Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Λόγιες και λαϊκές ουτοπίες...


Από την Αποκάλυψη στις μελλοντολογικές ή εσχατολογικές προφητείες της Δευτέρας Παρουσίας στην επίγεια ζωή
  • Του Σπ. Ι. Ασδραχα*Η Καθημερινή, 5/8/2012

Οι λόγιες ουτοπίες είναι πολιτειακά σχέδια που αναζητούν την ιδανική πολιτεία. Είναι συνήθως άχρονες και στρέφονται στο παρελθόν. Ο αιώνας των Φώτων τις προσανατόλισε στο μέλλον. Ολα αυτά τα ζητήματα τα πραγματεύεται ο Αντώνης Λιάκος σε πρόσφατο έργο του. Εξετάζει και την ουτοπία των ερμηνειών της Αποκάλυψης που τη Δευτέρα Παρουσία δεν την ανάγουν μόνο στο επέκεινα, αλλά και στην επίγεια ζωή. Αλλωστε το λέγει και η προσευχή: «Γενηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης». Παράλληλα με τη λόγια υπάρχει και η λαϊκή ουτοπία, η Κουκάνια, η χώρα της αφθονίας: ο Βεζούβιος αντί για λάβα ξερνά βουτυρωμένα μακαρόνια: μια Κουκάνια όπου «όσο περισσότερο κοιμάσαι τόσο περισσότερο κερδίζεις»· η Κουκάνια που ζωγραφίζει ο Μπρύγκελ, με τους ξαπλωμένους με την τυλωμένη κοιλιά και το γουρουνόπουλο με το καρφωμένο μαχαίρι που τρέχει να το φας.

Η λαϊκή ουτοπία που τόσο εύστοχα έχει παρουσιάσει ο Κοκιάρα. Ο Αγαθούλης του Βολταίρου βρέθηκε σε μια Κουκάνια όπου η λάσπη ήταν χρυσάφι. Εκεί όμως πλέχτηκαν και σκληρές μοίρες: η πραγματικότητα συνέτριβε το όνειρο, την όπερα των φτωχών, όπως λέει ένας ιταλικός παροιμιώδης λόγος.

Ο Τραϊάν Στογιάνοβιτς είχε γράψει ότι στα Βαλκάνια δεν υπήρχε η αναμονή του χιλιασμού, αν και οι ερμηνείες της Αποκάλυψης ζητούσαν να προσδιορίσουν το έτος της Δευτέρας Παρουσίας μεταφέροντάς το από τον ουρανό στη γη: «ως εν ουρανώ και επί της γης», με απαλλαγή από την τυραννική κατάκτηση. Δεν έχω την πρόθεση να αναμασήσω όλα αυτά τα μυριόλεκτα. Θα αναθυμήσω ένα δημοτικό τραγούδι με ικανή πολυσημία.

Ας υπομνησθεί ακόμη ότι η κρίσιμη μέρα μπορεί να συνδεθεί με σύγχρονα γενόμενα ή αναμενόμενα. Ο Χόμπσμπομ είπε ότι ο ισπανικός χιλιασμός συνδεόταν με την απεργία των εργατών: η κρίσιμη μέρα ήταν εκείνη της γενικής απεργίας. Στην κρίσιμη μέρα επικεντρώνεται, ας προστεθεί, ο «Εξολοθρευτής Αγγελος» του Μπουνιουέλ.

«Εγώ ’μαι η βλάχα η όμορφη | η βλάχα η παινεμένη | πο ’χει τα χίλια πρόβατα, | τα πεντακόσια γίδια». Ως εδώ έχουμε την αυτοπαρουσίαση του κτηνοτροφικού πλούτου: η βλάχα και όχι ο βλάχος, γιατί μ’ αυτόν δεν θα ευοδωνόταν η συνέχεια του τραγουδιού· ίσως κληρονόμα, δεν νομίζω επίκληρος ή κανακάρα, γιατί κι οι δυο απουσιάζουν από το περιβάλλον της, την Ηπειρο.

Η συνέχεια: «Στο ’να βουνό τα πρόβατα | στ’ άλλο βουνό τα γίδια | κι ανάμεσα στα δυο βουνά | δώδεκα μύλοι αλέθουν. | Οι έξι αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα». Η αφθονία λοιπόν, ένα θραύσμα μιας ουτοπίας που εμφιλοχωρεί σε μια πολιτισμική ώσμωση, κυριολεκτικότερα σε μια πρακτική: στο χαρέμι του αλλόθρησκου.

«Λύκος να φάει τα πρόβατα | και τσάκαλος τα γίδια. | Εγώ θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη τα σαράγια. | Καλή σου μέρα μπέη μου, | - Καλώς τη βλαχοπούλα» |. Το τραγούδι είναι μακρόσυρτο, όχι χορευτικό. Μακρόσυρτο σαν εκείνα τα γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα, από τα οποία είναι πλασμένη η ψυχή του ποιητή και πάει με τα δικά τους τα φτερά.

Ο μπέης βέβαια με τα σαράγια στα Γιάννενα δεν είναι μονογαμικός και η όμορφη βλάχα δεν θα γίνει σύζυγος, αλλά οδαλίσκη στο χαρέμι. Εχει κι εκείνο την ιεραρχία του κι η βλάχα θα προσέβλεπε στην πρωτοκαθεδρία. Δεν φέρνει προίκα, γιατί ο πλούτος της εγκαταλείπεται στον λύκο και στον τσάκαλο: η αφθονία της ουτοπίας θυσιάζεται στην πραγματικότητα, στην ανάδειξη του ατόμου μέσω της πολιτισμικής ώσμωσης, γιατί η πίστη δεν θ’ αλλάξει: λέξη γι’ αυτή στο τραγούδι.

Η αγάπη του μπέη θα οδηγήσει σε μια προτίμηση, σαν εκείνη του Αλή Πασά για την αγαπημένη του, την Κυρά Βασιλική. Τον χαϊδολογούσε (ή τον ξεψείριζε), αλλά στην κρίσιμη στιγμή τον προστάζει: «Βασιλική προστάζει | βεζύρ Αλή Πασά | βάλε φωτιά στα τόπια | κάψε τα Γιάννενα».

Μέσα σε λίγους στίχους, πολλά όνειρα και ισχυρή πρόσδεση στην πραγματικότητα, στην επιθυμία. Εξυπακούεται ότι δεν έχουμε καταγραφή της πραγματικότητας: η τελευταία δίνει το έναυσμα για την έκφραση της επιθυμίας, είναι το εφαλτήριό της. Η έξαρση στο βάθος δείχνει την αποδοχή ως ιστορικής μοίρας την εσωτερίκευση της κατάκτησης, την προαγωγή μέσω της ενσωμάτωσης σ’ αυτήν.

Βεβαίως ο κόσμος δεν είναι ανδρόγυνος, Σφαίρος, αλλά αντιφατικός και αντιθετικός. Τα κλέφτικα τραγούδια εικονογραφούν την αντιφατικότητα και την αντίθεση. Σ’ αυτά δεν ανακρατιέται καμιά ουτοπία, αλλά ο πλούτος: «Εκεί ’ναι οι κλέφτες οι πολλοί | όλοι ντυμένοι στο φλουρί». Ο πλούτος που λάμπει, αλλά η λάμψη στοιχειώνει την ποίηση, λόγια και δημοτική: «Λάμψιν έχει όλο φλογώδη, χείλος, μέτωπο, οφθαλμός» αλλά και μια άλλη μεταρσιωμένη λάμψη: «Σελώνουν τ’ άλογά τους | τρέμει η μαύρη γη | αδειάζουν τα τουφέκια | τρέμουν τα βουνά | τραβάνε τα σπαθιά τους | λάμπει η θάλασσα».

* Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: