Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ: «Το τέλος των εκλογών»

Στο νέο του βιβλίο για τις μεταλλάξεις της δημοκρατίας τον 21ο αιώνα («La Légitimité Démocratique Impartialité, réflexivité, proximité», σελ. 368, τιμή 21 ευρώ), ο Πιερ Ροζανβαλόν διαπιστώνει ένα ιστορικό φαινόμενο: την «αποκέντρωση των δημοκρατιών». Οι πολίτες συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι η ετυμηγορία της κάλπης δεν μπορεί πλέον να αποτελεί το μοναδικό μέτρο της νομιμότητας. «Η εκλογή δεν εγγυάται ότι μια εξουσία υπηρετεί το γενικό συμφέρον» λέει σε συνέντευξή του προς το γαλλικό περιοδικό «Nouvel Observateur». «Μια εξουσία δεν θεωρείται πια εντελώς δημοκρατική παρά αν υπόκειται σε ελέγχους, τόσο ανταγωνιστικούς όσο και συμπληρωματικούς μεταξύ τους. Σε αυτό οφείλεται η αύξηση της δύναμης, παντού στον κόσμο, θεσμών όπως οι ανεξάρτητες αρχές ή τα συνταγματικά δικαστήρια».

Ο κ. Πιερ Ροζανβαλόν, καθηγητής στο Collége de France, θεωρεί ότι όταν καθιερώθηκαν οι εκλογές δεν λύθηκε το πρόβλημα της διάκρισης μεταξύ πλειοψηφίας και γενικής επιθυμίας ή γενικού συμφέροντος. «Παραστήσαμε ότι η πλειοψηφία ισοδυναμούσε με το σύνολο, ότι το μέρος ισοδυναμούσε με το όλον και ότι η στιγμή των εκλογών ισοδυναμούσε με το σύνολο της θητείας. Σε αυτές τις δύο υποθέσεις βασίστηκε ιστορικά η νομιμότητα ενός δημοκρατικού καθεστώτος» λέει. «Ο "λαός" δεν νοείται πλέον ως ένα μπλοκ αλλά ως το σύνολο ειδικών καταστάσεων. "Λαός" είναι ο πληθυντικός της "μειονότητας". Αρα, οι συνθήκες της καλής εκπροσώπησης έχουν διαταραχθεί».

Στο βιβλίο του «La Légitimité Démocratique» (το οποίο στα ελληνικά μπορεί να μεταφραστεί ως «Η δημοκρατική νομιμότητα»), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Seuil στη Γαλλία, υποστηρίζει ότι πρέπει να επανεφεύρουμε τη δημοκρατία. «Η επανεφεύρεση αυτή πρέπει να ακολουθήσει δύο διαφορετικές οδούς. Πρέπει πρώτα να βελτιώσουμε την "εκλογική-αντιπροσωπευτική" δημοκρατία. Υπάρχουν πολλά να κάνουμε προκειμένου οι πολίτες να επωφελούνται καλύτερα. Σε αυτό αντιστοιχούν τα διάφορα σχέδια που αφορούν προκριματικές εκλογές, τη θέση του δημοψηφίσματος, την εφαρμογή νέων μορφών έκφρασης ή διαβούλευσης... Αλλά υπάρχει και μια άλλη πτυχή: της ίδιας της σύλληψης των θεσμών γενικού συμφέροντος. Με αυτή ασχολούμαι τελευταίως για να εμπλουτίσω το πώς αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία. Εδώ βρίσκεται ο σπόρος μιας μετάλλαξης που θα αποδειχθεί τόσο ουσιαστική όσο εκείνη που προκλήθηκε από την έλευση της καθολικής ψήφου».

* Η απογοήτευση των ψηφοφόρων

Τις ιδέες του περί συμμετοχικής δημοκρατίας επαναλαμβάνουν η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, υποψήφια των Σοσιαλιστών στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, και ο Μπερτράν Ντελανοέ, δήμαρχος του Παρισιού και φαβορί για να εκλεγεί γραμματέας των Σοσιαλιστών στις επερχόμενες εκλογές του κόμματος. Ο κ. Ροζανβαλόν πιστεύει ότι προς το παρόν δεν πρόκειται παρά για μια «αλλαγή λεξιλογίου» και ότι οι ηγέτες αυτοί των Σοσιαλιστών «πρέπει να πάνε πιο μακριά και να βάλουν το ζήτημα της ποιότητας της δημοκρατίας στην καρδιά των προγραμμάτων τους». Αλλωστε, κατά την άποψή του, πρόκειται για ένα σημείο που θα τους διαφοροποιούσε από τη Δεξιά. «Οι σοσιαλιστές, σε όλα τα επίπεδα, θα έπρεπε να γίνουν οι πρωτοπόροι του δημοκρατικού πειραματισμού. Δυστυχώς όμως παραμένουν πολύ διστακτικοί. Το πρόβλημα είναι ότι συνεχίζουν να είναι δέσμιοι μιας αντίληψης στενά εκλογικής-αντιπροσωπευτικής της δημοκρατίας».

Ερωτηθείς από το γαλλικό περιοδικό πού οφείλεται η απογοήτευση των ψηφοφόρων, ο κ. Ροζανβαλόν την αποδίδει στη «σύμμειξη μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων». Εξηγεί ότι ένα από τα φυσικά επακόλουθα της εκλογικής επιλογής είναι η ταύτιση με έναν υποψήφιο, την οποία ο ψηφοφόρος εκλαμβάνει ως μόνιμη και γι' αυτό απογοητεύεται αναγκαστικά. «Εξ ου ο διαρθρωτικός χαρακτήρας της απογοήτευσης των πολιτών. Προκύπτει μηχανικά από την αλλαγή προοπτικής η οποία εισάγεται αναπόφευκτα από το πέρασμα από την περίοδο των εκλογών στην κυβερνητική δραστηριότητα». Με άλλα λόγια, ο υποψήφιος επιδιώκει προεκλογικά την ταύτιση με τους ψηφοφόρους, αλλά ως μέλος της κυβέρνησης παίρνει απόσταση. Ωστόσο, ο γάλλος καθηγητής και ιστορικός πιστεύει πως «αντί να προσπαθήσουμε να παρατείνουμε τον εκλογικό δεσμό της ταύτισης μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων, ας επιχειρήσουμε καλύτερα να δώσουμε μια δημοκρατική μορφή στην αναγνωρισμένη απόσταση που είναι αναγκαία για λειτουργικούς λόγους».

* Ατελής νομιμότητα

Αντικρούει τον Τοκβίλ, ο οποίος θεωρούσε ότι η πολιτική ζωή θα απλοποιούταν χάρις στις δημοκρατίες, καθώς όλα ανάγονται σε ζητήματα αριθμητικής, λέγοντας πως «συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Περιπλέκεται. Για έναν απλό λόγο: κανένα κόμμα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ενσαρκώνει μόνο του τον λαό. Εκπροσωπεί την πλειοψηφία του "εκλογικού σώματος", αλλά αυτό δεν ταυτίζεται με τον "λαό της κοινωνίας", του οποίου οι διαδηλώσεις εκφράζουν καθημερινά τα προβλήματα και τις ελπίδες, ούτε με τον "λαό των αρχών"» που συνίσταται σε αυτό που αποτελεί το τσιμέντο της κοινής ζωής, στην ύπαρξη ορισμένων δικαιωμάτων. Συνεπώς δεν υπάρχει απόλυτη δημοκρατική νομιμοποίηση».

Κανείς βεβαίως δεν αμφισβητεί ότι οι εκλογές αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας «διότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το 51% πρέπει να επικρατήσει επί του 49%». Αλλά η νομιμότητα που προσδίδουν οι εκλογές «παραμένει ατελής». Εφόσον όμως δεν μπορούμε να επιτύχουμε την πλήρη λαϊκή κυριαρχία «μπορούμε να προσπαθήσουμε να πολλαπλασιάσουμε τις εκφράσεις της».

* Νέοι καιροί, νέες απαιτήσεις

Ο κ. Ροζανβαλόν πιστεύει ότι μια εξουσία μπορεί να είναι νόμιμη χωρίς να έχει εκλεγεί υπό ορισμένες πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. «Πρέπει η εγκαθίδρυσή της να αποτελεί αντικείμενο γενικής συναίνεσης, αυτοί που την αποτελούν να υπόκεινται σε έλεγχο και νομιμοποίηση στους οποίους να εμπλέκονται διάφορα μέρη, να είναι εγγυημένη η ανεξαρτησία των μελών της, να δίνει δημοσίως λογαριασμό για τα πεπραγμένα της κτλ.». Αυτό κατά την άποψή του σκιαγραφεί την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που θα έπρεπε να ήταν οι ανεξάρτητες αρχές για να είναι πλήρως ενταγμένες στη δημοκρατική τάξη και σε αυτό που τελικά είναι.

Σύμφωνα με τον κ. Ροζανβαλόν, οι όροι «συμμετοχή» και «αμεσότητα» εκφράζουν μια νέα απαίτηση των πολιτών από τους κυβερνώντες. «Επί καιρό αρκούμασταν να θεωρούμε τη δημοκρατία ως ένα καθεστώς και να κρίνουμε μια εξουσία υπό το φως των αποφάσεων που λαμβάνει. Πολλές έρευνες όμως δείχνουν ότι οι πολίτες είναι σήμερα όλο και πιο ευαίσθητοι ως προς τον τρόπο που τους σέβονται, που τους λαμβάνουν υπόψη. Διαμορφώνεται η ιδέα ότι πρέπει να υιοθετηθούν "δημοκρατικές συμπεριφορές". Οι κυβερνώντες το έχουν συνειδητοποιήσει και προσπαθούν να χειραγωγήσουν αυτές τις προσδοκίες».

* Προς μια διαδραστική δημοκρατία

Στο βιβλίο του γράφει ότι πρέπει επειγόντως να αναπτύξουμε μια διαδραστική δημοκρατία. Πώς θα φθάσουμε σ' αυτή; «Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν ψηφίζουμε για όλα τα θέματα συνεχώς, όπως φιλοδοξούσε πριν από δύο δεκαετίες η ουτοπία της "ηλεκτρονικής δημοκρατίας". Πρέπει να ξανασκεφτούμε την ποιότητα της σχέσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Ολα αυτά που κρύβονται πίσω από τον όρο "συμμετοχή". Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι δεν νοείται σαν εναλλακτική λύση προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Παραπέμπει στην ιδέα μιας τακτικής διαδραστικότητας μεταξύ εξουσίας και κοινωνίας».

Στην ερώτηση του «Nouvel Observateur» αν οι δημοκρατίες γίνονται σήμερα υπερβολικά περίπλοκες για να είναι πραγματικά ζωντανές, ο κ. Ροζανβαλόν απαντάει πως «δεν θα ζωντανέψουν παρά μόνο αν περιπλεχθούν!». Αναγνωρίζοντας, την ίδια στιγμή, «τη σημασία των περιόδων δραματοποίησης και απλοποίησης που αποτελούν οι εκλογές. Μέσω αυτών άλλωστε εκφράζεται πιο έντονα η καθαρώς πολιτική διάσταση των δημοκρατιών, εκείνη που συνίσταται στο να γίνει μια τομή ανάμεσα σε δύο διαφορετικές απόψεις».


Το ΒΗΜΑ, 28/09/2008

ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ:


"La Légitimité démocratique. Impartialité, réflexivité, proximité", de Pierre Rosanvallon : sortir du désenchantement démocratique

L'idée que les démocraties sont en crise, depuis la chute du Mur de Berlin, est omniprésente et suscite un intense débat : est-ce le fait de la crise économique, de l'impuissance des politiques ou encore d'un individualisme forcené qui détruirait le lien social ? L'originalité du travail de Pierre Rosanvallon est de proposer des clefs d'analyse pour comprendre les récentes transformations de la démocratie.

Dans La Contre-démocratie (Seuil, 2006), l'historien avait décrypté une double tendance : d'un côté, l'expansion d'une activité dite "contre-démocratique" (contrôle, surveillance, pression...) de citoyens moins passifs qu'on ne le dit ; mais aussi, de l'autre, la fragilisation inquiétante de la politique institutionnalisée, marquée par une certaine désaffection électorale. D'où le risque d'une "impolitique" : le "citoyen-surveillant" tendrait à éclipser le "citoyen-électeur". Pour comprendre cette tension, Rosanvallon rappelle aujourd'hui, dans La Légitimité démocratique, la fausse évidence du principe "majoritaire".

En théorie, en effet, tout semble simple : la légitimité du pouvoir démocratique découle de la volonté librement exprimée par le peuple. Pourtant, on sait que, en fait, cette volonté n'est jamais "générale" : la majorité n'est qu'une fraction, même dominante, du peuple. A l'époque où s'impose le suffrage universel, le problème est esquivé. Mais, dès les années 1880, ce modèle vacille : en France ou aux Etats-Unis, les vertus du vote ne vont plus de soi. L'antiparlementarisme, la dénonciation des partis, la critique du clientélisme marquent une crise de la légitimité électorale.

Rosanvallon montre comment ces difficultés ont conduit les démocraties à mettre en place un "système de double légitimité" : si l'élection reste le principe clé, on assiste, depuis la fin du XIXe siècle, à la montée en puissance de l'administration publique. La création du service public à la française et l'élaboration d'une administration rationnelle aux Etats-Unis sont aussi des réponses aux défaillances de la légitimité électorale. Alors que l'administration avait été conçue comme dépendante du politique, les scandales de corruption et de népotisme conduisent à lui conférer la tâche de garantir, à sa façon, la quête impartiale et désintéressée du "bien commun".

Mais, dans les années 1980, le système entre en crise. Celle-ci serait liée à l'évolution de l'économie et de la société vers un modèle plus "individualisé". La rhétorique néolibérale aurait en outre contribué à miner l'idée que le pouvoir administratif incarnerait l'intérêt général, tandis que des citoyens mieux éduqués devenaient plus critiques. A quoi s'ajoute une "désacralisation de l'élection" : l'idée du peuple en est venue à désigner l'addition de situations de "minorité", liées aux souffrances d'un "peuple invisible" marqué par la précarité.

La thèse de Rosanvallon est que ces difficultés ont imposé la naissance de trois nouvelles formes de légitimité, dont il propose une conceptualisation novatrice. Chacune est porteuse d'avancées démocratiques, mais aussi de perversions. Elles visent à corriger les limites de la démocratie électorale afin de mieux prendre en compte la totalité des citoyens, et non à brider le pouvoir démocratique.

"IMPARTIALITÉ RADICALE"

Ainsi, ce que Rosanvallon nomme la "légitimité d'impartialité" s'incarne dans les "autorités indépendantes". Par exemple, la Commission nationale de l'informatique et des libertés (CNIL) apparaît en 1978 suite à l'émotion suscitée par le projet du gouvernement d'attribuer un numéro d'identité à chaque citoyen et d'interconnecter sur cette base tous les fichiers de l'administration. Sur ces cas-là, Rosanvallon soutient que l'impartialité répond bien à une aspiration démocratique : la vocation des autorités indépendantes est de créer une "société d'impartialité radicale". Le meilleur exemple récent en est la Haute Autorité de lutte contre les discriminations et pour l'égalité (Halde).

De même, Rosanvallon explore les promesses de la "légitimité de réflexivité", qui consiste en des mécanismes correcteurs et compensateurs de la démocratie électorale. Ainsi, les institutions vouées au contrôle de constitutionnalité ont un sens démocratique : en réactivant la "mémoire collective" des droits et des principes fondamentaux, les Cours constitutionnelles rappellent au pouvoir issu des urnes que le souverain ne se limite pas à son expression majoritaire. Mais la "réflexivité" passe aussi par les mouvements sociaux, les sciences sociales, ou les théories de la démocratie...

Enfin, la "légitimité de proximité" éclaire le lien de confiance que le pouvoir doit tisser avec des citoyens soucieux de dignité et de reconnaissance : la "police de proximité" en est un exemple. Cette attention au concret et à la diversité des situations peut participer d'une quête de légitimité démocratique ; elle répond aussi à l'idée qu'aucun citoyen ne doit être oublié, que la démocratie ne s'épuise pas dans l'élection. Mais la proximité a aussi ses perversions, dont la "pipolisation" des politiques est le cas le plus caricatural. Sur ce dossier, Rosanvallon offre de riches aperçus tirés de l'actualité, sans toutefois retracer la genèse des évolutions récentes en matière de communication politique, notamment sous l'influence du New Labour de Tony Blair.

Rien n'est donc joué, prévient Rosanvallon, dans ces nouvelles formes de légitimité. A ses yeux, il serait désastreux que la complexification et le "décentrement" salutaires des démocraties décrédibilisent la politique comme confrontation électorale des programmes et des valeurs. Car l'urgent est bien de "repolitiser" nos démocraties : les nouvelles légitimités ne trouveront leur pleine portée émancipatrice pour la communauté politique que dans ce cadre. Là réside l'intérêt de l'approche de Rosanvallon : contre une vision restrictive qu'il rejette sous le nom de "libéralisme frileux", il souligne que la sortie du malaise démocratique passe aussi par la réhabilitation de vrais clivages politiques.


LA LÉGITIMITÉ DÉMOCRATIQUE. IMPARTIALITÉ, RÉFLEXIVITÉ, PROXIMITÉ de Pierre Rosanvallon. Seuil, "Les livres du nouveau monde", 368 p., 21 €.
Serge Audier

Δεν υπάρχουν σχόλια: