Η ιστορική μνήμη είναι συνήθεια. Μια συνήθεια που εμπεδώνεται μέσα από τη συνεχή επανάληψη. Ακόμα και τα μεγάλα γεγονότα που ανέστρεψαν την πορεία του κόσμου δεν αναβιώνουν στο σήμερα παρά μέσα από μνημονικά τεχνάσματα και για λόγους που αναφέρονται στο παρόν. Με αυτή την έννοια, οι τελετουργικές αφηγήσεις, παραδόσεις και επετειακές αναφορές δεν είναι ούτε τυχαίες ούτε ουδέτερες ούτε αυτονόητες. Το παρελθόν επιστρέφει μόνον αν και όταν θα του το ζητήσουμε. Οταν το ανασταίνουμε, ορίζουμε και ελέγχουμε τη συμβολική του σημασία. Οταν αναθεωρούμε το νόημά του, νομιμοποιούμε τις δικές μας σκοπιμότητες. Η ερμηνεία του ιστορικού παρελθόντος ένα και μόνο στοχεύει: να δικαιώσει το ιστορικό παρόν. Και, γι΄ αυτό ακριβώς, η λειτουργία των παραδόσεων και επετείων δεν μπορεί παρά να είναι συντηρητική.
Ολες οι μείζονες ιστορικές «ρήξεις» έτσι λειτουργούν. Η αναφορά στο τέλος μιας εποχής παραπέμπει στην αρχή μιας άλλης μέσα από την εγκατάσταση μιας «τάξης πραγμάτων» που προβάλλει τη διαχρονικότητά της. Η επέτειος της πτώσης της Βαστίλλης λειτούργησε σαν σύμβολο της διαιώνισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η επέτειος της άλωσης των χειμερινών ανακτόρων σημάδεψε την αφετηρία της αναπότρεπτης παγκόσμιας σοσιαλιστικής ανατροπής και η επέτειος του χιτλερικού πουτς του Μονάχου εορταζόταν ως προάγγελος του αιώνιου Ράιχ των «χιλίων ετών». Στο σημείο αυτό, ο Φουκουγιάμα δεν πρωτοτύπησε παρά μόνο ρητορικά: πάντα η επαγγελία του νέου αναγγέλλεται ως τέλος μιας κάποιας ιστορίας ή προϊστορίας. Τα αναχρονιστικά, παρωχημένα ή και μισητά σύμβολα του παρελθόντος καλούνται να δώσουν τη θέση τους στα νέα σύμβολα που συνοψίζουν τον νέο λόγο, τη νέα πρόοδο και τη νέα τάξη.
Είκοσι χρόνια μάς χωρίζουν σήμερα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αναπολούμε τη νίκη του θεόπεμπτου εξολοθρευτή αγγέλου που σκόρπισε όλα τα κακά με μιας. Με το τέλος του Ψυχρού Πόλεμου, της Σοβιετικής Ενωσης και της ισορροπίας του τρόμου, η ανθρωπότητα πίστεψε πως θα προχωρήσει ακάθεκτη προς την ειρήνη, την προκοπή και τη χειραφέτηση. Από κοινού, η δημοκρατία, η ελευθερία, η ειρήνη, τα ατομικά δικαιώματα και οι αρχές του Κράτους Δικαίου εγγυώνται την πρόοδο του ανθρώπινου γένους. Οι συγκρούσεις και οι αντιθέσεις θα λύνονται πλέον συναινετικά στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς με μόνο γνώμονα τους ουδέτερους και απροκατάληπτους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Ετσι, από τη στιγμή που οι πολίτες μπορούν να αυτενεργούν διαγράφοντας ελευθέρα το μέλλον τους, όλα τα τείχη, όλα τα όρια και όλα τα σύνορα ανάμεσα στις κατεστημένες και από καθέδρας ασκούμενες εξουσίες καλούνται να υποχωρήσουν. Το τέλος των γεωπολιτικών στρατοπέδων αναγγέλλει το τέλος των τυφλών εξουσιαστικών αντιπαραθέσεων, το τέλος των αυταρχικών αυθαιρεσιών και το τέλος των στείρων ιδεολογικών αγώνων.
Ο νέος, γενναίος κόσμος που προβάλλεται μπροστά μας θα είναι λοιπόν ένας κόσμος δίχως κέντρο, ένας κόσμος ελεύθερος, αυτορρυθμιζόμενος, ανοικτός και ριζικά αντιεξουσιαστικός. Ως πηγή όλων των δεινών, ως εστία ενδημικής διαφθοράς, ως προάγγελος καταχρήσεων και αναποτελεσματικότητας και ως έρπουσα απειλή για την ατομική αυτονομία, οι Λεβιάθαν θα περιορισθούν, θα ελεγχθούν και θα τιθασευτούν. Μπροστά στην πλημμυρίδα της ανεξέλεγκτης ατομικής ελευθερίας, ένα ένα, όλα τα φράγματα, τα σύνορα και οι περιορισμοί θα καταρρεύσουν. Αυτή ακριβώς είναι η συμβολική της πτώσης του βερολίνειου τείχους. Φαίνεται πως, όπως είχε προαναγγείλει ο Κένεντι, «είμαστε όλοι Βερολινέζοι». Οι άνθρωποι, και μαζί τους οι ιδέες, οι αξίες, οι πληροφορίες, τα εμπορεύματα και τα κεφάλαια καλούνται πλέον να κινούνται ελεύθερα, αλογόκριτα και δίχως όρους και όρια. Και αν ακόμα οι κρατικές εξουσίες δεν είναι δυνατόν να εξαφανισθούν, η λειτουργία τους θα πρέπει να περιορισθεί στην εγγύηση των αρχών του δικαίου, στην τήρηση της τάξης, της κίνησης και της δια-κίνησης των βιοτικών ροών και των ελεύθερων ατομικών πρωτοβουλιών και στην εξασφάλιση της προστασίας και αναπαραγωγής των ζωογόνων δικτύων. Τα κράτη-έννομες τάξεις δρουν ως απλοί πλέον «διαχειριστές» των εγκόσμιων. Δεν υπάρχουν πια υπεύθυνες κυβερνήσεις, αλλά μόνον υπάκουες δια-κυβερνήσεις. Στις κοινωνίες όπου η κατά το δυνατόν ταχύτερη, απρόσκοπτη και ελεύθερη «κυκλοφορία» ανθρώπων, ιδεών, υπηρεσιών και κεφαλαίων αναδεικνύεται ύπατη και οικουμενική αναπτυξιακή σκοπιμότητα, οι κρατικοί λειτουργοί θα περιορίζονται στον ρόλο των πειθήνιων τροχονόμων των αγοραίων πρωτοβουλιών.
Η πανούργα Ιστορία, όμως, δεν είπε την τελευταία της λέξη. Προβλέψιμα ή αναπάντεχα, η αντιεξουσιαστική προϊδέαση που ενεργοποιήθηκε με την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου δεν οδήγησε στην αποδυνάμωση, αλλά στη μετατόπιση και μετασημασιολόγηση των εξουσιαστικών πρακτικών. Στον νέο, ανοικτό, αυτορρυθμιζόμενο και παγκοσμιοποιημένο κόσμο, οι καίριες αποφάσεις για το μέλλον δεν λαμβάνονται από τις νόμιμες πολιτικές αρχές, αλλά παίρνονται έξω και ανεξάρτητα απ΄ αυτές, πίσω από την πλάτη τους και συχνά εν αγνοία τους. Αν, όμως, εξακολουθούμε να ορίζουμε ως πολιτικά τα διακυβεύματα που αφορούν το σύνολο, είναι πια σαφές ότι οι κατ΄ εξοχήν πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται έξω από το ονοματισμένο πολιτικό υποσύστημα, στα σκοτεινά υπόγεια των «φωτεινών» των χωρών της τεχνολογίας, του υπερεθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, των κεφαλαιακών ροών και της παραγωγής και αξιοποίησης της γνώσης. Πραγματικό πολιτικό είναι εκείνο που εμφανίζεται ως μη πολιτικό, ενώ το ονομαζόμενο ως πολιτικό αρκείται στο να προσαρμόζεται στα εκτός αυτού κείμενα.
Ετσι, αν όλες οι μεγάλες ιστορικές ρήξεις και ανατροπές συνεπιφέρουν ολισθήσεις σημασιών, οι τρέχουσες ανασημασιολογήσεις είναι ίσως οι από καταβολής ριζικότερες. Μαζί με το Τείχος του Βερολίνου, αποθεμελιώθηκαν τα κατά παράδοσιν ονοματισμένα πεδία των κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων και αποφορτίστηκαν οι ιστορικά δοκιμασμένες λέξεις μέσα από τις οποίες εκφραζόταν το συλλογικό. Κανείς δεν μπορεί πια να ορίσει με ακρίβεια τι «είναι» το πολιτικό, πώς διακρίνεται το ατομικό από το συλλογικό, πώς αρθρώνονται μεταξύ τους οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης, ή ακόμα και σε τι αντιστοιχεί η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο στίβος της πολιτικής αντιπαράθεσης δομείται ως κινούμενη άμμος, όλες οι βεβαιότητες κλονίζονται. Αν μη τι άλλο, ανεξάρτητα από τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούσε, το τείχος και τα τείχη θωράκιζαν τους ανθρώπους ενάντια στην αγωνία του συνεχούς αποπροσανατολισμού. Τα κατεστημένα νοήματα αμβλύνουν τον οίστρο της ζωής αλλά απαλύνουν τον φόβο του θανάτου. Αναρωτιέμαι λοιπόν «τι θα γίνουμε χωρίς τα τείχη»; Και κατ΄ επέκταση ρωτώ μήπως τα τείχη που γκρεμίζονται ένα μετά το άλλο υπάρχουν μόνο για όσο καιρό θέλουμε να τα κρατάμε όρθια μπαλώνοντας τις ρωγμές τους και αναπαλαιώνοντας τις μορφές τους. Από τη στιγμή που δεν ανεχόμαστε την καταπίεση της τυραννίας αλλά και δεν είμαστε σε θέση να απολαύσουμε την αυθαιρεσία της ανεξέλεγκτης ελευθερίας, απορφανιζόμαστε από όλες μας τις ασπίδες. Μήπως τα τείχη που χάθηκαν «ήταν μια κάποια λύση»;Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου