Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του ιταλού πολιτειολόγου Τζοβάνι Σαρτόρι «La democrazia in trenta lezioni» (Mondadori, 2008).
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σε δημοκρατία και οικονομική ανάπτυξη; Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θριάμβευσε η οικονομίστικη θεωρία που υποστηρίζει ότι για να μετασχηματιστούν τα αυταρχικά καθεστώτα σε δημοκρατίες χρειάζεται μια αύξηση της ευημερίας και ότι η ευημερία συνεπιφέρει αυτόματα τη δημοκρατία. Με δυο λόγια, η δημοκρατία εξαρτάται από τα χρήματα και γεννιέται μαζί με τα χρήματα. Είναι όμως έτσι; Θα έλεγα όχι.
Ας αρχίσουμε με τη σχέση ανάμεσα σε δημοκρατία και αγορά. Είναι ήδη διαπιστωμένο ότι μια δημοκρατία χωρίς σύστημα αγοράς δεν είναι πολύ ζωντανή. Αλλά δεν αληθεύει το αντίθετο. Μια οικονομία της αγοράς μπορεί να υπάρχει και να ανθείχωρίς δημοκρατία ή προηγούμενη της δημοκρατίας. Δείτε τις περιπτώσεις της Σιγκαπούρης, της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας, της Κίνας.
Αλλο ερώτημα: Η δημοκρατία παράγει ευημερία; Και ναι και όχι. Η Λατινική Αμερική φτώχυνε και από τη δημοκρατία, επειδή η δημοκρατία οδηγεί ή μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους να καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν ή κερδίζουν.
Ας δούμε τώρα τη νέα όψη του προβλήματος, τη σχέση ανάμεσα σε δημοκρατία και ανάπτυξη. Μέχρι τώρα υποστηρίχθηκε από τη μια μεριά ότι η ευημερία προάγει τη δημοκρατία και από την άλλη ότι το χρήμα τη διαφθείρει και την εξαγοράζει. Στο παρελθόν η σχέση ανάμεσα σε κράτος και αγορά παρέπεμπε σε ένα κράτος που με διάφορους τρόπους ρύθμιζε την αγορά και παρενέβαινε σε αυτήν. Πρόσφατα, όμως, με την παγκοσμιοποίηση, δημιουργήθηκε μια δυναμική, μια δίνη, που κανείς (ούτε και τα κράτη) δεν κατορθώνει να την ελέγχει ούτε και να την αναχαιτίζει, μια ανάπτυξη με κάθε τίμημα, το συντομότερο δυνατόν, με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Είναι καλό που είναι έτσι; Θα ήταν καλό αν ζούσαμε σε έναν πλανήτη με μικρό πληθυσμό και, ας πούμε, δέκα φορές μεγαλύτερο από τον δικό μας, με πρακτικά άθικτους πόρους. Το κακό είναι ότι ο δικός μας είναι μικρός με απελπιστικά μεγάλο πληθυσμό και η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι απεριόριστη.
Εδώ και μερικές δεκαετίες ο πλανήτης έχει μπει στη δίνη μιας «μη βιώσιμης ανάπτυξης», που είναι τέτοια επειδή καταναλώνει περισσότερους πόρους από όσους παράγει και σπαταλάει πόρους που κοντεύουν να εξαντληθούν. Αλλά αυτή τη μη βιώσιμη ανάπτυξη οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν θέλουν καν να την αντιληφθούν. Το δικό τους μάντρα είναι ότι για όλα τα προβλήματα της απεριόριστης ανάπτυξης θα φροντίσει η αγορά, όταν θα 'ρθει ο καιρός να φροντίσει. Αλλά όχι, δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτό το πρόβλημα της μη βιώσιμης ανάπτυξης δεν αντιμετωπίζεται, και πολύ περισσότερο δεν λύνεται από τους μηχανισμούς της αγοράς. Εξάλλου, αγορά και οικονομικό σύστημα δεν συμπίπτουν. Η αγορά δεν λογαριάζει πάρα πολλά πράγματα, για παράδειγμα τα «συλλογικά αγαθά», εκείνα τα αγαθά που κανείς δεν πληρώνει και που πληρώνονται κατά κανόνα από τους φόρους. Τα κλασικά παραδείγματα είναι η αστυνομία, η ασφάλεια, οι δρόμοι. Αν ζητήσω την επέμβαση της αστυνομίας, δεν δέχομαι έπειτα κάποιο λογαριασμό για να πληρώσω. Ούτε πληρώνω για το φωτισμό των δρόμων.
Υπάρχουν όμως και πιο πολύπλοκες περιπτώσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα δέντρα, ένα δάσος. Είναι συλλογικά αγαθά; Στο μέτρο που μας προσφέρουν την υπηρεσία να καθαρίζουν τον αέρα, να δίνουν ξύλο και να προστατεύουν τη γονιμότητα του εδάφους, θα έλεγα ναι. Αλλά όχι για την αγορά. Οποιος κόβει δέντρα λογαριάζει μόνο το κόστος της κοπής τους. Το κόστος της καταστροφής ενός δάσους δεν λογαριάζεται.
Το ίδιο ισχύει και για το νερό. Η υπερβολική κατανάλωσή του παράγει μια συλλογική ζημιά που δεν πληρώνεται ούτε και υπολογίζεται. Υπάρχουν έπειτα οι λεγόμενες «εξωτερικότητες», τα εξωτερικά αποτελέσματα. Οποιος μολύνει το νερό ή τον αέρα με «αέρια θερμοκηπίου» παράγει ζημιές που δεν πληρώνει και που η αγορά δεν καταγράφει. Ωστόσο πρόκειται για κολοσσιαίες ζημιές με εξίσου κολοσσιαία κόστη αποκατάστασης και επανόρθωσης (που σίγουρα θα καταστούν αναγκαίες).
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι οι οικονομολόγοι έχουν εγκλειστεί στον περιφραγμένο χώρο της αγοράς και δεν αντιλαμβάνονται ότι η ανάπτυξη και η οικονομική ευημερία αυξάνονται ήδη με ελλείμματα, που πληρώνονται σε όλο και αυξανόμενες αναλογίες από μιαν οικολογική καταστροφή σε πλανητική κλίμακα. Ενα επιπλέον όριο της αγοράς είναι το ότι είναι αργή και μυωπική. Οταν λένε ότι markets do not clear, εννοούν ότι οι αγορές δεν επιλύουν έγκαιρα τα προβλήματα, ότι αντιμετωπίζουν τα νέα προβλήματα όταν είναι πολύ αργά. (...)
Το ζήτημα είναι ότι η αγορά έρχεται αργά και άσχημα για να αντιμετωπίσει τις δραματικές αλλαγές που συντελούνται, ενώ από την άλλη μεριά τις επιταχύνει και τις επιδεινώνει, πυροδοτώντας όλο και περισσότερο μια «τυφλή ανάπτυξη». Το παράδοξο είναι ότι το οικονομικό σύστημα της αγοράς για διακόσια περίπου χρόνια προήγαγε τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ενώ τώρα την απειλεί με μιαν ανεξέλεγκτη επιτάχυνση, η έκρηξη της οποίας μπορεί να συμπαρασύρει και τη δημοκρατία που είχε αναθρέψει. Ενας κλιματικός και περιβαλλοντικός κατακλυσμός μπρορεί να εξαφανίσει, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, και την ελεύθερη πολιτεία. Επειδή η μη βιώσιμη ανάπτυξη είναι και μια απαράδεκτη ανάπτυξη, που επιβάλλει μιαν επιστροφή σε εκείνο το παρελθόν λιμών και φτώχειας το οποίο είχαμε ξεπεράσει.
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σε δημοκρατία και οικονομική ανάπτυξη; Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θριάμβευσε η οικονομίστικη θεωρία που υποστηρίζει ότι για να μετασχηματιστούν τα αυταρχικά καθεστώτα σε δημοκρατίες χρειάζεται μια αύξηση της ευημερίας και ότι η ευημερία συνεπιφέρει αυτόματα τη δημοκρατία. Με δυο λόγια, η δημοκρατία εξαρτάται από τα χρήματα και γεννιέται μαζί με τα χρήματα. Είναι όμως έτσι; Θα έλεγα όχι.
Ας αρχίσουμε με τη σχέση ανάμεσα σε δημοκρατία και αγορά. Είναι ήδη διαπιστωμένο ότι μια δημοκρατία χωρίς σύστημα αγοράς δεν είναι πολύ ζωντανή. Αλλά δεν αληθεύει το αντίθετο. Μια οικονομία της αγοράς μπορεί να υπάρχει και να ανθείχωρίς δημοκρατία ή προηγούμενη της δημοκρατίας. Δείτε τις περιπτώσεις της Σιγκαπούρης, της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας, της Κίνας.
Αλλο ερώτημα: Η δημοκρατία παράγει ευημερία; Και ναι και όχι. Η Λατινική Αμερική φτώχυνε και από τη δημοκρατία, επειδή η δημοκρατία οδηγεί ή μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους να καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν ή κερδίζουν.
Ας δούμε τώρα τη νέα όψη του προβλήματος, τη σχέση ανάμεσα σε δημοκρατία και ανάπτυξη. Μέχρι τώρα υποστηρίχθηκε από τη μια μεριά ότι η ευημερία προάγει τη δημοκρατία και από την άλλη ότι το χρήμα τη διαφθείρει και την εξαγοράζει. Στο παρελθόν η σχέση ανάμεσα σε κράτος και αγορά παρέπεμπε σε ένα κράτος που με διάφορους τρόπους ρύθμιζε την αγορά και παρενέβαινε σε αυτήν. Πρόσφατα, όμως, με την παγκοσμιοποίηση, δημιουργήθηκε μια δυναμική, μια δίνη, που κανείς (ούτε και τα κράτη) δεν κατορθώνει να την ελέγχει ούτε και να την αναχαιτίζει, μια ανάπτυξη με κάθε τίμημα, το συντομότερο δυνατόν, με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Είναι καλό που είναι έτσι; Θα ήταν καλό αν ζούσαμε σε έναν πλανήτη με μικρό πληθυσμό και, ας πούμε, δέκα φορές μεγαλύτερο από τον δικό μας, με πρακτικά άθικτους πόρους. Το κακό είναι ότι ο δικός μας είναι μικρός με απελπιστικά μεγάλο πληθυσμό και η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι απεριόριστη.
Εδώ και μερικές δεκαετίες ο πλανήτης έχει μπει στη δίνη μιας «μη βιώσιμης ανάπτυξης», που είναι τέτοια επειδή καταναλώνει περισσότερους πόρους από όσους παράγει και σπαταλάει πόρους που κοντεύουν να εξαντληθούν. Αλλά αυτή τη μη βιώσιμη ανάπτυξη οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν θέλουν καν να την αντιληφθούν. Το δικό τους μάντρα είναι ότι για όλα τα προβλήματα της απεριόριστης ανάπτυξης θα φροντίσει η αγορά, όταν θα 'ρθει ο καιρός να φροντίσει. Αλλά όχι, δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτό το πρόβλημα της μη βιώσιμης ανάπτυξης δεν αντιμετωπίζεται, και πολύ περισσότερο δεν λύνεται από τους μηχανισμούς της αγοράς. Εξάλλου, αγορά και οικονομικό σύστημα δεν συμπίπτουν. Η αγορά δεν λογαριάζει πάρα πολλά πράγματα, για παράδειγμα τα «συλλογικά αγαθά», εκείνα τα αγαθά που κανείς δεν πληρώνει και που πληρώνονται κατά κανόνα από τους φόρους. Τα κλασικά παραδείγματα είναι η αστυνομία, η ασφάλεια, οι δρόμοι. Αν ζητήσω την επέμβαση της αστυνομίας, δεν δέχομαι έπειτα κάποιο λογαριασμό για να πληρώσω. Ούτε πληρώνω για το φωτισμό των δρόμων.
Υπάρχουν όμως και πιο πολύπλοκες περιπτώσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα δέντρα, ένα δάσος. Είναι συλλογικά αγαθά; Στο μέτρο που μας προσφέρουν την υπηρεσία να καθαρίζουν τον αέρα, να δίνουν ξύλο και να προστατεύουν τη γονιμότητα του εδάφους, θα έλεγα ναι. Αλλά όχι για την αγορά. Οποιος κόβει δέντρα λογαριάζει μόνο το κόστος της κοπής τους. Το κόστος της καταστροφής ενός δάσους δεν λογαριάζεται.
Το ίδιο ισχύει και για το νερό. Η υπερβολική κατανάλωσή του παράγει μια συλλογική ζημιά που δεν πληρώνεται ούτε και υπολογίζεται. Υπάρχουν έπειτα οι λεγόμενες «εξωτερικότητες», τα εξωτερικά αποτελέσματα. Οποιος μολύνει το νερό ή τον αέρα με «αέρια θερμοκηπίου» παράγει ζημιές που δεν πληρώνει και που η αγορά δεν καταγράφει. Ωστόσο πρόκειται για κολοσσιαίες ζημιές με εξίσου κολοσσιαία κόστη αποκατάστασης και επανόρθωσης (που σίγουρα θα καταστούν αναγκαίες).
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι οι οικονομολόγοι έχουν εγκλειστεί στον περιφραγμένο χώρο της αγοράς και δεν αντιλαμβάνονται ότι η ανάπτυξη και η οικονομική ευημερία αυξάνονται ήδη με ελλείμματα, που πληρώνονται σε όλο και αυξανόμενες αναλογίες από μιαν οικολογική καταστροφή σε πλανητική κλίμακα. Ενα επιπλέον όριο της αγοράς είναι το ότι είναι αργή και μυωπική. Οταν λένε ότι markets do not clear, εννοούν ότι οι αγορές δεν επιλύουν έγκαιρα τα προβλήματα, ότι αντιμετωπίζουν τα νέα προβλήματα όταν είναι πολύ αργά. (...)
Το ζήτημα είναι ότι η αγορά έρχεται αργά και άσχημα για να αντιμετωπίσει τις δραματικές αλλαγές που συντελούνται, ενώ από την άλλη μεριά τις επιταχύνει και τις επιδεινώνει, πυροδοτώντας όλο και περισσότερο μια «τυφλή ανάπτυξη». Το παράδοξο είναι ότι το οικονομικό σύστημα της αγοράς για διακόσια περίπου χρόνια προήγαγε τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ενώ τώρα την απειλεί με μιαν ανεξέλεγκτη επιτάχυνση, η έκρηξη της οποίας μπορεί να συμπαρασύρει και τη δημοκρατία που είχε αναθρέψει. Ενας κλιματικός και περιβαλλοντικός κατακλυσμός μπρορεί να εξαφανίσει, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, και την ελεύθερη πολιτεία. Επειδή η μη βιώσιμη ανάπτυξη είναι και μια απαράδεκτη ανάπτυξη, που επιβάλλει μιαν επιστροφή σε εκείνο το παρελθόν λιμών και φτώχειας το οποίο είχαμε ξεπεράσει.
Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 04/01/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου