Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η φωνή της ηθικής συνείδησης


  • Επτά, Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
 
Το ολιγοήμερο ταξίδι του με το τρένο, σε αναζήτηση της αληθινής και αυθεντικής ζωής, θα το διακόψει ο θάνατος στις 7 Νοεμβρίου 1910. Σίγησε τότε μια φωνή που είχε κατορθώσει στον καιρό της να γίνει η φωνή της συνείδησης της ανθρωπότητας. Εκατό χρόνια μετά το θάνατό του, μπορούμε να βρούμε στο έργο του Τολστόι μια θαυμαστή έκφραση της πάλης του ανθρώπου για την ηθική του βελτίωση και μεταμόρφωση. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια εκτενές απόσπασμα από ένα κείμενο που έγραψε ο Τολστόι το 1901. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στην ιταλική έκδοση των πολιτικών άρθρων και δοκιμίων του: Leone Tolstoi «Scritti politici» (Sankara, 2005).
Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο αγρότες και εργάτες. Ολο το ψωμί, όλα τα εμπορεύματα του κόσμου, όλα αυτά από τα οποία ζουν οι άνθρωποι, όλα αυτά που αποτελούν τον πλούτο τους, παράγονται από τη μάζα αυτών των εργαζομένων. Αλλά αυτοί οι εργαζόμενοι δεν αντλούν οφέλη από αυτά που παράγουν. Οι πλούσιοι και η κυβέρνηση είναι εκείνοι που επωφελούνται. Ο εργαζόμενος λαός ζει μέσα στη διαρκή εξαθλίωση, την άγνοια, τη σκλαβιά, περιφρονημένος από εκείνους που αυτός τρέφει, που αυτός ντύνει, που αυτός κατασκευάζει τις κατοικίες τους και που αυτός τους υπηρετεί. Η γη τού έχει αφαιρεθεί και θεωρείται ιδιοκτησία εκείνων που δεν την καλλιεργούν· με τρόπο που, προκειμένου να προμηθευθεί από αυτήν την τροφή του, ο χωρικός πρέπει να κάνει όλα όσα απαιτούν από αυτόν οι ιδιοκτήτες της γης.
Και αν εγκαταλείψει τη γη και πάει να εργαστεί στα εργοστάσια, τότε πέφτει στη σκλαβιά των πλουσίων και πρέπει να εργάζεται για όλη του τη ζωή δέκα, δώδεκα, δεκατέσσερις ώρες τη μέρα και να κάνει για τους άλλους μιαν εργασία μονότονη, πληκτική και συχνά επικίνδυνη για την ίδια τη ζωή του. Μπορεί αυτός να προσπαθήσει να καλλιεργήσει τη γη ή να εργαστεί σε δική του δουλειά, έτσι ώστε να τρέφεται και να μην εξαθλιώνεται. Τότε όμως δεν τον αφήνουν ήσυχο, του ζητούν να πληρώνει φόρους και επιπλέον τον υποχρεώνουν για τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια να υπηρετεί στον στρατό ή τον υποχρεώνουν να πληρώνει ειδικούς φόρους για τη στρατιωτική οργάνωση.
Και αν αυτός θελήσει να αντλήσει κέρδος από τη γη χωρίς να πληρώνει γι' αυτήν ή αν απεργήσει και θελήσει να εμποδίσει τους άλλους εργάτες να πάρουν τη θέση του ή αν αρνηθεί να πληρώσει τους φόρους, τότε στέλνουν τα στρατεύματα εναντίον του, τον τραυματίζουν ή τον σκοτώνουν και με τη βία τον υποχρεώνουν να εργάζεται και να πληρώνει όπως πριν.
Ετσι ζουν οι αγρότες και οι εργάτες ολόκληρου του κόσμου, όχι ως άνθρωποι αλλά σαν ζώα, που υποχρεώνονται για όλη τους τη ζωή να κάνουν όχι αυτό που είναι ωφέλιμο γι' αυτούς αλλά αυτό που χρησιμεύει στους καταπιεστές τους και γι' αυτό τους δίνουν εκείνη τη λιγοστή τροφή, ένδυση και ανάπαυση που μόλις είναι αναγκαία, ώστε αυτοί να μπορούν να εργάζονται χωρίς ανάπαυλα. Η μειονότητα των ανθρώπων, εκείνη που κυριαρχεί πάνω στον εργαζόμενο λαό, επωφελούμενη από όλα όσα αυτός παράγει, ζει μέσα στην τεμπελιά και την ξέφρενη πολυτέλεια, σπαταλώντας ανώφελα και με ανήθικο τρόπο το προϊόν της εργασίας εκατομμυρίων εργατών.
Ετσι ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι ολόκληρου του κόσμου, όχι μόνον στη Ρωσία αλλά και στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Κίνα, τις Ινδίες, την Αφρική και παντού. Ποιος είναι ο υπαίτιος;
Και πώς μπορεί να διορθωθεί αυτή η κατάσταση; Λένε οι μεν ότι υπαίτιοι είναι εκείνοι που κατέχουν τη γη χωρίς να την καλλιεργούν και ότι χρειάζεται να τη δώσουμε στους αγρότες. Λένε οι άλλοι ότι υπαίτιοι είναι οι πλούσιοι που κατέχουν τα εργαλεία της εργασίας, δηλαδή τα εργοστάσια και τα εργαστήρια, και ότι τα εργοστάσια και τα εργαστήρια πρέπει να γίνουν ιδιοκτησία των εργατών. Λένε οι τρίτοι ότι η οργάνωση της κοινωνίας είναι η μόνη υπαίτια και ότι χρειάζεται να την αλλάξουμε ριζικά. Είναι αλήθεια αυτό; (...)
Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους αυτός ο θεϊκός νόμος: Να δρας προς τους άλλους όπως εσύ θέλεις οι άλλοι δρουν προς εσένα· ή όπως εκφράστηκε από τον κινέζο σοφό Κομφούκιο: Να μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις οι άλλοι να κάνουν σε σένα. Αυτός ο νόμος είναι απλός, κατανοητός σε όλους και δίνει σίγουρα το μεγαλύτερο καλό που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. Γι' αυτόν τον λόγο, θα νόμιζε κανείς ότι οι άνθρωποι, μόλις θα γνώριζαν αυτόν τον νόμο, θα όφειλαν αμέσως, στα όρια του δυνατού, να τον τηρούν οι ίδιοι και να ενεργοποιούν όλες τους τις δυνάμεις για να τον διδάξουν στις νέες γενιές και να τις συνηθίσουν να τον εφαρμόζουν.
Θα νόμιζε κανείς ότι, εδώ και πολύν καιρό, οι άνθρωποι έπρεπε να δρουν με αυτόν τον τρόπο, αφού αυτός ο νόμος διατυπώθηκε σχεδόν όμοια από τον Κομφούκιο, από τον Βούδα, από έναν εβραίο σοφό, τον Χιλέλ, και από τον Χριστό. Θα νόμιζε προπάντων ότι έτσι έπρεπε να δρουν οι άνθρωποι του δικού μας, χριστιανικού, κόσμου, οι οποίοι αναγνωρίζουν ως κύρια θεϊκή αποκάλυψη εκείνο το Ευαγγέλιο στο οποίο έχει λεχθεί ακριβώς ότι αυτή η εντολή είναι όλος ο νόμος και οι προφήτες, δηλαδή όλη η διδασκαλία που είναι αναγκαία στους ανθρώπους. Κι ωστόσο, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια και όχι μόνον οι άνθρωποι δεν υπακούουν σε αυτόν τον νόμο και δεν τον διδάσκουν στα παιδιά τους, αλλά οι περισσότεροι δεν τον γνωρίζουν καν και, αν τον γνωρίζουν, τον θεωρούν ή μη αναγκαίο ή ανέφικτο.
Από πρώτη άποψη, αυτό φαίνεται παράξενο, αλλά όταν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι άνθρωποι πριν από την αποκάλυψη αυτού του νόμου και για πόσον καιρό αυτοί ζούσαν έτσι και τη δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτόν τον νόμο και την οργάνωση της ζωής μας, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί έγινε έτσι. Εγινε έτσι επειδή, πριν γνωρίσει αυτόν τον νόμο -δηλαδή ότι για το καλό όλων καθένας οφείλει να κάνει στους άλλους αυτό που εκείνος θέλει οι άλλοι να κάνουν σε αυτόν- κάθε άνθρωπος προσπαθούσε, για το δικό του όφελος, να εξασφαλίσει για τον εαυτό του την πιο μεγάλη δυνατή εξουσία πάνω στους άλλους. Και, αφού εξασφάλιζε αυτή την εξουσία, για να την απολαμβάνει ανεμπόδιστα, καθένας όφειλε με τη σειρά του να υποταχθεί σε εκείνους που ήταν πιο ισχυροί από αυτόν και να τους υπηρετεί.
Ετσι, στις κοινωνίες που αγνοούσαν τον νόμο «να δρας προς τους άλλους όπως εσύ θέλεις οι άλλοι να δρουν προς εσένα», πάντοτε ένας μικρός αριθμός ανθρώπων κυριαρχούσε πάνω σε όλους τους άλλους. Είναι επομένως εύκολο να καταλάβουμε ότι, αφότου αποκαλύφθηκε αυτός ο νόμος στους ανθρώπους, ο μικρός αριθμός εκείνων που κυριαρχούσαν πάνω στους άλλους δεν ήθελαν να αποδεχθούν αυτόν τον νόμο για τους εαυτούς τους, αλλά δεν μπορούσαν ούτε και να θέλουν εκείνοι πάνω στους οποίους κυριαρχούσαν να αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν αυτόν τον νόμο. Ο μικρός αριθμός των κυρίαρχων γνώριζε και γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι η εξουσία τους βασιζόταν και βασίζεται μόνον στην αδιάκοπη πάλη που διεξάγεται από εκείνους πάνω στους οποίους αυτοί κυριαρχούν για να επιβληθεί ο ένας στον άλλον. Γι' αυτό οι κυρίαρχοι θα χρησιμοποιήσουν και χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που διαθέτουν για να κρύψουν στους υποτελείς τους την ύπαρξη αυτού του νόμου. Και τον κρύβουν όχι με το να τον αρνούνται -επειδή αυτό είναι αδύνατο· τόσο απλός και σαφής είναι- αλλά αντιπαραθέτοντας σε αυτόν εκατοντάδες και χιλιάδες άλλους νόμους, που αυτοί διακηρύσσουν ότι είναι πιο σημαντικοί και πιο υποχρεωτικοί από όσο ο νόμος να κάνουμε στους άλλους αυτό που θέλουμε και αυτοί να κάνουν σε μας (...).
Θα μας πουν: «Μα, όσο δίκαιος καθαυτός μπορεί να είναι ο νόμος να κάνουμε στους άλλους αυτό που θέλουμε και αυτοί να κάνουν σε μας, αυτός δεν μπορεί να είναι ένας νόμος ο οποίος μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις της ζωής. Αν οι άνθρωποι αναγνωρίσουν αυτόν τον νόμο ως υποχρεωτικό πάντοτε, χωρίς καμία εξαίρεση, πρέπει να θεωρήσουν αδύνατη τη χρήση κάθε βίας των μεν εναντίον των δε, αφού κανένας άνθρωπος δεν θέλει να ασκηθεί βία εναντίον του. Και χωρίς την άσκηση βίας εναντίον κάποιου δεν είναι δυνατό να εγγυηθούμε την ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας, δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα και δεν μπορεί να διατηρηθεί η υπάρχουσα τάξη».
Ο Θεός λέει στους ανθρώπους: «Για το καλό όλων, παντού και πάντοτε, να τηρείται τον δικό μου νόμο: να κάνετε στους άλλους αυτό που θέλετε να κάνουν αυτοί σε σας». Και οι άνθρωποι, που έχουν εδραιώσει ένα ορισμένο πολιτικό σύστημα στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, λένε: «Φοβόμαστε ότι θα μας συμβεί το χειρότερο, αν εμείς αρχίζαμε να τηρούμε τον νόμο που ο Θεός μας έδωσε για το καλό μας».
Δεν είναι προφανές ότι οι άνθρωποι σκέφτονται και μιλούν έτσι αναφερόμενοι όχι στην τάξη αλλά στην αταξία στην οποία αυτοί ζουν και η οποία τους βολεύει;
Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης τους, η τάξη είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία αυτοί μπορούν να εκμεταλλεύονται τη ζωή των άλλων ανθρώπων και η αταξία εκείνη στην οποία άνθρωποι τους οποίους εκμεταλλεύονται θέλουν να πάψει η εκμετάλλευση. Αυτοί οι συλλογισμοί καταδεικνύουν μόνον ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στην κυρίαρχη μειονότητα συναισθάνονται, οι περισσότερο ασυνείδητα, ότι η αναγνώριση του νόμου «κάνε στους άλλους αυτό που θέλεις αυτοί να κάνουν σε σένα» και η πραγματοποίησή του από τους ανθρώπους όχι μόνον καταστρέφει την πλεονεκτική κοινωνική τους κατάσταση, αλλά επίσης αποκαλύπτει όλη τους τη σκληρότητα και ανηθικότητα. Αλλά οι εργαζόμενοι, που έχουν εκδιωχθεί από τη γη τους, που καταπιέζονται από τους φόρους, που έχουν εγκλωβιστεί στην υποχρεωτική εργασία μέσα στα εργοστάσια, που έχουν μετατραπεί σε σκλάβους-στρατιώτες οι οποίοι καταδιώκουν τους εαυτούς τους και τα αδέλφια τους, είναι καιρός να κατανοήσουν πως μόνον η πίστη στον νόμο του Θεού και η εκπλήρωση αυτού του νόμου θα τους απελευθερώσουν από τα βάσανά τους(...). *

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Ζητούνται νέοι τρόποι έκφρασης των πολιτών

Η αποχή της προηγούμενης Κυριακής αποτελεί για μερικούς έκφραση αδιαφορίας ως προς τις διαδικασίες του κοινοβουλευτισμού. Για τους περισσότερους, όμως, αποτελεί έκφραση θυμού και οργής. Εκφραση της αίσθησης που έχουν οι πολίτες ότι το πολιτικό σύστημα δεν δίνει εναλλακτικές λύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στο δεύτερο γύρο των εκλογών που στις περισσότερες κρινόμενες περιπτώσεις η επιλογή αφορούσε υποψήφιους του δικομματισμού, η αποχή αυξήθηκε μέχρι και στο 65%.

Η μεγάλη αποχή αποτελεί δείγμα της άποψης στην πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ότι οι υπάρχουσες δομές και μέθοδοι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν δίνουν ενδιαφέρουσες λύσεις. Οτι οι διαφορές ανάμεσα στους δύο μονομάχους, ίσως ακόμα και ανάμεσα σε άλλα υπάρχοντα κόμματα δεν είναι τέτοιες που να προτρέπουν σε συμμετοχή στις εκλογές.
Πριν σχεδόν από ένα χρόνο, έγραφα ότι η χώρα οδηγείται ανάμεσα στη στενωπό της κατάθλιψης και της εξέγερσης. Πιστεύω ότι για ένα κομμάτι του λαού η περίοδος της κατάθλιψης τελειώνει και ξεκινάει η περίοδος της εξέγερσης. Πιθανά της τυφλής εξέγερσης. Αυτό το γεγονός συνδέεται με την απελπισία και εκτίμηση ότι δεν υπάρχουν τρόποι να επηρεάσει κανείς το υπάρχον πολιτικό και κυβερνητικό γίγνεσθαι. Οτι κατά προέκταση δεν έχει νόημα η συμμετοχή στις εκλογές. Η αξιολόγηση ότι οι εκλογές όχι μόνο δεν δίνουν λύσεις, αλλά και ότι δεν εκφράζουν καν προοπτικές λύσεων οδήγησαν στη μεγάλη αποχή, το λευκό και το άκυρο. Η αντιμετώπιση τέτοιων δικαιολογημένων φαινομένων απαιτεί να αναζητηθούν καινούριοι δρόμοι έκφρασης των απόψεων της πλειοψηφίας των πολιτών.
Πριν αρχίσει να κατακτά η αίσθηση του αδιεξόδου, του «δεν αξίζει τον κόπο» και του «τίποτα δεν γίνεται», την πλειοψηφία των πολιτών, οφείλει το δημοκρατικό κίνημα να αντιταχτεί στον λανθάνοντα αυταρχισμό κύκλων της κυβέρνησης. Διαφορετικά αυτή η αντίληψη θα οδηγήσει απευθείας στο συνδυασμό τυφλής βίας και αδράνειας. Να αποτρέψει το παραπέρα αδυνάτισμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με μέτρα εμπλουτισμού της δημοκρατίας συνολικά, όπως:
Α) Επιβολή ουσιαστικής εσωκομματικής δημοκρατίας στα κόμματα με προοπτική να ενσωματωθεί αυτή η δεσμευτική πρόβλεψη στο ίδιο το Σύνταγμα. Δεν είναι δυνατό τα κόμματα να οργανώνουν την κατάκτηση της πλειοψηφίας γύρω από ένα πρόγραμμα και ένα σύνολο πολιτικών επιλογών και κατόπιν να μετατρέπονται σε απλούς υπηρέτες των ηγεσιών τους. Προκειμένου αυτό να καταστεί δυνατό, πρέπει να δημιουργηθούν εντός των κομμάτων ισχυρά πολιτικά- ιδεολογικά ρεύματα αντίστασης στον αυταρχισμό και άρθρωσης - οργάνωσης διαφορετικών, εναλλακτικών, πολιτικών. Ακόμα δε, αν χρειαστεί, να δημιουργηθούν νέα κόμματα που να υλοποιούν και να εγγυώνται τα πιο πάνω.
Β) Αλλαγή του εκλογικού νόμου σε μια κατεύθυνση που να συνδέει την αποτελεσματικότητα και σταθερότητα με την αναλογικότητα και την εφαρμογή του δημοκρατισμού. Προκειμένου δε να μην οδηγούν αναλογικοί εκλογικοί νόμοι σε ακυβερνησία, να συμβάλλουν όλοι σε μια πολιτική διαλόγου και σε μια κουλτούρα δημοκρατικής συνεννόησης εφόσον κάτι τέτοιο είναι δυνατό.
Γ) Εφαρμογή εργαλείων άμεσης δημοκρατίας, όπως είναι τα δημοψηφίσματα και πριν απ' όλα η δυνατότητα των πολιτών να προωθούν, υλοποιούν και εγκρίνουν νομοθετικές πρωτοβουλίες από τα κάτω. Μέχρι δε να υπάρξουν οι απαραίτητες συνταγματικές αλλαγές, να ενσωματωθούν τέτοια εργαλεία στις προβλέψεις εφαρμογής του «Καλλικράτη».

Αριστεράς επανεκκίνηση

  • ΖΑΚ ΖΙΛΙΑΡ ΜΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Μια ευρεία συζήτηση για την ταυτότητα, τη στρατηγική και το μέλλον της Αριστεράς τροφοδότησε στο γαλλικό Τύπο το ακόλουθο κείμενο του Ζακ Ζιλιάρ, που δημοσιεύθηκε στη Liberation.
Συγγραφέας πολλών έργων, ο Ζακ Ζιλιάρ είναι ιστορικός, διευθυντής σπουδών στην Έcole des Hautes Etudes en Sciences Sociales. Είναι επίσης γνωστός δημοσιογράφος, διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Nouvel Observateur».
  • 15 ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
1 Ζούμε μια νέα εποχή του καπιταλισμού. Μετά την εποχή των μάνατζερ, ήρθε η εποχή των μετόχων. Οι κάτοχοι του κεφαλαίου, που είχαν επί μακρόν μείνει σιωπηλοί, καθυπέταξαν τους διαχειριστές, οι οποίοι βασίζονταν στην τεχνική τους κατάρτιση. Οι μάνατζερ μπορούσαν να έχουν την αίσθηση του γενικού συμφέροντος. Συμβιβάζονταν με ορισμένες μορφές ρύθμισης και διαπραγματεύονταν με τα συνδικάτα για την αναδιανομή της υπεραξίας. Οι μέτοχοι, αντίθετα, αδιαφορούν για το ίδιο το αντικείμενο της επένδυσής τους. Απαιτούν άμεσα και πελώρια κέρδη. Γι' αυτό, αυτός ο νέος καπιταλισμός καθιερώνει το θρίαμβο του υπερφιλελευθερισμού. Εχει ουσιαστικά χρηματοπιστωτικό χαρακτήρα και συχνότατα δεν συνδέεται με την πραγματική οικονομία. Είναι επομένως πάνω απ' όλα κερδοσκοπικός. Είναι η πηγή της παγκόσμιας κρίσης που ζούμε.
2 Ο νέος καπιταλισμός επέλεξε να ανασυγκροτήσει την ταξική του εξουσία στην πιο ωμή μορφή της. Εγκαθιδρύθηκε χάρη στην κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Χωρίς ανταγωνισμό ούτε αμφισβήτηση, μπόρεσε να επιβάλει τις επιταγές του χωρίς να φοβάται τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Πολλαπλασίασε τις κερδοσκοπικές απολύσεις, τις μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων, χωρίς να ανησυχεί για τις αποκλειστικά αμυντικές αντιδράσεις της εργατικής τάξης. Κατάργησε κάθε συνεργασία τόσο με το κράτος όσο και με τα συνδικάτα. Στον πιστωτικό τομέα ρίχτηκε σε μια πρωτόγνωρη φυγή προς τα μπρος, πολλαπλασιάζοντας τη ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία και επινοώντας παράγωγα χρηματιστικά προϊόντα χωρίς υπαρκτό οικονομικό αντίκρισμα. Αδιαφορώντας για τις συχνά δραματικές κοινωνικές καταστάσεις που προκαλούσε, διέλυσε το λούστρο πολιτισμού το οποίο, μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κάλυπτε τον αναπτυγμένο καπιταλισμό.
3 Ενα μεγάλο διανοητικό και κοινωνικό πραξικόπημα υπέρ της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας μπόρεσε να πραγματοποιηθεί αμαχητί. Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός κατόρθωσε να επωφεληθεί από το άνοιγμα των αναδυόμενων αγορών, να βάλει τους εργαζόμενους να ανταγωνίζονται σε διεθνή κλίμακα, για να ασκήσει πίεση στους μισθούς. Επιβλήθηκε ως η μόνη υπερδύναμη σε πλανητική κλίμακα σε βάρος των κρατών.
4 Η απορρύθμιση της παραγωγής, των αγορών και των υπηρεσιών, την οποία προώθησαν πιο ενεργητικά ο Ρόναλντ Ρίγκαν, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Τζορτζ Μπους, δεν άργησε να προκαλέσει τις πιο ολέθριες επιπτώσεις της, που έγιναν ορατές με την οικονομική κρίση που άρχισε το 2008. Παρά τις επιθυμίες της κοινής γνώμης, των ειδικών και ορισμένων πολιτικών, ο νεοκαπιταλισμός εξακολουθεί να αντιτάσσεται νικηφόρα σε κάθε επιστροφή της ρύθμισης. Ποτέ άλλοτε η κυριαρχία του πιστωτικού τομέα πάνω στο βιομηχανικό τομέα και του οικονομικού τομέα πάνω στον πολιτικό και τον διπλωματικό δεν επιβεβαιώθηκε με τόση αλαζονεία, παρά την ανυποληψία των εκπροσώπων τους.
5 Στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας συνοδεύτηκε από μια δραστική αποβιομηχάνιση και από την καταστροφή εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Ηδη η πλήρης απασχόληση δεν τίθεται ως στόχος της οικονομικής δραστηριότητας. Η ανεργία έχει γίνει δομική. Ο νεοκαπιταλισμός έχει ανασυγκροτήσει εφεδρικό βιομηχανικό στρατό.
6 Ο νεοκαπιταλισμός ξαναβρήκε τα αρπακτικά του ένστικτα, που επί μακρόν ήταν σε χειμερία νάρκη εξαιτίας της αναζήτησης της κοινωνικής ειρήνης. Αυτοί που διευθύνουν τις μεγάλες επιχειρήσεις συμμερίζονται ήδη τη νοοτροπία των μετόχων. Το ζητούμενο γι' αυτούς είναι να πουλήσουν όσο πιο ακριβά γίνεται και να συσσωρεύσουν μέσα σε μερικά χρόνια ή και σε μερικές μήνες κολοσσιαίες περιουσίες. Η συνεχής αύξηση των αμοιβών τους έχει δημιουργήσει μια κοινωνία με κάστες και προνόμια σαν αυτή που υπήρχε πριν από τη Γαλλική Επανάσταση.
7 Στερούμενα κάθε προοπτικής για το μέλλον, κάθε θετικού σχεδίου, τα συνδικάτα έχουν αναδιπλωθεί σε μια καθαρά αμυντική θέση διατήρησης της απασχόλησης και των αμοιβών. Οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν καταργήσει κάθε συνεργασία με αυτά και, στην καλύτερη περίπτωση, βλέπουν τα συνδικάτα σαν βοηθητικά εργαλεία για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης.
8 Η Ευρώπη, η οποία εξαιτίας των θέσεων των δύο επικεφαλής εθνών, της Γερμανίας και της Γαλλίας, θα έπρεπε να παίζει ένα ρόλο αντίβαρου καπιταλισμού, έχει αποτύχει ολοκληρωτικά τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Καθοδηγούμενη από μέτριους και χωρίς όραμα πολιτικούς, έχει γίνει το πειθήνιο εργαλείο των πιο απορρυθμιστικών τάσεων του διεθνούς κεφαλαίου.
9 Σε εθνική πολιτική κλίμακα, η «εκσυγχρονιστική» Αριστερά, που είχε στόχο της τον οικονομικό και πολιτιστικό εκσυγχρονισμό της Γαλλίας, χάρη στη συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών των στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, αντιπροσωπεύει ένα δρόμο ήδη ξεπερασμένο. Αυτή η Αριστερά βασιζόταν στην έννοια του κοινωνικού συμβιβασμού, δηλαδή της διαπραγμάτευσης μεταξύ των κυριότερων οικονομικών εταίρων. Αυτός ο δρόμος του κοινωνικού συμβολαίου καταπατήθηκε από το νεοκαπιταλισμό, ο οποίος, αφού εξασφάλισε τη νίκη του, προτίμησε τη μετωπική αναμέτρηση.
10 Ο τωρινός κίνδυνος είναι ένας νέος λαϊκισμός. Η παράταση της κρίσης, ιδίως με τη μορφή της ανεργίας, δημιουργεί μια βαθιά πολιτική αναταραχή. Στην κρίση του 1929 η χρεοκοπία του φιλελευθερισμού οδήγησε τη Δεξιά σε φασιστικές λύσεις και την Αριστερά σε κομμουνιστικές λύσεις. ο πολιτικός κόσμος σήμερα είναι βουβός. Η απουσία πολιτικής λύσης ευνοεί την ανάπτυξη ψυχολογικών παρεκκλίσεων: ο φθόνος, το μίσος για τον άλλο, η λατρεία του ηγέτη, η αναζήτηση του αποδιοπομπαίου τράγου, η λατρεία της κοινής γνώμης στην ακατέργαστη μορφή της αντιπροσωπεύουν υποκατάστατα του πολιτικού κενού αυτής της περιόδου.
11 Η οικολογία δεν είναι μια πολιτική. Για το βιομηχανικό σύστημα, η υπεράσπιση του περιβάλλοντος δεν είναι σε μακροοικονομική κλίμακα μια λύση στην κρίση και στην ανεργία, αλλά ένας συμπληρωματικός καταναγκασμός. Η οικολογία δεν θα μπορέσει να απαντήσει στα προβλήματα που θέτουν η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας και η απουσία ρύθμισης σε διεθνή κλίμακα. Τείνει να καταστήσει πιο δαπανηρή και πιο δύσκολη την ανάκαμψη που είναι αναγκαία για να δοθεί ψωμί και εργασία στους κατοίκους του πλανήτη.
12 Η επανάσταση δεν είναι μια πολιτική. Οσο ο συγκεντρωτικός σοσιαλισμός δεν μπορεί να αποδείξει ότι θα μπορούσε να αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης χωρίς να πλήξει τις πολιτικές ελευθερίες, θα παραμένει απαράδεκτος. Η στασιμότητα των επαναστατικών κομμάτων, που είναι ανίκανα να βρουν μαζική βάση στα λαϊκά στρώματα, τα καθιστά έκφραση της φενακισμένης συνείδησης των νέων μεσαίων τάξεων. Απέναντι στο νεοκαπιταλισμό ο παλιός αριστερισμός δεν έχει κυριολεκτικά τίποτα να πει.
13 Το μέλλον ανήκει σε μια μεγάλη λαϊκή συσπείρωση, ανοιχτή σε όλες τις δυνάμεις τις εχθρικές στο νεοκαπιταλισμό και αποφασισμένη να εδραιώσει ένα νέο συσχετισμό δυνάμεων στους κόλπους της κοινωνίας. Στο βαθμό που θα εκδηλώνονται οι επιπτώσεις της κρίσης, η αναγκαιότητα μιας τέτοιας συσπείρωσης θα επιβάλλεται όλο και περισσότερο.
14 Ο πρώτος στόχος της λαϊκής συσπείρωσης πρέπει να είναι ο έλεγχος των πιστώσεων μέσω της εθνικοποίησης τουλάχιστον ενός μέρους του τραπεζικού συστήματος. Οπως λειτουργούν σήμερα οι περισσότερες τράπεζες, έχουν εγκαταλείψει τη βασική αποστολή τους -δηλαδή τη συγκέντρωση κεφαλαίων στην υπηρεσία της οικονομικής ανάπτυξης- προς όφελος καθαρά κερδοσκοπικών δραστηριότητων. Ο στόχος της εθνικοποίησης είναι να επαναφέρει το τραπεζικό σύστημα στον παραγωγικό του ρόλο.
15 Η καταστροφή κάθε μορφής σχεδιοποίησης και κάθε βιομηχανικής πολιτικής, δηλαδή κάθε είδους ρύθμισης, είναι μία από τις κυριότερες αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η αναγκαιότητα να επανεδραιωθεί μια οικονομική ρύθμιση που θα σέβεται την αγορά γίνεται σήμερα κατανοητή από όλους. Προς το παρόν, λείπουν μόνον η πολιτική βούληση και τα μέσα για την υλοποίησή της. *

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Ουτοπία και ρεαλισμός

  • Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της παρέμβασης του ιταλού φιλοσόφου Ρέμο Μποντέι σε θεωρητικό συμπόσιο που οργάνωσε η Ιταλική Εταιρεία Πολιτικής Φιλοσοφίας τον περασμένο Οκτώβριο στη Ρώμη.
Ποια ήταν, σε συλλογικό επίπεδο, η σχέση ανάμεσα σε πραγματικότητα και ουτοπία και πώς συνεχίζει να επιδρά στις ζωές μας;
Επί μακρόν οι ουτοπίες έδιναν τη δυνατότητα να διαβλέπουμε την ευτυχία και τη δικαιοσύνη με τη μορφή τέλειων κοινωνιών τοποθετημένων στον γεωγραφικό χώρο, συνήθως σε μακρινά νησιά στα οποία φτάνει κανείς τυχαία. Αυτές οι ουτοπίες εμπεριείχαν ωστόσο την προειδοποίηση ότι η τελειότητά τους ήταν ανέφικτη και ότι επρόκειτο μόνον για τη λυδία λίθο για να μετράμε την αναντιστοιχία της συγκεκριμένης ιστορικής κατάστασης σε σχέση με τις προσδοκίες των ανθρώπων. Η στροφή που έγκειται στη σύνδεση ουτοπίας και ιστορίας, με τη μετάβαση από τις ουτοπίες στις ουχρονίες, γίνεται με αφετηρία το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα.
Αν η τελειοποίηση και η ευτυχία των ανθρώπινων κοινωνιών τοποθετούνται όχι στον χώρο αλλά στον χρόνο, στο μέλλον, αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να αρχίσουμε ήδη από το παρόν μια μακρά πορεία προσέγγισης σε αυτές. Αν έπειτα, σύμφωνα με τον Ρουσό, η ευθύνη για τη διαφθορά των ανθρώπων πρέπει να αποδοθεί στους θεσμούς (αφού οι άνθρωποι βγαίνουν καλοί από τα χέρια της Φύσης ή του Δημιουργού και είναι η κοινωνία αυτή που τους διαφθείρει), τότε οι γάλλοι ιακωβίνοι και στη συνέχεια όλοι οι κυριότεροι επαναστάτες από τον 18ο ώς τον 20ό αιώνα θα αντλήσουν ιστορικής σημασίας πρακτικά συμπεράσματα. Αν θέλουμε να ξεριζώσουμε τη διαφθορά από τους ανθρώπους (τη βία, την αθλιότητα, την άγνοια, την καταπίεση) χρειάζεται, κατά τη γνώμη τους, να εξαλείψουμε με τη βία την αδικία από τα κράτη μέσω της πολιτικής επανάστασης.
Μόνον που -όπως έγινε και με την απελευθέρωση των εβραίων από την αιγυπτιακή σκλαβιά- για να φτάσουμε στη Γη της Επαγγελίας, που τοποθετείται στο μέλλον, θα χρειαστεί πρώτα να διασχίσουμε την έρημο και να υπερβούμε τις δοκιμασίες που μας επιβάλλει μια σκληρή πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η μορφή ορθολογικότητας φαίνεται να μη λειτουργεί πλέον και επαναπροτείνεται το πρόβλημα μιας ιστορίας που δεν είναι εγγυημένη μπροστά στο απρόσμενο. Βρισκόμαστε μπροστά στη δυσκολία να φανταστούμε το μέλλον και να κατανοήσουμε ένα τόσο φευγαλέο παρόν. Τι μπορούμε να κάνουμε;
Είμαστε όλοι μετανάστες μέσα στον χρόνο. Ολοι εμείς, από τότε που γεννιόμαστε, βαδίζουμε από ένα παρελθόν σχετικά γνωστό προς ένα μέλλον εξ ορισμού άγνωστο. Γι' αυτό έχουμε ανάγκη, για να προχωρήσουμε με τρόπο πιο συνετό, με περισσότερη φαντασία και λιγότερες φαντασιοκοπίες, τη μνήμη που μας συνδέει με το παρελθόν αλλά ταυτόχρονα και την τόλμη που μας ανοίγει προς το καινούριο. Μένει να φανταστούμε έναν διαφορετικό κόσμο, ο οποίος να εναρμονίζεται περισσότερο με τις προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή. Γι' αυτό θέλουμε μεγάλη φαντασία, η οποία όμως να συνδέεται από τη μια μεριά με την καλύτερη δυνατή γνώση της πραγματικότητας ενός κόσμου που αλλάζει και που μας μεταβάλλει και από την άλλη με τη βούλησή μας για αλλαγή. Διαφορετικά, οι φαντασίες και οι ουτοπίες θα παραμείνουν καθαρά όνειρα του λόγου, τα οποία -αυτά, ναι- γεννούν τέρατα.
Σήμερα ωστόσο ξεθωριάζει και γίνεται αβέβαιη η γραμμή που έπρεπε να διαχωρίζει το φανταστικό από το πραγματικό. Σήμερα, μέσα από τη διάδοση των γνώσεων, την ανάγνωση μυθιστορημάτων και περιοδικών, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση ή το Ιντερνετ, το φανταστικό έχει αναμειχθεί με το καθημερινό σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από όσο στο παρελθόν (...)
Υπάρχουν ωστόσο κίνδυνοι και στο ηθικό πεδίο από μιαν αποδυνάμωση της αρχής της πραγματικότητας, όχι μόνον με την έννοια μιας φυγής από τον κόσμο, που θα ευνοούνταν από την κατανάλωση λιγότερο ή περισσότερο ευτελούς φανταστικού (μυθιστορημάτων, ταινιών, τηλεοπτικών σειρών) αλλά και από την υποκατάσταση, στο πολιτικό πεδίο, των σκληρών δεσμεύσεων και εξαρτήσεων της πραγματικότητας με έναν κόσμο καθαρά φανταστικό, που εκφράζει τις επιθυμίες και τις προσδοκίες μας.
Είναι δυνατό να διασώσουμε την αίσθηση της πραγματικότητας από τον κίνδυνο της διάλυσής της μέσα στη φαντασία; Ή χρειάζεται αντίθετα να θεωρήσουμε την αρχή της φανταστικής πραγματικότητας, τη φανταστική πληθώρα των δυνατοτήτων, ως μιαν ανεξάλειπτη ανάγκη που έχει και θετικές πλευρές;
Το ότι το να παίζουμε με τις δυνατότητες -και με τη φαντασία γενικά- μπορεί να αποπροσανατολίσει τον νου το ξέρουμε ήδη από τον Θερβάντες, ο οποίος αποδίδει την τρέλα του Δον Κιχώτη στη διαρκή ανάγνωση ιπποτικών μυθιστορημάτων. Ανάμεσα στον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα υπάρχει ωστόσο μια σχέση συμπληρωματικότητας. Ο πρώτος τοποθετείται υπερβολικά πάνω από την πραγματικότητα και ο δεύτερος υπερβολικά κάτω από αυτήν. Εμμέσως, το έργο υποδεικνύει επομένως μιαν ενδιάμεση οδό που θα οδηγούσε στον συντονισμό με την πραγματικότητα.
Η σωτηρία δεν έγκειται ωστόσο στο να αρνηθούμε την εμπειρία της φανταστικής πραγματικότητας, στο να αναζητήσουμε την απαλλαγή από τη φαντασία και την επιθυμία. Το ιδεώδες θα ήταν μάλλον -όπως σε ένα πιάνο- να παίζουμε με το δεξί χέρι τα πλήκτρα της πραγματικότητας και με το αριστερό τα πλήκτρα της φαντασίας, η οποία αντιπροσωπεύει το αναγκαίο ακομπανιαμέντο, το συμπλήρωμα που ολοκληρώνει την πραγματικότητα. Κάθε διαχωρισμός των δύο αυτών μελωδιών προσφέρει μιαν ακρωτηριασμένη ζωή και μιαν ακρωτηριασμένη πολιτική.*

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Το Πολυτεχνείο και οι εκτός κλίματος εξεγέρσεις

  • Του Κώστα Καραβίδα* Η ΑΥΓΗ: 16/11/2010
Αν υποθέσουμε ότι ισχύει ο αφορισμός του Καρούζου ότι η Ιστορία δεν σε περιμένει στη στάση του τρόλεϊ, τότε εύλογη είναι η απορία γιατί σήμερα στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων δεν κουνιέται φύλλο. Μετά τις 5 Μάη, ένα παρατεταμένο μούδιασμα έχει διαπεράσει εκείνο το τμήμα του κοινωνικού σώματος που εκδήλωσε, στιγμιαία, πολιτική συμπεριφορά πολίτη και όχι υπηκόου, που έκανε χρήση δηλαδή του δημοκρατικού δικαιώματος της πολιτικής ανυπακοής. Σήμερα που το μέλλον εμφανίζεται με βίαιο πρόσωπο και οργανώνεται ερήμην μας ένα νέο μοντέλο κοινωνίας, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και κυρίως οι κατά συνήθεια αποκαλούμενοι πολίτες-καταναλωτές κοιταζόμαστε μεταξύ μας ανήμποροι να αρθρώσουμε το παραμικρό instead of. Πριν προλάβουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, μας πρόλαβε και μας άλλαξε αυτός.
Η φετινή επέτειος του Πολυτεχνείου συναντιέται βασανιστικά με τη συγκυρία για να μας θυμίσει πώς η Ιστορία απογειώνεται όταν τα υποκείμενά της προσέρχονται στο ραντεβού μαζί της. Η εξεγερσιακή δυνατότητα παρουσιάζεται και πάλι ως προοπτική που μπορεί να γίνει κινητήριος μοχλός των πολιτικών εξελίξεων. Με δεδομένη την αίσθηση του αδιεξόδου και με ορατή την τάση να εμφανίζεται το μέλλον πιο άδηλο από ποτέ ως προς το πρόσημό του, η υπέρβαση της κρίσης αναζητά τη νέα μεθοδολογία που θα δώσει συντεταγμένες στην αμφισβήτηση.

Αυτή η ελληνική καταθλιπτική μανία με τις επετείους και τον πατροπαράδοτο εορτασμό μου προκαλεί αποφορά. Σήμερα που οι 18χρονοι απέχουν από το Πολυτεχνείο περισσότερο απ’ ό, τι η γενιά του Πολυτεχνείου από την Κατοχή και το ’40, το νόημα του εορτασμού του παραμένει μετέωρο και αναζητεί τις προσλαμβάνουσες που θα το διασαφήσουν και θα το επικαιροποιήσουν. Το νόημα του Πολυτεχνείου συμπυκνώνεται, κατ’ εμέ, στην προτροπή στους νέους να κυνηγάνε τους ανέμους και να μην πηγαίνουν μαζί τους.
Το φαινόμενο που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ονόμασε «αριστερή μελαγχολία», και μάλλον καθίσταται εν αφθονία στις μέρες μας, δεν πρέπει να το δούμε ως εμπόδιο στην όξυνση της αγωνιστικότητας αλλά ως δείκτη για την αξία και την ισχύ της λύπης ως παράγοντα που βοηθά να κοιτούμε με πιο καθαρό βλέμμα τα πράγματα. Είναι η μόνη ψυχική διάθεση από την οποία θα προκύψει ελπίδα και προοπτική ώστε οι εξεγέρσεις να μην γίνουν πάλι, εν γένει, εκτός του κλίματος. Όπως εκείνον τον ανολοκλήρωτο Δεκέμβρη του 2008.
*Ο Κώστας Καραβίδας είναι φιλόλογος

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Ποιοι είναι οι πραγματικοί αποδέκτες

ΓΙΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ | Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
Ούτε λέξη ούτε δάκρυ...

Ο πύργος μας ήταν χάρτινος...


Μηνάς Παπάζογλου, Πύργος
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν ο δράστης βομβιστικών ενεργειών χαρακτηρίζεται από τον νόμο και την πολιτεία ως τρομοκράτης αλλά το πώς αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος (και κυρίως γιατί).

Η αναβίωση των όρων «πολιτικός εγκληματίας» και «πολιτικός κρατούμενος» μας υποχρεώνει να προσεγγίσουμε διαφορετικά το ζήτημα. Πολιτική δίωξη είναι το κυνήγι των πολιτικών ιδεών και πολιτικός κρατούμενος είναι ο καταδικασμένος για τα πολιτικά του φρονήματα. Οι παραπάνω έννοιες (πολιτικό έγκλημα, πολιτική δίωξη) έχουν αντικειμενική ποινική βάση (ανεξάρτητα από την άποψη των «δραστών») και σχετίζονται με τη δημοκρατική συναίνεση. Κι όμως αυτά τα αυτονόητα φαίνεται να έχουν ανατραπεί μέσα στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα (και όχι από «εξωτερικούς εχθρούς»).

Η συνεχής ποινικοποίηση της νόμιμης πολιτικής διαφωνίας οδηγεί αναπόφευκτα στην παράνομη πολιτική δραστηριότητα.

Ελλείψει consensus, ο κάθε θεωρητικός ή και το κάθε κράτος διαμορφώνει τον δικό του ορισμό για το πολιτικό έγκλημα. Για πολλούς το πολιτικό έγκλημα «αναγνωρίζεται» από τις έκνομες σχέσεις του δράστη (π.χ., με μια τρομοκρατική οργάνωση). Για άλλους κρίσιμο στοιχείο είναι οι επιπτώσεις της δράσης στην κοινή γνώμη και τη διακυβέρνηση. Η σύγχυση των διαφόρων μορφών πολιτικής βίας (εξέγερση, επανάσταση, τρομοκρατία κτλ.) και η διάκριση «πολιτικά εγκλήματα (κατά του κράτους)/ πολιτική αστυνόμευση (του κράτους)» δεν φωτίζουν ιδιαίτερα το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιέται και αποκτά δυναμική το πολιτικό έγκλημα ως ένοπλη απάντηση σε ένα υφιστάμενο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο.

Τα αντιπολιτευτικά/ εναντιούμενα πολιτικά εγκλήματα «στρέφονται κατά της κυβέρνησης ή της διαχείρισης της εξουσίας» (διαφθορά, αναρχία, στάση, κατασκοπεία κτλ.). Αλλα από αυτά είναι μη βίαια (αντιφρονούντες) και άλλα είναι βίαια (τρομοκράτες).

Η έννοια και το περιεχόμενο του πολιτικού εγκλήματος συζητούνται συνήθως σε περιόδους πολιτικών κρίσεων καθώς σε τέτοιες περιόδους αναδιατάσσονται οι σχέσεις δικαίου και πολιτικής. Αντιθέτως, η θεωρία για τον πολιτικό εγκληματία αναδεικνύεται μόνο σε περιόδους πολιτικής ομαλότητας.

Σε κάθε περίπτωση το ποιοι ορίζονται πολιτικοί εγκληματίες για ποια εγκλήματα συναρτάται απόλυτα από το ποιοι ορίζουν και με ποια κριτήρια (διακριτική ευχέρεια πολιτικής εξουσίας).

Η κατάχρηση του πολιτικού εγκλήματος με την κάλυψη εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου είναι πάντοτε δυνατή αλλά αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι το κίνητρο.

Ο πολιτικός εγκληματίας ή πολιτικός τρομοκράτης δεν αμφισβητεί καθόλου την «επαναστατική πίστη» του.

Το μήνυμα γίνεται «ιερός» αυτοσκοπός.

Η πεποίθηση, ως συνείδηση αλήθειας και δικαίου, συνήθως είναι ειλικρινής και απόλυτη, βιώνεται ως εσωτερικό καθήκον και αποτελεί το ηθικό- συνειδητό κίνητρο της πράξης.

Η γνησιότητα του πολιτικού εγκληματία (από υποκειμενική σκοπιά) αναδεικνύεται (ίσως και να αποδεικνύεται) από την εχθρότητα προς το πολίτευμα σε βαθμό που να μην αφήνει περιθώρια για αισθήματα ενοχής. Εδώ λοιπόν είναι η κρίσιμη καμπή.

Τι έχει γίνει στη χώρα μας (και στη δημοκρατία μας) ώστε να διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια μια όλο εντεινόμενη και διευρυνόμενη εχθρότητα ορισμένων κατά παντός (erga omnes); Τι έχει συμβεί και η όποια αίσθηση αδικίας ή δυσφορίας ή το όποιο πρόταγμα αντίδρασης έχει μετουσιωθεί σε μίσος; Τι έχει συμβεί και οι νέοι μας, δηλαδή τα παιδιά μας, «πρωτοπορούν» σε αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο νοώντας ως δικαίωμα αντίστασης τις βομβιστικές και άλλες ενέργειες χωρίς διάκριση και δίχως όρια; Πώς αποφάσισαν να γίνουν οι ίδιοι νομοθέτες, δικαστές ή εκτελεστές κινούμενοι έξω από τους θεσμούς;

Τις απαντήσεις μην τις ζητήσουμε σε ψυχολόγους και ανακριτές. Και σε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξηγηθούν όσοι κρατούν τα ηνία της εξουσίας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης στη χώρα μας όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης (πολιτικοί, διανοούμενοι, διαμορφωτές κοινής γνώμης).

Αυτοί πρέπει να μιλήσουν πρώτοι. Γιατί όσο δεν μιλάνε αυτοί θα «μιλάνε» οι βόμβες.

Η βία έρχεται από ψηλά

Γιατί ένας άνθρωπος των δεκαοκτώ, των είκοσι χρόνων καταλήγει σε πράξεις βίας που αβασάνιστα κατατάσσουμε κάτω από την ομπρέλα του όρου «τρομοκρατία»; Η πρώτη απάντηση που έχω πειρασμό να δώσω είναι ακριβώς γιατί είναι νέος. Κάθε έφηβος είναι δυνάμει τρομοκράτης. Η εφηβική και η μετεφηβική ηλικία είναι η ώρα του έρωτα και του θανάτου. Η εποχή του ιδανικού και της αλόγιστης θετικής προσφοράς που εύκολα μπορεί να γυρίσει σε αλόγιστη ροπή προς την άρνηση και την καταστροφή. Ας θυμηθούμε την Ερόικα του Κοσμά Πολίτη, τον Επαναστάτη χωρίς αιτία του Νίκολας Ρέι. Τι είναι ο Αντρέας, ο Λοΐζος, ο Αλέκος ή το ανήλικο παιδί που το σκοτώνει μια σφαίρα; Τι είναι οι ήρωες που ενσάρκωσαν στο έργο του Ρέι ο Τζέιμς Ντιν και ο Σολ Μίνεο; «Τρομοκράτες»; «Τεντιμπόηδες»; Τι είναι οι σημερινοί βίαιοι νέοι;

Δεν πρόκειται να επιχειρήσω μία ακόμη εμβριθή κατάταξη σαν αυτές με τις οποίες μας βομβαρδίζουν οι «ειδικοί» που καλούνται στα παράθυρα της τηλεόρασης αντλώντας τρία λεπτά διασημότητας έπειτα από κάθε δήθεν αναπάντεχο και εκπληκτικό γεγονός. Μπορώ όμως να πω ότι οι εκδηλώσεις αυτές της βίας δεν είναι καθόλου αναπάντεχες, διότι η βία αυτή είναι παράγωγη και δευτερογενής.

Με τη διαπίστωση αυτή δεν θέλω ούτε να αθωώσω προκαταβολικά κάθε μορφή νεανικής βίας ούτε να περιοριστώ στην επανάληψη της γνωστής άποψης ότι η βία είναι κατ΄ εξοχήν συστημική, δηλαδή παράγεται από αυτούς που ελέγχουν, κατευθύνουν και εκμεταλλεύονται το πολιτικό και το κοινωνικό σύστημα. Οσα επιχειρήματα και να έχει η άποψη αυτή αποδυναμώνεται αν συρρικνωθεί στην τελετουργική και γενικόλογη επανάληψή της και δεν μπορέσει να στηριχθεί με συγκεκριμένα επιχειρήματα.

Η βία ωστόσο έρχεται από ψηλά. Είναι η βία των πολέμων στο Ιράκκαι στο Αφγανιστάν, πολέμων που δεν αποτελούν λάθη αλλά αναγκαιότητα του καπιταλιστικού μοντέλου. Είναι η βία της τρομοκρατίας που εν πολλοίς εκκολάφθηκε συστηματικά από αυτούς τους οποίους σήμερα χτυπά. Και πάνω από όλα είναι η βία της παγκόσμιας κρίσης που πήρε μια τόσο άγρια και εξευτελιστική μορφή για τον λαό μας.

Η κάθε μορφής εξουσία στερεί από τους νέους και τις νέες, που μάλλον δεν οργάνωσαν τους πολέμους και δεν ευθύνονται για την κρίση, τον ορίζοντα των ιδεών και των προσδοκιών μέσα από μια εκπαίδευση που το κράτος ακυρώνει όλο και περισσότερο και από μια φαλιρισμένη οικονομία η οποία τους καταδικάζει στην ανεργία και στη μιζέρια που απειλεί να γίνει λιμοκτονία. Τους τρέφει με τον οχετό των πραγματικών και των εικονικών σκανδάλων μέσα από τα μίντια. Και όταν ρωτούν το γιατί αυτής της κατάστασης, ακούνε από επίσημα χείλη ότι ζουν σε μια διεφθαρμένη χώρα, ότι τα δάνεια που όλες οι αιματηρές θυσίες δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρώσουν «τα φάγαμε όλοι μαζί» και απειλούνται ότι, αν δεν σκύψουν το κεφάλι, θα υποστούμε τα χειρότερα. Με δυο λόγια, οι νέοι και οι λιγότερο νέοι διαπιστώνουν στο πετσί τους ότι η συμβολική και η πραγματική βία είναι η κυρίαρχη μορφή έκφρασης της κοινωνίας στην οποία ζουν ή μάλλον επιβιώνουν.

Αν όμως ο άνθρωπος είναι «ζώον μιμητικόν», η μίμηση είναι ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίο οι νέοι διαμορφώνονται και πράττουν. Μίμηση του παραδείγματος των γονέων, μίμηση ακόμη και της γονεϊκής επιθυμίας, που για τον Ρενέ Ζιράρ αποτελεί τη βάση του δράματος του οιδιπόδειου και όλης της ζωής μας. Μίμηση στην περίπτωσή μας της πολύμορφης βίας που κατακλύζει και εξευτελίζει τη ζωή μας. Αν όμως τα πράγματα είναι έτσι, το ερώτημα δεν είναι γιατί οι νέοι φτάνουν σήμερα να γίνουν βίαιοι. Είναι μάλλον πώς και είναι τόσο λίγοι οι νέοι αυτοί και αν υπάρχει ελπίδα να βρεθούν προτάσεις και κυρίως παραδείγματα που θα στρέψουν την ορμή τους αυτή σε δημιουργικότερους δρόμους.

Θύματα της κυρίαρχης ιδεολογίας

Αν δεν γίνεις τρομοκράτης στα 20 χρόνια σου, δεν θα γίνεις ποτέ. Γιατί τον δρόμο του ένοπλου αγώνα θα τον ακολουθήσεις είτε γιατί σε πνίγει η απελπισία είτε επειδή ξεχειλίζει μέσα σου μίσος που γεννά βία. Μικρότερο, σε περιορίζει η οικογένεια, μεγαλύτερος θα μετουσιώσεις την απελπισία σε πικρό ρεαλισμό ή θα διοχετεύσεις την ακραία επιθετικότητά σου στο πολύ πιο προσοδοφόρο έγκλημα. Μόνο σε αυτή τη χωρίς κοινωνική πείρα ηλικία, όπου αρχίζεις και γεύεσαι την προσωπική ανεξαρτησία, η απελπισία ή η ακραία επιθετικότητα οδηγούν στην πολιτική τρομοκρατία. Αλλά η απελπισία ή το περίσσευμα μίσους και βίας δεν γίνονται αντιληπτά από τους ίδιους τους νεαρούς ως αίτια για τη συμπεριφορά τους, θα θεωρούσαν υβριστική τέτοια εξήγηση. Ούτε καν οι εξηγήσεις ότι πιθανόν τους κινεί η ανάγκη για δημοσιότητα, για επίδειξη ηρωισμού ή ο ιδεαλισμός του «να αλλάξουμε το συντομότερο δυνατόν αυτόν τον ανυπόφορο κόσμο» θα γίνονταν δεκτές από τους ίδιους. Κατά τη δική τους άποψη, αποτελούν την πρωτοπορία για την επαναστατική αλλαγή. Υποθέτουν ότι μεγάλο μέρος του λαού δεν αντέχει το υπάρχον καθεστώς αλλά διστάζει να ξεσηκωθεί- αυτοί δίνουν το παράδειγμα, δείχνουν πόσο απλό είναι να ασκήσεις βία ενάντια στους καταπιεστές και περιμένουν να ανθίσουν τα λουλούδια που φυτεύουν με τις βόμβες ή τις δολοφονίες. Ας θυμηθούμε ότι κατά τη δεκαετία του 1980 η 17Ν (εικοσάρηδες ήσαν τότε τα μέλη της) διεκδικούσε υπέρ αυτής τις εκατοντάδες χιλιάδες λευκά/άκυρα των εκλογών. Είχαν ψηφίσει έτσι, κατά την άποψή της, όσοι μισούσαν το σύστημα. Κάποια στιγμή αυτές οι μυριάδες σιωπηλοί αντικαθεστωτικοί θα έπαιρναν τα όπλα και η επανάσταση θα νικούσε.

Μπορεί να ήσαν μερικές εκατοντάδες άτομα εκείνη την εποχή που μεσουρανούσε η τρομοκρατική πρακτική τα μέλη των ένοπλων οργανώσεων. Σήμερα δεν πρέπει να ξεπερνούν τις μερικές δεκάδες οι νεαροί που ακολουθούν το μονοπάτι της βίας - στατιστικά, οι τρομοκράτες ήσαν και είναι ανύπαρκτοι ως αριθμητικό μέγεθος, ακόμη και αν συμπεριλάβουμε τους κουκουλοφόρους που στις διαδηλώσεις ασκούν «μαζική», δημόσια, και όχι συνωμοτική βία. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία όμως ότι δεν έχουν άδικο όταν θεωρούν τον εαυτό τους πρωτοπορία: εκπροσωπούν σημαντικότατη μερίδα του πληθυσμού, από την άκρα Δεξιά ως την άκρα Αριστερά, που εγκρίνει και επικροτεί τη δράση τους, ακόμη και αν δεν ψηφίζουν λευκό στις εκλογές. Δηλαδή, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι εικοσάρηδες τρομοκράτες έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλον που ευνοεί τη βία. Η μορφή του πολεμικού ήρωα κυριαρχεί στην ελληνική κουλτούρα, τη λαϊκή και την επίσημη. Ο κλέφτης και ο αντάρτης (του Πόντου ή του ΕΛΑΣ) είναι τιμημένες μορφές από τις πολιτικές ιδεολογίες. Η χώρα παρουσιάζεται ως μικρή και αδύναμη που αντιστέκεται σε ισχυρούς εχθρούς και παλεύει για το δίκιο- αυτό δεν κάνουν και οι τρομοκράτες; Δεν έστειλαν παγιδευμένα δέματα στους ισχυρούς της Γης που μας εκμεταλλεύονται και μας επέβαλαν το μνημόνιο;

Στη χώρα μας υπάρχει μεγάλη ανοχή απέναντι στην πολιτική βία: το να κλείνει κανείς το κέντρο της Αθήνας βασανίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες είναι «ειρηνική εκδήλωση». Το να καίγονται μαγαζιά και τράπεζες είναι «δίκαιη διαμαρτυρία», το να καταλαμβάνονται σχολές και λύκεια και να καταστρέφονται είναι «αγώνας για την Παιδεία». Οταν τα όρια της ανεκτής πολιτικής βίας ξεχειλώνουν τόσο πολύ είναι λογικό να εμφανιστεί και ακραία μορφή του ένοπλου αγώνα, ασήμαντο κυματάκι στην πραγματικότητα μέσα στον ωκεανό της πολιτικής βίας στον οποίο είναι εγκλωβισμένη ιστορικά και πολιτιστικά η ελληνική κοινωνία, η μόνη κοινωνία στην Ευρώπη όπου έγινε εμφύλιος πόλεμος και δικτατορία. Οι δεξιοί διανοούμενοι που σε κάθε ευκαιρία υποστηρίζουν ότι τα φαινόμενα πολιτικής βίας είναι δημιούργημα της «μεταπολιτευτικής ιδεολογίας» αποσιωπούν την τρομακτική πολιτική βία που ασκούσαν οι νικητές στην περίοδο ως την πτώση της δικτατορίας.

Και έτσι μπορούμε να καταλάβουμε γιατί αυτές οι λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες νεαροί υπάρχουν στην Ελλάδα ενώ δεν υπάρχουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η τρομοκρατία είναι πια είδος εισαγόμενο από τις ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις: εκεί η ανεκτή βία είναι πολύ πιο περιορισμένη, θεωρούνται ακραία φαινόμενα οι καταλήψεις και οι βανδαλισμοί, που σε μας είναι συνηθισμένα. Η τρομοκρατία είναι η «ουρά» της στατιστικής κατανομής της βίας, ουρά που στην Ελλάδα φεύγει πολύ πιο πέρα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, άλλοτε αριστερά και άλλωστε δεξιά.

Ο Μαραθώνιος της Αθήνας ήταν εφέτος λαμπρός γιατί συνδυάστηκε με τα 2.500 χρόνια από τη Μάχη του Μαραθώνα. Οι αθηναίοι οδηγοί έγιναν ανεκτικοί και χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Καλλιμάρμαρο όχι επειδή ξαφνικά αγάπησαν τους δρομείς μακρινών αποστάσεων αλλά γιατί αντιμετώπισαν τον μαραθώνιο σαν την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Οργανώθηκαν συνέδρια, παραστάσεις, ανέβηκαν όπερες, εκδόθηκαν γραμματόσημα για τα 2.500 χρόνιαως και αναμνηστικό κέρμα των δύο ευρώ χύτευσε η Τράπεζα της Ελλάδας προς τιμήν της διαχρονικής «πολεμικής αρετής των Ελλήνων». Θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη σοβαρότητα από τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας κ. Προβόπουλο. Γιατί άραγε οι Ιταλοί δεν γιόρτασαν το 2008 τα 2.200 χρόνια από τη μάχη της Ζάμα και τη συντριβή της Καρχηδόνας; Απλώς, γιατί θεωρούν γελοία αυτά που εμείς θεωρούμε σοβαρά.

Είμαστε χώρα που τιμά τον πόλεμο, τον πολεμικό ηρωισμό, τους αγώνες- εθνικούς, κοινωνικούς, ταξικούς. Οι νεαροί τρομοκράτες κάνουν πράξη την ηλίθια εθνική ρητορική που διδάχθηκαν στο σχολείο, που διαδίδουν τα μέντια, που καλλιεργείται στα καφενεία και στα γήπεδα. Για τούτο και μου σφίχτηκε η καρδιά όταν είδα τα παιδικά πρόσωπα των βομβιστών στις εφημερίδες. Είτε απελπισμένοι είτε βίαιοι, είναι θύματα της κυρίαρχης ιδεολογίας

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artId=365585&dt=07/11/2010#ixzz14bDFhjTm

Τι οδηγεί τους 20άρηδες να γίνουν τρομοκράτες;

Πρόσωπα νεαρά αλλά σφιγμένα, βλοσυρά, ίσως απελπισμένα. Οι φωτογραφίες των συλληφθέντων και των καταζητουμένων για συμμετοχή στους «Πυρήνες της Φωτιάς» δημιουργούν απορίες και ζητούν απαντήσεις. Πώς οι νέοι διαλέγουν το μονοπάτι της ατομικής και τυφλής βίας; Αραγε, οι «εικοσάρηδες της τρομοκρατίας» ανακυκλώνουν τα στερεότυπα μιας κουλτούρας της πολεμικής αρετής τόσο οικείας από παλιά στον τόπο μας, «απενοχοποιούν» μια ποινικοποίηση της πολιτικής διαφωνίας, στην πιο ακραία μορφή της, ή δίνουν τη δυναμική απάντησή τους στην κάθε μορφής εξουσία που στερεί, σε περίοδο γενικευμένης θεσμικής, οικονομικής και ιδεολογικής κρίσης, από τον κάθε εικοσάχρονο ορίζοντες, προσδοκίες, ιδέες και όνειρα; Είτε όλοι αυτοί οι λόγοι συντρέχουν είτε αλληλοσυμπληρώνονται είτε κινούνται σε παράλληλες, αν και ασύμβατες μεταξύ τους, τροχιές, φαίνεται να είναι ικανοί να οπλίσουν το χέρι ενός εικοσάχρονου, ουσιαστικά ακρωτηριάζοντας στο άνθος της την αυθεντικότερη ορμή του για δημιουργία και προσφορά.

Διαβάστε Επίσης

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Προσεγγίσεις σε μια θεωρία του πολιτισμού

  • Μαξ Χορκχάιμερ, Η έκλειψη του Λόγου, μτφρ: Θέμις Μίνογλου, εκδόσεις Κριτική, σ. 243, ευρώ 13,12
Γράφοντας την Εκλειψη του Λόγου, ο Μαξ Χόρκχαϊμερ (Max Horkheimer) δηλώνει στον πρόλογο του πονήματος τον στόχο προς τον οποίο κατευθύνεται: Στόχος του βιβλίου «είναι να διερευνήσει την έννοια της ορθολογικότητας που αποτελεί το υπόστρωμα της σύγχρονης βιομηχανικής κουλτούρας, για ν' ανακαλύψει αν η έννοια αυτή δεν περιέχει ελαττώματα που τη φθείρουν κατά ουσιαστικό τρόπο». (Μαξ Χόρκχαϊμερ Η έκλειψη του Λόγου, σ. 9). Ο Χόρκχαϊμερ, προσπαθώντας να εξιχνιάσει τους λόγους που οδήγησαν στην κολοσσιαίων διαστάσεων κρίση του ορθού Λόγου και του δυτικού πολιτισμού, αναφέρεται τόσο στα θεμέλια όσο και στην ουσία του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού: η υποκειμενικότητα, σήμα κατατεθέν της Aufklarung, έλκει την καταγωγή της από αυτές τις ίδιες τις καταβολές της σκέψης στην ελληνική αρχαιότητα, την αρχαιότητα του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, παίρνει δε την οριστική της δεσμευτικότητα στο καρτεσιανό πρόγραμμα της κυριαρχίας πάνω στη φύση· η αδιάσπαστη ενότητα φύσης και πνεύματος σε ολόκληρο το σώμα της ratio (η παράδοση του ορθού Λόγου) καταλύεται προς όφελος ενός είτε θετικιστικού είτε πραγματιστικού Λόγου και μιας εργαλειακής και αποψιλωτικής ορθολογικότητας.
«Ομως, η δύναμη που τελικώς κάνει δυνατές τις λογικές ενέργειες είναι η ικανότητα της ταξινόμησης, της συνεπαγωγής και της επαγωγής, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο περιεχόμενο - η αφηρημένη λειτουργία του μηχανισμού της σκέψης. Αυτός ο τύπος Λόγου μπορεί να ονομαστεί υποκειμενικός Λόγος. Ασχολείται ουσιαστικά με μέσα και σκοπούς, με την επάρκεια των διαδικασιών για επιδιώξεις λίγο ώς πολύ δεδομένες και υποθετικά αυταπόδεικτες. Αποδίδει μικρή σημασία στο ζήτημα του κατά πόσον οι επιδιώξεις αυτές καθεαυτές είναι λογικές» (στο ίδιο, σ. 14). Ο γερμανός στοχαστής, αντιδιαστέλλοντας τον υποκειμενικό προς τον αντικειμενικό Λόγο, βλέπει στον δεύτερο ένα εγγενές ενδιαφέρον για αξιακά φορτισμένα εννοιολογικά και πολιτισμικά περιεχόμενα που διατρέχουν απ' άκρου εις άκρον τη δυτική ιστορία, καθώς από την πλευρά του ο υποκειμενικός Λόγος δείχνει να ρέπει επικίνδυνα προς κάθε είδους ποζιτιβίστικη εγελιακότητα. Ο εγελιανός πανλογισμός, ας μην το ξεχνάμε, χρωστά την απαράμιλλη επικαιρότητά του στον κριτικό της χαρακτήρα, ενώ η υποκειμενικότητα του προγράμματος του γερμανικού ιδεαλισμού θα γεννήσει στις ακρώρειές της τόσο τον γερμανικό ναζισμό όσο και την ισοπεδωτική αλλοτρίωση του πολίτη του 20ού αιώνα.
Καθώς ο Σωκράτης υποδεικνύεται από τον Χόρκχαϊμερ ως ο θεμελιωτής της έννοιας της δυτικής ατομικότητας, θα προσπαθήσουμε «να διαβάσουμε» το εγχείρημα του γερμανού στοχαστή μ' έναν κριτικό τρόπο, καθώς και διατυπώνοντας κάποιες ερμηνευτικές προτάσεις.
  • Η απροσδιοριστία
Η έννοια της «απροσδιοριστίας» παίρνει στη θεωρητική σκέψη του 20ού αιώνα μία όλως δεσπόζουσα θέση, λόγω της Κβαντικής Φυσικής Θεωρίας του Χάιζενμπεργκ (Heisenberg), σύμφωνα με την οποία «η αρχή της απροσδιοριστίας» -έννοια σχετική με τη μέτρηση της θέσης και της ορμής ενός σωματιδίου σε δεδομένες συνθήκες- αναλαμβάνει ρυθμιστικό ρόλο στη θεωρητική Φυσική του περασμένου αιώνα.

Πιστεύουμε πως η έννοια της απροσδιοριστίας έχει έναν ιδιαίτερα εξέχοντα ρόλο κατά τη διάρκεια της τρισχιλιετούς πορείας της μεταφυσικής, αδιάλειπτα, μα ρόλο «συγκεκαλυμμένο». Συνιστά πραγματικότητα των μαθηματικών, της γεωμετρίας (ανιχνεύσιμη ακόμα και στα παμπάλαια παράδοξα «του λαγωού και της χελώνης» ή του βέλους του Ζήνωνα), καθώς και έννοια δίχως τη συνεισφορά της οποίας ίσως η νόηση της έννοιας του αναξιμάνδρειου «απείρου» είναι αδύνατη. Πέραν τούτου, η έννοια της απροσδιοριστίας αφορά την πραγματικότητα της «παράστασης» (Vorstellung - η αισθητηριακή πρόσληψη της εξωτερικής πραγματικότητα, η νοερή εικόνα ενός ή κάποιων πραγμάτων).

α) Καθώς η απροσδιοριστία κατοικεί θεμελιωδώς στην παράσταση (έλλειψη περιγραμμάτων, ανάδυση του αέναα νέου), ανιχνεύεται, κατά τη γνώμη μας, κατεξοχήν στην 3η υπόθεση του πλατωνικού διαλόγου Παρμενίδης, υπόθεση σκοτεινή και δυσανάγνωστη, η αποσφράγιση της οποίας δεν πραγματοποιείται δίχως «φιλοσοφικό κόστος». Στον συγκεκριμένο διάλογο, έναν διάλογο «απορητικό», συναντάμε πλήθος αδιέξοδα, μέσα από τα οποία ο Πλάτων, κατά την τελευταία του ώριμη περίοδο, προβάλλει τον σκεπτικισμό του για το κατά πόσον η «ταυτιστική λογική» (όρος του Καστοριάδη), είναι δυνατόν να περιγράψει ό,τι υπάρχει. Στον εν λόγω διάλογο -εστιάζουμε στην τρίτη υπόθεση του διαλόγου- η υπόδειξη της δεσμευτικότητας της απροσδιοριστίας όσον αφορά τον ρόλο της στη σκέψη συνιστά κεντρικό προσανατολισμό του Πλάτωνα, ο οποίος προσανατολισμός για πολλούς και συγκεκριμένους λόγους, στο κατοπινό του έργο, όπως και στη συνέχεια του διαλόγου, εγκαταλείπεται, ως πυρήνας προγραμματικής διακήρυξης, από τον έλληνα φιλόσοφο, με ασύλληπτο κόστος και επιπτώσεις για όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφική παράδοση.
β) Στον πλατωνικό διάλογο Τίμαιος, έργο επίσης της τελευταίας δημιουργικής περιόδου του Πλάτωνα, εκτίθεται η εξαιρετικά δυσπρόσιτη και δυσνόητη οντότητα με την ονομασία «Χώρα», οντότητα που ξεσήκωσε σειρά από σχόλια και διχογνωμίες μεταξύ των σχολιαστών όσο και των φιλοσόφων. Αν ο Ντεριντά ανακαλύπτει νύξεις για χαρακτηριστικά της χώρας «σε όλα τα κείμενα της προκαταρκτικής συζήτησης του διαλόγου», πιστεύοντας πως παραπέμπει πάντα σ' έναν χώρο «κατειλημμένο, κατοικημένο, πολιτικό», και αν ο Χάιντεγκερ βλέπει σ' αυτήν τον πρόδρομο της καρτεσιανής res extensa, εμείς θα προτείναμε να δούμε στην πλατωνική χώρα την κατεξοχήν θεματοποίηση της έννοιας της απροσδιοριστίας. Η απροσδιοριστία υπεισέρχεται τόσο στην κατασκευή όσο και στη δομή του πλατωνικού κόσμου, σαν μια χωριστή και καθ' όλα διακριτή οντότητα, απαραίτητη για τη συγκρότηση τόσο του αισθητού όσο και κάθε νοητού.
Καθώς προς την ίδια κατεύθυνση της αμφισβήτησης του ρόλου της ταυτιστικής λογικής κινούνται και πολλοί άλλοι όψιμοι διάλογοι του Πλάτωνα, όπως ο Σοφιστής ή ο Φίληβος, πρέπει να επισημάνουμε ότι η θεμελίωση και στήριξη της δυτικής σκέψης στην πλατωνική ιδέα -ένα πρόγραμμα σε τελείως άλλο πνεύμα από αυτό των τελευταίων διαλόγων- και κατόπιν στις αριστοτελικές κατηγορίες θα πολεμήσει, θα περιορίσει και τελικά θα εξοβελίσει την παράμετρο απροσδιοριστία από τη θεμελιώδη θεματική της δυτικής μεταφυσικής, καθώς το πρόγραμμα του «πέρατος» θα υιοθετηθεί και από τους Καντ και Χέγκελ, με αποτέλεσμα τον πλήρη προσδιορισμό του νοητού (κάθε φυσικό αντικείμενο είναι πλήρως προσδιορισμένο ως προς όλα τα δυνατά του κατηγορήματα, αποφαινόταν ο Καντ).
Οι έννοιες της απροσδιοριστίας και της παράστασης διακρίνονται από αμοιβαία «εκλεκτική συγγένεια», πράγμα που ο Πλάτων αντιλαμβάνεται πολύ καλά, αφού αποφασίζει να πλησιάσει και να εισαγάγει στη διαλεκτική του με το όχημα του «μύθου». Καθώς ο μύθος απευθύνεται πρώτα πρώτα στην ανθρώπινη φαντασία, με την εμφάνιση του Σωκράτη, παρατηρούμε μια μετατόπιση του κέντρου βάρους στη φιλοσοφική σκέψη, καθώς ο Αθηναίος στοχαστής θα χρησιμοποιήσει ως εργαλείο, μα και ως ρυθμιστική αρχή της προσέγγισής του στον κόσμο και στο πολιτικώς «πράττειν» τις γενικές έννοιες.
Αν οι σωκρατικές γενικές έννοιες αποκτούν μεταφυσική υπόσταση ως ιδέες, αιώνιες και άφθαρτες, στο πλατωνικό έργο, νέα δεδομένα και νέες ευθύνες ξεπροβάλλουν για τον Αθηναίο και τον παγκόσμιο πολίτη: η συμμόρφωση στην αλήθεια της ιδέας αναδεικνύεται γνώμων για το ηθικώς πράττειν, για το ορθώς πολιτεύεσθαι αλλά και για το φιλοσοφικώς βιοτεύειν. Η πλατωνική ιδέα υποδηλοί μία πραγματικότητα όσο και μία αλήθεια, την οποία ο άνθρωπος, υπό όρους, μπορεί να προσπελάσει.
Αποτελεί καίριο ερώτημα το τι συνιστά τελικά, ως φιλοσοφική υποθήκη στη νεωτερικότητα, η απαρέγκλιτη πίστη του Εγελου στη δύναμη της Εννοιας· πάντως βέβαιη είναι η υποβάθμιση του ρόλου της φαντασίας αλλά και ο εξοβελισμός της απροσδιοριστίας, ως ρυθμιστικής, από το σύστημά του. Η δύναμη και η αποτελεσματικότητα, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οντολογικό επίπεδο, της «ροής των παραστάσεων» (των νοητικών εικόνων) είναι, πιστεύουμε, κάτι που θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικότερα.
  • Προσέγγιση σε μια θεωρία του πολιτισμού
Δεν είναι βέβαιο πως όταν ο Φρόιντ διατύπωσε την ανθρωπολογική του προσέγγιση, με γνώμονα τη libido, είχε εξαρχής κατά νου να σκιαγραφήσει μια διεξοδική θεώρηση του πολιτισμικού φαινομένου· πάντως, τελικά, κάτι τέτοιο έκανε μέσα από την ολοκλήρωση της θεώρησής του: ο ρυθμιστικός ρόλος του ενστίκτου ζωής και του ενστίκτου θανάτου ολοκληρώνει το όψιμο έργο του, καθώς συνεισφέρει στη διατύπωση μιας εμπνευσμένης σύλληψης. Η εγγραφή του νόμου στα ανθρώπινα υποκείμενα συντελείται από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους μέσα από τη χαλιναγώγηση της παιδικής σεξουαλικότητας· η αρχή της ηδονής τροποποιείται σε αρχή της πραγματικότητας, καθώς το παιδί, από νωρίς ακόμα, μέσα από τη διαπαιδαγώγηση που εισπράττει από το περιβάλλον του και τις γονεϊκές επιταγές αδυνατεί να βρει ικανοποίηση της πρωταρχικής του σεξουαλικότητας. Ο έλεγχος της ανθρώπινης σεξουαλικότητας από το οικογενειακό περιβάλλον έχει ως αποτέλεσμα να χαλκευθεί ένας καταπιεσμένος όσο και ντρεσαρισμένος ενήλικος. Η αρχή της πραγματικότητας γίνεται γνώμονας συμπεριφοράς που υπαγορεύεται από την κατεστημένη κοινωνία, η οποία βρίσκει έτσι τον τρόπο να χειραγωγήσει τα άτομα και να παραγάγει υποκείμενα πειθήνια, που είναι σε θέση να εργάζονται για να παράγουν δίχως να διαμαρτύρονται, αφού το μέσον για την ποθούμενη αμφισβήτηση και εξέγερση απέναντι στην εξουσία, δηλαδή η libido είναι κατεσταλμένη και ανενεργή.
Από την πλευρά τους, οι Χόρκχαϊμερ και Αντόρνο, περί τα μέσα του 20ού αιώνα, διατυπώνουν μια διαφορετική άποψη: Ο ορθός Λόγος φέρει το ανορθολογικό μέσα σ' αυτόν τον ίδιο τον πυρήνα του. Ο ορθός Λόγος κατέστησε δυνατή τη δυτική ανθρωπότητα, την οποία τελικά καταστρέφει, αφού σήμερα βρίσκουν χώρο να εκφραστούν εγγενείς σ' αυτόν αντινομίες. Η πραγματικότητα της πολιτισμικής ερήμωσης που διαπιστώνεται στη σύγχρονη ιστορία του δυτικού κόσμου, ο αλλοτριωμένος και αποξενωμένος από το αποτέλεσμα της εργασίας του όσο και από τις πραγματικές του επιθυμίες πολίτης στερείται πλέον τα μέσα που θα μπορούσαν να καταγγείλουν την ερήμωση που κυκλώνει απειλητικά την ύπαρξή του. Υπαίτιο για τούτη τη θλιβερή παρακμή, την οποία διαπιστώνουν μια πλειάδα από στοχαστές, όπως ο Ρουσό, οι Ρομαντικοί ή ο Νίτσε, δεν είναι μόνο το καρτεσιανό πρόγραμμα της κυριαρχίας πάνω στη φύση - το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες: Ο ορθός Λόγος είναι από την καταγωγή του και από την σύστασή του, αρχής γενομένης από την ελληνική αρχαιότητα, Λόγος κατοχής και κυριαρχίας. Ο ομηρικός Οδυσσέας υπήρξε το μοντέλο του πρώτου αστού που μπροστά στην ευόδωση των σχεδίων του θα καταφύγει στη «φενάκη» της θυσίας - στην εξαπάτηση των άλλων (Χόρκχαϊμερ, Αντόρνο, Η διαλεκτική του Διαφωτισμού). Ο Χόρκχαϊμερ κλείνει την Εκλειψη του Λόγου καταγγέλλοντας τον Λόγο στο όνομα αυτού του ίδιου του Διαφωτισμού που κάποτε τον ενέπνευσε.
Απέναντι και στις δύο αυτές θεωρήσεις θα τολμήσουμε να διατυπώσουμε μία ένσταση υπό μορφή πρότασης: Ο ορθός Λόγος, ό,τι καλούμε ratio, ποτέ δεν διατυπώθηκε στην ολότητά του· αυτό που έχει μιληθεί ως Λόγος είναι στην ουσία ένα μέρος μιας ολότητας, της οποίας ίσως το σημαντικότερο κομμάτι μένει στο σκοτάδι.
Θα πρέπει να παρακάμψουμε το πλατωνικό «πέρας» και την εγελιανή «προσδιοριστικότητα» (Bestimmtheit) για να φτάσουμε στο ουσιώδες: Η απροσδιοριστία είναι το πλαίσιο, το περιβάλλον μέσα στο οποίο κατοικεί ένας ολόκληρος κόσμος σημασιών, παραπομπών, αρχετύπων, παραστάσεων, συμβόλων και γλωσσικών προϋποθέσεων και δομών, «συστατικά», τα οποία συνιστούν ένα «μάγμα» (όρος του Καστοριάδη που υποδηλοί κάτι σαν ακατέργαστο φαντασιακό υλικό). Θα λέγαμε μάλλον ένα «υπερμάγμα» -ένα μάγμα των μαγμάτων- αφού το υλικό είναι ετερόκλιτο. Η θεωρητική παραγωγή του 20ού αιώνα (γλωσσολογία, εθνολογία, ψυχανάλυση, σύγχρονη λογοτεχνία και τέχνη κ.λπ.) δεν είναι μία εμπειρική προσαύξηση των εγελιανών εννοιών, μα μία Αβυσσος νοημάτων, μία «σημασιακή δεξαμενή», που υπήρχε πάντοτε, ως υπόρρητη πραγματικότητα, ήδη κάτω από τις κατηγορίες του Αριστοτέλη. Τούτο το υλικό, ένας πραγματικός ανθρωπολογικός και σημασιακός θησαυρός παραπομπών, μία ανεξάντλητη πηγή από νοηματικές μήτρες, υπέφωσκε εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια των κατηγοριών της ratio, όντας ένας κόσμος άλαλος, κατεσταλμένος και φιμωμένος κάτω από τις θεμελιώδεις έννοιες της δυτικής μεταφυσικής.
Καθώς η απροσδιοριστία συνιστά το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται ο εν λόγω σημασιακός χώρος, θα λέγαμε πως παρ' όλ' αυτά ο χώρος αυτός δεν διέπεται από αταξία. Χαρακτηρίζεται από μια «άτακτη τάξη», απολύτως σχετική με ό,τι περιγράφει η θεωρία των πιθανοτήτων, καθώς δε ένα μέρος αυτού του υλικού προωθείται προς την κατονομασία, επιδέχεται όλο και περισσότερους προσδιορισμούς. Καθώς τούτη η δυναμική δεν ήταν, πιστεύουμε, άγνωστη στον Πλάτωνα, μπορούμε να πούμε πως η πορεία που ακολούθησε η δυτική μεταφυσική δεν ήταν η μόνη δυνατή· σαφώς, η πορεία του δυτικού πολιτισμού δεν υπήρξε αποκλειστική ευθύνη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, καθώς η δυτική οντολογία αντιστοιχούσε πάντα σε μια ανάλογη με αυτήν κοινωνική πραγματικότητα. Το τεράστιο αυτό θέμα δεν θα το συζητήσουμε εδώ, πρέπει πάντως να επισημάνουμε ότι θα ήταν δυνατόν να έχουν ακολουθηθεί και διαφορετικές επιλογές.
Ολος αυτός ο νοηματικός χώρος υπήρξε φυλακισμένος κάτω από τα κατηγοριακά σχήματα της υπερδισχιλιετούς δυτικής οντολογίας, με αποτέλεσμα να καταστέλλεται όχι μόνον τούτο το σημασιακό υλικό, αλλά μαζί με αυτό και το ανθρώπινο φαντασιακό. Για χιλιετίες η φαντασία του δυτικού ανθρώπου είναι μπλοκαρισμένη, κάτι που ο Φρόιντ, στον βαθμό που το αντιλαμβάνεται, το αποδίδει σε αμιγώς ψυχολογικά αίτια. Για χιλιετίες ο δυτικός άνθρωπος παρεμποδίζεται από το να μπορεί να φανταστεί, να φαντασιωθεί και να οραματιστεί όπως του αξίζει. Τα κοινωνικοπολιτικά οράματα, η κατεξοχήν περιοχή έκφρασης τούτου του υπόρρητου της ratio χώρου, δεν είναι αυτά που αντιστοιχούν και αυτά που αξίζουν στον ταλαιπωρημένο δυτικό άνθρωπο.
Η κατάσταση αυτή μόνον ανώδυνη δεν είναι· έχει, θα λέγαμε, τεράστιες συνέπειες, που αφορούν την ανθρώπινη ιστορία και την πραγματικότητα των πολιτικών θεσμών. Το υπόρρητο αυτό στη ratio σημασιακό υλικό «πιέζει εκ των ένδον» τα περιβλήματα των εννοιών, στα οποία είναι εγκλωβισμένο, φέροντας στο φως, σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο, μια ρηξιγενή πραγματικότητα. Τούτο το φυλακισμένο στις δυτικές κατηγορίες σημασιακό υλικό ήταν αυτό που κατεστάλη ακόμα μία φορά, όταν ο αθηναίος Σωκράτης καταδικάστηκε το 399 π.Χ. από τους συμπολίτες του στο να τελειώσει τη ζωή του πίνοντας κώνειο. Η προσπάθεια του Σωκράτη ήταν μία πάλη της κριτικής σκέψης με τις καθιερωμένες δομές και προκαταλήψεις της αρχαίας Αθήνας, όπου για ακόμη μία φορά φιμώθηκε το αίτημα της αυτονόμησης και της ολόπλευρης έκφρασης του ατόμου.
Καθώς τούτη η ασύλληπτη «εκ των ένδον» πίεση αυτού του μέχρι πρότινος σιωπηλού χώρου κατέστη πραγματικά ασφυκτική, κατά τους τελευταίους ευρωπαϊκούς χρόνους -κυρίως την εποχή της δύσης των διαφωτιστικών ιδεών- σε μεγάλο βαθμό οι παραδοσιακές κατηγορίες της δυτικής μεταφυσικής διερράγησαν. Η ένταση τούτης της ρήξης, ενός αγώνα όπου η φαντασία και το ενορμησιακό παλεύουν μέχρις εσχάτων με την Εννοια, αντιστοιχεί εκατό τα εκατό στα δραματικά γεγονότα των αρχών του 20ού αιώνα. Τι, αλήθεια, φοβάται ο σύγχρονος άνθρωπος όταν αναλογίζεται ένα ενδεχόμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα, αν όχι την ουσιώδη του πραγματικότητα, την αλήθεια του, που αγωνίζεται να εκφραστεί, να υπάρξει και να θεσμοθετήσει, σε πείσμα των αποστεωμένων κατηγοριών μιας νεκρής, εδώ και καιρό, ορθολογικότητας, δίχως να το πετυχαίνει;
Καθώς τα κελύφη των θεμελιακών εννοιών της δυτικής μεταφυσικής διερράγησαν, αποτέλεσμα ήταν τόσο μια καινοφανής πνευματική συνέχεια στο επίπεδο της επιστήμης, της σκέψης και της τέχνης, καθώς κι ένα κλίμα σύγχυσης, αβεβαιότητας και φόβου, όπου «τίποτα δεν αποκτά το όνομά του». Η εξέλιξη που περιγράφουμε υπήρξε βεβιασμένη, καθώς το υλικό του «σιωπηλού» τούτου χώρου ξεχύνεται πλέον, μέσα σε όλον τον 20ό αιώνα, μέσα από τις διαρραγείσες έννοιες βεβιασμένα και επικίνδυνα. Το χάος δύσκολα μπορεί να εκφραστεί όταν δεν χωράει και δεν περιορίζεται σε νόρμες. Το σκοτεινό κομμάτι της «συλλογικής ανθρώπινης ψυχής» απέχει πολύ από το να έχει εκφραστεί με σαφήνεια και με αιτήματα: το φοβόμαστε σε κάθε εμφάνιση μιας νέας εστίας πολέμου, αλλά και σε κάθε ομαδικό βανδαλισμό μέσα στα γήπεδα.
Αν πράγματι το υποκείμενο δεν πέθανε -πράγμα που πιστεύουμε βαθιά- καλείται επιτακτικά να βγει, να ξυπνήσει από τον καταναγκαστικό του ύπνο. Θέλουμε να πιστεύουμε όχι μόνον στη δύναμη της σκέψης αλλά και στη δύναμη του ανθρώπου. *