Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού

  • Δύο γάλλοι στοχαστές, ο φιλόσοφος Πιέρ Νταρντό και ο κοινωνιολόγος Κριστιάν Λαβάλ, με το βιβλίο τους «La nouvelle raison du monde. Essai sur la societe neoliberale» (La Decouverte, 2009), προτείνουν μια ερμηνεία του νεοφιλελευθερισμού που εμπνέεται από το έργο του Φουκό.

ΕΡΓΟ ΤΟΥ STEPHAN BALKENHOL

ΕΡΓΟ ΤΟΥ STEPHAN BALKENHOL

Ο νεοφιλελευθερισμός, υποστηρίζουν, εκτός από ιδεολογία ή οικονομική πολιτική είναι πρώτα απ' όλα και κυρίως ένας τύπος ορθολογικότητας.

Ο Φουκό όριζε την κυβερνητική ορθολογικότητα ως μια κανονιστική λογική που διέπει τη δραστηριότητα της διακυβέρνησης, με την έννοια όχι μόνο της άμεσης αλλά και της έμμεσης καθοδήγησης των ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να οδηγούνται και να συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο.

Η ορθολογικότητα δεν είναι η άσκηση ενός καταναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα 'πρεπε να περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής (οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορύθμιση) ούτε σε ένα ορισμένο σύνολο θεωρητικών ιδεών (Φρίντμαν, Χάγεκ) ούτε στους ηγέτες που μεταστράφηκαν σε αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (Ρέιγκαν, Θάτσερ).

Η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα έχει μιαν ευρύτερη εμβέλεια και μπορεί να προωθείται ακόμα και από κυβερνήσεις που αναφέρονται στην αριστερά. Αυτό που ορίζει τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα είναι το ότι οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν με βάση το υπόδειγμα του ανταγωνισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός οδηγεί τα άτομα να προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, παραμερίζοντας κάθε ηθική αναστολή.

Ο Φουκό έδιξε ότι οι πρώτοι φιλελεύθεροι στοχαστές, ιδίως ο Ανταμ Σμιθ και ο Φέργκιουσον, στα τέλη του 18ου αιώνα, σκέφτονταν την αγορά με βάση μια λογική ισοδυναμίας. Ανταλλάσσει κάποιος ένα αγαθό με ένα άλλο αγαθό και όλοι βγαίνουν ωφελημένοι. Ο νεοφιλελευθερισμός σκέφτεται την αγορά με βάση τη λογική του ανταγωνισμού, επομένως της ανισότητας.

Αυτή η στροφή χρονολογείται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ προτείνει μιαν ερμηνεία του Δαρβίνου που επεκτείνει την έννοια της «φυσικής επιλογής» και σε άλλα πεδία και ιδιαίτερα στο κοινωνικό πεδίο. Οι νεοφιλελεύθεροι δεν θέλουν να γίνεται αναφορά στον Σπένσερ εξαιτίας του βιολογισμού του. Σε αυτόν, όμως, βρήκαν την ιδέα ότι η αγορά είναι ο ανταγωνισμός.

Οταν ο φιλελευθερισμός μπαίνει σε κρίση, στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζονται δύο ρεύματα: ένας φιλελευθερισμός που δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους σε μιαν οπτική σταθεροποίησης και αναδιανομής, κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Κέινς· και ο «νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος από τη δεκαετία του 1930 θα προτείνει να αναγορευτεί η αγορά σε υπέρτατη αρχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Ο κεϊνσιανισμός επικράτησε θριαμβευτικά μετά τον πόλεμο. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν αφοπλίστηκε. Οι Γερμανοί «φιλελεύθεροι» (Ordoliberalismus) άσκησαν καθοριστική επιρροή στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, ξεκινώντας από τη Συνθήκη της Ρώμης η οποία ορίζει την αρχή του «ελεύθερου ανταγωνισμού».

Ο νεοφιλελευθερισμός επωφελήθηκε από την κρίση του κεϊνσιανισμού, όπως και ο κεϊνσιανισμός είχε επωφεληθεί από την κρίση του καπιταλισμού στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Τίποτα όμως δεν προμήνυε ότι η αρχή του ανταγωνισμού θα αναγορευόταν σε νέο παγκόσμιο κανόνα. Η κωδικοποίησή της χρονολογείται άλλωστε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με αυτό που αποκαλείται η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» και που προσδιορίζει τους δημοσιονομικούς και νομισματικούς κανόνες οι οποίοι επιβάλλονται στις χώρες που ζητούν οικονομική βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ο όρος που έχει κομβική σημασία είναι η «πειθαρχία». Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι «ειδικοί» κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. «Η κατάσταση -λένε- δεν μπορεί να κυβερνηθεί, επειδή δεν υπάρχει κοινωνική πειθαρχία».

Την ίδια περίοδο όμως διαπλάθεται το «νεοφιλελεύθερο υποκείμενο», με την παρόξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων, με τις τεχνικές αξιολόγησης, με την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, με την παρακίνηση να μετατραπούν τα υποκείμενα σε «ανθρώπινο κεφάλαιο».

Το άτομο πρέπει να φροντίζει να συσσωρεύει, να επιδιώκει την επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα είναι υπεύθυνο (και επομένως ένοχο) για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο συγχέει την ελευθερία και την αυτονομία με τον ανταγωνισμό.

Επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει με κάθε τίμημα την απόδοση του ατόμου σε όλα τα πεδία, ο νεοφιλελευθερισμός καταλήγει να αναγορεύει σε κανόνα την έλλειψη κάθε περιορισμού. Αυτή η έλλειψη περιορισμού συγκαλύπτει όμως το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία και αυτό το όριο το καθορίζουν το κεφάλαιο και η επιχείρηση.

Οι συντηρητικοί και οι θιασώτες του «εκσυγχρονισμού» διαπράττουν το κοινό λάθος να βλέπουν στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα ον απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αλλά η έλλειψη κάθε περιορισμού, που υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός, δεν έχει καμιά σχέση με την αυτονομία. Οι Νταρντό και Λαβάλ δείχνουν αντίθετα ότι ο μηχανισμός της «απόδοσης - απόλαυσης», που καθιερώνει ο νεοφιλελευθερισμός, είναι ένα σύστημα που λειτουργεί μεν από το εσωτερικό του υποκειμένου, αλλά παραμένει στην ουσία ένας τρόπος κοινωνικής πειθάρχησης. Κατά τη γνώμη τους, η αριστερά πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή ότι το κοινό αγαθό είναι κοινή υπόθεση και να αντιτάξει τη συνεργασία στον ανταγωνισμό.

Στο πεδίο της γνώσης ή σε εκείνο του περιβάλλοντος, η λογική της κοινοκτημοσύνης είναι πολύ ισχυρή και εμπνέει ορισμένες κοινωνικές πρακτικές. Σύμφωνα με τους Νταρντό και Λαβάλ, χρειάζεται να επανεξετάσουμε την ιδέα του κομμουνισμού, ξεκινώντας όχι από τον στόχο μιας ιδεώδους κοινωνίας, αλλά από τις ήδη υπάρχουσες κοινές πρακτικές. Εξάλλου, στον 18ο αιώνα «κομμουνιστής» σήμαινε οπαδός του κοινού αγαθού.*

Δεν υπάρχουν σχόλια: