Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Η θεά Ιστορία




Η παιδική και συγκεχυμένη φαντασία του νεοελληνικού έθνους δημιούργησε μια μέρα ένα περίεργο τέρας για να απασχολεί και να τρομάζει τον ίδιο τον εαυτό της. Το τέρας αυτό είναι η Ιστορία. Κάθε φορά που θολώνουν τα νερά  της πολιτικής και της κοινωνικής μας ζωής, που σκεπάζεται ο ουρανός μας με σύννεφα βαριά από καταιγίδες, που σηκώνουνται μαζωμένοι όλοι οι άνεμοι της εμπάθειας και του φανατισμού, το τέρας παρουσιάζεται στο προσκήνιο, βλοσυρό, κακόβουλο και πολυάσχολο.

Οι κυβερνήτες επικαλούνται το τέρας :

- Εμείς υπηρετούμε την Ιστορία. Εσείς όλοι που φωνάζετς, ό,τι και να λέτε δε μας μέλλει γιατί έχουμε με το μέρος μας την Ιστορία.

Το ίδιο τέρας επικαλούνται κ' οι αντίπαλοι των δυνατών. Όποιος αισθάνεται νικημένος, εκδικείται μ' αυτήν την προσφυγή :

- Η Ιστορία θα σας κρίνει. Εμείς δεν μπορούμε να σας πειράξουμε αλλά θα δείτε τι έχετε να πάθετε από την Ιστορία.

Οι αμερόληπτοι, οι ουδέτεροι, οι "υψηλά φρονούντες", στο όνομα της Ιστορίας αποδοκιμάζουν τα καμώματα των συγχρόνων τους. Με τη βοήθειά της παρηγοριούνται οι αποτυχημένοι :

- Η Ιστορία, λένε, εμάς θα δικαιώσει.

Όλοι σχεδόν οι λόγοι, οι προκηρύξεις, τα διαγγέλματα, τα άρθρα, οι πολεμικές βρίθουν από επικλήσεις προς το τέρας, από απειλές στο όνομα του τέρατος, από παρηγοριές χάρη στο τέρας. Η ομαδική αυτή ψυχολογία μπορεί, νομίζω, να αναλυθεί περίπου στα εξής :

1. Οι Έλληνες φαντάζουνται την Ιστορία σα μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, αυτόνομη και υπερφυσική, καταπληκτικά ανώτερη από τις δυνάμεις των ανθρώπων, σαν έναν υπεράνθρωπον πραίτωρα που κρίνει, καταδικάζει, τιμωρεί, δικαιώνει από ψηλά.

2. Ο τεράστιος αυτός πραίτωρας βγάζει αποφάσεις τελεσίδικες και αμετάκλητες. Ένδικο μέσο δεν υπάρχει. Σαν αποφανθεί αυτός μια φορά, η συζήτηση τελείωσε.

3. Ο ανώτερος σκοπός των ανθρωπίνων ενεργειών του κύκλου της δημοσίας ζωής είναι να κριθούν μια μέρα από την Ιστορία.

Έτσι η Ιστορία είναι ταμπού.

Όμως θα βλασφημίσω. Θα πω δηλαδή τούτον τον τόσο ευκολονόητο λόγο, ότι η Ιστορία δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ και δεν πρόκειται να υπάρξει. Υπάρχει στη θέση της κάτι άλλο, πολύ πιο πεζό, πιο οικείο, πιο ανθρώπινο : το πλήθος των ιστορικών συγγραφέων, πλήθος εξαιρετικά χρήσιμο και καθόολου τρομαχτικό.

Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι τέρατα. Δεν κατέχουν κανένα υπερφυσικό κριτήριο της αλήθειας ή της δικαιοσύνης. Ίσια-ίσια, η μεγάλη τους απασχόληση με τα δημόσια έργα των ανθρώπων τούς μεταδίδει συνήθως έναν καλόβολο σκεπτικισμό, μια τάση (συγγενική με τη διάθεση του μυθιστοριογράφου) να δικαιώνουν λίγο-πολύ όλον τον κόσμο. Πασχίζουνε με μια απέραντη υπομονή να ανασυγκροτήσουνε, λιθαράκι-λιθαράκι την πραγματικότητα των περασμένων εποχών. Αναγκαστικά τα βιβλία τους έχουνε και λάθη και παρεξηγήσεις και κενά. Για τούτο αλληλοδιορθώνουνται και αλληλοσυμπληρώνουνται απεριόριστα. Όποιος ιστορικός συγγραφέας είναι ικανός να σκεφθεί, σκέπτεται με το δικό του τρόπο. Δυο αληθινά στοχαστικοί ιστορικοί, που να κρίνουν κάθε ιστορικό θέμα με τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχουν. Ο καθένας μάλιστα φιλοδοξεί (πολύ νομίμως άλλωστε) να συνθέσει τα ζητήματα με κάποια πρωτοτυπία ώστε να εκφράσει, με τη σύνθεση αυτή και με τις γενικές πνευματικές του, αντιλήψεις, την ιδιαίτερη επιστημονική ατομικότητά του. Δεν είναι πραίτωρας η Ιστορία. Είναι ένα απειράριθμο δικαστήριο ενόρκων, που ποτέ δεν ομονοούν και που θεωρούν εντελώς αδύνατο να διατυπώσουν για οποιοδήποτε ζήτημα μια κοινή και οριστική ετυμηγορία.

Να, έλεγα αυτά προχτές σ' ένα άριστο φίλο και ποιητή που είταν βαθιά στενοχωρεμένος με την κατάσταση των πραγμάτων και παρηγοριότανε κι αυτός με την απίθανη αυτή προσφυγή στο πραιτώριο της Ιστορίας.

- Το μέλλον, έλεγε, θα δικαιώσει τον τάδε. Η Ιστορία θα καταδικάσει το δείνα.

Αμφισβήτησα την ύπαρξη της θεάς και πρόσθεσα, λίγο βίαια, ότι οι άνθρωποι που θα κατοικούν αυτήν τη χώρα ύστερα από εκατό χρόνια θα είναι απορροφημένοι από τη δική τους τη ζωή, θα έχουν άλλα προβλήματα να λύσουν (κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο σοβαρά από τα δικά μας) και δε θα σκοτίζουνται για το ζήτημα ποιος είχε δίκιο στα 1935. Με το ζήτημα αυτό θα καταγίνουνται το πολύ-πολύ μερικοί άκακοι ιστορικοί, που θα κρίνουν τους σημερινούς Έλληνες ο καθένας με τη μέθοδό του και θα καταλήγουν στα πιο διαφορετικά και στα πιο αλλόκοτα συμπεράσματα.

Ο φίλος, που έχανε την παρηγοριά του, στενοχωρέθηκε, ακόμα περισσότερο και με κατηγόρησε πως είμαι  ένα αναρχικό πνεύμα. Ήθελα να πω ότι οι αληθινά δημιουργικοί λαοί δεν δρούνε για να κριθούν από μια ανύπαρκτη ιστορική δικαιοσύνη, αλλά για να ζήσουν τη ζωή τους και για να εξυψωθούν στα μάτια του ίδιου του εαυτού τους. Κι ακόμα, ότι οι δίκαιοι δε γυρεύουν πουθενά τη δικαίωσή τους, παρά μονάχα στη συνείδησή τους.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΥΛΛΑ, χρόνος Α΄, τεύχος 9, Νοέμβριος 1935