Πώς οδηγηθήκαμε ως λαός από τη φτώχεια και τη σιγουριά στον φόβο για το αύριο - Του Βασιλη Kαραποστολη*Η Καθημερινή, 2/7/2011
Οταν βλέπουμε τον σύγχρονο Ελληνα να αγανακτεί επειδή λιγόστεψε το εισόδημά του, δεν πρέπει να νομίσουμε ότι λυπάται τόσο πολύ για τις απολαύσεις που χάνει. Ο ηδονισμός σε τούτο τον τόπο ποτέ δεν ρίζωσε τόσο βαθιά. Δεν ήταν το φαγοπότι που ονειρεύονταν οι φτωχοί, ήταν η σιγουριά πως όσα είχαν αποκτήσει δεν θα τους τα άρπαζαν κάποιοι ξαφνικά. Πανάρχαιη η απειλή που απ’ τα χρόνια του Hσίοδου δεν έπαυε να πλανάται πάνω από τα κεφάλια των δουλευτών. Επιδρομείς, ληστές, φορομπήχτες, τοκογλύφοι. Με όλους αυτούς να αλωνίζουν επί αιώνες, πώς να κατασιγάσει η τρομάρα των αδυνάμων ώστε να μπορέσουν να ευχαριστηθούν το ψωμί, το κρασί και το σπίτι τους;
Αυτός ο φόβος συνόδεψε πολλούς και όταν, πολύ αργότερα, κατέβηκαν από τα χωριά στις πόλεις. Οι καιροί ήταν πια διαφορετικοί και οι πρώην ξυπόλητοι βρέθηκαν στους εμπορικούς δρόμους τους γεμάτους με τις βιτρίνες του ’70, του ’80, του ’90. Πίσω απ’ τις τζαμαρίες υπήρχαν πράγματα που τους γυάλιζαν, κι ανάμεσά τους το είδωλο του ίδιου τους του εαυτού, αλλαγμένο πολύ. Μπορούσαν να καυχηθούν γι’ αυτόν τον εαυτό, να φωνάξουν πως επιτέλους τα κατάφεραν να μην είναι νηστικοί, να χορτάσουν, και ακόμη να εκδικηθούν την παλιά τους πείνα με μία νέα σπατάλη.
Σε πόσες αυταπάτες είχαν κιόλας παραδοθεί! Γιατί γρήγορα φάνηκε πως κάτω από την ευχαρίστηση παρέμενε πάντα ο φόβος. Αυτός ο δαίμονας που ερχόταν παλιά και χτυπούσε την πόρτα του φτωχικού σπιτιού.