Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

ΕΛΛΗΝΑΣ... και γεννιέσαι και γίνεσαι!

Ο προτεινόμενος ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

bullet Γιατί νέος Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας
bullet Ο νέος Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας σε 10 σημεία
bullet Περίληψη Αιτιολογικής έκθεσης του προτεινόμενου σχεδίου Νέου Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας
bullet PRESS-KIT (zip)

bullet

Ημερίδα - Για ένα νέο Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας
ΕΣΗΕΑ 26.3.2009 18:30
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
doc pdf

Δημοσιεύματα/κείμενα:

bullet

Παπαϊωάννου Κωστής, Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ (;) (30.3.2009)

bullet

Χριστόπουλος Δημήτρης, Ποιος είναι ο έλληνας πολίτης σήμερα; (29.3.2009)

bullet

Κάρης Κώστας, Έλληνας και γεννιέσαι και γίνεσαι (29.3.2009)

bullet

Λιάκος Αντώνης, Μια Ελλάδα χωρίς μετανάστες (29.3.2009)

bullet

Καμπύλης Τάκης, Δύο πραγματικότητες για την 25η Μαρτίου (28.3.2009)

bullet

Tσαπόγας Mιχάλης, Οι θεσμικές εκκρεμότητες της ελληνικής ιθαγένειας (28.3.2009)

bullet

Μπουκάλας Παντελής Εκ γενετής κατώτεροι... (27.3.2009)

bullet

Καμπύλης Τάκης, Ελληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι; (25.3.2009)

bullet

Καμπύλης Τάκης, Φωνές και «φωνές» από το 1821 (22.3.2009)

bullet

Χριστόπουλος Δημήτρης, Η δυσκολία του να γίνεις Ελληνας (3.8.2007)

bullet

Σωτήρχου Ιωάννα, Κουτσουρεύουν κι άλλο την άδεια παραμονής μεταναστών β' γενιάς (15.4.2009)

bullet Παύλου Μίλτος, Μια χώρα που θα καταπιεί τον εαυτό της (28.4.2009)

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Το μέλλον εκτός ελέγχου

  • Ρέμο Μποντέι: «Μειώνεται δραστικά η ικανότητα να σκεφτόμαστε ένα συλλογικό μέλλον»
  • Το ακόλουθο κείμενο του ιταλού φιλοσόφου Ρέμο Μποντέι είναι απόσπασμα δοκιμίου του, που περιέχεται στο συλλογικό έργο «Religione e democrazia» (Italianieuropei, 2009).

Η δυτική νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία θέλει να ελέγξει την πορεία των γεγονότων, αποσπώντας τα από τη θεία πρόνοια και από το πεπρωμένο της φύσης. Το μεγάλο σχέδιο της συνειδητής καθυπόταξης του κόσμου και της ιστορίας γεννιέται μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα από την επίγνωση ενός κενού αυθεντίας. Κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων, στη φάση που προηγείται της ειρήνης της Βεστφαλίας του 1648, η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησία διαιρούνται, τα κράτη συγκρούονται μεταξύ τους και παύει να υπάρχει η άμεση προσχώρηση των ανθρώπων σε καθορισμένες ηθικές και θρησκευτικές αξίες.

Η ατομική συνείδηση υποχρεώνεται γι' αυτό το λόγο να γίνει ένα είδος Ατλαντα, που κρατάει στους ώμους του τον κόσμο, που κρίνει τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, ακριβώς επειδή η εμπιστοσύνη στις πολιτικές και θρησκευτικές αρχές έχει αποδυναμωθεί. Με καρτεσιανούς όρους, το ζητούμενο είνα να εμπιστεύομαι τα φαινόμενα που ανακαλύπτω εγώ, με τη διάνοιά μου, και να μην καθοδηγούμαι απ' όσα δηλώνει η εξουσία.

Ξέρουμε ότι, σύμφωνα με τον Χομπς, «η εξουσία και όχι η αλήθεια νομοθετεί». Αλλά αν η εξουσία δεν πείθει, αν η υπακοή στο νόμο δεν πηγάζει από τη συνείδησή μας, αν έγκειται μόνον σε εξωτερική ευπείθεια, τότε ανοίγει μια ζώνη στην οποία συγκεντρώνεται το κριτικό πνεύμα, όπου υλοποιείται η έξοδος από την κατάσταση της ανωριμότητας και όπου βαθμιαία οι άνθρωποι αρχίζουν να προσανατολίζονται στο μέλλον και να κοιτάζουν προς τα μπρος αντί να κοιτάζουν προς τα πάνω, να επεξεργάζονται σχέδια ελέγχου αυτού του κόσμου αντί να κατευθύνονται κυρίως προς τη μεταθανάτια ζωή. Σε αυτό το σημείο εκδηλώνεται μια ρήξη της κοσμικής σκέψης με τη θρησκευτική παράδοση. Και η πολιτική προβάλλει την αξίωση να αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης, εκτοπίζοντας (άλλοτε ρητά, άλλοτε έμμεσα) τη θρησκευτική διάσταση.

Μετά το 1945 και μετά το 1989, με τη γέννηση ή την αναγέννηση των δημοκρατιών, το τέλος των ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών οδήγησε σε μια μείωση της «πυκνότητας νοήματος» της πολιτικής. Αν και δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας, αυτό ευνόησε την επιστροφή του δημόσιου παρεμβατικού ρόλου των θρησκειών. Η αποδυνάμωση ορισμένων αξιών που διέδιδε η πολιτική, τόσο στην παράδοση των ολοκληρωτισμών όσο και των κομμάτων που τα αποκαλώ ηθικά, γέννησε ένα νέο πρωταγωνιστικό ρόλο των θρησκειών. Ανοιξαν περάσματα νοήματος μέσα από τα οποία περνάει η ιδέα ότι οι δημοκρατίες χρειάζονται το δεκανίκι ή την υποστήριξη της θρησκείας, γιατί διαφορετικά, με τον σχετικισμό τους, θα είναι ανίκανες να καθοδηγηθούν από μόνες τους (...).

Οχι μόνον στο πεδίο της ζωής, αλλά και σε εκείνο της ιστορίας, υπήρξαν βαθιές αλλαγές σε ζητήματα που αναφέρονται στη μειωμένη ικανότητα ελέγχου που έχουν οι άνθρωποι πάνω στα γεγονότα. Μειώνεται πράγματι δραστικά η ικανότητα να σκεφτόμαστε ένα συλλογικό μέλλον, να το φανταζόμαστε πέρα από τις ατομικές μας προσδοκίες. Η ιστορία εμφανίζεται ορφανή από την εγγενή λογική της, που έπρεπε να την προσανατολίζει προς καθορισμένους σκοπούς (η πρόοδος και το βασίλειο της ελευθερίας για τους φιλελεύθερους, η αταξική κοινωνία για τον μαρξισμό). Παρακμάζει η κουλτούρα της αναγκαιότητας, εκείνη που στον 19ο και στον 20ό αιώνα οδήγησε δισεκατομμύρια ανθρώπους να πιστέψουν ότι τα γεγονότα προχωρούν προς μιαν ορισμένη κατεύθυνση, που έχει αναγγελθεί και που είναι προβλέψιμη.

Επί μακρόν, πράγματι, συνηθίσαμε να πιστεύουμε ότι η συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση, που είναι σε θέση να συντομεύσει τον αναγκαίο χρόνο και να μεταφράσει το αναπόφευκτο, ήταν ένα προφανές στοιχείο του πρωταγωνιστικού ρόλου του ανθρώπινου γένους. Κατέπεσε όμως, χωρίς να ανασκευαστεί, η ιδέα μιας μοναδικής ιστορίας προσανατολισμένης σε ένα σκοπό, με αποτέλεσμα η αίσθηση του ζην μέσα στον χρόνο να φαίνεται σήμερα να διασπείρεται σε μια πολλαπλότητα ιστοριών με μικρό «ι».

Ποιοι είναι οι αντίκτυποι αυτής της κατάστασης; Περιορίζομαι να επισημάνω δύο. Ο πρώτος: αν το μέλλον εμφανίζεται ουσιαστικά «απρογραμμάτιστο», αβέβαιο ή ακόμα και τρομερό (εξάντληση των πόρων, υπερθέρμανση του πλανήτη, πείνα για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων, τρομοκρατία κ.λπ.), αν φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχο των ανθρώπων, αυτό εμφανίζεται ξανά σε πολλούς σαν να βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Δεν μπορούμε καν, όπως γινόταν στο παρελθόν, να ζητήσουμε στο όνομα των μελλοντικών γενεών την υλοποίηση εκείνων των επιθυμητών στόχων που πληρώνονται με την αυτοθυσία των τωρινών γενεών (ένα από τα θεμέλια της επαναστατικής ηθικής).

Αυτό σημαίνει όμως μιαν ερήμωση του μέλλοντος ή μιαν ιδιωτικοποίησή του. Υπάρχει έτσι ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια καιροσκοπική ή αρπακτική νοοτροπία, που οδηγεί τους ανθρώπους να αρπάζουν στη στιγμή τα λίγα πλεονεκτήματα που προσφέρονται από τις περιστάσεις. Τα σχέδια που έδιναν συλλογικό νόημα στην ιστορία, τα οποία αποτελούσαν μιαν από τις μορφές αντιστάθμισης των ανεκπλήρωτων ατομικών προσδοκιών, δεν λειτουργούν πλέον.

Ερχομαι στον δεύτερο αντίκτυπο. Αν η ύπαρξη των ατόμων και των κοινοτήτων δεν μπορεί να «προγραμματιστεί» μακροπρόθεσμα, αν οι επαγγελίες επίγειων παραδείσων, που φωτίζονται από τον ήλιο του μέλλοντος, δεν μπορούν να τηρηθούν και αν απουσιάζει η προοπτική μιας καλύτερης ζωής και τα άτομα αισθάνονται συμπιεσμένα στο καθημερινό και στο εφήμερο, τότε οι θρησκείες έχουν περισσότερους λόγους και περισσότερη ενέργεια για να θεμελιώσουν τον δικό τους πρωταγωνιστικό ρόλο (...).

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

...και τι άλλο δεν ήταν ο «Δεκέμβρης»

  • Μαρία Κακογιάννη | ΤΟ ΒΗΜΑ, Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

ΣΤΟ «Βήμα της Κυριακής» της 6ης Δεκεμβρίου 2009, στις «Νέες Εποχές» και στο αφιέρωμα με τίτλο «Τι ήταν ο Δεκέμβρης του 2008...», ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Υale κ. Στ. Καλύβας σε άρθρο του με τίτλο «...και τι δεν ήταν» ανέπτυξε τις απόψεις του αντιστρέφοντας την ερώτηση και απαντώντας στο τι δεν ήταν η «εξέγερση του Δεκέμβρη». Στο κείμενο που ακολουθεί η κυρία Μαρία Κακογιάννη απαντά στον κ. Καλύβα.

Τι δεν ήταν η «εξέγερση του Δεκέμβρη» γι΄ αυτούς που επιθυμούν την πολιτική; Δεν ήταν μια «εξέγερση» της νεολαίας. Οπως προκύπτει όντως από δημοσκοπήσεις, η συντριπτική πλειονότητα των νέων δεν συμμετείχε στις διαδηλώσεις και η συμμετοχή άλλων ομάδων του πληθυσμού (μετανάστες, άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι) ήταν ακόμη πιο περιορισμένη. Πρόκειται λοιπόν για μια μειονότητα του πληθυσμού. Για πρώτη φορά όμως, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η εξεγερμένη μειονότητα περιείχε διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας. Οι μαθητές και οι φοιτητές απετέλεσαν το κύριο κομμάτι, συμμετείχε όμως και ένα ελάχιστο κομμάτι μεταναστών, εργαζομένων, ανέργων κτλ. Η σύνθεση των «εξεγερμένων», η συνάντηση τμημάτων της κοινωνίας που κανονικά δεν κατεβαίνουν στον δρόμο μαζί, αποτελεί σημαντικότερο σημείο από το μέγεθος, σε απόλυτο αριθμό, του πληθυσμού των διαδηλωτών. Στη Γαλλία, τα επεισόδια στα προάστια το 2005 και το κίνημα εναντίον της μεταρρύθμισης του CΡΕ το 2006 είχαν ως χαρακτηριστικό τη μονοδιάστατη συμμετοχή.
  • Δεν ήταν μαζική.
Ηταν μαζική η κατακραυγή του επεισοδίου που οδήγησε στον θάνατο του Αλέξανδρου. Μαζική ήταν επίσης και η κατακραυγή για τις πυρκαϊές το καλοκαίρι του 2007, αυτό όμως δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να επανεκλεγεί. Στη Γαλλία του Vichy, η αντίσταση εναντίον του γερμανού κατακτητή δεν ήταν μαζική. Η μαζικότητα ενός κινήματος ή μιας δράσης δεν αποτελεί αξιολογικό κριτήριο. Και αν όντως, όπως υποστηρίζεται, τα άτομα που συμμετείχαν στις καταστροφές δεν ήταν παραπάνω από μερικές εκατοντάδες, τότε πώς εξηγείται όλος αυτός ο υπεύθυνος λόγος ότι κινδύνευε η δημοκρατία και ήταν αναγκαία η επιστροφή στην τάξη; Θεωρητικά, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο λόγος των πολλών. Στην πράξη, αυτό που φέρει το όνομα «δημοκρατία» σήμερα είναι ένα σύστημα πλουτοκρατίας στο οποίο μια ελίτ εναλλάσσεται στην εξουσία. Και αυτή η πλουτοκρατία που φέρει το όνομα «δημοκρατία» έχει ως μοναδική μέριμνα να αποτρέψει κάθε μαζική συμμετοχή πέρα από τη συμμετοχή στις εκλογές.
  • Δεν ήταν αυθόρμητη.
Αν και η προσέλευση στις διαδηλώσεις πολλών νέων, ιδιαίτερα μαθητών, ήταν αυθόρμητη, εμφανίστηκαν νέοι τρόποι οργάνωσης και συντονισμού μέσω Διαδικτύου και κινητών. Η τεχνολογία δεν είναι από μόνη της, ως τέτοια, καλή ή κακή, είναι ζήτημα χρήσης. Συχνά η χρήση του κινητού φλερτάρει με την καρικατούρα, όπως και αυτός ο ατελείωτος αγώνας δρόμου για την τελευταία νότα της τεχνολογίας (κινητό με φωτογραφική μηχανή, με κάμερα, με ραδιόφωνο, με τηλεόραση, με Ιnternet κτλ.). Τα κακομαθημένα «κωλόπαιδα», εκτός από καταναλωτικά θύματα, μπορούν όμως να είναι και εφευρέτες νέων τρόπων οργάνωσης και συντονισμού της συλλογικής δράσης.
  • Δεν εμπεριείχε ίχνος ρίσκου, αυτοθυσίαςή γενναιότητας.
Η πραγματική γενναιότητα και το πραγματικό ρίσκο είναι η γενναιότητα και το ρίσκο του καναπέ που κοιτάζει το προτεινόμενο θέαμα με τα παλιά, πατροπαράδοτα, μάτια. Οσο για την αυτοθυσία, προτείνεται καλύτερα η θυσία: του ονείρου και της φαντασίας για έναν άλλον κόσμο που δεν θα έρθει ποτέ. Ο νόμος του δειλού είναι ότι δεν υπάρχει γενναιότητα αλλά μόνο φαντασία. Ο νόμος της φαντασίας είναι ότι θέλει γενναιότητα για να έρθει στην επιφάνεια μέσα από καινούργιες μορφές.
  • Δεν ήταν αποτέλεσμα της διεθνούςοικονομικής κρίσης.
Τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης δεν είχαν φθάσει ακόμη στην Ελλάδα, αυτό που είχε ήδη φθάσει ήταν το διεθνές κλίμα που ήθελε την κρατική παρέμβαση ανά τον κόσμο ώστε να σωθούν οι τράπεζες. Σε ένα τέτοιο κλίμα άρχισαν κάποια «τσογλάνια» να καίνε τις τράπεζες και οι σοβαροί, υπεύθυνοι πολίτες να κατηγορούν τις πράξεις αυτές ως απουσία πολιτικής. Η μόνη πολιτική είναι η πολιτική της αναγκαιότητας απέναντι στις επιταγές της αγοράς και η μόνη αναγκαιότητα εν προκειμένω ήταν να σωθούν οι τράπεζες.
  • Δεν ήταν προοίμιο ενός διεθνούς κύματος εξεγέρσεων .
Οταν ο γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί αποφάσισε να αναβάλει τη μεταρρύθμιση του Λυκείου, έπεσε θύμα του φαντασιακού του. Και το φαντασιακό κάθε πρέσβη της ισχύουσας τάξης είναι να περιορίσει τις δυνατότητες μόλυνσης και επέκτασης της όποιας υποψίας αμφισβήτησης.
  • Δεν ήταν και τόσο πρωτόγνωρη.
Γι΄ αυτούς που θέλουν να βλέπουν πάντα το ίδιο έργο σε διάφορες εκδοχές, γι΄ αυτούς που θέλουν να είναι πραγματιστές και όχι φαντασιόπληκτοι, τίποτε δεν είναι πρωτόγνωρο. Στα μάτια τους όλα μοιάζουν ίδια και οι ίδιοι βυθισμένοι στην πλήξη τους. Οσο γι΄ αυτούς με το ένδοξο παρελθόν, αυτούς που συμμετείχαν σε παλιές εξεγέρσεις, όπως αυτή του Πολυτεχνείου το 1973, υπάρχουν αυτοί που διαφυλάττουν την αξία και τη μνήμη του παλιού, απαξιώνοντας κάθε καινούργιο ως κακέκτυπο του αυθεντικού, και άλλοι που για να διατηρήσουν τη μνήμη του αγώνα τους επιμένουν στην αναγκαιότητα καινούργιων αγώνων.
  • Δεν αμφισβήτησε τις κυρίαρχες νεοελληνικές αξίες.
Γιατί πραγματική αμφισβήτηση της κυριαρχίας δεν υπάρχει. Η μόνη γνήσια έκφραση αμφισβήτησης είναι ο λόγος του σοφού που αμφισβητεί την ψευτοαμφισβήτηση και ξεσκεπάζει «την ημιμάθεια που εκφράζεται με έναν λόγο κούφιο, κοινότοπο και απόλυτο» (απόσπασμα από το άρθρο του Στάθη Καλύβα, «...και τι δεν ήταν», «Το Βήμα», 06.12.09). Είναι ο παλιός ρόλος του αστυνομικού της αμφισβήτησης. Γνήσια έκφρασή του: η αδιαφορία, αν όχι το μίσος, για τη δυνατότητα αμφισβήτησης, με έναν λόγο έντεχνο, πρωτότυπο και πειστικό. Για ένα μέρος της γαλλικής διανόησης ο Μάης του ΄68 συνετέλεσε στον τελικό θρίαμβο της καπιταλιστικής αγοράς. Πρόκειται, λένε, για μια εξέγερση του δημοκρατικού ατομικισμού μιας νεολαίας που αναζητούσε την άμεση πλήρωση όλων των υποσχέσεων της αγοράς για μια ελεύθερη κατανάλωση της σεξουαλικότητας και των εμπορικών αγαθών. Στρέφοντας την κριτική ενάντια σε όλες τις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, της πατρίδας, της θρησκείας, του σχολείου, το πνεύμα του Μάη του ΄68 είναι ο κύριος υπεύθυνος της σημερινής παρακμής των αξιών. Εξ ου και η προγραμματική δήλωση του προέδρου Σαρκοζί ότι πρέπει επιτέλους να τελειώσουμε με το πνεύμα του ΄68. Είτε πρόκειται για τον παλιό Μάη είτε για τον καινούργιο Δεκέμβρη, η πολιτική είναι σύμφυτη με μια μάχη των ερμηνειών. Κάθε ερμηνεία ενέχει ένα κομμάτι φαντασίας.
  • Η κυρία Μαρία Κακογιάννη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ρaris VΙΙΙ Vincennes-Saint-Denis.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Χόμπσμπάουμ: Μια απάντηση στη φιλελεύθερη προπαγάνδα

Ο Έρικ Χομπσμπάουμ αναλύει την επιστροφή της ιδέας του κομμουνισμού

* Η ιδέα του κομμουνισμού, όπως επανεμφανίζεται σήμερα, μπορεί να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε και να αλλάξουμε τον κόσμο;

*Δεν το πιστεύω. Ως πολιτικό πρόγραμμα ο κομμουνισμός δεν υπάρχει πια: ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» του σοβιετικού μπλοκ κατέρρευσε και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ξαναφέρουμε στην επικαιρότητα την ιδέα μιας οικονομίας εντελώς σχεδιοποιημένης και συγκεντρωτικής -- ιδέα που δεν τη διατύπωσε ποτέ, άλλωστε, ο Μαρξ. Στην πραγματικότητα, η κύρια συνεισφορά του κομμουνισμού ήταν η ιδέα μιας επαναστατικής πρωτοπορίας: του Κόμματος. Τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν μόνιμοι δημιουργοί κοινωνιών και κρατών. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είχε 5.000 μάχιμα στελέχη μπόρεσε σε δύο χρόνια να γίνει ένα κόμμα με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, ικανό να προσελκύσει εκατομμύρια ψηφοφόρους. Στο Βιετνάμ το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και μειοψηφικό, είχε την κατάλληλη δομή για να αποτελέσει τη βάση ενός πολύ ευρύτερου πράγματος: μια κοινωνίας. Αλλά όλα αυτά προέκυψαν από κοινωνικοικονομικές συνθήκες που δεν υφίστανται πια.

* Δεν υπάρχει προοπτική «επιστροφής» στον Λένιν;

* Ο φιλελευθερισμός υποτίμησε την έμπνευση και τις επιτυχίες των κομμουνιστικών κινημάτων. Θελήσαμε να τις πετάξουμε εντελώς στα σκουπίδια, να τις κάνουμε απλές δικαιολογίες για τη δημιουργία των γκουλάγκ. Αυτή η μυθολογία, που χρονολογείται από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα: παραμένει, για παράδειγμα, ολοζώντανη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου συνεχίζουν να εκδίδονται ψηφίσματα ενάντια στον ολοκληρωτισμό, λες και βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1960. Σήμερα που ο καπιταλισμός περνάει κρίση, η επιστροφή στο κομμουνιστικό ιδεώδες είναι προπαντός ένας τρόπος να απαντήσουμε στη φιλελεύθερη προπαγάνδα.

*Η τωρινή οικονομική κρίση ανοίγει τον δρόμο για έναν ενδεχόμενο «μετα-καπιταλισμό»;

*Το τέλος του κομμουνισμού συμβολίστηκε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου: εκείνη τη μέρα όλος ο κόσμος κατάλαβε ότι το εγχείρημα είχε οριστικά τελειώσει. Ε, λοιπόν, ο καπιταλισμός ζει σήμερα μια ανάλογη κατάσταση: από τον Σεπτέμβρη του 2008 όλοι ξέρουν ότι η επιστροφή στην ιδεολογία του οικονομικού laissez faire δεν είναι πια δυνατή. Το laissez faire βασίστηκε στην ιδέα ότι κάθε άνθρωπος θεωρείται μια οντότητα που επιδιώκει τα ορθολογικά του συμφέροντα, που συναντώνται σε μια αυτορρυθμιζόμενη αγορά και εξισορροπούνται από αυτήν. Αυτή είναι η «θεωρία της ορθολογικής επιλογής» και όποιος περιορισμός στην αγορά θεωρείται εμπόδιο στην έλευση του καλύτερου των κόσμων. Με την υποχώρηση του καπιταλισμού, κάτι τέτοιο ακούγεται γελοίο. Εκτός αυτού, οι οικονομίες που γνώρισαν εδώ και τριάντα χρόνια την πιο ισχυρή ανάπτυξη δεν υπακούουν καθόλου στη θεωρία της ελεύθερης επιλογής του καταναλωτή: η Ιαπωνία, η Κορέα, αργότερα η Κίνα. Μόλις το 1998-1999, με την ασιατική κρίση, οι επιχειρηματικοί κύκλοι άρχισαν να λένε ότι κάτι δεν λειτουργούσε. Και να ξαναανακαλύπτουν τον Μαρξ.

*Η επιστροφή στον Μαρξ ξεκίνησε λοιπόν στο Σίτυ;

*Θυμάμαι ένα γεύμα με τον περιβόητο Τζωρτζ Σόρος, εκείνη την εποχή. Με είχε ρωτήσει τη γνώμη μου για τον Μαρξ, μιλώντας με θαυμασμό για τις προβλέψεις του σχετικά με τη φρενήρη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ήταν τη στιγμή που το long term capital management (μακροπρόθεσμη διαχείριση κεφαλαίων) είχε γνωρίσει μια παταγώδη αποτυχία. Αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια τα διαχειρίζονταν δύο νομπελίστες, οι οποίοι είχαν εκτιμήσει την πιθανότητα του ρίσκο της κατάρρευσης σε μία στο εκατομμύριο… Όλος ο κόσμος ξέρει ότι υπάρχουν πάντα ρίσκα. Ο Μαρξ ενδιαφέρει τους τραπεζίτες, επειδή λέει ότι η ουσία του καπιταλισμού δεν είναι η σταθερότητα αλλά η κρίση.

* Η κομμουνιστική εμπειρία μπορεί να προσφέρει λύσεις για τη σημερινή κρίση;

* Η κατάστασή μας μπορεί να συγκριθεί με αυτήν της περιόδου 1929-1933, όταν κατέρρευσε το σύστημα που επίσης υπάκουε στο δόγμα του laissez faire. Το «never again» ήταν τότε το νέο σύνθημα και, πράγματι, οι κυβερνήσεις έκαναν πολλά πράγματα αδιανόητα για τους φιλελεύθερους: έδωσαν απόλυτη προτεραιότητα στην πλήρη απασχόληση, ενσωμάτωσαν τα εργατικά κινήματα στη διαχείριση των επιχειρήσεων, δημιούργησαν το κράτος πρόνοιας. Μέχρι που δανείστηκαν και ορισμένες σοβιετικές καινοτομίες, όπως τον υπολογισμό του ΑΕΠ, το οποίο ήταν επινόηση ενός Σοβιετικού οικονομολόγου του Γκοσπλάν (Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού), που οικειοποιήθηκαν οι ΗΠΑ: ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίζεις, για πρώτη φορά, την οικονομία ως σύνολο. Σήμερα το παράδειγμα της Κίνας είναι εξαιρετικά σαφές. Το παλιό μαοϊκό σύστημα εξασφάλιζε την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική προστασία, χάρη στους δημόσιους χρηματοπιστωτικούς ομίλους. Από τότε που αυτά εξαφανίστηκαν, εκατομμύρια αγρότες που συρρέουν στις πόλεις δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Σε περίοδο ανάπτυξης κάτι τέτοιο δεν είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστεί, αλλά τώρα που δεν υπάρχουν πια δουλειές, αυτοί οι απόκληροι αποτελούν πολιτικό πρόβλημα που όλες οι κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη.

*…επανακρατικοποιώντας την οικονομία;

* Η αντίθεση αγοράς και σχεδιασμού, λες και το ένα αποκλείει το άλλο, δεν είναι πια επίκαιρη. Ο κρατισμός, ακραία μορφή του σοσιαλισμού, απέτυχε· ο φιλελευθερισμός, ακραία μορφή του καπιταλισμού, οδεύει προς το ίδιο τέλος. Οι οικονομίες του νέου αιώνα θα πρέπει να είναι μικτές. Η διαφορά δεν θα είναι πια στη δομή, όπως πιστεύαμε, αλλά στους επιδιωκόμενους στόχους: ο σκοπός θα είναι να προωθήσουμε το ατομικό κέρδος ή να μειώσουμε τις ανισότητες, να πολλαπλασιάσουμε τις δυνατότητες όλων… Και σε αυτό το σημείο ξαναβρίσκουμε όχι μόνο τον Μαρξ αλλά και τη σοσιαλιστική παράδοση.

  • μετάφραση: Αμαρυλλίς Λογοθέτη
  • Η ΑΥΓΗ: 27/12/2009
  • Η συνέντευξη δόθηκε στον Eric Aeschimann και δημοσιεύθηκε στη «Liberation», στις 23.5.2009

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Το ξεχασμένο «άθλημα αληθείας»

  • Tου Χρηστου Γιανναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009

Ετι κι έτι το ερώτημα: Πώς γεννιέται, πώς προκύπτει μια Γιορτή; Το καταγωγικό γεγονός πρέπει να είναι έκρηξη συλλογικής χαράς και η χαρά να αναβιώνει, πάντοτε εκρηκτική, σε κάθε επέτειο της πρώτης έκπληξης. Σήμερα στην Ελλάδα θα στήναμε Γιορτή, αν κάπου στο υπέδαφος της γης μας εντοπιζόταν κοίτασμα πετρελαίου ή φλέβα χρυσού. Το χρήμα μάς δίνει χαρά, το χρήμα θα γιορτάζαμε.

Κάποτε ο ελληνικός ή εξελληνισμένος κόσμος, γύρω από τη Μεσόγειο, κυνηγούσε άλλες χαρές: Πάλευε να βεβαιωθεί αν και κατά πόσο ενδέχεται «αθανατίζειν το θνητόν», «μετασχείν αθανασίας το ανθρώπινον γένος», «της αθανασίας μεταλαμβάνειν». Και «αθανασία» δεν σήμαινε απεριόριστη παράταση του βίου ή κάποιαν άσαρκη συνέχιση της ύπαρξης στον εφιάλτη ενός γραμμικά ατέλειωτου χρόνου. Αθανασία σήμαινε ελευθερία της ύπαρξης από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει η προκαθορισμένη «φύση» ή «ουσία» του κάθε υπαρκτού, ελευθερία από τον χρόνο, τον χώρο, τη φθορά, τον θάνατο.

Σε αυτό τον κόσμο κατέφθασε άγγελμα χαράς, ευ-αγγέλιο, πρόξενος Γιορτής: Τα πάντα ξεκινάνε να υπάρχουν όχι από ανερμήνευτη αναγκαιότητα, αλλά από την ελευθερία μιας αυτοσυνείδητης έλλογης θέλησης. Σε φάτνη αλόγων, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, η Αιτιώδης Αρχή των υπαρκτών, ο Θεός, φανερώνει την ελευθερία του από τη θεότητά του: Είναι Θεός, όχι επειδή υποχρεώνεται «εκ προηγουμένου λόγου» της θείας φύσης ή ουσίας του να είναι αυτό που είναι. Είναι Θεός επειδή είναι αγάπη, κορύφωμα ελευθερίας – η αγάπη - ελευθερία καθορίζει αυτό που είναι ο Θεός, όχι η θεότητά του. Γι’ αυτό και γίνεται άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι ελευθερία αγάπης, δηλαδή υπαρκτικά απεριόριστος. Ανθρωπος, Χριστός Ιησούς, ελεύθερος από τις αναγκαιότητες και της ανθρώπινης φύσης ή ουσίας: ανασταίνεται από τους νεκρούς.

Αυτό το άγγελμα το προσλαμβάνει ο Ελληνας όχι σαν μια ακόμη επινόηση ερμηνευτική του οντολογικού αινίγματος, σπουδαιότερη επινόηση από την πλωτινική τριάδα (Εν-Νους-Ψυχή), τις πλατωνικές «Ιδέες», το αριστοτελικό «Πρώτον Κινούν – ταυτότητα νου και νοητού». Προσλαμβάνει το χριστιανικό ευ-αγγέλιο ο Ελληνας και γιορτάζει, σημαδεύει τη διαδοχή των αιώνων η συλλογική έκρηξη της χαράς – δεν συστήνεται ποτέ Γιορτή για φιλοσοφικές επινοήσεις. Το ευ-αγγέλιο είναι μαρτυρία μιας ανοιχτής σε επαλήθευση ιστορικής εμπειρίας: Επώνυμα πρόσωπα, με συγκεκριμένο σε τόπο και χρόνο εντοπισμό, «επόπται γεννηθέντες» των γεγονότων για τα οποία μαρτυρούν, αναλαμβάνουν να καταγράψουν τα όσα είδαν με τα μάτια τους και άκουσαν με τα αφτιά τους και ψηλάφησαν τα χέρια τους.

Δεν καταπίνεις εύκολα οποιοδήποτε θρησκευτικό ιδεολόγημα όταν έχεις πίσω σου (ή μάλλον μέσα σου, στην παιδεία σου) Πλάτωνα και Αριστοτέλη και Πλωτίνο. Ούτε γιορτάζεις χαζοχαρούμενα, αν δεν ανοίγεται μπροστά σου η δυναμική της εμπειρικής επαλήθευσης των όσων προσλαμβάνεις. Η Γέννηση του Χριστού, ενανθρώπιση του απροσπέλαστου Θεού, γίνεται για τον Ελληνα, επί αιώνες, γιορτινή έκρηξη χαράς, επειδή η πιστοποίηση του γεγονότος είναι ανοιχτή, προσφέρεται μέσα από το άθλημα της σχέσης. Το άθλημα το γνωρίζει ο Ελληνας, ξέρει ότι ψηλαφούμε την αλήθεια όχι μέσα από πληροφορίες (αυτό ισχύει μόνο για τα ιδεολογήματα), αλλά μόνο «κατά μετοχήν», όταν μετέχουμε στον τρόπο του αληθούς, στην πραγματοποίηση του αληθεύειν. Ο εκχριστιανισμός των Ελλήνων δεν αντιπροσωπεύει αλλαγή θρησκευτικών «πεποιθήσεων», αλλά αλλαγή υπαρκτικού στόχου: Από το «άθλημα αληθείας» που ήταν η μετοχή στην Εκκλησία του Δήμου, πέρασαν στο «άθλημα αληθείας» που ήταν η Εκκλησία του ευχαριστιακού σώματος.

Κάποτε η συνέχεια της Γιορτής έσπασε. Το πώς και γιατί, είναι ερώτημα που συνοψίζει την τραγωδία του όψιμου, αφελληνισμένου Ελληνισμού και που οι Ελληνόφωνοι το απωθούμε ή το ξορκίζουμε με αφελείς δογματισμούς. Πάντως, δεν γιορτάζουμε πια Χριστούγεννα, ρεαλισμό επενδύσεων στην ελευθερία από τη θνητότητα – η θεσμοποιημένη επετειακή επανάληψη της Γιορτής δεν είναι έκρηξη χαράς. Γαντζωνόμαστε σε υποκατάστατα, μικροαπολαύσεις λησμοσύνης του θανάτου: Κάτι να χαρίσουμε, κάτι να μας χαρίσουν, να ευχηθούμε, να μας ευχηθούν, να ζωντανέψει η αλήθεια της ζωής ως σχέσης στην ανεμελιά των παιδιών, στην όση ζεστασιά της οικογένειας ή της φιλίας, σε όποιο ξέφτι κοινωνίας απομένει στην εγωκεντρική βιοτή μας.

Ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά από τη στιγμή που απεμπόλησε την ταυτότητά του: την προτεραιότητα των «κοινών», την ταύτιση του κοινωνείν με το αληθεύειν, τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας ως πρώτο ζητούμενο. Με αυτή την ταυτότητα έδωσε ο Ελληνισμός γλώσσα στο χριστιανικό ευ-αγγέλιο, το έκανε Εικόνα, ποίηση, μέλος, δραματουργία, φιλόσοφο λόγο, θεσμό επισκοπής, ενορίας, συνόδου. Μια ατομοκεντρική συλλογικότητα μόνο ψευδωνύμως μπορεί να λέγεται ελληνική και μια ατομοκεντρική θρησκευτικότητα δεν έχει την παραμικρή σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός.

Από τη Γιορτή των Χριστουγέννων μας χωρίζει «χάσμα μέγα», αγεφύρωτο, διαφοράς τρόπου της ύπαρξης. Την εκκλησιαστική Εικόνα την αντικαταστήσαμε με θρησκευτικές ζωγραφιές, τη δραματουργία με εθιμοτυπικά στερεότυπα, το εκκλησιαστικό μέλος με συναισθηματικές καντάδες ή μουσειακά ιδιότυπα ακούσματα, την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με τσιμεντένιες τούρτες τερατώδους ακαλαισθησίας. Ολα πια στοχεύουν στο άτομο: να το εντυπωσιάσουν, να το συγκινήσουν, να το διδάξουν, να το υποβάλουν. Το κήρυγμα, η κατήχηση, αποκομμένα από το εκκλησιαστικό γεγονός, υπηρετούν αποκλειστικά την ατομοκεντρική, ενστικτώδη θρησκευτικότητα. Ποια χαρά Γιορτής να προκύψει, όταν η ζωή είναι εγκλωβισμένη στο εγώ, στη μονοτροπία της φθοράς, της θνητότητας, στην αλογία μεταφυσικών εκζητήσεων ατομικής σωτηρίας, ατομικών αξιομισθιών;

Κάθε φορά που ενθρονίζεται νέος αρχιεπίσκοπος αναθαρρεύουν οι ελπίδες: Δεν μπορεί, αυτός κάτι θα έχει διδαχθεί από τη νέκρα ή την παρδαλή εντυπωσιοθηρία των προκατόχων του. Κάτι θα καταλαβαίνει από τη ζωτική, κατεπείγουσα ανάγκη να αποκαταστήσει εκκλησιαστική λατρεία αντί για θρησκευτικο-μαγικές ιερουργίες, εκκλησιαστικό κήρυγμα αντί για θρησκευτικά, ηθικολογικά φληναφήματα, κατήχηση, μύηση στην ποίηση, στην Εικόνα, στην εκκλησιαστική άσκηση, όχι «διδακτικές» παιδαριωδίες. Να ξαναγίνει η ενορία λαϊκό σώμα, να πάψει να είναι το ανάλογο παραρτημάτων του ΙΚΑ. Να γνοιαστεί για τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που βιώνουν οι κληρικοί του, να είναι συλλειτουργός, όχι διοικητής.

Και κάθε φορά οι ελπίδες καταρρέουν. Ισως για να «τελειούται η δύναμις» της ελπίδας «εν ασθενεία». Ισως γιατί «χάσμα μέγα» μας χωρίζει από το ευαγγέλιο και η οδύνη της ορφάνιας είναι γέφυρα επανασύνδεσης.

Διδάγματα της χρονιάς που φεύγει

  • Tου Γιωργου Παγουλατου*, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009

Το φοβερό 2009, έτος παγκόσμιας ύφεσης, μας αφήνει όχι με κρότο, ούτε με λυγμό, αλλά με μια παρέλαση (προσωρινών και ενίοτε αντιφατικών) διδαγμάτων. Ορισμένα μας ήταν ήδη γνωστά. Αλλα μας φάνηκαν άγνωστα διότι τα είχαμε ξεχάσει. Αλλα πάλι γνωρίζαμε ότι τα αγνοούμε - μας ήταν γνωστά-άγνωστα. Και άλλα είναι ακόμα πολύ νωρίς να τα μάθουμε.

Γνωρίζαμε, για παράδειγμα, ότι η παγκόσμια αλληλεξάρτηση αγορών και οικονομιών είχε προχωρήσει χωρίς προηγούμενο. Αγνοούσαμε (αλλά εν γνώσει μας) τις ακριβείς διαστάσεις και δυνητικές συνέπειες αυτής της αλληλεξάρτησης: δεν ξέραμε ότι η αδυναμία των ενυπόθηκων δανειστών του Σινσινάτι και του Σακραμέντο να αποπληρώσουν τα δάνειά τους θα οδηγούσε σε ουρές καταθετών στη Σκωτία και στρατιές ανέργων στην Ισπανία. Δεν ξέραμε (αν και μπορούσαμε να το φανταστούμε) ότι η μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση του υπερφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού θα μετεξελισσόταν σχεδόν σε κρατικό καπιταλισμό, με κυβερνητικές παρεμβάσεις συνολικού παγκόσμιου ύψους 14 τρισ. δολαρίων για τη διάσωση και ενίσχυση τραπεζών.

Γνωρίζαμε ότι η παγκοσμιοποίηση των αγορών δεν συνοδεύτηκε από υπερεθνικούς κανόνες και διακυβέρνηση για το ενδεχόμενο αποτυχίας των αγορών. Ξέραμε ότι, ενώ οι αγορές είναι παγκόσμιες, η πολιτική παραμένει κυρίως τοπική σε εθνικό επίπεδο. Είχαμε όμως ξεχάσει την πολιτική οικονομία: όπως η διόγκωση του κράτους δημιουργεί ισχυρές συντεχνίες (βλέπε ΟΛΠ), έτσι και η διεθνοποίηση των αγορών διογκώνει τη δύναμη ιδιωτικών συμφερόντων, τόσο ώστε η πολιτική που τα απελευθέρωσε να μην μπορεί πια να αντιστραφεί. Το τζίνι δεν ξαναμπαίνει στο μπουκάλι. Μάταιη η προσπάθεια να χαλιναγωγηθούν οι αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες. Και η κραταιά Γουόλ Στριτ οδηγεί στην αμερικανική απόρριψη της ευρωπαϊκής πρότασης για φορολόγηση των βραχυπρόθεσμων χρηματιστικών συναλλαγών (φόρος Τόμπιν), που θα χρηματοδοτούσε τις αναπτυσσόμενες χώρες και την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Τα εγχώρια συμφέροντα επηρεάζουν καθοριστικά την εξωτερική οικονομική πολιτική - αλλά κι αυτό το ξέραμε.

Η κρίση μας έμαθε (ή μας θύμισε;) πόσο σχετική είναι η επιτυχία και η αποτυχία. Ελάχιστο καιρό πριν, η Γερμανία θεωρείτο ένας βραδυκίνητος γίγαντας, η Γαλλία παρακμάζουσα χώρα, κι οι δύο εκπροσωπούσαν ό,τι παρωχημένο στον δυτικό κόσμο. Ο αγγλοαμερικανικός χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, απελευθερωμένος και ρωμαλέος, κυριαρχούσε ως πρότυπο δυναμισμού προς υιοθέτηση. Η κρίση έδειξε ότι αυτό που ονομάζαμε «εντυπωσιακή επιτυχία» ήταν τελικά μια τεράστια φούσκα, που έσκασε πέφτοντας στα κεφάλια όσων την θαύμαζαν, ενώ οι επιβάτες της διέφευγαν με χρυσά αλεξίπτωτα. Τώρα η Αμερική ξαναζεί μέρες του ’30, ο Βρετανός υπουργός Βιομηχανίας επισκέπτεται τη Γαλλία για να μελετήσει το βιομηχανικό της μοντέλο, η Γερμανία παραμένει στο τιμόνι της ευρωπαϊκής οικονομίας και οι ελλειμματικές οικονομίες της υπερκατανάλωσης την εκλιπαρούν να χαμηλώσει λίγο τις εξαγωγές της για να μπορέσουν να βγουν από την κρίση. Ο «κελτικός τίγρης» της Ιρλανδίας είδε πλούτο δεκαετιών να εξανεμίζεται, οι βαλτικές χώρες το 2009 έχασαν 16% του ΑΕΠ τους, και η Ισλανδία του άλλοτε διαστημικού τραπεζικού συστήματος επέστρεψε ξανά στην αλιεία του μπακαλιάρου. Είναι βέβαια νωρίς για τελικά συμπεράσματα, αλλά ένα φαίνεται πιθανό: η υπέρμετρη, αγγλοαμερικανικού τύπου διόγκωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου δεν ωφελεί παρά μόνο τα στελέχη του, σωρεύοντας τεράστια ρίσκα για το σύνολο της οικονομίας.

Ομως τα συμπεράσματα δεν είναι ούτε διαχρονικής ούτε οικουμενικής εμβέλειας. Παράδειγμα; Εδώ στην Ελλάδα έχουμε την αντίστροφη σχέση. Διεθνώς η κρίση ξεκίνησε από τις τοξικές επενδύσεις των τραπεζών, και μέσω πιστωτικής ασφυξίας επεκτάθηκε στην πραγματική οικονομία οδηγώντας σε δημοσιονομική κρίση, καθώς οι κυβερνήσεις κατέβαλαν δισεκατομμύρια για να στηρίξουν τις τράπεζες και να αναθερμάνουν την οικονομία. Ομως, η οικονομική κρίση της Ελλάδας έχει αντίστροφη φορά: είναι κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους, αποτέλεσμα της προϋπάρχουσας υπερχρέωσης και των ελλειμμάτων, που τώρα απειλεί να συμπαρασύρει και τις υγιείς ελληνικές τράπεζες. Για τους άλλους, η κρίση του 2009 ήταν αποτέλεσμα αποτυχίας των τάχα αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Για εμάς είναι το επιστέγασμα χρεοκοπίας ενός πολιτικά εκπορνευμένου κράτους. Και η διεθνής μετακίνηση του εκκρεμούς από την αγορά προς το κράτος και τη ρύθμιση, μας βρίσκει δυστυχώς με αυτό το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος.

Θυμηθήκαμε τέλος ότι η ιστορία συχνά πορεύεται με ειρωνεία. Η οικονομική κρίση παράγει παντοδυναμία του οικονομικού ντετερμινισμού, την ώρα που διεθνείς οργανισμοί, αγορές, και η ίδια η ορθόδοξη οικονομική επιστήμη (με λίγες εξαιρέσεις) αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη μεταπολεμική αποτυχία τους. Και η δική μας εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές και τους οίκους αξιολόγησης φτάνει στο απόγειό της, την ώρα που η αξιοπιστία των τελευταίων βρίσκεται στο ναδίρ. Ομως αυτό δεν αλλάζει τίποτα από τις βαρύτατες συνέπειες της εξάρτησης: δεν επιλέγεις τους κριτές σου, ιδίως αν βρίσκεσαι σε θέση αδυναμίας. Κι αυτό το γνωρίζαμε.

Είναι πολύ νωρίς να ξέρουμε πού θα μας βγάλει αυτή η κρίση. Αλλά αν μας οπλίσει με λίγη παραπάνω αυτογνωσία, κάτι θα έχει κερδηθεί.

* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Υπερασπίζοντας την Αμερική


Του Roger Cohen / The New York Times

Μια φράση που έγραψα πριν από λίγο καιρό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ισχύς της Αμερικής, το βασικό της προτέρημα έναντι του παλαιού κόσμου, είναι το ότι δεν ενδιαφέρεται για το από πού έλκεις την καταγωγή αλλά ότι ενδιαφέρεται κυρίως για το τι μπορείς να κάνεις».

Εκανα λάθος, όπως μου είπαν εκατοντάδες αναγνώστες, οι οποίοι μου ανέφεραν τις δεκαετίες των φυλετικών διακρίσεων, τους περιορισμούς για τους Αφροαμερικανούς, τις ποσοστώσεις για τους Εβραίους στα πανεπιστήμια του Ivy League, οι οποίες συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1960, τις πρακτικές σε δικηγορικές εταιρείες της Νέας Υόρκης, οι οποίες απέκλειαν ορισμένους ανθρώπους, τις επιγραφές σε αμερικανικά χωριά οι οποίες έγραφαν «Οχι Εβραίοι», και άλλου τύπου προκαταλήψεις.

Ο Ρίτσαρντ Κάμινγκς έγραψε ότι «η εμπειρία μου στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον τη δεκαετία του 1950 ήταν φρικτή. Το επίθετό μου ήταν Κοέν και εξαιτίας του, μου απαγόρευαν να δειπνώ σε φοιτητικές λέσχες και γέμιζαν το δωμάτιό μου σκουπίδια. Κατάφερα τελικώς να βρω μια φοιτητική λέσχη αλλά μόνον επειδή παρενέβη ένας φίλος μου. Οσο ήμουν στο Πρίνστον, άλλαξα το επίθετό μου σε Κάμινγκς και δεν μετανιώνω γι’ αυτό».

Η Τζόαν Ουάινμπεργκερ μού έγραψε: «Οταν έκανα αίτηση για το Βασάρ (το πρώτο αμερικανικό κολέγιο από το οποίο αποφοίτησαν κορίτσια), ο πατέρας μου με προειδοποίησε ότι μπορεί να μη γινόμουν δεκτή επειδή ήμουν Εβραία, τελικώς όμως με δέχτηκαν. Στη συνέντευξη όμως που πέρασα για να γίνω δεκτή στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, με ρώτησαν πόσα χρήματα είχε προσφέρει ο πατέρας μου στο Ισραήλ! Τελικώς, στο Γέιλ δεν με δέχτηκαν».

Η Πόλα Ρόμπινς σχολίασε ότι «στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εργάστηκα στο γραφείο αιτήσεων υποψηφίων φοιτητών του κολεγίου Ράντκλιφ. Θυμάμαι ότι εξέταζα τον φάκελο μιας υποψήφιας που είχε περάσει τα 40 και η οποία ζητούσε συμβουλές για την επαγγελματική της σταδιοδρομία. Υπήρχε μια σημείωση στον φάκελό της που έγραφε «Μοιάζει πολύ Εβραία. Μην τη συστήσετε... (σε ένα συγκεκριμένο εργοδότη)».

Είναι προφανές ότι σε μια στήλη όπου αναφερόμουν στις προκαταλήψεις που υπέστην ως Εβραίος σε σχολείο στην Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ήμουν πολύ πρόθυμος να υμνήσω το ανοιχτό πνεύμα της Αμερικής.

Πράγματι ήμουν πολύ πρόθυμος και θα έπρεπε ίσως να είμαι πιο προσεκτικός. Οταν κάνοντας έρευνα για ένα βιβλίο σχετικά με τις τύχες Εβραίων Αμερικανών που συνελήφθησαν από τους Ναζί, συνάντησα και συνομίλησα με έναν από αυτούς τους επιζώντες, ονόματι Μόρτον Μπρουκς. Ονομαζόταν Μόρτον Μπρίμπεργκ όταν οι Ναζί προσπάθησαν να τον εξοντώσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαπίστωσε ότι ο μόνος τρόπος για γίνει δεκτός σε κολέγιο ήταν να αλλάξει το όνομά του. Αυτό ήταν το ευχαριστώ εκ μέρους της πατρίδας του.

Εξακολουθώ ωστόσο να πιστεύω ότι το μεγαλείο της Αμερικής, παρά τις αμαρτίες της (και η δουλεία ήταν μια μεγάλη αμαρτία), έγκειται στον συνδυασμό αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας αναφορικά με τη φύση των ανθρώπων που τόσο εύγλωττα εξέφρασαν οι πατέρες του αμερικανικού έθνους.

Είναι προφανές ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και ότι έχουν δικαίωμα να διεκδικούν την ευτυχία, δεν είναι όμως τόσο προφανές ώστε να καθίσταται περιττό ένα σύστημα ελεγκτικών θεσμών και διάκρισης των εξουσιών, το οποίο αποσκοπεί στο να απαλείψει, εν ευθέτω χρόνω, τις προκαταλήψεις που γίνονται εμπόδιο στο δικαίωμα των πολιτών σε ίσες ευκαιρίες.

Αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή της Αμερικής. Η οποία εξακολουθεί να αποδίδει. Χάρη σε αυτή την αρχή, η Αμερική εξακολουθεί να κρατεί τις πόρτες της ανοιχτές -ίσως λιγότερο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου- την ίδια στιγμή που η Ελβετία απαγορεύει την ανέγερση μιναρέδων, που η Γαλλία τρομάζει με τον δημόσιο διάλογο για την εθνική της ταυτότητα και για την περιορισμένη απήχηση που έχει στους μετανάστες από τη Βόρειο Αφρική, που η Ιαπωνία διερωτάται αν οι Ιάπωνες μετανάστες που επιστρέφουν στη χώρα από τη Βραζιλία, είναι αρκετά Ιάπωνες για να επανενταχθούν στην ιαπωνική κοινωνία, και που σε αρκετές ασιατικές χώρες αρχίζει η αντιπαράθεση για το ζήτημα των μεταναστών, καθώς πολλές ασιατικές κοινωνίες γερνούν και γίνονται πιο εύρωστες οικονομικά.

Υπάρχει μια βασική διάκριση ανάμεσα σε μια χώρα που θεωρεί το νεοφερμένο ως πιθανή πηγή ταλέντου και σε μια χώρα που θεωρεί «τον άλλο», ως πηγή προβλημάτων. Μετά από μια δύσκολη δεκαετία κατά την οποία η ισχύς της Αμερικής περιορίστηκε, αυτή η διάκριση (παρά το τείχος που υψώνεται στα σύνορα ΗΠΑ - Μεξικού) είναι πιθανόν η καλύτερη αιτία για να πιστέψει κανείς ότι η μείωση της αμερικανικής ισχύος στον 21ο αιώνα δεν θα είναι διαρκής.

Επιλέγω λοιπόν να κλείσω αυτή τη δεκαετία υπερασπιζόμενος την Αμερική, παρά τα ελαττώματά της, με τα λόγια του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα: «Δεν έγινε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε με χαρούμενα πλήθη που γκρέμιζαν ένα τείχος. Τα ιδεώδη της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, της ισότητας και του κράτους δικαίου, έστω και διστακτικά, ενισχύθηκαν. Κληρονομήσαμε το ψυχικό σθένος, την προνοητικότητα και τη σύνεση των περασμένων γενεών, μια κληρονομιά για την οποία η χώρα μου είναι δικαίως υπερήφανη». [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009]

O ιμπεριαλισμός της φιλανθρωπίας

Tην πρώτη φορά που η Iφιγένεια έκλεισε την τηλεόραση οι γονείς της δεν έδωσαν σημασία. Aλλά η μικρή το έκανε και το ξαναέκανε πολλές φορές. Kαι μάλιστα μέσα στις γιορτές, με το δημοτικό σχολείο κλειστό και με την ανοχή των δικών της να παρακολουθήσει τα αγαπημένα της προγράμματα. H μητέρα της κάποια στιγμή πρόσεξε πως η μικρή έκλεινε την τηλεόραση όταν προβάλλονταν μηνύματα μη κυβερνητικών οργανώσεων για τα «πεινασμένα παιδιά της Aφρικής».

Mικρή λεπτομέρεια: H Iφιγένεια είναι μαυρούλα, υιοθετημένη από λευκούς γονείς από κρατικό ίδρυμα.

Tην κυνηγάει την Iφιγένεια το χρώμα της βελούδινης επιδερμίδας της. Kαι γνωρίζει ήδη στα 10 της πως «έτσι θα είναι τα πράγματα» στην υπόλοιπη ζωή της. Δεν είναι μικρό το φορτίο ούτε όμως και ασήκωτο. Aλλά η προσβολή, όπως το κατάλαβε η μητέρα της, της είναι βαριά. Tο μαύρο χρώμα ταυτίζεται με τη φτώχεια και τη δυστυχία. Kαι μάλιστα στο όνομα της δήθεν μεγαλύτερης αρετής μιας (μονοθεϊστικής) κοινωνίας, της φιλανθρωπίας. Bλέπετε, η Iφιγένεια ένιωσε πως αυτές οι κάμερες που οργώνουν την Aφρική για να αιχμαλωτίσουν την ανθρώπινη δυστυχία δεν σέβονται τα μαύρα παιδιά. Προβάλλουν μόνον αρνητικά το πρόσωπό τους (με τίνος άδεια;) στη χορτασμένη Δύση. Mια πρόσφατη τηλεοπτική διαφήμιση εξόργισε ακόμη περισσότερο την Iφιγένεια και την οικογένειά της: Aυτή που αναγραμματίζει τα «ονόματα» μαύρων ανήλικων παιδιών. Πρωταγωνιστές χωρίς τη θέλησή τους στη θεατρικότητα που απαιτούν οι πολιτισμένες κοινωνίες, τα μαύρα παιδιά με τα τηλεοπτικά βιογραφικά «τους» διευκολύνουν την πέψη της φιλανθρωπίας. Ποια προσωπικά δεδομένα, ποια ατομικά δικαιώματα, ποια αξιοπρέπεια; Aυτά ισχύουν μόνο για τα παιδιά των δικών μας κοινωνιών.

Οσο και αν φανεί περίεργο, στις αφρικανικές κοινότητητες δεν υπήρχαν ζητιάνοι. Aλλά υπήρχαν (υπάρχουν) στις δικές μας. Aς κάνουμε λοιπόν αυτά τα παιδιά ζητιάνους της ανθρωπιστικής βοήθειας, μαζικά προϊόντα φιλανθρωπίας. Γιατί να το κρύβουμε άλλωστε; Σε κάθε ευρώ που συγκεντρώνεται, ένα σημαντικό μέρος του καταπολεμά την ανεργία στις δικές μας κοινωνίες, δίνοντας εργασία (μισθούς και προγράμματα) σε πολλούς νέους (δικούς μας) επιστήμονες.

Tι κι αν η διεθνής βοήθεια (ως φιλανθρωπία) έχει αποτύχει στην Aφρική. Tρία τρισεκατομμύρια δολλάρια μέσα σε πενήντα χρόνια, αλλά όπως τεκμηρίωσε ο Oυίλιαμ Εστερλι (καθηγητής Oικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Nέας Yόρκης) δεν κατάφεραν να εφοδιάσουν με κουνουπιέρες των τεσσάρων δολαρίων τα παιδιά της κεντρικής Aφρικής. «Tόση πολλή καλοπροαίρετη συμπόνια, γράφει, δεν έφερε αποτελέσματα για τους άπορους της Aφρικής».

Πολλοί ίσως θα θυμούνται τον ρόκερ Mπόμπ Γκέλντορφ και τη μεγάλη συναυλία του 2005. Eκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια συγκεντρώθηκαν για την Aφρική. Tην ίδια χρονιά, στο πλαίσιο του παγκόσμιου οικονομικού φόρουμ στο Nταβός, η Σάρον Στόουν συγκέντρωσε από τηλεοράσεως ένα εκατομμύριο δολάρια σε ένα λεπτό (!) για περισσότερες κουνουπιέρες στην Tανζανία. Tα φορτία λοξοδρόμη σαν στη μαύρη αγορά και το επόμενο καλοκαίρι δεν υπήρχαν στα νοσοκομεία κουνουπιέρες ούτε για δείγμα.

Οπως, άλλωστε, ουδέποτε καταλογίστηκαν ευθύνες στους υπερκυβερνητικούς αξιωματούχους των μεγάλων οργανισμών για την αποτυχία τέτοιων πολιτικών. Ισως διότι η φιλανθρωπία δεν έχει εκτός από όρια ούτε συναίσθηση ευθύνης.

H φιλανθρωπία δεν δέχεται άλλου τύπου διαμεσολάβηση πέρα από το προσωπικό «παράδειγμα». Kάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό.

Tο ομολόγησε έμμεσα και ο Mπομπ Γκέλντορφ με αφορμή, τότε, από το κύριο άρθρο των NY Times με τον τίτλο «Aπλώς κάντε κάτι». O Iρλανδός ρόκερ, ανοίγοντας τη μεγάλη συναυλία είπε: «Kάτι πρέπει να γίνει, οτιδήποτε, είτε έχει αποτέλεσμα είτε όχι». Aυτή η αφελής δήλωση δεν προβλημάτισε πολλούς.

Οπως σχολιάζει ο Εστερλι, τελικά «τα αναποτελεσματικά μεγάλα σχέδια φιλανθρωπίας ανακουφίζουν τους πλούσιους από την ανάγκη να βοηθήσουν τους φτωχούς».

Tο διείδε έγκαιρα ένας μεγάλος παραμυθάς (και δημοσιογράφος) ο αιρετικός Mαρκ Tουαίν, που ήδη το 1901 σατίριζε την τότε προσπάθεια «εκπολιτισμού» των φτωχών Aφρικανών: «Oι ευλογίες του Πολιτισμού (...) δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερες στο ημίφως (...) Nόμος και Tάξη... Eλευθερία... Aξιόπιστες συναλλαγές (...) Eίναι καλό; Kύριέ μου είναι τέλειο. Θα φέρει στο μαντρί κάθε ηλίθιο που παραμένει στο σκοτάδι σε όλο τον Kόσμο».

Ενας νεαρός Aιθίοπας μετανάστης, ο Dinaw Mengestu έφθασε το 1980 στις HΠA. Eίκοσι χρόνια μετά, έγραψε ένα υπέροχο μυθιστόρημα. Ισως (και) επειδή ένιωσε την ανάγκη να διασώσει τις μνήμες του από τις εικόνες της δυτικής φιλανθρωπίας.

Tον μορφωμένο πατέρα του που είχε διαβάσει όλους τους κλασικούς, τον φιλόμουσο θείο του και τις ζεστές οικογενειακές στιγμές μιας αφρικανικής κοινότητας. Kαι αν κανείς αναζητήσει αιτίες πώς χάθηκαν αυτές δεν έχει παρά να περπατήσει στον κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας της Nαμίμπια που φέρει το όνομα «Oδός Xάινριχ Γκέρινγκ». Ηταν ο πατέρας του συνοδοιπόρου του Xίλτερ, μέγας σφαγέας των Xερέρο της νοτιοδυτικής Aφρικής.

O Mengestu κάπου στις σελίδες του μυθιστορήματός του γράφει για τα παιδιά και τους μεγάλους: «Οταν κερδίζεις την εμπιστοσύνη και την αγάπη ενός παιδιού, νιώθεις ότι είσαι πολύ καλύτερος άνθρωπος απ’ όσο νόμιζες».

Αραγε, αυτή η αγάπη μπορεί να κερδηθεί μέσω υιοθεσίας εξ αποστάσεως (sic) ή μέσω τηλεόρασης και αποκλειστικά μέσω χρημάτων; H Iφιγένεια δεν το πιστεύει...

  • Tου Τακη Καμπυλη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009

Ιnfo

- Dinaw Mengestu, «Ολες οι χάρες του ουρανού», Aθήνα 2008, εκδ. Πόλις

- Oυίλιαμ Εστερλυ, «Bοήθεια χωρίς αποτέλεσμα», Aθήνα 2007, εκδ. Αρχιπέλαγος

- Jared Diamond, «Οπλα, μικρόβια και ατσάλι», Aθήνα 2006, εκδ. Κάτοπτρο

- Tζέρυ Mπράουν, «H άλλη Aμερική», Σκόπελος 2000, εκδ. Νησίδες

- Xoward Zinn, «Aπό την Iστορία στην πράξη», Aθήνα 2009, εκδ. Αιώρα

Η παρακμή της Δύσης

  • Της Therese Delpech* / International Herald Tribune

Η «παρακμή της Δύσης» είναι αγαπημένο θέμα συζήτησης όσων επιθυμούν να εκφράσουν απογοήτευση, πόθο για εκδίκηση ή ανοιχτή αντιπαλότητα. Αυτό συμβαίνει με τη Ρωσία, παρότι η ρωσική τέχνη και ο πολιτισμός θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα της δυτικής κληρονομιάς, με την Κίνα, η οποία αναμένει την «ιστορική της στιγμή» με ελάχιστα συγκεκαλυμμένη ανυπομονησία, και με το Ιράν, τον αυτόκλητο λαμπαδηδρόμο του Ισλάμ σε όλο τον κόσμο. Ανεξάρτητα από το αστήρικτο του επιχειρήματός τους, όσοι πιστεύουν στη δυτική παρακμή αξίζουν να τους αναγνωρίσουμε μία εύστοχη διαπίστωση: Ο δυτικός κόσμος εμφανίζεται ολοένα και πιο απρόθυμος να συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία.

Οι επικριτές του δυτικού πολιτισμού ξεχνούν, όμως, κάτι πολύ σημαντικό: Η παρακμή αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα του πολιτισμού της Δύσης, από τα «Eργα και Ημέρες» του Ησίοδου στην αυγή του ελληνικού πολιτισμού, μέχρι και στο πιο γνωστό -αν και μέτριο- έργο του Oσβαλντ Σπένγκλερ «Η Παρακμή της Δύσης» των αρχών του 20ού αιώνα. Το θέμα της παρακμής, που διατρέχει την ιστορία μας σαν ρεφρέν πληκτικού τραγουδιού, δεν οφείλεται σε φόβο των νεωτερισμών, που άλλωστε ευνόησαν τον δυτικό πολιτισμό, αλλά στη φοβία της κατάρρευσης. Αυτό δεν αποτελεί μόνο αναπόσπαστο τμήμα της ιουδαιοχριστιανικής μας παράδοσης. Πριν ακόμη από την πτώση του Εωσφόρου και των εκπεσόντων αγγέλων, οι Ελληνες είχαν περιγράψει στη μυθολογία τους την πτώση των Τιτάνων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι αποδέκτες των μύθων αυτών μετέφεραν στους απογόνους τους τον φόβο και τη μνήμη της απώλειας.

Οι φιλοσοφικές ή λογοτεχνικές εκδοχές του θέματος της παρακμής είναι αμέτρητες. Στον Τίμαιο του Πλάτωνα, η σταδιακή παρακμή διακόπτεται μόνο χάρη στην παρέμβαση των θεών. Στον «Χαμένο Παράδεισο», ο Τζον Μίλτον περιγράφει τη μάχη μεταξύ των αγγέλων με τόσο γλαφυρό τρόπο, που ο Μπερνάρ Μπρόντι χρησιμοποίησε εδάφιο του ποιήματος για να προλογίσει ένα από τα βιβλία του για την ατομική βόμβα.

Οι εικόνες ενός λαμπρού μέλλοντος αποτελούν αποκλειστικότητα του δυτικού πολιτισμού. Το μέλλον, όπως περιγράφεται από τους επαναστάτες, καταλήγει στην καταστροφή, όπως απέδειξε περίτρανα και ο περασμένος αιώνας. Οι Δυτικοί συγγραφείς, ακόμη και όσοι φημίζονται για τον ενθουσιασμό τους, προβάλλουν ισχυρή δόση απαισιοδοξίας. Ο Ιμάνουελ Καντ, για παράδειγμα, το σχέδιο του οποίου για παγκόσμια ειρήνη συγκινεί πλείστους όσους σύγχρονους διανοούμενους, δήλωσε ότι «τίποτε το ευθύ δεν μπορεί να προέλθει από τη στραβή ξυλεία της ανθρωπότητας».

Οι Ευρωπαίοι, όμως, ουδέποτε πέτυχαν να μεταδώσουν το συμπέρασμα αυτό στους Αμερικανούς, ο Κήπος της Εδέμ των οποίων μοιάζει να μη διαθέτει έναν καίριο παίκτη: το φίδι. Η απουσία αυτή γίνεται εμφανής στην κυβέρνηση Ομπάμα, που απλώνει την αγκαλιά της προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να φοβάται τους κινδύνους. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα έπρεπε να ξαναδιαβάσει Χέρμαν Μέλβιλ, έναν από τους καλύτερους Αμερικανούς λογοτέχνες, που ασχολήθηκε με το θέμα του κακού.

Η εμμονή στην παρακμή έχει, όμως, και επικίνδυνες επιπτώσεις, που έχουν να κάνουν με την απογοήτευση ή ακόμη χειρότερα με την αδιαφορία απέναντι στην πτώση. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η παραίτηση συνοδεύεται από σαφές αίσθημα ανακούφισης, που μας κάνει να πούμε: «Αν έτσι πάνε τα πράγματα, τι μπορώ εγώ να κάνω γι’ αυτό;».

Η ενασχόληση με την παρακμή μπορεί, όμως, να οδηγήσει και σε εποικοδομητική αυτοκριτική και στην αναγνώριση των ηθικών σφαλμάτων που οδήγησαν στην κατάσταση αυτή. Εθνη που αρνούνται να εξετάσουν κριτικά το παρελθόν τους δεν θα φθάσουν ποτέ στην ιστορική ωριμότητα.

Στο σημείο αυτό, η υπεροχή της Δύσης έναντι της Ρωσίας και της Κίνας είναι συντριπτική, χάρη στις δεκαετίες που δαπανήθηκαν σε μια προσπάθεια ερμηνείας της διαρκούς παρακμής. Ακόμη και σήμερα, οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται «μέσα στα συντρίμμια μεγάλης καταιγίδας», όπως είχε γράψει ο Μπαλζάκ για τους πολίτες της Γαλλικής Επανάστασης.

Μόνο η περισυλλογή και η ιστορική μνήμη μπορούν να μας δώσουν τη δύναμη να προβλέψουμε τις επερχόμενες καταστροφές και ίσως να τις αποφύγουμε. Αν και η ενδοσκόπηση είναι αναγκαία, δεν επαρκεί. Ο δυτικός κόσμος πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσει πολλά ακανθώδη προβλήματα: η σταδιακή εξαφάνιση των κρίσιμων ζητημάτων που πυροδοτούσαν τη φαντασία οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του πνευματικού βίου. Η «εκδίκηση του ιερού», η επάνοδος δηλαδή της θρησκείας στο προσκήνιο με την πλέον βίαιη και μισαλλόδοξη εκδοχή της, καταδεικνύει το πνευματικό κενό της κοινωνίας μας.

Η Δύση αρχίζει αυτή την περίοδο να εξετάζει τα κορυφαία αυτά ζητήματα. Το χάρισμα της μνήμης, όμως, που υπόσχεται ψυχική ίαση από τις παραπάνω αγωνίες, αποτελεί τη μόνη διέξοδο. Το θέμα της παρακμής και η μελέτη του δεν πρέπει έτσι να αποσκοπεί σε τεχνητή διαιώνιση ενός παρηκμασμένου πολιτισμού, ούτε και να αποτελέσει προάγγελο επερχόμενου «ασιατικού αιώνα». Τι σημαίνει, άλλωστε, αυτό και ποιος είναι άραγε σε θέση να πει αν αυτό θα είναι καλό ή κακό για την ανθρωπότητα;

Το μέλλον θα μας φανεί λιγότερο ζοφερό αν αντλήσουμε συμπεράσματα από μία απλή αλήθεια: Οσοι διαθέτουν τα μέσα για να γράφουν ιστορία είναι εκείνοι που συνειδητοποιούν καλύτερα την τραγική φύση της. Οι καταστροφές του 20ού αιώνα είναι μέρος της κληρονομιάς μας. Είμαστε πλάσματα της παρακμής και της αβύσσου, διψασμένα για αναγέννηση και σωτηρία. [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009]

* Η αρθρογράφος είναι διευθύντρια στρατηγικών μελετών της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας της Γαλλίας.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Να δοθεί τέλος στην ομηρία ΑΕΙ μέσω του ασύλου

  • Ζητείται από πανεπιστημιακούς

Απεγκλωβισμό των ΑΕΙ από την ομηρία ατόμων τα οποία δρουν καλυπτόμενα από την προστασία του ασύλου, ζητούν με παρέμβασή τους στην «Κ» πανεπιστημιακοί, κάνοντας λόγο για οργανωμένη φίμωση της ελεύθερης γνώμης από ομάδες κουκουλοφόρων και καταληψιών που ακυρώνουν την ομαλή λειτουργία της ακαδημαϊκής ζωής. Σε δημοσκόπηση της Public Issue για την «Κ», το 54% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι δεν πρέπει να υπάρχει πανεπιστημιακό άσυλο και το 40% πιστεύει ότι η αστυνομία πρέπει να επεμβαίνει, υπό την προϋπόθεση ότι έχει λάβει άδεια.

Πανεπιστημιακοί, με παρέμβασή τους στην «Κ», ζητούν αλλαγές στο άσυλο και ευρύτερες τομές στη λειτουργία των Ιδρυμάτων

  • Του Αποστολου Λακασα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13/12/2009

Θάρρος από όλους -υπουργείο Παιδείας, πανεπιστημιακούς, φοιτητές- και τόλμη στην ανάληψη ευθυνών απαιτείται για να τερματιστεί το γαϊτανάκι του παραλόγου σχετικά με το άσυλο στα ελληνικά ΑΕΙ. Ολοι γνωρίζουν τι συμβαίνει εντός των πανεπιστημίων, αλλά ουδείς φροντίζει να εφαρμόσει τις θεσμοθετημένες ενέργειες. Ετσι βασιλεύουν η ανομία, οι απειλές βίας και ο εκφοβισμός πανεπιστημιακών και φοιτητών που τολμούν να αντιπαρατεθούν με τις ισχυρές, βίαιες μειοψηφίες φοιτητών και εξωπανεπιστημιακών. Αλλωστε, εδώ και χρόνια η κατάσταση είναι γνωστή με τα «στέκια» των εξωπανεπιστημιακών, που υπάρχουν εντός των κεντρικών ΑΕΙ. Ενδεικτικά, πανεπιστημιακοί που μίλησαν στην «Κ» συνέδεσαν το στέκι της Νομικής Σχολής με γνωστά πρόσωπα του αντιεξουσιαστικού χώρου, τα οποία επιθυμούν να «διαφοροποιούνται» από τα άτομα στο άλλο «στέκι», στο ιστoρικό κτίριο του ΕΜΠ επί της οδού Πατησίων.

Σχέσεις διαπλοκής

Από την άλλη, οι σχέσεις διαπλοκής πανεπιστημιακών - φοιτητικών παρατάξεων κρατούν εγκλωβισμένα τα ιδρύματα σε ένα τριτοκοσμικό καθεστώς, που οδηγεί στην καθημερινή τους υποβάθμιση. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι τα όσα διαδραματίστηκαν κατά το διήμερο των εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Πώς νοείται η πρυτανική αρχή του Πανεπιστημίου Αθηνών να μην καλεί την αστυνομία, όταν κάποιοι διαδηλωτές επιχειρούσαν με λοστούς να παραβιάσουν την πόρτα του κτιρίου των Προπυλαίων την περασμένη Κυριακή; Ποιο «άσυλο» καλύπτει την ενέργεια των ατόμων αυτών;

Κατά καιρούς η συζήτηση για την καταχρηστική εφαρμογή του ασύλου αναζωπυρώνεται. Πλέον, όμως, θεωρείται ότι η ιδέα να αλλάξει το καθεστώς προστασίας του ασύλου έχει ωριμάσει. Μάλιστα, κατά την χθεσινή Σύνοδο Πρυτάνεων στο Λαύριο υπήρξαν μέλη της που μίλησαν ακόμη και υπέρ της κατάργησης του ασύλου. «Μετά τα τελευταία γεγονότα θα πρέπει να τοποθετηθούμε ξεκάθαρα υπέρ της κατάργησης του ασύλου, το οποίο φυσικά πρέπει να διατηρηθεί στο συμβολικό επίπεδο των ιδεών» τόνισε, μιλώντας στην «Κ», ο αντιπρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Λεωνίδας Λουλούδης, ο οποίος κατέθεσε σχετική πρόταση, μαζί με τον συνάδελφό του κ. Χάρη Ξανθουδάκη του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Ειδικότερα, στα ελληνικά πανεπιστήμια -και κυρίως στα κεντρικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης - υπάρχουν ομάδες εξωπανεπιστημιακών που δρουν ανενόχλητες, έχοντας συγγενικές σχέσεις με αριστερίστικες φοιτητικές παρατάξεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθεσαν τα πανεπιστήμια στην «Κ», εδώ και χρόνια -ακόμη και 15ετία- εντός των ιδρυμάτων υπάρχουν χώροι, που αποτελούν άβατο για τις πρυτανικές αρχές και τους πανεπιστημιακούς. Είναι αίθουσες που τελούν υπό κατάληψη από ομάδες ατόμων από τον χώρο των αναρχοαυτόνομων, τα οποία κατά κύριο λόγο δεν είναι φοιτητές. Χαρακτηριστικά, είναι τα «στέκια» των αθηναϊκών ΑΕΙ (στη Νομική, στην πρώην ΑΣΟΕΕ και στο ΕΜΠ της Πατησίων).

Απειλές βίας

Παρότι όμως, οι «άγνωστοι» είναι απολύτως γνωστοί, τίποτα δεν γίνεται για να αλλάξει η κατάσταση. «Εχουμε επαφές μαζί τους και μπορούμε έτσι να τους ελέγχουμε και να ξέρουμε τι συμβαίνει» προσθέτει στην «Κ» διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποτυπώνοντας την ιδιότυπη ασυλία που παρέχουν τα ιδρύματα στις ομάδες ώστε οι τελευταίες να μην προκαλούν επεισόδια. Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι απειλές βίας κατά πανεπιστημιακών. «Είμαστε σε ένα καθεστώς αυτολογοκρισίας υπό τον φόβο ότι οι φοιτητικές παρατάξεις θα αντιταχθούν σε όποια απόφασή μας δεν τους αρέσει», δηλώνει στην «Κ» πανεπιστημιακός του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσιάζοντας μία ακόμη πτυχή της ιδιότυπης κατάστασης στα ελληνικά ΑΕΙ: τη σχέση διαπλοκής πανεπιστημιακών - φοιτητικών παρατάξεων. Οι εκπρόσωποι των φοιτητικών παρατάξεων καθώς έχουν λόγο στη λειτουργία του ΑΕΙ (από τις εκλογές περυτάνεων έως τις συνεδριάσεις των τμημάτων) μπορούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις των οργάνων ασκώντας βία. Συχνές είναι πλέον οι βίαιες διακοπές συνεδριάσεων των οργάνων των ΑΕΙ από μέλη μειοψηφικών φοιτητικών παρατάξεων τα οποία διαφωνούν με την απόφαση στην οποία προσανατολίζεται η πλειοψηφία.

Βέβαια, παρότι όλοι μιλούν για το αδιέξοδο, ισχυρή μερίδα πανεπιστημιακών δεν προτείνει κατάργηση του ασύλου αλλά εφαρμογή του σημερινού νόμου, που προβλέπει άρση ασύλου όταν τελούνται αξιόποινες πράξεις στο ΑΕΙ. «Ακόμη κι αυτοί που μιλούν για την κατάργηση του ασύλου δεν απαντούν πώς θα αντιδράσουν απέναντι στις μειοψηφίες που θα προκαλέσουν ταραχές. Θα καλέσουν την αστυνομία; Θα έχει αυτό πρακτικό αποτέλεσμα; Η λύση είναι στο να βρεθούν εργαλεία τέτοια που να επιτρέπουν την εφαρμογή του ασύλου και κώδικες δεοντολογίας που να φέρουν μια αλλαγή κούλτουρας στα ΑΕΙ» δήλωσε, μιλώντας στην «Κ», η γραμματέας της ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών κ. Ευγενία Μπουρνόβα.


[+] ΓPAΦHMA

ΣXETIKA ΘEMATA

Οφείλουν να ενισχύσουν τη φύλαξή τους
Παγκόσμια πατέντα οι ελληνικές ρυθμίσεις
Τι λένε δύο εισαγγελείς
Να ληφθούν πέντε αναγκαία μέτρα
Ηρθε η Ωρα Μηδέν για το άσυλο
Με γενναιότητα και ομοψυχία
Ιδεολογικό ξύλο, πολιτικά αυγά και «Ζαχαροπλάστες»

Γράφουν

- Νίκος Κ. Αλιβιζάτος: «Το παράδειγμα της Νομικής»
- Γιάνης Βαρουφάκης: «Πέντε αναγκαία μέτρα»
- Ιωακείμ Γρυσπολάκης: «Ωρα μηδέν για το άσυλο»
- Ιωάννης Κ. Καράκωστας: «Με γενναιότητα και ομοψυχία»

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Τι ήταν ο Δεκέμβρης του 2008...


  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009
  • Η αποτρόπαιη και απρόκλητη δολοφονία του νεαρού μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια, ακριβώς έναν χρόνο πριν, οι αντιδράσεις που ακολούθησαν, οι καθολικές καταστροφές στην Αθήνα αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αποτέλεσαν φαινόμενα πρωτόγνωρα ίσως, ως προς την έκταση και τη σύνθεσή τους, οπωσδήποτε όμως χρήζοντα μελέτης και ανάλυσης. Αρθρα, εκπομπές, αφιερώματα επιχείρησαν, έναν χρόνο πριν, να εντοπίσουν τις αιτίες που οδήγησαν στην «εξέγερση του Δεκέμβρη» και να ερμηνεύσουν την κοινωνική έκρηξη. Εναν χρόνο μετά, κοιτάζοντας τόσο πίσω όσο και σε όσα ακολούθησαν, τι έχει μείνει από τον Δεκέμβρη του 2008;

...και τι δεν ήταν

  • Στάθης Ν. Καλύβας | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Επειδή η αναζήτηση του τι ήταν η λεγόμενη «εξέγερση» του περασμένου Δεκεμβρίου είναι σύμφυτη με θεωρητικολογίες που έχουν μεγαλύτερη σχέση με τις επιθυμίες (ή και φαντασιώσεις) του κάθε σχολιαστή και λιγότερη με την πραγματικότητα, είναι ίσως πιο χρήσιμο να αντιστραφεί το ερώτημα: Τι δεν ήταν η «εξέγερση του Δεκέμβρη»;

Εδώ είναι απαραίτητη μια προκαταρκτική διευκρίνιση: ο λόγος που αποκαλούμε τα γεγονότα του περυσινού Δεκεμβρίου «εξέγερση» (και που ασχολούμαστε με αυτά) είναι επειδή ήταν βίαια. Αν οι διαμαρτυρίες για τον φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν ειρηνικές, αν περιορίζονταν στις ρουτινιάρικες και μίζερες καταλήψεις σχολείων και σε αποχές από μαθήματα, δεν θα είχαν προκαλέσει τη διεθνή προσοχή και δεν θα γράφαμε γι΄ αυτές σήμερα. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στην «εξέγερση» και στους «εξεγερμένους», αναφερόμαστε πρωταρχικά στα γεγονότα και στα άτομα που συμμετείχαν στα βίαια επεισόδια.

Τι δεν ήταν, λοιπόν, η «εξέγερση του Δεκέμβρη»;

Δεν ήταν μια «εξέγερση» της νεολαίας. Τo σοκ που προκάλεσε ο φόνος του μαθητή ήταν ισχυρό αλλά η συντριπτική πλειονότητα των νέων δεν συμμετείχε στις διαδηλώσεις ούτε άλλωστε ταυτίστηκε με τις καταστροφές και με την ιδεολογία των ομάδων που πρωτοστάτησαν σε αυτές, όπως προκύπτει από τις σχετικές δημοσκοπήσεις. Η συμμετοχή άλλων ομάδων του πληθυσμού ήταν ακόμη πιο περιορισμένη και οι εύκολες γενικεύσεις περί «ασφυξίας» και «οργής» των Ελλήνων ως αιτίων της «εξέγερσης» είναι το λιγότερο υπερβολικές.

Δεν ήταν μαζική. Η συμμετοχή στις διαδηλώσεις δεν φαίνεται να ξεπέρασε τις 8.000 ενώ τα άτομα που συμμετείχαν στις καταστροφές δεν ήταν παραπάνω από μερικές εκατοντάδες, δυσανάλογα μικρός αριθμός σε σχέση με το μέγεθος των καταστροφών και το επικοινωνιακό τους αποτέλεσμα. Η έκταση των καταστροφών γίνεται κατανοητή μόνο αν ληφθεί υπόψη η «κατάσταση παθητικής άμυνας» στην οποία η τότε κυβέρνηση έθεσε την Αστυνομία, η απόφασή της, δηλαδή, να παραδώσει την πόλη στους εχθρούς της (μία από τις αποφάσεις για τις οποίες, άλλωστε, τιμωρήθηκε στις εκλογές).

Δεν ήταν αυθόρμητη. Αν και η προσέλευση στις διαδηλώσεις πολλών νέων, ιδιαίτερα μαθητών, ήταν αυθόρμητη, ο σκληρός πυρήνας που πρωτοστάτησε στις καταστροφές κάθε άλλο παρά αυθόρμητα έδρασε. Γνωρίζουμε πως ο συντονισμός μέσω Διαδικτύου και κινητών έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην κλιμάκωση της βίας. Ταυτόχρονα η οργανωμένη βία λειτούργησε ως παράδειγμα για όσους είχαν πρωταρχικό τους κίνητρο το μπάχαλο και την καταστροφή.

Δεν εμπεριείχε ίχνος ρίσκου, αυτοθυσίαςή γενναιότητας. Η συμμετοχή στις καταστροφές ήταν ανέξοδη και εκ του ασφαλούς, μια κλασική περίπτωση «τζάμπα μαγκιάς» που ανθεί σε καθεστώς ανομίας.

Δεν ήταν αποτέλεσμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Αντίθετα απ΄ ό,τι υποστήριξαν ξένοι κυρίως δημοσιογράφοι, τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης δεν είχαν φθάσει ακόμη στην Ελλάδα. Τώρα που έφθασαν με καθυστέρηση δεν φαίνεται, παραδόξως, να παράγουν εξεγέρσεις.

Δεν ήταν προοίμιο ενός διεθνούς κύματος εξεγέρσεων, όπως φαντασιώθηκαν ορισμένοι που είδαν στην επανάσταση το νέο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας. Κάποιες προσπάθειες μίμησης σε ορισμένες χώρες έπεσαν γρήγορα στο κενό. Η άποψη ότι η ελληνική εξαίρεση οφείλεται στο γεγονός πως η ελληνική νεολαία είναι η πιο δυστυχισμένη στον κόσμο (ναι, γράφτηκε κι αυτό!) είναι κάτι παραπάνω από ανόητη.

Δεν ήταν και τόσο πρωτόγνωρη. Η έκταση των καταστροφών ήταν πρωτοφανής και ο αριθμός των ατόμων που συμμετείχαν σε αυτές μεγαλύτερος απ΄ ό,τι συνήθως, αλλά το μοντέλο κινητοποίησης παρέπεμπε στις χρόνιες και επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις που ταλανίζουν τη χώρα και που διακρίνονται από την ανεμπόδιστη δράση των διάφορων «αντιεξουσιαστικών» ομάδων, τη σχετική συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζονται από μερίδα των ΜΜΕ, του πολιτικού κόσμου αλλά και των λεγόμενων «ενοχικών μεσηλίκων», την πάγια βεντέτα τους με την Αστυνομία και την εκμετάλλευση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το μοντέλο αυτό έχει ως συμβολικό θεμέλιο την τοτεμική λειτουργία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, που λειτουργεί ως ένα πρότυπο το οποίο η κάθε γενιά θα πρέπει να αναπαράγει αν θέλει να ενηλικιωθεί: κάθε γενιά και το Πολυτεχνείο της. Η Αννα Δαμιανίδη, η οποία συμμετείχε στην πραγματική εξέγερση του 1973, επεσήμανε τον παραλογισμό αυτόν: «Τρελαίνομαι όταν ακούω νέους να λένε πως είχαμε το προνόμιο της εξέγερσης. Θέλαμε να ζήσουμε, να χαρούμε τα νιάτα μας, τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Να ζούμε όπως εσείς οι νέοι τώρα».

Δεν αμφισβήτησε τις κυρίαρχες νεοελληνικές αξίες. Αντίθετα, υπήρξε μια γνήσια έκφρασή τους: της αδιαφορίας, αν όχι του μίσους, για την περιουσία των άλλων και τη δημόσια ιδιοκτησία, της διεκδίκησης δικαιωμάτων δίχως υποχρεώσεις, της ταυτόχρονης απαίτησης για καλοπληρωμένες δουλειές και της αντίδρασης στις μεταρρυθμίσεις που θα τις παραγάγουν, της διαμαρτυρίας ενάντια στο κράτος αλλά και του ονείρου μιας κρατικοδίαιτης ζωής, της ημιμάθειας που εκφράζεται με έναν λόγο κούφιο, κοινότοπο και απόλυτο.

Δεν άφησε κάποιο ίχνος πίσω της. Οι εξεγέρσεις των μαύρων στις αμερικανικές πόλεις το 1968 ή των φοιτητών στο Παρίσι τον Μάη της ίδιας χρονιάς είχαν καταλυτικές συνέπειες. Η «εξέγερση» της Αθήνας δεν είχε καμία απολύτως πολιτική προέκταση, με εξαίρεση την εμφάνιση μιας νέας γενιάς τρομοκρατικών οργανώσεων και τη σχεδόν καθημερινή πρακτική του προπηλακισμού πνευματικών ανθρώπων. Θα αποκτήσει ενδεχομένως ιστορική σημασία αν αποδειχθεί ότι κατάφερε να αφυπνίσει την κοινωνία και να την κάνει να αντιληφθεί το κόστος που ενέχει η συντήρηση και αναπαραγωγή μιας ξεπερασμένης κουλτούρας στον κόρφο της οποίας παράγονται φαινόμενα όπως η «εξέγερση του Δεκέμβρη».

  • Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Υale.

Ολα θύμιζαν ένα ξεπερασμένο παρελθόν

  • Νίκος Μαραντζίδης | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Κάθομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου όπως περίπου ο μαθητής μπροστά στη λευκή του κόλλα λίγο πριν τελειώσει ο χρόνος της εξέτασης. Σκέφτομαι: Τι να απόμεινε άραγε από τον περσινό Δεκέμβρη; Η μοναδική απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι: Απολύτως τίποτε!

Τα γεγονότα που ξεκίνησαν με αφορμή τον τραγικό θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου οδήγησαν τότε μερικούς να προφητεύσουν μια «κοινωνική Δευτέρα Παρουσία» όπου όλοι οι αμαρτωλοί θα έπρεπε να μετανοήσουμε. Αρκετοί άλλοι νόμιζαν πως παρακολουθούσαν μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη με μακροχρόνιες και απρόβλεπτες συνέπειες. Γελάστηκαν. Σε αρκετούς κόστισε σε αξιοπιστία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το πολιτικό μόρφωμα που νόμιζε πως βρήκε μια πολιτική ευκαιρία προς αξιοποίηση, έχασε σε πολιτική επιρροή και έκτοτε αντιμετωπίζει μια ισχυρή, πιθανόν διαλυτική, κρίση ταυτότητας.

Στην εξέγερση-φάρσα, που είχε τις αιτίες της στον κουτσαβακισμό κάποιων οργάνων της τάξης και στην ανικανότητα του κράτους από τη μια και στην κυρίαρχη «λαϊκο-δημοκρατική» κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, που ευνοεί συστηματικά καλυμμένες υπό επαναστατικό μανδύα ανομικές συμπεριφορές, από την άλλη, συμμετείχαν τέσσερις κυρίως ομάδες: οι συνήθεις αναρχικοί/αριστεριστές, οι κινητοποιημένοι πενηντάρηδες της «καθεστωτικής Αριστεράς», οι μαθητές/φοιτητές και ένας αριθμός από μετανάστες.

Από τις τέσσερις αυτές ομάδες οι δύο πρώτες συμμετέχουν ανελλιπώς σε κάθε ανάλογη κοινωνική εκδήλωση τα τελευταία τριάντα χρόνια εκφράζοντας τον βίαιο ριζοσπαστισμό τους οι πρώτοι και τις ειρηνικές επαναστατικές ευαισθησίες τους οι δεύτεροι. Οι δύο αυτές ομάδες επιχείρησαν να επιβάλουν στις εξελίξεις την οργανωτική τους κουλτούρα: τη βίαιη και μάλλον απολιτική στάση τους οι πρώτοι, την υπερ-πολιτικοποιημένη, «λαϊκο-δημοκρατικών» καταβολών, και με πρόσβαση στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, κουλτούρα τους οι δεύτεροι. Οι πρώτοι, πολύ νεότεροι, ζούσαν τα γεγονότα με την ένταση αυτού που πενθεί ένα στενό του πρόσωπο. Εμπειρότεροι οι δεύτεροι, αντιμετώπιζαν την κατάσταση όπως οι μακρινοί συγγενείς το μνημόσυνο: με ελεγχόμενη συγκίνηση και με δεύτερες σκέψεις για την «κληρονομιά».

Οι μαθητές, πάλι, κουβαλώντας έναν συναισθηματισμό μαζί με μια αίσθηση του χαβαλέ- απολύτως φυσικά και τα δύο για την ηλικία τους-, με τις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις έκαναν ένα ευχάριστο διάλειμμα από το βαρετό και μίζερο σχολείο. Εκτόνωσαν την εφηβική τους ορμή σε πετροπολέμους εναντίον αστυνομικών τμημάτων, συχνά με τις μαμάδες τους από πίσω, ιδιαίτερα εκεί στα κινητοποιημένα βόρεια προάστια.

Τέλος, υπήρξαν οι μετανάστες και οι άλλοι κοινωνικά αποκλεισμένοι που συμμετείχαν στην ουρά της πορείας πρωταγωνιστώντας στο πλιάτσικο. Ανθρωποι που πρόβαραν γυαλιά Gucci στους καθρέπτες των λεηλατημένων καταστημάτων την ώρα του χαλασμού. Φθόνος και λαχτάρα μαζί για την κοινωνία της αφθονίας που απλωνόταν επιδεικτικά μπροστά τους χωρίς να μπορούν να την αγγίξουν.

Ολοι οι παραπάνω σχημάτισαν ένα αμάλγαμα μέσα σε ένα τοπίο όπου κυριαρχούσαν ο θόρυβος και τα χρώματα. Αυτό εντυπωσίασε και τα media που ενίσχυσαν τον ναρκισσισμό των συμμετεχόντων στα επεισόδια δίνοντας την αίσθηση ότι συμμετέχουν σε ένα είδος ελληνικού Μάη του ΄68.

Παρά τις αγωνιώδεις, από κά ποιους, προσπάθειες να φανεί ότι τα γεγονότα άνοιγαν ένα παράθυρο στο μέλλον, στην πραγματικότητα όλα θύμιζαν ένα ξεπερασμένο παρελθόν. Προέκυψε μάλιστα μια κακή αντιγραφή των λαϊκο-δημοκρατικών ιδεοληψιών του ΄70 και του ΄80. Το σύνολο των αιτημάτων και των συνθημάτων ανέδυε το φοιτητικό κλίμα της Μεταπολίτευσης ενδεδυμένο με έναν φορτισμένο από την τραγωδία απολιτικό μελοδραματισμό. Ο Γρηγορόπουλος, εξάλλου, ως σύμβολο δεν ήταν ούτε ο Κουμής ούτε καν ο Καλτεζάς. Η «εξέγερση» του Δεκέμβρη δεν παρήγαγε ούτε μια καινούργια ιδέα, δεν γέννησε ούτε ένα νέο αίτημα, δεν υιοθέτησε νέα αισθητικά πρότυπα, δεν παρήγαγε έναν νέο πολιτικό λόγο. Ισως γι΄ αυτό θυμόμαστε ελάχιστα πράγματα, πέρα από τις σπασμένες τζαμαρίες και τις καμένες βιβλιοθήκες. Ισως για αυτό όταν θα ακούμε τη φράση «να κρατήσουμε ζωντανό τον Δεκέμβρη» θα καταλαβαίνουμε κυρίως πως κάποιες βιτρίνες θα σπάσουν ακόμη, κάποιοι καθηγητές θα γιαουρτωθούν ή θα ξυλοφορτωθούν, κάποιοι αστυνομικοί μπορεί να πέσουν νεκροί.

Αν έμεινε κάτι από τα γεγονότα, βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση που οι υμνητές του Δεκέμβρη φαντάζονται. Βιώσαμε ως πολίτες την αξία του κράτους δικαίου. Συνειδητοποιήσαμε ότι το «επαναστατικό δίκαιο» είναι στην πράξη η εξύμνηση της αυθαιρεσίας και της εξαχρείωσης που οδηγεί στον εξευτελισμό του ατόμου και σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμό. Κατανοήσαμε πως, όταν καταστρέφονται περιουσίες και απειλείται η ανθρώπινη ζωή, διαλύεται ο κοινωνικός ιστός και εκβαρβαριζόμαστε. Αντιληφθήκαμε ότι οι πολίτες οφείλουν να μην ανέχονται καμία έκφραση αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας, όποιον ιδεολογικό μανδύα και αν φέρουν.

Ο Δεκέμβρης έκανε, για πρώτη φορά ίσως στη Μεταπολίτευση, τόσο πολλούς ανθρώπους από τον χώρο των γραμμάτων και της επιστήμης να σπάσουν το φράγμα της σιωπής και να αντισταθούν στο παραλήρημα της αυτοαποκαλούμενης επαναστατικής βίας. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς το πλήρωσαν ήδη, με επιθέσεις και με απειλές ενάντια στη ζωή τους. Υπό το παραπάνω πρίσμα, αν κάτι έχει νόημα να μείνει από τον Δεκέμβρη είναι το: Ποτέ πια Δεκέμβρης!

  • Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Η άλλη όψη της Δεξιάς

  • Του Ν. ΜΟΥΖΕΛΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009
Πολλοί θεωρούν τη διάκριση Αριστερά- Δεξιά ξεπερασμένη. Ισχυρίζονται ότι στη σημερινή συγκυρία η χρήση της, και στο επίπεδο της θεωρίας και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής, αποτελεί εμπόδιο στη διερεύνηση του πολιτικού γίγνεσθαι. Κατ΄ άλλους η διάκριση εξακολουθεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στην ανάλυση των πολιτικών φαινομένων. Συμφωνώ με τη δεύτερη άποψη, με την προϋπόθεση πως όταν χρησιμοποιούμε τον διαχωρισμό λαμβάνουμε υπόψη ότι το τι είναι Αριστερά και τι Δεξιά αλλάζει ανάλογα με τη χρονική περίοδο, καθώς και με τον θεσμικό χώρο (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό) μέσα στον οποίο η διάκριση αυτή χρησιμοποιείται.

Κοινωνικο-οικονομική και πολιτισμική Δεξιά

Περνώντας τώρα στη συζήτηση στις «Νέες Εποχές» του «Βήματος της Κυριακής» («Δεξιά ή Κεντροδεξιά;», 29.11.2009), νομίζω πως όταν αναφερόμαστε στη Δεξιά σήμερα πρέπει κυρίως (αλλά όχι μόνο) να διακρίνουμε μεταξύ της νεοφιλελεύθερης κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς και της παραδοσιακά προσανατολισμένης, λαϊκής, πολιτισμικής Δεξιάς. Η διάκριση είναι απολύτως απαραίτητη γιατί οι δύο αυτές διαστάσεις της Δεξιάς δεν κινούνται πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Ετσι, μπορεί κάποιος να είναι δεξιός στον πολιτισμικό χώρο και μη δεξιός ή ήπια δεξιός (δηλ. κεντροδεξιός) στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος εθνικοσοσιαλισμός στον Μεσοπόλεμο βασιζόταν σε έναν παραδοσιακό σοβινιστικό εθνικισμό από τη μια μεριά και έναν φιλολαϊκό κρατισμό από την άλλη. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα σήμερα.

Πιο συγκεκριμένα, στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η Δεξιά, ακολουθώντας τις θεωρίες της λεγόμενης Σχολής του Σικάγου, πιστεύει ότι οι μηχανισμοί της αγοράς, όταν το κράτος δεν παρεμβαίνει, λύνουν όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα μιας χώρας. Δεν δημιουργούν μόνο περισσότερο πλούτο αλλά και τον διανέμουν- αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μακροπρόθεσμα- κατά κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Και αυτό γιατί ο παραγόμενος πλούτος αργά ή γρήγορα διαχέεται από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (το περίφημο trickle down effect). Με βάση αυτή την αρχή, μια δεξιά κοινωνικο-οικονομική πολιτική δίνει έμφαση στην αποδυνάμωση του κρατισμού και στην επέκταση της λογικής της αγοράς όχι μόνο στον χώρο της οικονομίας (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις), αλλά και στον χώρο της παιδείας (π.χ. άμεση διασύνδεση μεταξύ πανεπιστημίου και επιχειρήσεων), στον κοινωνικό χώρο (π.χ. αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους) κτλ.

Οσο για την πολιτισμική διάσταση της Δεξιάς, αυτή δίνει βάρος στις παραδοσιακές αξίες που συχνά ο οικονομικός εκσυγχρονισμός διαβρώνει. Το τρίπτυχο οικογένειαθρησκεία- πατρίδα γίνεται σημαία της. Στην πιο ακραία μορφή της η έμφαση της πολιτισμικής Δεξιάς στην πατρίδα οδηγεί στον αμυντικό εθνικισμό, στον εθνοκεντρισμό, στην ξενοφοβία και στον υπεροπτικό ρατσισμό. Η έμφαση στη θρησκεία οδηγεί στον φανατισμό και στην καταπάτηση των δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων, ενώ η έμφαση στην οικογένεια συχνά συνδέεται με έναν πατριαρχικό αυταρχισμό.

Η αντίθεση των δύο λογικών

Αυτό που είναι σημαντικό να τονίσει κανείς είναι ότι η λογική της κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς, κυρίως σε ένα πρακτικό επίπεδο, τείνει να είναι αντίθετη με τη λογική της πολιτισμικής Δεξιάς. Η έμφαση στον σκληρό ανταγωνισμό και στη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας οδηγεί στην αποδόμηση του κοινωνικού ιστού, στην αποδυνάμωση των οικογενειακών θεσμών και στην ένταση της εγκληματικότητας/παραβατικότητας. Οδηγεί επίσης στην κυνική, μηδενιστική νοοτροπία όλων αυτών που η αγορά θέτει στο περιθώριο- ενώ από την άλλη άκρη ενθαρρύνει την υλιστική, άκρως καταναλωτική, εγωκεντρική νοοτροπία μιας κοσμοπολίτικης, νεοπλουτίστικης ελίτ που κάθε άλλο παρά κόπτεται για την ενδυνάμωση των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της θατσερικής διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η κυρία Θάτσερ ακολούθησε μια καθαρά νεοφιλελεύθερη, δεξιά πολιτική: απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, καταπολέμηση των συνδικάτων, μονεταρισμός, δημοσιονομική πειθαρχία. Συγχρόνως, όμως, η βρετανίδα πρωθυπουργός ήταν βαθιά συντηρητική στον εξωοικονομικό, πολιτισμικό χώρο. Βέβαια όλοι θυμούνται τη ρήση της ότι δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα. Εννοούσε όμως άτομα στον χώρο της οικονομίας όπου τα συλλογικά υποκείμενα, τα συνδικάτα, εμπόδιζαν την εφαρμογή της πολιτικής της. Στον εξωοικονομικό χώρο πίστευε βαθιά στον κεντρικό ρόλο της οικογένειας, της Εκκλησίας και του επιθετικού πατριωτισμού. Ας μην ξεχνάμε τον ημιαποικιακό πόλεμο εναντίον της Αργεντινής και τον ευρωσκεπτικισμό της. Αν στο επίπεδο της ρητορείας η αντίθεση μεταξύ της νεοφιλελεύθερης οικονομικής και της «νεοπαραδοσιακής» πολιτισμικής λογικής δεν ήταν τόσο εμφανής, στο πρακτικό επίπεδο της καθημερινότητας η αντίθεση ήταν ολοφάνερη. Το όλο και πιο περιθωριοποιημένο κομμάτι του πληθυσμού βίωσε την πλήρη αλλοτρίωση, ενώ η έμφαση στον γρήγορο πλουτισμό, στον επιχειρηματία-ήρωα και στον άκρατο καταναλωτισμό οδήγησε στη δημιουργία των γιάπις και των golden boys- η εγωκεντρική, αρπακτική, υλιστική κουλτούρα των οποίων κάθε άλλο παρά συμβατή είναι με παραδοσιακές αξίες.

Η ελληνική Δεξιά και Κεντροδεξιά

Τέλος, δύο λόγια για την ελληνική Δεξιά/Κεντροδεξιά. Η νίκη του Αντώνη Σαμαρά στις 29 Νοεμβρίου σαφώς δείχνει μια κίνηση από την Κεντροδεξιά στη Δεξιά. Και αυτό γιατί η Ντόρα Μπακογιάννη, η ηττημένη στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές, σαφώς τοποθετείται σε έναν «ήπιο» δεξιό (δηλ. κεντροδεξιό) χώρο. Απορρίπτει τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, ενώ συγχρόνως είναι υπέρ του ανοίγματος της χώρας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο. Ο νέος αρχηγός της ΝΔ, από την άλλη μεριά, με τον ανένδοτο αγώνα του εναντίον της διπλής ονομασίας και με τον λαϊκιστικό εθνικισμό του έχει έναν σαφή δεξιό παρά κεντροδεξιό προσανατολισμό σε ό,τι αφορά την πολιτισμική διάσταση. Ενώ στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο ο προσανατολισμός του είναι κεντροδεξιός - αφού ασπάζεται τον λεγόμενο κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Αυτό σημαίνει ότι οι ιδεολογικές διαφορές με το ΠαΣοΚ, στις οποίες ο κ. Σαμαράς αναφέρεται χωρίς να τις προσδιορίζει, εστιάζονται λιγότερο στην οικονομία και περισσότερο στον χώρο της εξωτερικής και της μεταναστευτικής πολιτικής, καθώς και στις σχέσεις Εκκλησίας- Κράτους. Είναι κρίμα που στις πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού της ΝΔ η κύρια αντιπαράθεση είχε να κάνει περισσότερο με γενικόλογες αναφορές στους «μηχανισμούς» και στη σχέση του κόμματος με τον λαό και λιγότερο με τις διαφορές των δύο αντιπάλων σε συγκεκριμένα θέματα στον κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό χώρο. Συμπερασματικά:

* Η έννοια της Δεξιάς (όπως και της Αριστεράς) είναι χρήσιμη όταν ο μελετητής λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις διάφορες διαστάσεις του όρου, διαστάσεις που δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση.

* Οι δύο πιο σημαντικές διαστάσεις είναι η κοινωνικο-οικονομική και η πολιτισμική διάσταση που αναφέρεται στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας- θρησκείας- πατρίδας.

* Σε ένα ρητορικό επίπεδο η κοινωνικο-οικονομική λογική συνάδει με την πολιτισμική. Στο επίπεδο της καθημερινότητας όμως η νεοφιλελεύθερη, δεξιά κοινωνικο-οικονομική στρατηγική οδηγεί σε αποτελέσματα που υποσκάπτουν τον δεξιό στόχο της ενδυνάμωσης των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών.

* Στη σημερινή ελληνική συντηρητική παράταξη η συζήτηση για τού τι είδους πολιτικές ο νέος αρχηγός της ΝΔ θα ακολουθήσει δεν έχει ακόμη αρχίσει.

  • Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.