Ούτε λέξη ούτε δάκρυ...
Ο πύργος μας ήταν χάρτινος...
Μηνάς Παπάζογλου,
Πύργος
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν ο δράστης βομβιστικών ενεργειών χαρακτηρίζεται από τον νόμο και την πολιτεία ως τρομοκράτης αλλά το πώς αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος (και κυρίως γιατί).
Η αναβίωση των όρων «πολιτικός εγκληματίας» και «πολιτικός κρατούμενος» μας υποχρεώνει να προσεγγίσουμε διαφορετικά το ζήτημα. Πολιτική δίωξη είναι το κυνήγι των πολιτικών ιδεών και πολιτικός κρατούμενος είναι ο καταδικασμένος για τα πολιτικά του φρονήματα. Οι παραπάνω έννοιες (πολιτικό έγκλημα, πολιτική δίωξη) έχουν αντικειμενική ποινική βάση (ανεξάρτητα από την άποψη των «δραστών») και σχετίζονται με τη δημοκρατική συναίνεση. Κι όμως αυτά τα αυτονόητα φαίνεται να έχουν ανατραπεί μέσα στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα (και όχι από «εξωτερικούς εχθρούς»).
Η συνεχής ποινικοποίηση της νόμιμης πολιτικής διαφωνίας οδηγεί αναπόφευκτα στην παράνομη πολιτική δραστηριότητα.
Ελλείψει consensus, ο κάθε θεωρητικός ή και το κάθε κράτος διαμορφώνει τον δικό του ορισμό για το πολιτικό έγκλημα. Για πολλούς το πολιτικό έγκλημα «αναγνωρίζεται» από τις έκνομες σχέσεις του δράστη (π.χ., με μια τρομοκρατική οργάνωση). Για άλλους κρίσιμο στοιχείο είναι οι επιπτώσεις της δράσης στην κοινή γνώμη και τη διακυβέρνηση. Η σύγχυση των διαφόρων μορφών πολιτικής βίας (εξέγερση, επανάσταση, τρομοκρατία κτλ.) και η διάκριση «πολιτικά εγκλήματα (κατά του κράτους)/ πολιτική αστυνόμευση (του κράτους)» δεν φωτίζουν ιδιαίτερα το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιέται και αποκτά δυναμική το πολιτικό έγκλημα ως ένοπλη απάντηση σε ένα υφιστάμενο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο.
Τα αντιπολιτευτικά/ εναντιούμενα πολιτικά εγκλήματα «στρέφονται κατά της κυβέρνησης ή της διαχείρισης της εξουσίας» (διαφθορά, αναρχία, στάση, κατασκοπεία κτλ.). Αλλα από αυτά είναι μη βίαια (αντιφρονούντες) και άλλα είναι βίαια (τρομοκράτες).
Η έννοια και το περιεχόμενο του πολιτικού εγκλήματος συζητούνται συνήθως σε περιόδους πολιτικών κρίσεων καθώς σε τέτοιες περιόδους αναδιατάσσονται οι σχέσεις δικαίου και πολιτικής. Αντιθέτως, η θεωρία για τον πολιτικό εγκληματία αναδεικνύεται μόνο σε περιόδους πολιτικής ομαλότητας.
Σε κάθε περίπτωση το ποιοι ορίζονται πολιτικοί εγκληματίες για ποια εγκλήματα συναρτάται απόλυτα από το ποιοι ορίζουν και με ποια κριτήρια (διακριτική ευχέρεια πολιτικής εξουσίας).
Η κατάχρηση του πολιτικού εγκλήματος με την κάλυψη εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου είναι πάντοτε δυνατή αλλά αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι το κίνητρο.
Ο πολιτικός εγκληματίας ή πολιτικός τρομοκράτης δεν αμφισβητεί καθόλου την «επαναστατική πίστη» του.
Το μήνυμα γίνεται «ιερός» αυτοσκοπός.
Η πεποίθηση, ως συνείδηση αλήθειας και δικαίου, συνήθως είναι ειλικρινής και απόλυτη, βιώνεται ως εσωτερικό καθήκον και αποτελεί το ηθικό- συνειδητό κίνητρο της πράξης.
Η γνησιότητα του πολιτικού εγκληματία (από υποκειμενική σκοπιά) αναδεικνύεται (ίσως και να αποδεικνύεται) από την εχθρότητα προς το πολίτευμα σε βαθμό που να μην αφήνει περιθώρια για αισθήματα ενοχής. Εδώ λοιπόν είναι η κρίσιμη καμπή.
Τι έχει γίνει στη χώρα μας (και στη δημοκρατία μας) ώστε να διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια μια όλο εντεινόμενη και διευρυνόμενη εχθρότητα ορισμένων κατά παντός (erga omnes); Τι έχει συμβεί και η όποια αίσθηση αδικίας ή δυσφορίας ή το όποιο πρόταγμα αντίδρασης έχει μετουσιωθεί σε μίσος; Τι έχει συμβεί και οι νέοι μας, δηλαδή τα παιδιά μας, «πρωτοπορούν» σε αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο νοώντας ως δικαίωμα αντίστασης τις βομβιστικές και άλλες ενέργειες χωρίς διάκριση και δίχως όρια; Πώς αποφάσισαν να γίνουν οι ίδιοι νομοθέτες, δικαστές ή εκτελεστές κινούμενοι έξω από τους θεσμούς;
Τις απαντήσεις μην τις ζητήσουμε σε ψυχολόγους και ανακριτές. Και σε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξηγηθούν όσοι κρατούν τα ηνία της εξουσίας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης στη χώρα μας όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης (πολιτικοί, διανοούμενοι, διαμορφωτές κοινής γνώμης).
Αυτοί πρέπει να μιλήσουν πρώτοι. Γιατί όσο δεν μιλάνε αυτοί θα «μιλάνε» οι βόμβες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου