Θελήσαμε να ασχοληθούμε εδώ με ένα φαινόμενο του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου, όταν η ήπειρός μας γνώριζε τη μεγαλύτερη ηθική κρίση της Ιστορίας της. Οτι σημαντικοί διανοούμενοι όπως ο Καρλ Σμιτ επέλεξαν να γίνουν στήριγμα του πιο βάρβαρου πολιτεύματος, είναι μια από τις απώλειες εκείνης της εποχής. Οτι ο Σμιτ ίσως ασκεί ακόμα γοητεία σε σκεπτόμενους ανθρώπους που πασχίζουν να βρουν πυξίδα στο σύγχρονο πέλαγος, είναι ανησυχητικό.
Αν ο διαφωτισμός και ο ορθολογισμός έχουν διανύσει την πορεία τους και βρισκόμαστε ήδη στον μεταμοντέρνο σχετικισμό, θα το μάθουμε προσεχώς, ελπίζω όχι λίαν προσεχώς. Ομως σίγουρα τα φαντάσματα των παραστρατημένων δεν μας βοηθούν να αποκτήσουμε το αναγκαίο έρμα για το δύσκολο ταξίδι που βρίσκεται μπροστά μας.
Ο Γερμανός φιλόσοφος του Δικαίου, Καρλ Σμιτ, έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό της χώρας μας χάρη στον φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη και τη διαμάχη του με τον Ριχάρδο Σωμερίτη. Εκτοτε ο Σμιτ απέκτησε μεγαλύτερη ορατότητα και υπήρξε αντικείμενο μελέτης από αριστερούς και μη επιστήμονες.
Τι είναι αυτό που έκανε το έργο του Σμιτ ελκυστικό σε αριστερούς διανοητές όπως οι Βάλτερ Μπένγιαμιν και Γκέοργκ Λούκατς, και μάλιστα σε εποχή κατά την οποία ο αντι-σημίτης νομικός συνέπλεε και σε ορισμένες περιστάσεις εκθείαζε τον ναζισμό; Ηταν άραγε ο αντιφιλελεύθερος λόγος του, η ροπή του προς το ισχυρό κράτος ή η ανάλυσή του της λαϊκής βούλησης; Η εχθρότητά του προς τον πολιτικό φιλελευθερισμό ασφαλώς τον κατέστησε μεταπολεμικά ελκυστικό σε κάποιους αριστερούς διανοούμενους και αυτός έσπευσε να δείξει στους νέους αντιεξουσιαστές Γερμανούς ένα πρόσωπο γεμάτο κατανόηση. Ετσι, μέμφεται την ομοιογένεια που δημιουργεί στην κοινωνία η δημοκρατία διότι έτσι εξοντώνεται η ετερογένεια. Ουδείς λόγος για τη βιολογική εξόντωση των ετερογενών του χιτλερικού συστήματος.
Οπως πολλοί σημαντικοί διανοητές του γερμανικού Μεσοπολέμου, ο Σμιτ ανήκει σε μια παράδοση που παραπέμπει στον ρομαντικό εθνικισμό του 19ου αιώνα. Ο Σίλερ πίστευε ότι το μεγαλείο των συμπατριωτών του αντλούσε δυνάμεις από τις αναζητήσεις τους, όχι στα εγκόσμια, αλλά στον υπερβατικό κόσμο του πνεύματος. Πράγματι, πολλοί από τους μεγάλους σύγχρονους του Σμιτ, συνεργασθέντες (Χάιντεγκερ) και μη (Σπέγκλερ) με το χιτλερικό καθεστώς, υπήρξαν προϊόντα των γοητευτικών αναζητήσεων που επισήμανε ο Σίλερ.
Ο ίδιος ο Σμιτ αποτελεί παράδειγμα φιλοσοφικής αμφιθυμίας. Αν και συντηρητικός ερμηνευτής του Συνταγματικού Δικαίου, διέθετε τεράστιο φάσμα ενδιαφερόντων που συχνά έρχονταν σε αντίθεση με τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις. Ηταν υποστηρικτής του ναζισμού αν και αμετακίνητος καθολικός, πιστός χριστιανός αν και υπηρέτης της πιο απάνθρωπης κοσμικής αντίληψης.
Η έλξη που άσκησαν επάνω του τόσο διαφορετικοί ριζοσπάστες, όπως ο σωβινιστής Σαρλ Μοράς και ο αντίποδάς του στη θεωρία του συνδικαλισμού, Ζορζ Σορέλ, περιγράφει και τη ροπή της εποχής του προς την ακρασφάλεια. Είναι ίσως δυνατό να τον κατατάξουμε στην παράδοση του Νίτσε καθώς ασκεί σοβαρή κριτική στον φιλελεύθερο ρασιοναλισμό και έλκεται από την ισχύ και τη βούληση των ισχυρών. Η παρατήρηση για τον διαχωρισμό ανάμεσα στην εσωτερική πίστη και την εξωτερική υπακοή των πρώτων Φιλελευθέρων του 17ου αιώνα στους νόμους του κράτους, αποδίδει το προσωπικό του δίλημμα.
Η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας απασχόλησε ιδιαίτερα τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου. Αισθανόταν δέος μπροστά στην έννοια της κυριαρχίας, η οποία αντλούσε κύρος από την αστείρευτη εξουσία του λαού. Ο λαός, όμως, ως απεριόριστη πηγή εξουσίας τον τρόμαζε. Βρήκε ωστόσο μια εύσχημη λύση στο πρόβλημα αυτό στο έργο του Μακιαβέλι, ο οποίος υπήρξε για τον Σμιτ μια αδελφή διάνοια. Υιοθέτησε έτσι την ιδέα του «εντεταλμένου δικτάτορα» που ο Μακιαβέλι είχε ανακαλύψει στη ρωμαϊκή δημοκρατία.
Πρόκειται για θεσμό που λειτούργησε από το 500 π. Χ. ώς τον τρίτο αιώνα, με σκοπό την προστασία του πολιτεύματος σε περίπτωση στρατιωτικής συνωμοσίας. Η ερμηνεία του ίδιου του Σμιτ ήταν ότι ο θεσμός προοριζόταν για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, ακόμα και με επιβολή καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, περιορισμένης διάρκειας.
Ο μαρξισμός, κατά τον Σμιτ, αποτελούσε μόνιμη απειλή για τη νομιμότητα. Η επίκληση μιας ανατροπής που αντλούσε το φιλοσοφικό της κύρος όχι από τη λογική του Δικαίου, αλλά από κάποια αποκρυπτογράφηση της Ιστορίας, απασχόλησε επίμονα τον Σμιτ στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ανάμεσα στο 1921-24 κατέληξε σε τρία σχέδια για την αντιμετώπιση της απειλής: Το πρώτο απέβλεπε στη βίαιη καταστολή μαζικών εξεγέρσεων με αυταρχικό, αντι-επαναστατικό καθεστώς. Το δεύτερο, που ήταν και το πιο ουτοπικό, βασιζόταν στο κύρος της Καθολικής Εκκλησίας ως μοναδικού ζωντανού εκπροσώπου της ευρωπαϊκής παράδοσης. Το τρίτο προσανατολιζόταν όχι προς την καταστολή, αλλά την ενσωμάτωση των μαζών σε μια «ομογενοποιημένη εθνική δημοκρατία». Ο όρος «ομογενοποίηση» αποτελεί εκ των υστέρων μακάβρια αναφορά σε γεγονότα που έμελλαν να συμβούν.
Τι έμεινε σταθερό από τις πολιτικές μεταμορφώσεις του Σμιτ και τις μεταστάσεις του από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, στην τελευταία κυβέρνηση πριν από τον Χίτλερ έως την παρέα των διανοουμένων που συμβουλευόταν ο Γκέριγκ;
Ο Σμιτ υποστήριξε τους ναζί, γιατί πίστεψε ότι αυτοί θα ήταν ο από μηχανής θεός που θα έσωζε το αστικό σύστημα από μια σοβιετική κατάληξη. Εβλεπε την ιδεολογία των χιτλερικών σαν αναγκαία λύση, πέραν του νομικού ορθολογισμού, ο οποίος δεν μπόρεσε να σώσει την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το μεταπολεμικό του έργο περιέχει πολλές οξυδερκείς σκέψεις, αλλά αποδίδει συγχρόνως και την προσωπική του ηθική έκπτωση. Η ερμηνεία του της λέξης «νόμος» σχετίζεται με τη «νομή» και τέλος του «νέμομαι», εξομοιώνοντας τους νόμους με την αυθαιρεσία της βίας του ναζισμού.
* Ο κ. Θ. Βερέμης είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου