Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Κοινωνίες σε κρίση, πόλεις σε κρίση

  • Tης Τασουλας Kαραϊσκακη, Η Καθημερινή, 30/05/2010
 
    • Αποτελεί από τα πλέον υποκριτικά στερεότυπα. Η Αθήνα είναι άσχημη και αβίωτη (επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη έρευνα της εταιρείας συμβούλων Mercer που την κατέταξε στην 75η θέση), αλλά εμείς την αγαπάμε, γιατί είναι ζωντανή, αν και ετερόκλητη, δεκτική στις μικροπαρεμβάσεις, ανοιχτή στο καινούργιο, αναπάντεχη -υπάρχουν γωνιές όπου φέγγει μια σπίθα καλού γούστου, όπου πλανάται η νοσταλγία για μια εποχή με πολλά για θαυμασμό και λίγα για πούλημα. Ο αστικός ιστός είναι πράγματι ένας ζωντανός οργανισμός καμωμένος από τη φαντασία, το μεράκι ή την αδιαφορία, τα όνειρα ή τους εφιάλτες των κατοίκων της. Αλλά, οι περισσότεροι δεν την αγαπάμε. Δεν διαθέτουμε εκείνη την κουλτούρα υπεράσπισης του δημόσιου χώρου που θα την έκανε αληθινά φιλόξενη, βιώσιμη. 
    • Εφησυχασμένοι με την αρνητική διαπίστωση ότι είναι ένα τσιμεντένιο τέρας, ότι πάει τέλειωσε, είναι μια οικιστικά κορεσμένη, κατεστραμμένη ανεπιστρεπτί πόλη, την κακοποιούμε ανενδοίαστα. Και ούτε ενοχλούμαστε όταν διαπιστώνουμε ότι, και όμως ναι, έχει περιθώρια περαιτέρω... τσιμεντοποίησης - πανύψηλα κτίρια συνεχίζουν να αντικαθιστούν αλάνες, παλιά σπίτια, απαλλοτριωμένους στα χαρτιά χώρους... Το πρόσφατο κύμα αντιπαροχών τροποποίησε κι άλλο τις τυπικές αθηναϊκές γειτονιές, βάζοντας στη θέση ερειπίων πολυκατοικίες-τούρτες με καμπυλόγραμμες βεράντες και μεταμοντέρνες κιτσαρίες (από τη στιγμή που οι Ελληνες κατασκευαστές ανακάλυψαν ότι το τσιμέντο είναι ένα υλικό με το οποίο μπορείς να κάνεις ό, τι σου καπνίσει, του δίνουν και καταλαβαίνει). Η Αθήνα πυκνώνει και πάλι. Τα περιθώρια ζωτικού -για την ψυχική και σωματική υγεία- χώρου στενεύουν. Ομως λίγοι ανησυχούν. Οι περισσότεροι, ιδιοκτήτες, κατασκευαστές, τράπεζες, πολιτεία, βολεύονται. Και όπως συμβιούμε σχεδόν ανενόχλητοι με τα μικροσωματίδια, το όζον, τους αρωματικούς υδρογονάνθρακες, τα οξείδια (θέλουμε το Ι.Χ. μας και τη βολή μας), έτσι αδιαφορούμε για τον αστικό χώρο. Μήπως περπατάμε πια; Μέσα στον δημόσιο χώρο, πεζή μετακινούμαστε μόνο από την πόρτα του σπιτιού μας έως τον κάδο απορριμμάτων και το σημείο όπου έχουμε παρκάρει το Ι.Χ. Πού θα παίξουν τα παιδιά; «Μα είναι εποχές για να παίζουν έξω τα παιδιά! Τόσοι αλλοδαποί εγκληματίες κυκλοφορούν, τόσοι ανώμαλοι, τόσοι κλέφτες ανηλίκων!». 
    • Οι πόλεις είναι σε κρίση γιατί οι κοινωνίες είναι σε κρίση. Σε ένα διεφθαρμένο σύστημα, εξαχρειωμένο, διπρόσωπο, με τους πολίτες εγκλωβισμένους σε ποιμνιοστάσια νέου τύπου, δεν υπάρχει κοινό καλό, συλλογικό συμφέρον. Οταν ο καθένας δρα για τον εαυτό του, δεν μπορεί να υπάρξει αξιοπρεπής δημόσιος χώρος. Η τρέχουσα κρίση έφερε μια αμηχανία, αλλά δεν ανέτρεψε τις αδράνειες που εγκαθιστούν οι γνώριμες, μέχρι ανίας, στρεβλώσεις. Εφερε μια διάθεση επιβράδυνσης, αλλά όχι μια συστολή, μια περίσκεψη, την πολυπόθητη αίσθηση του μέτρου. Δρούμε ακόμη αδίστακτα. Από επιτάχυνση; ΄Η από άρνηση να αναγνωρίσουμε τα σημάδια του τέλους εποχής και να δεχτούμε ότι μπορεί να ξεβολευτούμε; 
    • Και η αμηχανία τυφλώνει. Ο αμήχανος πολίτης δεν μπορεί να αντικρίσει τα μελλούμενα. Να αναπτύξει και να καταθέσει αιτήματα ψυχής. Να ορίσει τη μοίρα του (κατά συνέπεια και εκείνη της πόλης του). Εθελοτυφλεί, καθυστερεί, βαυκαλίζεται, την ώρα ακριβώς που παγιδεύεται στις σιδερένιες συντεταγμένες μιας αλλότριας -ανεπιθύμητης- νέας τάξης.

    Η Ευρώπη είναι νεκρή


    • Tου Etienne Balibar*/ The Guardian, 30-05-10
    • Μέσα σε διάστημα μόλις ενός μήνα, είδαμε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Γιώργο Παπανδρέου να προειδοποιεί εμμέσως ότι η χώρα του ενδεχομένως να χρεοκοπήσει, την Ευρώπη να του προσφέρει οικονομική στήριξη με αντάλλαγμα δρακόντειες περικοπές δαπανών, την Πορτογαλία και την Ισπανία να «υποβαθμίζονται» από τους οίκους αξιολόγησης, την Ε. Ε. να ανακοινώνει ότι θα διαθέσει 750 δισ. ευρώ για να υποστηρίξει τα αδύναμα κράτη-μέλη της, την ΕΚΤ να παραβιάζει τους δικούς της κανόνες αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και τα κράτη-μέλη της Ενωσης να ανακοινώνουν το ένα μετά το άλλο μέτρα λιτότητας. Είναι ξεκάθαρο πλέον, ότι αυτό που βλέπουμε είναι μόνο η αρχή της κρίσης. Ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα είναι το κοινό νόμισμα, αλλά και το ευρωπαϊκό πρόταγμα εν γένει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επίκεινται καταστροφικές εξελίξεις.
    • Οι αντιδράσεις των Ελλήνων πολιτών μέχρι τώρα είναι απολύτως δικαιολογημένες, πρώτα απ’ όλα διότι είδαμε ορισμένους να καταδικάζουν συλλήβδην έναν ολόκληρο λαό. Δεύτερον, η κυβέρνηση άλλα έλεγε προεκλογικά και άλλα έκανε τελικά, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοκρατικός διάλογος. Τέλος, η Ευρώπη δεν επέδειξε, ως όφειλε, αλληλεγγύη απέναντι σε ένα κράτος - μέλος της που δοκιμαζόταν, αλλά επέβαλε τα μέτρα που υπαγόρευσε το ΔΝΤ, τα οποία δεν εξυπηρετούν τους πολίτες, αλλά τις τράπεζες. Οι Ελληνες ήταν τα πρώτα, αλλά όχι και τα τελευταία θύματα της πολιτικής «διάσωσης του ενιαίου νομίσματος» - με μέτρα στα οποία όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να έχουν λόγο, καθώς επηρεάζουν τις ζωές τους.
    • Υπό την παρούσα του μορφή, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είχε σαν αποτέλεσμα τον εναρμονισμό των θεσμών της ηπείρου μας και τη γενίκευση ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι επιτυχίες αυτές δεν είναι μικρές. Ωστόσο, η Ε. Ε. απέτυχε στον βασικό της στόχο που δεν ήταν άλλος από τη σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών που την απαρτίζουν, σε μια ζώνη ευμάρειας για όλους. Αντιθέτως, κάποιες χώρες είναι κυρίαρχες στην Ε. Ε και άλλες είναι υποταγμένες. Αν και οι λαοί της Ευρώπης δεν έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα, τα κράτη τους γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά.
    • Το δεύτερο σημείο που θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι οιαδήποτε «κεϋνσιανή» προσπάθεια οικοδόμησης εμπιστοσύνης στο οικονομικό μας σύστημα θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις πυλώνες: ένα σταθερό νόμισμα, ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, αλλά και μία κοινωνική πολιτική με στόχο την πλήρη απασχόληση. Ο τρίτος πυλώνας αγνοείται συστηματικά από τους σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης.
    •  Επιπλέον, όλη αυτή η συζήτηση για το μέλλον του ευρώ και της Ε. Ε. είναι τελείως θεωρητική, αν δεν συνοδεύεται και από μια παράλληλη συζήτηση για την πορεία της παγκοσμιοποίησης, η οποία επιταχύνθηκε από την οικονομική κρίση. Παρατηρούμε λοιπόν μια μετάβαση από έναν συγκεκριμένου τύπου ανταγωνισμό σε έναν άλλου τύπου ανταγωνισμό: αντί για ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγικών κεφαλαίων, βλέπουμε να αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών περιοχών, οι οποίες χρησιμοποιούν φοροαπαλλαγές και τη συμπίεση των μισθών των πολιτών τους, ώστε να προσελκύσουν «επιπλέοντα» κεφάλαια από τα γειτονικά τους κράτη. Επομένως, το διακύβευμα για την Ευρώπη είναι αν θα αποτελέσει ένα σύστημα προστασίας των μελών της απέναντι σε «συστημικούς κινδύνους» ή αν θα μετατραπεί σε ένα θεσμικό πλαίσιο για τη ρύθμιση του ανταγωνισμού μεταξύ τους.
    • Η δεύτερη τάση που παρατηρείται στην πορεία της παγκοσμιοποίησης αφορά τον καταμερισμό της εργασίας. Στην καινοφανή αυτή δομή, Βορράς, Νότος, Ανατολή και Δύση, αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους. Αυτή η αναδιάταξη θα έχει ως συνέπεια μεγάλο μέρος της Ευρώπης, αν όχι ολόκληρη η ήπειρος, να περάσει σε μια κατάσταση βάρβαρων ανισοτήτων: η μεσαία τάξη θα καταρρεύσει, οι δουλειές για ειδικευμένους εργάτες θα μειωθούν, οι ευαίσθητες βιομηχανίες της θα αλλάξουν έδρα και τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα θα συρρικνωθούν, όπως και οι παροχές του κράτους. Ετσι, θα επιστρέψουν στο προσκήνιο οι εθνοτικές διαμάχες, τις οποίες η Ε. Ε. ήλπιζε ότι είχε αφήσει για πάντα πίσω της.
    • Κατόπιν τούτων, μπορούμε πλέον να θέσουμε το θεμελιώδες ερώτημα: μήπως η κατάσταση που βιώνουμε είναι η αρχή του τέλους της Ευρώπης, δηλαδή του ουτοπικού προτάγματος που ξεκίνησε πριν από 50 χρόνια, αλλά απέτυχε να υλοποιήσει τους στόχους του; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι καταφατική. Αργά ή γρήγορα, η εξέλιξη αυτή θα αποδειχθεί αναπόφευκτη, όπως αναπόφευκτες θα είναι και οι κοινωνικές αναταράξεις που θα δημιουργήσει. Αν λοιπόν η Ευρώπη δεν κάνει ένα νέο, ριζοσπαστικό ξεκίνημα τότε η ενωσιακή διαδικασία θα πρέπει να θεωρηθεί από τώρα νεκρή.
    • Η διάλυση της Ευρώπης όμως θα σημαίνει ότι οι λαοί της θα μείνουν ακόμη πιο απροστάτευτοι απέναντι στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, το νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη στο οποίο αναφέρθηκα δεν θα εγγυηθεί την επιτυχία της, απλώς θα της δώσει έστω μια ευκαιρία να επιτύχει. Η ευκαιρία αυτή εξαρτάται από μια προϋπόθεση: ότι επιτέλους θα αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο και με θάρρος τις προκλήσεις που ενέχει η δημιουργία μίας μετά-εθνικής ομοσπονδίας Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία μιας νέας δημόσιας εξουσίας που δεν θα είναι ούτε κράτος, αλλά ούτε και μία απρόσωπη «επιτροπή» ειδικών και πολιτικών. Δεύτερον, χρειάζεται να εξασφαλιστεί η πραγματική ισότητα των μελών της Ε. Ε., ώστε να μην δούμε την αναβίωση αντιδραστικών εθνικισμών. Τρίτον -και κυριότερον- χρειάζεται αναβίωση και εμβάθυνση των δημοκρατικών διαδικασιών, οι οποίες επλήγησαν από τον νεοφιλελευθερισμό.
    *O καθηγητής Φιλοσοφίας στο Παρίσι X, Etienne Balibar, είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των βιβλίων «Ο Σπινόζα και η Πολιτική» (εκδ. Εστία) και «Για τη Δικτατορία του Προλεταριάτου» (εκδ. Οδυσσέας).

    Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Διάλογος για την Αριστερά

    •  Το πού θα οδηγήσει η κρίση δεν είναι ακόμη σαφές. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης, υπάρχει πλούσια εμπειρία από τον προηγούμενο αιώνα. Και όπως καταλήγει στο άρθρο «δεν υπάρχει κανείς λόγος να θεωρήσουμε ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα δεν έχει θέση η εμπειρία των ανατροπών που πέτυχαν τα κομμουνιστικά κόμματα». Η ευρωβουλευτής του κόμματος «Μπλόκο της Αριστεράς», από την Πορτογαλία, Μαρίζα Ματίας θεωρεί ότι πρέπει να υπάρξει συντονισμός των κινημάτων και των κομμάτων της Αριστεράς στην Ευρώπη. «Να δώσουν την απάντηση που δεν δίνουν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας που συναινούν με την πολιτική που τους επιβλήθηκε», όπως λέει. «Το ελληνικό πρόβλημα είναι αδύνατο να κατανοηθεί, εάν δεν ενταχθεί στις εξελίξεις της τελευταίας τριετίας τόσο στην ευρωζώνη, όσο και διεθνώς», υποστηρίζει από την πλευρά του ο καθηγητής Κώστας Βεργόπουλος, αναφερόμενος στην οικονομική κρίση. Ενώ εξηγεί ότι ο δανεισμός της Ελλάδας είναι «χρηματοπιστωτική διάσωση και όχι οικονομική».
    • Αλλοι μιλούν για «τέλος εποχής του πολιτικού συστήματος» και άλλοι, εντός του συστήματος εξουσίας, υποβάλλουν προτάσεις για να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση. Για άλλους η διακυβέρνηση δεν πρέπει να είναι στόχος και για άλλους η Αριστερά δεν πρέπει να μένει αδιάφορη για το περιεχόμενο της διακυβέρνησης της χώρας. Οι αντιθέσεις αυτές καταγράφονται και στα άρθρα των Φώτη Κουβέλη, Ανδρέα Πανταζόπουλου και Γιάννη Μπαλάφα.
    • Τι είδους κρίση αντιμετωπίζει η Αριστερά; «Η πραγματική κρίση της Αριστεράς είναι κρίση αξιοπιστίας και τροφοδοτείται από τις εμφύλιες διχόνοιες και τις ανθενωτικές λογικές», υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο Νίκος Βούτσης από τον ΣΥΝ.
    • Και η κρίση που ζει η χώρα; «Είναι δομική και ιστορική. Οι μηχανισμοί κοινωνικής και κρατικής εξουσίας που κυριάρχησαν τις τελευταίες δεκαετίες αποσυντίθενται μπροστά στα μάτια μας», τονίζει ο καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας. Ο ίδιος, όμως, θεωρεί ότι η κρίση «μπορεί να λειτουργήσει ως ευκαιρία για να αλλάξει η ισορροπία ισχύος προς όφελος της εργασίας και κατά του κεφαλαίου». Ο Νίκος Γαλάνης της ΚΟΕ περιγράφει «θυμό, αγανάκτηση, αντίσταση», που ερμηνεύει ως «χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος».
    •  Ολα τα άρθρα και οι παρεμβάσεις εδώ

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Μια διετία στο ασανσέρ

    • 2008-2010: ΜΕΤΑΞΥ 15,5 ΚΑΙ 22% ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟΤΟΠΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
    • Το ποσοστό του εκλογικού σώματος που αυτοτοποθετείται πολιτικά στην «αριστερά» κινείται την τελευταία διετία μεταξύ 15,5% και 22%, παρουσιάζει δηλαδή μια διακύμανση εξίμισι περίπου ποσοστιαίων μονάδων.
    • Το υψηλότερο ποσοστό της πολιτικής αυτοτοποθέτησης στην «αριστερά» καταγράφηκε στο 22% το Φεβρουάριο του 2008 και το χαμηλότερο στο 15,5% τον τρέχοντα μήνα Μάιο του 2010.
    • Η διαφοροποίηση αυτή προς «τα κάτω» δεν αφορά μόνον την «αριστερά». Τα δεδομένα δείχνουν μια μεγάλη πτώση του συνόλου των παραταξιακών αυτοτοποθετήσεων, με τη Ν.Δ. σε κατάσταση αποσύνθεσης και το ΠΑΣΟΚ σε φθίνουσα πορεία. Η εικόνα προσδιορίζεται από την αύξηση της αποξένωσης του εκλογικού σώματος από τις ιδεολογίες, και γενικότερα το πολιτικό σύστημα. Η «αριστερά» είναι η λιγότερο θιγμένη, αλλά όχι άθικτη.
    Από όλα αυτά συνάγονται ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
    • 1 Το εκλογικό άθροισμα των αριστερών κομμάτων (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εξωκοινοβουλευτική αριστερά) φτάνει το 13% περίπου το 2009 και επομένως υπολείπεται σημαντικά από το 18% που είναι ο μέσος όρος των αυτοτοποθετήσεων στην «αριστερά» στη διετία αυτή. Το μεγαλύτερο μέρος του υπολοιπόμενου ποσοστού κινείται εκλογικά προς το ΠΑΣΟΚ. Η κρίση του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2007-2008 δημιούργησε την ελπίδα το ποσοστό των «αριστερών» του ΠΑΣΟΚ να στραφεί προς την αριστερά, όμως η τάση αυτή ανεστάλη (προσωρινά;) στις εκλογές του 2009.
    • 2 Ο ορίζοντας της «πολιτικής αριστεράς» στην Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται έως τα σύνορα του 25%. Το κατώφλι αυτό είναι ό,τι κατέγραψε η ΕΔΑ. Η μεταπολιτευτική αριστερά στο σύνολό της, κινούμενη αθροιστικά στα επίπεδα του 12-13%, δεν έφτασε τα επίπεδα της ΕΔΑ του '58 αλλά, επιπλέον, συσπείρωσε εκλογικά μόνον το 50% των «αριστερών».
    • 3 Στις συνθήκες της κρίσης και της «νέας μεταπολίτευσης» που κυοφορείται, η αριστερά έχει μπροστά της μία πρόκληση και ένα εμπόδιο. Η πρόκληση είναι να απευθυνθεί στον κόσμο της εργασίας με όρους «κοινωνίας» και όχι με όρους «ιστορίας» και «συμβόλων». Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ανακαλύψει μέσα στην ελληνική κοινωνία εκείνες τις δυνάμεις και τις συλλογικότητες που είναι «αριστερές» χωρίς να τους ενδιαφέρει η πολιτική και ιστορική αριστερά. Το εμπόδιο είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των σημερινών «απόκληρων» κινείται ήδη έξω από τη σφαίρα της πολιτικής και δημοκρατικής συμμετοχής, σε μια κίνηση ατομικισμού, αποξένωσης και πολιτικού κυνισμού.

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Ορθοπεταλιά 36 χρόνια

    Οι πρώτες εκλογές μετά την πτώση της δικτατορίας έγιναν στις 17 Νοεμβρίου 1974. Ηταν η πρώτη φορά (η δεύτερη το 1989) που ο χώρος του ΚΚΕ, του ΚΚΕ εσ. και της ΕΔΑ κατεβαίνουν σαν «Ενωμένη Αριστερά» και συγκεντρώνουν 9,47%. Αποτέλεσμα κατώτερο των προσδοκιών για το πολιτικό φάσμα που είχε σηκώσει στις πλάτες του τον αντιδικτατορικό αγώνα και κουβαλούσε την αίγλη του ιστορικού παρελθόντος.
    • Περιοχές «προπύργια» της αριστεράς προτίμησαν σε μεγάλο ποσοστό να «πριμοδοτήσουν» τη Νέα Δημοκρατία του Κ. Καραμανλή, πειθόμενες από το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς». Για την ιστορία, στο ηγετικό σχήμα της «Ε.Α.» πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής ήταν ο Η. Ηλιού και γραμματείς στο ΚΚΕ ο Χ. Φλωράκης και στο ΚΚΕ εσ. ο Μπ. Δρακόπουλος. 
    • Τρία χρόνια μετά (20/11/77) η διάσπαση του 1968 αποτυπώνεται στην αυτοτελή κάθοδο του ΚΚΕ και στη συγκρότηση της Συμμαχίας Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων (ΕΔΑ, ΚΚΕ εσ., Πρωτοβουλία για Δημοκρατία και Σοσιαλισμό κ.ά.). Η κυριαρχία του ΚΚΕ καταγράφεται με τον πλέον παραστατικό τρόπο (9,36%) έναντι μόλις 2,72% της Συμμαχίας. Η «μάχη των συμβόλων» είχε μάλλον κριθεί υπέρ του Περισσού, και τέθηκαν οι βάσεις για την (όπως αποκλήθηκε από την αριστερά) «λεηλασία των ψηφοφόρων μας από το ΠΑΣΟΚ και τον Α. Παπανδρέου». 
    • Οι εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 ήταν το «βατερλό» της αριστεράς. Ο στόχος του 17% που είχε θέσει το ΚΚΕ δεν επετεύχθη (10,93%), ενώ το ΚΚΕ εσ. έμεινε εκτός Βουλής, συγκεντρώνοντας μόλις 1,34%. Η πτωτική πορεία θα συνεχισθεί και στις εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985. Το ΚΚΕ θα συγκεντρώσει 9,89%, ενώ το ΚΚΕ εσ. το 1,84%, μένοντας πάλι εκτός Βουλής.
    • Η 8η Απριλίου του 1989 θα μπορούσε να είναι η «άνοιξη της αριστεράς». Η δημιουργία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», δημιούργησε μεγάλες ελπίδες, αφού το ΠΑΣΟΚ εκείνη την περίοδο «βούλιαζε» υπό το βάρος σκανδάλων. Στις εκλογές (18/6/89) ο Συνασπισμός συγκέντρωσε 13,12%, το μεγαλύτερο μεταδικτατορικό ποσοστό της αριστεράς, για να πέσει στο 10,97% στις 5/11/89. Είχε προηγηθεί η αδυναμία να σχηματισθεί κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμού και ακολούθησε οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ξ. Ζολώτα. 
    • Για τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, ίσως σε εκείνο το διάστημα να χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει η αριστερά στην Ελλάδα. «Ηταν λάθος το ότι προσπαθήσαμε να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα και ακόμα μεγαλύτερο ότι δεν τραβήξαμε το κάρο αλλά προσπαθήσαμε να ισορροπήσουμε σε ένα τεντωμένο σκοινί», λέει στέλεχος της αριστεράς που είχε τότε ενεργό συμμετοχή. 
    • Στις 8/4/90 ο Συνασπσισμός συγκεντρώνει 10,28%. Η αποχώρηση του ΚΚΕ από τον ΣΥΝ (28 Ιουνίου 1990) βάζει οριστικό τέλος στο έστω και «μισό» ελληνικό πείραμα για τη συμμετοχή της αριστεράς στην εξουσία. Στις 10/10/93 το ΚΚΕ συγκεντρώνει 4,54% και ο ΣΥΝ δεν καταφέρνει να μπει στη Βουλή (2,94%). Για πρώτη φορά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1996 τα ποσοστά του ΚΚΕ και του ΣΥΝ εμφανίζονται «ισορροπημένα» (5,60%, 5,12% αντίστοιχα). 
    • Στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις η πλάστιγγα θα γέρνει καθαρά υπέρ του ΚΚΕ, επιτρέποντας στην ηγετική ομάδα του Περισσού να θεωρεί τον εαυτό της νικητή στον ιδιότυπο ελληνικό αριστερό εμφύλιο. Και μια παρατήρηση που έχει τη δική της αξία: Αν αθροιστούν τα εκλογικά αποτελέσματα των δύο κομμάτων, στο σύνολο των εκλογικών αναμετρήσεων δεν ξεπέρασαν ποτέ το εκλογικό ποσοστό του 1989. Με εξαίρεση τις εκλογές του 2007 (13,19%).

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Για ποια Αριστερά μιλάμε;

    • Πού πάει η Αριστερά; Αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά καίριο. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει η ελληνική κοινωνία στο καταστροφικό πείραμα που υφίσταται, θα εξαρτηθεί από την αυριανή Αριστερά. Πειραματιστές και πειραματόζωα προσβλέπουν σ' αυτήν. 
    • Η σημερινή Αριστερά είναι μια εκβιασμένη μεταπολεμική κατασκευή των επιτελών της που όλο ξεκόβει από τις ανάγκες της κοινωνίας και όλο προσαρμόζεται με το αζημίωτο στις απαιτήσεις του εξουσιαστικού συστήματος. Και επειδή το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πια να αντέξει το ευεργετικό «εμβόλιο» μιας πραγματικά αριστερής πολιτικής, οι επιτελείς της Αριστεράς, αντί να χάσουν το σύστημα, προτιμούν να ναρκώσουν την κοινωνία. 
    • Από τον Δεκέμβρη του 2008 το πολιτικό παιχνίδι έχει κατέβει οριστικά στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης. Στα πεδία των «αγορών» τα δίκτυα της γραφειοκρατίας, σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, εκστρατεύουν ενάντια στις κοινωνίες. Οι συγκρούσεις της πολιτικής σκηνής διατηρούνται ως θέατρο στο πλαίσιο του Τηλεοπτικού Κοινοβουλίου, ενώ στην κοινωνική βάση η πραγματική σύγκρουση έχει ήδη αρχίσει. 
    • Μιλάμε εξ άλλου για την Αριστερά μιας κοινωνίας που από υλικοτεχνική άποψη έχει ήδη φτάσει σε συνθήκες κομμουνισμού και οι εξουσιαστικοί θεσμοί την κρατούν ακόμα σε συνθήκες λιμοκτονίας και αλληλοεξόντωσης. Η σημερινή Αριστερά των επιτελείων, είτε με την ενότητα είτε με την καθαρότητα, συμβάλλει στην αλληλοεξόντωση αλλά ευτυχώς δεν έχει καμιά ελπίδα να επιβιώσει. Και άλλωστε στο ανούσιο θέατρο της πολιτικής σκηνής έχει πέσει κιόλας η αυλαία. 
    • Δεν μένει λοιπόν παρά η Αριστερά της κοινωνικής βάσης. Θα αποτινάξει τους δικούς της εξουσιαστικούς θεσμούς. Θα διαλύσει ξεπεσμένα και ανυπόληπτα επιτελεία της. Θα συγκροτηθεί από την αρχή, μέσα από μια σκληρή ιδεολογική σύγκρουση, σε μια νέα πραγματικά συνεκτική μορφή οργάνωσης, χωρίς ιεραρχία, χωρίς αυθεντίες. Αυτός είναι ο δρόμος της πολιτιστικής αλλαγής που αναπόφευκτα θα πάρει η Αριστερά και η κοινωνία. 
    • * Αρχιτέκτονας www.critici.gr

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Νέο ΕΑΜ - Η Ιστορία να επαναληφθεί, τώρα

    • Βρισκόμαστε στο σημείο που η κυβέρνηση:
     **σκύβει το κεφάλι στους ιμπεριαλιστικούς (εδαφικούς και οικονομικούς) εκβιασμούς των μεγάλων κρατών, αποδεχόμενη μια νέα κατοχή
    **κάνει άγριο ταξικό πόλεμο κατά των εργαζομένων με όλους τους τρόπους (από μείωση των μισθών και συντάξεων, ακόμα και των ιδιωτικών εργατοϋπαλλήλων (!!!), από έκτακτες εισφορές και όλων των μικρο-μεσαίων, μέχρι και τη διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος (με ελαστικές σχέσεις απασχόλησης), μαύρη εργασία, αναξιοπρεπείς συντάξεις πείνας κ.λπ.
    **ικανοποιεί το σύνολο των αιτημάτων της εργοδοσίας για μείωση του κόστους εργασίας, από τη μέχρι τώρα απασχόληση ανασφάλιστων και για βούλιαγμα των ασφαλιστικών ταμείων, έως την ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού, της υγείας και της παιδείας, αλλά και για να μπορεί αυτή την αύξηση κερδών στις εταιρείες να την παίρνει πίσω με επιβολή έκτακτων εισφορών.
    **αποκρύπτει τα δισεκατομμύρια ευρώ που φεύγουν από τη χώρα, δεν απαιτεί την επιστροφή των χρημάτων από τους διεφθαρμένους πολιτικούς και τους διαπλεκομένους και δεν είναι ικανή για τον βασικότερο λόγο της εκλογής της, δηλαδή -σύμφωνα με το Σύνταγμα- να παρέχει εργασία σε όλους τους πολίτες της χώρας.
    • Σ' αυτές τις συνθήκες, η συμμαχία των αριστερών δυνάμεων είναι η απαίτηση των εργαζομένων και των μικρομεσαίων. Ενα ΝΕΟ ΕΑΜ είναι εφικτό.
    • Ηταν τότε, τον Ιούλιο του 1941, που η 6η ολομέλεια του ΚΚΕ αποφάσισε την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Είναι τώρα, σχεδόν 70 χρόνια μετά, που πρέπει η Ιστορία να επαναληφθεί. Με την εμπειρία των προβλημάτων του παρελθόντος.
    • Για την οργάνωση των δυνάμεων της λαϊκής εξέγερσης, για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. 
    • Κάλεσμα σε ξεσηκωμό, ένταξη στο Νέο ΕΑΜ και πόλεμος εναντίον των δυνάμεων της οικονομικής και στη συνέχεια εδαφικής κατοχής.
    • Κάλεσμα προς όλους τους Ελληνες που η καρδιά τους χτυπάει για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας.
    • Κάλεσμα του ελληνικού λαού και ισότιμα όλων των προοδευτικών κομμάτων και των οργανώσεων που συμφωνούν σ' ένα εθνικό μέτωπο απελευθέρωσης.
    • Απελευθέρωση του έθνους από τον ξένο ζυγό και τους εγχώριους προστάτες του, για κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, για να αποφανθεί για τον τρόπο διακυβέρνησής του.
    • Με την εξασφάλιση -κατά το δυνατόν- συνεργασίας με τους άλλους λαούς που αγωνίζονται κατά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
    • Ζητούν από την Αριστερά και τους αριστερούς να δαμαστούν και να υποταχθούν.
    • Οχι στη φοβέρα, στις προβοκάτσιες, στον εκβιασμό και στην παραπλάνηση.
    • Εμπρός για μια νέα κοινωνία με οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.
    • Το ενσυνείδητο, άθλιο και άδικο για την κοινωνία πρόγραμμα που παρουσιάστηκε είναι μόνο η αρχή.
    • Τώρα είναι η ώρα για κοινωνική αλληλεγγύη και πρόοδο. Εμπρός για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
    • Πριν την εξαθλίωση από την κατοχική πείνα. Μόνο στον χειμώνα του 1941 είχαν πεθάνει στους δρόμους 250.000 υπερήφανοι πολίτες. Να υπερασπιστούμε αυτούς που δεν έχουν παρά την εργασία τους για να θρέψουν την οικογένειά τους.
    • Εμπρός για συσπείρωση και συστράτευση για μια Νέα Ελλάδα, ελεύθερη, ανεξάρτητη, κτήμα του λαού της.
    • ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ.

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Ζητούμενο ο στρατηγικός επαναπροσανατολισμός της Αριστεράς

    • Το ερώτημα των ημερών αφορά τη δυνατότητα της εργαζόμενης πλειοψηφίας να αντιμετωπίσει την ιστορικής σημασίας ανατροπή κατακτήσεων αιώνα εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. 
    • Να ανατρέψει το ταξικό ψεύδος που εμφανίζεται ως αδήριτη πολιτική αναγκαιότητα. Ο,τι αποτελεί στενό ιδιοτελές ταξικό συμφέρον, χρόνιο πολιτικό ζητούμενο της οικονομικής ολιγαρχίας της Ελλάδας, καθώς και ανάγκη για τη στερέωση της συμμαχίας της με τις άρχουσες τάξεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη διεθνή κεφαλαιοκρατία μέσω του ΔΝΤ, παρουσιάζεται ως συνολικό κοινωνικό συμφέρον και ανάγκη. 
    • Στο τέλος της σημερινής ταξικής και πολιτικής διαπάλης δεν θα γίνει ταμείο μόνο για το ύψος των μισθών και των συντάξεων, αλλά και για τη δυνατότητα ή όχι της συνολικής πολιτικής συγκρότησης της εργατικής τάξης. Τη δυνατότητα να έχει φωνή και λόγο ως η βασική τάξη παραγωγής αγαθών και πολιτισμού και ευρύτερα, και όχι σπασμωδική συμπεριφορά αδύναμου, κατακερματισμένου και κυριαρχούμενου πλήθους. Η Αριστερά, εγκλωβισμένη στο αριστερό άκρο του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, ως φωνή ηθικής κριτικής (όταν δεν συμμετέχει και σε κυβερνήσεις συναλλαγής με αστικά κόμματα), έχει χάσει εδώ και δεκαετίες τον ουσιαστικό ρόλο της. Αποδέχτηκε την πρωτοκαθεδρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και παγκοσμιοποίησης, αναγορεύοντας πολιτικές και οικονομικές επιλογές του κεφαλαίου σε ουδέτερες αναγκαιότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν, η εισαγωγή του ευρώ. Διατήρησε για τον εαυτό της τον θεματοφύλακα των εργατικών δικαιωμάτων, αντιλαμβανόμενη την εργατική πλειοψηφία περισσότερο ως τη μεγαλύτερη συντεχνία και εκλογικό κοινό, παρά ως δρων κοινωνικό υποκείμενο. 
    • Αφαίρεσε έτσι τον πολιτικό ρόλο από τις εργατικές διεκδικήσεις και τη δυναμική που αυτές έχουν, τόσο για την αγωνιστική αποτελεσματικότητα όσο και για τον μετασχηματισμό τους σε συνολικό πολιτικό αγώνα που να αποτελεί πολιτική απειλή για τις κυρίαρχες πολιτικές. Ακόμη και σήμερα, η Αριστερά δεν προτάσσει την ανάγκη για ένα πολιτικό εργατικό κίνημα που να θέτει στόχο την ανατροπή της επίθεσης, την αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού προς όφελος του κόσμου της εργασίας και τη διεκδίκηση μιας κοινωνικής συγκρότησης, με θεμέλιο τη συλλογική ιδιοκτησία, τη δημοκρατία των παραγωγών του πλούτου, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και φυσικά το τέλος της ληστρικής κυριαρχίας επί της φύσης. 
    • Μέσα από στιγμιότυπα αποσπασματικών κινητοποιήσεων, αναζητά μάταια την εξαργύρωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας σε εκλογική και πολιτική επιρροή, ενώ ταυτόχρονα υπόσχεται ζωή χαρισάμενη σε μια «λαϊκή εξουσία» που κάποτε θα προκύψει με μαγικό τρόπο. Η κρίση της Αριστεράς είναι κρίση στρατηγικής, περιεχομένου και ρόλου. Ενδειξη αποσύνδεσής της από την ταξική κοινωνική πάλη, υποταγής στον κοινοβουλευτισμό και επικράτησης του κομφορμισμού στη δημόσια εικόνα της. Γι' αυτό και διασπάται συνεχώς, ακόμη και όταν υμνεί την ενότητα. Στις κρίσιμες δεκαετίες του '80 και του '90, η Αριστερά έπαιξε αρνητικό ρόλο, συμβάλλοντας στην εμπέδωση των αστικών μύθων και των αντιδραστικών εκσυγχρονισμών. Σήμερα όλα είναι διαφορετικά. Με τη νεολαιίστικη έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 και τον εργατικό σεισμό της απεργίας και της διαδήλωσης της 5ης Μάη, αναδύεται μια νέα εποχή, που καθορίζεται από τον κοινωνικό αγώνα ζωής ή θανάτου, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά. 
    • Η αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά συγκροτείται μέσα σε αυτή τη δυναμική. Η κοινή δράση της Αριστεράς είναι το ελάχιστο ζητούμενο, το προφανές. Το ουσιώδες ερώτημα αφορά τον στρατηγικό επαναπροσανατολισμό της και εδώ ακριβώς θα κριθεί το αν η σημερινή της κρίση θα αποκτήσει δημιουργικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή θα εκφραστεί όχι με μια κρίση εκφυλιστικού χαρακτήρα των σημερινών οργανισμών της, αλλά με τη βαθύτερη αναδιάταξη του ιδεολογικού και πολιτικού συσχετισμού, σε μια κατεύθυνση αναζήτησης ενός νέου φορέα της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής και του κομμουνισμού του 21ου αιώνα.
    * Μέλος της Πολιτικής Επιτροπής του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ) και στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Κοινή δράση των δυνάμεων της Αριστεράς

    • Για μια ενωμένη, σύγχρονη, ριζοσπαστική, κινηματική και λαϊκή Αριστερά
    • Οι λαϊκές κινητοποιήσεις σε συνδυασμό με ενωτικές πρωτοβουλίες στην Αριστερά πρέπει να αποτελούν σταθερό στόχο του ΣΥΡΙΖΑ, που «πρέπει να επανιδρυθεί, ανακαλύπτοντας εκ νέου και αναβαθμίζοντας την έννοια της συλλογικότητας, τις αρχές, τις αξίες και την ηθική της Αριστεράς», σημειώνει ο Δημήτρης Στρατούλης στο άρθρο του. Ο ίδιος λέει με έμφαση ότι «η κοινή δράση και η συμπαράταξη της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και της Ριζοσπαστικής Οικολογίας, συνιστούν σήμερα υπέρτατη ανάγκη για την υπεράσπιση των εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων του ελληνικού λαού». Ο Γιώργος Πάντζας από την άλλη θεωρεί ότι «ένα νέο ΕΑΜ είναι εφικτό». Οπως λέει, «σ' αυτές τις συνθήκες, η συμμαχία των αριστερών δυνάμεων είναι η απαίτηση των εργαζομένων και των μικρομεσαίων». Θ.ΤΣ. 
    • Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ κατεδαφίζει συστηματικά κατακτήσεις και δικαιώματα εργαζομένων που κατακτήθηκαν με θυσίες και αγώνες ενός αιώνα. 
    • Η μόνη ελπίδα σήμερα είναι οι λαϊκές κινητοποιήσεις, που είναι το μόνο που φοβούνται οι κυρίαρχες δυνάμεις στη χώρα μας και στην Ευρώπη και το αποτελεσματικότερο οχυρό που μπορεί να ανακόψει τις αντεργατικές πολιτικές. 
    • Οι εργατικές κινητοποιήσεις έχουν αλλάξει τα δεδομένα και έχουν γίνει ο καταλύτης των εξελίξεων. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους είναι η πρωτοφανής μαζικότητα αλλά και η οργή και ο θυμός των εργαζομένων. 
    • Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να συνεχίσει να πρωτοστατεί στους εργατικούς αγώνες, ώστε να μετατρέψει την οργή των εργαζομένων σε οργανωμένη διεκδίκηση για να παρθούν πίσω τα αντεργατικά μέτρα και να αποσυρθεί το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο. Μπορεί και πρέπει να βρεθεί στην κορυφή αυτού του αγωνιστικού κύματος με την ενεργητική παρουσία του στις κινητοποιήσεις αλλά και με τη διατύπωση ενός συνεκτικού προοδευτικού σχεδίου για την έξοδο από την κρίση και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δίνοντας ελπίδα και προοπτική στον λαό μας. 
    • Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εντείνει και να αναβαθμίσει τις ενωτικές πρωτοβουλίες του προς όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς, γιατί η κοινή δράση τους είναι σήμερα αναγκαία όσο ποτέ για την υπεράσπιση θεμελιωδών λαϊκών δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων. Είναι επίσης αναγκαίο να παρθούν πρωτοβουλίες συνάντησης με τον αριστερό κόσμο του ΠΑΣΟΚ, που αυτό το διάστημα είναι στους δρόμους και αναζητεί πολιτικές διεξόδους. 
    • Ο στόχος της διαμόρφωσης της μεγάλης συμπαραταγμένης Αριστεράς πρέπει να είναι πεδίο για επείγουσα και σοβαρή άσκηση πολιτικής με στρατηγικό ορίζοντα. 
    • Η κοινή δράση και η συμπαράταξη της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και της Ριζοσπαστικής Οικολογίας συνιστά σήμερα υπέρτατη ανάγκη για την υπεράσπιση των εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων του ελληνικού λαού. 
    • Ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο συμμετέχουν 11 οργανώσεις και κόμματα της Αριστεράς και χιλιάδες αριστεροί ανοργάνωτοι σε κόμματα πολίτες, αποτελεί ένα πρώτο θετικό βήμα στο πλαίσιο του στόχου για τη συνεργασία και κοινή δράση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί «πολιτική συμμαχία» οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών της ευρύτερης Αριστεράς, που συμφωνούν στην από κοινού προώθηση των στόχων της «πολιτικής συμφωνίας» που έχουν συνομολογήσει, διατηρώντας παράλληλα την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική τους αυτονομία. 
    • Σταθερή μας επιδίωξη πρέπει να είναι η ενδυνάμωση και η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, προς τη ριζοσπαστική Αριστερά, τον σοσιαλιστικό χώρο, την κομμουνιστική Αριστερά και τη ριζοσπαστική Οικολογία. Επίσης η αποκατάσταση κλίματος συνεννόησης, αλληλεγγύης και συντροφικότητας μεταξύ των συνιστωσών του και ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο μεταξύ τους που θα κατοχυρώνει τα βήματα που έγιναν ώς τώρα και θα διασφαλίζουν τη λειτουργία και την προοπτική του με πιο αποσαφηνισμένους όρους και ρόλους. 
    • Ο ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία πρέπει να επανιδρυθεί, ανακαλύπτοντας εκ νέου και αναβαθμίζοντας την έννοια της συλλογικότητας, τις αρχές, τις αξίες και την ηθική της Αριστεράς, αναπροσανατολίζοντας ριζικά τη δράση του στα μεγάλα προβλήματα και κοινωνικά μέτωπα που γεννά η οικονομική κρίση, ενισχύοντας τις λαϊκές-ταξικές του αναφορές και τη ριζοσπαστική ιδεολογική του ταυτότητα. 
    • Κάτω από το φως των νέων εξελίξεων απαιτείται μια πολύ επίμονη θεωρητική δουλειά, για να κατανοήσουμε την παρούσα οικονομική κρίση και τις αιτίες της, για να οικοδομήσουμε την εναλλακτική πρόταση εξόδου απ' αυτή με ορίζοντα τον σοσιαλισμό, αλλά και για να ανασυστήσουμε κριτικά τις ιδεολογικές βάσεις μας που πρέπει να στηρίζονται στον σύγχρονο δημιουργικό μαρξισμό. 
    • Η νέα θεωρητική θωράκιση του σοσιαλιστικού οράματος μπορεί να δημιουργήσει νέους όρους συνειδητής στράτευσης και να ξαναδώσει στοιχεία έμπνευσης στον κόσμο της Αριστεράς και στα εκμεταλλευόμενα στρώματα και τάξεις της κοινωνίας. 
    • Η Αριστερά στο σύνολό της πρέπει να εκφράζει τα συμφέροντα των πραγματικών δημιουργών του υλικού και πνευματικού πλούτου της κοινωνίας, πρώτα απ' όλα της εργατικής τάξης που αποτελεί τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων και βιώνει το καθεστώς της σκληρής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Να υπερασπίζεται τους μικρομεσαίους αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους, που υφίστανται τις συνέπειες της δράσης των καρτέλ και των μεγάλων επιχειρήσεων. Να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή για τα δικαιώματα της νέας γενιάς που ο νεοφιλελευθερισμός τής στερεί το μέλλον, για την ισότιμη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, για τα δικαιώματα της εργαζόμενης διανόησης, των συνταξιούχων, των οικονομικών μεταναστών και όλων των λαϊκών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. 
    • Μια τέτοια Αριστερά ενωμένη, σύγχρονη, ριζοσπαστική, κινηματική, λαϊκή την έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, οι ίδιοι οι αριστεροί και η εποχή μας.

    Πού πάει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Κριτική αλλά και προτάσεις

    Η Αριστερά εδώ και δεκαετίες είναι ένα μωσαϊκό ιδεών. Και αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα, που πολλές φορές όμως έχει μετατραπεί σε μειονέκτημα. Τα κόμματα της Αριστεράς αντιδρούν σε μέτρα όπως αυτά που έχουν ληφθεί, άλλες φορές αντιπροτείνουν, αλλά ακόμη και σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε σήμερα, οικονομικής κρίσης, δεν συσπειρώνει τον κόσμο γύρω της, στον βαθμό που αναμενόταν. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι χώρες όπου τα κόμματα της Αριστεράς συγκεντρώνουν διψήφια ποσοστά μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η αδυναμία αυτή, σύμφωνα με κάποιους από τους αναλυτές της Αριστεράς, οφείλεται σε «κρίση αξιοπιστίας» λόγω της διχόνοιας μεταξύ των μελών της.
    • Ωστόσο κάποιοι είναι αισιόδοξοι και πιστεύουν ότι η κρίση είναι ευκαιρία για κοινές πρωτοβουλίες όχι μόνον εντός της Ελλάδας αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Υπάρχει όμως και η σταθερή άποψη κάποιων, που βασίζεται στην ιστορική εμπειρία ότι τις μεγάλες νίκες και ανατροπές πέτυχαν τα κομμουνιστικά κόμματα και όχι κόμματα που συνθέτουν ιδέες που προέρχονται από αριστερούς διανοουμένους και θεωρητικούς. 
    • Στην έρευνα της «Ε» για το «πού πάει η Αριστερά», που ξεκίνησε την περασμένη Κυριακή, εξέφρασαν τις απόψεις τους η ευρωβουλευτής από την Πορτογαλία Μαρίζα Ματίας, οι καθηγητές Κώστας Βεργόπουλος, Γιώργος Μαργαρίτης, Ανδρέας Πανταζόπουλος και Κώστας Λαπαβίτσας. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Φώτης Κουβέλης, τα στελέχη του ΣΥΝ Γιάννης Μπαλάφας, Νίκος Βούτσης, Γιάννης Δραγασάκης και Δημήτρης Στρατούλης, το μέλος της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Γαλάνης, ο Γιώργος Πάντζας από το ΔΗΚΚΙ και ο εθνικός συντονιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας Πιερ Λοράν. Δύο ήταν τα ζητήματα που αναπτύχθηκαν: 
    • Το πρώτο, όπως είναι αναμενόμενο, αφορά την οικονομική κρίση. Σε όλες τις περιπτώσεις έγινε κριτική στην κυβερνητική πολιτική για τις μέχρι τώρα επιλογές της. Κάποιοι από τους σχολιαστές έκαναν προτάσεις κινούμενοι σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Αλλοι προτάσσοντας την ανάγκη να αλλάξει άμεσα η κατεύθυνση της πολιτικής με ενίσχυση των εισοδημάτων και μείωση των τιμών των προϊόντων και άλλοι περιγράφοντας την ανάγκη να μη μείνει αδιάφορη η Αριστερά για το περιεχόμενο διακυβέρνησης της χώρας. 
    • Το δεύτερο αφορά την ανάγκη να επιτευχθεί ενότητα στους αγώνες των εργαζομένων εναντίον της πολιτικής που ακολουθείται με εναλλακτικές προτάσεις και δίνοντας μάχη στους δρόμους. Ειδικότερα, η ευρωβουλευτής του «Μπλόκου της Αριστεράς» από την Πορτογαλία Μαρίζα Ματίας αλλά και ο εθνικός συντονιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας Πιερ Λοράν, αναφέρθηκαν στην ανάγκη να υπάρξουν πρωτοβουλίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τόσο σε επίπεδο αντίδρασης όσο και σε επίπεδο πρωτοβουλιών που θα φέρουν στο προσκήνιο την άσκηση νέας πολιτικής. 
    • Το ζητούμενο είναι εάν η οικονομική κρίση θα αποτελέσει μια ευκαιρία για τα κόμματα της Αριστεράς να επηρεάσουν και να παρέμβουν ή εάν η εσωστρέφεια θα κρατήσει τα ποσοστά τους χαμηλά.

    • Η προοδευτική πολιτική

      Το ελληνικό οικονομικό ζήτημα θεωρείται «καυτό», εν τούτοις δεν είναι βέβαιο ότι όλες οι πλευρές αναφέρονται στο αυτό πρόβλημα.

    • Η κρίση και η Αριστερά

      Οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν και προωθούν όσα συμφέρουν τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, αυτό το σύστημα που κάτω από τον ψευδεπίγραφο γενικό όρο «αγορές» κυβερνά τον σημερινό κόσμο, έχουν πολύ συγκεκριμένα καθήκοντα σε καιρούς κρίσης.

    • Ιστορική πρόκληση μια μεγάλη συμμαχία

      Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, η ταπεινωτική κηδεμονία και το άγριο νεοφιλελεύθερο πακέτο του ΔΝΤ επιταχύνουν την κατάρρευση ενός αποτυχημένου και ένοχου πολιτικού συστήματος.

    • Για τη σύγχρονη ανανεωτική Αριστερά

      Η παγκοσμιοποιημένη διάσταση των οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών και η κρίση του κράτους - έθνους έχουν αλλάξει ριζικά τα δεδομένα. Η Αριστερά είναι μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις και σε μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες, υποχρεωμένη να επαναπροσδιορίσει βασικά στοιχεία της στρατηγικής και της φυσιογνωμίας της και να διασφαλίσει ένα σταθερό βηματισμό στη νέα εποχή.


      • Αγωνιστική αντιμετώπιση

        Οι απαντήσεις μου αναφέρονται στην Αριστερά που αντιπαρατίθεται στη δογματική κομμουνιστική Αριστερά και στη μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία τύπου ΠΑΣΟΚ. Στη χώρα μας η κύρια κομματική έκφραση αυτής της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ο Συνασπισμός. Ο Συνασπισμός καταδικάζει απερίφραστα τα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης, το σημερινό ρόλο της Ε.Ε. και την ανάμιξη του ΔΝΤ. Παράλληλα, απέναντι στην πρωτόγνωρη κρίση απαντά με τη δικιά του εναλλακτική πρόταση, πείθοντας ότι η νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική δεν είναι μονόδρομος. Το πρόγραμμα που προβάλλει ο ΣΥΝ για τη διέξοδο από την κρίση είναι ένα συνεκτικό σύνολο προτάσεων που αντιμετωπίζουν κύρια:

      • Το ριζοσπαστικό παράδοξο

        Αν εξαιρέσουμε την ταυτοτική επάρκεια του ΚΚΕ, τα απλουστευτικά αλλά παραγωγικά γι' αυτό σχήματα σκέψης και δράσης, το υπόλοιπο τμήμα της ιστορικής Αριστεράς, των αριστερίστικων σχημάτων περιλαμβανομένων, αλλά και το σύνολο σχεδόν αυτού που θα ονομάζαμε πολιτισμική-αισθησιακή Αριστερά, κολυμπούν μέσα σε ένα ριζοσπαστικό παράδοξο: γιατί ο κινηματικός ριζοσπαστισμός δεν αποκτά κοινωνιολογικό ακροατήριο;



    Να καεί η Βουλή;

    • Αυτή τη φορά το σύνθημα το φώναζαν χιλιάδες διαδηλωτές και όχι μόνον κάποιες περιθωριακές ομάδες: «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή!» Η οικονομική χρεοκοπία συμπαρασύρει στην πτώση το κύρος και τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. 
    • Είναι αλήθεια ότι, στους καιρούς μας και σε όλη την αναπτυγμένη Δύση, η φιλελεύθερη δημοκρατία προσλαμβάνει όλο και πιο έντονα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Μπροστά σε αυτή τη σοβαρή κρίση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, ορισμένοι σχολιαστές μεταφράζουν το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία σε ριζική κριτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και σε διεκδίκηση πολιτικής ανατροπής και αντικατάστασής της από την άμεση δημοκρατία. 
    • Το αξίωμα πάνω στο οποίο στηρίζεται συνήθως η κριτική της αντιπροσώπευσης είναι ο παλιός ρουσοϊκός ισχυρισμός ότι μόνον η άμεση δημοκρατία είναι αληθινή δημοκρατία, ενώ η αντιπροσώπευση προδίδει το δημοκρατικό ιδεώδες ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύστημα διαμόρφωσης και εναλλαγής των ελίτ με εκλογικές διαδικασίες. Ενα σύστημα δηλαδή που δεν μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικό, επειδή οι πολίτες απαρνούνται την κυριαρχία τους, επιλέγοντας μόνον τους αντιπροσώπους που θα δρουν και θα αποφασίζουν για λογαριασμό τους. Ενα σύστημα το οποίο, ακόμα και αν έχει ένα δημοκρατικό θεμέλιο (η ψήφος είναι δικαίωμα που αποδίδεται σε ίσο βαθμό σε όλους τους πολίτες), καταλήγει να έχει ολιγαρχικά αποτελέσματα, αφού συγκεντρώνει την εξουσία σε ένα ολιγάριθμό σώμα αντιπροσώπων. 
    • Την ιδέα ότι η αντιπροσώπευση είναι μεν μια αναγκαία επινόηση, αλλά δεν είναι ένας γνήσια δημοκρατικός θεσμός, την συμμερίζονταν όχι μόνον οι θιασώτες της άμεσης δημοκρατίας, αλλά και οι θεωρητικοί των ελίτ, από τον Μόσκα και τον Παρέτο ώς τον Μίχελς και τον Σουμπέτερ. 
    • Αν υιοθετήσουμε αυτή την αρνητική και μειωτική θεώρηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τότε είναι προφανές ότι ελάχιστα περιθώρια μεταρρύθμισης και βελτίωσης των αντιπροσωπευτικών θεσμών υπάρχουν. Η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει όμως ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι μόνον καταμέτρηση των ψήφων για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας. Επιβεβαιώνει επίσης ότι η πολιτική δράση του πολίτη μπορεί να είναι πολύ πιο σύνθετη και πλούσια από τη συμμετοχή του σε μια ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια.
    • Η δημοκρατική αντιπροσώπευση δεν καθιστά υποχρεωτικά «παθητικό» τον πολίτη, αλλά μπορεί υπό προϋποθέσεις να υποκινεί διάφορες μορφές ενεργητικής συμμετοχής στην πολιτική. 
    • Η σημερινή κρίση και η ολιγαρχική εκτροπή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν είναι άσχετες με την κρίση ή την εξαφάνιση των μαζικών ιδεολογικών κομμάτων, τα οποία στο παρελθόν είχαν παίξει κομβικό ρόλο στη σύνδεση των πολιτικών με τους θεσμούς, οργανώνοντας την πολιτική σύγκρουση ή συναίνεση και ελέγχοντας τους εκλεγμένους αντιπροσώπους. Χάρη σε αυτά τα κόμματα, ο «κυρίαρχος λαός» μπορούσε να διατηρεί ενεργή την έμμεση επιρροή του στους θεσμούς. Οταν χάνονται τα μαζικά ιδεολογικά κόμματα ή όταν μετατρέπονται σε εκλογικές μηχανές, που δεν βασίζονται πάνω σε ιδέες και προγράμματα, αλλά κινητοποιούνταν γύρω από έναν ηγέτη ή, ακόμα χειρότερα, μπαίνουν στην υπηρεσία οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων, η δημοκρατία παύει να είναι αντιπροσωπευτική. 
    • Χρειάζεται επομένως να κατανοήσουμε ότι η ψυχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτό που ζωογονεί τους θεσμούς της, είναι η κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση, οι μαζικές πολιτικές οργανώσεις, η ζύμωση των ιδεών και ο πολιτικός ανταγωνισμός που αυτές τροφοδοτούν. Η ψήφος δεν είναι η μοναδική στιγμή της δημοκρατικής απόφασης. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν χαρακτηρίζεται μόνον από την εκλογική διαδικασία, αλλά και από τη διαρκή επεξεργασία ιδεών, προτάσεων, ιδεολογιών, προγραμμάτων, που προετοιμάζουν, προσανατολίζουν και δικαιολογούν τις συλλογικές αποφάσεις ή ακόμα και την επιλογή της ψήφου. Η κινητοποίηση κοινωνικών κινημάτων διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, η διαμόρφωση ομάδων πίεσης, οι διαδηλώσεις, οι απεργιακοί αγώνες των εργαζομένων, οι ποικίλες δράσεις που αναπτύσσουν οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών είναι εκδηλώσεις που ενισχύουν και εμπλουτίζουν τη δημοκρατική ζωή της πολιτείας. Διευρύνεται έτσι το νόημα και το περιεχόμενο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, προκειμένου να συμπεριλάβει τις τυπικές ή άτυπες δραστηριότητες μέσα από τις οποίες οι πολίτες συμμετέχουν στην πολιτική πριν και μετά τις εκλογές. Η «φωνή του λαού» δεν ακούγεται μόνον από τις δημοσκοπήσεις ούτε μόνον όταν οι ψηφοφόροι φτάνουν μπροστά στις κάλπες. Με αφετηρία τον 18ο αιώνα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία επινόησε και προώθησε πολλές δυνατότητες ενεργητικής συμμετοχής στην πολιτική, που δεν υπήρχαν προηγούμενα. Αυτές οι νέες δυνατότητες γεννήθηκαν όχι απλώς επειδή η σύγχρονη κοινωνία στηρίζεται στον καταμερισμό της εργασίας και στον διαχωρισμό ανάμεσα σε κοινωνικό και πολιτικό, αλλά και επειδή το πολιτικό σύστημα έγινε αντιπροσωπευτικό. Η ιστορική εμπειρία διαψεύδει επομένως την ιδέα ότι η αντιπροσώπευση δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και να βελτιωθεί, επειδή από τη φύση της δεν είναι δημοκρατική. Είδαμε ότι η δημοκρατική πολιτική δεν είναι μόνον ανάθεση ή δεσμευτική εντολή, δεν είναι μόνον εκλογή ορισμένων αντιπροσώπων. Εξάλλου, ακόμα και οι εκλογικές αναμετρήσεις δεν είναι μόνον μια τεχνική για την επίλυση της σύγκρουσης για την εξουσία. Οι εκλογές έχουν τη δύναμη να εκτονώνουν τα πάθη, την οργή, τις εχθρότητες, και έτσι επιτρέπουν στην κοινωνία να αλλάζει την πολιτική ηγεσία χωρίς να προσφεύγει στη βία. 
    • Χρειάζεται επομένως να βλέπουμε στην αντιπροσώπευση έναν δημοκρατικό θεσμό και όχι μια «προδοσία» ή μιαν αναδίπλωση σε σχέση με ένα ανώτερο πρότυπο, που υποτίθεται ότι είναι η άμεση δημοκρατία. Αν δεν έχουμε συνείδηση του πόσο «πλούσια» μπορεί να είναι ή να γίνει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν μπορούμε να βρούμε λύσεις για να διορθώσουμε τη σημερινή ολιγαρχική της εκτροπή. *

    Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

    Ράινχαρντ Μαρξ. Θρησκευτικός «σοσιαλισμός».

    «Αν δεν θέλουμε να έρθει η στιγμή όπου, σ’ αυτή την κοινωνία της αφθονίας, οι αποκλεισμένοι θα βρεθούν στα οδοφράγματα, οφείλουμε να πολεμήσουμε τους μηχανισμούς κοινωνικού αποκλεισμού». Η μαχητική αυτή κραυγή προέρχεται από το βιβλίο «Το Κεφάλαιο», του Μαρξ, που έγινε μπεστ σέλερ στη Γερμανία. Μόνο που δεν πρόκειται για το κλασικό «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, αλλά για το ομώνυμο έργο του... Καθολικού επισκόπου Μονάχου, Ράινχαρντ Μαρξ. Το βιβλίο του υποτιτλίζεται «Εκκληση για τον Ανθρωπο» και αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα μιας τάσης που φαίνεται να έχει μέλλον: Καθώς η σοσιαλδημοκρατία συνθηκολογεί άνευ όρων με τους άρχοντες του χρήματος, οι Εκκλησίες επιχειρούν να επωφεληθούν, απορροφώντας την κοινωνική διαμαρτυρία.

    Προτού αναλάβει την αρχιεπισκοπή του Μονάχου και του Φράιζινγκ, ο αιδεσιμώτατος Μαρξ διετέλεσε επίσκοπος της Τριέρης, της πόλης όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Μια σύμπτωση, που αποδεικνύει ότι «ο Θεός έχει χιούμορ», όπως γράφει ο Γερμανός ιερέας. Το βιβλίο του βρίθει καταγγελιών εναντίον του «αγγλοσαξονικού καπιταλισμού του καζίνο» και εκκλήσεων για έναν πιο «ηθικό καπιταλισμό». Στην ίδια γραμμή κινούνται τελευταία και οι προτεσταντικές εκκλησίες, χαρακτηρίζοντας «ειδωλολατρία» και «αντικατάσταση του Θεού από τον Μαμμωνά» την άκρατη κερδοσκοπία των τραπεζιτών.

    Πολλοί είναι εκείνοι, όμως, που αμφισβητούν τα κίνητρα του Καθολικού ιερέα. Οι καχύποπτοι υποστηρίζουν ότι ο σχετικά νέος αρχιεπίσκοπος έχει βλέψεις για τα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας και ότι οι απόψεις του για τα εκκλησιαστικά ζητήματα είναι συντηρητικότατες. Σημειώνουν, μάλιστα, ότι υπήρξε προσωπική επιλογή του Πάπα Βενέδικτου για την αρχιεπισκοπή του Μονάχου, μια θέση την οποία κατείχε παλιότερα ο ίδιος ο Βενέδικτος. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας σημειώνει ότι «η ηθική αναβάπτιση του καπιταλισμού αποτελεί υποκρισία. Οι κερδοσκόποι δρουν στο πλαίσιο των νόμων, ακολουθώντας την κοινωνικά αποδεκτή λογική τους για μεγιστοποίηση του κέρδους. Η πολιτική ευτελίζεται σε ηθικολογία... Είναι η πολιτική και όχι ο καπιταλισμός που πρέπει να επωμισθεί την ευθύνη για το κοινό καλό».

    Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16/05/2010

    Η διαδρομή μιας ιδέας που προήλθε από την Αμερική και κυριάρχησε στην Ευρώπη

    Αν και ο «Τρίτος Δρόμος» κυριάρχησε για μια δεκαετία στην Ευρώπη, η προέλευσή του πρέπει να αναζητηθεί στην Αμερική. Ηταν ο Μπιλ Κλίντον που ανέβηκε στην εξουσία με το σύνθημα των «Νέων Δημοκρατικών», προσφέροντας ένα πρότυπο νικηφόρας εκλογικής στρατηγικής στους «Νέους Εργατικούς» του Τόνι Μπλερ. Το πρότυπο του Κλίντον έσπευσαν να μιμηθούν και άλλοι ηγέτες, όπως ο Κορεάτης Κιμ Ντάε Γιουνγκ, ο Βραζιλιάνος Φερνάντο Καρντόζο και ο Ιταλός Μάσιμο ντ’ Αλέμα. Τον Απρίλιο 1999, μεσούντος του πολέμου του ΝΑΤΟ εναντίον της Σερβίας, ο Κλίντον βρήκε τον καιρό να πεταχτεί σε ένα διεθνές σεμινάριο περί Τρίτου Δρόμου, όπου βρέθηκαν επίσης οι ηγέτες της Γερμανίας, Βρετανίας, Ολλανδίας και Ιταλίας.

    Στο θεωρητικό επίπεδο, κατ’ εξοχήν θεμελιωτής της ιδέας αυτής θεωρείται ο διεθνώς αναγνωρισμένος Βρετανός κοινωνιολόγος Αντονι Γκίντενς. «Ο Τρίτος Δρόμος δεν είναι μια συνέχεια του νεοφιλελευθερισμού» επιμένει ο σύμβουλος του Μπλερ, «αλλά μια εναλλακτική πολιτική φιλοσοφία». Αλλοι σημαντικοί κοινωνιολόγοι που στήριξαν τη στρατηγική του Τρίτου Δρόμου είναι ο Γερμανός Ούλριχ Μπεκ και ο Ισπανός Μανουέλ Καστέλς. Ως εκπρόσωπος μιας πιο «επιθετικής (σ. σ. δηλαδή, αριστερής) εκδοχής του Τρίτου Δρόμου» εμφανίζεται ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας.

    Ωστόσο, άλλοι διανοητές, όπως ο Βρετανός ιστορικός Πέρι Αντερσον, θεωρούν ότι η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού επιβεβαιώνεται ακριβώς με τη διάδοσή του στον χώρο της Κεντροαριστεράς υπό τη μορφή του τριτοδρομικού σοσιαλφιλελευθερισμού. Γράφει ο Αντερσον:

    «Η αποτελεσματική φόρμουλα για τη νίκη της αγοράς δεν είναι να επιτεθούμε, αλλά να διατηρήσουμε το placebo μιας συμπονετικής δημόσιας αρχής, η οποία θα εξυμνεί τη συμβατότητα του οικονομικού ανταγωνισμού με την κοινωνική αλληλεγγύη... Το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού είναι να κατασταλούν οι συγκρουσιακές τάσεις στις χώρες όπου εφαρμόστηκε με τον πιο επιθετικό τρόπο η πολιτική της ριζοσπαστικής Δεξιάς και να εξοντωθεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο η αντιπολίτευση στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία। Μπορεί να πει κανείς ότι το δόγμα Θάτσερ «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση» αποκτά την πλήρη ισχύ του μόνο όταν η αντιπολίτευση επιβεβαιώνει ότι όντως δεν αντιπροσωπεύει μια εναλλακτική πολιτική».

    Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16/05/2010

    Οι τρεις μεταμορφώσεις της σοσιαλδημοκρατίας

    Στον ενάμιση αιώνα της ιστορίας τους, τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης γνώρισαν τρεις μεγάλες ιδεολογικές μεταμορφώσεις. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε τη θυελλώδη περίοδο 1914-1920, που σημαδεύτηκε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία.

    Η απόφαση-σοκ του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), της ιστορικής οργάνωσης του Μαρξ και του Ενγκελς, να τηρήσει «πατριωτική» στάση στον πόλεμο, θεωρήθηκε από την αριστερή πτέρυγα προδοσία των διεθνιστικών αρχών και προκάλεσε ρήγμα στη Σοσιαλιστική Διεθνή. Ενα ρήγμα, που έγινε αγεφύρωτο μετά την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία, με αποτέλεσμα το ιστορικό διαζύγιο σοσιαλιστών-κομμουνιστών.

    Η δεύτερη μεταμόρφωση έρχεται τη δεκαετία του 1950, με ορόσημο το συνέδριο του SPD στο Μπαντ-Γκόντεσμπεργκ, το 1959. Εδώ οι σοσιαλδημοκράτες εγκαταλείπουν και επίσημα όχι μόνο την επαναστατική ανατροπή, αλλά και την ίδια την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, θεμελιώδες στοιχείο της μαρξιστικής αντίληψης περί σοσιαλισμού.

    Η μεταμόρφωση αυτή, η οποία είχε ωριμάσει ήδη τη δεκαετία του ’30, ιδιαίτερα υπό την επίδραση του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, συνοδεύεται από τη στροφή σε αυτό που ο Γάλλος σοσιαλιστής Αντρέ Φιλίπ θα αποκαλούσε «αναδιανεμητικό σοσιαλισμό»: Μια πολιτική εξανθρωπισμού του καπιταλισμού και μείωσης των ανισοτήτων μέσω της βαριάς φορολογίας του κεφαλαίου, με τυπικό παράδειγμα το «κοινωνικό κράτος» των σκανδιναβικών χωρών.

    Πάντως, η εν λόγω στροφή είναι μια πορεία με παλινωδίες και άνιση από χώρα σε χώρα. Ο Φρανσουά Μιτεράν διακήρυξε, στο ιστορικό συνέδριο του Επινέ, το 1971, ότι «η επανάσταση είναι πρώτα απ’ όλα ρήξη. Οποιος δεν αποδέχεται αυτή τη ρήξη με την κατεστημένη τάξη, με την καπιταλιστική κοινωνία, αυτός δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Οσο για τους Βρετανούς Εργατικούς, αυτοί μόλις το 1994 κατάργησαν την περίφημη «Παράγραφο IV» του προγράμματος του 1918 που όριζε ότι στόχος του κόμματος ήταν «να εγγυηθεί στους χειρώνακτες εργάτες και στους διανοούμενους όλους τους καρπούς της εργασίας τους χάρη στη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής».

    Η τρίτη μεταμόρφωση ολοκληρώνεται τη δεκαετία του ’90, υπό το βάρος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού και των φαινομένων κοινωνικού κατακερματισμού που τον συνοδεύουν. Στο νέο ιστορικό φόντο, η σοσιαλδημοκρατία εγκαταλείπει ακόμη και τον μετριοπαθή, αναδιανεμητικό ρόλο της και μετατρέπεται στο κατεξοχήν «κόμμα» της παγκοσμιοποίησης. Είναι η νέα Κεντροαριστερά των bo-bo (μποέμ-μπουρζουάς), η «Αριστερά του χαβιαριού», όπως τη λένε οι Γάλλοι. Κάτι ξέρουν οι άνθρωποι: Ο διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν, είναι προβεβλημένο στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του οποίου δεν αποκλείεται να είναι ο προεδρικός υποψήφιος, αντίπαλος του Σαρκοζί, στις προσεχείς εκλογές. Στο ίδιο κόμμα ανήκει και ο προϊστάμενος του έτερου πυλώνα της παγκοσμιοποίησης, του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, Πασκάλ Λαμί.

    Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16.05.2010

    Το άδοξο τέλος του «Τρίτου Δρόμου»


    Η ήττα των Εργατικών και η παραίτηση του Μπράουν έκλεισαν την αυλαία μιας ολόκληρης πολιτικής εποχής του δυτικού κόσμου
    • Του Πετρου Παπακωνσταντινου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16-05-10

    Οι περισσότερες εκλογές φέρνουν απλώς το τέλος μιας κυβέρνησης. Λίγες από αυτές σηματοδοτούν το τέλος μιας ολόκληρης πολιτικής εποχής. Η πρόσφατη αναμέτρηση στη Βρετανία ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Η ήττα των Εργατικών και o σχηματισμός κυβέρνησης Συντηρητικών - Φιλελευθέρων υπό τον Ντέιβιντ Κάμερον δικαίωσαν την εκτίμηση των New York Times ότι αυτές οι εκλογές θα έφερναν «το τέλος μιας περιόδου που κράτησε 13 χρόνια και σημαδεύτηκε από την εκπληκτική ηγεμονία των Εργατικών».

    Η αίσθηση του «τέλους εποχής» αφορά το σύνολο της Ευρώπης. Το κεφάλαιο που έκλεισε αυτή τη βδομάδα είχε ανοίξει και πάλι στο Λονδίνο, τον Μάιο του 1997, με τη νίκη των Εργατικών υπό τον Τόνι Μπλερ - την πρώτη ύστερα από την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ, το 1979. Ενα μήνα αργότερα, ήρθε η νίκη της «πληθυντικής Αριστεράς» Σοσιαλιστών- Κομμουνιστών- Πρασίνων, υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν, στη Γαλλία. Η κεντροαριστερή ηγεμονία στην Ευρώπη εμπεδώθηκε με τη νίκη των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον Σεπτέμβριο του 1998.

    Πληθωρικές ελπίδες

    Είχε προηγηθεί το εφιαλτικό οικονομικό «τσουνάμι» της Ανατολικής Ασίας, που προκάλεσε την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ενώ μεγάλα απεργιακά κύματα ανέτρεπαν τις συντηρητικές κυβερνήσεις του Ζιπέ στη Γαλλία και του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία. Οι ηγέτες της επελαύνουσας Κεντροαριστεράς ήρθαν στην εξουσία εν μέσω πληθωρικών ελπίδων ότι όχι μόνο το πολιτικό, αλλά και το κοινωνικό εκκρεμές θα στρεφόταν τώρα προς τα αριστερά και ότι μια γενναία αναδιανομή του πλούτου θα ισοστάθμιζε τις οδυνηρές απώλειες που είχαν επιφέρει δύο δεκαετίες ρεϊγκανισμού - θατσερισμού.

    Πολύ γρήγορα, αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για όνειρα θερινής νυκτός. Οι νέας κοπής, φωτογενείς εκπρόσωποι της σοσιαλδημοκρατίας ελάχιστη σχέση είχαν με τους παραδοσιακούς ηγέτες των ιστορικών, εργατικών κομμάτων. Ο περίφημος «Τρίτος Δρόμος» του Τόνι Μπλερ (όπως και το γερμανικό του αντίστοιχο, το «Νέο Κέντρο» του Γκέρχαρντ Σρέντερ) ήταν μια φαντασιακή απόδραση από τα αναπόδραστα διλήμματα της κοινωνίας και της Ιστορίας: πέραν του κεφαλαίου και της εργασίας, πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, πέραν του νεοφιλελευθερισμού και του κοινωνικού κράτους. Μόνο που, όπως έλεγε ο Γκαίτε, ανάμεσα στα δύο άκρα δεν βρίσκεται η λύση, αλλά το ίδιο το πρόβλημα...

    Η στιγμή της αλήθειας ήρθε τον Μάρτιο του 1999, όταν ο Γκέρχαρντ Σρέντερ εκδίωξε από το υπουργείο Οικονομικών τον Οσκαρ Λαφοντέν, ηγέτη της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατών. Είχε προηγηθεί λυσσαλέος πόλεμος του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης εναντίον της πολιτικής Λαφοντέν για γενναία φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου. «Οι ηγέτες της γερμανικής βιομηχανίας απαίτησαν το κρανίο του Λαφοντέν», έγραψαν τότε οι Financial Times. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η κυβέρνηση Σρέντερ αποδύθηκε στην πιο δραστική εκστρατεία μείωσης του κόστους εργασίας και των κοινωνικών παροχών που γνώρισε η μεταπολεμική Γερμανία.

    Στη Βρετανία, ο Economist δεν δίστασε να λοιδωρήσει τον Μπλερ ως «Θάτσερ με παντελόνια». Ο ηγέτης των «Νέων Εργατικών», σε συνεργασία με τον υπουργό Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν, διαχειρίστηκαν το κεκτημένο του θατσερισμού και τροφοδότησαν τις δίδυμες «φούσκες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της αγοράς ακινήτων, οι οποίες εκρήγνυνται σήμερα μπροστά στα μάτια μας - το έλλειμμα της Βρετανίας θα ξεπεράσει το ελληνικό μέσα σε λίγους μήνες. Η συντηρητική στροφή ήταν εξίσου εντυπωσιακή στο πεδίο των ιδεών, όπου την πρώτη θέση κατείχε από την πρώτη στιγμή η ασφάλεια. «Μηδενική ανοχή στο έγκλημα» ήταν ένα κεντρικό σύνθημα των Νέων Εργατικών, δανεισμένο κατ' ευθείαν από τον δεξιό δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Ρούντολφ Τζουλιάνι.

    Αλλά η μεγαλύτερη διάψευση ήρθε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Προεκλογικά, ο Τόνι Μπλερ είχε υποσχεθεί την υπέρβαση του παραδοσιακού ευρωσκεπτικισμού μιας Βρετανίας αγκυλωμένης στο δόγμα της Θάτσερ, κατά το οποίο όλα τα προβλήματα έρχονται από την ηπειρωτική Ευρώπη και όλες οι λύσεις από την Αμερική. Είχε επίσης τονίσει ότι εννοούσε να γίνει ο πρώτος, ύστερα από πολλά χρόνια, Βρετανός πρωθυπουργός που δεν θα εμπλεκόταν σε πόλεμο. Τελικά, έστειλε στρατό στο Κόσοβο, τη Σομαλία, τη Σιέρα Λεόνε και το Αφγανιστάν, διέσπασε πολιτικά την Ευρώπη και συμπαρατάχθηκε με τον Μπους στον πόλεμο - φιάσκο του Ιράκ. Η πολιτική του είχε βαριές επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες: ανάμεσα στο 2002 και το 2009, το βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τέσσερις (!) αντιτρομοκρατικούς νόμους, έξι νόμους για την αστυνόμευση και την εγκληματικότητα και πέντε νόμους για τη μετανάστευση και το άσυλο.

    Την κληρονομιά του Μπλερ δεν θέλησε ή δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ο πολιτικά άχρωμος Μπράουν. Ως αποτέλεσμα, τα 13 χρόνια των «Νέων Εργατικών» άφησαν πίσω τους μια Βρετανία με σχεδόν ανύπαρκτες διαχωριστικές γραμμές. «Δεν υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες επιλογής», σχολίαζε στο πρακτορείο «Ρόιτερς» ο ιστορικός Ντέιβιντ Στάρκλι. Οπως σημειώνει, μάλιστα, ο πρώην διευθυντής της γαλλικής Le Monde, Ζαν - Μαρί Κολομπανί, εμφανίστηκε το παράδοξο να μιλάει ο Εργατικός Μπράουν τη γλώσσα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ο Συντηρητικός Κάμερον εκείνη της κοινωνικής ευαισθησίας.

    Ο αρθρογράφος του Guardian, Γκάρι Γιανγκ, εκτιμά ότι ελάχιστη σημασία έχει η αλλαγή φρουράς στη Ντάουνινγκ Στριτ. «Δεδομένης της συναίνεσης, οι αγορές δεν ενδιαφέρονταν, στην πραγματικότητα, για τον νικητή ή και για το ενδεχόμενο ενός Κοινοβουλίου όπου κανένας δεν θα είχε αυτοδυναμία. Αρκεί που ήταν δεδομένο ότι η όποια κυβέρνηση δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι. Το μόνο που αξίωναν (οι αγορές) ήταν σταθερότητα και λιτότητα. Το πρόβλημά τους είναι ο λαός». Κατά τον Γιανγκ, όπως και κατά τον Κολομπανί, το βρετανικό πολιτικό σύστημα βαίνει προς μια σοβαρή «κρίση αντιπροσώπευσης», καθώς η καταθλιπτική συναίνεση των πολιτικών κορυφών βρίσκεται σε αναντιστοιχία με διευρυνόμενο μέρος του κοινωνικού σώματος. Η συνέχεια επί της οθόνης - ή μήπως επί των δρόμων;

    Ιnfo

    - Αντονι Γκίντενς, «Μετά τον Τρίτο Δρόμο: Η σειρά σας, κύριε Μπράουν», Πόλις, 2008, μτφ. Πάνος Μπεγλίτης.

    - Alex Callinicos, «Against the Third Way», Polity, 2008.

    - Monique Canto- Sperber, «Le Liberalisme et la Gauche», Hachette, 2008.

    - Bernard Umbrecht, «Les inquietudes de monseigneur Marx», Le Monde Diplomatique, Avril 2009.

    Κυριακή 16 Μαΐου 2010

    TV Κλείστε την τη ρημάδα!

    • ΕΡΕΥΝΑ: ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΗΛΕ-ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΘΕΑΤΗ
    • ΤΑ ΔΕΛΤΙΑ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΒΛΑΠΤΟΥΝ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

    «Οι ειδήσεις με αρρωσταίνουν». Είναι ο διπλανός σας που το λέει συχνά πια, και ο παραδιπλανός, είναι και ο αντίλαλος της σκέψης που μόλις κάνατε ακούγοντας ένα τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Αναπαράγοντας τη «γραμμή» της αποδοχής, την κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή ποντάροντας σ' ένα συναίσθημα αποκομμένο από τη σκέψη και την κριτική, τα δελτία ειδήσεων των 8:00, όπως έχουμε συνηθίσει να τα αποκαλούμε, καλλιεργούν τον πανικό, την άγνοια, την ηττοπάθεια, τον ατομισμό και τη μοιρολατρία. Επί πλέον, ενισχύουν τις ενοχές και την κατάθλιψη των τηλεθεατών. Νισάφι πια...

    Ελάχιστη ώρα καταλαμβάνουν στα δελτία οι μαζικές ειρηνικές  διαδηλώσεις, σύμφωνα με τα ευρύματα της έρευνας. Μόνο τα σπασίματα  παρουσιάζονται με έμφαση. Σε έναν εσκεμμένο συμψηφισμό, κάποιοι έφτασαν  να συγκρίνουν τη μαζική απόπειρα εισόδου στη Βουλή με τον εμπρησμό της  Μαρφίν στη Σταδίου

    Ελάχιστη ώρα καταλαμβάνουν στα δελτία οι μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις, σύμφωνα με τα ευρύματα της έρευνας. Μόνο τα σπασίματα παρουσιάζονται με έμφαση. Σε έναν εσκεμμένο συμψηφισμό, κάποιοι έφτασαν να συγκρίνουν τη μαζική απόπειρα εισόδου στη Βουλή με τον εμπρησμό της Μαρφίν στη Σταδίου Ανοίγω την τηλεόραση και μου μαυρίζει η ψυχή». «Μιλάνε σαν να είναι ένας τυφώνας που μας έχει παρασύρει όλους». «Ξέρω ότι τα πράγματα είναι άσχημα, αλλά δεν μπορώ να πενθώ συνέχεια». Αυτές είναι μερικές από τις επαναλαμβανόμενες φράσεις-κλειδιά που εντόπισαν οι φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου σε έρευνα για το πώς τα ΜΜΕ καλύπτουν την οικονομική κρίση. Η έρευνα, που περιλαμβάνει αποκωδικοποίηση των οπτικοακουστικών μηνυμάτων από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων και τις εφημερίδες και συνεντεύξεις με πολίτες 18-50 ετών, ξεκίνησε ενώ το ΔΝΤ ήταν ακόμα προ των πυλών, πριν από τη μεγάλη διαδήλωση της 5ης Μαΐου και τους θανάτους που τη σημάδεψαν.

    Μιλήσαμε με την καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Αλεξάνδρα Κορωναίου, που συντονίζει την έρευνα στο πλαίσιο του μαθήματος Ψυχοκοινωνιολογία στα ΜΜΕ. Τα συμπεράσματα της έρευνας, που συνεχώς εμπλουτίζονται καθώς η επικαιρότητα τρέχει με απρόβλεπτους ρυθμούς, είναι αποκαλυπτικά: άγχος, φόβος, απέχθεια, κατάθλιψη είναι μερικά από τα συναισθήματα που προκαλεί ο τρόπος που καλύπτουν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ αλλά και οι εφημερίδες την οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, όμως, η επιλεκτική παρουσίαση των γεγονότων γεννά και την αντίθετη άποψη: την αμφισβήτηση, τη δυσπιστία, τη στροφή σε εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης -κυρίως στο ίντερνετ- ειδικά για τις νεαρές ηλικίες.

    Σύμφωνα με την έρευνα, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στις εφημερίδες «Αυγή» και «Δρόμος» και έκανε μια δεύτερη καριέρα στα διαδικτυακά μπλογκ, τα ΜΜΕ προσεγγίζουν την κρίση με πέντε βασικούς τρόπους:

    1. Δραματοποίηση

    Η κρίση παρουσιάζεται σαν μια φυσική καταστροφή αναπόφευκτη και ανεξήγητη, σαν μια άλλη 11η Σεπτεμβρίου. Ακολουθείται η ίδια «συνταγή» παρουσίασης, χωρίς να αναλύονται οι βαθύτεροι λόγοι ούτε να ακούγονται τρόποι διεξόδου από την κρίση. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται είναι «εφιαλτικό σενάριο», «απελπιστική κατάσταση», «δεν υπάρχει άλλος δρόμος», «σκληρά αλλά αναγκαία μέτρα», «είμαστε στο χείλος του γκρεμού».

    Πλάι στις παρατηρήσεις της έρευνας θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι το μοντέλο της δραματοποίησης ακολουθείται όχι μόνο στην παρουσίαση της οικονομικής κατάστασης, αλλά και στην αντιμετώπιση των αντιδράσεων και διαδηλώσεων. «Τα πλάνα από την πορεία που έδειχναν τη μαζικότητα του κόσμου ήταν ελάχιστα σε σχέση με τις εικόνες από τις καταστροφές και τη φονική πυρκαγιά» επισημαίνει η πανεπιστημιακός, σχολιάζοντας την κάλυψη της πορείας της 5ης Μαΐου.

    Πράγματι, ο τραγικός θάνατος τριών εργαζομένων κατάπιε το ανθρώπινο τσουνάμι που πλημμύρισε τους δρόμους, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον των ΜΜΕ από τις κοινωνικές αντιδράσεις στην καταδίκη της βίας. Το τριπλό έγκλημα μούδιασε την κοινωνία στο σύνολό της· όμως, τα ανακλαστικά των ΜΜΕ να παρουσιάσουν με όρους θρίλερ μία ήδη δραματική κατάσταση, αποκρύπτοντας, παραπληροφορώντας ή παραποιώντας γεγονότα, ακόμα και στοχοποιώντας διαδηλωτές, ακολουθεί πάλι την ίδια συνταγή «το δράμα πάνω από τα γεγονότα».

    Οσοι έβλεπαν μόνο τηλεόραση εκείνες τις ημέρες, χωρίς να διαβάζουν εφημερίδες ή διαδίκτυο, το πιο πιθανό είναι να άκουσαν ότι κάποιοι φώναξαν «να καούν» παρά να έμαθαν ότι διαδηλωτές, και μάλιστα μετανάστες, έσπευσαν να διασώσουν τους εγκλωβισμένους. Η «άβυσσος» και η «έκτακτη ανάγκη» έδωσαν χώρο σε ηλεκτρονικές και έ- ντυπες φωνές που ζητούσαν να καταργηθούν άρθρα του Συντάγματος και να επιβληθεί «όχι ακριβώς δικτατορία» αλλά κάτι που της μοιάζει ανησυχητικά.

    2. Ενοχοποίηση του κοινού

    Φταίμε όλοι, και μάλιστα σχεδόν το ίδιο, για την κατάσταση στην οποία φτάσαμε. Το ίδιο όσοι έφαγαν εκατομμύρια με σκάνδαλα που ποτέ δεν εξιχνιάστηκαν, το ίδιο και όσοι έχουν απλήρωτα δάνεια και υπερχρεωμένες πιστωτικές. Ο ψιλικατζής και ο μεγαλοεπιχειρηματίας, ο άνεργος και το γκόλντεν-μπόι, ο συνταξιούχος και ο εκατομμυριούχος αντιμετωπίζονται ως συνυπεύθυνοι σε μια διάχυση της διαφθοράς που θα λυθεί «αναλαμβάνοντας όλοι τις ευθύνες μας». Οπως τονίζεται στην έρευνα, «η εικόνα που μεταφέρουν είναι η εικόνα μιας διεφθαρμένης κοινωνίας στο σύνολό της. Η συλλογική ενοχοποίηση "απαγορεύει" στο θυμό και την οργή να εκφραστούν με στόχο τους πραγματικούς υπεύθυνους, δημιουργώντας συναισθήματα αυτοαπόρριψης και αυτομομφής. Ετσι καθηλώνει τους πολίτες και οδηγεί αθόρυβα στην αποδοχή των μέτρων. Μόνο τα ΜΜΕ και οι άνθρωποί τους δεν εμφανίζονται ποτέ να εμπλέκονται σε σκάνδαλα, ύποπτες δραστηριότητες, φοροδιαφυγή κ.ά.».

    3. Εμφαση στο ατομικό

    Η ανασφάλεια υπερτονίζεται ως το μόνο επιτρεπτό συναίσθημα. Οι συλλογικές αντιδράσεις (διαδηλώσεις, απεργίες κ.λπ.) προβάλλονται συνήθως τελευταίες, άρα ασή- μαντες και, τελικά, μάταιες. Ελάχιστη ώρα καταλαμβάνουν στα δελτία οι μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες· μόνο τα σπασίματα παρουσιάζονται με έμφαση. Το ζουμ του φακού γίνεται στο ατομικό δράμα: μία άνεργη μητέρα, ένας συνταξιούχος, ένας έμπορος εμφανίζονται ως ατομικές περιπτώσεις, αποκομμένες από το συλλογικό. Κατά το δόγμα «ένας θάνατος είναι τραγωδία, χίλιοι θάνατοι είναι στατιστική», οι «συλλογικότητες» εμφανίζονται με τη μορφή στατιστικών πινάκων: 1.000.000 άνεργοι, το 20% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας κ.ο.κ. Φυσικά, οι στατιστικές είναι νούμερα και δεν έχουν δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα. Στην τελική, είναι διεσπαρμένες μονάδες, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, κατά το θατσερικό ρητό «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα».

    4. Υποβάθμιση στο συλλογικό

    Οσο προβάλλεται κατά κόρον το μοτίβο «είμαστε όλοι υπαίτιοι», η αντιμετώπιση της κρίσης παρουσιάζεται ως: α) υπόθεση των πολιτικών που χειρίζονται τα πράγματα και β) ατομική υπόθεση του καθενός να τα βγάλει πέρα όπως μπορεί. Οι συλλογικές μορφές αγώνα (διαδηλώσεις, απεργίες κ.λπ.) υποβαθμίζονται ως «άκαιρες», «υπερβολικές» ή/και «καταστροφικές» για τη χώρα. Σε έναν εσκεμμένο συμψηφισμό, κάποιοι έφτασαν να συγκρίνουν τη μαζική απόπειρα εισόδου των διαδηλωτών στη Βουλή με τον εμπρησμό της Μαρφίν, προκαλώντας τον γκεμπελικό συνειρμό «διαδηλωτής = πιθανός δολοφόνος».

    5. Κοινωνικός αυτοματισμός

    Η παρουσίαση των μέτρων αλλά και των αντιδράσεων στοχεύει στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, ώστε η μία κοινωνική ομάδα να στρέφεται εναντίον της άλλης και να φαίνεται ότι απειλεί την ευημερία της άλλης. Δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον ιδιωτικών (βλέπε και την αποτυχημένη απόπειρα να παρουσιαστεί ότι η κυβέρνηση «έσωσε» τάχα τον 13-14ο μισθό των ιδιωτικών), διαδηλωτές εναντίον εμπόρων και τουρισμού, απεργοί εναντίον εργαζομένων. «Η λογική τού διαίρει και βασίλευε» παρατηρεί η Αλ. Κορωναίου «εδραιώνει την κυριαρχία όχι των πολιτικών προσώπων (άλλωστε, εύκολα γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι), αλλά των ίδιων των δημοσιογράφων και των μέσων. Μόνο αυτοί μένουν στο απυρόβλητο».

    Οπως, όμως, μας είπε η ίδια η καθηγήτρια και συντονίστρια της έρευνας, ο τρόπος που τα κυρίαρχα ΜΜΕ παρουσιάζουν την κρίση συντελεί στην ίδια την κρίση και την απαξίωση των ΜΜΕ. «Ολο και περισσότεροι νέοι δεν ενημερώνονται από την τηλεόραση, ειδικά οι ηλικίες κάτω των 25. Γι' αυτό στρέφονται σε μέσα που ενθαρρύνουν το διάλογο, όπως το διαδίκτυο. Οσο για την τηλεόραση, στρέφονται κυρίως σε χιουμοριστικές εκπομπές, όπως το "Αλ Τσαντίρι Νιους" και το "Ράδιο Αρβύλα", ακόμα και στα λεγόμενα ψυχαγωγικά δελτία ειδήσεων».

    Οπως φάνηκε μέσα από συνεντεύξεις με το κοινό, πολλοί αποφεύγουν συνειδητά τις ειδήσεις, γιατί τους προκαλούν άγχος και απέχθεια, τους οδηγούν στην κατάθλιψη. «Χαρακτηριστικά θυμάμαι τη φράση μια κοπέλας, ότι όταν βλέπει τηλεόραση είναι σαν να πενθεί διαρκώς. Οπως γνωρίζουν οι ψυχολόγοι, το παρατεταμένο εσωτερικευμένο πένθος είναι κλινικό σύμπτωμα της κατάθλιψης. Ηδη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε προειδοποιήσει από το 2008 ότι η οικονομική κρίση θα αυξήσει τα συμπτώματα κατάθλιψης και τις αυτοκτονίες. Αυτό φάνηκε με δραματικό τρόπο και στη χώρα μας, με τέσσερεις αυτοκτονίες σε ένα μόνο Σαββατοκύριακο. Ο τρόπος που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ την κρίση δεν διευκολύνει το διάλογο και σίγουρα επηρεάζει αρνητικά την ψυχική υγεία. Ο θεατής το εισπράττει ως μία συνθλιπτική απουσία ελέγχου στη ζωή του, στο παρόν και στο μέλλον του, ότι τα μέτρα είναι μονόδρομος και ότι δεν υπάρχει συλλογική διέξοδος, παρά μόνο η ατομική συμμόρφωση».

    Κι όμως, όπως φαίνεται μέσα από τις συνεντεύξεις, πάρα πολλοί ερωτώμενοι αμφισβητούν πως τα πράγματα είναι έτσι όπως μας τα παρουσιάζουν, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των νεότερων ηλικιών είναι πεπεισμένη ότι θα υπάρξει κοινωνική αντίδραση.

    Ο κομμουνισμός έφυγε, η ρωσοφοβία όχι


    Η ιστορικός Ναταλία Ναροτσνίσκαγια μιλάει για την επέτειο της αντιφασιστικής νίκης και το Κατίν, τη Δύση και τον Στάλιν
    • Συνέντευξη στον Πετρο Παπακωνσταντiνου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 16 Mαϊου 2010

    Η ιστορικός και φιλόσοφος Ναταλία Ναροτσνίσκαγια είναι μια από τις πιο γνωστές φωνές του αναγεννημένου ρωσικού πατριωτισμού στη Δύση. Από το 1982 έως το 1989 εργάσθηκε στη γενική γραμματεία του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, εκπροσωπώντας τη Σοβιετική Ενωση. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, εκλέχτηκε βουλευτής στη ρωσική Δούμα μέσα από τις γραμμές του κόμματος «Ροντίνα», ιδιόμορφου αμαλγάματος αριστερών και εθνικιστών. Εχοντας μεγαλώσει σε οικογένεια παρτιζάνων της κατεχόμενης από τους ναζί Ρωσίας, υπήρξε μέλος της κρατικής «επιτροπής εναντίον της πλαστογράφησης της Ιστορίας» και ιδίως του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από την «αναθεωρητική» σχολή Δυτικών ιστορικών. Μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Μόσχα και το Παρίσι, όπου διευθύνει το Ινστιτούτο για τη Δημοκρατία και τη Συνεργασία, ένα διεθνές think tank όπου συμμετέχουν κατά κύριο λόγο αναλυτές από τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η κ. Ναροτσνίσκαγια βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα με αφορμή την επέτειο της αντιφαστιστικής νίκης (9 Μαΐου). Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε μιλάει για τα «φαντάσματα» της ρωσικής Ιστορίας και τάσσεται υπέρ μιας «εγκάρδιας συνεννόησης» μεταξύ Ευρώπης - Ρωσίας, ώστε να υπάρξει αποτελεσματικό αντίβαρο στη στρατιωτική ηγεμονία της Αμερικής και στην εκρηκτική οικονομική ανάδυση της Κίνας.

    - Στο βιβλίο σας «Τι απέμεινε από τη νίκη μας;» καυτηριάζετε, με τεκμηριωμένο, αλλά και συναισθηματικά φορτισμένο, κάποιες φορές, τρόπο την υποβάθμιση της αποφασιστικής, ρωσικής συμβολής στην αντιφασιστική νίκη. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η Δύση επιχειρεί να μειώσει τον ρόλο της Ρωσίας;

    - Δεν πρόκειται απλώς για υποβάθμιση - αυτό μέχρις ενός σημείου θα ήταν φυσιολογικό. Κάθε χώρα έχει την τάση να μεγεθύνει το δικό της ρόλο στην Ιστορία και να μειώνει τον ρόλο των άλλων. Οι Γάλλοι θα τιμούν πάντα τον Ναπολέοντα και εμείς θα τιμάμε πάντα τον Κουτούζοφ. Εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι, στην πραγματικότητα, μια μεγάλη ιστορική πλαστογράφηση, που επιχειρεί να αλλάξει τεχνητά τον ίδιο τον χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

    Ακόμη και στις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, όταν ΗΠΑ και ΕΣΣΔ βρίσκονταν με το δάχτυλο πάνω από το κουμπί των πυρηνικών όπλων, ουδείς σοβαρός άνθρωπος στη Δύση εξέταζε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπό το πρίσμα της εξίσωσης ναζισμού- κομμουνισμού. Αντιθέτως, σήμερα κυριαρχεί η οπτική της «αναθεωρητικής» σχολής την οποία θεμελίωσε ο Γερμανός ιστορικός Ερνστ Νόλτε. Σύμφωνα με αυτήν, ο ναζισμός ήταν η αμυντική αντίδραση της Γερμανίας στην απειλή του ρωσικού μπολσεβικισμού. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο εξίσου επαχθείς «ολοκληρωτισμοί», τους οποίους η φιλελεύθερη Δύση αντιμετώπισε ξεχωριστά: πρώτα τον πιο άμεσα απειλητικό, τον ναζισμό και έπειτα τον κομμουνισμό.

    - Μια οπτική που δεν συμμερίζονται οι συμπολίτες σας…

    - Ακριβώς. Εμείς δεν είδαμε ποτέ, ούτε βλέπουμε σήμερα τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο ως αγώνα για την επιβολή του ενός ή του άλλου κοινωνικού συστήματος, αλλά ως αγώνα για να διατηρήσει κάθε έθνος το δικαίωμα να επιλέγει τη μοίρα του. Το όραμα του Χίτλερ ήταν ο εξανδραποδισμός όλων των ευρωπαϊκών εθνών και η μετατροπή τους σε υπηρετικό προσωπικό του Ράιχ. Η μητέρα μου ήταν επαρχιακή δασκάλα όταν μπήκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι της είπαν: «Στο εξής, κυρία μου, ο ρωσικός λαός δεν θα χρειαστεί τις υπηρεσίες σας». Τα επόμενα χρόνια, πήρε μέρος στη εθνική αντίσταση, μέσα από τις γραμμές των ελεύθερων σκοπευτών στα μετόπισθεν του εχθρού. Κι αυτό παρότι ο θείος μου είχε πεθάνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης του Στάλιν και ο πατέρας μου εθεωρείτο ύποπτος.

    - Γιατί όμως η ρωσοφοβία επιβιώνει στη Δύση, δύο δεκαετίες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης;

    - Το φαινόμενο είναι πραγματικά εντυπωσιακό: η σημερινή Ρωσία δεν είναι κομμουνιστική, εν τούτοις η Δύση εμφανίζεται πολύ περισσότερο αντιρωσική από την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης! Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει, κατά την αντίληψή μου, ότι η Δύση δεν αντιπάλευε τον κομμουνισμό, αλλά τον γεωπολιτικό γίγαντα που λεγόταν ΕΣΣΔ.

    Το μίσος για Στάλιν

    Μην με παρεξηγήσετε: δεν τρέφω καμία συμπάθεια για τους δαίμονες της σοσιαλιστικής επανάστασης, τον Λένιν, τον Τρότσκι και τον Στάλιν. Εκείνο που λέω είναι ότι η Δύση μισεί τον Στάλιν όχι γιατί ήταν κομμουνιστής, αλλά γιατί έκανε τη Σοβιετική Ενωση υπερδύναμη, όχι για το γκουλάγκ, αλλά για τη Γιάλτα. Γι' αυτό άλλωστε η Δύση εμφανίζεται πολύ περισσότερο επιεικής έναντι του Λένιν - όσο για τον Τρότσκι, αυτός σχεδόν αγιοποιείται, περίπου ως μια ρομαντική, γιακωβίνικη ψυχή.

    - Είναι όμως δυνατόν να τιμά κανείς τη μεγάλη, αντιφασιστική νίκη της Σοβιετικής Ενωσης και να μην αναγνωρίζει (πέρα από ό,τι μπορεί να τους καταλογίσει) απολύτως τίποτα θετικό στον Λένιν, που ίδρυσε τη Σοβιετική Ρωσία, στον Τρότσκι που οργάνωσε τον Κόκκινο Στρατό και στον Στάλιν, που διηύθυνε τον Πατριωτικό Πόλεμο;

    - Εχετε απόλυτο δίκιο. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν μαύρες σελίδες στη νεότερη Ιστορία μας, ότι πληρώσαμε πολύ υψηλό τίμημα μέχρι να φτάσουμε στην αντιφασιστική νίκη. Αλλά δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσουμε αυτές τις μαύρες σελίδες με λευκές, αφού είναι κομμάτι της δικής μας Ιστορίας και οφείλουμε να το αποδεχθούμε χωρίς συμπλέγματα ενοχής. Επιτέλους, οι σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες έχουν κι αυτές τις δικές τους σελίδες με τους Δαντόν και τους Ροβεσπιέρους - μάλιστα, ο όρος «επαναστατική τρομοκρατία» προήλθε από τη Γαλλική Επανάσταση, όχι από τη Ρωσική. Στη Δύση, ο Ιβάν ο Τρομερός εμφανίζεται ως Δράκουλας, αλλά την ίδια εποχή, η Αικατερίνη των Μεδίκων εξολόθρευσε μέσα σε μία μόνο νύχτα, τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, 80.000 ανθρώπους, αριθμό πενταπλάσιο από τα θύματα του Ιβάν του Τρομερού στα 30 χρόνια της κυριαρχίας του. Οσο για τους Αγγλους, τιμούν τον Κρόμβελ και την Ενδοξη Επανάσταση, παρά τους αποκεφαλισμούς καθολικών ιερέων και του βασιλιά. Αν λοιπόν οι εθνικές ελίτ της Δύσης δεν έχουν συμπλέγματα κατωτερότητας και τιμούν τις ιστορικές τους προσωπικότητες με όλη την αντιφατικότητά τους, γιατί θα έπρεπε να πράξουμε διαφορετικά εμείς;

    - Επί δεκαετίες η Μόσχα επέμενε ότι η μαζική σφαγή Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν ήταν έργο των ναζί. Τώρα η ρωσική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι έγινε με εντολή του Στάλιν. Πώς νιώσατε όταν επιβεβαιώθηκε η εκδοχή αυτή;

    - Ενιωσα θλίψη για ένα έγκλημα που αποτελεί κηλίδα στη ρωσική Ιστορία. Σκέφτηκα όμως ότι, τουλάχιστον, θα σταματήσουν οι αβάσιμες εικασίες γύρω από αυτό το γεγονός. Για παράδειγμα, έγινε σαφές ότι, όσο αποτρόπαιο κι αν ήταν το συμβάν, δεν είχε διαστάσεις γενοκτονίας όπως επέμεναν ακραίοι Πολωνοί εθνικιστές και ότι έλαβε χώρα, εκ παραλλήλου, άλλη δολοφονική επιχείρηση των Γερμανών. Σε κάθε περίπτωση, ελπίζω ότι οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Πολωνίας θα μπουν σε τροχιά εξομάλυνσης, μετά και από το τραγικό, σχεδόν μυστηριακό θα έλεγα γεγονός (σ.σ. την πρόσφατη αεροπορική τραγωδία) που στοίχισε τη ζωή τόσων ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου του προεδρικού ζεύγους της Πολωνίας.

    - Στο προαναφερθέν βιβλίο σας συνηγορείτε υπέρ μιας νέας «Αντάντ», τρόπον τινά, αυτή τη φορά μεταξύ Ρωσίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό;

    - Φυσικά, δεν πρόκειται για «Αντάντ», δηλαδή για στρατιωτική συμμαχία. Ωστόσο, οι δυνατότητες μιας πολιτικής συνεννόησης υπάρχουν, όπως είδαμε και στην κοινή στάση των τριών χωρών εναντίον του πολέμου των ΗΠΑ στο Ιράκ. Γενικότερα, πιστεύω ότι η Ευρώπη μόνο να κερδίσει έχει από τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Η άνοδος της Κίνας πρέπει να προβληματίσει την Ευρώπη, καθώς το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίζεται ανατολικά. Από την άλλη, η αμερικανική στρατηγική περιορίζει την Ευρώπη στον ρόλο της ενδοχώρας, του προγεφυρώματος απέναντι στη Ρωσία. Μόνο μια ευρω-ρωσική συνεργασία μπορεί να διαμορφώσει έναν τρίτο πόλο, ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, αποκαθιστώντας συνθήκες ισορροπίας στο παγκόσμιο σύστημα. Η Ευρώπη πρέπει να βγάλει τα συμπεράσματά της από την τυφλή ευθυγράμμισή της με την Αμερική, όπως έγινε στο Κόσοβο. Τι κέρδισε η Ευρώπη από αυτό; Μόνο μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα στην καρδιά της.

    Αμερικανική «εισβολή» στην Κόκκινη Πλατεία!

    Τα κόκαλα του Λένιν πρέπει να έτριζαν στο Μαυσωλείο του, στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, την περασμένη Κυριακή, κατά τον πανηγυρικό εορτασμό της Ημέρας της Νίκης, που μόνο «καθιερωμένος» δεν ήταν: αυτή τη φορά, δίπλα στους Ρώσους στρατιώτες, κληρονόμους της δόξας του Κόκκινου Στρατού, είχαν παραταχθεί... στρατεύματα της Γαλλίας, της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών! Αλλη μια ένδειξη βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας επί Μπαράκ Ομπάμα και Ντμίτρι Μεντβέντεφ - αν και ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει το βάθος και τη διάρκεια αυτής της βελτίωσης.

    «Κυνήγι μαγισσών» τον 21ο αιώνα

    Αν η ρωσοφοβία της Δύσης βρίσκεται σε ύφεση, δεν συμβαίνει το ίδιο με την εκστρατεία κατά του κομμουνισμού. Το σύνθημα δόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης με το «αντικομμουνιστικό μνημόνιο», το οποίο εξισώνει τον κομμουνισμό με τον ναζισμό.

    Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο καθιέρωσε την 23η Αυγούστου ως «ημέρα μνήμης για τα θύματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων». Οι πιο ακραίες περιπτώσεις σημειώθηκαν σε χώρες της παραδοσιακής σφαίρας επιρροής της ΕΣΣΔ: στην Τσεχία, η Κομμουνιστική Νεολαία της χώρας τέθηκε εκτός νόμου, ενώ απαγορεύτηκε από το Κ.Κ. να χρησιμοποιεί ως έμβλημα το σφυροδρέπανο (το υποκατάστατο που ενέκρινε το δικαστήριο ήταν δύο... κερασάκια!).

    Χωρίς ιδιαίτερη επιρροή

    Δικαστικές διώξεις υφίστανται την τελευταία τριετία και νεοκομμουνιστικές οργανώσεις σε Ουγγαρία και Πολωνία - στην τελευταία περίπτωση, το «κυνήγι μαγισσών» επί αδελφών Κατσίνσκι πήρε τέτοια έκταση, ώστε να τεθεί θέμα διερεύνησης των δεσμών που διατηρούσε με το κομμουνιστικό καθεστώς ο... Λεχ Βαλέσα! Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς οι κομμουνιστικές οργανώσεις να έχουν ιδιαίτερη επιρροή στις εν λόγω χώρες.