Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Τι ψάχνει το κόμμα του Κανένα;


Τα ποσοστά του ανεβαίνουν διαρκώς στις δημοσκοπήσεις. Η επιλογή «κανένας» στο ποιος είναι κατάλληλος για να ηγηθεί του τόπου αποτελεί πια μια ισχυρή δύναμη. Είναι το τέλος της πολιτικής έτσι όπως τη γνωρίζαμε; Φταίει η απογοήτευση από τα υπάρχοντα κόμματα «εξουσίας» και «διαμαρτυρίας»; Μήπως οι πολίτες επιλέγουν να αντιδράσουν έτσι νιώθοντας αποκομμένοι από την πολιτική και τους θεσμούς της; Μάλιστα ορισμένοι εκτιμούν ότι κάποιες σημαντικές επιλογές αποφασίζονται όχι μόνον ερήμην τους αλλά και έξω από τη χώρα. Δύσκολες οι απαντήσεις, ειδικά όταν οι διαθέσεις των πολιτώνταλαντεύονται στο εκκρεμές αδιαφορία- ενεργή παρουσία στα πολιτικά δρώμενα.
  • ΤΟ ΒΗΜΑ | Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
Ο Κύκλωπας της αδράνειας
  • ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ 
Βρισκόμαστε όλοι υπό το κράτος της απορίας. Πώς γίνεται η χώρα που ανακάλυψε την «πολιτική», δημιούργησε το επάγγελμα του «πολιτευτή» και εκκόλαψε το παγκοσμίως μοναδικό ρήμα «πολιτεύομαι», πώς γίνεται να αποστρέφει τα βλέμματά της από τη διαχείριση των κοινών; Πώς γίνεται να προτιμά το κόμμα του κανενός; Ποιοι είναι οι λόγοι που εξώθησαν την κατά παράδοση υπερπολιτικοποιημένη αυτή χώρα που εμφάνιζε υψηλότατα ποσοστά συμμετοχής στα πολιτικά τεκταινόμενα να οδηγείται σε μια αποστασιοποίηση που αγγίζει τα όρια της αποστροφής; Πώς εξηγείται ότι εκείνοι που για οποιονδήποτε λόγο αρνούνται, δυσφορούν ή έστω διατηρούν επιφυλάξεις να μετάσχουν στο δημοκρατικό παίγνιο εμφανίζονται περισσότεροι από εκείνους που δείχνουν να επιμένουν ως ενεργοί πολίτες να ασκούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα; Πράγματι, η ρήξη με όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε είναι θεαματική. Και οι ρήξεις πάντα γεννούν νέες λέξεις. Και έτσι είδε το φως, ονομάστηκε και γεννήθηκε το «κόμμα του κανενός».

Στην πραγματικότητα βέβαια το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Σε όλες τις μεγάλες δημοκρατικές χώρες, η αύξουσα αναξιοπιστία του πολιτικού, η προϊούσα ιδιοτέλεια και η ιδιωτικοποίηση των ατομικών σχεδίων και προοπτικών έχουν από καιρό οδηγήσει στην ενίσχυση των αδιάφορων πολιτικών εκείνων κινημάτων που εκφράζονται με τα κόμματα των ερασιτεχνών, ψαράδων, κυνηγών ή φυσιολατρών που πρoτιμούν εκδρομές από την εκλογική «ταλαιπωρία». Στις ΗΠΑ π.χ. τα ποσοστά συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές μετά βίας αγγίζουν το 50% των εγγεγραμμένων. Με αυτή την έννοια, το σύνδρομο της αποχής δεν πρέπει να μας εκπλήσσει.

Στις μέρες μας όμως η αποχή δεν εκφράζει πια προσωπικές και μόνον επιλογές, αλλά απηχεί βαθύτερες μεταλλαγές στην πρόσληψη του πολιτικού. Ετσι, η εισβολή του νέου αυτού «ιού» στη χώρα μας δεν είναι παρά το επιφαινόμενο των νέων προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς που καλούνται να εναρμονιστούν με μια παγκοσμιοποιημένη πια οικουμένη. Ο εκσυγχρονισμός των «ηθών» ακολουθεί τον εκσυγχρονισμό των δημοκρατικών κοινωνιών και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο κόσμος όλος φαίνεται πια να οδηγείται προς νέες μορφές αυτο-αναπαραγόμενων εξουσιών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η ουδέτερη λέξη «διακυβέρνηση» τείνει να αντικαταστήσει τις φορτισμένες λέξεις κυβέρνηση και πολιτική. Στο εξής, τα «κοινά» εμφανίζονται ως αντικείμενα μιας απλής «διαχείρισης» ενός συστήματος που οφείλει να αυτορρυθμίζεται με τις ελάχιστες δυνατές εκ των άνω πολιτικές παρεμβάσεις.

Στα πλαίσια αυτά, η δημοκρατία μοιάζει να λειτουργεί ως άλλοθι. Οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται σε κάποιο απροσδιόριστο «αλλού» (π.χ. στις λεγόμενες «αγορές» ή στους κόλπους αδιαφανών υπερεθνικών θεσμών που ούτε εκλέγονται ούτε λογοδοτούν). Από την άποψη αυτή λοιπόν, θα έλεγα ότι το εκλογικό παίγνιο δεν είναι παρά μια θεατρική τελετουργία που στοχεύει στη συνεχή αναβάπτιση μιας κλυδωνιζόμενης εξουσιαστικής νομιμοποίησης. Μια τελετουργία όπου η (προαιρετική) συμμετοχή οργανώνεται έτσι ώστε να παραμένει ατελέσφορη. Είναι γεγονός ότι τα κατεστημένα συμφέροντα υπηρετούνται καλύτερα όταν ο πολιτικός έλεγχος είναι θεατρικός. Τα ηχηρά δάκρυα που χύνονται στο όνομα της μειωμένης συμμετοχής είναι κροκοδείλια. Τι απομένει λοιπόν στους πολίτες; Τι μπορούν να κάνουν εκείνοι που δυσφορούν, υποφέρουν ή εξοργίζονται από το γεγονός ότι νιώθουν ολοένα και πιο απόβλητοι από το σύστημα λήψεως αποφάσεων; Είναι δυνατόν να υπάρξουν προϋποθέσεις για να επανέλθουν στη φαντασίωση της συλλογικής τους αυτοθέσπισης;

Πώς θα μπορέσουν η πολιτική και η δημοκρατία να ανακτήσουν τη χαμένη αυτονομία τους; Και στα πλαίσια αυτά πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί το δικομματικό «δυο-πώλιο» που μέσα από την «εναλλαγή στην εξουσία» των «κομμάτων εξουσίας» διαιωνίζει την ανομολόγητη ουσιαστική εξομοίωση ή προσέγγιση όλων εκείνων που συνυπογράφουν την ανάγκη «ρεαλιστικής συμμόρφωσης» στις έξωθεν προσδιοριζόμενες συνθήκες. Το θατσερικής έμπνευσης σύνδρομο ΤΙΝΑ («Τhere is no alternative»- «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση») συνοψίζει τη διάχυτα πια αποδεκτή «πολιτική ορθότητα» της παραδοχής ότι το πολιτικό δεν δικαιούται να υπάρχει και να δρα παρά μόνον ως ετερόνομο.

Είναι γεγονός ότι υπό τους όρους αυτούς δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές προοπτικές εξόδου από τα δημοκρατικά ελλείμματα και αδιέξοδα. Στο μέτρο που το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα παραμένει συγκροτημένο ως «κλειστό», οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε να «εξέλθουν» ούτε να «αποσυρθούν», ούτε να μετασχηματίζουν τους συνταγματικά κατοχυρωμένους δημοκρατικούς κανονισμούς. Δεν τους μένει παρά η δυνατότητα της «φωνής», της έναρθρης ή και άναρθρης διαμαρτυρίας ενάντια στην καθημερινότητα ενός συστήματος εξουσιών που τους καθυποτάσσει. Οταν λοιπόν η φωνή αυτή βοά εν τη ερήμω, όταν το δικομματικό σύστημα αναπαράγεται αδιατάρακτο και όταν οι λύσεις που προβάλλονται από εκείνους που μπορούν να μετάσχουν στην εναλλαγή στην εξουσία δεν είναι πειστικές τότε η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απόγνωση. Από τη στιγμή που η έξοδος είναι αδύνατη, και η φωνή αναποτελεσματική, είναι φυσικό ότι το «κόμμα του κανένα» εμφανίζεται ακάθεκτο στο προσκήνιο.

Το «κόμμα» αυτό όμως δρα εκτός των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών θεσμών και των διαδικασιών όπου λαμβάνονται έγκυρες αποφάσεις. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί να υπόκειται σε συνεχείς πρωτεϊκές μεταμορφώσεις. Εξελισσόμενο με μόνο γνώμονα τη δική του ανεξέλεγκτη εσωτερική δυναμική, παραμένει ατιθάσευτο. Ο «κανένας» δεν υπακούει σε κανόνες. Ο πολλαπλασιασμός των αδιάφορων ψαράδων, κυνηγών ή αναχωρητών είναι βέβαια πιθανός. Εξίσου πιθανό όμως και το ενδεχόμενο πολλαπλασιασμού κρουσμάτων ανυπακοής, εκρηκτικής βίας και διάχυτης ανομίας. Και εδώ ακριβώς ίσως να εντοπίζονται τα ιστορικά όρια των εξουσιών που έχουν πια συνηθίσει να επαναπαύονται στη χειραγώγηση των πειθήνιων ή αδιάφορων υπηκόων. Τα εξουθενωμένα και αδρανή «πολιτικά σώματα» μπορεί να βρουν τον δικό τους τρόπο να ξαναγίνουν ενεργά. Ετσι, εις πείσμα ίσως των φαινομένων, η σταθερότητα των συναινετικών δομών εμφανίζεται περισσότερο έωλη από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Ισως λοιπόν τα «κόμματα του κανένα» να εμφανίζονται ως οι κατ΄ εξοχήν φορείς της πάντα ελλοχεύουσας πανουργίας της ιστορίας. Το ξέρουμε άλλωστε από την αρχαιότητα. Για να αντιμετωπίσει τον Πολύφημο, ο πολυμήχανος Οδυσσέας εμφανίστηκε ως «Ούτις», δηλαδή ως κανένας.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.
Πολιτική αδιαφορία: Τυχαίο; Δεν νομίζω
  • AΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ 
Δεν θα έπρεπε να είναι πηγή ανησυχίας το δημοσκοπικό εύρημα ότι οι πολίτες στην πλειονοψηφία τους αδιαφορούν ποιος θα τους κυβερνήσει. Αυτή η αδιαφορία θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένδειξη εμπιστοσύνης: ανεξαρτήτως προσώπων, οι υπηρεσίες θα συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα, οι υποθέσεις και οι δουλειές τους θα πηγαίνουν καλά χωρίς την ανάγκη πολιτικών παρεμβάσεων. Οι πολιτικές αποφάσεις έχουν πλέον αντικατασταθεί από κανόνες και κριτήρια που εφαρμόζονται αυτόματα, τα μικρά ζητήματα διαχείρισης που μένουν είναι στα χέρια τεχνοκρατών που προσλαμβάνονται με πάγιες αξιοκρατικές διαδικασίες. Τι άλλο έχει να κάνει η πολιτική, και γιατί να μπουν σε κόπο να επιλέξουν ιδεολογία και πρόσωπα που θα τους κυβερνήσουν;

Αυτή δεν είναι μια αυθαίρετη ερμηνεία. Σύμφωνα με τη θεωρία για το Τέλος της Ιστορίας του Φράνσις Φουκουγιάμα, οι άνθρωποι ζώντας σε μια κοινωνία στην οποία θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους, και κυρίως το αίσθημα της αναγνώρισης, θα εγκατέλειπαν σιγά σιγά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις και θα ζούσαν όπως στα ειδυλλιακά αμερικανικά μεσοαστικά προάστια. Θα πήγαιναν το πρωί στη δουλειά τους, το απόγευμα θα κούρευαν το γκαζόν, το Σαββατοκύριακο για ψώνια, φιλικές συναντήσεις και σπορ. Τέλος της Ιστορίας σημαίνει τέλος της πολιτικής, και αντίστροφα: Χωρίς αντιπαραθέσεις, δηλαδή χωρίς πολιτική, τελειώνει και η Ιστορία. Γίνεται κάτι απίστευτα βαρετό, κάτι χωρίς ειδήσεις, περίπου σαν την εφημεριδούλα που εκδίδει το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η άλλη, η διαφορετική ανάγνωση, εκδηλώνει ανησυχία. Πρόκειται για απόρριψη της πολιτικής σε συνθήκες που κάθε άλλο παρά θυμίζουν ειδυλλιακές κοινωνίες στο λυκόφως της Ιστορίας. Αλλά και πάλι, γιατί θα πρέπει να ανησυχούμε; Τόσο κόπο δεν κάναμε για να περάσουμε από την έννοια της πολιτικής στην έννοια της διαχείρισης; Τόση συζήτηση δεν έγινε ώστε ολόκληροι τομείς, όπως η εξωτερική πολιτική, η Αμυνα και οι εξοπλιστικές δαπάνες, η Παιδεία, η οικονομία εν τέλει, να γίνουν αντικείμενα διακομματικής συναίνεσης, να εξαιρεθούν επομένως από την πολιτική και τις αντιπαραθέσεις που εγγενώς τη χαρακτηρίζουν; Αν επιτευχθεί η συναίνεση που ευαγγελίζονται όλοι, τι νόημα έχει ποιος ή ποια θα είναι πρωθυπουργός; Στο κάτω-κάτω πόσες από τις υποθέσεις που μας αφορούν δεν είναι αποτέλεσμα κανονισμών και ρυθμίσεων που μας έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση; Σε πόσες από αυτές βαραίνουν οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου; Η πολιτική δεν είναι πλέον αυτό που ήταν.

Αφορά ένα περιθώριο πραγμάτων, το οποίο γίνεται σημαντικό όταν αναδεικνύεται ως έλλειψη ή μειονέκτημα: Αν λ.χ. έχεις έναν ανέντιμο, ή τεμπέλη, ή ιδεολογικά φανατισμένο πρωθυπουργό, ή αν δεν αποφεύγει την ακραία γελοιοποίηση όπως ο ιταλός πρωθυπουργός. Αλλά πού βρίσκονται οι μεγάλες και βασικές επιλογές; Η νέα δημόσια διαχείριση ασκείται εκτός πολιτικής στο τεχνολογικό σύμπαν της διακυβέρνησης, στον αστερισμό των συμπράξεων ιδιωτικού- δημοσίου, στους αυτοματισμούς που περιγράφουν τα εγχειρίδια νεοκλασικής οικονομίας. Αν λοιπόν οι πολιτικοί παραμερίζουν την πολιτική για χάρη της διακυβέρνησης, τότε γιατί να παραπονιούνται για την αποχή από την πολιτική, για το αν οι πολίτες εκδηλώνουν την ουδετερότητά τους απέναντι στα κόμματα εξουσίας;

Παρ΄ όλα αυτά η πολιτική δεν εξέλιπε. Υπάρχει ένα αίσθημα πνιγμού στην κοινωνία γιατί βρίσκεται κάτω από ένα πυκνό δίχτυ που πληροφορεί και διαμορφώνει την κοινή γνώμη και δεν επιτρέπει παρά επιλεκτικά και μεμονωμένα να ακουστούν κάποιες φωνές εδώ και ΄κεί. Εκτεταμένα στρώματα πληθυσμού όμως δεν μπορούν να εκφραστούν, γιατί δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να ακουστεί η φωνή τους. Τα κόμματα αποτελούν ένα είδος επιχειρήσεων όπου οι εσωτερικοί κανόνες του παιχνιδιού είναι ισχυρότεροι από τις σχέσεις τους με την κοινωνία, και αποτελούν τη μοναδική αναφορικότητα της γλώσσας που χρησιμοποιούν. Ωστόσο μικρές ομάδες πολιτών κινητοποιούνται εδώ και εκεί, δημιουργούν ομάδες αλληλεγγύης και συμπαράστασης, καμιά φορά μάλιστα καταφέρνουν οριακά καλά αποτελέσματα, όπως στις δημοτικές εκλογές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, άλλες φορές όμως υποκύπτουν κάτω από το βάρος μιας αρνητικής εικόνας που δημιουργούν τα πλέγματα εξουσίας και ενημέρωσης, χρησιμοποιώντας ενδεχομένως και δικές τους αδεξιότητες. Ολα αυτά χαρακτηρίζονται από πολυμορφία, αλλά απουσιάζει ένα πολιτικό κίνημα με ιδέες, προγράμματα και μαζικότητα που θα ήταν σε θέση να ασκήσει όχι πολιτικές αλλά πολιτική, που να θέτει κεντρικά διακυβεύματα και να αφορά τη διακυβέρνηση. Ενώ η πολιτική των κομμάτων εξουσίας έχει γίνει σκληρό παιχνίδι εξουσίας απαλλαγμένο από τα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά, οι εκδηλώσεις αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής εξαερώνονται σε ένα είδος ψυχοθεραπείας. Καθησυχάζουμε τη συνείδησή μας, μας ενδιαφέρει η επιτυχία τους, αλλά σπανίως η αποτελεσματικότητά τους.

Αυτό το σύστημα όμως, που βγάζει στην αδιαφορία, χρειάζεται μια εξωτερική νομιμοποίηση. Οι πολίτες πρέπει να παίζουν τον ρόλο τους επιλέγοντας πρόσωπα και κόμματα που θα τους κυβερνήσουν. Για αυτόν τον λόγο υπάρχει και μια σκηνή αντιπαράθεσης, όπως οι «εξεταστικές», και φυσικά οι τόνοι θα ανεβούν πριν από τις εκλογές, ώστε ένας νέος γύρος σκληρών αντιπαραθέσεων να παιχτεί στις οθόνες. Τότε τα ποσοστά αδιαφορίας θα μειωθούν. Εκτός και αν καμιά τίγρη πηδήξει έξω από το κλουβί της. Αλλά και πού να πάει;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η οπτασία του ύπουλου Μεσσία
  • ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
  • «Τα πλήθη δεν είναι ηρωικά, ακολουθούν τη φωνή του συμφέροντος» Κ. Παπαρρηγόπουλος
Oι στατιστικές διαθέτουν την τεχνογνωσία να παίρνουν ακριβές δείγμα από την ανθρώπινη μάζα. Ερωτάται το πλήθος: «Προτιμάς, ψηφοφόρε, να σε κυβερνήσει Εκείνος ή ο Αλλος, ή Κανένας;» Το πλήθος επιλέγει με τη φωνή του συμφέροντος. Εχει κυρίως ως κριτήριό του το καλάθι της νοικοκυράς. Ομως όταν ή Εκείνος ή ο Αλλος δεν του δημιουργήσουν πειστική αυταπάτη ότι μπορούν να του προσφέρουν την επιθυμητή ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών τότε τη θέση παίρνει ο Κανένας. Ο Κανένας όμως δεν είναι κάτι αφηρημένο, κάτι ανύπαρκτο, είναι μια οντότητα, μια γοητευτική ανθρωπόμορφη οπτασία ικανή να επιδράσει με τρόπο υπερφυσικό στη διακυβέρνηση της κοινωνίας και της χώρας, να συντελέσει στην παραγωγή και δίκαιη κατανομή των αγαθών ώστε κάθε νοικοκυρά να γεμίζει το καλάθι ως εκεί όπου το γεμίζει η γειτόνισσά της και να βρίσκει όπως παλαιότερα φτηνές χειμωνιάτικες ντομάτες.

Εφόσον ο άνθρωπος δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βιοποριστικές και φυσικές ανάγκες του με ανέξοδες μεθόδους, όπως π.χ. ο κυνικός Διογένης που αυνανιζόταν προκλητικά στην αγορά της Κορίνθου αν κάποια ωραία περνούσε από μπροστά του και όταν οι Κορίνθιοι τον σκυλόβριζαν για τη χυδαία πράξη του εκείνος σαρκάζοντας απαντούσε: «Μακάρι έτσι όπως ικανοποιώ την ερωτική επιθυμία να υπήρχε τρόπος τρίβοντας την κοιλιά μου να ικανοποιώ την πείνα». Αφού όμως αυτό είναι αφύσικο για μας και αντιχριστιανικό, ο πολίτης υποχρεούται να επιλέξει τον κυβερνήτη του, δηλαδή να επιλέξει ή Εκείνον ή τον Αλλον. Αν όμως ούτε Εκείνος ούτε ο Αλλος μας πείθουν, τότε αναγκαστικά επιλέγουμε τον Κανένα για να μας κυβερνήσει αντί να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας και να αυτοκυβερνηθούμε. Αντιδρούμε λοιπόν και απέχουμε από τα κοινά διευκολύνοντας έτσι τον Κανένα να κατέβει εξ ουρανού ως μεσσίας, κλεινόμαστε άβουλοι στο καβούκι του εγωισμού, πεισμωμένοι και μοχθηροί αναμένοντας να έρθει ο Κανένας να μας σώσει, να μας κανακέψει: «Βγάλτε επιτέλους, σαλιγκαράκια, τα κεφάλια σας από το καβούκι και άντε να βοσκήσετε, πήραμε νέο δάνειο κι όλα έχουν φτηνύνει όπως επί δραχμής». Και όταν βγάλουμε το κεφάλι από το καβούκι, να σου μας μπήγει το παλούκι στο μάτι! Σκούζουμε γοερά σαν τον τυφλωμένο Κύκλωπα που τον τύφλωσε ο Κανένας. Οταν οι φίλοι μας Ευρωπαίοι μας ρωτούν ανήσυχοι «Ελληνες, τι πάθατε και σκούζετε;» εμείς τους απαντάμε όπως απάντησε ο Πολύφημος Κύκλωπας στους γείτονές του: «Μας τύφλωσε ο Κανένας!». Εκείνοι τότε σηκώνουν τους ώμους, ορθώς δεν μας πιστεύουν, μας θεωρούν τρελούς. Συλλογίζονται λογικά: «Μα μπορεί ο κανένας να τους κάνει κακό;». Και όμως μπορεί. Εμείς είμαστε Ελληνες, εκλεκτός λαός, ανάδελφος, είμαστε άξιοι να πάθουμε εξαιρετικά παθήματα, τέτοια που να μας ζηλέψουν οι άλλοι λαοί. Υπάρχει λύση στο χάλι μας; Μόνο μία. Να εξαφανίσουμε διά παντός Εκείνον και τον Αλλον και τον Παράλλον, να μη μείνει κανένας. Προπαντός να μη μείνει ο Κανένας.

Ο κ. Βασίλης Γκουρογιάννης είναι συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: