Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Η μαμή της Ιστορίας

  • Οταν ο Μαρξ χρησιμοποιούσε την περίφημη μεταφορά του για τη βία, δεν αναφερόταν στην προλεταριακή επανάσταση, αλλά στη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο Μάρκο Ρεβέλι διδάσκει πολιτική επιστήμη στο πανεπιστήμιο του Ανατολικού Πιεμόντε. Το ακόλουθο κείμενό του είναι απόσπασμα δοκιμίου, που περιέχεται στο βιβλίο των Fausto Bertinotti, Lidia Menapace, Marco Revelli «Non violenza» (Fazi editore, 2004).


  • Ούτε στη σκέψη του Μαρξ ούτε και σε εκείνη τη μακρά και ετερογενή σειρά θεωρητικο-πρακτικών επεξεργασιών που ονομάστηκε «μαρξισμός», η βία υπήρξε ποτέ ταμπού. Οπως οι περισσότεροι «μοντέρνοι» πολιτικοί στοχαστές, και ιδιαίτερα όπως οι περισσότεροι στοχαστές που κατατάσσονται στο ρεύμα του λεγόμενου πολιτικού ρεαλισμού, από τον Μακιαβέλι ώς τον Χομπς και μέχρι, φυσικά, τον Χέγκελ, έτσι και ο Μαρξ θεώρησε τη βία αναπόσπαστη συνιστώσα της Ιστορίας, «φυσικό» γνώρισμα της εσωτερικής της διαλεκτικής, που καθορίζεται, ακριβώς όπως η φυσική και η αστρονομία, από το «παίγνιο των δυνάμεων». Και την ενσωμάτωσε στον στοχασμό του για τον κοινωνικό μετασχηματισμό με έναν τρόπο καθαρά εργαλειακό, ως μέσο η προσφυγή στο οποίο κρίνεται αποκλειστικά με βάση την ωφελιμότητά του σε σχέση με τον σκοπό (δηλαδή με βάση την αποτελεσματικότητά του).
  • Σε μια φιλοσοφία ριζικά κοσμική και ιστορικιστική, η οποία ως τέτοια όχι μόνον δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη αυτονομία στην ηθική αλλά την ενσωματώνει και τη διαλύει, ως αντανάκλαση, μέσα στην ιστορική και κοινωνική εξέλιξη, δεν υπάρχει χώρος για έναν ηθικό στοχασμό σχετικά με τη νομιμότητα των μέσων, αλλά μόνον για το βαθμό της αποτελεσματικότητάς τους.
  • Γίνεται συχνή αναφορά -από μέρους των όψιμων υποστηρικτών μιας άγριας αντίληψης της ταξικής σύγκρουσης και της αναγκαιότητας της βίας ως εγγύησης επαναστατικής συνέπειας- στη γνωστή δήλωση του Μαρξ για τη βία ως «μαμή της Ιστορίας» (γράφει κατά λέξη ο Μαρξ: «Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούρια»), λησμονώντας συχνά ότι ο Μαρξ τη διατυπώνει ακριβώς στο τέλος του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», στο έβδομο μέρος, το αφιερωμένο στη «Διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου», και στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση».
  • Ο Μαρξ αναφέρεται, επομένως, όχι τόσο (και μάλιστα καθόλου) στην προλεταριακή επανάσταση, αλλά στην άγρια διαδικασία διαμόρφωσης της αστικής κοινωνίας σε ρήξη με την παλιά φεουδαρχική κοινωνία και ιδιαίτερα στη «Γένεση του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη», ο οποίος διαμορφώθηκε ακριβώς χάρη στη βίαιη και αναγκαστική απαλλοτρίωση των αγροτών, την περίφραξη των χωραφιών, τις αιματηρές αποικιακές κατακτήσεις, που λειτούργησαν ως ισχυροί και αιματοβαμμένοι «επιταχυντές» της γέννησης του καπιταλισμού με τον διαχωρισμό του από τον παλιό φεουδαρχικό κόσμο («Οι μέθοδες αυτές στηρίζονται εν μέρει στην πιο ωμή βία... Ολες χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωμένη βία της κοινωνίας», είχε διευκρινίσει αμέσως πριν ο Μαρξ, «για να επιταχύνουν σαν σε θερμοκήπιο τη διαδικασία της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό»).
  • Η βία επομένως, στην οποία αναφέρεται εδώ, βρίσκεται στην απαρχή της διαμόρφωσης του σύγχρονου προλεταριάτου -ως πράξη με την οποία σφυρηλατούνται οι αλυσίδες του- και όχι στο τέλος, ως πράξη με την οποία πρέπει να σπάσουν αυτές οι αλυσίδες.
  • Αλλά το ζήτημα δεν έχει και πολλή σημασία (εκτός από το ότι υπαγορεύει μια μεγαλύτερη φιλολογική προσοχή στη χρήση των τσιτάτων, ιδίως όταν αυτά χρησιμοποιούνται για να κατακεραυνώνουν διαφωνούντες συνομιλητές).
  • Το ζήτημα δεν έχει και πολλή σημασία, επειδή, αν παρακάμψουμε αυτές τις δύο γραμμές, είναι σε κάθε περίπτωση προφανές ότι ο Μαρξ και μαζί του ο Ενγκελς και όλοι οι πατέρες του μαρξισμού (με εξαίρεση τους λεγόμενους καντιανούς σοσιαλιστές και, όψιμα αλλά και αμφίσημα, τον Κάουτσκι) είχαν πάντοτε απέναντι στη βία -όπως και απέναντι στον πόλεμο- μια στάση αρκετά ανενδοίαστη. Είχαν μια στάση πραγματιστική, που καθοριζόταν ανάλογα με τις περιστάσεις, μια στάση που σίγουρα δεν ήταν στάση «αρχής», αλλά ούτε καν επιφύλαξης.
  • Η εικόνα του «λαού στα όπλα» κυριάρχησε συχνά στην αναπαράσταση της επαναστατικής διαδικασίας, είτε επρόκειτο για το γερμανικό 1848 είτε για την Κομμούνα του Παρισιού, έτσι ώστε η συγκρότηση της εργατικής τάξης σε στρατό κατέληγε να αντιπροσωπεύει την πιο σίγουρη εγγύηση ότι η επανάσταση θα οδηγούνταν ως τις αναγκαίες συνέπειές της. Στον νεαρό Μαρξ η ένοπλη εξέγερση είναι η «φυσική» μορφή της επανάστασης, την οποία φανταζόταν με βάση το ακριβές υπόδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης, που ήταν το αρχέτυπο κάθε μοντέλου επανάστασης.
  • Με τον ίδιο τρόπο ο Μαρξ (και ίσως ακόμη περισσότερο ο Ενγκελς, ο οποίος έτρεφε ένα αληθινό πάθος για τις σπουδές στρατηγικής) εντάσσει τον πόλεμο και τους στρατούς «στον υπολογισμό των προπτικών του επαναστατικού κινήματος», ως παράγοντα πιθανής επιτάχυνσης του επαναστατικού κινήματος και ως ευκαιρία που ευνοεί τη ρήξη με το κοινωνικό και πολιτικό status quo. Από την άλλη μεριά, το 1867, ο Μαρξ θα αντιταχθεί στο φιλειρηνικό κίνημα που είχαν υποστηρίξει διανοούμενοι όπως ο Βικτόρ Ουγκό και άλλοι.
  • Χρειάζεται όμως να προσθέσουμε ότι ο πόλεμος δεν ήταν ακόμα εφοδιασμένος με τα καταστροφικά εργαλεία που αποκαλύφθηκε ικανή να επινοήσει η σύγχρονη τεχνολογία. Στον 19ο αιώνα του Μαρξ και του Ενγκελς ο πόλεμος δεν είχε ακόμη προσλάβει τον ολικό χαρακτήρα που θα πάρει αντίθετα στις αρχές του 20ού αιώνα. Και θα πρόκειται από κάθε άποψη για μια τομή, για μια χρονική ρήξη, που θα αλλάξει ριζικά τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα του πολέμου και γενικότερα της βίας στο πλαίσιο της επαναστατικής θεωρίας (...). *
  • Επτά, Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: