Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Οι κουλτούρες της εξέγερσης και της υπακοής

 Ο τίτλος της επιφυλλίδας παραπέμπει πλαγίως στη γνωστή διάλεξη του βρετανού φυσικού και λογοτέχνη C.Ρ. Snow, το 1959, με την οποία ανέδειξε το χάσμα ανάμεσα σε δύο κουλτούρες: την ανθρωπιστική και τη θετικο-επιστημονική. Οι δυαδικές αντιθέσεις χρησιμοποιήθηκαν συχνά για την ερμηνεία ποικίλων πολιτισμικών φαινομένων και στην περίπτωση της Ελλάδας ξένοι περιηγητές και ανθρωπολόγοι πρόβαλαν τα δίπολα (τιμή-ντροπή, Ελληνας-Ρωμιός) ενώ πολιτικοί επιστήμονες επεσήμαναν τον πολιτισμικό της δυϊσμό και τις δύο συγκρουόμενες πολιτικές της κουλτούρες (τη «μεταρρυθμιστική reformist» και την «παρωχημένη underdog»). Καίτοι σήμερα, στην εποχή του μεταμοντέρνου συγκρητισμού, τα διπολικά σχήματα αμφισβητούνται για την απλουστευτική ισοπέδωση της υβριδικής δυναμικής, η εξηγητική τους γοητεία δεν υποχώρησε.

Παρά τις αδυναμίες τους ή τις τυχόν αντιρρήσεις μας, τέτοια δίπολα ενδεχομένως βοηθούν να δούμε όχι μόνο τις οικονομικές ή πολιτικές πτυχές της παρούσας κρίσης αλλά και την πολιτιστική της διάσταση, δεδομένου ότι ορισμένοι αναλυτές για να εξηγήσουν την έλλειψη οικονομικής ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου βασίστηκαν στη διαφορά του τρόπου ζωής Νοτίων και Βορείων, κωδικοποιημένη στην αντίθεση: κράτη του μεσημεριανού ύπνου και δημοκρατίες της μέθης (siesta states-drunken democracies). Δίπολα σαν αυτά παραπέμπουν σε ένα ευρωπαϊκό χάσμα που δεν είναι απλώς δημοσιονομικό αλλά βαθύτερα πολιτισμικό και νοοτροπιακό. Μιλώντας στο «Βήμα» με αφορμή τις πρόσφατες οργισμένες αντιδράσεις στους δρόμους της Αθήνας, ο αυστριακός ανταποκριτής στην Ελλάδα Γκύντερ Μύλερ έκανε την ακόλουθη σύγκριση: «Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς την κυβέρνησή τους. Μιλώντας με ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης και ηλικίας είδα δύο κοινά στοιχεία: κοινός θυμός και κοινή δυσπιστία προς την κυβέρνηση. Ισως αυτή είναι η βασική διαφορά των Ελλήνων από τους Αυστριακούς: οι Αυστριακοί εμπιστεύονται την πολιτική εξουσία και υποτάσσονται στις εκάστοτε επιταγές της».

Νομίζω ότι εδώ διαγράφεται η διαφορά ανάμεσα σε δύο κουλτούρες: την κουλτούρα της δυσπιστίας, της αγωνιστικότητας, της ανυπακοής και της εξέγερσης και την κουλτούρα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συναίνεσης (κάποιοι θα έλεγαν ίσως υπακοής ή και υποταγής). Η ελληνική κουλτούρα συνιστά το εμβληματικό άκρο της πρώτης, ενώ οι βορειοευρωπαϊκές κουλτούρες βρίσκονται στο αντίθετο άκρο, επιζητώντας τη συνδιαλλαγή, τη διαιτησία και τη συναίνεση. Αλλες μεσογειακές κουλτούρες (ιταλική, ισπανική αλλά και η γαλλική) κινούνται στο ενδιάμεσο αυτών των άκρων αλλά λόγω της ισχυρής παράδοσης κρατισμού κλίνουν ενίοτε προς το πρώτο.

Η αγωνιστική κουλτούρα βασίζεται στον θυμό και στο ρίσκο, ενώ αυτή της συναίνεσης στη θετική σκέψη (τον αγγλοσαξονικό νεολογισμό του «positive thinking») που αντιπροσωπεύει ένα είδος νοητικής πειθαρχίας και επιχειρεί να συγκαλύψει τις αιτίες ή να αμβλύνει την ένταση της όποιας δυσαρέσκειας. Η πρώτη βλέπει το κράτος αμφιθυμικά και αντιφατικά ως αρωγό και ως αντίπαλο του πολίτη, ως αστείρευτη πηγή θέσεων εργασίας και επιδομάτων αλλά και ως άτεγκτο φοροεισπράκτορα ή απρόσωπο και αφηρημένο θεσμικό όργανο, ενώ η δεύτερη προβάλλει την ιδέα της κοινωνίας όπου οι πολίτες αυτενεργούν, συνεργάζονται, είναι συνυπεύθυνοι, παίρνουν τις δικές τους πρωτοβουλίες, έχουν τις δικές τους οργανώσεις και δεν τα περιμένουν όλα από το κράτος (αυτή η αντίληψη εκφράστηκε στις τελευταίες εκλογές στη Βρετανία μέσω της ιδέας της «μεγάλης κοινωνίας»- big society- των συντηρητικών του Κάμερον). Δεν υπεισέρχομαι εδώ σε αξιολογήσεις των δύο στάσεων αλλά θέλω απλώς να δείξω αδρομερώς τις διαφορές τους.

Στην Ελλάδα η «αγωνιστική» κουλτούρα, που εκκολάφθηκε και θέριεψε μετά το 1974, προέκυψε ως ένα είδος εκτόνωσης από τη μετεμφυλιακή καταπίεση και νομίζω ότι είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα της μεταπολίτευσης. Σε αυτήν μπορούν να υπαχθούν ή να αποδοθούν φαινόμενα από την έξαρση της τρομοκρατίας και της διάχυτης ανυπακοής σε νόμους και κανόνες μέχρι την υπεράσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν κατόρθωσε να επιβάλει την απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους. Επομένως όσοι μιλούν για το τέλος της μεταπολίτευσης ή για μια νέα μεταπολίτευση (δημοσιονομική ή άλλης υφής) παραβλέπουν αυτή την «αγωνιστική» κουλτούρα της μεταπολίτευσης, η οποία όχι μόνο δεν δείχνει σημάδια ύφεσης αλλά ενισχύθηκε τον τελευταίο καιρό, απομακρύνοντας την Ελλάδα ακόμη περισσότερο από τις βορειοευρωπαϊκές αξίες της συναίνεσης. Δεν είναι όλα εν τέλει οικονομία και πολιτική αλλά, για να ερμηνευθούν ασυμβατότητες και αντιδράσεις, θα πρέπει να εγκύψουμε και στις ευρύτερες πολιτισμικές εξελίξεις της μεταπολίτευσης καθώς και στις νοοτροπιακές διαφορές στους κόλπους της Ευρώπης.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.

Η Δεξιά σε κρίση: εθνολαϊκή ή πεφωτισμένη;

  • ΤΟ ΒΗΜΑ / Νέες Εποχές
  • Κυριακή 18 Ιουλίου 2010
Επειτα από τις εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου η Δεξιά στην Ελλάδα διέρχεται αναμφίβολα τη σοβαρότερη κρίση της. Κρίση αξιοπιστίας μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Καραμανλή αλλά και κρίση πολιτικής ταυτότητας μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον κ. Αντ.Σαμαρά, την αποχώρηση της κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη και την αλλαγή στρατηγικής από τον ΛΑΟΣ του κ. Γ.Καρατζαφέρη . «Το Βήμα» ακτινοσκοπεί σήμερα τα αίτια της βαθιάς κρίσης της Δεξιάς, φιλοξενώντας απόψεις ειδικών που επισημαίνουν τις διαφορές μεταξύ της εθνολαϊκής και της πατριωτικής Δεξιάς, αλλά και τους λόγους για τους οποίους η Δεξιά στην Ελλάδα έπαψε να θεωρείται «πεφωτισμένη». Ταυτόχρονα εντοπίζουν τις διαφορές των «συνιστωσών» της Δεξιάς στις απόψεις για τη διάρθρωση του κράτους και του δημόσιου τομέα, στις διιστάμενες απόψεις στο εσωτερικό της περί λαϊκισμού και πελατειακού κράτους, αλλά και στον τρόπο με τον οποίον η Δεξιά προσεγγίζει το Κέντρο και την Αριστερά.

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Η ιδεολογία της αποδόμησης

  • Ποιος είναι ο κοινωνικά νομιμοποιημένος τρόπος ανάγνωσης των συνταγματικών αρχών του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου; Υπαγορεύεται από την επιλογή των σχέσεων, των συσχετισμών και των ιεραρχήσεων μεταξύ των λέξεων, το περιεχόμενο των οποίων ο καθένας συμπροσδιορίζει ανάλογα με τη νοητική του δομή και την ιδεολογική του σκευή ή υπακούει σε κάποιες μόνιμες, καθολικές και στην ουσία τους αμετάβλητες υπαρκτικές παραδοχές της κοινωνικής συμβίωσης; Είναι όλες οι αναγνώσεις-ερμηνείες θεμιτές ή το πεδίο της κομματικο-ιδεολογικής τοπογεωγραφίας θέτει κάποια όρια στην πολλαπλότητα των ερμηνειών;
Αυτό και άλλα καίρια ερωτήματα γεννούν η δράση και ο μετανεωτερικός λόγος πολλών στελεχών του πολιτικού προσωπικού (και του κυβερνώντος κόμματος), που προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του Κοινωνικού Κράτους δεν είναι η καθολικότητα και η γενικευμένη ποιότητα των παροχών του, ούτε η αναδιανεμητική του λειτουργία στη δωρεάν προσφορά των υλικών και άυλων δημοσίων αγαθών (χάριν των οποίων δημιουργήθηκε η Κοινωνία), αλλά η εξατομικευμένη, ισοσκελισμένη-ανταποδοτική και αυτάρκης λειτουργία του με όρους αγοραίας ανταγωνιστικότητας.
Αυτή η άποψη, που κατέκτησε έδαφος και επιστημονικές συνειδήσεις επί Θατσερισμού στη Μεγ. Βρετανία και ακολούθως διαχύθηκε από τους μεταμοντέρνους σοσιαλδημοκράτες της νεοφιλελεύθερης ακολουθίας, εδράζεται επί της ιδέας ότι δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνον άτομα. Ο καθένας οφείλει να μεριμνά δι'εαυτόν και για την οικογένειά του. Εάν σ' αυτόν τον αγώνα υπάρχουν και πολλά ή λίγα θύματα από την πλευρά των απόκληρων του οικονομικού συστήματος, της δομικής ανεργίας και της κοινωνικής αποξένωσης, τότε, προς συντήρηση των ανεκτών ορίων της δημόσιας τάξης, αναπτύσσεται ένα λεπτότατο και εύθραυστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας, που -ευρισκόμενο στα όρια της φτώχειας- αναπαράγει το status της θρησκευτικής φιλανθρωπίας και τη διάκριση των τάξεων.
Η αντίληψη αυτή δεν στέργει στην εξίσωση των αμοιβών, των επιδομάτων, της Υγείας, της Περίθαλψης, της Στέγης, της Παιδείας, του Πολιτισμού και των στοιχειωδών κοινόχρηστων αγαθών, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει σύγχρονη ζωή επί της γης. Αποστρέφει το πρόσωπό της από το «επιδοματικό» Κοινωνικό Κράτος, αφού (κατά την κρίση της) οι επιδοματικές παροχές τροφοδοτούν τη χοάνη των κρατικών ελλειμμάτων. Θεωρεί ως επιβεβλημένο τον απορφανισμό της εργασίας από κάθε συλλογική ρύθμιση και ωθεί προς τον εξατομικευμένο προσδιορισμό των όρων και συνθηκών παροχής της, ώστε «η ισότητα των ευκαιριών», σε έναν όλο και πιο άνισο κόσμο, να ...πρυτανεύσει και η ενότητα των συλλογικών εγγυήσεων να καταρρεύσει. Η περιπέτεια της διά βίου μάθησης οφείλει να αντικαταστήσει τον δεδομένο επαγγελματικό προσανατολισμό και τον πολιτισμικά ωθούμενο καταμερισμό, αφού δεν είναι η ρυθμιστική λειτουργία της Πολιτείας που προσδιορίζει τους όρους δραστηριοποίησης εκάστου, αλλά οι ανεξάρτητες οικονομικές συνθήκες των παραγωγικών συσχετισμών που κανοναρχούν το βιοπορισμό του. Ανάγει τον οικονομισμό, τη χρησιμοθηρία, τον ανταγωνισμό και την απελευθέρωση της εκμετάλλευσης των παραγωγικών πόρων (και κυρίως του κοινωνικού και ανθρώπινου κεφαλαίου), ως βάση της κοινωνικής συνύπαρξης. Είναι εμφανές ότι σ' αυτήν υπορρέει η αντιδιαλεκτική παραδοχή ότι όλοι πρέπει να υπηρετούμε αυτή τη μεταβαλλόμενη οικονομική δομή, της οποίας είμαστε οικονομετρικό μέγεθος και όχι πρωτογενείς ρυθμιστές ή έστω συντελεστές της.
Αν όμως τα λάθη που διαπράττονται από τους πολιτικούς οφείλονται κυρίως στην παρερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων και στην εσφαλμένη σύλληψη του νοήματος των λέξεων, τότε πρέπει επειγόντως να αποκαταστήσουμε τις λέξεις και το νόημά τους. Να ξαναδούμε τι σημαίνει «ιστορική συνέχεια», «κοινωνική συνοχή», «ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση», «κυριαρχία του δημοκρατικώς Δρώντος Λαού».
Γιατί διαφορετικά θα κλαυθμηρίζουμε επί των ερειπίων του Κοινωνικού Κράτους σαν τα ορφανά του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που και τα τάγματα των «γκρεμιστών» των ελληνικών ιερών ήθελαν να δικαιώσουν και το νόημα του αρχαίου ελληνικού θαύματος (κυρίως τη διάσταση της πολιτικής του αυτονομίας) να οικειοποιηθούν.

Το μνημόνιο και η αίσθηση του μέτρου

  • Σημαντικοί έλληνες συγγραφείς έχουν επισημάνει το φαινόμενο του εκκρεμούς σε πολλές εκφάνσεις του δημόσιου βίου της χώρας μας. Το φαινόμενο αυτό συνίσταται στη μετακίνηση από το ένα άκρο στο άλλο χωρίς ενδιάμεσες θέσεις. Μ' άλλα λόγια, πρόκειται για απώλεια αίσθησης του μέτρου, το οποίο στην κλασική αρχαιότητα αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες αρετές στη συμπεριφορά τόσο των πολιτών όσο και των πολιτικών.
Πολλές περιπτώσεις απώλειας της αίσθησης του μέτρου στις κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές επιβεβαιώνουν τις παραπάνω διαπιστώσεις. Ετσι στην περίοδο της δικτατορίας, από τη λατρεία της εθνικοφροσύνης, την απόλυτη πειθαρχία, την παντελή έλλειψη δημοκρατίας , τον άκριτο σεβασμό της ιεραρχίας κ.ά, στη μεταπολίτευση περάσαμε στο άλλο άκρο. Στη σημερινή εποχή, από το ένα άκρο των ολέθριων πρακτικών ασυδοσίας μεγάλης μερίδας του πολιτικού κόσμου, με την ανοχή και τη συνενοχή ενός μέρους της κοινωνίας στην προηγούμενη περίοδο, περνάμε τώρα στο άλλο άκρο, όπου παρατηρούμε πρακτικές υπερβολικής «σύνεσης» στην εφαρμογή του γνωστού Μνημονίου, οι οποίες έχουν, βεβαίως, άμεσο δημοσιονομικό ή/και οικονομικό όφελος, βλάπτουν, όμως, την συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, δημιουργώντας νέα φτώχεια και διευρύνοντας τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Αξίζει να αναφερθούν δυο ακραία παραδείγματα. Από το ένα άκρο του εκκρεμούς, δηλαδή την απόλυτη σπατάλη στην απονομή των συντάξεων με ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων, η σημερινή μεταρρύθμιση περνάει στο άλλο άκρο με απόλυτα θύματα μάλιστα τις μητέρες ανηλίκων. Πρόκειται προφανώς για προσαρμογή στα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ομως στη χώρα μας αυτή η ευνοϊκή μεταχείριση των γυναικών ήταν και το μοναδικό μέτρο προστασίας της μητρότητας και αντιμετώπισης της υπογεννητικότητας. Είναι γνωστό ότι το σύστημα παιδικών σταθμών, δημόσιων σχολείων, επιδομάτων των πολύτεκνων μητέρων κ.ά., που σε άλλες χώρες είναι πρώτη προτεραιότητα του κοινωνικού κράτους, στην Ελλάδα πάσχει από χρόνια ανεπάρκεια.
Μια άλλη περίπτωση απώλειας της αίσθησης του μέτρου είναι η επιχειρούμενη μείωση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και η δυνατότητα κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Τέτοιες ρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την ελαστικότητα στις απολύσεις, βελτιώνουν την πολύ χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, πράγμα απολύτως αναγκαίο, οδηγούν, όμως, σε πλήρη απαξίωση την εργασία των νέων εργαζομένων με ανυπολόγιστες ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες.
Οι περικοπές των αμοιβών στο δημόσιο τομέα, η μεγαλύτερη φορολόγηση των ήδη φορολογουμένων, η πλήρης ανατροπή των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δεδομένων, η πίεση για χαμηλότερες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα, η αύξηση της ανεργίας κ.ά. στο πλαίσιο της εφαρμογής του Μνημονίου (το οποίο περιλαμβάνει τους όρους διάσωσης της χώρας μας από την πτώχευση), έχουν προφανώς ένα όριο πέραν του οποίου καμιά πολιτική προσπάθεια πειθούς δεν μπορεί να τιθασεύσει τις αντιδράσεις.
Ποιο θα είναι το τελικό όφελος αν σωθεί η ελληνική οικονομία από την πτώχευση, αλλά έχει χαθεί κάθε ικμάδα διάθεσης για δημιουργική εργασία μέσα σε μια γενικευμένη κοινωνική και πολιτική αναταραχή; Η αίσθηση του μέτρου όταν επιχειρούνται μεγάλες μεταρρυθμίσεις, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία τους. Τα όρια της πολιτικής και κοινωνικής ελαστικότητας πρέπει πάντοτε να υπολογίζονται από τους μεταρρυθμιστές γιατί διαφορετικά η αποτυχία της προσπάθειας είναι σίγουρη. Οι «επιτυχημένες» εγχειρήσεις δεν εξασφαλίζουν πάντοτε την επιβίωση του ασθενούς. 

Επίσημοι παλιάτσοι

  • Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων από τα διάφορα, βασιλικότερα του βασιλέως, φερέφωνα της κυβέρνησης, είναι όλο και πιο προκλητικός.
Στην πραγματικότητα ενώ όλοι τους καμώνονται πως αναγνωρίζουν το δικαίωμα στην απεργία και την κινητοποίηση, όταν αυτά τα δικαιώματα εφαρμόζονται στην πράξη, τα καταγγέλλουν από τη μια ως αντιδημοκρατικά και από την άλλη διότι πλήττουν άλλες κατηγορίες πολιτών από εκείνες που κινητοποιούνται, ενώ η αιτία της κινητοποίησης, τα αιτήματα εκείνων που κινητοποιούνται, παραμένουν συνήθως άγνωστα.
Ετσι οι αγωνιζόμενοι παρουσιάζονται ως αντικοινωνική ομάδα που στρέφεται κατά της υπόλοιπης κοινωνίας, η οποία όμως αντιμετωπίζεται ως νομιμόφρων και μη αντικοινωνική όσο βρίσκεται σε χειμερία νάρκη. Και για να μην ξεχνιόμαστε, θυμίζω ότι οι αγρότες κατηγορούνται διότι εμποδίζουν τη διέλευση των οχημάτων και των εμπορευμάτων. Οι καταληψίες φοιτητές διότι παρεμποδίζουν όσους θέλουν να εργαστούν ή να διδαχτούν να μπουν στις αίθουσες.
Οι όποιοι διαδηλωτές διότι πλήττουν τους μαγαζάτορες και δημιουργούν κυκλοφοριακό . Οι οδοκαθαριστές διότι πλήττουν τη δημόσια υγεία και την εικόνα των πόλεων. Οι ναυτεργάτες διότι πλήττουν τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Υποθέτω, οι δημοσιογράφοι επειδή μας στερούν τις ειδήσεις... και πάει λέγοντας. Στην πραγματικότητα εκείνο που επιδιώκεται είναι:
*Να θαφτούν οι αιτίες που γεννούν τις κινητοποιήσεις.
*Να στραφεί η υπόλοιπη κοινωνία ενάντια σε όποιον κινητοποιείται, και να υποσκαφτεί η έκφραση αλληλεγγύης στα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων.
*Να αναχθούν σε κυρίαρχες οι παράπλευρες απώλειες της όποιας κινητοποίησης και όχι οι απώλειες που προκύπτουν από τα αντιλαϊκά μέτρα που οδηγούν στις κινητοποιήσεις, μέτρα τα οποία υποστηρίζεται ξεδιάντροπα ότι λαμβάνονται για το καλό των εργαζομένων. Ετσι για παράδειγμα συνέβη με την «απελευθέρωση» των απολύσεων η οποία, όπως δήλωνε ανερυθρίαστα ο κ. Μανώλης Καψής στο δελτίο του Mega της 19/6/2010, καταπολεμά την ανεργία.
*Και κυρίως και πάνω απ' όλα επιδιώκεται να περιοριστούν ακόμη και τα λειψά αστικά δικαιώματα σε απλές διακηρύξεις αρχών, οι οποίες από τη στιγμή που πλήττουν στην πράξη την αστική τάξη και την εξουσία της, αυτή τα καταπολεμά είτε άμεσα καταστέλλοντάς τα, είτε δικαστικά, είτε χρησιμοποιώντας τα ιδεολογικά βαποράκια της.
Με αυτόν τον τρόπο όμως αποδεικνύουν τα πραγματικά όρια των αστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, αποδεικνύουν ότι ο σεβασμός τους όχι μόνον μπαίνει σε δεύτερη μοίρα απ' ό,τι η υπεράσπιση του αστικού καθεστώτος, αλλά ακόμη ότι η ουσιαστικοποίησή τους προϋποθέτει την υπέρβασή του.
Είναι σαφές ότι η βαθύτατα ταξική, αντιδραστική, πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση για να μπορέσει να εφαρμοστεί στην πράξη, θα συνοδευτεί από την ένταση του αυταρχισμού και της άμεσης βίας. Αυτό όμως όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά είναι και επικίνδυνο για το ίδιο το σύστημα, στο βαθμό που είναι απαράβατος νόμος η βία να γεννά βία. Γι' αυτό και επιδιώκεται ταυτόχρονα να αποσπαστεί η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, αν όχι άμεσα υπέρ των «κακών» μεν «αναγκαίων» δε για τη «σωτηρία της πατρίδας» αντιλαϊκών μέτρων , τουλάχιστον έμμεσα κατά όσων κινητοποιούνται εναντίον τους.
Σε αυτόν το θλιβερό ρόλο έχουν ενταχθεί και όλοι εκείνοι οι κατά Νίτσε «επίσημοι παλιάτσοι», εκείνοι οι «περιττοί» και «ευκίνητοι πίθηκοι» που κάθε βράδυ εκ του ασφαλούς «χύνουνε τη χολή τους» κατά των αγωνιζόμενων εργαζομένων και των κινητοποιήσεών τους και αυτό το ονομάζουν ειδήσεις.
Μια και μοναδική απάντηση μπορεί να τους δοθεί. Να αντιδράσουμε σύσσωμοι ως «αντικοινωνικοί» γι' αυτούς πολίτες, και να τους αφήσουμε με μοναδικό σύμμαχο την τάξη που κάποτε πολλοί απ' αυτούς έφτυναν και σήμερα γλείφουν. [

Κρίση: Δημοκρατία ή τρομοκρατία

  • Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δυναμώνει η ανάγκη να λαμβάνονται δύσκολες και γρήγορες αποφάσεις.
Η πολιτική μπορεί να ανταποκριθεί με δύο τρόπους σε αυτή την πίεση επιτάχυνσης: Είτε με αύξηση της δημοκρατίας, της λαϊκής συμμετοχής και της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς, είτε με αυταρχικές πρακτικές. Οι τελευταίες έχουν ως αφετηρία τους την επίκληση της «εξωτερικής πίεσης» της κρίσης και της «απαίτησης» να μιλήσουν «οι ειδικοί» και όχι ο λαός. Συνολικά, εντείνεται η τάση οι αποφάσεις να λαμβάνονται από έναν όλο και πιο μικρό κύκλο ανθρώπων. Τάση που έχω ονομάσει ως «εσωτερίκευση» του πολιτικού συστήματος.
Επί παραδείγματι, ακόμα και αν οι αποφάσεις ψηφίζονται τυπικά στη Βουλή, ουσιαστικά η τελευταία απλά πειθαρχεί σε αποφάσεις που έχουν ληφθεί ήδη στο υπουργικό συμβούλιο. Αλλά και το τελευταίο τείνει όλο και περισσότερο να περιορίζεται στην υιοθέτηση πολιτικών που έχουν διαμορφωθεί σε ένα μικρό κύκλο υπουργών και συνεργατών του πρωθυπουργού.
Αντίθετα με την υπάρχουσα πρακτική, κατά τη γνώμη μου, όταν το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, αυξάνει η ανάγκη να δίνονται λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν, με ακόμη περισσότερη δημοκρατία. Στο βαθμό που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, και συνακόλουθα παραβιάζονται προεκλογικές δεσμεύσεις, όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού τείνουν προς την απόσυρση από τη σφαίρα του νόμιμου δημόσιου βίου. Η απόσυρση αυτή μπορεί να είναι αποτέλεσμα κατάθλιψης, παραίτησης, εσωστρέφειας. Αλλά και της αίσθησης ότι δεν υπάρχουν θετικές λύσεις εντός των υπαρχόντων πλαισίων. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση ένα τμήμα της κοινωνίας μπορεί να φλερτάρει με τη βία. Οταν η δημοκρατία όχι μόνο δεν αναπτύσσεται, αλλά σε ένα βαθμό υπονομεύεται, τότε φαντάζει η κήρυξη του άμεσου πολέμου στο σύστημα ως μια εναλλακτική διέξοδος.
Δίπλα στους ανθρώπους που είναι ψυχολογικά καταναγκαστικοί και πιστεύουν ότι έχουν δικαιώματα ζωής ή θανάτου επί τρίτων, αρχίζουν να υιοθετούν μεθόδους βίας εκείνοι οι απελπισμένοι πολίτες που δεν βλέπουν να υπάρχει τρόπος να αλλάξει κάτι στις υπάρχουσες συνθήκες, με τους υπάρχοντες κανόνες. Ακόμα δε και αν πιστεύουν στις δημοκρατικές διαδικασίες, διαπιστώνουν συχνά ότι δεν είναι δυνατή η αξιοποίησή τους, διότι οι κατέχοντες τις υπονομεύουν ή, έστω, τις περιορίζουν. Σε αυτή την περίπτωση νιώθοντας αδιέξοδο μπορούν εύκολα να πιστέψουν ότι η λύση βρίσκεται στη βίαια επιβολή άλλων επιλογών από τις κυρίαρχες. Να αναζητήσουν χώρους «αυτονομίας» και να θεωρήσουν ότι ακόμα και η τρομοκρατία αποτελεί μια πρέπουσα απάντηση στα αδιέξοδα που νιώθουν.
Η τρομοκρατία μπορεί να γεννηθεί από ακραίες ψυχοπνευματικές αντιλήψεις συγκεκριμένων προσωπικοτήτων. Αλλά, ταυτόχρονα, μπορεί να είναι προϊόν της αίσθησης ότι δεν υπάρχουν λύσεις στο υπάρχον θεσμικό σύστημα και δια μέσου αυτού. Σε μια τέτοια περίπτωση η έλλειψη ή ο περιορισμός της δημοκρατίας αποτελεί τροφοδότη ακραίων επιλογών. Γι' αυτό η ανάπτυξη της δημοκρατίας είναι άμεσα αναγκαία σε συνθήκες κρίσης, ως όπλο αποτροπής της μετατροπής της οικονομικής κρίσης σε κρίση των δημοκρατικών θεσμών. Σήμερα η χώρα ακριβώς λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει, χρειάζεται την ενίσχυση της δημοκρατίας. Αντίθετα, το τελευταίο που θα χρειαζόταν είναι ο περιορισμός της στο όνομα των απαιτήσεων της κρίσης, πράγμα που ήδη γίνεται και η αυταρχική αντιμετώπιση των συνακόλουθών της, παγίδα που μπορεί να επανεμφανιστεί.

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Θέλει ανανέωση η Αριστερά;

Ενα νέο κόμμα ιδρύθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο. Η Δημοκρατική Αριστερά του κ. Φ. Κουβέλη, που αποσκοπεί στην προσέλκυση ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς οι οποίοι δεν καλύπτονται πλέον από το ΠαΣοΚ ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Διακήρυξη των Πολιτικών Θέσεων υπογραμμίζει ότι το νέο κόμμα φιλοδοξεί να αποτελέσει την απάντηση στο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού πεδίου και επανακαθορισμό των κοινωνικών συσχετισμών ενώ υπογραμμίζεται ότι «ο πυρήνας των ανανεωτικών ιδεών, που τον κωδικοποιούμε στις θεμελιώδεις αρχές: “δημοκρατικός σοσιαλισμός- αριστερός ευρωπαϊσμός- μεταρρυθμιστική στρατηγική- οικολογική εγρήγορση” είναι και παραμένει στοιχείο της ταυτότητάς μας». Υπογραμμίζοντας τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του νέου κόμματος η Διακήρυξη επισημαίνει ότι οι κατευθύνσεις αυτές μπορούν να υλοποιηθούν μόνο μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή όσον αφορά τη χώρα, τους εργαζομένους, τη δημοκρατία και τον πολιτισμό. Υπάρχει, όμως, χώρος αλλά και ανάγκη δράσης στην Ελλάδα μιας Ευρωπαϊκής Αριστεράς;

Ισως είναι πολύ αργά

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ Κ. ΨΥΧΟΓΙΟΥ 
Η ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς είναι άραγε το τελευταίο βήμα στην πορεία που ξεκίνησε μερίδα του κομμουνιστικού κινήματος πριν από 42 χρόνια ή νέο ξεκίνημα; Τότε, τον Φεβρουάριο του 1968, όταν έγινε η διάσπαση του ΚΚΕ, όσοι συντάχθηκαν με το μέρος του Μήτσου Παρτσαλίδη στην αντιπαράθεσή του με τον γραμματέα του κόμματος Κώστα Κολιγιάννη σίγουρα δεν μπορούσαν να φανταστούν όσα ακολούθησαν. Η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη, κανείς δεν πίστευε ότι η ρήξη ήταν οριστική, οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές ήσαν ασαφείς, κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη για παραβίαση της κομματικής νομιμότητας. Ο πολιτικός πυρήνας των σημερινών ιδρυτών της Δημοκρατικής Αριστεράς ήσαν φοιτητές, ανήκαν στον Ρήγα Φεραίο ή στις κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ Εσωτερικού, που ιδρύθηκε μετά τη διάσπαση. Εδιναν αρχικά μάχες με την ΚΝΕ και τους αριστεριστές για το ποιος είναι γνησιότερος κομμουνιστής, αλλά σιγά σιγά εντάσσονταν στη λογική του «ευρωκομμουνισμού», έγιναν θερμοί υποστηρικτές της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, διεκδικώντας ταυτόχρονα τον τίτλο και τις παραδόσεις του ΚΚΕ με ιδεολογικό πρόγραμμα την «ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος».

Η απομάκρυνση του ΚΚΕ Εσωτερικού από τον μαρξισμό- λενινισμό και η αποδοχή του γεγονότος ότι «ένα είναι το ΚΚΕ, αυτό που αναγνωρίζει η Μόσχα και οι ψηφοφόροι» ήταν μακρά και επίπονη. Συντελέστηκε μόλις το 1987, όταν το κόμμα συνεργάστηκε με εκτός ΠαΣοΚ και ΚΚΕ αριστερούς και μεταλλάχθηκε σε Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ, στην οποία εντάχθηκε και ο υπογράφων) με πρόεδρο τον Λεωνίδα Κύρκο. Τότε αποχώρησε σημαντική μερίδα στελεχών και μελών του κόμματος υπό τον πρώην γραμματέα Γιάννη Μπανιά που επέμεναν στη διατήρηση του κομμουνιστικού χαρακτήρα του κόμματος. Εναν χρόνο αργότερα, ΕΑΡ και ΚΚΕ συνέπηξαν τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, ακολούθησε το 1991 η αποχώρηση του ΚΚΕ και διάσπασή του: Μαρία Δαμανάκη, Αλέκος Αλαβάνος, Μίμης Ανδρουλάκης, Γρηγόρης Φαράκος , και άλλοι διαφωνούν και παραμένουν στον Συνασπισμό. Θεσμικά και οργανωτικά πρόκειται για τον σημερινό Συνασπισμό της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας - και ας έχουν αποχωρήσει οι Ανανεωτές, όσοι πρωταγωνίστησαν στην ίδρυσή του και όλοι οι πριν από τον Αλέξη Τσίπρα πρό εδροί του: Μαρία Δαμανάκη, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Αλέκος Αλαβάνος.

Ο βασικός πολιτικός πυρήνας της Δημοκρατικής Αριστεράς προέρχεται από το παλαιό ΚΚΕ Εσωτερικού. Μπορεί στη διαδρομή τους τα στελέχη αυτά να έσμιξαν με παλιούς τους αντιπάλους, με τα συνομήλικά τους στελέχη της ΚΝΕ μέσω του Συνασπισμού ή με τον Γιάννη Μπανιά που προΐσταται μικρής συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αποχωρίστηκαν και πολλούς συντρόφους, κυρίως από τον χώρο της Νεολαίας και της διανόησης: η εκλογική απήχηση του ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν πάντα πολύ μικρή, η επιρροή του όμως ήταν εντυπωσιακή στα πανεπιστήμια, στον Τύπο, στον καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό χώρο. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου που έχει παραχθεί στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, στα γράμματα και στις τέχνες κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο προέρχεται από ανθρώπους του χώρου του ΚΚΕ Εσωτερικού- αλλά οι περισσότεροι έφευγαν σιγά σιγά προς το ΠαΣοΚ μετά τη συμμαχία με το ΚΚΕ και κυρίως κατά την πρωθυπουργία Σημίτη. Και η Νεολαία του Συνασπισμού δεν είχε ποτέ τη δύναμη που είχε ο Ρήγας Φεραίος στα πανεπιστήμια.

Η ακραία επιθετικότητα του Συνασπισμού κατά των κυβερνήσεων Σημίτη (και του ίδιου του πρωθυπουργού προσωπικά), όταν ήταν πρόεδρος ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, δεν ερμηνεύεται πολιτικά- και είναι ακόμη δυσκολότερο να κατανοηθεί γιατί οι Ανανεωτές παρέμειναν τότε στον Συνασπισμό όταν σημαντικό μέρος του δικού τους κόσμου αποχωρούσε. Μήπως είναι κάπως αργά να έχει κανείς σήμερα σημαία τον «αριστερό ευρωπαϊσμό» όταν τον πολεμούσε την εποχή που κυβερνούσε; Γιατί, όπως και αν το κάνουμε, ο «αριστερός ευρωπαϊσμός» εκφράζεται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης πρωτίστως, με τα σοσιαλιστικά-σοσιαλδημοκρατικά κόμματα- μόνο στην Ελλάδα έχουμε το παράδοξο η κομμουνιστογενής Αριστερά να αρνείται να αναγνωρίσει ως «αριστερό» το ΠαΣοΚ και να χαρακτηρίζει τον ευρωπαϊσμό του «νεοφιλελεύθερο», κρατώντας τον τίτλο «Αριστερά» μόνο για την παράταξη που ηττήθηκε στο εμφύλιο πόλεμο.

Η ανανεωτική Αριστερά, εγκλωβισμένη στον Συνασπισμό (συνασπισμό πλέον κομματαρχών της Αριστεράς που συνυπήρχαν για εκλογικούς λόγους), πολεμώντας τον σημιτικό εκσυγχρονισμό πολέμησε τον εαυτό της και δεν μπορούσε μετά παρά να υποκύψει στη νεοκομμουνιστική ρητορική του Αλέκου Αλαβάνου και στο ναπολεόντειο σύνδρομό του ότι υπό την ηγεσία του το κόμμα θα γινόταν «νέο ΠαΣοΚ»- και σιγά σιγά περιθωριοποιήθηκε. Ο Αλέξης Τσίπρας για να επιβεβαιώσει την ηγεσία του έπρεπε να δημιουργήσει νέους μηχανισμούς, να μοιράσει θέσεις σε δικούς του ανθρώπους- και άνοιξε την πόρτα στους ανανεωτές για να αποχωρήσουν.

Μπορεί κανείς να θαυμάζει το κουράγιο σημαντικών ανθρώπων που μετά τόσες περιπέτειες ιδρύουν νέο κόμμα, δικαιούται όμως να αναρωτηθεί μήπως αυτό γίνεται πολύ αργά- γιατί δεν είναι καθόλου προφανές ότι ο Γιώργος Παπανδρέου τούς χρειάζεται σήμερα όσο τούς χρειαζόταν τότε ο Κώστας Σημίτης.

Η ευκαιρία και τα παραδοσιακά σφάλματα

ΤΟΥ Α. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ 
Εκείνος ο Δεκέμβρης του 2008 είχε μεγάλες πολιτικές συνέπειες. Η ΝΔ τέθηκε οριστικά σε τροχιά απώλειας της εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώθηκε με την πολιτική κάλυψη της χαοτικής «εξέγερσης». Το ΚΚΕ, που πρωτοστάτησε στη χρέωση του αντιπάλου, εξήγαγε πολύτιμα συμπεράσματα για την εδραίωση της ηγεμονίας του στην Αριστερά, που νωρίτερα είχε αμφισβητηθεί από τη δημοσκοπική έκλαμψη του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτοτε, ο Περισσός βρίσκεται σε ετοιμότητα αντίδρασης υπό συνθήκες κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα. Στη χώρα όπου το μονοπώλιο της βίας δεν είναι αυτονόητα κρατικό, το ΚΚΕ διεκδικεί το μονοπώλιο της μη νόμιμης βίας, που είναι συντεταγμένη και αποδεικνύεται ανεκτή από την κυβέρνηση.

Από τον Δεκέμβρη εκείνο, τα στελέχη της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού εξήγαγαν επίσης πολιτικά συμπεράσματα και τα δημοσιοποίησαν. Ομως, πέραν αυτού, δεν προέβησαν τότε σε καμιά άξια λόγου πολιτική πράξη. Ωστόσο, το γυαλί του Συνασπισμού είχε ραγίσει από έναν άλλο Δεκέμβρη, του 2004, όταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης διεκδίκησε την ηγεσία του κόμματος και ηττήθηκε από τον Αλέκο Αλαβάνο. Οι Ανανεωτικοί υπέμειναν το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και σύρθηκαν σε συλλογικές επιλογές που ήταν σε διάσταση όχι απλώς με την ιδεολογία τους, αλλά και με το αξιακό τους σύστημα. Χρειάστηκε να επιμείνει ο Αλαβάνος, ως εξωσυστημικός πλέον παράγοντας διαταραχής του αριστερίστικου μικρόκοσμου, για να εγκαταλείψουν το αφιλόξενο περιβάλλον των γκρουπούσκουλων με τα οποία ο Συνασπισμός είχε στέρξει να εξομοιωθεί.

Οπωσδήποτε οι Ανανεωτικοί το όφειλαν στον εαυτό τους. Αλλά το ερώτημα στο οποίο θα κληθούν να απαντήσουν μέσα από την πολιτική πράξη είναι μήπως το όφειλαν στον εαυτό τους και μόνον. Το ερώτημα είναι ταυτόσημο με εκείνο για την πραγματική εμβέλεια της Δημοκρατικής Αριστεράς, που ιδρύθηκε με την επίκληση της μνήμης του Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Αν οι συντελεστές του νέου πολιτικού σχηματισμού ξαναβρήκαν τον εαυτό τους, το ερώτημα είναι πόσοι και ποιοι άλλοι θα πάνε να τους συναντήσουν εκεί. Επί του παρόντος, η πολιτική πλατφόρμα της Δημοκρατικής Αριστεράς επιβεβαιώνει τις διαφορές των ιδρυτών της με το πλειοψηφικό ρεύμα του Συνασπισμού, που συνοψίζονται, αρκετά δηκτικά, στην αποκήρυξη του «αριστερότροπου λαϊκισμού» και του «μυωπικού αριστερισμού». Είναι σαφές ότι το νέο κόμμα αντιτίθεται τόσο στην ανακλαστική προάσπιση των συντεχνιακών κεκτημένων που προέκυψαν από τη συναλλαγή των εκάστοτε κρατούντων με ποικίλες ομάδες πίεσης όσο και στην «αντισυστημική» βία, οργανωμένη είτε ανοργάνωτη. Το στίγμα είναι ευκρινές, αλλά στην πολιτική η άρνηση αρνητικών στάσεων δεν αρκεί για να δώσει κατάφαση.

Επιπλέον, η Δημοκρατική Αριστερά, σε αντιδιαστολή με τη λοιπή Αριστερά, εμμένει στον ευρωπαϊκό δρόμο, και μάλιστα με όρους φεντεραλισμού. Αλλά, αν ανήκουμε στην ομοσπονδιακή Ευρώπη των ονείρων μας, προτιμότερο είναι να μην πάψουμε να ανήκουμε και στην πιο πραγματική Ευρώπη του ευρώ, σύμφωνα με τους ιδρυτές του νέου κόμματος. Επιπλέον, όπως συνάγεται από τις πρώτες διακηρύξεις, καλό θα είναι να αποφύγουμε και τη χρεοκοπία. Συνυπολογίζοντας την πάγια καταγγελία του «νεοφιλελευθερισμού», ο προγραμματικός λόγος της Δημοκρατικής Αριστεράς συγκλίνει με τον επίσημο λόγο του ΠαΣοΚ, που οδύρεται για την αδικία που του έλαχε να εφαρμόσει το μνημόνιο.

Βέβαια, τα στελέχη της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να επικαλούνται τη διαχρονική διάσταση λόγων και έργων των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ. Και ίσως να κρίνουν ότι αυτό είναι αρκετό για να προσελκύσουν οπαδούς του ΠαΣοΚ που εμφανίζονται να έχουν μετακινηθεί στη δεξαμενή των αναποφάσιστων. Αλλά δεύτερη φορά το ίδιο λάθος δεν συγχωρείται, ακόμα κι αν τώρα αποδοθεί στην αυταρέσκεια των διανοουμένων, που ούτως ή άλλως δεν έχουν μεγάλη έφεση στα έργα.

Αρθρώνοντας έναν «συστημικό» προοδευτικό λόγο, η Δημοκρατική Αριστερά τίθεται ενώπιον συγκεκριμένων επιλογών που αφορούν την πολιτική της στόχευση και την κατάλληλη βάση για να την υπηρετήσει. Ειδικότερα, μπορεί κάποιος να σκεφτεί δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Δημοκρατική Αριστερά θα επιβίωνε και ενδεχομένως θα εξελισσόταν σε θετικό συντελεστή των πολιτικών μας πραγμάτων. Η πρώτη είναι η απορρόφηση των Οικολόγων, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενοποίηση των δύο κομμάτων, αντί για την επιδίωξη ενός ακόμα δυσλειτουργικού «ομόσπονδου» σχήματος. Η δεύτερη είναι η απερίφραστη εκδήλωση της πρόθεσης το κόμμα που θα προκύψει να συμμετάσχει στην ευθύνη της διακυβέρνησης.

Ο Φώτης Κουβέλης μπορεί να δηλώνει ότι η Δημοκρατική Αριστερά «δεν θα λειτουργήσει συμπληρωματικά» προς το ΠαΣοΚ. Και πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας τον περιμένει στη γωνία, με τους επιτελείς του έτοιμους να καταγγείλουν την «Αριστερά της ενσωμάτωσης». Ομως, ο εναπομείνας Συνασπισμός έχει στηθεί στη λάθος γωνία. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει μια ευκαιρία να επιλέξει τους σωστούς συνομιλητές, απευθυνόμενη ταυτόχρονα σε ένα κοινό με προσδοκίες που δεν αποτυπώνονται στην επιφάνεια των δημοσκοπικών μετρήσεων. Είναι πολύ αμφίβολο αν θα το επιχειρήσει. Το πιθανότερο είναι ότι θα υποπέσει ξανά στα παραδοσιακά σφάλματα της ελληνικής Αριστεράς.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Από τις ωραίες εκρήξεις στις συγκεκριμένες προτάσεις

ΤΟΥ Χ. Α. ΧΩΜΕΝΙΔΗ

Τι εννοούμε λέγοντας «Ευρωπαϊκή» Αριστερά; Μιαν Αριστερά η οποία να εκπορεύεται από την ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση; Ή μιαν Αριστερά που να πιστεύει πως το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας είναι άρρηκτα δεμένο με την πορεία της Ευρώπης συνολικά;

Για να έχει- έτσι κι αλλιώς- αιτία ύπαρξης η Αριστερά, δύο βασικά χαρακτηριστικά οφείλει να διαθέτει και να μην τα διαπραγματεύεται ποτέ και για κανένα λόγο:

Πρώτον, έναν ουμανιστικό χαρακτήρα, ο οποίος να μην εξαντλείται σε αοριστολογίες και σε φανφάρες αλλά να την καθιστά τον φανατικότερο υπερασπιστή των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, των δημοκρατικών κεκτημένων, από την εποχή της Μάγκνα Κάρτα και εντεύθεν. Οσάκις η Αριστερά- είτε στο όνομα της επανάστασης είτε απλώς της ανωτέρας βίας- σάρωσε αντί να εξελίξει τους προϋπάρχοντες θεσμούς, οδηγηθήκαμε σε τερατογενέσεις που στοίχισαν τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων. Οποτε η Αριστερά ενέδωσε σε δόγματα όπως «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», «η βία είναι η μαμμή της Ιστορίας» ή «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», η Δεξιά απέκτησε το πλεονέκτημα του υπερασπιστή της ανοιχτής κοινωνίας απέναντι στον ολοκληρωτισμό. Ο εικοστός αιώνας βρίθει τέτοιων φρικαλέων παραδειγμάτων. Μα και τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δρουν δυνάμεις οι οποίες αυτάρεσκα συστήνονται ως αριστερές και πουστο όνομα της λαϊκής αγανάκτησης- υιοθετούν οι ίδιες ή εμπνέουν στην κοινωνία την πλέον συντηρητική και ενίοτε αντιδραστική νοοτροπία.

Η δεύτερη οντολογική προϋπόθεση για την Αριστερά είναι το να κοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα και να υπηρετεί τον ορθό λόγο. «Ποιητικές» συλλήψεις, «εξ αποκαλύψεως» υπερβάσεις, ακόμη και η βεβαιότητα του Μαρξ για τον νομοτελειακό χαρακτήρα της έλευσης του σοσιαλισμού, όποτε δεν έγιναν επικίνδυνες, κατάντησαν γραφικές. Ενας εφηβικός ενθουσιασμός, ένας νεανικός καλπασμός οδήγησε πράγματι την Αριστερά στις ενδοξότερες στιγμές της. Αν όμως λαχταράμε μια Αριστερά η οποία να μην εξαντλείται σε ωραίες εκρήξεις αλλά να παίζει έναν πάγιο και καθοριστικό ρόλο στο συλλογικό γίγνεσθαι, τότε λαχταράμε μια Αριστερά με εμπεριστατωμένες θέσεις, με πειστική εναλλακτική αφήγηση. Οταν αρνείσαι- για να γίνω επίκαιρος- διαρρήδην το μνημόνιο του ΔΝΤ και δηλώνεις ότι θα το ανατρέψεις στους δρόμους, στην καλύτερη περίπτωση δίνεις χαμένες μάχες οπισθοφυλακών και στη χειρότερη απλώς χαϊδεύεις τα αφτιά του ακροατηρίου σου. Οταν αντίθετα εγκύπτεις στα πραγματικά ζητήματα, επεξεργάζεσαι και καταθέτεις τις δικές σου συγκεκριμένες αντιπροτάσεις, τότε υπερασπίζεσαι ουσιαστικά τα λαϊκά συμφέροντα.

Είναι προφανές, πιστεύω, ότι η Αριστερά που περιγράφω- η μόνη Αριστερά που μπορεί να αντλήσει κάτι παραπάνω από την εκτόνωση και τη διαμαρτυρία- έχει τις ρίζες της στη σκέψη όχι του Μάο αλλά του Μπερλίνγκουερ. Οραματίζεται όχι τον «νέο άνθρωπο του σοσιαλισμού» (όπως τον αποκαλούσε ο - προσφάτως αναστηλωθείς από το ΚΚΕ - Ιωσήφ Στάλιν) μα την, κατά Κορνήλιο Καστοριάδη, αυτονόμηση και χειραφέτηση των ανθρώπων γενικά. Είναι σαφές ότι αυτή η Αριστερά αποτελεί τον γόνιμο καρπό του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος ξεκίνησε με την εμβληματική φράση «Εδοξε τη Βουλή και τω Δήμω», αρθρωμένη στη σκιά της Ακρόπολης τον 5ο αιώνα π.Χ.

Μια τέτοια Αριστερά δεν διανοείται τη χώρα μας αποκομμένη από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ούτε όμως και αποδέχεται μια Ευρώπη που μας κουνάει το δάκτυλο με προτεσταντική αυστηρότητα, για να μας μετατρέψει πρώτα σε αποδιοπομπαίο τράγο και ύστερα σε πρόβατο επί σφαγήν. Διαπραγματεύεται, ελίσσεται, παλεύει και αναδεικνύει το προφανές: Πως από όσες δομικές αδυναμίες και στρεβλώσεις και αν πάσχει η ελληνική κοινωνία, δεν θα τη σώσεις σμπαραλιάζοντάς την. Οτι η στέρηση και το αυτομαστίγωμα που έχουν επιβληθεί εσχάτως στους Ελληνες δεν αποτελούν λύση. Ανάμεσα στον αυτιστικό απομονωτισμό των μεν και στην άνευ όρων ενδοτικότητα των δε, μια τέτοια Αριστερά βρίσκει τη θέση της και ανοίγει τα πανιά της.

Κοντολογίς: Ναι, υπάρχει όχι απλώς χώρος αλλά και κατεπείγουσα ανάγκη στην Ελλάδα για μια Ευρωπαϊκή Δημοκρατική Αριστερά. Καμία άλλη «Αριστερά» στις ημέρες μας δεν έχει να προσφέρει το παραμικρό.

Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας.