Του Νικου Μαραντζιδη*Η
Καθημερινή, 16/6/2013
Η απόφαση του Αντ. Σαμαρά να κλείσει την ΕΡΤ
θύμισε σε αρκετούς την πολιτική κληρονομιά της σιδηράς Βρετανίδας πρωθυπουργού
Μ. Θάτσερ. Πραγματικά, από την επόμενη κιόλας στιγμή της πτώσης του σήματος της
ΕΡΤ, καταλάβαμε όλοι πως ο πρωθυπουργός ήθελε να επιδείξει πυγμή. Ομως, η
επιλογή αυτή δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως απλώς επικοινωνιακή ή να θεωρηθεί
μόνο άλλοθι για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Οχι πως δεν υπάρχουν αυτές οι
διαστάσεις, αλλά το τοπίο είναι εμφανώς πιο σύνθετο. Η επιλογή του Αντ. Σαμαρά περισσότερο από
συγκυριακή πρέπει να αναλυθεί ως στρατηγικού χαρακτήρα, με έντονα ιδεολογικά
χαρακτηριστικά. Εγγράφεται σε μια νεοσυντηρητική γραμμή πλεύσης όπου η τάξη, ο
νόμος και οι μεταρρυθμίσεις θα επιβάλλονται με σιδερένια πυγμή. Πρόκειται για
την αυγή της παρουσίας μιας νέας Δεξιάς και στην Ελλάδα. Η νέα αυτή Δεξιά
προβάλλει καθαρά την ατζέντα της: νόμος και τάξη από τη μια, ισχυρή εθνική
ταυτότητα από την άλλη και όλα αυτά στηριζόμενα σε μια οικονομία με
περιορισμένη κρατική παρουσία και μικρή φορολογία.
Είναι σαφές πως ο Αντ. Σαμαράς κάνει ένα άλμα
προς τα εμπρός και παίρνει ρίσκα. Ρίσκα, όμως, υπολογισμένα. Ενα σημαντικό
τμήμα του κεντροδεξιού σώματος διψά για αποτελεσματικότητα και είναι έτοιμο να
επιβραβεύσει την πολιτική εκείνη ηγεσία που θα την πετύχει. Επιπλέον, η
πολιτική της πυγμής είναι ένα στοιχείο που αρέσει στο συντηρητικό ακροατήριο. Η
έλξη που προκάλεσε σε τμήματα αυτού του ακροατηρίου η Χρυσή Αυγή σχετίζεται με
την αίσθηση κατάρρευσης του κράτους την προηγούμενη περίοδο και την ισχυρή επιθυμία
για πολιτική με «τσαμπουκά». Με άλλα λόγια, η ζήτηση για αποτελεσματική
πολιτική ακόμη και (ή κυρίως) με τη χρήση αυταρχικών μεθόδων αποτελεί ένα
βασικό κριτήριο για τους πολίτες αυτούς ώστε να παραμείνουν αφοσιωμένοι στη
Ν.Δ. ή να επιστρέψουν στην κάλπη της.
Επειτα από πολύ καιρό, λοιπόν, ένας κεντροδεξιός
πρωθυπουργός αποφασίζει να χαράξει τις κινήσεις του όχι μόνο μέσα σε ένα
επικοινωνιακό πλαίσιο και μια διαχειριστική αντίληψη της εξουσίας αλλά υπό το
πρίσμα μιας στρατηγικής με στόχο την ιδεολογική κυριαρχία. Θα τα καταφέρει;
Δύσκολο να απαντήσει κανείς με σιγουριά αυτή τη στιγμή. Εξάλλου τα ερωτήματα
τώρα σχετίζονται με το μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει και ποιες μάχες
είναι αποφασισμένος να δώσει.
Είναι αρνητική αυτή η εξέλιξη; Κάθε άλλο! Τώρα η
πολιτική αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εξάλλου, το πρόβλημα αυτή τη στιγμή δεν
είναι ότι η Κεντροδεξιά βρήκε τη δική της στρατηγική τύπου «Θάτσερ» αλλά ότι η
Κεντροαριστερά δεν μπορεί να βρει τον δικό της Τόνι Μπλερ. Οχι μόνο το πρόσωπο
αλλά κυρίως το πολιτικό σχέδιο.
Για την ώρα, αυτό που χαρακτηρίζει τις δυνάμεις
του μεταρρυθμιστικού Κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας είναι η αμηχανία και η
διαρκής αμφιθυμία. Πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο ή, όπως επισημαίνει ο Χρ.
Χωμενίδης, είναι ανίατη ασθένεια; Ο,τι κι αν συμβαίνει, σήμερα οι δύο κύριοι
φορείς της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) δίνουν την αίσθηση πως συνιστούν
έναν «ΣΥΡΙΖΑ λάιτ». Ουσιαστικά δηλαδή προάγουν χρεοκοπημένες και εντέλει
αναξιόπιστες πολιτικές. Απλώς αυτό το κάνουν με κόσμιο και δημοκρατικό τρόπο
–όχι ασήμαντη λεπτομέρεια, αλλά σίγουρα ανεπαρκή για να κριθούν θετικά. Ετσι,
απογοητεύουν διπλά την κοινωνική τους βάση, καθώς και ξεπερασμένες
κρατικιστικές πολιτικές υπερασπίζονται και δείχνουν να το κάνουν αυτό άνευρα
και κουτοπόνηρα.
Η Κεντροαριστερά, λοιπόν, αντί να κλαψουρίζει
αμήχανη και να δίνει μάχες οπισθοφυλακής, οφείλει να ξεκόψει ριζικά με τον
κρατισμό και τον συντεχνιασμό. Οφείλει να εκφράσει θαρραλέα τη νέα μεσαία τάξη,
τον κοσμοπολιτισμό και τις ευρωπαϊκές αξίες. Να μιλήσει με όρους ενός σύγχρονου
πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού. Να προαγάγει την κοινωνία των ίσων
ευκαιριών και όχι ξεψυχισμένες σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις του ’70. Η παλιά
σοσιαλδημοκρατία πέθανε, κύριοι! Οσο νωρίτερα τη θάψετε και την κλάψετε τόσο
γρηγορότερα η Κεντροαριστερά θα γίνει αξιόπιστη, ειλικρινής και αισιόδοξη,
δηλαδή νέα.
Η Κεντροαριστερά, λοιπόν, οφείλει να ανασυσταθεί
τάχιστα και να βρει τις ενοποιητικές διαδικασίες όχι μέσω της ανακύκλωσης στις
ηγετικές θέσεις των παλαιών και φθαρμένων (καλώς ή κακώς) προσώπων, αλλά μέσω
της προώθησης ενός νέου και άφθαρτου δυναμικού που διαθέτει και που μπορεί να
εκφράσει καλύτερα τις μεσαίες κοινωνικές δυνάμεις. Εντέλει, απέναντι στο
βλοσυρό βλέμμα και την αποφασιστικότητα της Μάργκαρετ Θάτσερ, η Κεντροαριστερά
ας αντιτάξει το αισιόδοξο χαμόγελο και χαρούμενο πρόσωπο του Τόνι Μπλερ.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου