«Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ» |
Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο του ιταλού φιλόλογου και ιστορικού Λουτσιάνο Κάνφορα «Η δημοκρατία. Ιστορία μιας ιδεολογίας» (εκδ. «Μεταίχμιο»). Ο ιστορικός Μάσιμο Σαλβαντόρι έγραψε για το βιβλίο αυτό την κριτική παρουσίαση που ακολουθεί.
Οι πιο ισχυρές κριτικές στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία διατυπώθηκαν από τη μια μεριά από τον συντηρητικό φιλελευθερισμό και από την άλλη από τον κομμουνισμό. Αυτά τα ρεύματα συμμερίζονταν την άποψη ότι η αντίληψη της δημοκρατίας ως «μορφής κυβέρνησης όλων των πολιτών» είναι απλή ιδεολογία και αβάσιμη προκατάληψη. Και για τα δύο αυτά ρεύματα η δημοκρατία ήταν αντίθετα το κίνημα των φτωχών μαζών που εναντιωνόταν στους πλούσιους, για να πάρει τελικά την εξουσία. Για την επαναστατική αριστερά η «δημοκρατία» των μαζών -που επιδίωκε να γίνει «δικτατορία» πάνω στους πλούσιους- ήταν μια ευλογία, ήταν η αληθινή δημοκρατία. Για τους συντηρητικούς φιλελεύθερους ήταν μια κατάρα, στο βαθμό που προοριζόταν να γεννήσει την «τυραννία της πλειοψηφίας».
Οι πιο ισχυρές κριτικές στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία διατυπώθηκαν από τη μια μεριά από τον συντηρητικό φιλελευθερισμό και από την άλλη από τον κομμουνισμό. Αυτά τα ρεύματα συμμερίζονταν την άποψη ότι η αντίληψη της δημοκρατίας ως «μορφής κυβέρνησης όλων των πολιτών» είναι απλή ιδεολογία και αβάσιμη προκατάληψη. Και για τα δύο αυτά ρεύματα η δημοκρατία ήταν αντίθετα το κίνημα των φτωχών μαζών που εναντιωνόταν στους πλούσιους, για να πάρει τελικά την εξουσία. Για την επαναστατική αριστερά η «δημοκρατία» των μαζών -που επιδίωκε να γίνει «δικτατορία» πάνω στους πλούσιους- ήταν μια ευλογία, ήταν η αληθινή δημοκρατία. Για τους συντηρητικούς φιλελεύθερους ήταν μια κατάρα, στο βαθμό που προοριζόταν να γεννήσει την «τυραννία της πλειοψηφίας».
Με τις κριτικές που διατύπωναν αυτές οι αντιτιθέμενες σχολές σκέψης στην ιδέα μιας δημοκρατίας, που ασκείται από όλους τους πολίτες μέσα από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, και στην αντίληψη της δημοκρατίας ως εξουσίας των μαζών, συμφωνεί σαφώς ο Λουτσιάνο Κάνφορα στο βιβλίο του «Η δημοκρατία. Ιστορία μιας ιδεολογίας». Η θέση του συγγραφέα είναι απλή και καθαρή: ήδη από την Αθήνα του Περικλέους η δημοκρατία γινόταν αντιληπτή από τους αντιπάλους της ως «ένα ελευθεροκτόνο σύστημα», στο βαθμό που επιβουλευόταν την ελευθερία και την ιδιοκτησία των πλουσίων, με τους οποίους ερχόταν σε αντίθεση.
Στην πραγματικότητα όμως, ήδη από τότε, αυτή δημιούργησε όχι μια λαϊκή κυβέρνηση, αλλά μια «ηγεσία του λαϊκού καθεστώτος» από μέρους ενός τμήματος των πλουσίων που αποδεχόταν και εκμεταλλευόταν το σύστημα. Ετσι έγινε στην αρχαία Αθήνα και έτσι γίνεται ακόμα περισσότερο σήμερα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η δημοκρατία υπήρξε πάντοτε και μπορεί να είναι μόνο μία: η πάλη εκείνων που αποβλέπουν στο να καθιερώσουν την ισότητα ενάντια στην επικυριαρχία των ολιγαρχιών που υποστηρίζουν την ανισότητα.
Αφού πρώτα θέτει με αυτούς τους όρους το ζήτημα, ο Κάνφορα σκιαγραφεί μιαν ιστορία της δημοκρατίας που ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ανασύσταση των δημοκρατικών θεωριών και των μεγάλων συζητήσεων που συνδέονται με αυτές. Αυτό που μετράει περισσότερο γι' αυτόν είναι η ανασύσταση μιας σειράς σημαντικών συγκρούσεων μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και των κυριαρχούμενων, η οποία αποβλέπει στο να καταδείξει ότι η θεωρία της δημοκρατίας, νοούμενης ως τυπικής ισότητας όλων απέναντι στο νόμο, ως διαμόρφωσης της κοινής βούλησης μέσω της αντιπροσώπευσης των διάφορων κοινωνικών μερών στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, είναι στην πραγματικότητα μια «ιδεολογία» με τη μαρξική έννοια (της ψευδούς συνείδησης) προς όφελος των μειοψηφιών που βρίσκονται στην εξουσία. Στην ανασύσταση αυτών των συγκρούσεων ο Κάνφορα εμφανίζεται πληθωρικός, ενώ περιορισμένες είναι οι αναφορές του στις «κλασικές» συζητήσεις για το νόημα της δημοκρατίας στη σύγχρονη εποχή. Αρκεί να πούμε ότι δεν εμφανίζεται το όνομα του Κέλσεν και ότι απουσιάζει κάθε αναφορά στη μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στον Κάουτσκι και στους μπολσεβίκους ηγέτες.
Αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το πνεύμα του βιβλίου του Κάνφορα, αν δεν αντιληφθούμε την πικρία του για το γεγονός ότι «η κομμουνιστική άποψη έχει σχεδόν χαθεί εντελώς» στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αριστεράς, η οποία στη μεγάλη πλειοψηφία της έχει ενσωματωθεί στο κυρίαρχο σύστημα. Γίνεται φανερή η πρόθεση του Κάνφορα να ανασυστήσει την καλή μνήμη αυτής της άποψης και για να υποστηρίξει αυτή τη μνήμη, που δεν πρέπει να χαθεί, ο Κάνφορα αφιερώνει σημαντικές σελίδες στην κομμουνιστική παράδοση. Μεγάλοι είναι οι έπαινοί του για τον Τολιάτι, για υποδειγματικές όψεις του σταλινικού συντάγματος του 1936 ή ακόμη και η εκτίμησή του για το «λενινιστικό» δρόμο που ακολούθησε ο Στάλιν όταν συνήψε το σύμφωνο με τους ναζιστές το 1939. Βέβαια αυτός δεν μπορεί να παραγνωρίσει εντελώς τη σημασία του ναυαγίου του κομμουνισμού. Είναι όμως πάντοτε γι' αυτόν το ναυάγιο εκείνης της παράταξης που ενσάρκωσε στον εικοστό αιώνα την πρωτοπορία της μάχης για τη δημοκρατία. Η ανάλυσή του όμως για τα σχέδια μιας ταξικής δημοκρατίας που κατέληξαν στη δικτατορία νέων ολιγαρχιών, οι οποίες επιβλήθηκαν πρώτα απ' όλα στις εργαζόμενες μάζες, δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα: μπορεί μια δύναμη που προτίθεται να εγκαθιδρύσει μια «ταξική δημοκρατία» να μην καταλήξει να προωθεί μια δεσποτική εξουσία;
Το συμπέρασμα του Κάνφορα είναι ότι στον δυτικό κόσμο «νίκησε η ελευθερία» ως ελευθερία των πλουσίων και ότι η δημοκρατία -ήδη «ανύπαρκτη» αλλά πάντοτε «αναγκαία»- έχει παραπεμφθεί «σε άλλες εποχές», έχει εναποτεθεί σε «άλλους ανθρώπους», ίσως «όχι πλέον Ευρωπαίους». Η δημοκρατία της λαϊκής παράταξης υποβαθμίζεται έτσι από τον ίδιο σε μιαν «ουτοπία», που δεν έχει πλέον ένα υποκείμενο ικανό να γίνει αποτελεσματικός φορέας της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Εγώ νομίζω ότι η θέση του Κάνφορα πρέπει να αντιστραφεί.
Η τωρινή δημοκρατία στον δυτικό κόσμο προδίδει σε μεγάλο βαθμό τις υποσχέσεις της, υπόκειται σε βαρύτατες παραμορφώσεις, και η ελευθερία των πλουσίων τείνει να καταπνίγει την ελευθερία των άλλων. Αλλά από αυτό δεν συνάγεται ότι η μάχη έχει τελειώσει.
Η μάχη συνεχίζεται έστω και αν έχει γίνει πιο δύσκολη. Και τίποτα το χειρότερο δεν μπορεί να συμβεί στα λαϊκά στρώματα από το να υποχωρήσουν στην υπερεξουσία των ολιγαρχιών, εξαιτίας των απογοητεύσεων που προκάλεσε η υπόθεση του κομμουνισμού.
Στην πραγματικότητα όμως, ήδη από τότε, αυτή δημιούργησε όχι μια λαϊκή κυβέρνηση, αλλά μια «ηγεσία του λαϊκού καθεστώτος» από μέρους ενός τμήματος των πλουσίων που αποδεχόταν και εκμεταλλευόταν το σύστημα. Ετσι έγινε στην αρχαία Αθήνα και έτσι γίνεται ακόμα περισσότερο σήμερα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η δημοκρατία υπήρξε πάντοτε και μπορεί να είναι μόνο μία: η πάλη εκείνων που αποβλέπουν στο να καθιερώσουν την ισότητα ενάντια στην επικυριαρχία των ολιγαρχιών που υποστηρίζουν την ανισότητα.
Αφού πρώτα θέτει με αυτούς τους όρους το ζήτημα, ο Κάνφορα σκιαγραφεί μιαν ιστορία της δημοκρατίας που ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ανασύσταση των δημοκρατικών θεωριών και των μεγάλων συζητήσεων που συνδέονται με αυτές. Αυτό που μετράει περισσότερο γι' αυτόν είναι η ανασύσταση μιας σειράς σημαντικών συγκρούσεων μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και των κυριαρχούμενων, η οποία αποβλέπει στο να καταδείξει ότι η θεωρία της δημοκρατίας, νοούμενης ως τυπικής ισότητας όλων απέναντι στο νόμο, ως διαμόρφωσης της κοινής βούλησης μέσω της αντιπροσώπευσης των διάφορων κοινωνικών μερών στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, είναι στην πραγματικότητα μια «ιδεολογία» με τη μαρξική έννοια (της ψευδούς συνείδησης) προς όφελος των μειοψηφιών που βρίσκονται στην εξουσία. Στην ανασύσταση αυτών των συγκρούσεων ο Κάνφορα εμφανίζεται πληθωρικός, ενώ περιορισμένες είναι οι αναφορές του στις «κλασικές» συζητήσεις για το νόημα της δημοκρατίας στη σύγχρονη εποχή. Αρκεί να πούμε ότι δεν εμφανίζεται το όνομα του Κέλσεν και ότι απουσιάζει κάθε αναφορά στη μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στον Κάουτσκι και στους μπολσεβίκους ηγέτες.
Αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το πνεύμα του βιβλίου του Κάνφορα, αν δεν αντιληφθούμε την πικρία του για το γεγονός ότι «η κομμουνιστική άποψη έχει σχεδόν χαθεί εντελώς» στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αριστεράς, η οποία στη μεγάλη πλειοψηφία της έχει ενσωματωθεί στο κυρίαρχο σύστημα. Γίνεται φανερή η πρόθεση του Κάνφορα να ανασυστήσει την καλή μνήμη αυτής της άποψης και για να υποστηρίξει αυτή τη μνήμη, που δεν πρέπει να χαθεί, ο Κάνφορα αφιερώνει σημαντικές σελίδες στην κομμουνιστική παράδοση. Μεγάλοι είναι οι έπαινοί του για τον Τολιάτι, για υποδειγματικές όψεις του σταλινικού συντάγματος του 1936 ή ακόμη και η εκτίμησή του για το «λενινιστικό» δρόμο που ακολούθησε ο Στάλιν όταν συνήψε το σύμφωνο με τους ναζιστές το 1939. Βέβαια αυτός δεν μπορεί να παραγνωρίσει εντελώς τη σημασία του ναυαγίου του κομμουνισμού. Είναι όμως πάντοτε γι' αυτόν το ναυάγιο εκείνης της παράταξης που ενσάρκωσε στον εικοστό αιώνα την πρωτοπορία της μάχης για τη δημοκρατία. Η ανάλυσή του όμως για τα σχέδια μιας ταξικής δημοκρατίας που κατέληξαν στη δικτατορία νέων ολιγαρχιών, οι οποίες επιβλήθηκαν πρώτα απ' όλα στις εργαζόμενες μάζες, δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα: μπορεί μια δύναμη που προτίθεται να εγκαθιδρύσει μια «ταξική δημοκρατία» να μην καταλήξει να προωθεί μια δεσποτική εξουσία;
Το συμπέρασμα του Κάνφορα είναι ότι στον δυτικό κόσμο «νίκησε η ελευθερία» ως ελευθερία των πλουσίων και ότι η δημοκρατία -ήδη «ανύπαρκτη» αλλά πάντοτε «αναγκαία»- έχει παραπεμφθεί «σε άλλες εποχές», έχει εναποτεθεί σε «άλλους ανθρώπους», ίσως «όχι πλέον Ευρωπαίους». Η δημοκρατία της λαϊκής παράταξης υποβαθμίζεται έτσι από τον ίδιο σε μιαν «ουτοπία», που δεν έχει πλέον ένα υποκείμενο ικανό να γίνει αποτελεσματικός φορέας της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Εγώ νομίζω ότι η θέση του Κάνφορα πρέπει να αντιστραφεί.
Η τωρινή δημοκρατία στον δυτικό κόσμο προδίδει σε μεγάλο βαθμό τις υποσχέσεις της, υπόκειται σε βαρύτατες παραμορφώσεις, και η ελευθερία των πλουσίων τείνει να καταπνίγει την ελευθερία των άλλων. Αλλά από αυτό δεν συνάγεται ότι η μάχη έχει τελειώσει.
Η μάχη συνεχίζεται έστω και αν έχει γίνει πιο δύσκολη. Και τίποτα το χειρότερο δεν μπορεί να συμβεί στα λαϊκά στρώματα από το να υποχωρήσουν στην υπερεξουσία των ολιγαρχιών, εξαιτίας των απογοητεύσεων που προκάλεσε η υπόθεση του κομμουνισμού.
- ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΙΔΕΩΝ από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 01/03/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου