Tου Γιωργου Παγουλατου*, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/6/2009
Oι ευρωεκλογές στην Ευρώπη ανέδειξαν νικήτρια την κεντροδεξιά μειώνοντας την εκπροσώπηση της κεντροαριστεράς. Αύξησαν τις έδρες ακροδεξιών και πρασίνων, εις βάρος της κόκκινης αριστεράς. Συνολικά, μπορεί να πει κανείς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετακινήθηκε προς τα δεξιά.
Παράδοξο πρώτο: Οι Ευρωπαίοι ζητούν σοσιαλδημοκρατική πολιτική αλλά ψηφίζουν κεντροδεξιά.
Δυο κεντρικά ζητήματα επηρέασαν καθοριστικά τη στροφή αυτή προς τα δεξιά: η οικονομική κρίση και η κοινωνική ανασφάλεια μεταξύ άλλων απέναντι στη λαθρομετανάστευση. Το πρώτο ζήτημα λειτούργησε κυρίως υπέρ της κεντροδεξιάς, το δεύτερο υπέρ της ακροδεξιάς.
Οπου οι πολίτες θεώρησαν ότι η εθνική τους κυβέρνηση αντιμετώπισε επαρκώς την οικονομική κρίση, προτίμησαν το κυβερνών κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, κλπ). Στην Ισπανία καταψήφισαν την κυβέρνηση Θαπατέρο, αλλά με ένα οριακό 2%, εντυπωσιακό με μια ανεργία 20%! Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, για διαφορετικούς λόγους, η καταψήφιση της κυβέρνησης έλαβε χαρακτήρα γενικευμένης αποδοκιμασίας: στη Βρετανία και στην Ελλάδα. Γενικά όμως, η οικονομική κρίση ενίσχυσε τις (ως επί των πλείστον κεντροδεξιές) κυβερνήσεις αρκεί να αντέδρασαν με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα. Δεν αλλάζεις καπετάνιο στη μέση της καταιγίδας.
Και εδώ έρχεται το παράδοξο. Οι κυβερνητικές πολιτικές τις οποίες ενέκριναν οι ψηφοφόροι ήταν πολιτικές με σαφή σοσιαλδημοκρατική και κεϊνσιανή απόχρωση: ενίσχυση των επιδομάτων ανεργίας και δαπανών κοινωνικής προστασίας, ανοχή σε υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα, παρέμβαση στο χρηματοπιστωτικό τομέα και ρύθμιση των φορολογικών παραδείσων, κρατική στήριξη μεγάλων βιομηχανιών. Πολιτικές πραγματισμού, άλλωστε, σε συγκυρία ύφεσης. Τέτοιες πολιτικές εφάρμοσαν οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις που ενισχύθηκαν στις ευρωεκλογές. Η ψήφος προς την κεντροδεξιά (σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, κλπ) ήταν ψήφος εμπιστοσύνης στο «ευρωπαϊκό» «ηπειρωτικό» μοντέλο της ρυθμιζόμενης, κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και του κοινωνικού κράτους. Βοήθησαν και οι εσωτερικές διαμάχες στη σοσιαλιστική αντιπολίτευση. Η κρίση κατέληξε να ενισχύσει την κεντροδεξιά, αφού την επανέφερε (έστω για την ώρα) στη μεταπολεμική παράδοση της «σοσιαλδημοκρατικής» κεϊνσιανής συναίνεσης.
Παράδοξο δεύτερο: Οι ψηφοφόροι αναζητούν την εναλλακτική πολιτική αλλά ανταμείβουν τη διαχειριστική αξιοπιστία. Ελκονται από το διαφορετικό αλλά εμπιστεύονται το δοκιμασμένο.
Η οικονομική κρίση δημιούργησε μια διάχυτη αίσθηση ότι ο διεθνής και ευρωπαϊκός καπιταλισμός χρειάζεται ουσιώδεις διορθώσεις και μεταρρυθμίσεις. Οι μετρήσεις αποτυπώνουν μεγάλη δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων πολιτών για τις συνθήκες που οδήγησαν στην κρίση. Στρώματα που επλήγησαν από την κρίση αναζητούν διαφορετική πολιτική.
Σε αυτό το δίπολο παγιδεύτηκε η κεντροαριστερά. Η κρίση πλήττει δυσανάλογα τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, που τείνουν να εντοπίζονται στην αριστερά. Οπου όμως η κεντροαριστερά επιχείρησε να διατυπώσει μεταρρυθμιστικές εναλλακτικές που προχωρούσαν πέρα από τη στήριξη του κοινωνικού κράτους, τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις, την «πράσινη οικονομία» και την κεϊνσιανή αναθέρμανση, δεν έπεισε. Δεν ικανοποίησε τα ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα, που επιθυμούσαν ρήξη με τον καπιταλισμό. Αλλά κυρίως κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολύ μαζικότερων μεσαίων αστικών στρωμάτων, που δίνουν μεγάλη σημασία στην οικονομική σταθερότητα και διαχειριστική αξιοπιστία. Αλλωστε η σταδιακή υιοθέτηση ενός αξιόπιστου οικονομικού πραγματισμού από τη σοσιαλδημοκρατία στις δεκαετίες ’80-’90 ήταν αυτό που την κατέστησε κυβερνητικά ελκυστική. Και την διατήρησε στην εξουσία για πολλά χρόνια.
Οσοι καλούν την κεντροαριστερά να πάει αριστερότερα παραγνωρίζουν το δομικό δεδομένο ότι οι δυτικές κοινωνίες παραμένουν (παρά την κρίση) κοινωνίες πλειοψηφικών μεσαίων στρωμάτων που εργάζονται, λειτουργούν, καταναλώνουν και ευημερούν στον καπιταλισμό. Θέλουν ίσως μια άλλη ισορροπία κράτους και αγοράς, όχι όμως κι ένα διαφορετικό σύστημα.
Το πρόβλημα δεν είναι αντίστοιχο για την κεντροδεξιά. Ο κύριος κορμός ψηφοφόρων της στα περισσότερα κράτη-μέλη δεν υπέστησαν έντονα τις επιπτώσεις της κρίσης. Ανησυχούν περισσότερο για την επικείμενη αύξηση των φόρων που περιμένουν να επακολουθήσει.
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά υιοθέτησε τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους και τον κεϊνσιανισμό. Σήμερα, απέναντι στην κρίση, εφαρμόζει πάλι την ίδια συνταγή: απαντά με κρατική παρέμβαση και ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών. Εξουδετερώνει το συγκριτικό πλεονέκτημα της κεντροαριστεράς στην κοινωνική προστασία και την ανταγωνίζεται προνομιακά στο πεδίο της οικονομικής αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας. Και παίζει επιπλέον σε ένα ευνοϊκό έδαφος στο πεδίο της «τάξης και ασφάλειας». Ιδίως αν είναι διατεθειμένη να ενδώσει σε αυταρχισμό τύπου Σαρκοζί ή ξενοφοβικό λαϊκισμό τύπου Μπερλουσκόνι.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου