιση της WIND!

Α. Μανιτάκης: Γιατί όχι; Θέλουμε να έχουμε λόγο για τη διακυβέρνηση της Ευρώπης όπως έχουμε στο εθνικό κράτος. Θέλουμε να έχουμε ένα κοινοβούλιο στο οποίο να εκπροσωπούμαι και ως αριστερός και ως έλληνας πολίτης. Σε ένα ευρωπαϊκό "κράτος" --σε εισαγωγικά το κράτος, για να σου κάνω το χατίρι και να συνεννοηθούμε-- όπου θα υπάρχει αντιπροσώπευση δημοκρατική -- γιατί η δημοκρατία για μένα είναι το βασικό θέμα...

Ν. Χατζηνικολάου: Και για μένα.

Α. Μανιτάκης: Χρειαζόμαστε λοιπόν πολυεπίπεδες, πολυεθνικές, και περιφερειακές και πολιτικές μορφές αντιπροσώπευσης, ώστε να εξασφαλίσουμε αποφάσεις για την οικονομία σύμφωνα με τη βούληση την αυτόνομη, όλων των λαών της Ευρώπης.

Ν. Χατζηνικολάου: Άρα να γίνουν οι εκλογές διαφορετικά στη Γαλλία και στη Γερμανία…

Α. Μανιτάκης: Βέβαια, τα εθνικά κοινοβούλια θα έχουν αντιπροσώπευση στα διάφορα όργανα και θα υπάρχουν μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεύτερον, οι διακυβερνητικές αποφάσεις που παίρνονται από τα κράτη αυτή τη στιγμή παίρνονται ανεξέλεγκτα και χωρίς διαφάνεια. Πρέπει να βρούμε τρόπο να ελέγξουμε τις αποφάσεις αυτές.

Ν. Χατζηνικολάου: Οι αποφάσεις παίρνονται και εις βάρος μερικών -- ρώτησε τους Βάσκους...

Α. Μανιτάκης: Και εις βάρος μερικών, ναι. Το τελευταίο είναι ότι αυτή η περίφημη Κομισιόν, που έναν θεό γνωρίζει, το είπε ο Άγγελος, τον θεό του ανταγωνισμού, κανέναν άλλο, είναι κι αυτή ανεξέλεγκτη. Είναι μια γραφειοκρατία αυτονομημένη. Άρα, ο καπιταλισμός έχει φτιάξει αυτονομημένες δομές, κι εμείς οι διάφοροι ταλαίπωροι αριστεροί σαν τον Άγγελο προσπαθούμε να βρούμε διαδικασίες και δομές τέτοιες ώστε να τις ελέγξουμε, ώστε να υπάρχει ένας δημοκρατικός έλεγχος, μια δημοκρατική συμμετοχή.

Σ. Ασδραχάς: Έχω εδώ να πω ένα απλό, απλούστατο πράγμα. Όλη η επιχειρηματολογία για το δικαίωμα των λαών, για τα δικαιώματα των εθνών, είναι άμυνα, πόλεμος χαρακωμάτων. Υπάρχει το μείζον πρόβλημα: Ποιες είναι οι μορφές του σύγχρονου καπιταλισμού; Είναι ιμπεριαλιστικές. Δεν συνεπάγονται πόλεμο μεταξύ τους, λόγω της τεχνολογίας. Συνεπάγονται όμως πόλεμο με το Αφγανιστάν, με το Ιράκ...

Α. Μανιτάκης: Ερζεγοβίνη, Βοσνία...

Σ. Ασδραχάς: Σύμφωνοι. Εκεί έρχεται ο Ηρακλής της Τσινετσιτά, ο Μασίστα, και τα λύνει τα προβλήματα. Ό,τι λέμε για αντίσταση λαών, πολιτισμών κλπ. γίνεται ενόψει του ου φωνητού. Αυτού που δεν μπορούμε να το εκφωνήσουμε. Και ποιο είναι το ου φωνητόν; Είναι το πώς ανατρέπεται ο τρόπος παραγωγής. Και επειδή η έννοια "τρόπος παραγωγής" σέρνει ένα σωρό απαξίες ως προς τη χρήση και την εφαρμογή της, δεν μπορούμε να πούμε το πράγμα με το όνομά του. Δύο δρόμοι: Ή θα ακολουθήσουμε τον δρόμο της νοηματικής καθαρότητας και θα μείνουμε τρεις κι ο κούκος, ή θα ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο. Και ο Άγγελος επέλεξε τον δεύτερο δρόμο: πώς θα γίνουμε περισσότεροι. Υπάρχει λοιπόν ένα πρόβλημα όταν κάνουμε μια συνολική εκτίμηση του Άγγελου, να δούμε τα ου φωνητά του. Του οποίου όμως τα φωνητά υπάρχουνε, είναι εκπεφρασμένα σε ανύποπτο χρόνο. Και βάζω σαν οριοθετική γραμμή το βιβλίο για την Επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, αφήνοντας απέξω τις προφορικές ανακοινώσεις κλπ. Ο Άγγελος στο πρόβλημα της Ευρώπης σνομπάρισε τους πάντες. Τους είπε: --Εγώ ξέρω αυτά τα οποία ξέρετε και αποκρύβετε, και θα σας τα λέω. Γιατί όλα αυτά που είπε ο Άγγελος είναι πασίγνωστα. Και ο Άγγελος, σαν ενεργός κομμουνιστής...

Ν. Χατζηνικολάου: Και σαν ηγέτης, θα πρόσθετα...

Σ. Ασδραχάς: …ο οποίος δεν μπορεί όμως να επικαλεστεί το ιστορικό παράδειγμα του 1917 και των απολήξεών του, στο τέλος λέει: Τώρα τι θα κάνουμε; Τώρα θα σας πολεμήσω με τα όπλα σας. Και αυτό κάνει. Με την ελπίδα ότι οι άνθρωποι θα καταλάβουνε. Μιλάω για λαούς, άρα και για πολιτισμικές ετερότητες. Τους πολεμά με τα όπλα τους.

Πρέπει να βάλω έναν αστερίσκο, που λένε οι διπλωμάτες. Ο αστερίσκος είναι ότι ο Άγγελος Ελεφάντης συνδύασε την κοινωνική μεταβολή με διαιώνιες επιθυμίες των υποκειμένων της Ιστορίας. Των ανωνύμων υποκειμένων της Ιστορίας. Και είπε ότι το σύστημα --τώρα το λεν διακυβέρνηση, γιατί δεν το λεν κυβέρνηση;-- που θα προτείνει, θα πρέπει να λαβαίνει υπόψη αυτές τις διαιώνιες επιθυμίες χωρίς να τις αποδομοποιεί, χωρίς να καταστρέφει τις δομές τους. Εκεί συναντιέται με τον Τσαγιάνοφ (δεν ξέρω αν τον είχε μελετήσει), συναντιέται με τους, αδικημένους λόγω επαναστατικής προοπτικής τού Λένιν, ποπουλιστές της Ρωσίας --με την καλή έννοια ποπουλιστές-- και με τις αρνητικές εκδηλώσεις, δηλαδή τις μορφές τρομοκρατίας, τις οποίες δεν τις εκφράζει, όπως νομίζουν διάφοροι, ο Ντοστογιέφσκι. Αυτά όλα τα λέει πάρα πολύ ωραία ο Φράνκο Βεντούρι [Il populismo russo], με αυτή τη συμβολή του, η οποία βγαίνει από τη γνώση του ποπουλιστικού και όχι κομμουνιστικού κινήματος της Ρωσίας, ξαφνικά, κατά Μαρξ, μπορούμε να πάμε στην Κίνα και να δούμε γραμμένο στο Σινικό Τείχος Liberté -- Εgalité -- Fraternité.

Είναι αυτό που πολύ σωστά το είπε ο Αντώνης Μανιτάκης, η ενδεχομενικότητα της Ιστορίας στο σκεπτικό του Άγγελου Ελεφάντη. Αλλά, για να συγκροτήσουμε τη φυσιογνωμία του Άγγελου, θα πρέπει να δούμε τα γραφτά του υπό πολλαπλές όψεις, υπό πολλαπλά επίπεδα. Γραφτά ιστοριογραφικού χαρακτήρος, όπως είναι η Επαγγελία. Γραφτά επικαιρικού χαρακτήρος, όπως είναι το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών του, αλλά στα οποία υπάρχει το κοινό νήμα. Για να καταλήξουμε στο ερώτημα: Γιατί ο Άγγελος δεν θέλησε να γίνει εκφραστής ενός μετα-μαρξισμού; Κι εδώ έχουμε τουλάχιστον δύο διχαλωτά ερωτήματα. Το ένα έχει να κάνει με τις πνευματικές διαθεσιμότητες, αλλά στη σχολαστική αντίληψη των διαθεσιμοτήτων (εποπτεία των πραγμάτων), και το δεύτερο έχει να κάμει με το τι κυριαρχεί σε κάθε φάση της ζωής του Άγγελου, το επίκαιρο ή το θεωρητικό. Κι όταν ρώταγα γιατί ο Χάουπτ δεν τον έκαμε διδάκτορα, στο μυαλό μου είχα το δεύτερο.

  • Τη συζήτηση οργάνωσε, απομαγνητοφώνησε και επιμελήθηκε (με τη βοήθεια των τριών συνομιλητών) η συντακτική ομάδα των "Ενθεμάτων" και η Μαρίνα Κόντη

Η κρίση βλάπτει τον... «σοσιαλισμό»!

  • Οι συντηρητικοί κερδίζουν έδαφος επενδύοντας στην ξενοφοβία και την ανασφάλεια, ενώ η Κεντροαριστερά αντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας
  • Του Πετρου Παπακωνσταντινου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/5/2009
  • Οχι, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) δεν υιοθέτησε ακόμη το σύνθημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Δεν απέχει, όμως, και πάρα πολύ. Προεκλογική αφίσα του προειδοποιεί ότι η ψήφος στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της Αγκελα Μέρκελ θα σημάνει βάναυσο ακρωτηριασμό των μισθών. Μια άλλη απεικονίζει καρχαρία με γραβάτα και σαρκαστικό χαμόγελο, παρομοιάζοντας τους Ελεύθερους Δημοκράτες με σαρκοβόρους χρηματιστές. Οσο για τον υποψήφιο καγκελάριο του SPD, Φρανκ - Βάλτερ Στάινμαγερ, ήταν φωτιά και λαύρα, την περασμένη Κυριακή, όταν διακωμωδούσε την απάντηση της Δεξιάς στη διεθνή οικονομική κρίση: «Ακόμη και μια σειρά αποκεφαλισμένων κοτόπουλων μοιάζει με οργανωμένη ομάδα μπροστά τους»!
  • Καλή και άγια η αναβάπτιση στην κολυμβήθρα των προλεταριακών καταβολών και του αντικαπιταλιστικού μέλλοντος, μόνο που… το SPD συγκυβερνά με την επάρατη Δεξιά, την οποία καταγγέλλει, από το 2005! Και ο Στάινμαγερ, ο οποίος θα αντιμετωπίσει τη Μέρκελ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, είναι σήμερα το δεξί της χέρι, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών. Και υπουργός Οικονομικών αυτής της κυβέρνησης, αρχιτέκτονας της λιτότητας, δεν είναι άλλος από τον επίσης σοσιαλδημοκράτη Πέερ Στάινμπρουκ!
  • Η δοκιμασμένη συνταγή της σοσιαλδημοκρατίας λέει ότι οι εκλογές κερδίζονται από τα αριστερά και η εξουσία ασκείται από τα δεξιά. Αυτή τη φορά, όμως, η συνταγή δεν φαίνεται να δουλεύει εν όψει των ευρωεκλογών της ερχόμενης εβδομάδας. Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν το SPD να υπολείπεται κατά δέκα μονάδες του CDU.
  • Σε πανευρωπαϊκή κλίμακα εμφανίζεται το εξής παράδοξο: Η πρωτοφανής στα μεταπολεμικά χρονικά κρίση του καπιταλισμού φαίνεται να βλάπτει σοβαρά τους… σοσιαλιστές! Παρά την ύπαρξη κεντροδεξιών κυβερνήσεων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αυτός που κυρίως αιμορραγεί πολιτικά, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι η Κεντροαριστερά. Βεβαίως, η κατακραυγή εναντίον του συνόλου του πολιτικού κατεστημένου, με τη μορφή της ψήφου στα μικρότερα κόμματα ή της αποχής - ρεκόρ, θα πλήξει αμφότερες τις πολιτικές οικογένειες. Ολα δείχνουν όμως ότι οι Σαρκοζί, Μπερλουσκόνι, Μέρκελ θα τα πάνε πολύ καλύτερα από τους αντιπάλους τους.

Τριπλή μετάλλαξη

  • Την περίοδο 1997 - 2000, οι οικονομικοί δείκτες ευημερούσαν, τα χρηματιστήρια ξεφάντωναν, αλλά η Κεντροαριστερά άλωνε, από χώρα σε χώρα, τα κυριότερα οχυρά των συντηρητικών. Τώρα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Λες και η σοσιαλδημοκρατία έχει συνδέσει τις τύχες της με τον καπιταλισμό σαν παρασιτικός οργανισμός, που ευημερεί και δυστυχεί, ζει και πεθαίνει μαζί με τον ξενιστή του.
  • Αυτή η αφύσικη εξέλιξη είναι αποτέλεσμα μιας τριπλής μετάλλαξης. Πρώτα απ’ όλα πολιτικής, καθώς οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις διέψευσαν πολύ γρήγορα τις προσδοκίες για τερματισμό του θατσερικού χειμώνα: Ακόμη και οι σοσιαλιστές του Λιονέλ Ζοσπέν στη Γαλλία, πιο αριστεροί, στο επίπεδο της ρητορείας, από τους Νέους Εργατικούς του Μπλερ ή τους Σοσιαλδημοκράτες του Σρέντερ, υποσχέθηκαν προεκλογικά το 35ωρο, στην πράξη, όμως, έκαναν περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις από όσες πραγματοποίησαν αθροιστικά όλες οι δεξιές κυβερνήσεις μετά το 1986.
  • Μετάλλαξης, ύστερα, ιδεολογικής, κάτω από τη σημαία του «Τρίτου Δρόμου - Νέου Κέντρου». Στο ιστορικό συνέδριο του Επινέ, το 1971, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν χάραζε τη στρατηγική του Κοινού Προγράμματος με τους κομμουνιστές διακηρύσσοντας: «Η επανάσταση είναι πάνω απ’ όλα ρήξη. Οποιος δεν αποδέχεται αυτή τη ρήξη με την κατεστημένη τάξη, με την καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Από τότε έχει κυλήσει τόσο νερό κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα, που δύο πρωτοκλασάτα στελέχη των Γάλλων Σοσιαλιστών, οι Ντομινίκ Στρος - Καν και Πασκάλ Λαμί να ηγούνται σήμερα των Δίδυμων Πύργων της παγκοσμιοποίησης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου αντίστοιχα.
  • Μετάλλαξης, τέλος, κοινωνικής. Οπως αναγνώριζε προ μηνών στη γαλλική Le Monde ο Βρετανός βουλευτής των Εργατικών, Ντένις Μακ Σέιν, «τα κόμματα της Αριστεράς έγιναν κόμματα της ελίτ. Από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας δεν έχουν επαφή παρά με τους αποφοίτους πανεπιστημίων, τους δημοσίους υπαλλήλους και τους επαγγελματίες συνδικαλιστές». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αυστρίας, όπου η συγκυβέρνηση από τον Μεγάλο Συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών, κατά το πρότυπο της Γερμανίας, συνέβαλε στο να αναδειχθεί το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας στην πιο… εργατική πολιτική δύναμη της χώρας, ως προς την εκλογική του απήχηση!

Η στρατηγική της Δεξιάς

  • Σε αντίθεση με τη σοσιαλδημοκρατία, η Κεντροδεξιά κατάφερε να διεισδύσει στα λαϊκά στρώματα, εκμεταλλευόμενη τους φόβους που γεννά η οικονομική κρίση, χάρη στα παραδοσιακά χαρτιά της ξενοφοβίας, της τάξης και της ασφάλειας. Την εβδομάδα που πέρασε, ο υπουργός Εργασίας της Γαλλίας Μπρις Ορτεφέ, δήλωσε στη Le Monde: «Τα θεμελιώδη προβλήματα της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι τα πεδία της εθνικής κυριαρχίας: ζητήματα δικαιοσύνης, ασφάλειας, μετανάστευσης. Είναι πάνω σ’ αυτά που παίρνουν θέση οι ψηφοφόροι. Τα υπόλοιπα, η οικονομία, έχουν φύγει πλέον στο πεδίο της παγκοσμιοποίησης».
  • Ο Ορτεφέ περιέγραψε με εξαιρετική ενάργεια τη στρατηγική της Δεξιάς: Το βασικό είναι να εξοστρακισθεί το πρόβλημα των προβλημάτων, η οικονομία και οι κοινωνικές ανισότητες, εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης. Από κει και πέρα, η αντιπαράθεση περιορίζεται στα ζητήματα της ασφάλειας, της μετανάστευσης, των «αξιών», όπου οι συντηρητικές δυνάμεις «του νόμου και της τάξης» αισθάνονται, δικαιολογημένα, ότι παίζουν στο δικό τους γήπεδο.
  • Από τη στιγμή που η σοσιαλδημοκρατία δέχεται ότι η οικονομική πολιτική είναι μονόδρομος σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, μοιραία αιχμαλωτίζεται στην παγίδα που έχει στήσει ο αντίπαλός της: Αυτό έπαθε η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, αντιμετωπίζοντας τον Σαρκοζί στο έδαφος του εθνικισμού και της ισλαμοφοβίας, τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα και προτείνοντας ειδικά στρατόπεδα για τους παραβατικούς νέους. Αλλά όποιος δέχεται εξ αρχής να καταθέσει τα δικά του όπλα και να δώσει όλες τις μάχες με τα όπλα του αντιπάλου του, είναι άξιος της μοίρας του…

Περί βαρβάρων...

  • Η επιλογή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και της Σοσιαλιστικής Διεθνούς να επαναφέρει το σύνθημα της Ρόζας Λούξεμπουργκ «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ήταν παράτολμη, για τρεις, τουλάχιστον, λόγους. Πρώτον, διότι όπως άριστα γνωρίζουν οι γερμανομαθείς συνεργάτες του κ. Παπανδρέου, η Λούξεμπουργκ δολονήθηκε επί κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Εμπερτ, ο οποίος έπνιξε στο αίμα την επανάσταση του 1918. Δεύτερον, διότι ο σύγχρονος «σοσιαλισμός» δεν είναι πάντα εντελώς ασύμβατος με τη βαρβαρότητα – αίφνης, αρχιτέκτονας της πρόσφατης σφαγής στη Γάζα υπήρξε ο υπουργός Αμυνας του Ισραήλ και αντιπρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, Εχούντ Μπάρακ. Και τρίτον διότι, όπως και να το κάνουμε, είναι άλλο πράγμα να ρίχνει κανείς αυτό το σύνθημα όταν η Ευρώπη βιώνει τη βαρβαρότητα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, των χαρακωμάτων και των χημικών αερίων και άλλο να υπονοεί ότι κρίνονται ζητήματα ζωής ή θανάτου από την επιλογή μεταξύ κεντροδεξιάς, κεντροαριστεράς και... παραλίας στις ευρωεκλογές. Αν ζούσε ο Μαρξ, θα μπορούσε να προσφύγει στον γνωστό του αφορισμό ότι τα ιστορικά γεγονότα επαναλαμβάνονται, την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα.
  • Παρεμπιπτόντως, ένα χρόνο νωρίτερα από τον Γιώργο Παπανδρέου είχε την έμπνευση να επικαλεσθεί το ίδιο ιστορικό σύνθημα ο Οσκαρ Λαφοντέν, πρώην ηγέτης του SPD, από το οποίο αποσπάσθηκε για να ιδρύσει το νέο κόμμα Linke (Αριστερά). Ο Λαφοντέν δέχθηκε σκληρή επίθεση γι’ αυτό του το τόλμημα από τον συντηρητικό Τύπο, αλλά η επιλογή του είχε, τουλάχιστον, συνέπεια: Το Linke σχηματίστηκε με συμμετοχή σοσιαλιστών και κομμουνιστών, θεωρεί το «Μανιφέστο» των Μαρξ - Ενγκελς ιδρυτικό του κείμενο και πρεσβεύει έναν αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό – άλλο ζήτημα αν, τελευταία, έχει βάλει κι αυτό πολύ νερό στο κρασί του.

Διεργασίες στην Αριστερά

  • Μπορεί η σοβαρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων 80 χρόνων να μη συσσωρεύει αυτόματα κέρδη για την Αριστερά, διαβρώνει ωστόσο τη συναίνεση των δύο μεγάλων παρατάξεων στο «κέντρο» και ενισχύει τις πολωτικές τάσεις, προκαλώντας αυξημένη ζήτηση για νέες, αντισυστημικές δυνάμεις και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος.
  • Στην Ανατολική Ευρώπη, η τάση αυτή ευνοεί κυρίως ξενόφοβες, ακροδεξιές δυνάμεις. Το Εθνικό Κόμμα Τσεχίας δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ανατριχιαστική, ναζιστικής έμπνευσης ορολογία περί «Τελικής Λύσης» του «προβλήματος» των τσιγγάνων, ενώ το Κόμμα της Μεγάλης Ρουμανίας ρίχνει το σύνθημα: «Χριστιανοί και πατριώτες, να διώξουμε τους κλέφτες». Από την πλευρά του, το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα ζήτησε «βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες».
  • Η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά ευελπιστεί να εισπράξει σημαντικό μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας. Από τα παραδοσιακά Κ.Κ., σημαντική επιρροή διατηρούν, πέραν του ΚΚΕ, τα Κ.Κ. Πορτογαλίας (9,2% στις ευρωεκλογές του 2005) και Τσεχίας (γύρω στο 12%). Το ιστορικό Κ.Κ. Γαλλίας, το οποίο είχε συρρικνωθεί, πρόσφατα, σε απελπιστικά χαμηλά όρια, κατεβαίνει αυτή τη φορά σε συμμαχία με τους αριστερούς σοσιαλιστές του Ζαν - Λικ Μελανσόν, οι οποίοι αποσπάστηκαν από το επίσημο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Μαρτίν Ομπρί. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο «Μέτωπο της Αριστεράς», όπως ονομάζεται ο νέος πολιτικός συνασπισμός, γύρω στο 6,5%, με τάσεις ανόδου. Αντιθέτως, τα νέα δεν εμπνέουν αισιοδοξία για την περίπτωση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, στην Ιταλία, που πληρώνει το τίμημα της σύμπραξης με την Κεντροαριστερά του Πρόντι και των αλλεπάλληλων διασπάσεων.
  • Ενα άλλο σχήμα με πολλές ελπίδες στον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (ΝΡΑ) της Γαλλίας υπό τον 35χρονο ταχυδρομικό υπάλληλο Ολιβιέ Μπεζανσενό. Προϊόν μετεξέλιξης της τροτσκιστικής LCR, με ρίζες στον Μάη του ’68, το ΝΡΑ, που διατηρεί σχέσεις στην Ελλάδα τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και με τον νεοπαγή συνασπισμό ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, φέρεται να συγκεντρώνει άνω του 7% και φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε βασικό πόλο της Αριστεράς.
  • Οσο για την «Αριστερά» του Οσκαρ Λαφοντέν, προϊόν συγχώνευσης πρώην κομμουνιστών της Ανατολικής Γερμανίας με την αποσπασθείσα, αριστερή πτέρυγα του SPD, στη Δυτική, οι δημοσκοπήσεις το φέρνουν γύρω στο 12%, αν και την τελευταία χρονιά η δυναμική του παρουσιάζει σημάδια κόπωσης.

Ιnfo

- Monique Canto – Sperber, «Le Liberalisme et la Gauche», Hachette, 2008.

- Sophie Landrin et Arnaud Leparmentier, «Immigration et securite, themes gagnant pour l’UMP», Le Monde, 23 mai 2009.

- Serge Halimi, «Simulacre europeen», Le Monde Diplomatique, juin 2009.

Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού

  • Δύο γάλλοι στοχαστές, ο φιλόσοφος Πιέρ Νταρντό και ο κοινωνιολόγος Κριστιάν Λαβάλ, με το βιβλίο τους «La nouvelle raison du monde. Essai sur la societe neoliberale» (La Decouverte, 2009), προτείνουν μια ερμηνεία του νεοφιλελευθερισμού που εμπνέεται από το έργο του Φουκό.

ΕΡΓΟ ΤΟΥ STEPHAN BALKENHOL

ΕΡΓΟ ΤΟΥ STEPHAN BALKENHOL

Ο νεοφιλελευθερισμός, υποστηρίζουν, εκτός από ιδεολογία ή οικονομική πολιτική είναι πρώτα απ' όλα και κυρίως ένας τύπος ορθολογικότητας.

Ο Φουκό όριζε την κυβερνητική ορθολογικότητα ως μια κανονιστική λογική που διέπει τη δραστηριότητα της διακυβέρνησης, με την έννοια όχι μόνο της άμεσης αλλά και της έμμεσης καθοδήγησης των ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να οδηγούνται και να συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο.

Η ορθολογικότητα δεν είναι η άσκηση ενός καταναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα 'πρεπε να περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής (οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορύθμιση) ούτε σε ένα ορισμένο σύνολο θεωρητικών ιδεών (Φρίντμαν, Χάγεκ) ούτε στους ηγέτες που μεταστράφηκαν σε αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (Ρέιγκαν, Θάτσερ).

Η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα έχει μιαν ευρύτερη εμβέλεια και μπορεί να προωθείται ακόμα και από κυβερνήσεις που αναφέρονται στην αριστερά. Αυτό που ορίζει τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα είναι το ότι οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν με βάση το υπόδειγμα του ανταγωνισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός οδηγεί τα άτομα να προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, παραμερίζοντας κάθε ηθική αναστολή.

Ο Φουκό έδιξε ότι οι πρώτοι φιλελεύθεροι στοχαστές, ιδίως ο Ανταμ Σμιθ και ο Φέργκιουσον, στα τέλη του 18ου αιώνα, σκέφτονταν την αγορά με βάση μια λογική ισοδυναμίας. Ανταλλάσσει κάποιος ένα αγαθό με ένα άλλο αγαθό και όλοι βγαίνουν ωφελημένοι. Ο νεοφιλελευθερισμός σκέφτεται την αγορά με βάση τη λογική του ανταγωνισμού, επομένως της ανισότητας.

Αυτή η στροφή χρονολογείται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ προτείνει μιαν ερμηνεία του Δαρβίνου που επεκτείνει την έννοια της «φυσικής επιλογής» και σε άλλα πεδία και ιδιαίτερα στο κοινωνικό πεδίο. Οι νεοφιλελεύθεροι δεν θέλουν να γίνεται αναφορά στον Σπένσερ εξαιτίας του βιολογισμού του. Σε αυτόν, όμως, βρήκαν την ιδέα ότι η αγορά είναι ο ανταγωνισμός.

Οταν ο φιλελευθερισμός μπαίνει σε κρίση, στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζονται δύο ρεύματα: ένας φιλελευθερισμός που δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους σε μιαν οπτική σταθεροποίησης και αναδιανομής, κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Κέινς· και ο «νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος από τη δεκαετία του 1930 θα προτείνει να αναγορευτεί η αγορά σε υπέρτατη αρχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Ο κεϊνσιανισμός επικράτησε θριαμβευτικά μετά τον πόλεμο. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν αφοπλίστηκε. Οι Γερμανοί «φιλελεύθεροι» (Ordoliberalismus) άσκησαν καθοριστική επιρροή στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, ξεκινώντας από τη Συνθήκη της Ρώμης η οποία ορίζει την αρχή του «ελεύθερου ανταγωνισμού».

Ο νεοφιλελευθερισμός επωφελήθηκε από την κρίση του κεϊνσιανισμού, όπως και ο κεϊνσιανισμός είχε επωφεληθεί από την κρίση του καπιταλισμού στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Τίποτα όμως δεν προμήνυε ότι η αρχή του ανταγωνισμού θα αναγορευόταν σε νέο παγκόσμιο κανόνα. Η κωδικοποίησή της χρονολογείται άλλωστε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με αυτό που αποκαλείται η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» και που προσδιορίζει τους δημοσιονομικούς και νομισματικούς κανόνες οι οποίοι επιβάλλονται στις χώρες που ζητούν οικονομική βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ο όρος που έχει κομβική σημασία είναι η «πειθαρχία». Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι «ειδικοί» κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. «Η κατάσταση -λένε- δεν μπορεί να κυβερνηθεί, επειδή δεν υπάρχει κοινωνική πειθαρχία».

Την ίδια περίοδο όμως διαπλάθεται το «νεοφιλελεύθερο υποκείμενο», με την παρόξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων, με τις τεχνικές αξιολόγησης, με την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, με την παρακίνηση να μετατραπούν τα υποκείμενα σε «ανθρώπινο κεφάλαιο».

Το άτομο πρέπει να φροντίζει να συσσωρεύει, να επιδιώκει την επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα είναι υπεύθυνο (και επομένως ένοχο) για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο συγχέει την ελευθερία και την αυτονομία με τον ανταγωνισμό.

Επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει με κάθε τίμημα την απόδοση του ατόμου σε όλα τα πεδία, ο νεοφιλελευθερισμός καταλήγει να αναγορεύει σε κανόνα την έλλειψη κάθε περιορισμού. Αυτή η έλλειψη περιορισμού συγκαλύπτει όμως το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία και αυτό το όριο το καθορίζουν το κεφάλαιο και η επιχείρηση.

Οι συντηρητικοί και οι θιασώτες του «εκσυγχρονισμού» διαπράττουν το κοινό λάθος να βλέπουν στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα ον απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αλλά η έλλειψη κάθε περιορισμού, που υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός, δεν έχει καμιά σχέση με την αυτονομία. Οι Νταρντό και Λαβάλ δείχνουν αντίθετα ότι ο μηχανισμός της «απόδοσης - απόλαυσης», που καθιερώνει ο νεοφιλελευθερισμός, είναι ένα σύστημα που λειτουργεί μεν από το εσωτερικό του υποκειμένου, αλλά παραμένει στην ουσία ένας τρόπος κοινωνικής πειθάρχησης. Κατά τη γνώμη τους, η αριστερά πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή ότι το κοινό αγαθό είναι κοινή υπόθεση και να αντιτάξει τη συνεργασία στον ανταγωνισμό.

Στο πεδίο της γνώσης ή σε εκείνο του περιβάλλοντος, η λογική της κοινοκτημοσύνης είναι πολύ ισχυρή και εμπνέει ορισμένες κοινωνικές πρακτικές. Σύμφωνα με τους Νταρντό και Λαβάλ, χρειάζεται να επανεξετάσουμε την ιδέα του κομμουνισμού, ξεκινώντας όχι από τον στόχο μιας ιδεώδους κοινωνίας, αλλά από τις ήδη υπάρχουσες κοινές πρακτικές. Εξάλλου, στον 18ο αιώνα «κομμουνιστής» σήμαινε οπαδός του κοινού αγαθού.*

Διάλογοι για την Ευρώπη

  • Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 31 Μαΐου 2009

  • Η συζήτηση η οποία διεξάγεται στη χώρα μας για τις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου αναφέρεται κυρίως στη σύνθεση των ψηφοδελτίων και στα πρόσωπα των υποψηφίων ή στις προβλέψεις για το αποτέλεσμα και τις μεταβολές στη δύναμη των κομμάτων.

Τα μεγάλα θέματα της Ευρώπης και τα κρίσιμα προβλήματα της διαδικασίας ενοποίησης απουσιάζουν από το δημόσιο διάλογο και τις αντιπαραθέσεις των πολιτικών δυνάμεων. Η υπόθεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης μοιάζει μακρινή, περίπλοκη και αφηρημένη και σπάνια συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των πολιτών. Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις αποφάσεις που καθορίζουν την καθημερινή ζωή παίρνονται ήδη στο ευρωπαϊκό και όχι στο εθνικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, η νεοφιλελεύθερη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και της αλληλεγγύης εμφανίστηκε συχνά ως επίσημη ευρωπαϊκή πολιτική, προκαλώντας όχι μόνον σοβαρά ελλείμματα ρυθμιστικής ικανότητας αλλά και έναν ισχυρό ευρωσκεπτικισμό. Καθώς, όμως, στις σύγχρονες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, το εθνικό κράτος δεν μπορεί να ανακτήσει την παλιά του ισχύ, η ιδέα μιας πολιτικής ικανής να ελέγξει τις αγορές, να τιθασεύσει τον άγριο καπιταλισμό και να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση, βρίσκει στην Ευρώπη το προνομιακό πεδίο εφαρμογής της.

Τα μεγάλα θέματα της Ευρώπης και τις προοπτικές της ευρωπαϊκής ενοποίησης προσεγγίζουν με τις αναλύσεις τους τρεις γνωστοί ευρωπαίοι στοχαστές:

*Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ είναι καθηγητής Πολιτικής και Ηθικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ στο Παρίσι.

*Ο Κλάους Οφε ήταν για πολλά χρόνια καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, ενώ από το 2006 διδάσκει στο Hertie School of Governance στην ίδια πόλη.

*Ο Ούλριχ Μπεκ είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian του Μονάχου και στο London School of Economics.

Αγορά εναντίον δημοκρατίας

  • Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 31 Μαΐου 2009

  • Η Ευρώπη διευρύνεται και ταυτόχρονα ισοπεδώνεται.

Το βάρος της ελεύθερης αγοράς γίνεται όλο και περισσότερο αισθητό, επηρεάζοντας αρνητικά τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού. Αυτή η στρεβλή ανάπτυξη είναι ιδιαίτερα φανερή σε δύο πεδία, όπου η Ε.Ε. δυσκολεύεται να εκφραστεί με μιαν ενιαία φωνή: στην εξωτερική πολιτική και στις δημόσιες πολιτικές.

*Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, όλα όσα αναφέρονται στην αναπτυξιακή βοήθεια και στις πολιτικές προς τον Νότο του κόσμου αποφασίζονται από τα εθνικά κράτη ακολουθώντας μετα-αποικιακές λογικές και ανάλογα με τα συμφέροντα των χωρών μελών στις πρώην αποικίες.

*Στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής (συμπεριλαμβανόμενης της φορολογικής πολιτικής και της αγοράς της εργασίας) οι ιδρυτικές αρχές της Ενωσης δεν της επιτρέπουν να παρεμβαίνει στην κυριαρχία των κρατών μελών. Ολες οι πολιτικές σχετικά με την αγορά της εργασίας, όπως η αντιμετώπιση της ανεργίας, η υγεία, η μετανάστευση, η κοινωνική πρόνοια εγκαταλείπονται στα εθνικά κράτη.

Αυτό είναι παράδοξο, επειδή πολλά προβλήματα του είδους έχουν γίνει περισσότερο επείγοντα και δυσεπίλυτα σε εθνικό επίπεδο, ακριβώς εξαιτίας της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ευρώπη προκαλεί ζημιές τις οποίες έπειτα αφήνει να τις αντιμετωπίσουν τα εθνικά κράτη.

*Το τρίτο πρόβλημα είναι εκείνο του δημοκρατικού ελλείμματος και της έλλειψης ενός μηχανισμού που θα κατορθώνει να καθιστά διαφανείς τους τρεις κεντρικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης: την Κεντρική Τράπεζα, το Δικαστήριο και την Επιτροπή.

Ακόμη σοβαρότερο είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των νόμων αποφασίζεται στο επίπεδο της Επιτροπής, οδηγώντας στη θεσμική αναξιοπιστία τα εθνικά κοινοβούλια.

*Η αριστερά στην Ευρώπη έχει συνηθίσει να σκέφτεται σύμφωνα με μιαν «εθνική» λογική. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη στην περίπτωση της βρετανικής αριστεράς, η οποία ποτέ δεν θεώρησε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πολύτιμη δυνατότητα. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως μιας δύναμης που θα μπορούσε να υπηρετήσει κοινωνικούς σκοπούς είναι περισσότερο διαδεδομένη.

*Ωστόσο, ακόμα και μια αριστερά όπως η γερμανική, για παράδειγμα, δεν υποστηρίζει ρητά και χωρίς διφορούμενα την ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο λόγος είναι ότι η Ευρώπη γίνεται αντιληπτή τόσο ως μη δημοκρατική όσο και ως μια απειλή για την εθνική δημοκρατία. Αυτή η κρίση φυσικά έχει τα όριά της, αλλά οι αμφισημίες είναι υπαρκτές.

*Με αφετηρία την εισαγωγή του ευρώ, οι κυβερνήσεις δεν έχουν πλέον στη διάθεσή τους τα μέσα για να αντιταχθούν σε συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές, όπως έκαναν στο παρελθόν οι κυβερνήσεις της αριστεράς.

Ακόμα πιο σοβαρό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια πειστική ευρωπαϊκή αριστερά, με εξαίρεση κάποιες συμμαχίες που γίνονται ad hoc και διανοούμενους που εμφανίζονται ως εκφραστές τους. Δεν υπάρχουν κόμματα στα αριστερά του κέντρου, δεν υπάρχουν ευρωπαϊκά συνδικάτα με υπολογίσιμη δύναμη, δεν υπάρχει καν μια δημόσια σφαίρα στην οποία να μπορούν να εκδηλωθούν διεκδικήσεις για την κοινωνική Ευρώπη.

*Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και η οικονομική ολοκλήρωση ενίσχυσαν την ηγεμονία των θεωριών της ελεύθερης αγοράς και διέδωσαν ισχυρές επαγγελίες για εξαφάνιση της ανεργίας και γενική αύξηση της ευημερίας.

Η εμπειρία δείχνει, αντίθετα, ότι οποιαδήποτε πρόοδος επιχειρείται σε εθνικό επίπεδο στο πεδίο της δικαιοσύνης και της κοινωνικής προστασίας στρέφεται εναντίον εκείνου που την προσπαθεί. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ένας μηχανισμός που τιμωρεί την κοινωνική ανάπτυξη.

Στο παρελθόν, τα συνδικάτα που συνυπήρχαν με σοσιαλδημοκρατικούς θεσμούς ήταν σε θέση να ασκούν πιέσεις στις κυβερνήσεις και κατόρθωναν θετικά αποτελέσματα. Σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική. Αν δεν συμπεριφέρονται με μετριοπάθεια τιμωρούνται από την αγορά και η έλλειψη μετριοπάθειας δεν εκτιμάται ούτε από τις κυβερνήσεις.

*Η πλειονότητα του ευρωπαϊκού πληθυσμού αισθάνεται απειλούμενη από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και έχει σοβαρούς λόγους να νιώθει έτσι. Μεγαλώνει η ανασφάλεια για την κατοικία, την εργασία, την υγεία, το μέλλον των νέων γενεών. Χρειάζεται μια πολιτική δύναμη ικανή να υπηρετεί ευρωπαϊκούς σκοπούς. Χρειάζεται σύγκλιση προγραμματικών διεκδικήσεων σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Χρειάζεται να επανεξεταστεί το ζήτημα της ταξικής πολιτικής στην Ευρώπη. Πολλά πρόσωπα αντιλαμβάνονται την κατάστασή τους όχι σε σύνδεση με μια προβληματική αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ή διαφοράς ανάμεσα σε εκείνους που ελέγχουν τους πόρους και σε εκείνους που εξαρτώνται από αυτούς.

*Το νέο παράδειγμα είναι, αντίθετα, ασφάλεια εναντίον ανασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική σύγκρουση δεν γεννιέται πλέον από τη μισθωτή εργασία αλλά από την επισφαλή εργασία. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η δεξιά μπόρεσε από προγραμματική άποψη να κατανοήσει τα νέα στοιχεία αυτού του ζητήματος καλύτερα από την αριστερά. Πράγματι, η εθνικιστική δεξιά διάφορων χωρών (μεταξύ των οποίων η Αυστρία, η Ολλανδία, η Πολωνία και η Δανία) κατόρθωσε να απευθυνθεί στους επισφαλώς εργαζόμενους και να κερδίσει τις ψήφους ομάδων όπως οι προσωρινά απασχολούμενοι, οι μικροί επιχειρηματίες, οι νέες μητέρες κ.ά., με μια σειρά συνθήματα που επικαλούνταν το αίσθημα ανασφάλειας αυτών των ομάδων: την ξενοφοβία, τους δασμολογικούς φραγμούς, τα όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

*Είναι αναγκαίο η αριστερά να κατορθώσει να επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα για την προώθηση της οικονομικής ασφάλειας ως δικαίωμα του πολίτη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αν η εναλλακτική αριστερά και οι Πράσινοι δεν κατορθώσουν να συγκλίνουν σε μια παρόμοια προγραμματική βάση για το ελάχιστο εισόδημα και για κοινωνικές εγγυήσεις, υπάρχει ο κίνδυνος οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς να σχηματίσουν μια σταθερή εκλογική συμμαχία με την προστατευτική ριζοσπαστική δεξιά.

*Η αριστερά οφείλει, επομένως, να υιοθετήσει μια οικουμενική αντίληψη της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, συνδεόμενη όμως με μιαν έννοια ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη.

Είναι αναγκαίο να εργαστεί περισσότερο για το ελάχιστο εισόδημα ως δικαίωμα συναφές με την ιδιότητα του πολίτη, νοούμενη με την ευρωπαϊκή έννοια, η οποία κατορθώνει να αντιμετωπίζει την επισφάλεια της εργασίας ως μαζικό φαινόμενο που δεν περιορίζεται μόνον στην εθνική διάσταση.

Ο κίνδυνος του εθνικισμού

  • Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 31 Μαΐου 2009

  • Το 1946, πάνω στα ερείπια μιας Ευρώπης ηθικά, πολιτικά και υλικά κατεστραμμένης, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δήλωνε με ενθουσιασμό: «Αν η Ευρώπη ήταν ενωμένη, τα 400 εκατομμύρια των κατοίκων της θα γνώριζαν απεριόριστη ευτυχία, ευημερία και επιτυχία». Σήμερα, η απειλή είναι η αντίθετη: αν η Ευρώπη κατακερματιστεί υπό την πίεση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι πολιτικοί ηγέτες της και τα 500 εκατομμύρια των κατοίκων της θα πληγούν από ατελείωτη δυστυχία, φτώχεια και ντροπή.

*Πριν από είκοσι χρόνια, έπεφτε ξαφνικά το Τείχος του Βερολίνου και ακολουθούσε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και της διπολικής παγκόσμιας τάξης που επιβλήθηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο. Σήμερα, το καπιταλιστικό μοντέλο -η ιδέα ότι η λύση σε όλα τα προβλήματα είναι η ελεύθερη αγορά- ο θρίαμβος του οποίου υμνήθηκε εκείνη την εποχή, κινδυνεύει να έχει το ίδιο τέλος και να συμπαρασύρει στην πτώση την Ευρωπαϊκή Ενωση.

*Πού να βρούμε στις μέρες μας την παθιασμένη στάση ενός Τσόρτσιλ, μια προφητική και οραματική φωνή, η οποία θα βοηθήσει τους Ευρωπαίους να κατανοήσουν ότι ο επαρχιωτισμός και ο εθνικισμός, που διαδίδονται μέσα στην παγκόσμια κρίση, όχι μόνο θέτουν σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό θαύμα -το ότι έγινε δυνατό να μετατραπούν οι παλιοί εχθροί σε καλούς γείτονες- αλλά απειλούν να μας καταστρέψουν; Προφανώς κανείς δεν το επιδιώκει. Αλλά κανείς δεν ήθελε ούτε και το κοινωνικό κράτος για τους πλούσιους και το νεοφιλελευθερισμό για τους φτωχούς, δηλαδή την κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε ξαφνικά σήμερα.

*Το περασμένο φθινόπωρο, το τραπεζικό κραχ έδωσε επιτέλους ένα δυνατό τράνταγμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αφυπνίζοντάς την από τον ναρκισσιστικό της λήθαργο.

Σκέφτηκα τότε: τι σπουδαία ευκαιρία! Ποιος άλλος, αν όχι η Ευρωπαϊκή Ενωση, διαθέτει την αναγκαία εμπειρία για να επικαλεστεί ένα υπερεθνικό κοινό αγαθό; Το ευρωπαϊκό μοντέλο συνεργασίας μεταξύ των κρατών, που αποβλέπει στο να ενισχύει την κοινή εξουσία, φαινόταν επιτέλους να έχει κατακτήσει μια νέα ιστορική διάσταση.

*Παρά τις αντεγκλήσεις μεταξύ του Σαρκοζί, της Μέρκελ και του Μπράουν στις βδομάδες που προηγήθηκαν της διάσκεψης των G20, το πακέτο που συμφωνήθηκε αποκαλύφθηκε ένα μικρό θαύμα. Αλλά είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκές. Πρόσφατα, η Κεντρική Τράπεζα προειδοποίησε: οι επίμονες ενδείξεις «αναδίπλωσης στο εσωτερικό των εθνικών συνόρων» συνεχίζουν να εμποδίζουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Αν η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930 δίδαξε κάτι, αυτό είναι ακριβώς το ότι η οπισθοδρόμηση προς το εθνικιστικό ιδεώδες είναι μοιραία, επειδή μετατρέπει την απειλή της καταστροφής σε πραγματικότητα, δηλαδή σε κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας.

*Η ανεργία αυξάνεται εντυπωσιακά σε όλο τον κόσμο. Κύματα κοινωνικών ταραχών και οργής ενάντια στους μετανάστες ξεσπούν ήδη στις ευρωπαϊκές ακτές. Και τώρα, ξαφνικά, το φάσμα της χρεοκοπίας σε εθνικό επίπεδο χτυπάει τις πόρτες του πλούσιου και ασφαλούς ευρωπαϊκού παραδείσου. Η κρίση έχει πλήξει την περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης -τα νέα κράτη-μέλη της Ανατολικής Ευρώπης.

Μετά την προδοσία του κομμουνιστικού συστήματος, οι μετριοπαθείς αυτών των χωρών, που υποστήριξαν τις ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις, σήμερα αισθάνονται άλλη μία φορά εξαπατημένοι και αποδιωγμένοι από το καπιταλιστικό σύστημα. Μέχρι πρόσφατα τους παρακινούσαν να ακολουθήσουν «το παράδειγμα των άλλων», που αποκαλύφθηκε ότι είναι το χειρότερο.

*Αν δεν υπήρχε η Ευρωπαϊκή Ενωση, θα ήταν αναγκαίο να την επινοήσουμε σήμερα. Μακράν του να είναι μια απειλή για την εθνική κυριαρχία, στις αρχές του 21ου αιώνα είναι ακριβώς η Ενωση αυτή που καθιστά δυνατή την εθνική κυριαρχία.

Στην κοινωνία του παγκόσμιου κινδύνου, μπροστά στην επικίνδυνη συσσώρευση των παγκόσμιων προβλημάτων που αντιστέκονται στις εθνικές λύσεις, τα έθνη-κράτη από μόνα τους αποκαλύπτονται αδύναμα και ανίκανα να ασκήσουν κυριαρχία. Η συλλογική κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Ενωσης αντιπροσωπεύει, επομένως, τη μοναδική ελπίδα κάθε έθνους και κάθε πολίτη για μιαν ελεύθερη και ειρηνική ζωή. Εκείνοι που βλάπτουν την Ενωση βλάπτουν τους εαυτούς τους. Αν τα μέλη απαρνηθούν τις ευθύνες τους για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη σε μια φρενίτιδα εθνικών αντανακλαστικών, τότε όλοι θα βγουν χαμένοι.

*Η Ευρώπη δεν χρειάζεται λιγότερη Ευρώπη αλλά περισσότερη Ευρώπη. Η κρίση δείχνει ότι η νομισματική ένωση δεν μπορεί να τελειοποιηθεί παρά μόνο με την πολιτική ένωση. Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχουμε δει καμιά κοινή οικονομική, βιομηχανική και κοινωνική πολιτική, η οποία, μέσω της κυριαρχίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα μπορούσε να παρέμβει για να δώσει μιαν αποτελεσματική απάντηση στην κρίση.

Σε αναζήτηση ταυτότητας

  • Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 31 Μαΐου 2009

  • Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όπως έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, δεν υπάρχει άλλη πολιτική εκτός από την «παγκόσμια» πολιτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει μία και μοναδική πολιτική, αλλά σημαίνει αντίθετα ότι επιβάλλεται μια επιλογή ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές, που ορίζονται από διαφορετικούς στόχους, μέσα, συνθήκες, εμπόδια, «υποκείμενα» ή «βουλήσεις» και κινδύνους.
  • Η επιλογή ανάμεσα σε εναλλακτικές λύσεις είναι το πεδίο της πολιτικής. Το ερώτημα είναι επομένως: ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις στις κυρίαρχες μορφές; Η Ευρώπη μπορεί να γίνει φορέας μιας «άλλης παγκοσμιοποίησης»; Και πώς;

*Το να μιλάμε για μιαν υποχρεωτικά παγκόσμια πολιτική δεν σημαίνει να αδιαφορούμε για τις συνθήκες και τα προβλήματα των προσώπων εκεί όπου ζουν ή όπου η ιστορία τα έχει τοποθετήσει. Σημαίνει να υποστηρίζουμε ότι η τοπική ιδιότητα του πολίτη έχει ως προϋπόθεση μιαν ενεργητική παγκόσμια ιδιότητα του πολίτη. Κάθε επιλογή που προσανατολίζει μια τοπική πολιτική στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, θεσμικό πεδίο, προϋποθέτει μια «κοσμοπολιτική» επιλογή και αντίστροφα.

*Σήμερα στον κόσμο η Ευρώπη, παρά τις κάποιες διπλωματικές φιλοδοξίες, στερείται οποιασδήποτε πρωτοβουλίας. Δεν λείπουν τα παραδείγματα: από τη μεταρρύθμιση των Ηνωμένων Εθνών έως το Πρωτόκολλο του Κιότο, από τη ρύθμιση των διεθνών μεταναστεύσεων έως την επίλυση της κρίσης στη Μέση Ανατολή.

Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια ευρωπαϊκή παγκόσμια πολιτική συνεπάγεται το ότι δεν υπάρχει -ή αν υπάρχει είναι ελάχιστη- παγκόσμια πολιτική ούτε και εσωτερική πολιτική των ευρωπαϊκών εθνών που να προϋποθέτει πραγματικές εναλλακτικές λύσεις.

*Οι αιτίες αυτής της κατάστασης πρέπει να αναζητηθούν σε μιαν εξέλιξη των συσχετισμών δύναμης που κληρονομήθηκαν από την ιστορία και ενισχύθηκαν από την τωρινή συγκυρία. Αλλά αυτή η εξέλιξη -που προσδίδει στο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» έναν ρόλο καθαρά αντίδρασης και απλής προσαρμογής- δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Χρειάζεται να προσθέσουμε την καταστροφική συλλογική ανικανότητα του μεγαλύτερου μέρους των ευρωπαϊκών πληθυσμών να φανταστούν εναλλακτικές πολιτικές, ανικανότητα που συνδέεται οργανικά με την αβεβαιότητα για την πολιτική ταυτότητα της Ευρώπης.

*Η οικοδόμηση της Ευρώπης ως ομοσπονδίας νέου τύπου συνεπάγεται, στην τωρινή κατάσταση, ορισμένες κατακτήσεις αλλά καμία δέσμευση. Ο «επεκτατικός» της χαρακτήρας δεν πρέπει να γεννάει αυταπάτες. Ή το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βρει νέες βάσεις και νέους στόχους ή θα καταρρεύσει ακυρώνοντας για καιρό οποιαδήποτε δυνατότητα συλλογικής πολιτικής δράσης σε αυτό το μέρος του κόσμου.

*Η ευρωπαϊκή ταυτότητα αντιμετωπίζει ένα διπλό πρόβλημα. Από τη μια μεριά πρέπει να υπερβεί την εσωτερική διαίρεση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, που μετατοπίζεται μέσα στον χρόνο, εκφράζεται με ανταγωνισμούς ανάμεσα σε «καθεστώτα» και «συστήματα» (όχι δίχως παράδοξα, όπως όταν ο «δυτικισμός» μετατοπίζεται στην Ανατολή ακολουθώντας το κύμα «επαναστάσεων» και «αντεπαναστάσεων») αλλά δεν εξαλείφεται.

*Από την άλλη μεριά, πρέπει να επιλέξει μεταξύ μιας Ευρώπης «κλειστής» (επομένως περιορισμένης) και μιας Ευρώπης «ανοιχτής» (που θα ήταν κάτι περισσότερο από μια Μεγάλη Ευρώπη, μια Ευρώπη των συνόρων που αναγνωρίζει την ιδρυτική της αλληλεπίδραση με τους μεγάλους χώρους, τον ευρωατλαντικό, τον ευρωασιατικό, τον ευρωμεσογειακό, τον ευρωαφρικανικό). Σε αυτό το επίπεδο τίθενται τα ζητήματα που σήμερα βρίσκονται σε εκκρεμότητα: το τουρκικό ζήτημα, το ρωσικό ζήτημα, το αγγλικό ζήτημα. Η Ευρώπη πρέπει να επινοήσει τη μεταβλητή γεωμετρία, μια πρωτόγνωρη στην ιστορία κρατική και διοικητική μορφή.

*Μπροστά στην παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας στον κόσμο (που είναι σχετική αλλά αμετάβλητη και επιταχύνθηκε από τη νεοσυντηρητική απόπειρα της αναστήλωσής της με τη βία) η Ευρώπη πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο στρατηγικές που έχουν συνέπειες σε όλα τα πεδία της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής: να αποτελέσει ένα από τα σημαντικά «μπλοκ ισχύος» που θα ανταγωνιστούν για ένα νέο μοίρασμα του κόσμου ή να αποτελέσει μιαν από τις «μεσολαβήσεις» που θα προσπαθήσουν να γεννήσουν μια νέα οικονομική και πολιτική τάξη, πιο εξισωτική και αποκεντρωμένη, ικανή να περιορίσει δραστικά τις συγκρούσεις, να καθιερώσει μηχανισμούς αναδιανομής, να εμποδίσει τις ηγεμονικές αξιώσεις.

*Ο πρώτος δρόμος οδηγεί στην αποτυχία (ακόμα και με το τίμημα μιας ολοκληρωτικού τύπου εξέλιξης, στην οποία θα μπορούσε να ωθήσει η επιδείνωση της ανασφάλειας, μια όψη της οποίας είναι και η τρομοκρατία). Ο δεύτερος παραμένει απίθανος όσο δεν υπάρχει μια ισχυρή συλλογική συνείδηση και πολιτική βούληση που θα συγκροτούν μια πλειοψηφική κοινή γνώμη στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

*Ανάμεσα στον «Βορρά», στον οποίο ανήκει η Ευρώπη, και στον «Νότο» δεν υπάρχει μόνο αλληλεξάρτηση, αλλά αληθινή αμοιβαιότητα στις δυνατότητες ανάπτυξης. Είναι αναγκαίο να το αναγνωρίσουμε και να το μετατρέψουμε σε πολιτικό σχέδιο. Αυτό το σχέδιο θα καθιστούσε δυνατή την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων και πολιτισμών ανάμεσα σε «παλιούς» και «νέους», «νόμιμους» και «παράνομους», «κοινοτικούς» και «εξωκοινοτικούς» Ευρωπαίους.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Η ελευθερία; Ποια ελευθερία;

  • ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΑΡΑΚΛΑ
  • Η ΑΥΓΗ: 24/05/2009
  • ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ατομικισμός, επανάσταση και δημοκρατία. Για την πολιτική θεωρία του Τοκβίλ, εκδόσεις Σαββάλας, σελ. 200
  • Επί Ψυχρού Πολέμου, ο υπέρμαχος της Δύσης Ραιημόν Αρόν ξεκινούσε τα Δεκαοκτώ μαθήματα για τη βιομηχανική κοινωνία με το ζεύγος Τοκβίλ και Μαρξ. Ο Τοκβίλ, αριστοκρατικών φρονημάτων, πλην θαυμαστής των δημοκρατικών ΗΠΑ του 19ου αιώνα, αναδεικνυόταν ως ο φιλελεύθερος αντίπαλος του Μαρξ. Το ότι δεν είχε ούτε κατά διάνοια το θεωρητικό βάρος του Μαρξ, ήταν οπωσδήποτε λυπηρό. Αλλά τι να κάνομε;
  • Στον αρχαίο κόσμο, αριστοκρατία και δημοκρατία είναι δύο αντίθετες επιλογές οργάνωσης της πόλεως. Η νεωτερικότητα αλλάζει τη σημασία των αντιθέτων, αλλά διατηρεί την αντίθεση: Ο συνήγορος της εξουσίας των ευγενών δεν είναι σαν τον φιλοσπαρτιάτη, αλλά πάντως εχθρεύεται τον υπερασπιστή της ισότητας, που διαφέρει από τον αθηναίο δημοκράτη γιατί είναι υπέρ της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στη νέα αντίθεση παρεμβαίνει η νέα διάκριση κοινωνίας και κράτους, κι έτσι εμφανίζεται μια ενδιάμεση θέση μη αντίθεσης: Ο αριστοκράτης και ο φιλελεύθερος έχουν κοινό τον αντικρατισμό. Ο Τοκβίλ τοποθετείται παραδοσιακά εδώ: Είναι ο εχθρός του ιακωβίνικου κράτους, που πνίγει την ελευθερία. Αν ρωτήσω βέβαια για την ελευθερία τίνος πρόκειται, θα αντιληφθώ ότι πρόκειται για την ελευθερία όσων έχουν την κοινωνική ευχέρεια να την ασκήσουν, αριστοκρατών και πλουσίων! Αυτή τη γραμμή υιοθετεί στα μέσα του 20ού αι. ο ντε Ζουβενέλ: Η αύξουσα δύναμη του κράτους στη νεωτερικότητα πνίγει την ελευθερία, που υπήρχε προφανώς πριν... Όταν ένα επιχείρημα εκπληρώνει την επιθυμία σου, εύκολα ξεχνάς πόσο έωλο είναι. Αυτό έκανε τον Τοκβίλ επίκαιρο για τους φιλελεύθερους. Κι όταν αυτοί αύξησαν την επιρροή τους, μετά το 1974 και το 1989, αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον για τον Τοκβίλ. Όμως ο Τοκβίλ δεν ταυτίζεται με αυτή την εικόνα, όπως δείχνει ο Κωνσταντακόπουλος, σε ένα πολύ τεκμηριωμένο έργο που ανακατασκευάζει όλο το τοκβιλιανό θεωρητικό εγχείρημα.
  • Ο συνδυασμός, αριστοκρατικό φρόνημα - αποδοχή της δημοκρατίας, χαρακτηρίζει μια ολόκληρη σειρά στοχαστών: τους ελιτιστές. Ελίτ είναι η αριστοκρατία εντός δημοκρατίας, ελιτιστής όποιος θεωρεί ότι κάθε κοινωνία έχει μια αριστοκρατία. Έτσι, δεν είναι τυχαίο που ο Κωνσταντακόπουλος, ειδικός αυτής της παράδοσης, στράφηκε στη μελέτη του Τοκβίλ, και διέκρινε τι είναι ελιτίστικο σ' αυτόν και τι όχι. Ο Τοκβίλ ταλαντεύεται όντως μεταξύ αριστοκρατισμού και δημοκρατικότητας: αγαπά την ελευθερία, όχι τους φτωχούς, θέλει ισότητα, αυτοοργάνωση, πολιτική συμμετοχή όλων, και απεχθάνεται αυτούς με τους οποίους θα θεωρηθεί ίσος, τους εργάτες που προωθούν την αυτοοργάνωση και τη συμμετοχή. Προβλέπει δε ότι αυτοί, καθότι σοσιαλιστές, θα αυξήσουν τη δύναμη του κράτους.
  • Η πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε: Δεν κράτησαν για πολύ οι μορφές αυτοοργάνωσης, το 1871, το 1917, το 1956. Και κάθε κοινωνικό κράτος ανέπτυξε βέβαια το κράτος. Συνεπώς, ο Τοκβίλ μετά το 1989 είναι επίκαιρος, όχι μόνο για λόγους φιλελεύθερης προπαγάνδας αλλά και επιστημονικούς. Και αυτός είναι ήδη ένας λόγος να στραφούμε σ' αυτόν με τον Κωνσταντακόπουλο.
  • Ο Κωνσταντακόπουλος μας προσφέρει μια επιστημονική με αυτή την έννοια ανάλυση του έργου του Τοκβίλ. Παίρνει θέση στα σημεία τριβής της τοκβιλολογίας, δίνει λύσεις που εξάγονται αβίαστα από το πλαίσιο ανάλυσης που έχει θέσει ερμηνευτικά ο ίδιος. Πρώτη θέση του είναι ότι η ισότητα που εκθειάζει ο Τοκβίλ στις ΗΠΑ δεν είναι οικονομική αλλά «ένα είδος φανταστικής ισότητας», όπως λέει ο ίδιος. Η απροσδιοριστία αυτή δεν είναι όμως μόνο ελάττωμα του Τοκβίλ: του επιτρέπει να ασπάζεται αλλά και να αρνείται ορισμένες φιλελεύθερες θέσεις.
  • Δεύτερη θέση είναι ότι η ισότητα συμβαδίζει με τον ατομικισμό ως έλλειψη αλληλεγγύης. Κατά τον β' τόμο κυρίως της Δημοκρατίας στην Αμερική, ο ατομικισμός είναι ο δημοκρατικός κίνδυνος, διότι ενώ στην αριστοκρατική τάξη πραγμάτων, όπου υπήρχε χώρος για ανώτερες αξίες, υπήρχε αλληλεγγύη, στη νεωτερική δημοκρατία δεσμός των ανθρώπων είναι τα υλικά συμφέροντα. Όπως τονίζει ο Κωνσταντακόπουλος, ενώ οι ελιτιστές θεωρούν ότι ο φθόνος εμποδίζει την ισότητα, ο Τοκβίλ θεωρεί ότι τα ίσα άτομα ζουν ομοιόμορφα λόγω αμοιβαίας αδιαφορίας.
  • Τρίτη θέση είναι όμως ο ελιτισμός: Τι συνδέει τις προειδοποιήσεις του Τοκβίλ κατά της «τυραννίας της πλειοψηφίας», τις αναλύσεις του για την προστασία των μειοψηφικών όχι μόνο δοξασιών αλλά και συμφερόντων, τις προφητικές του διαμαρτυρίες κατά της αποπνικτικής ομοιομορφίας των πολιτών, τη συνηγορία του υπέρ της διαφοράς; Υπερασπίζεται με αυτό τον τρόπο την ελευθερία ως «ελευθερία των φιλελεύθερων ελίτ» (σ. 62, βλ. σ. 99, 122, 175). Αυτή η ελιτίστικη όψη έχει αρνητικές συνέπειες στη σκέψη του, αλλά και θετικές. Όπως ο μοναρχικός Μοντεσκιέ γλίτωνε από τους κοινούς τόπους του Διαφωτισμού, όπως -κατά τον Μαρξ- ο αριστοκρατικός Στιούαρτ γλίτωνε από τους κοινούς τόπους της αστικής οικονομίας, έτσι ο ελιτισμός του Τοκβίλ λειτουργεί διορθωτικά έναντι των κοινών τόπων των φιλελεύθερων: Απαιτεί να μπουν όρια στην ατομική ελευθερία των ιδιωτών, για να μη στραφεί κατά της ίδιας της ελευθερίας. Εδώ παύει να ταυτίζεται με τους φιλελεύθερους.
  • Αυτό φαίνεται καθαρά στην τέταρτη θέση: Η επανάσταση, παρά την πολυσημία της, είναι καλή ως μετάβαση από την αριστοκρατία στη δημοκρατία. Αυτό οδηγεί τον Τοκβίλ σε δύο μη φιλελεύθερες θέσεις: Να αρθεί η ιερότητα της ιδιοκτησίας, για να μη γίνει κοινωνική επανάσταση· να καταπολεμηθεί η πολιτική αδιαφορία, ήτοι η έλλειψη επαναστατικού πνεύματος! Βέβαια το 1848, όταν έλθει αντιμέτωπος με την κοινωνική επανάσταση, θα υπαναχωρήσει στο δεύτερο θέμα, αλλά όχι στο πρώτο: Η δημοκρατία υπερέχει του φιλελευθερισμού, έστω ως ανάχωμα κατά του σοσιαλισμού. Διαφαίνεται μια στρατηγική ένταξης του φιλελεύθερου επιχειρήματος σε δημοκρατικά πλαίσια.
  • Η πέμπτη θέση ακολουθεί αυτή τη στρατηγική. Η ιδιωτικότητα, ίδιον της νεωτερικότητας, χρήζει διόρθωσης. Η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε τυραννική, γιατί θέλησε να επαναφέρει την αρχαία θυσία του ιδιαίτερου συμφέροντος, πλην η αμερικανική αδιαφορία για τα κοινά εγκυμονεί μια άλλη τυραννία: Τον ολοκληρωτισμό; Το κοινωνικό κράτος; Όχι, απλώς τη μη άσκηση πολιτικής από τους πολίτες. Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη δημοκρατικότητα του Τοκβίλ: Μια δημοκρατική παιδεία θα πρέπει να διαπλάσει το ιδιαίτερο συμφέρον για να περιλάβει την πολιτική πράξη. Ελλείψει αυτού του ήθους, η δημοκρατία θα καταλήξει σε ένα μηδενισμό του ιδιαίτερου συμφέροντος.
  • Η έκτη και έβδομη θέση του Κωνσταντακόπουλου δείχνουν πώς η άποψη του Τοκβίλ για τη θρησκεία και τις ενώσεις πραγματώνουν αυτό το δέον. Ο Τοκβίλ εκθειάζει τη θρησκεία ενώ συνάμα θέλει τον χωρισμό εκκλησίας-κράτους, γιατί οραματίζεται έναν χριστιανισμό που προωθεί την αυτονόμηση της πολιτικής από τη θρησκεία. Τάσσεται υπέρ των ενώσεων γιατί εδώ το άτομο μαθαίνει να υπάγει το ιδιαίτερο συμφέρον στη συλλογικότητα, υπέρ των μαζικών κομμάτων για τον ίδιο λόγο και γιατί ανθίστανται στην κεντρική εξουσία, υπέρ της αυτοδιοίκησης γιατί το άτομο πρέπει να πολιτεύεται, ενώ πολλοί φιλελεύθεροι αρνούνται ενώσεις και μεγάλα κόμματα και απαξιώνουν την πολιτική συμμετοχή. Κακώς ο Φρήντμαν και ο Χάγιεκ ιδιοποιούνται λοιπόν τον Τοκβίλ: Από τοκβιλιανή σκοπιά, δεν εννοούν ότι το ήθος και η συμμετοχή σώζουν τον ατομικισμό, γιατί τον σώζουν από τις ίδιες τις επιπτώσεις του.
  • Αυτό, ότι η ένταξη των φιλελεύθερων θέσεων σε μη φιλελεύθερα πλαίσια διαφυλάσσει την ισχύ των ίδιων, είναι η γόνιμη παρακαταθήκη του Τοκβίλ. Ο δημοκρατικός περιορισμός της ιδιοκτησιακής ανισότητας, της ελευθερίας ως μη αλληλεγγύης, σώζει την ελευθερία, και με τη φιλελεύθερη έννοια του «ιδιωτεύειν». Ο Τοκβίλ είναι ένας αριστοκράτης που τάσσεται υπέρ της δημοκρατικής, όχι αριστοκρατικής ελευθερίας, ένας ελιτιστής που αρνείται τον ελιτισμό των κατεχόντων, γιατί μόνον έτσι σώζεται ο αξιακός πυρήνας της αριστοκρατικής ελευθερίας και του ελιτισμού: η αλληλεγγύη, χωρίς την οποία η ελευθερία καταστρέφεται.
Ο Γιώργος Φαράκλας διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στο Πάντειο Παν/μιο