- Του Νικου Μαρντζιδη*Η Καθημερινή, 2/6/2013
Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ανοίγει εκ νέου. Ο προβληματισμός για τις απαιτούμενες αλλαγές στο Σύνταγμα είναι στενά συνδεδεμένος με τα κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα της κρίσης. Μπορεί, στ’ αλήθεια, το Σύνταγμά μας να βοηθήσει να ξαναβρεί η χώρα τον δρόμο προς την ευημερία και τη σταθερότητα;
Αν και δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία πως το φλύαρο και πατερναλιστικό συνταγματικό πλαίσιο αποτέλεσε σοβαρό εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της χώρας, δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις. Οπως σημειώνει, στην πολύ ενδιαφέρουσα πρόσφατη παρέμβασή του ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος («Ποια Δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;» εκδ. Πόλις), κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί να εμποδίσει έναν πολιτικό να μοιράζει ψεύτικες υποσχέσεις στους ψηφοφόρους του για να επανεκλεγεί. Το Σύνταγμα δεν μπορεί να εξαφανίσει τους δημαγωγούς και τους τσαρλατάνους, που στις μέρες μας αφθονούν.
Οσοι, λοιπόν, περιμένουν πως οι αλλαγές στο συνταγματικό κείμενο μπορούν να μεταβάλουν συμπεριφορές δεκαετιών, είτε αυταπατώνται είτε υποκρίνονται. Δυστυχώς, και στα θέματα του Συντάγματος, στη χώρα μας, οι υποκριτές και οι λαϊκιστές βρίσκονται σε υπεραφθονία.
Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Αλιβιζάτος, η ουσιαστική συζήτηση για το Σύνταγμα προϋποθέτει την ειλικρινή αποδοχή της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως το σταθερό και μόνιμο πλαίσιο πολιτικής λειτουργίας. Δεν μπορεί, δηλαδή, να οραματίζεσαι φυλετική δικτατορία ή δικτατορία του προλεταριάτου και να αποτελείς μέρος της συνταγματικής συζήτησης. Το ίδιο περίπου ισχύει και για όσους οραματίζονται μοντέλα λαϊκής δημοκρατίας τύπου Τσάβες. Είναι προφανές πως με αυτούς η συζήτηση δεν έχει κανένα νόημα.
Πρέπει να το διατυπώσουμε ξεκάθαρα: η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να μην αποκλείει κανένα ή να κάνει «τα στραβά μάτια» στην αντισυστημική πρακτική των άκρων, αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να προσεγγίζει με αφέλεια τους εχθρούς της. Με κανένα τρόπο, όσοι αντιλαμβανόμαστε πως η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το κοινό αξιακό και θεσμικό μας σπίτι δεν πρέπει να επιτρέψουμε να γίνουμε οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» των εχθρών της, όλων εκείνων δηλαδή που την επικαλούνται σήμερα για την υπονομεύσουν αύριο.
Σε ό,τι αφορά την ουσία της συζήτησης για τις συνταγματικές και πολιτικές αλλαγές, δύο κατηγορίες ζητημάτων νομίζω πως πρέπει να αναδειχθούν.
Η πρώτη αφορά στην ανάγκη μείωσης της ισχύος της πρωθυπουργικής εξουσίας και ενίσχυσης του ρόλου του Κοινοβουλίου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία, πως ένα αδύναμο Κοινοβούλιο και μια εξαιρετικά ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία, πέρα από τα άλλα προβλήματα, εκπαιδεύουν τους πολίτες στον αυταρχισμό. Επιπλέον, όλα αυτά τα χρόνια, λίγες φορές η πρωθυπουργοκεντρική εξουσία αποδείχθηκε αποτελεσματικό εργαλείο σχεδιασμού και διαχείρισης πολιτικής. Αντίθετα, υπήρξαν αρκετές στιγμές, που ανίκανοι, άβουλοι ή δημαγωγοί, παντοδύναμοι κατά τ’ άλλα, ηγέτες πήραν στον λαιμό τους τη χώρα.
Ο απόλυτος διαχωρισμός εκτελεστικής και κοινοβουλευτικής εξουσίας μοιάζει να είναι μια προωθητική λύση. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας φαίνεται να είναι μια ακόμη. Πέραν του Συντάγματος, η κατάργηση της πλειοψηφικής ρήτρας των 50 εδρών και η εισαγωγή αναλογικού συστήματος είναι ένα επιπλέον εργαλείο στα χέρια της αυτονόμησης της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία. Μέσα στην ίδια λογική, ενίσχυσης της ποιότητας του Κοινοβουλίου και όχι μόνο λόγω της επιτακτικής ανάγκης μείωσης του υψηλού κόστους της δημοκρατίας, κρίνεται απαραίτητη η μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200.
Η δεύτερη κατηγορία θεμάτων αφορά στην ανάγκη διεύρυνσης της πολιτικής συμμετοχής, με την εισαγωγή συμπληρωματικών θεσμών άμεσης δημοκρατίας. Είναι σαφές πως αν θέλουμε να αφαιρέσουμε επιχειρήματα από τον λαϊκισμό η πολιτική ζωή πρέπει να αναζωογονηθεί και στο επίπεδο της συμμετοχής «από τα κάτω».
Σήμερα, τα κέντρα λήψης των αποφάσεων παραμένουν το ίδιο κλειστά, όπως στον καιρό των παππούδων μας, ενώ από την άλλη το μορφωτικό επίπεδο της κοινωνίας έχει ανεβεί εντυπωσιακά. Στ’ αλήθεια είναι κανείς που βλέπει τους βουλευτές μας και αισθάνεται δέος όπως συνέβαινε έναν αιώνα πριν; Το αντίθετο θα λέγαμε. Η προώθηση, λοιπόν, θεσμών από την παράδοση της άμεσης δημοκρατίας (δημοψηφίσματα, δυνατότητα ανάκλησης όσων ασκούν εκτελεστική εξουσία) και με την αξιοποίηση της τεχνολογίας, ιδιαίτερα μάλιστα για τοπικά θέματα, είναι απαραίτητη, καθώς έτσι διευρύνουμε τη βάση νομιμοποίησης της δημοκρατίας μας.
Οι διαδικασίες «άμεσης δημοκρατίας» μπορεί να μην οδηγούν πάντα στις σωστές αποφάσεις. Ομως, ποιος πραγματικά μπορεί να ισχυριστεί πως έχει τη σωστή συνταγή για όλα; Εξάλλου, η αρετή της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι ο πατερναλισμός, αλλά η πλήρωση της ιδιότητας του πολίτη μέσα σε συνθήκες ελευθερίας και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων. Ας τολμήσουμε λοιπόν!
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου