14ΙΟΥΛ
- Γράφει ο Βασίλης Τακτικός
Δεν είναι μόνο ο ανεδαφικός λαϊκισμός των ατεκμηρίωτων υποσχέσεων που λέει ότι μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί με δανεικά. Είναι παράλληλα και η «βιομηχανία των ψευδαισθήσεων» από όλη την Ελληνική πολιτική τάξη που αποφεύγει τις μεταρρυθμίσεις με τα προσχήματα άλλοτε της «εφεδρείας» και άλλοτε με τις αποκρατικοποιήσεις και επιμηκύνσεις.
Οι μεν καλλιεργούν τις ψευδαισθήσεις ότι μπορούμε να εκβιάσουμε για περισσότερα δανεικά και επιχορηγήσεις-επιμηκύνσεις, οι δε καλλιεργούν τις ψευδαισθήσεις ότι τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν στο δημόσιο ξεπουλώντας την δημόσια περιουσία, δίνοντας τελικά τροφή στον κρατισμό και τον παρασιτισμό με διαφορετικά μέσα.
Τα καλά νέα τον τελευταίο μήνα μετά τις εκλογές ήρθαν από την Ευρώπη. Το Συμβούλιο Κορυφής στις Βρυξέλλες και ο ιστορικός Συμβιβασμός Βορείων και Νοτίων ήταν μια εξέλιξη που προκάλεσε ανακούφιση και ενδυνάμωσε τόσο την Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) όσο και το Ευρώ. Κατά αυτό τον τρόπο ανοίγει για την Ελλάδα, ένα παράθυρο ευνοϊκότερων ρυθμίσεων του δημόσιου χρέους. Όμως, τα νέα δεν είναι εξίσου καλά σε σχέση με το θολό τοπίο της προγραμματικής συμφωνίας της τρικομματικής κυβέρνησης και των προγραμματικών δηλώσεων που επικεντρώθηκαν μόνο στις «αποφασιστικές» αποκρατικοποιήσεις- ιδιωτικοποιήσεις και στη διαβεβαίωση ότι δεν θα γίνουν απολύσεις στο Δημόσιο, όταν αυτές οι θέσεις κοστίζουν πολλαπλάσιες θέσεις ανεργίας και φορολογικά βάρη στον ιδιωτικό τομέα και επιχειρήσεις.
Εάν, προσέξει κανείς την προγραμματική συμφωνία των κομμάτων που σχημάτισαν τη νέα κυβέρνηση, θα διαπιστώσει ούτε λίγο - ούτε πολύ ότι στην ουσία πρόκειται για μια προγραμματική συμφωνία που ακυρώνει το μνημόνιο σε μια σειρά κομβικών σημείων, όπως ο εξορθολογισμός και μεταρρυθμίσεις διεκδικώντας μόνο την επαναδιαπραγμάτευση για την επιμήκυνση του προγράμματος προσαρμογής προφανώς με πρόσθετα δανειακά βάρη.
Η επιμήκυνση αυτή, επί της ουσίας, δεν συζητείται για να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος υπέρ των ασθενέστερων και αυτών που θα έχουν ανάγκη επιβίωσης αλλά για να μην θιγούν, τελικά, τα ειδικά μισθολόγια και συντεχνιακά συμφέροντα ενώ στην Ευρώπη επικράτησε ο πολιτικός πραγματισμός (προς όφελός μας για την δημοσιονομική προσαρμογή) με την απευθείας ανακεφαλοποίηση των τραπεζών και την προοπτική των ευρωομολόγων.
Αντιθέτως, στην χώρα μας επικράτησαν τα ιδεολογήματα των ιδιωτικοποιήσεων και της διατήρησης των μισθών, προ κρίσης, προς εξυπηρέτηση των συντεχνιών και ας τροφοδοτεί όλη αυτή η διαδικασία μια καλπάζουσα ανεργία.
Το μέτωπο των νοτίων ηγετών Μάριο Μόντι, Φρανσουά Ολάντ και Μαριάνο Ραχόι δημιούργησε ένα συσχετισμό που επέβαλε την υιοθέτηση ενός Συμφώνου ανάπτυξης . Άλλοι ηγέτες, όπως ο Ομπάμα στην Αμερική για δικούς της βέβαια λόγους σταθεροποίησης στην ανατολική μεσόγειο υποστηρίζουν την Ελλάδα.
«Όλη η Ευρώπη είναι στο ίδιο πλοίο» επισημαίνουν διάσημοι οικονομολόγοι αλλά εδώ συνεχίζεται ο ανεδαφικός εθνοκεντρισμός της εξαπάτησης των Ευρωπαίων που μας «χρωστάνε» από την εποχή του Μιλτιάδη στην μάχη του Μαραθώνα, του Περικλή, του Μεγαλέξανδρου και του Αριστοτέλη.
Ας δούμε όμως πέρα από την εθνικολαική αφήγηση που είναι τροφή για την λαικίστικη κατανάλωση τα κύρια χαρακτηριστικά του Συμφώνου ανάπτυξης που μπορούν πράγματι να διευκολύνουν την χώρα μας :
Πρώτον, υιοθέτηση ενός Συμφώνου Ανάπτυξης, συνολικού ύψους 120 δισ. ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από την κεφαλαιακή ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, την ανακατανομή αδιάθετων κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία και τη χρήση κοινοτικών πόρων για την έκδοση ευρωομολόγων έργων.
- Δεύτερον, άμεση εκκίνηση των διεργασιών για τη δημιουργία Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας του Τραπεζικού Συστήματος της Ευρωζώνης, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι σχετικές διαδικασίες αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου.
- Τρίτον, παροχή δυνατότητας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας να ανακεφαλαιοποιεί τράπεζες, χωρίς να παρεμβάλλονται τα οικεία κράτη και χωρίς να εγγράφονται τα χρήματα που δίνονται σε αυτές στο δημόσιο χρέος. Η δυνατότητα αυτή συνοδεύεται από αυστηρές δημοσιονομικές προϋποθέσεις για τα κράτη των οποίων οι τράπεζες λαμβάνουν βοήθεια.
- Τέταρτον, ο ΕΜΣ θα μπορεί να αγοράζει ομόλογα κρατών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υψηλών επιτοκίων, χωρίς να χρειάζεται η υπογραφή Μνημονίου. Ωστόσο, τα κράτη αυτά θα πρέπει να τηρούν τις δημοσιονομικές τους δεσμεύσεις που απορρέουν από τις τακτικές συστάσεις της Κομισιόν, τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και τη διαδικασία αποκατάστασης μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι, ενώ την Ευρώπη υπάρχει πρόοδος διαρθρωτικών αλλαγών, στην Ελλάδα συντηρείται η διατήρηση του μεγάλου κράτους της γραφειοκρατίας και από την άλλη μεριά την αυταπάτη πως θα μειώσουμε το έλλειμμα με την διαδικασία της εκποίησης ακινήτων.
Σε αυτό το σημείο φαίνεται να συγκλίνουν τα ιδεολογήματα τόσο της λαϊκής δεξιάς όσο και της λαϊκίστικης κεντροαριστεράς, όπου θέλουν πάση θυσία την διατήρηση των θέσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι μεν θέλουν την διατήρηση με την εκποίηση ενώ οι άλλοι να εκβιάσουμε για περισσότερα δάνεια, «κούρεμα» ή επιμήκυνση.
Έτσι, όμως, επί της ουσίας, ζητάμε από την Ευρώπη επιμήκυνση χωρίς να θίγεται σε καμία περίπτωση το υπερτροφικό κράτος των δημοσίων υπαλλήλων που είναι βασική αιτία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Με τις ιδιωτικοποιήσεις φαίνεται ότι αλλάζει μόνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς κυρίως μονοπωλιακών επιχειρήσεων, για παράδειγμα ΔΕΗ και ΟΠΑΠ, χωρίς να χτυπιέται η βαθύτερη αιτία του προβλήματος που είναι το υψηλό κόστος αυτών των υπηρεσιών ανεξαρτήτου ιδιοκτησίας που αναπαράγεται και λόγω των σκανδαλωδών προνομίων των συνδικαλιστών. Έτσι, από την μια μεριά γεννάται, το ερώτημα ποιο θα είναι το δημόσιο όφελος από την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ, όταν θα προστεθεί στο κοινωνικό κόστος και τα κέρδη των επενδυτών και από την άλλη γεννάται το ερώτημα πώς θα γίνει η εξυγίανση στις ΔΕΚΟ εάν παραμείνουν τα ειδικά μισθολόγια και τα προνόμια των συνδικαλιστών.
Βέβαια, οι κυβερνητικοί εταίροι αναγκάστηκαν να αποσύρουν την πολυπροβαλλόμενη προεκλογική επαναδιαπραγμάτευση η οποία δια στόματος του Υπουργού Οικονομίας Γιάννη Στουρνάρα μπαίνει στο ψυγείο. Η θέση του Υπουργού ομολογουμένως παρουσιάστηκε με παρρησία αλλά, ας σημειώσουμε (κατόπιν εκλογών) αναγνωρίζοντας έτσι ότι, με τον σημερινό εκτροχιασμό των στόχων της συμφωνίας μας στην Ευρώπη, το αίτημα επαναδιαπραγμάτευσης δεν έχει καμία τύχη σε αυτή την φάση. Γιατί όπως είπε ο Υπουργός, την επαναδιαπραγμάτευση δεν μπορεί να την κάνεις μόνος σου αλλά όταν θέλουν και οι άλλοι -αλλά αυτή τη στιγμή δεν θέλουν. Αλλά και μετά την αποκάλυψη της τρόικας ότι καμία μείωση των απασχολούμενων δεν γίνεται στο δημόσιο με την λεγόμενη «εφεδρεία».
Χρειάστηκε, λοιπόν, αρμόδιος τεχνοκράτης της Κυβέρνησης- Υπουργός Οικονομίας να το πει, μια αλήθεια που δεν τολμάει να την πει κανένας κομματικός πολιτικός. Ωστόσο, η βιομηχανία των εγχώριων ψευδαισθήσεων ολόκληρης της πολιτικής τάξης της χώρας καλά κρατεί αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη από την πραγματικότητα. Η εθνική επιτροπή επαναδιαπραγμάτευσης που πρότεινε στη συνέχεια ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ζητά 2-3 χρόνια επιμήκυνση ως διαφοροποίηση, αλλά παρά το γεγονός αυτό, δεν αλλάζει τίποτε επί της ουσίας στην γενεσιουργό αιτία του προβλήματος.
Συντηρητισμός με Ιδεολογήματα
Η προγραμματική συμφωνία σε κάθε περίπτωση λέει: «καμία απόλυση στο Δημόσιο» και επομένως όλο το βάρος θα πέσει στις αποκρατικοποιήσεις και επιπλέον ως συνήθως στις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων.
Τι σημαίνει, όμως, η εμμονή, «καμία απόλυση στο Δημόσιο», όταν η διατήρηση κάθε μη απαραίτητης θέσης στο Δημόσιο έχει κόστος όσο τρεις θέσεις οι οποίες χάθηκαν στον ιδιωτικό τομέα; Σημαίνει ότι η πολιτική τάξη δεν θέλει να πάρει το μήνυμα με τίποτε για προσαρμογή στην πολιτική πραγματικότητα.
Ως πότε όμως και για ποιο λόγο θα είναι προτεραιότητα για τις ελληνικές κυβερνήσεις η διατήρηση 150.000 υπεράριθμων θέσεων στο δημόσιο, όταν αυτό οδηγεί στην απώλεια 500.000 στον ιδιωτικό τομέα και την ανεργία; Το ερώτημα αυτό κανένα ελληνικό κόμμα δεν θέλει να το απαντήσει και ίσως γιατί η απάντηση -αν υπάρχει- είναι πολιτικά παράλογη για την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Με βάση το κομματικό όφελος, η εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι νιώθουν άμεσα την απώλεια όταν απολυθούν και αναμένεται να αντιδράσουν, ενώ οι 500.000 άνεργοι επιπλέον, που μένουν στο περιθώριο της οικονομικής ζωής από αυτή την πολιτική επιλογή, δεν μπορούν να αντιληφθούν ακριβώς για ποιο λόγο μένουν άνεργοι και ύστερα δεν έχουν τρόπο να αντιδράσουν μέσα από τα συνδικάτα τους.
Πέρα, όμως, από αυτή την κυνικά ιδιοτελή κομματική απάντηση μπορεί να διακρίνει κανείς και την μυωπική πολιτική αντίληψη που δεν βλέπει τις συνέπειες πέραν των 6 μηνών, και την τύχη που θα έχουν οι πολιτικοί που διαχειρίζονται σήμερα τα πράγματα μέσα από γενικότερη αποτυχία και απαξίωση που περιμένει τους πολιτικούς.
Εάν δούμε το ζήτημα από την Ευρωπαϊκή σκοπιά, φυσικά, δεν είναι αφελείς πολιτικά ο Μόντι και ο Ολάντ που λίγα 24ωρα μετά από την επιτυχία τους στην Σύνοδο στις Βρυξέλλες, ανακοίνωσαν χιλιάδες απολύσεις στο Δημόσιο. Αντιλαμβάνονται όπως φαίνεται εντελώς διαφορετικά την πολιτική ευθύνη και δεν βάζουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί.
Εδώ, ανακάλυψαν πάλι την γενικόλογη «ανάπτυξη», την γενικόλογη καταπολέμηση της ύφεσης και την «πανάκεια» των αποκρατικοποιήσεων όταν οι τράπεζες ζητούν ανακεφαλαίωση με κρατικούς πόρους. Έτσι όμως οι αποκρατικοποιήσεις χωρίς μεταρρυθμίσεις μόνο την παράταση του προβλήματος μπορούν να επιφέρουν, καθώς δεν αντιμετωπίζουν την αιτία της δημιουργίας των πρωτογενών ελλειμμάτων αλλά περιορίζουν τα συμπτώματα για μια περίοδο και μεταθέτουν τα προβλήματα στο μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, η γενναιότητα της κυβέρνησης στο επίπεδο των συμβολισμών, όπως η περικοπή του επιδόματος των υπαλλήλων της Βουλής, μικρή αξία έχει εάν δεν εκφραστεί με την γενναιότητα της γενικότερης μείωσης του παρασιτισμού στο δημόσιο.
Στις αποκρατικοποιήσεις, λοιπόν, στηρίζονται όλες οι ελπίδες για το δημιουργικό σοκ της ανάπτυξης. Μια πρόσκαιρη, όμως, μείωση του δημόσιου ελλείμματος από την εκποίηση με ταυτόχρονη μακροχρόνια διαρροή πόρων από την αύξηση κόστους για ένα βασικό αγαθό όπως είναι το νερό, κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα στα διόδια, σημαίνει ότι το πρόσκαιρο όφελος θα δημιουργήσει μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα στο μέλλον. Άλλωστε, το νερό είναι από τα βασικότερα που δεν μπορούν να καταλήξουν στους κερδοσκόπους χωρίς αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Άπειρα παραδείγματα και σε άλλες χώρες (Αγγλία, Ρωσία), μπορούν επίσης να δείξουν ότι η λύση δεν είναι η εκποίηση όπως- όπως της δημόσιας περιουσίας αλλά, η αξιοποίηση του ανεξάρτητου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, για παράδειγμα μια επιτυχημένη μέθοδος είναι η συνεκμετάλλευση με μακροχρόνια μίσθωση. Σε αυτό, όμως, δεν απαντάει σε καμία περίπτωση αυτή η μονομερής πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων όπως δεν απαντά επίσης στο πρόβλημα της ανεργίας που έχει φθάσει το 1/5 του ενεργού πληθυσμού.
Η ανάπτυξη και «υπερανάπτυξη» της αστικής οικοπεδοποίησης που υπόσχεται αυτή η πολιτική με την εκποίηση του παλαιού αεροδρομίου και της παραλιακής ζώνης είναι μια συνταγή και η αιτία που μαράζωσε την ύπαιθρο σταδιακά τα τελευταία 40 χρόνια με αποκορύφωμα τις υποδομές για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Οι έχοντες πολιτικού νου και σκέψη ας κρατήσουν μικρό καλάθι, λοιπόν, με τις εκποιήσεις και τις ταμειακές λογικές.
Όχι μόνο γιατί θα στηθεί ένα τεράστιο ανάχωμα κινητοποιήσεων σαν προχωρήσουν οι μαζικές εκποιήσεις, αλλά κυρίως γιατί εάν, το εγχείρημα της «ανάπτυξης» πετύχει, θα υπάρξουν άλλες παρενέργειες ενώ είναι αμφίβολη η τόνωση της απασχόλησης, που είναι το υπ’ αριθμό ένα πολιτικό πρόβλημα αυτής της περιόδου.
Ο πραγματισμός, λοιπόν, των αποκρατικοποιήσεων και όχι των ιδεολογημάτων λέει ότι, είναι επικίνδυνες οι σπασμωδικές ιδιωτικοποιήσεις όταν δεν έχουν κλείσει πρώτα τις τρύπες της σπατάλης στο δημόσιο που ανατροφοδοτούν τα ελλείμματα.
Ας δούμε, λοιπόν, ποια λόμπυ και ποια συμφέροντα καλύπτονται πίσω από τα ιδεολογήματα των ιδιωτικοποιήσεων, τα οποία θέλουν να κερδοσκοπήσουν χωρίς να θιγεί η κρατική γραφειοκρατία.
Οι τράπεζες, για παράδειγμα, είναι υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων αλλά οι ίδιες θέλουν να διασωθούν από την κρίση με κρατικό παρεμβατισμό και χρηματοδότηση από το κράτος
ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Το ιδεολόγημα των a priori ιδιωτικοποιήσεων στην οικονομία καταρρίπτονται σήμερα από την ίδια την πρακτική των τραπεζών οι οποίες βρίσκονται στο κέντρο της ιδιωτικής οικονομίας και πολλές από αυτές ζητούν από τα κράτη στήριξη για να διασωθούν, δηλαδή, να πουλήσουν ελλείμματα στο κράτος. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι από τις τράπεζες ξεκίνησε η παγκόσμια κρίση, της οποίας η χώρα μας αποτελεί τον αδύναμο κρίκο.
Σήμερα στην Ελλάδα και την νότια Ευρώπη οι ιδιωτικές τράπεζες θέλουν να μεταφέρουν το κόστος διάσωσης στο δημόσιο έλλειμμα. Από αυτό προκύπτει και η ανάγκη της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών που πρόσφατα το Συμβούλιο κορυφής της Ευρώπης αποφάσισε να αντιμετωπιστεί απευθείας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και χαιρετίστηκε ως προοδευτικό μέτρο από τους λαούς της Νότιας Ευρώπης, καθώς για πρώτη φορά θα υπάρξει ένας μηχανισμός στήριξης των τραπεζών εκτός από τα εθνικά κράτη.
Πώς, λοιπόν, τώρα να πειστούν οι κοινωνίες ότι οι αποκρατικοποιήσεις είναι η «πανάκεια» στην λύση του προβλήματος του δημοσίου ελλείμματος, όταν είναι βέβαιο ότι ο ιδιωτικός τομέας των τραπεζών οδήγησε στην πιο βαθιά ύφεση, όταν είναι περισσότερο από βέβαιο ότι χρειάζονται πολλά συνδυαστικά μέτρα και πάνω από όλα θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος για τον περιορισμό της σπατάλης;
To ιδεολόγημα που χρησιμοποιείται από την σημερινή κυβέρνηση- κάνουμε αποκρατικοποιήσεις για να αντιμετωπίσουμε το δημόσιο έλλειμμα και για την «ανάπτυξη» χωρίς άλλα αξιολογικά κριτήρια αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας-κρύβει μέσα του μια θεμελιώδη αντίφαση: κάνοντας ιδιωτικοποιήσεις είναι το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί για να βρεθούν χρήματα για να πληρωθούν για ένα δυο χρόνια ακόμη οι υπεράριθμοι δημόσιοι υπάλληλοι δίνοντας, όμως, τροφή στον κρατισμό και την γραφειοκρατία, χωρίς να περισσέψει τίποτε για την ανάπτυξη αφού οι πόροι θα πάνε για μισθούς και για την διάσωση των τραπεζών. Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν αυτοί οι πόροι δίδονταν απευθείας για την μείωση και το «κούρεμα» των δανείων των υποχρεωμένων νοικοκυριών και την ρευστότητα των επιχειρήσεων.
Τέλος, εάν η λύση είναι η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας γιατί οι τράπεζες δεν εκποιούν πρώτα τα δικά τους ακίνητα καθόσον ο ιδιωτικός τομέας είναι και πιο ευέλικτος;
Η απάντηση βέβαια είναι γιατί οι τράπεζες πάντα θέλουν να κερδίζουν ακόμη και μέσα στην κρίση που εκείνες δημιουργούν πληρώνοντας οι κοινωνίες τα δικά τους λάθη και ρίσκα.
Η διευθύνουσα πολιτική ελίτ της χώρας δεν έχει λάβει ακόμη το μήνυμα των καιρών
Η ανακύκλωση της πολιτικής ελίτ στην χώρα δείχνει ότι παρά την κρίση δεν έχει πάρει ακόμη το μήνυμα και συνεχίζει με διάφορες παραλλαγές την ίδια πολιτική.
Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει ακόμα αντιληφθεί ότι έχει αυτοπαγιδευτεί μέσα από την υπερδιόγκωση του δημοσίου τομέα, όταν το 40% του ελληνικού λαού εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από το δημόσιο εμποδίζοντας κάθε διαρθρωτική αλλαγή.
Οι Έλληνες πολιτικοί ένα πράγμα ξέρουν καλά: να πολιτεύονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο υποσχέσεων. Όσο δεν μπορούν να υποσχεθούν νέες θέσεις εργασίας, υπόσχονται ότι δεν θα διώξουν κανένα από το δημόσιο και μηχανεύονται χίλιους άλλους τρόπους να διατηρήσουν αυτή την κατάσταση, έστω και εάν ελάχιστοι πρώην υπουργοί που είχαν αυτήν την πρακτική σώθηκαν από την φθορά των προηγούμενων κυβερνήσεων στις τελευταίες εκλογές.
Ο άλλος τρόπος που γνώριζαν πολύ καλά είναι να πολιτεύονται οι περισσότεροι- πλην ολίγων εξαιρέσεων, με την τροφοδοσία του κρατικού παρασιτισμού, με την προσφιλέστερη μέθοδο της ροής της διαφημιστικής δαπάνης και μέσω της διαπλοκής των δημόσιων έργων για την εξασφάλιση εξαρτημένων κονδυλοφόρων και μικροφώνων.
Ένας άλλος τρόπος «τροφής» στη φαυλότητα του κρατισμού ήταν οι επιδοτήσεις μέσω των άϋλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων ψηφιακού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα μιας διαπλοκής που εμείς θα την ονομάζουμε – soft βιομηχανικό πλέγμα. Ένα πλέγμα που κατέληξε να εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη πραγμάτων, ώστε όποιος διακινεί δημόσιο χρήμα, να εξασφαλίζει επιρροή και πιο εύκολα την εκλογή του. Ενδεχομένως φαντάζει παράδοξο ότι αυτό το πλέγμα απειλεί να το σπάσει η Τρόϊκα για τους δικούς της λόγους φυσικά και να εξασφαλίσει τα δανεικά.
Μπροστά σε αυτή την αναγκαία τομή έχουμε την αντίσταση όλου του φάσματος των κομμάτων, είτε αυτοί αυτοπροσδιορίζονται δεξιοί ή αριστεροί αντιμνημονιακοί.
Αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των δύο πόλων (μνημονιακοί- αντιμνημονιακοί), αυτή εντοπίζεται στον ήπιο χαρακτήρα της προγραμματικής συμφωνίας που ακυρώνει δια της διολισθήσεως το μνημόνιο και στον σκληρό τρόπο του «Σύριζα» που το καταγγέλλει από την αρχή. Έτσι επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία διαφορά σε ότι αφορά τις μεταρρυθμίσεις και τα διαρθρωτικά μέτρα αλλά υπάρχει διαφορά στα μέσα που χρησιμοποιεί η κάθε πλευρά για να συντηρήσει το σύστημα.
Αυτό δείχνει ότι η διευθύνουσα πολιτική ελίτ δεν έχει ηττηθεί ακόμα στη χώρα μας (αναπαράγεται δια της ανακύκλωσης) και τα κόμματα συνεχίζουν να κατευθύνονται από τις ισχυρές συντεχνίες. Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να περιορίσει, για παράδειγμα, κατά 150.000 την παρασιτική γραφειοκρατία ήταν και η αποκάλυψη στον ξένο τύπο που εξόργισε τους Ευρωπαίους εταίρους μας όταν διαπίστωσαν ότι με την «εφεδρεία» και την εθελούσια έξοδο δύο χρόνια τους κορόιδευαν.
Αν το «αριστερό» και «δεξιό» πολιτικό προσωπικό της χώρας ενδιαφερόταν πραγματικά για το λαό δεν θα πρότασσε το συμφέρον μιας μειοψηφίας προνομιούχων συντεχνιών αλλά μια διαπραγμάτευση που θα είχε ως στόχο να εξυπηρετήσει τους πολλούς θιγόμενους σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, δηλαδή τους ανέργους που έχουν φτάσει 1,2 εκ. και να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη για αυτούς.
Μια πρόταση για διαπραγμάτευση ουσίας θα ήταν να προχωρήσουμε στις διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά ταυτοχρόνως να δοθούν ξεχωριστοί πόροι για την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της ανεργίας μέσω των ουσιαστικών προγραμμάτων κοινωνικής οικονομίας.
Η διάθεση πόρων για την ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων που έχει εφαρμοστεί με επιτυχία σε όλες τις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, θα μπορούσε να είναι ένα διαπραγματευτικό ζητούμενο εξασφαλίζοντας σίγουρες θέσεις απασχόλησης ( και μειωμένες τιμές βασικών αγαθών και υπηρεσίων).
Αντίθετα προς αυτό, ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα επιδίδεται ακόμα στην καταγγελία των χειρισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδίδοντας με στρουθοκαμηλισμό τις δικές του ανεπάρκειες και ελλείμματα προοπτικής στους ευρωπαίους συμμάχους.
Παριστάνουν τους υπερήφανους και ηρωικούς διαπραγματευτές, ενώ στην ουσία δειλιάζουν να τα βάλουν με τις προνομιούχες μειοψηφίες των συντεχνιών και των κλειστών επαγγελμάτων.
Αλλά πίσω και με το πέρας της ανακύκλωσης των πολιτικών προσώπων έρχεται η εκδίκηση της πολιτικής πραγματικότητας που ιστορικά πλέον ολόκληρο το ελληνικό σύστημα δεν μπορεί να αντιπαρέλθει.
Η πλήρης απογύμνωση είναι πλέον ζήτημα χρόνου. Με κανένα τρόπο δεν μπορούν να επιβάλουν πλέον στην Ευρώπη να πληρώνει τις λειτουργικές δαπάνες του ελληνικού δημοσίου. Αυτό είναι έξω από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή συνθήκη και έξω από οποιαδήποτε αντίληψη κοινοτικής αλληλεγγύης.
Τα κοινοβούλια των άλλων χωρών δεν θα δεχθούν την συνέχεια της κοροϊδίας της ελληνικής γραφειοκρατίας και πολιτικής τάξης για την δήθεν διευκόλυνση του ελληνικού λαού.
Τα συμφέροντα του παρασιτισμού της ελληνικής γραφειοκρατίας δεν μπορεί να ταυτίζονται με εκείνα του ελληνικού λαού. Τα ιστορικά διλήμματα είναι μπροστά μας είτε τεθούν με δημοψήφισμα είτε όχι.
Έρχονται πολύ χειρότερες μέρες για μισθούς και συντάξεις εάν, η Ελληνική πολιτική τάξη νομίζει ακόμη ότι μπορεί να κοροϊδέψει τους Ευρωπαίους και να πάρει κι άλλα δανεικά και αγύριστα χωρίς να τηρήσει τις υποχρεώσεις της Χώρας. Και το χειρότερο δεν είναι οι μειώσεις που έχουν σχεδιαστεί αλλά πλήρης κατεδάφιση του συστήματος εάν χάσουμε την υποστήριξη της Ευρώπης.
Έρχονται πολύ χειρότερες μέρες, εάν η νέα Κυβέρνηση συνεργασίας νομίζει ότι, με την προγραμματική συμφωνία που έκανε για εσωτερική κατανάλωση (με την υπόσχεση ότι δεν θα θίξει τίποτε στο Ελληνικό δημόσιο) και ουσιαστικά δεν θα εφαρμόσει το μνημόνιο θα εξασφαλίσει ταυτόχρονα τις δόσεις από τα δανεικά να πληρώσει στο άμεσο διάστημα μισθούς και συντάξεις.
Έρχονται πολύ χειρότερες μέρες, εάν οι εθνικολαϊκοί «αριστεροί» και «δεξιοί» νομίζουν πως, θα εξασφαλίσουν την απαιτούμενη άμεση ρευστότητα καταγγέλλοντας, ταυτόχρονα το απεχθές μνημόνιο και το απεχθές χρέος, απαιτώντας μάλιστα, να το πληρώσουν οι άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί αφού οι αγορές και οι καπιταλιστές έτσι και αλλιώς δεν μας εμπιστεύονται και δεν μας δανείζουν.
Έρχονται πολύ χειρότερες μέρες από τις κοινωνικές αντιδράσεις, καθώς εκείνοι που θα περιμένουν μισθούς και συντάξεις, δεν θα μπορούν να κάνουν διάκριση μεταξύ αριστερών και δεξιών υποσχέσεων αριστερών και δεξιών μισθών. Και θα επιφυλάξουν στο τέλος σε όλους, «δεξιούς» και «αριστερούς διαχειριστές», την ίδια μοίρα. Την κατεδάφιση ενός φαύλου πολιτικού συστήματος που ακόμη και τώρα αποφεύγει να πει την αλήθεια πως φτάσαμε μέχρι εδώ και ποιες πραγματικές δίκαιες θυσίες και περικοπές πρέπει να γίνουν για βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο.
Η ελληνική πολιτική τάξη (ελίτ) τα τελευταία χρόνια και προ της κρίσης πολιτεύτηκε με «φούσκες» στην βάση της βιομηχανίας των ψευδαισθήσεων. Την φούσκα του Χρηματιστηρίου, των ασφαλιστικών ταμείων, την φούσκα των έργων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την φούσκα της ανάπτυξης μέσω της υπερδιόγκωσης του κράτους και τώρα έρχονται οι πρωταγωνιστές και επίγονοι αυτού του πολιτικού συστήματος να μας πουν να αντιμετωπίσουμε την κρίση με την φούσκα των αποκρατικοποιήσεων, της επαναδιαπραγμάτευσης και της επιμήκυνσης ενώ είναι πασιφανέστατο ότι πρέπει να βάλουν νυστέρι στο παρασιτισμό της κρατικής γραφειοκρατίας και στην γενεσιουργό αιτία των προβλημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου