Tης Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 17/01/2009. Να τα ξαναορίσουμε λοιπόν; Να ξανασυζητήσουμε από την αρχή έννοιες, αξίες, αρχές, βασικές σταθερές της κοινωνικής συμπεριφοράς; Το τελευταίο διάστημα, μετά τα «γεγονότα του Δεκεμβρίου», όπως τα λέμε σχηματικά, άνοιξαν πολλές συζητήσεις. Στην αρχή έμοιαζε τίποτα να μην είναι σταθερό, τίποτα να μην υπάρχει ως βάση, ως υπόβαθρο, ως κοινή συνισταμένη. Εκανες μια ερώτηση, εξέφραζες μια γνώμη, διατύπωνες μια απορία και ο αντίλογος μπορούσε να φτάσει μέχρι τη... Γαλλική Επανάσταση!
Και βεβαίως άρχισαν να ξαναμπαίνουν ταμπέλες, να ξανασχηματίζονται στρατόπεδα: δεξιά-αριστερά, συντήρηση-πρόοδος, κ.λπ. Οχι με σταθερές τις λίστες των μελών στα νέα «στρατόπεδα», αλλά αυτό δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο στη... νεοελληνική παράδοση!
Παρά τις υπερβολές, δεν παύει να είναι μια πραγματικότητα. Η νεοελληνική κοινωνία έχει ανάγκη, απ’ ό,τι φαίνεται, να επαναδιατυπώσει το πλαίσιο αξιών και αρχών μέσα στο οποίο θα κινείται και θα συμβιώνει κι αυτό σίγουρα δεν είναι ούτε εύκολη συζήτηση ούτε εύκολη διαδικασία.
Ζητήσαμε τη βοήθεια δύο καθηγητών της Φιλοσοφίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο ΕΜΠ, του Παντελή Μπασάκου και του Αριστείδη Μπαλτά αντίστοιχα. Ρωτήσαμε τη γνώμη τους για τα νέα δίπολα που τίθενται προς συζήτηση (τάξη/αναρχία, συντήρηση/πρόοδος, δημοκρατία/ασυδοσία, κ.λπ.). Οι απόψεις τους φωτίζουν τη δυσκολία του θέματος, ίσως και να μας κάνει να σκεφτούμε πράγματα και πλευρές που ίσως δεν είχαμε δει. Για τη νηπιακή κατάσταση του δημόσιου λόγου, αλλά και για την ανυπαρξία συναίνεσης -των πολιτών, των κομμάτων, των φορέων, των απόψεων.
Το ζήτημα βέβαια είναι ακριβώς αυτό: έχουμε καιρό να σκεφτούμε; Και κυρίως, έχουμε καιρό (και σκοπό) ν’ ακούσουμε;
Του Παντελη Μπασακου*
Δημοκρατία είναι μια συζήτηση που δεν σταματάει ποτέ, και η οποία, πέρα από τα εκάστοτε συγκεκριμένα περιεχόμενα, τις αποφάσεις και τις επιλογές της, αφορά και τον ίδιο της τον εαυτό: δημοκρατία είναι μια συζήτηση που δεν κουράζεται να διευκρινίζει τις έννοιές της και να επανακαθορίζει τα όριά της, να εξετάζει τους όρους της διεύρυνσής της. Το ότι χρειάστηκαν τα «γεγονότα του Δεκεμβρίου» για να τεθούν ζητήματα -που θα έπρεπε ούτως ή άλλως να έχουν ήδη τεθεί, είναι μάλλον σημάδι τού ότι η συζήτηση αυτή, που είναι η δημοκρατία, στην ελληνική δημοσιότητα βρίσκεται ακόμα σε παιδικό ή νεανικό στάδιο.
Μια ένδειξη γι’ αυτό είναι η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζεται η διαπίστωση πως η ελληνική εκδοχή της τρομοκρατίας έχαιρε, κατά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, μιας κάποιας συναίνεσης: «μέχρις ενός σημείου είχε την αποδοχή του κόσμου» -σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις βουλευτή, που προκάλεσαν αντιδράσεις. Μα αυτό το γνωρίζουν όλοι. Η αμηχανία αυτή -που, μεταξύ των άλλων, επιτρέπει στον επιτήδειο να κερδίζει το δεκαπεντάλεπτο της δημοσιότητας, λέγοντας αυτό που οι άλλοι σπρώχνουν κάτω από το χαλί- οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανωριμότητα της σχετικής συζήτησης, η οποία σταματάει στο σημείο από το οποίο θα έπρεπε κανονικά να αρχίζει: στην έννοια της συναίνεσης.
Η ώριμη δημόσια συζήτηση, που θα έρθει, γιατί δεν είμαστε καταδικασμένοι στην αιώνια παιδικότητα, θα θέσει ζητήματα αποσαφήνισης της έννοιας αυτής -όπου θα μπορέσουμε ενδεχομένως να δούμε πως η συναίνεση εκείνη στην τρομοκρατία προσδιορίζεται ακριβώς ως συναίνεση τρομαγμένη: το «συμφωνώ με το που χτυπάς τους κακούς» λέει συνάμα «εγώ είμαι καλός» -και για τον λόγο αυτόν ελπίζω πως εμένα δεν θα με χτυπήσεις. Φαινόμενο ομόλογο, αν όχι σε έκταση οπωσδήποτε κατά το είδος, με την εξαναγκασμένη συναίνεση της οποίας έχαιρε η δικτατορία, όπου «οι φιλήσυχοι πολίτες δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε» ή, αν θέλουμε πιο πρόσφατο παράδειγμα, με τη βιτρίνα του πένθους στα καταστήματα του κέντρου, προκειμένου να γλιτώσει η τζαμαρία.
* Ο Παντελής Μπασάκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
AΠOΨH : Χρήσεις του αυτονόητου σε «μη κανονικές» συνθήκεςΤου Αριστειδη Μπαλτα*
Δίπολα όπως «τάξη / αναρχία» ή «δημοκρατία / ασυδοσία» ενδέχεται να βοηθούν την οργάνωση του λόγου. Πρόκειται για τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η επίκληση ενός συγκεκριμένου αξιακού αυτονόητου: προφανώς, δεν μπορεί παρά να υποστηρίζουμε την αξία της τάξης έναντι της αναρχίας ή την αξία της δημοκρατίας έναντι της ασυδοσίας. Ολοι προτιμούν να είναι υγιείς και πλούσιοι, αντί άρρωστοι και φτωχοί. Αυτά υπό κανονικές συνθήκες. Αλλά όταν οι συνθήκες δεν είναι κανονικές, όταν συμβαίνουν γεγονότα που διαταράσσουν τις αναμονές της καθημερινότητας και δημιουργούν απορίες, τότε η επίκληση του ίδιου αξιακού αυτονόητου επιτελεί άλλες λειτουργίες.
Πρώτα απ’ όλα, το αξιακά αυτονόητο οδηγείται στο να ταυτιστεί με το περιγραφικά αυτονόητο, με αποτέλεσμα τόσο η ίδια η περιγραφή όσο και το συνακόλουθο αίτημα ανάλυσης να λογίζονται, αυτονοήτως πάντα, ως περιττά: τα «γεγονότα του Δεκεμβρίου» προφανώς συνιστούν έκφραση «αναρχίας» ή «ασυδοσίας». Δεν χρειάζεται εδώ να σκεφτούμε τίποτε περισσότερο. Από την άλλη μεριά, συγκροτείται ένα ισχυρότατο κανονιστικό πλαίσιο: αφού, πρώτον, είναι προφανές ότι όλοι προκρίνουν την τάξη έναντι της αναρχίας και τη δημοκρατία έναντι της ασυδοσίας, αφού, δεύτερον, τα εν λόγω «γεγονότα» αποτελούν προφανώς έκφραση αναρχίας και ασυδοσίας, και αφού, τρίτον, δεν χρειάζεται εδώ να σκεφτούμε τίποτε περισσότερο, όλοι εκείνοι που δεν υποκύπτουν στον «συλλογισμό», επερωτούν αυτό τούτο το προφανές και άρα, δεν μπορούν να εντάσσονται στον κορμό των ορθώς σκεπτομένων.
Η χρήση των εν λόγω αξιακών διπόλων με τέτοιους τρόπους ασκεί βία. Πρόκειται για τη μορφή βίας η οποία, υπό τη σημαία εκείνου που εξ ορισμού δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ωθεί στην κατάργηση της σκέψης, τη μορφή βίας που δημιουργεί τους αποσυνάγωγους του προφανούς, τη μορφή βίας που θίγει μύχια τον ίδιο τον ανθρώπινο λόγο. Είναι η μορφή βίας που συναντήσαμε τόσο στον παραδοσιακό αντικομμουνισμό όσο και στα σοβιετικού τύπου ψυχιατρεία. Είναι μορφή βίας που ασκήθηκε συχνά κατά τη δημόσια συζήτηση των «γεγονότων του Δεκεμβρίου».
*Ο Αριστείδης Μπαλτάς διδάσκει Φιλοσοφία των Επιστημών στο ΕΜΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου