- Του Πασχου Mανδραβελη, Η Καθημερινή, 23/9/2012
Φυσικά και δεν συμψηφίζεται η ακροαριστερή παραβατικότητα με την ακροδεξιά. Ενα κακό από τα αριστερά συν ένα κακό από τα δεξιά δεν ισούται με μηδέν· δεν παράγει κάτι ουδέτερο. Μας κάνει δύο κακά. Και οι λογικές εκατέρωθεν «κι εσείς γιατί βασανίζετε τους μαύρους», ή «κι εσείς γιατί βασανίζετε τους Ελληνες» δεν προσθέτουν. Κλέβουν χρόνο από ένα διάλογο που έπρεπε να γίνει πριν από πολύ καιρό σ’ αυτή τη χώρα.
Καλώς ή κακώς η κρίση έφερε στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα που κρύβαμε κάτω από το χαλί της επίπλαστης ευημερίας. Δεν είναι μόνο η οικονομία για την οποία δεν προνοήσαμε και εκφυλίστηκε σε μια φούσκα που τώρα -μόλις κόπηκαν τα δανεικά- συρρικνώνεται βιαίως. Για όλα τα ζητήματα δεν είχαμε λύσεις, είχαμε πρόχειρα συνθήματα. Και μύθους... Πολλούς μύθους... Από το «οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές», μέχρι το «νόμος είναι το δίκιο του τάδε», η ελληνική κοινωνία ποτέ δεν συζήτησε σε βάθος τις προκλήσεις που είχε. Βολεύτηκε και αποσιώπησε.
Αφησε τα προβλήματα να θεριεύουν μέχρι που έσκασαν όλα μαζί, λίγο μετά που ο τροφοδότης λογαριασμός των «καταραμένων αγορών» σταμάτησε να διοχετεύει χρήμα στο στρεβλό μοντέλο. Ξαφνικά ανακαλύψαμε ότι καλοκάγαθοι νοικοκυραίοι έγιναν υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής· ότι η βία στους δρόμους μπορεί να έχει κι άλλο χρώμα, εκτός από το μαυρο-κόκκινο. Η «ελληνική ιδιαιτερότητα» με την οποία εντέχνως αλληλοκολακευόμασταν όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν λειτούργησε. Ο «πιο πολιτικοποιημένος λαός του κόσμου», αύξησε εν μια νυκτί τον Μάιο του 2012 κατά 2.400% τα ποσοστά ενός ναζιστικού μορφώματος, παρά τους μελωδικούς όρκους της μεταπολίτευσης ότι «δεν θα περά-, δεν θα περάσει ο φασισμός». Ή μήπως ήταν αυτή η θεωρία της ελληνικής ιδιαιτερότητας -οι θεωρίες περί ελληνικών γονιδίων- που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να εμφανιστεί η μαχητική πλέον δυσανεξία;
Κάθε φορά που στο παρελθόν αντιμετωπίζαμε ρατσιστικά φαινόμενα τα κρύβαμε χαρακτηρίζοντάς τα εξαιρέσεις ή προϊόντα διαταραγμένων ατόμων. Ετσι ήταν, αλλά πουθενά στον κόσμο δεν είναι διαφορετικά. Και η Κου Κλουξ Κλαν στις ΗΠΑ μειοψηφική ήταν και ο Νορβηγός μακελάρης 77 ατόμων δεν πρέπει να ήταν και υπόδειγμα ψυχικής υγείας. Το 2004 με αφορμή τα θλιβερά επεισόδια κατά Αλβανών μεταναστών, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός νεαρού μετανάστη από το χέρι ενός δικού μας «τρελού» γράφαμε ότι πρέπει «να κοιταχτούμε στον καθρέφτη του δικού μας “τρελού”. Να δούμε αν αυτό που αυτάρεσκα ξορκίζουμε παρεισέφρησε στην ελληνική κοινωνία. Μήπως οι θλιβερές και καθολικά καταδικαστέες μειοψηφίες είναι η κορυφή του παγόβουνου;» («Ο τρελός του χωριού;», 9/7/2004).
Συμπληρώναμε επίσης ότι «στη συζήτηση που γίνεται ουδείς προστρέχει στην προ έτους έρευνα του ΕΚΚΕ (σ.σ. του 2003) που δείχνει πλέον υψηλά επίπεδα δυσανεξίας στη χώρα. Λες και η έρευνα αναφέρεται σε άλλη χώρα. Η έρευνα αυτή είχε θορυβήσει το πανελλήνιο τον περασμένο Νοέμβριο (σ.σ. του 2003) που εκδόθηκε. Εδειξε ότι συντριπτικά πολλοί περισσότεροι Ελληνες, από τους Ευρωπαίους εταίρους τους, είναι δυσανεκτικοί στη διαφορά (εθνική, θρησκευτική, σεξουαλική). Ναι, είναι ανόητο να λέμε ότι οι Ελληνες είναι ρατσιστές. Η πρόταση ενέχει εσωτερική αντίφαση: το να ομαδοποιεί κάποιος υπό οποιαδήποτε τεμπέλα ένα ολόκληρο λαό είναι ρατσισμός. Δηλαδή είναι ρατσιστικό να λέει κάποιος ότι “οι Ελληνες είναι (ή δεν είναι) ρατσιστές”. Το πρόβλημα λοιπόν δεν τίθεται αν οι Ελληνες στο σύνολό τους είναι ή δεν είναι ρατσιστές. Το ζήτημα είναι αν υπάρχουν στην Ελλάδα ρατσιστές. Υπάρχουν, και το πρόβλημα είναι ότι πληθύνονται - όπως δείχνουν όλες οι κοινωνικές έρευνες. Πρέπει λοιπόν να σταματήσουμε να κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι της μειοψηφίας. Υπάρχει ρατσιστικό φαινόμενο στη χώρα και πρέπει να το συζητήσουμε χωρίς φόβο και πάθος. Ενας νεκρός πρέπει να αποτελεί επαρκές καμπανάκι για να αντιμετωπίσουμε κατάματα το φαινόμενο».
Ευημερία και κρίση
Ο ελληνικός αντιρατσισμός την περίοδο της επίπλαστης ευημερίας ήταν επιφανειακός. «Οι κοινωνίες στα δύσκολα κρίνονται», γράφαμε. «Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης ζει μια χωρίς προηγούμενο περίοδο ευημερίας. Οι μετανάστες βοηθούν σ’ αυτή. Τα μεσαία στρώματα χρειάζονται τους Αλβανούς. Είναι φιλί ζωής στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Τι θα γίνει όμως αν αυτό το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης φυλλορροήσει;
»Είναι δεδομένο ότι η μετανάστευση δεν μοιράζει εξίσου την ευλογία της στις οικονομίες του κόσμου. Βοηθά κυρίως τους επιχειρηματίες, ενώ πλήττει τα χαμηλά στρώματα - είτε γιατί το (έτσι κι αλλιώς φτωχό) κράτος πρόνοιας μοιράζει τα οφέλη του σε περισσότερους, είτε γιατί λειτουργούν σαν μοχλός πίεσης στα εργατικά εισοδήματα. Σε περιόδους ευημερίας και σε χώρες εκτεταμένης μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας αυτή η αναδιανομή του πλούτου δεν γίνεται αισθητή στο σύνολο του πληθυσμού. Γίνεται αισθητή σε θύλακες που βιώνουν πρώιμα την οικονομική κρίση και όπου αρχίζουν να εμφανίζονται έντονα ρατσιστικά φαινόμενα. Ας σκεφθούμε, απλώς, πού κερδίζει ο κ. Λεπέν τα τελευταία χρόνια: στις εργατικές συνοικίες.
»Το δεύτερο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι ο ρατσισμός απαξιώθηκε από την Αριστερά κοινωνικά και ιδεολογικά, αλλά όχι σε βάθος. Για να το πούμε πιο λιανά: δεν είναι της μόδας σήμερα να είναι κάποιος ρατσιστής. Ο ελληνικός αντιρατσισμός δεν ήταν προϊόν διαλόγου αλλά παράγωγο της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς. Οπως κάποτε ήταν της μόδας να είναι κάποιος αριστερός, έτσι παραμένει της μόδας να είναι κάποιος αντιρατσιστής. Αυτή η κυριαρχία της Αριστεράς -όσο κι αν ωφέλησε τη χώρα σε πρώτο επίπεδο- στην ουσία έκρυψε το πρόβλημα κάτω από το χαλί της απαξίωσης. Δεν υπάρχει συστηματική δουλειά και ουσιαστική παιδεία πίσω από την ελληνική ανεκτικότητα.
«Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το σαθρό οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης δεν θα μπορεί επί μακρόν να παράγει ευημερία, ειδικά στα μικρομεσαία στρώματα. Η ιδεολογία του αντιρατσισμού δεν έχει βαθιές ρίζες, ούτε σοβαρή επεξεργασία στην ελληνική κοινωνία. Αυτά τα δύο αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο πρέπει να προσέξουμε. Οι πρώτοι τριγμοί εμφανίζονται στις κοινωνιολογικές έρευνες όπως του ΕΚΚΕ. Αν επαναπαυτούμε σε ιδεολογήματα “οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές” οι εξελίξεις κάποια στιγμή μπορούν να πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας...» («Ο ελληνικός ρατσισμός» 22/8/2004). Αυτές τις εξελίξεις ζούμε σήμερα.
Το «επαναστατικό» μπέρδεμα
Ο Aμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν έδωσε μια καλή συμβουλή στον υπεύθυνο του γραφείου Τύπου του: «Aν δεν μπορείς να τους πείσεις, μπέρδεψέ τους». Κάπως έτσι είναι η τακτική της Αριστεράς με τη βία τα τελευταία χρόνια. Χρησιμοποιεί βαρύγδουπους όρους και μεγάλες λέξεις για να ξεχωρίσει τη βία που ασκούν συμπαθούντες ή μέλη της Χρυσής Αυγής με τη βία που ασκούν συμπαθούντες ή μέλη του «χώρου»· όπως είναι ο βαρύγδουπος όρος του ΣΥΡΙΖΑ και των ιδεολογικών του περιχώρων. Οταν για παράδειγμα, ρωτήθηκε ο κ. Πάνος Σκουρλέτης αν καταδικάζει τα νερά που πέταξαν οι χρυσαυγίτες κατά πολιτικών του ΠΑΣΟΚ, ήταν κατηγορηματικά καταδικαστικός. Οταν ρωτήθηκε αν καταδικάζει τα νεράντζια που πετούσαν «Αγανακτισμένοι» κατά πολιτικών του ιδίου χώρου, απάντησε με ερώτηση: «Το ίδιο είναι;».
Φυσικά δεν είναι το ίδιο. Τα νεράντζια είναι χειρότερα, από την άποψη των πιθανών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν στον στόχο, αλλά ο κ. Σκουρλέτης δεν εννοούσε αυτό. Η τακτική της Αριστεράς είναι να ξεχωρίζει τη βία από εκεί απ’ όπου προέρχεται. Την ασκούν άνθρωποι που δηλώνουν ρατσιστές; Καταδικαστέα. Την ασκούν εκείνοι που δηλώνουν ότι έχουν «φιλεργατικό», «σοσιαλιστικό» ή, τέλος πάντων, «καλό» σκοπό; Ε, τι να κάνουμε; Αυτή η βία θεωρείται κοινωνική.
Πόθεν όμως προκύπτει το «κοινωνικόν» της άλλης βίας; Κάνει γενική συνέλευση η κοινωνία κι εντέλλεται κάποιον να ρίξει νεράντζια σε κάποιον πολιτικό που είναι αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ, ή εκ των υστέρων ο ΣΥΡΙΖΑ βαφτίζει «κοινωνική» τη βία που βολεύει τις ιδεοληψίες της; Μάλλον το δεύτερο και γι’ αυτό και προτίμησε το λευκό στο ψήφισμα καταδίκης της βίας που συνέταξε η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής, με το επιχείρημα ότι δεν επικεντρώνεται στη ρατσιστική βία. Θέλει να μπορεί να επιλέγει μεταξύ «καλής» και «κακής» βίας. Ξέχασε προφανώς ότι η βία που άσκησε ο κ. Ηλίας Κασιδιάρης κατά της κ. Λιάνας Κανέλλη και της κ. Ρένας Δούρου δεν ήταν ρατσιστική. Ηταν πολιτική και το καταδικαστικό ψήφισμα που τελικώς δεν ενέκρινε συμπεριλάμβανε και αυτού του είδους τη βία. Η αλήθεια είναι ότι η Αριστερά πάντα είχε αμφίθυμη σχέση με τη βία. Ακόμη και όταν έπαιρνε την απεχθέστερη μορφή της, δηλαδή την τρομοκρατία. Ας μην ξεχνάμε τους αγώνες που έδωσε ο «χώρος» να χαρακτηριστούν «πολιτικά» τα εγκλήματα της «17 Νοέμβρη»· κάτι που αν είχε περάσει θα το χρησιμοποιούσαν σήμερα ως επιχείρημα και όλοι οι κατηγορούμενοι της Χρυσής Αυγής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι στην πρώτη του δήλωση ο καταδικασθείς για σωρεία δολοφονιών Δημήτρης Κουφοντίνας δήλωσε ότι δρούσε στο «όνομα του σοσιαλισμού» και δεν βρέθηκε κανείς να απαντήσει «τι λες, ρε;».
Η αμφιθυμία της Αριστεράς για τη βία –που τελικώς καταλήγει στο «μ’ άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε»– έχει να κάνει με την ιδεολογική της σύγχυση σε ό,τι αφορά τη δημοκρατία. Εχει μαρτυρήσει από το έλλειμμα δημοκρατίας μετεμφυλιακά, αλλά από την άλλη μεριά θεωρεί τη δημοκρατία εμπόδιο στα επαναστατικά της όνειρα, που φωλιάζουν στον «χώρο». Γι’ αυτό και ασπάζεται εύκολα την αντιδημοκρατική ρητορεία, ακόμη και όταν προέρχεται από ακροδεξιά, όπως τα περί «χούντας» που δεν τελείωσε το ’73.
Διαβάστε
- «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική. Μια συλλογή κειμένων ενάντια στον τρόμο», εκδόσεις Διάπυρον
- Hannah Arendt, «Περί βίας», εκδ. Αλεξάνδρεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου