Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

H «δημοκρατία» μας περίγελως της υφηλίου



  • Tου Χρηστου Γιανναρα, Η καθημερινή, 2/7/2011
Tριάντα τόσες μέρες άρκεσαν για να μεταμορφώσουν την ειρηνική, πατριωτική διαμαρτυρία των «αγανακτισμένων» πολιτών σε ξεφτίδια συρφετού που σεργιανούν στο Σύνταγμα από περιέργεια ή για τον χαβαλέ. Oι μικροπωλητές, ίσως πια περισσότεροι από τους διαμαρτυρόμενους, δίνουν την αίσθηση ότι η έκρηξη προσφέρθηκε ανεμπόδιστα σε εμπορική εκμετάλλεση - ακόμα και πλανόδιοι ακροβάτες, μαζί με τους σουβλατζήδες, τους κουλουρτζήδες και όσους προμήθευαν τα «υλικά» της διαμαρτυρίας (σφυρίχτρες, φακούς λέιζερ, σημαιούλες) έσπευσαν να σκυλεύσουν την «αγανάκτηση». Nτεκόρ, τα άθλια τσαντίρια όσων εκφράζανε και με επιτόπιο ύπνο την οργή τους για το «σύστημα», ώστε η πλατεία να γίνεται πιστή εικόνα γυφτοπάζαρου - γυφταριό, τσιγγαναριό.
Tις πρώτες μέρες το μέγα πλήθος ανέμιζε μόνο σημαίες ελληνικές, φερμένες από τα σπίτια, σύμβολα του πατριωτικού χαρακτήρα της εξέγερσης ενάντια στην τυραννία της κομματοκρατίας. Tις τελευταίες μέρες η πλατεία ήταν κατάφορτη από κουρελαρία, «πανώ» παντοδαπής έμπνευσης - παιδαριώδεις, το περισσότερο, κακόζηλες αναγραφές επιδείξεων «εξυπνάδας». O εκπασοκισμένος (συνειδητά ή ανεπίγνωστα) Eλλαδίτης τα ξέρει όλα, αποφαίνεται για τα πάντα, έχει «λύσεις» για κάθε πρόβλημα. Tελικά η φτωχολογιά του Kαΐρου αποδείχτηκε όχι μόνο πιο ανθεκτική, γι' αυτό και πιο τελεσφόρα, αλλά κυρίως με υπέρτερη αρχοντιά στον ξεσηκωμό της από τους επήλυδες (με συνοπτικές διαδικασίες αστούς) του αττικού λεκανοπέδιου.

Το εθνικό εικονοστάσι και οι αχρείαστοι άγιοι

  • Tου Παντελη Μπουκαλα, Η Καθημερινή, 2/7/2011
Από παλιά έχω τη μανία να μαζεύω -ακόμα κι από την άσφαλτο, τσαλαπατημένες- προκηρύξεις κομμάτων, συνδικάτων, οργανώσεων, συλλόγων ή και ατόμων, με την ανυπόστατη ελπίδα ότι θα μου δοθούν ο καιρός και η μέθοδος να αναζητήσω τα στερεότυπα του προκηρυκτικού πολιτικού λόγου. Με τη δική τους μανία όμως οι συγγραφείς και διακινητές προκηρύξεων να μην αναγράφουν ημερομηνία στο εκάστοτε κείμενό τους που επιχειρεί να διαφωτίσει τον λαό, δυσχεραίνουν, αν δεν καθιστούν αδύνατη, ακόμα και τη χρονολογική κατάταξή τους. Εσκεμμένη μού φαίνεται ώρες ώρες η παράλειψη αυτή, ένα τέχνασμα. Γιατί αν μπορούσες να βάλεις σε χρονική σειρά τις προκηρύξεις, θα διαπίστωνες πως είχες δίκιο να υποθέτεις ότι το κόπι-πέιστ άρχισε να λειτουργεί πριν εισαχθούν στην αγορά οι υπολογιστές με τις ευκολίες τους: Από τη μια Πρωτομαγιά την άλλη, από το ένα Πολυτεχνείο στο άλλο, από τη μια πανελλαδική απεργία στην επόμενη, ελάχιστα πράγματα διαφοροποιούνται, όχι μόνο στα συνθήματα, αλλά και στις σχοινοτενείς αναλύσεις ή εκθέσεις ιδεών που παρατίθενται πριν δοθούν, δίκην ηθικού διδάγματος, τα συνθήματα με μεγάλα γράμματα. Ο,τι συμβαίνει στον επίσημο πολιτικό ή πολιτικοφανή λόγο, της Βουλής και των διαγγελμάτων, όπου οι λογογράφοι έχουν προ πολλού παραιτηθεί από την υποχρέωση της δεύτερης σκέψης και της ανανέωσης, συμβαίνει και στον διαμαρτυρόμενο λόγο των προκηρύξεων: κόπωση και αυτοαναπαραγωγή. Κι ίσως γι' αυτό λείπουν οι ημερομηνίες. Αλλά άχρονα κείμενα δεν είναι καλά και σώνει διαχρονικής αξίας· το ίδιο πιθανό είναι να μείνουν εκτός Ιστορίας, ανείσπρακτα, πολιτικώς αμετάφραστα και αδρανή.

Το ψυχικό απόθεμα του Ελληνα

Πώς οδηγηθήκαμε ως λαός από τη φτώχεια και τη σιγουριά στον φόβο για το αύριο
  • Του Βασιλη Kαραποστολη*Η Καθημερινή, 2/7/2011
Οταν βλέπουμε τον σύγχρονο Ελληνα να αγανακτεί επειδή λιγόστεψε το εισόδημά του, δεν πρέπει να νομίσουμε ότι λυπάται τόσο πολύ για τις απολαύσεις που χάνει. Ο ηδονισμός σε τούτο τον τόπο ποτέ δεν ρίζωσε τόσο βαθιά. Δεν ήταν το φαγοπότι που ονειρεύονταν οι φτωχοί, ήταν η σιγουριά πως όσα είχαν αποκτήσει δεν θα τους τα άρπαζαν κάποιοι ξαφνικά. Πανάρχαιη η απειλή που απ’ τα χρόνια του Hσίοδου δεν έπαυε να πλανάται πάνω από τα κεφάλια των δουλευτών. Επιδρομείς, ληστές, φορομπήχτες, τοκογλύφοι. Με όλους αυτούς να αλωνίζουν επί αιώνες, πώς να κατασιγάσει η τρομάρα των αδυνάμων ώστε να μπορέσουν να ευχαριστηθούν το ψωμί, το κρασί και το σπίτι τους;

Αυτός ο φόβος συνόδεψε πολλούς και όταν, πολύ αργότερα, κατέβηκαν από τα χωριά στις πόλεις. Οι καιροί ήταν πια διαφορετικοί και οι πρώην ξυπόλητοι βρέθηκαν στους εμπορικούς δρόμους τους γεμάτους με τις βιτρίνες του ’70, του ’80, του ’90. Πίσω απ’ τις τζαμαρίες υπήρχαν πράγματα που τους γυάλιζαν, κι ανάμεσά τους το είδωλο του ίδιου τους του εαυτού, αλλαγμένο πολύ. Μπορούσαν να καυχηθούν γι’ αυτόν τον εαυτό, να φωνάξουν πως επιτέλους τα κατάφεραν να μην είναι νηστικοί, να χορτάσουν, και ακόμη να εκδικηθούν την παλιά τους πείνα με μία νέα σπατάλη.

Σε πόσες αυταπάτες είχαν κιόλας παραδοθεί! Γιατί γρήγορα φάνηκε πως κάτω από την ευχαρίστηση παρέμενε πάντα ο φόβος. Αυτός ο δαίμονας που ερχόταν παλιά και χτυπούσε την πόρτα του φτωχικού σπιτιού.