Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Ο «πόλεμος της σιωπής»

  • Η μάχη των κατασκόπων και των μυστικών υπηρεσιών στο πιο ενεργό μέτωπο του ψυχροπολεμικού κόσμου

  • του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΡΑ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Αμέτρητα κατασκοπικά μυθιστορήματα και ταινίες του Χόλιγουντ έχουν συμβάλει ώστε σήμερα, δύο δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους, το Βερολίνο να διατηρεί ακόμη στο συλλογικό μας υποσυνείδητο τη σπάνια ατμόσφαιρα σασπένς του «Τρίτου Ανθρώπου», με τον «κακό» μαυραγορίτη Χάρι Λάιμ (Ορσον Γουέλς) να κρύβεται στην εσοχή μιας πόρτας. Συγγραφείς, όπως ο Τζον Λε Καρέ, αποθέωσαν για δεκαετίες τους ψυχροπολεμικούς κατασκόπους, παρουσιάζοντάς τους σαν το αρχέτυπο της μάχης ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, στο φως της Δύσης και στο σκότος του Παραπετάσματος. Και η αλήθεια είναι ότι η σχεδόν ισοπεδωμένη πρωτεύουσα της ναζιστικής Γερμανίας μετατράπηκε, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, σε «σημείο επαφής» των δύο υπερδυνάμεων- την ιδανική πυριτιδαποθήκη για την έκρηξη ενός νέου, πυρηνικού αυτή τη φορά Αρμαγεδδώνα στην καρδιά της Ευρώπης.

Κάτι ήξερε και ο Νικήτα Χρουστσόφ, ο σοβιετικός ηγέτης που διέταξε την κατασκευή του Τείχους το 1961, που είχε αποκαλέσει το Βερολίνο «φωλιά των κατασκόπων». Αυτός άλλωστε ήταν και ένας από τους λόγους που οδήγησαν τελικά την ΕΣΣΔ στο σφράγισμα του Βερολίνου: η Μόσχα είχε αποφασίσει ότι ο δεκαπενταετής «πόλεμος της σιωπής» ανάμεσα στους πράκτορες της CΙΑ και της ΚGΒ στο Βερολίνο, καθ΄ όλη τη δεκαετία του 1950, έπρεπε να τερματιστεί προτού συμβεί κάτι αποτρόπαιο- σαν αυτό που λίγο έλειψε να γίνει μόλις έναν χρόνο αργότερα, στα ανοιχτά της Κούβας...

Τελετουργικές ανταλλαγές

Και το κατάφερε: μετά το 1961, η μάχη των κατασκόπων στο Βερολίνο υποβαθμίστηκε δραματικά. Η θρυλική πόλη των κατασκόπων μετατράπηκε σε ένα σημείο τελετουργικών ανταλλαγών κρατουμένων πρακτόρων κατά μήκος της γέφυρας Glienike- ένα «Νo Μan΄s Land», που εκτός από τους ανατολικογερμανούς πολίτες θα κρατούσε μακριά και τους δυτικούς κατασκόπους. Αλλες πόλεις όπως η Βιέννη, το Λονδίνο και το Παρίσι θα μετατρέπονταν σε κέντρα της ψυχροπολεμικής κατασκοπευτικής δράσης. Μετά την Κορέα, άλλωστε, είχε αποφασιστεί ότι εφεξής οι υπερδυνάμεις θα πολεμούσαν μόνο «δι΄ αντιπροσώπων»- στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν και σε άλλα ατυχή πεδία μάχης της ψυχροπολεμικής σκακιέρας.

Η πραγματική «υπόγεια» ιστορία του μεταπολεμικού Βερολίνου, του Βερολίνου των χιλιάδων (συχνά διπλών και τριπλών) πρακτόρων και της μαύρης αγοράς, ουδεμία σχέση έχει με το δραματικό και σέξι σασπένς και την απροκάλυπτη προπαγάνδα που ξέρουμε από τις ταινίες και τα μπεστ σέλερ. Για την ακρίβεια, οι φανατικοί της ιστορίας που προσπαθούν να αναπλάσουν, έστω και με τη φαντασία τους, το παγωμένο, μισογκρεμισμένο, γεμάτο στενά και κατακόμβες Βερολίνο του «Τρίτου Ανθρώπου» δυσκολεύονται ιδιαίτερα να το καταφέρουν στη σύγχρονη μεγαλούπολη. Πιο πολύ μιλούν για εκείνη την πρώτη μεταπολεμική εποχή, τα λιγοστά κενά που έχουν απομείνει ανάμεσα στα μοντέρνα κτίρια, σαν δόντια που λείπουν, σε οικόπεδα όπου τον Μάιο του 1945 υπήρχαν βομβαρδισμένα κτίρια, που δεν ξαναχτίστηκαν ποτέ.

Η σημερινή Ποτσντάμερ Πλατς, για παράδειγμα, δεν θυμίζει σε τίποτε τη σχεδόν ισοπεδωμένη περιοχή του 1945- το θρυλικό «τριεθνές» όπου βρίσκονταν τα σύνορα μεταξύ του αμερικανικού, του ρωσικού και του βρετανικού τομέα στο κατεχόμενο από τους Συμμάχους Βερολίνο. Είχε βομβαρδιστεί τόσο συστηματικά ώστε θύμιζε σεληνιακό τοπίο: ήταν ο παράδεισος της μαύρης αγοράς και της κατασκοπείας, το «παραθυράκι» από όπου περνούσαν καθημερινά παράνομα αγαθά και απόρρητες πληροφορίες για όποιον πλήρωνε καλύτερα- ή ρισκάριζε περισσότερο. Τη δεκαετία του 1950, στο αποκορύφωμα της «Μάχης της Σιωπής», υπήρχαν 80 διαφορετικές κατασκοπικές ομάδες στην πόλη, και από τις δύο πλευρές: μόνον η ΚGΒ είχε 800 πράκτορες στην πόλη. Για να αντιγράψουμε τον Λε Καρέ, το Βερολίνο ήταν «μια ντουλάπα γεμάτη άχρηστα, ρευστά μυστικά... μια παιδική χαρά για κάθε αλχημιστή, θαυματοποιό και «αρουραίο» που έγινε ποτέ κατάσκοπος».

Η ίντριγκα και η λάμψη

Αφθονη ίντριγκα, αλλά ελάχιστη λάμψη. Το σίγουρο είναι ότι το Βερολίνο του 1950 δεν ήταν γεμάτο Τζέιμς Μποντ. Ηταν όμως γεμάτο φιλόδοξους πράκτορες, οι οποίοι για λόγους καριέρας ή πλουτισμού δεν δίσταζαν να προδώσουν ή και να σκοτώσουν συνεργάτες τους. Ισως η πιο γνωστή κατασκοπική ιστορία του Βερολίνου, η «Επιχείρηση Χρυσός» («Οperation Gold») είναι και το καλύτερο παράδειγμα: Βρετανοί και αμερικανοί αρχικατάσκοποι αποφάσισαν το 1951 να σκάψουν ένα μυστικό τούνελ μήκους 300 μέτρων που να φτάνει μέσα στο Ανατολικό Βερολίνο, στον σοβιετικό δηλαδή τομέα. Σκοπός ήταν να φτάσουν ως τις υπόγειες τηλεφωνικές γραμμές των Σοβιετικών και να παρακολουθούν τις στρατιωτικές επικοινωνίες τους.

Πράγματι, το 1954 οι εργασίες άρχισαν: πάνω από 3.000 τόνοι χώματος αφαιρέθηκαν σε απόλυτη σιωπή, και οι «ποντικοί» της CΙΑ κατάφεραν να υποκλέψουν μέσα σε λίγους μήνες λειτουργίας περί τις 443.000 συνδιαλέξεις. Οι πράκτορες ήταν ενθουσιασμένοι: ο τότε επικεφαλής της CΙΑ Αλεν Ντάλες αποκάλεσε το τούνελ «το πιο πολύτιμο και τολμηρό σχέδιο» της υπηρεσίας του. Ξαφνικά όμως, το 1956, οι Σοβιετικοί «ανακάλυψαν» το τούνελ και το παρουσίασαν στη διεθνή κοινή γνώμη ως «βρώμικο κόλπο» της Δύσης. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια πριν τα... σαΐνια της CΙΑ πληροφορηθούν ότι η ΚGΒ γνώριζε τα πάντα από την πρώτη στιγμή χάρη στον Τζορτζ Μπλέικ, έναν διπλό πράκτορα που εργαζόταν στη βρετανική ΜΙ-6 και ο οποίος είχε συμμετάσχει σε μια από τις πρώτες συσκέψεις για την κατασκευή του περιβόητου τούνελ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο μόνος λόγος που οι Ρώσοι επέτρεψαν την κατασκευή του τούνελ ήταν για να μην εκτεθεί ο πολύτιμος πράκτοράς τους.

Σε ιστορικά βιβλία όπως το «Βattleground Βerlin» του δημοσιογράφου Τζορτζ Μπέιλι, που αποτελεί στην ουσία το πάντρεμα των ψυχροπολεμικών αναμνήσεων από το Βερολίνο του Ντέιβιντ Μέρφι, πρώην επικεφαλής επιχειρήσεων της CΙΑ στην πόλη, και του Σεργκέι Κοντράσεφ, επικεφαλής του γερμανικού υποτομέα της ΚGΒ, προκύπτει μια πολύ πιο αληθοφανής εικόνα για το πώς διεξήχθη ο πραγματικός «πόλεμος της σιωπής», τόσο πριν από το Τείχος όσο και μετά. Είναι μια εικόνα γεμάτη λάθη, προδοσίες, λιποταξίες και άσκοπες θυσίες συχνά ανύποπτων «πιονιών»ένας πυγμαχικός αγώνας ανάμεσα σε γίγαντες με δεμένα μάτια. Εδώ δεν υπάρχουν μαρτίνι και σεξοβόμβες, όπως στις ταινίες Μποντ: μόνο κρησφύγετα, πλαστές ταυτότητες, ραντεβού σε σκοτεινές γωνίες- και διπλοί πράκτορες με στιλέτα και σιγαστήρες...

Οι δύο βετεράνοι αρχικατάσκοποι παρουσιάζουν τις υπηρεσίες τους με καθαρό μάτι: η πανίσχυρη ΚGΒ είχε αρχικά το προβάδισμα έναντι της νεοσύστατης και σχετικά άπειρης CΙΑ, αλλά μετά την πρώτη κρίση με τον αποκλεισμό του Βερολίνου και τη συμμαχική αερογέφυρα, το 1948, οι αμερικανοί κατάσκοποι αναβάθμισαν σημαντικά τις επιχειρησιακές τους δυνατότητες. Σήμερα ξέρουμε ότι στην κρίση του 1948 οι δύο πλευρές έφτασαν πολύ κοντά στη σύρραξη: ο Τρούμαν όμως επέλεξε να συνεχίσει τον από αέρος ανεφοδιασμό του Δυτικού Βερολίνου, πιστεύοντας στις διαβεβαιώσεις της CΙΑ ότι ο Στάλιν δεν θα προχωρούσε σε αντίποινα- διαβεβαιώσεις οι οποίες αργότερα αποδείχτηκαν κατασκευασμένες...

Οι λόγοι της ανέγερσης

Οπως σωστά εξηγούν πάντως οι Μέρφι και Κοντράσεφ, ο βασικός λόγος της ανέγερσης του Τείχους ήταν... εκπαιδευτικός και οικονομικός. Οσο τα σύνορα ήταν ουσιαστικά ανοιχτά, δεκάδες χιλιάδες μορφωμένοι Ανατολικογερμανοί δραπέτευσαν στη Δύση, μεταξύ των ετών 1954 και 1961, ενώ την ίδια στιγμή η ανεξέλεγκτη μαύρη αγορά υπονόμευε την οικονομία της DDR. Καθώς το φαινόμενο της «εξόδου» κλιμακωνόταν, και σχεδόν το εν πέμπτον του πληθυσμού - και μάλιστα το πιο καταρτισμένο και παραγωγικό- πέρασε τα σύνορα, το Κρεμλίνο άρχισε να πανικοβάλλεται.

Σε δηλώσεις του στις 15 Ιουνίου 1961, ο ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας τόνισε: «Κανείς δεν θέλει να υψωθεί ένα τείχος» («Νiemand hat die Αbsicht, eine Μauer zu errichten!»)- ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η λέξη «Μauer» («Τείχος»). Στις 26 Ιουνίου, ένα ενθουσιώδες πλήθος υποδέχτηκε στην πόλη τον αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος εκφώνησε την περίφημη ομιλία «Ιch Βin Εin Βerliner»- «Είμαι Βερολινέζος». Ούτε έναν μήνα αργότερα, την πρώτη Αυγούστου 1961, χτύπησε το τηλέφωνο τουΟύλμπριχτ: ήταν ο Χρουστσόφ, και ο κύβος είχε ριφθεί. Στις 13 Αυγούστου, τα μεσάνυχτα, άρχισαν οι εργασίες.

Αυτό που ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει, και προκύπτει περίτρανα μέσα από την πιο πρόσφατη διεθνή ιστοριογραφία, είναι ότι πίσω από τη φιλελεύθερη και δημοκρατική ρητορική οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους όχι μόνο συγκατένευσαν, ουσιαστικά, στην ανέγερση του Τείχους αλλά συνέχισαν να πιέζουν για την υπεράσπισή του ακόμη και όταν η ΕΣΣΔ του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πήρε τη μοιραία για την ίδια απόφαση να το γκρεμίσει. Η πρόσφατη δημοσιοποίηση της κρίσιμης συζήτησης μεταξύ του «Γκόρμπι» και της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μόσχα, όπου η βρετανίδα πρωθυπουργός παρακαλεί τον σοβιετικό ηγέτη να διατηρήσει το υπάρχον στάτους κβο, στο όνομα της ευρωπαϊκής σταθερότητας, είναι άκρως αποκαλυπτική για τις πραγματικές προθέσεις των Δυτικών, πέρα από την επίσημη προπαγάνδα.

Σίγουρο είναι επίσης ότι τόσο οι δυτικοί όσο και οι ανατολικοί αρχικατάσκοποι ανέπνευσαν με ανακούφιση μόλις υψώθηκε το Τείχος: χάρη στις κάννες, στο μπετόν αρμέ και στα λυκόσκυλα, ένα από τα πιο ενεργά μέτωπα του Ψυχρού Πολέμου μπορούσε επιτέλους να ηρεμήσει. Με εκατομμύρια στρατιώτες, δεκάδες χιλιάδες τεθωρακισμένα και εκατοντάδες πυρηνικούς πυραύλους διεσπαρμένους σε όλη την Ευρώπη, κανείς δεν ήθελε ένα «σπιρτόκουτο» στην καρδιά της. Οι θρυλικές ημέρες του Check Ρoint Charlie είχαν ουσιαστικά τελειώσει. Τώρα άρχιζε η σκληρή εποχή του απόλυτου αστυνομικού κράτους της Στάζι, του Εριχ Μίλκε και του Μάρκους Βολφ, με τους 100.000 υπαλλήλους, αναρίθμητους πληροφοριοδότες και τα έξι εκατομμύρια ατομικούς φακέλους για ισάριθμους πολίτες της DDR- άνω του ενός τρίτου του πληθυσμού. Περισσότερο παρά ποτέ, οι κατάσκοποι στράφηκαν στους συμπολίτες τους.

Η κατάδοση μετατράπηκε σε raison d΄etat - και μια γραφειοκρατία ρουφιάνων πήρε την εξουσία, ως τις 9 Νοεμβρίου 1989. Για να κατανοήσει κανείς πόσο βαθύτατα «μπανάλ» υπήρξε η κατασκοπεία τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, αρκεί μια επίσκεψη στο έρημο, τσιμεντένιο παλιό αρχηγείο- και σήμερα μουσείο- της Στάζι στο Ατέλειωτα μικρά παράθυρα σε ατέλειωτα γκρίζα κτίρια φιλοξενούσαν αμέτρητους γκρίζους ανθρώπους της διαβόητης υπηρεσίας. Το μουσείο της Στάζι είναι η «ατραξιόν» και στην επίσημη βερολινέζικη περιοδεία «Νest of Spies», που απευθύνεται σε φανατικούς της ιστορίας του Τείχους: σήμερα το τεράστιο σύμπλεγμα μοιάζει σχεδόν εγκαταλελειμμένο, αλλά παραμονές της πτώσης του Τείχους θύμιζε φρενοκομείο- καθώς χιλιάδες πράκτορες προσπαθούσαν να καταστρέψουν μέσα σε λίγες ημέρες εκατομμύρια φακέλους. Δεν ήθελαν να τα κάψουν και γι΄ αυτό χρησιμοποίησαν τους «papierwolfs», τους «χάρτινους λύκους» όπως αποκαλούσαν τους καταστροφείς εγγράφων.

Τα μηχανήματα όμως γρήγορα άρχισαν να χαλάνε: οι υπάλληλοι αναγκάστηκαν να σχίζουν τους φακέλους με το χέρι. Οταν τελικά οι πρώτες ομάδες διαδηλωτών εισέβαλαν στα γραφεία της Στάζι, τον Ιανουάριο του 1990, βρήκαν στα αχανή υπόγεια 45 εκατομμύρια φακέλους, σχισμένους σε 600 εκατομμύρια κομμάτια. Τι τέλος κι αυτό για την πανίσχυρη Στάζι. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι τον Μάιο του 2007 ανακοινώθηκε πως σε πέντε το πολύ χρόνια- ως το 2012-τα έγγραφα αυτά θα ανασυντεθούν ψηφιακά...

Αντίθετα η ΚGΒ επέζησε- όπως φυσικά και η CΙΑ. Πλήθος «ψυχρών πολεμιστών»-πρακτόρων οι οποίοι είτε «έμαθαν τη δουλειά» στο Βερολίνο τη δεκαετία του 1980, όπως ο σημερινός «τσάρος» της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, είτε μεγάλωσαν με τη βερολινέζικη μυθολογία των κατασκόπων: το ομιχλώδες μεθοριακό πέρασμα, την ανταλλαγή πρακτόρων στη βροχή, τη μουσική από το «Ζither» του Αντον Κάρας στον «Τρίτο Ανθρωπο»...

Δεν υπάρχουν σχόλια: