- Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
- Επτά, Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
Τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου 1910, ο 82χρονος τότε Λέων Τολστόι πήρε την απόφαση της φυγής από το σπίτι του, από την οικογένειά του, από τον ίδιο τον προηγούμενο εαυτό του.
Το ολιγοήμερο ταξίδι του με το τρένο, σε αναζήτηση της αληθινής και αυθεντικής ζωής, θα το διακόψει ο θάνατος στις 7 Νοεμβρίου 1910. Σίγησε τότε μια φωνή που είχε κατορθώσει στον καιρό της να γίνει η φωνή της συνείδησης της ανθρωπότητας. Εκατό χρόνια μετά το θάνατό του, μπορούμε να βρούμε στο έργο του Τολστόι μια θαυμαστή έκφραση της πάλης του ανθρώπου για την ηθική του βελτίωση και μεταμόρφωση. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια εκτενές απόσπασμα από ένα κείμενο που έγραψε ο Τολστόι το 1901. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στην ιταλική έκδοση των πολιτικών άρθρων και δοκιμίων του: Leone Tolstoi «Scritti politici» (Sankara, 2005).
Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο αγρότες και εργάτες. Ολο το ψωμί, όλα τα εμπορεύματα του κόσμου, όλα αυτά από τα οποία ζουν οι άνθρωποι, όλα αυτά που αποτελούν τον πλούτο τους, παράγονται από τη μάζα αυτών των εργαζομένων. Αλλά αυτοί οι εργαζόμενοι δεν αντλούν οφέλη από αυτά που παράγουν. Οι πλούσιοι και η κυβέρνηση είναι εκείνοι που επωφελούνται. Ο εργαζόμενος λαός ζει μέσα στη διαρκή εξαθλίωση, την άγνοια, τη σκλαβιά, περιφρονημένος από εκείνους που αυτός τρέφει, που αυτός ντύνει, που αυτός κατασκευάζει τις κατοικίες τους και που αυτός τους υπηρετεί. Η γη τού έχει αφαιρεθεί και θεωρείται ιδιοκτησία εκείνων που δεν την καλλιεργούν· με τρόπο που, προκειμένου να προμηθευθεί από αυτήν την τροφή του, ο χωρικός πρέπει να κάνει όλα όσα απαιτούν από αυτόν οι ιδιοκτήτες της γης.
Και αν εγκαταλείψει τη γη και πάει να εργαστεί στα εργοστάσια, τότε πέφτει στη σκλαβιά των πλουσίων και πρέπει να εργάζεται για όλη του τη ζωή δέκα, δώδεκα, δεκατέσσερις ώρες τη μέρα και να κάνει για τους άλλους μιαν εργασία μονότονη, πληκτική και συχνά επικίνδυνη για την ίδια τη ζωή του. Μπορεί αυτός να προσπαθήσει να καλλιεργήσει τη γη ή να εργαστεί σε δική του δουλειά, έτσι ώστε να τρέφεται και να μην εξαθλιώνεται. Τότε όμως δεν τον αφήνουν ήσυχο, του ζητούν να πληρώνει φόρους και επιπλέον τον υποχρεώνουν για τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια να υπηρετεί στον στρατό ή τον υποχρεώνουν να πληρώνει ειδικούς φόρους για τη στρατιωτική οργάνωση.
Και αν αυτός θελήσει να αντλήσει κέρδος από τη γη χωρίς να πληρώνει γι' αυτήν ή αν απεργήσει και θελήσει να εμποδίσει τους άλλους εργάτες να πάρουν τη θέση του ή αν αρνηθεί να πληρώσει τους φόρους, τότε στέλνουν τα στρατεύματα εναντίον του, τον τραυματίζουν ή τον σκοτώνουν και με τη βία τον υποχρεώνουν να εργάζεται και να πληρώνει όπως πριν.
Ετσι ζουν οι αγρότες και οι εργάτες ολόκληρου του κόσμου, όχι ως άνθρωποι αλλά σαν ζώα, που υποχρεώνονται για όλη τους τη ζωή να κάνουν όχι αυτό που είναι ωφέλιμο γι' αυτούς αλλά αυτό που χρησιμεύει στους καταπιεστές τους και γι' αυτό τους δίνουν εκείνη τη λιγοστή τροφή, ένδυση και ανάπαυση που μόλις είναι αναγκαία, ώστε αυτοί να μπορούν να εργάζονται χωρίς ανάπαυλα. Η μειονότητα των ανθρώπων, εκείνη που κυριαρχεί πάνω στον εργαζόμενο λαό, επωφελούμενη από όλα όσα αυτός παράγει, ζει μέσα στην τεμπελιά και την ξέφρενη πολυτέλεια, σπαταλώντας ανώφελα και με ανήθικο τρόπο το προϊόν της εργασίας εκατομμυρίων εργατών.
Ετσι ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι ολόκληρου του κόσμου, όχι μόνον στη Ρωσία αλλά και στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Κίνα, τις Ινδίες, την Αφρική και παντού. Ποιος είναι ο υπαίτιος;
Και πώς μπορεί να διορθωθεί αυτή η κατάσταση; Λένε οι μεν ότι υπαίτιοι είναι εκείνοι που κατέχουν τη γη χωρίς να την καλλιεργούν και ότι χρειάζεται να τη δώσουμε στους αγρότες. Λένε οι άλλοι ότι υπαίτιοι είναι οι πλούσιοι που κατέχουν τα εργαλεία της εργασίας, δηλαδή τα εργοστάσια και τα εργαστήρια, και ότι τα εργοστάσια και τα εργαστήρια πρέπει να γίνουν ιδιοκτησία των εργατών. Λένε οι τρίτοι ότι η οργάνωση της κοινωνίας είναι η μόνη υπαίτια και ότι χρειάζεται να την αλλάξουμε ριζικά. Είναι αλήθεια αυτό; (...)
Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους αυτός ο θεϊκός νόμος: Να δρας προς τους άλλους όπως εσύ θέλεις οι άλλοι δρουν προς εσένα· ή όπως εκφράστηκε από τον κινέζο σοφό Κομφούκιο: Να μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις οι άλλοι να κάνουν σε σένα. Αυτός ο νόμος είναι απλός, κατανοητός σε όλους και δίνει σίγουρα το μεγαλύτερο καλό που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. Γι' αυτόν τον λόγο, θα νόμιζε κανείς ότι οι άνθρωποι, μόλις θα γνώριζαν αυτόν τον νόμο, θα όφειλαν αμέσως, στα όρια του δυνατού, να τον τηρούν οι ίδιοι και να ενεργοποιούν όλες τους τις δυνάμεις για να τον διδάξουν στις νέες γενιές και να τις συνηθίσουν να τον εφαρμόζουν.
Θα νόμιζε κανείς ότι, εδώ και πολύν καιρό, οι άνθρωποι έπρεπε να δρουν με αυτόν τον τρόπο, αφού αυτός ο νόμος διατυπώθηκε σχεδόν όμοια από τον Κομφούκιο, από τον Βούδα, από έναν εβραίο σοφό, τον Χιλέλ, και από τον Χριστό. Θα νόμιζε προπάντων ότι έτσι έπρεπε να δρουν οι άνθρωποι του δικού μας, χριστιανικού, κόσμου, οι οποίοι αναγνωρίζουν ως κύρια θεϊκή αποκάλυψη εκείνο το Ευαγγέλιο στο οποίο έχει λεχθεί ακριβώς ότι αυτή η εντολή είναι όλος ο νόμος και οι προφήτες, δηλαδή όλη η διδασκαλία που είναι αναγκαία στους ανθρώπους. Κι ωστόσο, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια και όχι μόνον οι άνθρωποι δεν υπακούουν σε αυτόν τον νόμο και δεν τον διδάσκουν στα παιδιά τους, αλλά οι περισσότεροι δεν τον γνωρίζουν καν και, αν τον γνωρίζουν, τον θεωρούν ή μη αναγκαίο ή ανέφικτο.
Από πρώτη άποψη, αυτό φαίνεται παράξενο, αλλά όταν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι άνθρωποι πριν από την αποκάλυψη αυτού του νόμου και για πόσον καιρό αυτοί ζούσαν έτσι και τη δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτόν τον νόμο και την οργάνωση της ζωής μας, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί έγινε έτσι. Εγινε έτσι επειδή, πριν γνωρίσει αυτόν τον νόμο -δηλαδή ότι για το καλό όλων καθένας οφείλει να κάνει στους άλλους αυτό που εκείνος θέλει οι άλλοι να κάνουν σε αυτόν- κάθε άνθρωπος προσπαθούσε, για το δικό του όφελος, να εξασφαλίσει για τον εαυτό του την πιο μεγάλη δυνατή εξουσία πάνω στους άλλους. Και, αφού εξασφάλιζε αυτή την εξουσία, για να την απολαμβάνει ανεμπόδιστα, καθένας όφειλε με τη σειρά του να υποταχθεί σε εκείνους που ήταν πιο ισχυροί από αυτόν και να τους υπηρετεί.
Ετσι, στις κοινωνίες που αγνοούσαν τον νόμο «να δρας προς τους άλλους όπως εσύ θέλεις οι άλλοι να δρουν προς εσένα», πάντοτε ένας μικρός αριθμός ανθρώπων κυριαρχούσε πάνω σε όλους τους άλλους. Είναι επομένως εύκολο να καταλάβουμε ότι, αφότου αποκαλύφθηκε αυτός ο νόμος στους ανθρώπους, ο μικρός αριθμός εκείνων που κυριαρχούσαν πάνω στους άλλους δεν ήθελαν να αποδεχθούν αυτόν τον νόμο για τους εαυτούς τους, αλλά δεν μπορούσαν ούτε και να θέλουν εκείνοι πάνω στους οποίους κυριαρχούσαν να αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν αυτόν τον νόμο. Ο μικρός αριθμός των κυρίαρχων γνώριζε και γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι η εξουσία τους βασιζόταν και βασίζεται μόνον στην αδιάκοπη πάλη που διεξάγεται από εκείνους πάνω στους οποίους αυτοί κυριαρχούν για να επιβληθεί ο ένας στον άλλον. Γι' αυτό οι κυρίαρχοι θα χρησιμοποιήσουν και χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που διαθέτουν για να κρύψουν στους υποτελείς τους την ύπαρξη αυτού του νόμου. Και τον κρύβουν όχι με το να τον αρνούνται -επειδή αυτό είναι αδύνατο· τόσο απλός και σαφής είναι- αλλά αντιπαραθέτοντας σε αυτόν εκατοντάδες και χιλιάδες άλλους νόμους, που αυτοί διακηρύσσουν ότι είναι πιο σημαντικοί και πιο υποχρεωτικοί από όσο ο νόμος να κάνουμε στους άλλους αυτό που θέλουμε και αυτοί να κάνουν σε μας (...).
Θα μας πουν: «Μα, όσο δίκαιος καθαυτός μπορεί να είναι ο νόμος να κάνουμε στους άλλους αυτό που θέλουμε και αυτοί να κάνουν σε μας, αυτός δεν μπορεί να είναι ένας νόμος ο οποίος μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις της ζωής. Αν οι άνθρωποι αναγνωρίσουν αυτόν τον νόμο ως υποχρεωτικό πάντοτε, χωρίς καμία εξαίρεση, πρέπει να θεωρήσουν αδύνατη τη χρήση κάθε βίας των μεν εναντίον των δε, αφού κανένας άνθρωπος δεν θέλει να ασκηθεί βία εναντίον του. Και χωρίς την άσκηση βίας εναντίον κάποιου δεν είναι δυνατό να εγγυηθούμε την ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας, δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα και δεν μπορεί να διατηρηθεί η υπάρχουσα τάξη».
Ο Θεός λέει στους ανθρώπους: «Για το καλό όλων, παντού και πάντοτε, να τηρείται τον δικό μου νόμο: να κάνετε στους άλλους αυτό που θέλετε να κάνουν αυτοί σε σας». Και οι άνθρωποι, που έχουν εδραιώσει ένα ορισμένο πολιτικό σύστημα στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, λένε: «Φοβόμαστε ότι θα μας συμβεί το χειρότερο, αν εμείς αρχίζαμε να τηρούμε τον νόμο που ο Θεός μας έδωσε για το καλό μας».
Δεν είναι προφανές ότι οι άνθρωποι σκέφτονται και μιλούν έτσι αναφερόμενοι όχι στην τάξη αλλά στην αταξία στην οποία αυτοί ζουν και η οποία τους βολεύει;
Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης τους, η τάξη είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία αυτοί μπορούν να εκμεταλλεύονται τη ζωή των άλλων ανθρώπων και η αταξία εκείνη στην οποία άνθρωποι τους οποίους εκμεταλλεύονται θέλουν να πάψει η εκμετάλλευση. Αυτοί οι συλλογισμοί καταδεικνύουν μόνον ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στην κυρίαρχη μειονότητα συναισθάνονται, οι περισσότερο ασυνείδητα, ότι η αναγνώριση του νόμου «κάνε στους άλλους αυτό που θέλεις αυτοί να κάνουν σε σένα» και η πραγματοποίησή του από τους ανθρώπους όχι μόνον καταστρέφει την πλεονεκτική κοινωνική τους κατάσταση, αλλά επίσης αποκαλύπτει όλη τους τη σκληρότητα και ανηθικότητα. Αλλά οι εργαζόμενοι, που έχουν εκδιωχθεί από τη γη τους, που καταπιέζονται από τους φόρους, που έχουν εγκλωβιστεί στην υποχρεωτική εργασία μέσα στα εργοστάσια, που έχουν μετατραπεί σε σκλάβους-στρατιώτες οι οποίοι καταδιώκουν τους εαυτούς τους και τα αδέλφια τους, είναι καιρός να κατανοήσουν πως μόνον η πίστη στον νόμο του Θεού και η εκπλήρωση αυτού του νόμου θα τους απελευθερώσουν από τα βάσανά τους(...). *