Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Πώς δεν θα φτάσουμε στα άκρα


  • Του Νικου Mαραντζιδη*Η Καθημερινή, 21/10/2012
Μπορούμε πράγματι να μην φτάσουμε στα άκρα; Η ερώτηση ίσως ακουστεί εντελώς ρητορική αν καταγράψουμε τα γεγονότα μόνο του τελευταίου μήνα: εισβολή συνδικαλιστών στο υπουργείο Αμυνας, αποκλεισμός αεροδρομίου από αγρότες, βίαιη διάλυση των εκλογών για τα συμβούλια διοίκησης σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, επίδειξη αυταρχισμού και έλλειψης ανεκτικότητας στο θέατρο «Χυτήριο», ξυλοδαρμοί μεταναστών, απειλές, ρίψεις μολότοφ. Πόση παραπάνω ανομία, βία και αυταρχισμό μπορεί να αντέξει μια δημοκρατία; Λένε πολλοί, πως φτάσαμε ώς εδώ λόγω της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι ακριβές. Η οικονομική κρίση είναι αναμφίβολα ένας παράγοντας που επιδεινώνει τις συνθήκες της δημοκρατικής λειτουργίας· από μόνη της όμως δεν αρκεί για να αναπτυχθούν τόσο ακραίες δυναμικές. Ας κοιτάξουμε αλλού: παρατηρείται σε αυτό το μέγεθος η βία των άκρων στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία που αντιμετωπίζουν παρόμοιες συνθήκες; Ασφαλώς όχι. Η Ισπανία ζει μια βαθιά διπλή κρίση (οικονομική και εθνικής ολοκλήρωσης) κι όμως δεν υπάρχει καμιά σύγκριση με τις δικές μας καταστάσεις.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Παρά το φιλελεύθερο συνταγματικό πλαίσιο της Μεταπολίτευσης, υπάρχει δυσανάλογα μεγάλη κοινωνική ζήτηση για αυταρχισμό (αριστερής ή δεξιάς απόχρωσης) σε αυτήν τη χώρα. Ομάδες πίεσης (εκκλησιαστικές οργανώσεις, συνδικάτα, φοιτητικές παρατάξεις, τοπικοί φορείς κ.ά.) σε κρυφή ή φανερή συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις του Κοινοβουλίου επιδιώκουν συχνά με κάθε τρόπο να επιβάλουν τις ιδέες τους και τη θέλησή τους, ανατρέποντας τη σπουδαιότερη βάση πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί μια δημοκρατική κοινωνία: τη φιλελεύθερη συναίνεση και το κράτος δικαίου. Ετσι τα θεμέλια της δημοκρατίας καθίστανται σαθρά, καθώς υπονομεύονται διαρκώς από την επιθυμία του καθένα να επιβάλει πάση θυσία τη θέλησή του στους άλλους. Γιατί όμως παρατηρείται αυτό ιδιαιτέρως στη χώρας μας;

Μία από τις σημαντικότερες αιτίες σχετίζεται με ζητήματα νοοτροπίας του πολιτικού συστήματος. Οι βασικοί παίκτες, τα πολιτικά κόμματα, αντιλαμβάνονται το δημοκρατικό παιχνίδι μόνο ανταγωνιστικά και καθόλου συνεργατικά, ως να είναι, δηλαδή, παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: ό,τι κερδίζει ο ένας (σε ψήφους, σε εξουσία) πρέπει απαραίτητα να το χάσει ο άλλος. Αυτό έχει ως συνέπεια, να γίνονται ανεκτές ή και να υποστηρίζονται ακραίες και ανομικές συμπεριφορές μόνο και μόνο επειδή αυτές «βλάπτουν» τον αντίπαλο ή εκπορεύονται από την εκλογική πελατεία που στηρίζει το εκάστοτε κόμμα.

Θυμάμαι, για παράδειγμα, αρκετούς ηγέτες αντιπολίτευσης (μείζονος και ελάσσονος) και βουλευτές διαφόρων κομμάτων να υποστηρίζουν ή έστω να σιωπούν μπροστά σε περιπτώσεις συλλογικής καταπάτησης των νόμων (π.χ. κλείσιμο δρόμων από αγρότες). Ειρωνευόμαστε το ΚΚΕ για το περίφημο σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», αλλά ουσιαστικά υιοθετήθηκε από το σύνολο του πολιτικού συστήματος η πρακτική του τύπου «νόμος είναι το δίκιο των (δυνάμει) ψηφοφόρων μας».

Σιγά σιγά διολισθήσαμε ως οργανωμένη κοινωνία στην αποδοχή αντι-θεσμικών και ανομικών συμπεριφορών σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος τις αντιμετωπίζουμε ως «κανονικές». Η κατάληψη δημόσιων κτιρίων έφτασε πλέον να θεωρείται τόσο «συνηθισμένη» μορφή συνδικαλιστικής δράσης, που επεκτάθηκε ακόμη και στους μαθητές των γυμνασίων. Διαμορφώθηκε, εντέλει, μια κουλτούρα συλλογικής ανομίας που αναπαράγεται στις νεότερες γενιές μέσα από μια ιδιότυπη παιδαγωγική της ανομίας. Βρισκόμαστε μάλιστα στο σημείο να πιστεύεται, πως κάθε συλλογική ενέργεια εφόσον τελεί υπό την αιγίδα μιας ομάδας πίεσης (π.χ. ένα συνδικάτο) είναι νομιμοποιημένη ακόμη και αν είναι απολύτως παράνομη και παραβιάζει αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα άλλων πολιτών. Ετσι συγκροτήθηκαν ζώνες συλλογικής ανομίας που μεταναστεύουν από τον ένα δημόσιο χώρο στον άλλο διαβρώνοντας τον κοινωνικό ιστό. Με απλά λόγια: δεν μπορείς από τη μια να υποστηρίζεις τους συνδικαλιστές-φοιτητές που κλειδώνουν τους καθηγητές τους για ώρες μέσα σε μια αίθουσα και την ίδια στιγμή να εξεγείρεσαι γιατί κάνουν το ίδιο οι ακροδεξιοί της Χρυσής Αυγής σε ένα άλλο πλαίσιο με διαφορετική αισθητική και ρητορική. Η αντίφαση είναι πασιφανής.

Εχουμε, σήμερα, την ανάγκη να προχωρήσουμε σε άμεσες αλλαγές τόσο θεσμικού χαρακτήρα όσο και νοοτροπίας αν δεν θέλουμε να επικρατήσουν στο άμεσο μέλλον ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Πρέπει να οικοδομήσουμε, εκ νέου, ένα θεσμικό συνεργατικό πλαίσιο, ένα πλαίσιο συναίνεσης μεταξύ των βασικών πολιτικών παικτών (κομμάτων και ομάδων πίεσης), αυτών τουλάχιστον που δηλώνουν πως ενδιαφέρονται για την επιβίωση και την ανάπτυξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη χώρα.

Είναι αληθές πως ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης πέτυχε να διατηρήσει ένα επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Ενσωματώνοντας αιτήματα και κοινωνικές δυνάμεις μέσα στους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς, και λειτουργώντας με κεντρομόλο τρόπο, ο δικομματισμός κατάφερε να περιορίσει τις επικίνδυνες συγκρούσεις. Απλώς αυτό έγινε με λάθος και σπάταλο τρόπο.

Ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης, όμως, έχει τελειώσει. Οι επιλογές που έχουμε τώρα είναι δύο: είτε να ακολουθήσουμε την οδό μιας ιδεολογικής και πολιτικής πόλωσης που σε αυτήν τη φάση μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε περιπέτειες είτε να αναζητήσουμε τις μεθόδους για συναινετικές λύσεις με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αν επιθυμούμε το δεύτερο, η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο πρέπει να ανοίξει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου (Πράγα) και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: