Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Υπερασπίζοντας την Αμερική


Του Roger Cohen / The New York Times

Μια φράση που έγραψα πριν από λίγο καιρό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ισχύς της Αμερικής, το βασικό της προτέρημα έναντι του παλαιού κόσμου, είναι το ότι δεν ενδιαφέρεται για το από πού έλκεις την καταγωγή αλλά ότι ενδιαφέρεται κυρίως για το τι μπορείς να κάνεις».

Εκανα λάθος, όπως μου είπαν εκατοντάδες αναγνώστες, οι οποίοι μου ανέφεραν τις δεκαετίες των φυλετικών διακρίσεων, τους περιορισμούς για τους Αφροαμερικανούς, τις ποσοστώσεις για τους Εβραίους στα πανεπιστήμια του Ivy League, οι οποίες συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1960, τις πρακτικές σε δικηγορικές εταιρείες της Νέας Υόρκης, οι οποίες απέκλειαν ορισμένους ανθρώπους, τις επιγραφές σε αμερικανικά χωριά οι οποίες έγραφαν «Οχι Εβραίοι», και άλλου τύπου προκαταλήψεις.

Ο Ρίτσαρντ Κάμινγκς έγραψε ότι «η εμπειρία μου στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον τη δεκαετία του 1950 ήταν φρικτή. Το επίθετό μου ήταν Κοέν και εξαιτίας του, μου απαγόρευαν να δειπνώ σε φοιτητικές λέσχες και γέμιζαν το δωμάτιό μου σκουπίδια. Κατάφερα τελικώς να βρω μια φοιτητική λέσχη αλλά μόνον επειδή παρενέβη ένας φίλος μου. Οσο ήμουν στο Πρίνστον, άλλαξα το επίθετό μου σε Κάμινγκς και δεν μετανιώνω γι’ αυτό».

Η Τζόαν Ουάινμπεργκερ μού έγραψε: «Οταν έκανα αίτηση για το Βασάρ (το πρώτο αμερικανικό κολέγιο από το οποίο αποφοίτησαν κορίτσια), ο πατέρας μου με προειδοποίησε ότι μπορεί να μη γινόμουν δεκτή επειδή ήμουν Εβραία, τελικώς όμως με δέχτηκαν. Στη συνέντευξη όμως που πέρασα για να γίνω δεκτή στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, με ρώτησαν πόσα χρήματα είχε προσφέρει ο πατέρας μου στο Ισραήλ! Τελικώς, στο Γέιλ δεν με δέχτηκαν».

Η Πόλα Ρόμπινς σχολίασε ότι «στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εργάστηκα στο γραφείο αιτήσεων υποψηφίων φοιτητών του κολεγίου Ράντκλιφ. Θυμάμαι ότι εξέταζα τον φάκελο μιας υποψήφιας που είχε περάσει τα 40 και η οποία ζητούσε συμβουλές για την επαγγελματική της σταδιοδρομία. Υπήρχε μια σημείωση στον φάκελό της που έγραφε «Μοιάζει πολύ Εβραία. Μην τη συστήσετε... (σε ένα συγκεκριμένο εργοδότη)».

Είναι προφανές ότι σε μια στήλη όπου αναφερόμουν στις προκαταλήψεις που υπέστην ως Εβραίος σε σχολείο στην Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ήμουν πολύ πρόθυμος να υμνήσω το ανοιχτό πνεύμα της Αμερικής.

Πράγματι ήμουν πολύ πρόθυμος και θα έπρεπε ίσως να είμαι πιο προσεκτικός. Οταν κάνοντας έρευνα για ένα βιβλίο σχετικά με τις τύχες Εβραίων Αμερικανών που συνελήφθησαν από τους Ναζί, συνάντησα και συνομίλησα με έναν από αυτούς τους επιζώντες, ονόματι Μόρτον Μπρουκς. Ονομαζόταν Μόρτον Μπρίμπεργκ όταν οι Ναζί προσπάθησαν να τον εξοντώσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαπίστωσε ότι ο μόνος τρόπος για γίνει δεκτός σε κολέγιο ήταν να αλλάξει το όνομά του. Αυτό ήταν το ευχαριστώ εκ μέρους της πατρίδας του.

Εξακολουθώ ωστόσο να πιστεύω ότι το μεγαλείο της Αμερικής, παρά τις αμαρτίες της (και η δουλεία ήταν μια μεγάλη αμαρτία), έγκειται στον συνδυασμό αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας αναφορικά με τη φύση των ανθρώπων που τόσο εύγλωττα εξέφρασαν οι πατέρες του αμερικανικού έθνους.

Είναι προφανές ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και ότι έχουν δικαίωμα να διεκδικούν την ευτυχία, δεν είναι όμως τόσο προφανές ώστε να καθίσταται περιττό ένα σύστημα ελεγκτικών θεσμών και διάκρισης των εξουσιών, το οποίο αποσκοπεί στο να απαλείψει, εν ευθέτω χρόνω, τις προκαταλήψεις που γίνονται εμπόδιο στο δικαίωμα των πολιτών σε ίσες ευκαιρίες.

Αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή της Αμερικής. Η οποία εξακολουθεί να αποδίδει. Χάρη σε αυτή την αρχή, η Αμερική εξακολουθεί να κρατεί τις πόρτες της ανοιχτές -ίσως λιγότερο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου- την ίδια στιγμή που η Ελβετία απαγορεύει την ανέγερση μιναρέδων, που η Γαλλία τρομάζει με τον δημόσιο διάλογο για την εθνική της ταυτότητα και για την περιορισμένη απήχηση που έχει στους μετανάστες από τη Βόρειο Αφρική, που η Ιαπωνία διερωτάται αν οι Ιάπωνες μετανάστες που επιστρέφουν στη χώρα από τη Βραζιλία, είναι αρκετά Ιάπωνες για να επανενταχθούν στην ιαπωνική κοινωνία, και που σε αρκετές ασιατικές χώρες αρχίζει η αντιπαράθεση για το ζήτημα των μεταναστών, καθώς πολλές ασιατικές κοινωνίες γερνούν και γίνονται πιο εύρωστες οικονομικά.

Υπάρχει μια βασική διάκριση ανάμεσα σε μια χώρα που θεωρεί το νεοφερμένο ως πιθανή πηγή ταλέντου και σε μια χώρα που θεωρεί «τον άλλο», ως πηγή προβλημάτων. Μετά από μια δύσκολη δεκαετία κατά την οποία η ισχύς της Αμερικής περιορίστηκε, αυτή η διάκριση (παρά το τείχος που υψώνεται στα σύνορα ΗΠΑ - Μεξικού) είναι πιθανόν η καλύτερη αιτία για να πιστέψει κανείς ότι η μείωση της αμερικανικής ισχύος στον 21ο αιώνα δεν θα είναι διαρκής.

Επιλέγω λοιπόν να κλείσω αυτή τη δεκαετία υπερασπιζόμενος την Αμερική, παρά τα ελαττώματά της, με τα λόγια του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα: «Δεν έγινε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε με χαρούμενα πλήθη που γκρέμιζαν ένα τείχος. Τα ιδεώδη της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, της ισότητας και του κράτους δικαίου, έστω και διστακτικά, ενισχύθηκαν. Κληρονομήσαμε το ψυχικό σθένος, την προνοητικότητα και τη σύνεση των περασμένων γενεών, μια κληρονομιά για την οποία η χώρα μου είναι δικαίως υπερήφανη». [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009]

Δεν υπάρχουν σχόλια: