[Σεβαστάκης Δημήτρης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 9/9/2012]. Τα μεγάλα λαϊκά σύνολα που συμπύκνωσε, αλλοίωσε και εξέφρασε η Δημοκρατική Παράταξη υπάρχουν; Οχι. Αφανίστηκαν στη μη παραγωγική φενάκη. Πώς μπορεί λοιπόν η Δημοκρατική Παράταξη να κληροδοτηθεί, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει διάδοχο και εν ζωή πολιτικό σχήμα υποδοχής, όταν το κοινό που τη συγκρότησε και το συνεχές των αιτημάτων που αφομοίωσε εκπίπτουν, αναστρέφονται ιστορικά; Οταν το κοινωνικό σώμα της εξανεμίζεται μαζί με τις αναφορές που το συνέταξαν; Οι ορμητικές μάζες που εκφράστηκαν από την ευρύχωρη ιδιόλεκτο του ΠαΣοΚ, που πλούτισαν, αλλά κυρίως ενσωμάτωσαν τη θεσμοποιητική ισχύ τους σε όλο το κοινωνικό-οργανωσιακό υπερκείμενο, εξαφανίζονται όχι πλέον σε μια προλεταριοποίηση, αλλά στη νέα, ασύντακτη και πολιτιστικά ακανόνιστη έξωση. Η άνεργη ένδεια δεν μπορεί να γίνει αφηγηματικό, ταυτοτικό εργαλείο.
Η μεγάλη δυνατότητα του μεσαίου χώρου να τέρπει, αλλά κυρίως να αναβαπτίζει, να διαμορφώνει διαρκώς νέα αναγνωριστικά περιεχόμενα και μορφές κοινωνικής ρύθμισης και αξίωσης, να συγκροτεί εξουσιαστικές κανονικότητες, απαλείφεται μαζί με τις μάζες που εξέθρεψε. Στο «μη όνομα», στην απροσδιοριστία που συνεπάγεται η ιστορική έκπτωση, δεν αντιστοιχεί μια ευδιάκριτη συνείδηση, μια μορφή, μια εννοιολογημένη ταυτότητα.
Η μεγάλη δυνατότητα του μεσαίου χώρου να τέρπει, αλλά κυρίως να αναβαπτίζει, να διαμορφώνει διαρκώς νέα αναγνωριστικά περιεχόμενα και μορφές κοινωνικής ρύθμισης και αξίωσης, να συγκροτεί εξουσιαστικές κανονικότητες, απαλείφεται μαζί με τις μάζες που εξέθρεψε. Στο «μη όνομα», στην απροσδιοριστία που συνεπάγεται η ιστορική έκπτωση, δεν αντιστοιχεί μια ευδιάκριτη συνείδηση, μια μορφή, μια εννοιολογημένη ταυτότητα.
Αρα τι; Τι μπορεί να κληροδοτηθεί και, κυρίως, να κληρονομηθεί; Οι εκπίπτουσες κοινωνικές ομάδες έχουν ανάγκη από αναπαραστάσεις, ή έστω από ομοιώματα αναφοράς. Επινοούν και σκηνοθετούν ήρωες της τρυφηλής μεταδικτατορίας ή παλιές ομάδες που δεν στεγάζουν παρά την ανάμνηση της πολιτικής-οικονομικής ακμής και της ηγεμονίας. Φυσικά η σύναξη πολιτικών παλαιμάχων, παλαιοπωλών και συνταξιούχων δεν κληροδοτείται, αλλά αντίθετα δεσμεύει. Μπορεί να οδηγήσει σε νέες - ευχάριστες και συγκινητικές - καθηλώσεις.
Το ερώτημα, εν τούτοις, του κληροδοτήματος είναι απολύτως νόμιμο, κρίσιμο και εκκρεμές, όταν δεν περιορίζεται στους συμβολισμούς απλών εκλογικών συμπράξεων, αλλά συγκεφαλαιώνει ιδεολογικές πυκνώσεις, ώσεις, επιθυμίες. Υπάρχουν; Για την ακρίβεια, ο τελεστικός μηχανισμός της Δημοκρατικής Παράταξης, που δομήθηκε με κέντρο την κάρπωση της εξουσίας, επέτρεψε να συγκροτηθεί ιδεολογικό πεδίο ή απλώς κατάφερε σε ένα ανεπανάληπτο και ευρηματικό στρατήγημα εξουσίας να προσαρμόσει ποικίλες ιδεολογικές αναφορές, που ξεκίνησαν από τον αντάρτικο αντιιμπεριαλισμό και έφθασαν ως τον δογματικό νεοφιλελευθερισμό; Και μάλιστα πάντα με έναν πολύπλευρο λαϊκισμό ο οποίος μπόρεσε να εμβολιάσει, να μεταδοθεί, να συσσωματώσει τα σπαράγματα άγλωσσων και σε μεγάλο βαθμό αποπολιτικοποιημένων - στεγνά εξουσιαστικών - αιτημάτων;
Εν τούτοις στην ερμηνεία μιας ευρύτατης συλλογικής κατάρρευσης και μιας συνολικής έκλειψης, το σχήμα ερμηνείας που χρησιμοποιώ αφήνει ενδιαφέροντα κενά. Στη νέα αποδομητική συνθήκη, το κληροδότημα μπορεί να κινηθεί στα ρωγμώδη κενά της Ιστορίας, να ανασυνταχθεί με τελείως διαφορετικούς όρους από αυτούς που θα κατένεμε ένας συνεπής ιστορικοσυγκριτισμός ή θα περιέγραφε μια πολιτική κανονικότητα. Αυτή η ιστορική αναθέσμιση, η ανάπτυξη του ιστορικού αποθέματος με ελισσόμενες ή αφηρημένες ή άυλες συνθετικές ζεύξεις (πράγμα που εισηγείται η ίδια η φύση της οικονομίας και οι νέες μορφές καταστροφής και ανάκτησης) αποδυναμώνει αποφάνσεις του τύπου «τέλειωσε το ακροατήριο, τέλειωσε και το σύμβολο, άρα απομένει η αποδοχή της κληρονομιάς».
Πέρα από τις ποιότητες και τους άμορφους τύπους ιστορικών μεταβιβάσεων, ως κρίσιμο παραμένει το ότι ευρύτατες μάζες αισθάνονται χωρίς αφηγηματικό ενδιαίτημα, ταλαντεύονται σε ένα κοινωνικό και θεωρησιακό κενό. Αυτό που, νομίζω, λείπει από τα νέα αιτήματα «μεταστέγασης» δεν είναι κάποιο πολιτικό μόρφωμα παρηγορητικής ιδιοτέλειας, ούτε η αποδοχή αγχολυτικών στερεοτύπων, αλλά ένας σχηματισμός Λόγου που θα ανασυνέτασσε και θα αναδημιουργούσε μια αξιωματική συμβόλων, αλλά κυρίως μια ηθική επανιεράρχηση.
Δηλαδή ένα πολιτικό ον, που δεν θα κληρονομούσε αλλά θα ανασυγκροτούσε τους όρους μιας περιεκτικής ηθικής και ιδεολογικής ανασκευής. Και αυτό γιατί, όπως είπαμε, ακριβώς επειδή το ηγεμονικό κέντρο της Δημοκρατικής Παράταξης δεν ήταν τόσο η εξισορρόπηση και η ανασύνθεση των στρεβλώσεων του μετεμφυλίου, αλλά κυρίως η κάρπωση της εξουσίας, η απενοχοποίηση νέων στρωμάτων της ιδιότυπης παραγωγικής γραφειοκρατίας και οι ποικίλες ιδεολογικές επικαλύψεις, οι οποίες παρέμεναν ενεργές μόνο ως όχημα της εξουσιαστικής μέριμνας.
Η Δημοκρατική Παράταξη, βεβαίως, μπορεί να αυτοκληρονομηθεί. Εννοώ ότι μέσα στην αλλοτρίωσή της και το κενό που, πλέον, ορίζει, μπορεί να μεγεθυνθεί σε μια πολύπλευρη και πολιτικά ασύμμετρη διαστασιολόγηση. Και τότε ο δυνητικός παραλήπτης, αντί να διευρυνθεί, θα συρρικνωθεί, μέσα σε ένα βαθύ, εσωτερικό πολιτικό γήρας. Αυτό είναι ό,τι πιο τοξικό μπορεί να κληρονομηθεί και πολιτικά ολέθριο να διαπραχθεί.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου