Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Nέα αντίφαση ή νέα αφήγηση η επιστροφή στην «ελληνικότητα»;

Η κρίση οδηγεί κάποιους στο καταφύγιο των παλιών προτύπων για την τόνωση του ηθικού
  • Tης Μαργαριτας Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17/3/2012
Απογευματινή βόλτα στον κυριότερο εμπορικό δρόμο της Γλυφάδας. Στη βιτρίνα ενός καταστήματος εσωρούχων φιγουράρει μια ελληνική σημαία, για να υποστηρίξουμε τις εγχώριες επιχειρήσεις. Λίγο πιο κάτω, έξω από ένα κατάστημα με επώνυμα ρούχα, κυματίζει πάλι μια μεγάλη γαλανόλευκη. Εντός, ακούγεται στο διαπασών, το «Ενα το χελιδόνι» με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Ανάμεσα στις κρεμάστρες και στη σκάλα προς τον επάνω όροφο διακρίνει κανείς, ζωγραφισμένους, διακεκριμένους συμπατριώτες μας από το 1821 έως σήμερα: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο γιατρός Γεώργιος Παπανικολάου, η Μαρία Κάλλας, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Αλέκος Παναγούλης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κ.ά. Τι κοινό έχουν οι εικονιζόμενοι; Προφανώς μας κάνουν υπερήφανους ως Ελληνες. Σημείο των καιρών.
Η πρωτοφανής κρίση οδηγεί αναπόφευκτα στην αναδιατύπωση της ταυτότητάς μας, σε μια χώρα που καταρρέουν πολλά από τα πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα. Αναζητούμε ξαφνικά την ελληνικότητα, σαν ένα καταφύγιο που θα μας προφυλάξει στη δύσκολη συγκυρία. Στρεφόμαστε στο παρελθόν για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε το μέλλον. Αν αφήσουμε όμως στην άκρη το πάνθεον των ηρώων (στο κατάστημα της Γλυφάδας και στα βιβλία της Ιστορίας), διαπιστώνουμε ότι ακόμα και παλαιότερα, αυτή η ταυτότητα ήταν φτιαγμένη από ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων επιταγών. Οι γενιές που βιώνουν την οικονομική δυσχέρεια της ύφεσης, ισορρόπησαν σε μια αμφίρροπη μάχη δυτικότροπου καταναλωτισμού και νοσταλγικών στοιχείων για μια Ελλάδα άλλων εποχών.
Κατά κάποιον τρόπο, η σύγχυση έχει γίνει ακόμα βαθύτερη σήμερα. «Κeep walking Greece», λέει μια γνωστή διαφημιστική καμπάνια για ουίσκι, αλλά εμείς δεν ξέρουμε προς τα πού να βαδίσουμε, αν και επιλέγουμε να πορευτούμε με ό,τι γνωρίζουμε από το παρελθόν. Παραμένουμε μετέωροι, αν και προστρέχουμε στην ασφάλεια των προτύπων, στην τόνωση του ηθικού μας μέσα από γνωστές προσλαμβάνουσες, σε φιγούρες σημαδιακές για τον πολιτισμό, τα γράμματα ή τις επιστήμες, στη σημαία ως σύμβολο. Η επιστροφή στην «ελληνικότητα», που πια φτάνει από τα θεάματα ώς τα καταστήματα, γίνεται νέα τάση. Μόδα, αναγκαιότητα, σπασμωδική αντίδραση; Μήπως μια νέα αντίφαση, όπως ισχυρίζεται ο Αγγελος Παπαδημητρίου ή μια καινούργια αφήγηση, όπως ισχυρίζεται ο κοινωνιολόγος Παναγής Παναγιωτόπουλος;
AΠOΨH: Θαυμάζουμε ό,τι φθονούμε και φθονούμε ό,τι θαυμάζουμε 
  • Του Αγγελου Παπαδημητριου*
Μεγαλώνοντας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα της «ευτυχίας» (γεννήθηκα το 1952 στο Κιάτο) και μέχρι σήμερα που μοιάζει να κλείνει ο κύκλος της, δεν έπαψα ούτε στιγμή να στέκομαι δύσπιστος απέναντι στην «ελληνική πραγματικότητα». Γιατί απλούστατα είχα την τύχη να βιώσω όλο το εγχώριο, μικρομεγαλοαστικό σύνδρομο και τους κώδικές του από μέσα. Μην έχοντας κληρονομικό χάρισμα, μικρασιατικές ή κομμουνιστικές «περγαμηνές» διαφυγής, αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να εστιάσω αντικειμενικά στα γεγονότα, καταλαβαίνοντας έγκαιρα το δισυπόστατο νόημα όλων των αξιών που επιβάλλονταν σχεδόν διά της βίας.
Από τη μια η βροντώδης φωνή της Βέμπο που πέταγε (στις παρελάσεις) τους «Γερμαναράδες» στη θάλασσα και από την άλλη το καλύτερο ψυγείο της εποχής (Siemens φυσικά) που μας ανέβαζε στις πρώτες βαθμίδες της κοινωνικής καταξίωσης. Από τη μια η ξένη μουσική με το ξέφρενο ερωτικοσεξουαλικό μήνυμά της και από την άλλη «Διώξε την λύπη παλικάρι πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι». Από τη μια το αμερικανικό όνειρο (Κένεντι, Μονρόε, Χόλιγουντ, Πύραυλοι) και από την άλλη «Δεξιά ήταν το σεράι που ο Βεζύρης κατοικούσε» και αριστερά η παράγκα του Καραγκιόζη. Το πρωί καθωσπρέπει, το βράδυ ξέφρενοι. Πέρασαν η χούντα, η μεταπολίτευση και η αντίφαση μέρα με τη μέρα μεγάλωνε μαζί με το χρέος. Είχαμε πια παγιώσει τον περίφημο μεσογειακό χαρακτήρα μας, μεταξύ δύο ακραίων πόλων, του φθόνου και του θαυμασμού.
Εθιστήκαμε να θαυμάζουμε ό,τι φθονούμε και να φθονούμε ό,τι θαυμάζουμε. Ενα θανάσιμο αγαπόμισος, που στηρίζει τις ισορροπίες μας ώς και σήμερα. Ετσι το χρήμα και το λαϊφστάιλ βρήκαν τη θέση τους δίπλα στη μαγκιά και τα κρατικά ζεϊμπέκικα. Και τι μας περιμένει ακόμα... Γιατί ευθύνη έχουμε και εμείς οι καλλιτέχνες. Πριν σχεδόν 30 χρόνια θυμάμαι ότι -εκνευρισμένος- είπα στην αγαπημένη μου δασκάλα Ελένη Βακαλό «Μα είναι ντροπή να έχουν στο σουπερμάρκετ τη μουσική του Χατζιδάκι» για να πάρω την αποστομωτική απάντηση «Και οι δημιουργοί έχουν ευθύνη για την χρήση του έργου τους».
* Ο κ. Αγγελος Παπαδημητρίου είναι καλλιτέχνης. 
AΠOΨH: Η «Ελλάδα της Σημαίας» να μη μας πανικοβάλλει 
  • Του Παναγη Παναγιωτοπουλου*
Το ζήτημα μιας νέας αφήγησης για την κοινωνία μας, εφόσον πράγματι έχει αποφευχθεί η ολική καταστροφή, καταλαμβάνει προνομιακή θέση στις αγωνίες μας. Η αφήγηση αυτή μπορεί να είναι εθνική και θυμωμένη, συμπλεγματική, ταπεινωμένη και στενή. Μπορεί όμως να είναι και πατριωτική, δημοκρατική, ειλικρινής και ευρωπαϊκή. Το πιθανότερο είναι ότι θα είναι και τα δύο. Προς το παρόν συναντάμε σχεδόν αποκλειστικά την πρώτη εκδοχή. Βλέπουμε τα σημάδια ενός ηττημένου έθνους, ακούμε τη βαρυθυμία ενός λαού που δεν καλείται μόνο να ανακάμψει, αλλάζοντας δραματικά, αλλά και να κοιταχτεί στον καθρέπτη της ομορφιάς του και της ασχήμιας του. Αυτή η συναισθηματική και υπαρξιακή ένταση είναι φυσιολογική. Η «Ελλάδα της Σημαίας» δεν πρέπει να μας πανικοβάλλει. Πολύ κόσμος καταφεύγει σε αυτή, για να βρει αποκούμπι τη στιγμή που η ατομική του ταυτότητα εκπίπτει, τη στιγμή το γραμμικό σχέδιο για την ευημερία των παιδιών του έχει σπάσει σε πολλά ασύνδετα κομμάτια. Εκεί, στην ελάχιστη και πιο πρόχειρη ταυτότητα, θα σταθεί, για να αντιμετωπίσει τόσο τον ιστορικό του εαυτό όσο και τα, άλλοτε βλακώδη και άλλοτε πονηρά, στερεότυπα του οικονομικού εθνικισμού, συγκεκριμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εξ άλλου, οι Ελληνες δικαιούμαστε να είμαστε πολύ σκεπτικοί απέναντι στην Ευρώπη, αλλά και περήφανοι που αντέξαμε ψυχικά τα δύο χρόνια της εφιαλτικής ανασφάλειας και του καθημερινού φόβου.
Το μεγάλο ζητούμενο μιας πατρίδας που θα μας χωρέσει ξανά όλους και της οποίας την ιστορία αναγκαστικά ξαναγράφουμε, είναι ωστόσο μπροστά μας. Και για να ζήσουμε αυτήν τη σύνθετη, δύσκολη και καινοφανή εμπειρία μιας δημοκρατικής πατρίδας που είναι αξιοπρεπής, δημιουργική και ευρωπαϊκή, θα πρέπει να λυτρωθούμε από την επικίνδυνη και τεμπέλικη φαντασίωση ότι κάποιοι συστηματικά συνωμοτούν εναντίον μας, επειδή αντιπροσωπεύουμε κάτι σπουδαίο–ανώτερο, κάτι που φθονούν, κάτι που μισούν. Η φασιστική προέλευση τέτοιων μύθων («οι παγκόσμιοι εξουσιαστές επιτέθηκαν πρώτα στο αιώνιο αντιστασιακό έθνος –τους Ελληνες– για να κάμψουν στη συνέχεια και τα υπόλοιπα–υποδεέστερα ») δεν μπορεί να κρυφτεί, όποιο στόμα και αν τους αναπαράγει. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η ρητορική της σημαίας είναι συνήθως και η μετωνυμία της υποστολής της.
* Ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι λέκτωρ κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ.