Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Καλή και κακή συγκομιδή των τροφίμων


Αρχέγονη αντιμετώπιση της ξηρασίας σε εποχή τεχνολογικά εκρηκτική
  • Του Σπ. Ι. Ασδραχα*Η Καθημερινή, 02/09/2012

Στην Αμερική η κακή κλιματική συγκυρία (ξηρασία) επέφερε πτώση της παραγωγής των δημητριακών (σιτάρι και καλαμπόκι) και της ζάχαρης. Τούτο μας παραπέμπει σε αρχέγονες καταστάσεις και στους όρους που διείπαν το ζεύγος ευφορία-αφορία, αλλά και στους τρόπους της αντιμετώπισής τους. Και αυτά σε χρόνους με μια τεχνική που δεν συγκρίνεται με τη σημερινή. Σε όλες τις περιπτώσεις κοινός παρονομαστής η κλιματική συγκυρία. Ας σημειωθεί ότι η ευφορία δεν συνεπάγεται την άμεση αύξηση των κερδών. Ενας Γερμανός ιστορικός, ο Abel, παρατηρούσε τα εξής: σε εποχή ευφορίας ο μεγάλος παραγωγός αντισταθμίζει την πτώση των τιμών με το μεγάλο πλεόνασμα που μπορεί να διοχετεύσει στην αγορά με χαμηλές τιμές, συνεπώς να έχει υψηλές χρηματικές εισφορές· ο μεσαίος και ο μικρός παραγωγός χάνουν από την πτώση των τιμών, γιατί διαθέτουν χαμηλά πλεονάσματα. Επικαλείται τον Σαίξπηρ που λέει ότι ένας κτηματίας πηγαίνει να κρεμαστεί, γιατί υπήρξε καλή σοδειά: δεν πρόκειται για παραλογισμό, αλλά για μια οικονομική πραγματικότητα.

Δεν είναι, ωστόσο, δεδομένο ότι παντού και πάντα η αγορά ήταν σε θέση να απορροφήσει την υπερπαραγωγή των δημητριακών. Το σιτάρι που απόμενε, αν δεν φρόντιζε κανείς για τη διατήρησή του, «άναβε», αν τύχαινε να μαζευτεί νωπό στο αλώνι, δηλαδή αλλοιωνόταν και δεν μπορούσε να γίνει ψωμί ή χυλός· έπρεπε να διατηρηθεί με ασφαλή τρόπο. Υπήρχαν διάφοροι τρόποι, ένας απ’ αυτούς οι «γούβες»: το σιτάρι καταχωνιάζονταν στη γη και έμενε ανέπαφο. Μπορούσε να διατεθεί στη ζωάρκεια, αλλά και να διοχετευτεί στην αγορά.

Στο σημείο τούτο, ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση: Ο Ιούλιος Καίσαρ περιγράφοντας τις γερμανικές συνήθειες, αναφέρει ως προς την αγροτική καλλιέργεια: «mutuant labores et superest ager». Για την ερμηνεία της φράσης είχε χυθεί πολύ μελάνι. Ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός Μαρκ Μπλοκ (του οποίου η ναζιστική κτηνωδία δεν συγχώρεσε την εβραϊκή του καταγωγή και τον σκότωσε), συνόψισε τη σωστή απάντηση: «μεταθέτουν τα οργώματα κι απομένει λόγκος». Τούτο σημαίνει ότι εγκατέλειπαν το καλλιεργημένο έδαφος και μετέθεταν τις καλλιέργειες σε άλλο. Με ποια μέθοδο; Η Μπόσερουπ διασαφηνίζει μέσω του καψίματος («ρόγκος» λέγεται αυτό σε παλαιότερα ελληνικά). Το αποτεφρωμένο έδαφος ήταν για λίγο καιρό γόνιμο. Τούτο με τη σειρά του σημαίνει ότι το δημογραφικό βάρος ήταν μικρό και η διαθεσιμότητα γαιών μεγάλη. Κάποτε η τελευταία περιορίστηκε, με αποτέλεσμα να αξιοποιούνται οι περιθωριακές γαίες, συνεπώς να πέφτουν οι αποδόσεις. Ας μην επεκταθούμε σ’ αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της αγροτικής οικονομίας.

Η παρέκβαση ήθελε απλώς να υπομνήσει το αυτόδηλο: ότι η συγκομιδή, καλή ή κακή, πραγματοποιείται σε ένα έδαφος που δεν ήταν πάντα σταθερό και που συνεπαγόταν την επέκτασή του. Η επέκταση του καλλιεργούμενου χώρου μπορούσε να έχει ως συνέκδοχο την επέκταση των οικιστικών συναθροίσεων: ο Τσβίγιτς δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα ως προς τη Βαλκανική Χερσόνησο. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην κακή συγκομιδή. Οφείλεται στην αρνητική κλιματική συγκυρία, όπως λέγαμε αρχίζοντας αυτό το σημείωμα, που δεν έχει τίποτε το καινοφανές να προσκομίσει. Η αφορία φέρνει τον λιμό και ο λιμός εξασθενίζει τα σώματα που γίνονται ευάλωτα στην αρρώστια, στον λοιμό. Τούτο δεν θέλει να πει ότι ο λιμός προκαλεί τον λοιμό: ο τελευταίος βρίσκει έδαφος στον πρώτο.

Η αφορία συνεπάγεται, καθώς λέγαμε, την ακρίβεια: πόσοι όμως μπορούν να αγοράσουν τα διαθέσιμα λίγα προϊόντα; Οι μαρτυρίες για τα καθ’ ημάς δεν είναι λιγοστές: κάπου κάποιοι πούλησαν τα παιδιά τους.

Η αφορία δεν ήταν γεωγραφικά γενικευμένη και σε ορισμένους τόπους η σοδειά ήταν καλή και άφηνε εμπορεύσιμα πλεονάσματα. Ετσι με τη διακίνηση των αγαθών μπορούσε να αντιμετωπισθεί η σιτοδεία και να κατέβουν οι τιμές. Ωστόσο, η διακίνηση ήταν αργή και η σιτοδεία δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπισθεί άμεσα. Υπήρχε η δυνατότητα πρόβλεψης;

Υπενθυμίζω ότι αναφέρομαι στα καθ’ ημάς και κατ’ εξοχήν στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Δεν νομίζω ότι έχουμε συστηματικές μελέτες για την πρόβλεψη, αλλά οι ενδείξεις ή οι επί μέρους προσπελάσεις δεν λείπουν. Ανάμεσα στα παραδείγματα η Μονή του Θεολόγου στην Πάτμο φαίνεται ότι ασκούσε την πρακτική της πρόβλεψης. Το παράδειγμα δεν είναι φυσικά μοναδικό και τα μοναστήρια φρόντιζαν να έχουν τα αποθέματά τους και πολύ περισσότερο οι τοπικές αυθεντίες. Το ίδιο και τα φρούρια. Η κρατική πολιτική επίσης φρόντιζε, όχι επιτυχώς, να περιορίζει τις εξαγωγές σιτηρών. Επωφελούμενοι από τις εξαγωγές ήταν κυρίως όσοι καρπώνονταν τις δημόσιες προσόδους μεγάλοι τιμαριώτες, ενοικιαστές των δημοσίων προσόδων, κάποτε ισόβιοι.

Φοβούμαι ότι αναλώνομαι σε ένα στοιχειώδες μάθημα οικονομικής ιστορίας και ζητώ συμπάθιο. Ας μου επιτραπεί να τελειώσω αυτό το σημείωμα αναφερόμενος στην κερδοσκοπία που συνεπαγόταν η σπάνις.
Ανάμεσα στα συστήματα ιδιοποίησης της παραγωγής ήταν το «προστύχι», δηλ. η προαγορά της συγκομιδής με συμφωνημένες ή υπό διαμόρφωση τιμές: και στις δύο περιπτώσεις η τιμή συνέπιπτε με την εποχική συμπίεση των τιμών, κατά την εποχή δηλαδή της συγκομιδής. Ο Μακρυγιάννης έτσι έφτιαξε πριν από το 1821 το κεφάλαιό του: με δανεικά προστύχισε δημητριακά στην Αρτα και μάλιστα σε μια χρονιά σπάνης και ακρίβειας.

Ξαναγυρίζω στη σιτοδεία, τον λιμό και τη διακίνηση παραθέτοντας, κατ’ εξαίρεση ένα βραχύ χρονικό του 1670:

αχο΄. «Εγινε πείνα περισσή εις την Αγίαν Μαύραν και εις όλην την οικουμένην, τόσον οπού επήγεν τον Μάρτη και τον Απρίλη ο κάδος της Αγίας Μαύρας [...], ριάλια εφτά. Καμπόσοι το πήραν και οκτώ κατά την αγοράν και είχε και το ριάλι άσπρα εκατό και ετρόμαξεν ο κόσμος από την πείναν. Και εις τα οκτώ του Ιουνίου έφερε ο Πεχλιβάν ρεΐζης μια παΐζα γεμάτη σιτάρι εις την Αγίαν Μαύραν και την επούλησεν δυο γρόσια τον κάδο και εβοηθήθη ο κόσμος. Και εις αυτό βάνομεν ενθύμησιν... και μεταγενεστέρων».

* Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: