Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Συζητήσεις με τον Νόαμ Τσόμσκι: Αμερικανική κοινωνία και πολιτική

  • Οι συζητήσεις με τον Νόαμ Τσόμσκι, που ακολουθούν, ολοκληρώθηκαν την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου και θα δημοσιευθούν σε τρία μέρη. Το α' μέρος περιστρέφεται γύρω από εξελίξεις στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία και πολιτική, το β' μέρος είναι αφιερωμένο στην οικονομική κρίση και το γ' μέρος στις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Νόαμ Τσόμσκι είναι ομότιμος καθηγητής Ινστιτούτου στο ΜΙΤ και κατά γενική ομολογία «ο μεγαλύτερος διανοούμενος εν ζωή στον κόσμο» («New York Times»). Εχει δημοσιεύσει περίπου 40 βιβλία στον τομέα της γλωσσολογίας και πάνω από 70 βιβλία και πάνω από 2.000 άρθρα σε θέματα πολιτικής και κοινωνικής φύσεως, με το όνομά του να συγκαταλέγεται στα πρώτα δέκα ονόματα με τις περισσότερες παραπομπές: Μαρξ, Λένιν, Σέξπιρ, Αριστοτέλης, Βίβλος, Πλάτωνας, Φρόιντ, Τσόμσκι, Χέγκελ και Κικέρων.
  • Οι πρώτες 100 ημέρες, η συμβολική σημασία των οποίων αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ρούζβελτ, υποτίθεται ότι αποτελούν μέτρο σύγκρισης για την επιτυχία ενός Αμερικανού προέδρου. Στην πρώτη μετεκλογική του συνέντευξη, ο Ομπάμα είπε ότι μελετούσε τις πρώτες 100 ημέρες του Ρούζβελτ. Θα έλεγες ότι οι πρώτες ενέργειες του Ομπάμα έχουν διαμορφώσει τον τόνο της κυβέρνησής του και έχουν καθιερώσει τις προτεραιότητες και το ύφος της ηγεσίας του;
  • «Αυτή είναι μια λογική εικασία, ιδιαίτερα καθώς η έναρξη της θητείας του Ομπάμα στον Λευκό Οίκο συμβαδίζει με τις επιλογές για συμβούλους και τις δημόσιες τοποθετήσεις του που έκανε πριν από την ανάληψη της εξουσίας. Νομίζω ότι η έννοια "της επιτυχίας" χρειάζεται επεξήγηση. Οι πρώτες 100 ημέρες του Ρίγκαν ήταν μια "επιτυχία" στην έναρξη μεγάλης κλίμακας τρομοκρατικών πολέμων στην Κεντρική Αμερική και ενός οικονομικού προγράμματος δαπανών, δανεισμού και απορρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών, που ευθύνονται σήμερα για την τρέχουσα οικονομική κρίση, για την καταστροφή των βασικών αρχών στις συμβάσεις εργασίας διεθνώς, προκειμένου να υπονομευθεί το δικαίωμα στον συνδικαλισμό, για τη διευρυμένη στήριξη στον Πακιστανό δικτάτορα Ζία Ουλ Χακ και προς το ριζοσπαστικό πρόγραμμα εξισλαμισμού που πρέσβευε (κάτι το οποίο αναγνωρίζεται τώρα ότι αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες και πιο επικίνδυνες διεθνείς κρίσεις της εποχής) και πολλά άλλα. Ηταν μια "επιτυχία" όσον αφορά τα κομματικά και εταιρικά συμφέροντα που αντιπροσώπευε. Αλλά για τη χώρα; Για τον κόσμο;»
Το οικονομικό σχέδιο Ομπάμα

Το οικονομικό σχέδιο ενίσχυσης του Ομπάμα έχει αποτύχει μέχρι τώρα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των επενδυτών, ούτε, απ' όσο μπορώ να δω, υπάρχει κάτι στο όλο σχέδιο που να υποδηλώνει ότι η κυβέρνησή του είναι δεσμευμένη στο να εξετάσει και να διορθώσει τις πιο σοβαρές ατέλειες του οικονομικού συστήματος, έτσι ώστε να υπάρχει τουλάχιστον μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου. Το να επιτίθεται στην πλεονεξία των τραπεζιτών δεν είναι αρκετό για τη μεταρρύθμιση του συστήματος. Γιατί απολαμβάνει ακόμα τόσο υψηλά επίπεδα δημοτικότητας;
  • «Για να είμαστε αντικειμενικοί, ο Ομπάμα αντιμετωπίζει απίστευτα προβλήματα. Χάρη στις πολιτικές των προκατόχων του και των εξωφρενικών ηγεμονικών οικονομικών δογμάτων, η οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση και είναι ευρέως αποδεκτό ότι απαιτείται μια ογκώδης κρατική ενίσχυση για να υπάρξει έστω κάποια ελπίδα συγκράτησης και αντίστροφης φοράς της πορείας της οικονομίας. Σε σύγκριση με εναλλακτικές προτάσεις που προέρχονται από οπουδήποτε αλλού από το κατεστημένο, οι δικές του εισηγήσεις είναι αρκετά ρεαλιστικές. Ετσι, σ' αυτό το ζήτημα η λαϊκή υποστήριξη που έχει είναι κατανοητή. Οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές δεν έχουν προτείνει κάποια πειστική εναλλακτική ιδέα και οι ίδιοι στηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος το οικονομικό πρόγραμμα του Ομπάμα, αν και φυσικά θα προσπαθήσουν να αποσπάσουν για τους εαυτούς τους όσα περισσότερα μπορούν απ' αυτό το πρόγραμμα. Βλέπουμε τώρα το πραγματικά διασκεδαστικό θέαμα των τραπεζών να συμμετέχουν στις προσπάθειες άσκησης πολιτικής πίεσης στην Ουάσιγκτον, χρησιμοποιώντας τα κονδύλια που τους διέθεσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Χένρι Πάουλσον, για να κερδίσουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο από τις κρατικές χορηγήσεις. Ετσι λειτουργεί το σύστημα και δεν υπάρχει καμία κίνηση τροποποίησής του, εκτός όταν κινδυνεύει με αυτοκαταστροφή, όπως με την κατάρρευση του προτύπου των επενδυτικών τραπεζών και τον όλεθρο του δόγματος περί "αποδοτικών αγορών"».
Ενας σημαντικός αριθμός μελετών δείχνουν ότι ο ρατσισμός στις ΗΠΑ βρίσκεται σε σημαντική πτώση. Οφείλεται αυτό κυρίως στις βαθιές δημογραφικές μετατοπίσεις που εμφανίζονται εδώ και χρόνια στην αμερικανική κοινωνία;

  • «Δεν είμαι βέβαιος πόσο σημαντική είναι η πτώση. Ως μια ένδειξη, σημειώστε ότι ο ΜακΚέιν κέρδισε την ψήφο των λευκών με σημαντική διαφορά, αν και σε περιστάσεις όπως αυτές των εκλογών του Νοεμβρίου 2008 θα περίμενε κάποιος ότι το κόμμα της αντιπολίτευσης θα κέρδιζε μια σαρωτική νίκη. Αλλά στο βαθμό που ο ρατσισμός βρίσκεται σε πτώση, νομίζω ότι αυτό είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της εκπολιτιστικής επιρροής του ακτιβισμού της δεκαετίας του '60 και με ό,τι επακολούθησε εξ αιτίας αυτού. Αυτό έχει πραγματικά αλλάξει το ηθικό και πολιτιστικό επίπεδο της κοινωνίας σε σημαντικό βαθμό, ενώ άφησε άθικτους τους θεσμούς. Δεν μου άρεσε κανείς από τους υποψήφιους των εκλογών του Νοεμβρίου 2008, αλλά είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι πριν από 40 χρόνια, αλλά επίσης και πιο πρόσφατα, θα ήταν αδιανόητο οι δύο υποψήφιοι για το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος να ήταν ένας Αφρο-αμερικανός και μια γυναίκα, πόσω μάλλον δε ένας Αφρο-αμερικανός να εκλεγόταν τελικά πρόεδρος των ΗΠΑ».
Η μάχη εργασίας - κεφαλαίου

  • Ομως, ο ταξικός πόλεμος παραμένει μονόπλευρος και ανελέητος όπως πάντα. Η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση των τελευταίων 30 ετών, ανεξαρτήτως εάν υπήρξε δημοκρατική ή ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, έχει εντείνει στο μέγιστο τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες εκμετάλλευσης και ώθησε σε ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών στην αμερικανική κοινωνία. Επιπλέον, παρά τις ευκαιρίες που διαμορφώνονται ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης, δεν βλέπω να βρίσκονται σε υποχώρηση οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Μάλιστα, οι Ρεπουμπλικανοί και το επιχειρηματικό λόμπι χρησιμοποιούν την τρέχουσα οικονομική κρίση για να διεξαγάγουν νέες επιθέσεις στην οργανωμένη μορφή εργασίας, όπως μαρτυρά η αντίθεσή τους στο Νομοσχέδιο Ελεύθερης Επιλογής των Εργαζομένων (πρόσφατα ένας στρατηγικός σύμβουλος του επιχειρηματικού λόμπι χαρακτήρισε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ως «επική μάχη εργασίας και κεφαλαίου»), ένα νομοσχέδιο που θα κάνει εφικτή τη δυνατότητα των εργαζομένων να δημιουργούν συνδικαλιστικές ενώσεις σε μικρότερες επιχειρήσεις και το οποίο στήριξε ανοιχτά ο Ομπάμα στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.
  • «Οι επιχειρησιακές ταξικές ομάδες ανθρώπων, που διοικούν σε μεγάλο βαθμό τη χώρα, έχουν ιδιαίτερα υψηλή ταξική συνείδηση. Δεν αποτελεί διαστρέβλωση να τους περιγράψουμε ως χυδαίους μαρξιστές, με αντίστροφες αξίες και δεσμεύσεις. Ηταν για πρώτη φορά, πριν από 30 χρόνια, που ο επικεφαλής του ισχυρότερου εργατικού συνδικάτου αναγνώρισε και κατέκρινε τον "μονόπλευρο ταξικό πόλεμο" που αδυσώπητα διεξάγει ο επιχειρησιακός κόσμος, έχοντας πετύχει τα αποτελέσματα που περιγράφεις. Εντούτοις, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές τρεκλίζουν. Εφτασαν στο σημείο να βλάψουν τους πλέον ισχυρούς και προνομιούχους (που μόνο μερικώς δέχτηκαν να επιβληθούν στους εαυτούς τους), κι έτσι δεν μπορούν να συντηρηθούν».
  • Είναι αρκετά εντυπωσιακό να βλέπουμε ότι οι πολιτικές που οι πλούσιοι και οι ισχυροί υιοθετούν για τους εαυτούς τους είναι ακριβώς αντίθετες από τις πολιτικές που υπαγορεύουν στους αδύνατους και τους φτωχούς. Κατά συνέπεια, όταν η Ινδονησία αντιμετωπίζει μια βαθιά οικονομική κρίση, οι οδηγίες από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ (μέσω του ΔΝΤ) είναι να ξεπληρωθεί το χρέος (προς τη Δύση), να αυξηθούν τα επιτόκια και να επιβραδυνθεί έτσι η οικονομική ανάπτυξη και να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις (έτσι ώστε οι δυτικές εταιρείες να μπορούν να αγοράσουν τα περιουσιακά στοιχεία των κρατικών εταιρειών και οργανισμών) και να εφαρμοστεί γενικά όλο το πακέτο του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Για τους εαυτούς μας (δηλαδή τις ΗΠΑ), οι πολιτικές είναι να αγνοηθεί το χρέος, να μειωθούν τα επιτόκια στο μηδέν, να εθνικοποιηθούν (αλλά δίχως να χρησιμοποιηθεί η λέξη) οι χρεοκοπημένοι οργανισμοί, να ρίξουμε δημόσια κεφάλαια στις τσέπες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών κ.ο.κ. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι η δραματική αυτή αντίθεση περνάει απαρατήρητη, μαζί με το γεγονός ότι αυτή η τακτική είναι πάγια πολιτική στην οικονομική ιστορία των τελευταίων αρκετών αιώνων, και ότι αποτελεί μια κύρια αιτία για τον διαχωρισμό μεταξύ του πρώτου και του τρίτου κόσμου.
  • «Ως τώρα, η ταξική πολιτική παραμένει στο απυρόβλητο. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει αποφύγει να εφαρμόσει ακόμη και στο ελάχιστο μέτρα για να αναστρέψει τις επιθέσεις ενάντια στις εργατικές ενώσεις και τα συνδικάτα. Μάλιστα, με έμμεσο αλλά ενδιαφέρον τρόπο, ο Ομπάμα έχει δείξει ότι στηρίζει αυτές τις επιθέσεις στην οργανωμένη μορφή εργασίας. Το πρώτο ταξίδι που έκανε για να φανερώσει την αλληλεγγύη του προς τους εργαζόμενους (την αποκαλούμενη «μεσαία τάξη» στην αμερικανική ρητορική) ήταν στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Caterpillar στο Ιλινόις. Πήγε εκεί ενάντια στις επικλήσεις διαφόρων εκκλησιαστικών οργανώσεων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω του αποκρουστικού ρόλου της Caterpillar στα ισραηλινά κατεχόμενα εδάφη (πουλάει μπουλντόζες στον ισραηλινό στρατό που καταστρέφει τα σπίτια των Παλαιστινίων). Αλλά φαίνεται ότι ο Ομπάμα ούτε καν παρατήρησε πως, με την εφαρμογή των αντιεργασιακών πολιτικών του Ρέιγκαν, η Caterpillar έγινε η πρώτη βιομηχανική εταιρεία έπειτα από πολλές γενιές που διέλυσε μια ισχυρή ένωση εργαζομένων προσλαμβάνοντας απεργοσπάστες, σε πλήρη παραβίαση των διεθνών συμβάσεων εργασίας. Αυτό χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ μοναδική χώρα σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο που ανέχεται τέτοιες πολιτικές πρακτικές για την υπονόμευση των εργατικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας (μια άλλη χώρα που εξασκούσε τέτοιου είδους αντιεργασιακές πολιτικές ήταν η Νότια Αφρική επί καθεστώτος απαρτχάιντ). Είναι δύσκολο να πιστέψω πως η επιλογή του Ομπάμα να επισκεφτεί το εργοστάσιο της Caterpillar ήταν τυχαία.
  • Επιπλέον, ο Ομπάμα έχει αγνοήσει έως τώρα τις προεκλογικές του υποσχέσεις σχετικά με το νομοσχέδιο της Ελεύθερης Επιλογής των Εργαζομένων. Οι προτάσεις του για τον προϋπολογισμό εμφανίστηκαν ως μια προσπάθεια να αντιστραφούν, έστω ελαφρά, τα κρατικά-εταιρικά προγράμματα που έχουν αυξήσει τόσο πολύ την ανισότητα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Είναι ευρέως γνωστό ότι ένας σημαντικός τρόπος για να μειωθεί η ανισότητα (και για να επεκταθεί η δημοκρατία) είναι να επιτραπεί η συνδικαλιστική οργάνωση, όπως προτιμούν οι περισσότεροι εργαζόμενοι. Αλλά αυτή η επιλογή έχει ευσυνείδητα αποφευχθεί από τα οικονομικά προγράμματα της κυβέρνησης Ομπάμα και, σε μεγάλο βαθμό, η οποιαδήποτε αναφορά γύρω απ' αυτό το θέμα».
Πολιτικοί και επιχειρήσεις

- Είναι κοινό μυστικό και πεποίθηση των σχεδιαστών πολιτικής στρατηγικής ότι τα μεγάλα θέματα δεν καθορίζουν τις αμερικανικές εκλογές -ακόμα κι αν λέγεται ότι οι υποψήφιοι πρέπει να κατανοήσουν την κοινή γνώμη προκειμένου να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους- ενώ γνωρίζουμε φυσικά ότι τα ΜΜΕ τροφοδοτούν το κοινό με πλήθος ψεύτικων πληροφοριών (ας πάρουμε, για παράδειγμα, το ρόλο των αμερικανικών ΜΜΕ πριν και κατά τη διάρκεια της έναρξης της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ) ή αποτυγχάνουν να παράσχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες που να έχουν άμεση σχέση με τα συμφέροντα των πολιτών (στα ζητήματα εργασίας, παραδείγματος χάριν). Παρά ταύτα, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το αμερικανικό κοινό γνωρίζει και νοιάζεται για τα μεγάλα ζητήματα κοινωνικής, οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής που απασχολούν τη χώρα. Λόγου χάριν, σύμφωνα με μια πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότας, οι Αμερικανοί ταξινόμησαν την έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης μεταξύ των σημαντικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Επίσης ξέρουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών είναι υπέρ των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αν και μόνο το 12% των εργαζομένων ανήκει σε κάποιο συνδικάτο, και πως θεώρησε τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία μια ολική αποτυχία. Στο πλαίσιο όλων αυτών, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κατανοητή η σχέση μεταξύ των μέσων, της πολιτικής και του κοινού στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία;
  • «Είναι ισχυρά τεκμηριωμένο ότι οι εκλογικές εκστρατείες είναι σχεδιασμένες με σκοπό να περιθωριοποιούνται τα μεγάλα ζητήματα και να εστιάζεται η προσοχή στις προσωπικότητες, στο ρητορικό ύφος, στη γλώσσα του σώματος, κ.λπ. Και υπάρχουν καλοί λόγοι που γίνεται αυτό. Αυτοί που διευθύνουν τα πολιτικά κόμματα διαβάζουν τις σφυγμομετρήσεις και γνωρίζουν καλά ότι, γύρω από μια σειρά σημαντικών θεμάτων, αμφότερα τα δύο κόμματα βρίσκονται στα δεξιά του πληθυσμού. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Σε τελική ανάλυση και τα δυο κόμματα εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις. Οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν ότι μια μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων αποδοκιμάζουν αυτή την πραγματικότητα, αλλά είναι οι μόνες επιλογές που τους προσφέρονται σε ένα εκλογικό σύστημα που το ελέγχουν οι επιχειρήσεις και όπου ο υποψήφιος με την μεγαλύτερη χρηματοδότηση σχεδόν πάντα κερδίζει -συμπεριλαμβανομένου του Ομπάμα, που είχε πολύ ισχυρή βάση χρηματοδότησης από τις χρηματοπιστωτικές βιομηχανίες και οι οποίες τον προτιμούσαν πολύ περισσότερο απ' τον ΜακΚέιν.
  • Ομοίως, οι καταναλωτές μπορούν να προτιμούν ένα καλό σύστημα μαζικών μεταφορών από μία επιλογή μεταξύ δύο αυτοκινήτων, αλλά αυτή την εναλλακτική δυνατότητα δεν τους την προσφέρουν οι διαφημιστές -κυριολεκτικά, οι αγορές. Οι διαφημίσεις στην τηλεόραση δεν παρέχουν πληροφορίες για τα προϊόντα που προωθούν, αλλά, αντ' αυτού, παρέχουν εικόνες και προσφέρουν ψευδαίσθηση. Οι ίδιες εταιρείες δημόσιων σχέσεων που επιδιώκουν να υπονομεύσουν τις αγορές με την εξασφάλιση ότι οι ανενημέρωτοι καταναλωτές θα κάνουν παράλογες επιλογές (σε αντίθεση με τι πρεσβεύουν οι αφηρημένες οικονομικές θεωρίες) επιδιώκουν με τον ίδιο τρόπο να υπονομεύσουν τη δημοκρατία. Τα διευθυντικά στελέχη γνωρίζουν καλά αυτή την πραγματικότητα. Το κύριο περιοδικό της διαφημιστικής βιομηχανίας, το Advertising Age, δίνει κάθε χρόνο ένα βραβείο για την καλύτερη εκστρατεία μάρκετινγκ. Για το 2008, έδωσαν το βραβείο στον Ομπάμα, που επικράτησε έναντι της εκστρατείας μάρκετινγκ για τους υπολογιστές της Apple. Οι ηγετικές προσωπικότητες στη βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων θριαμβολογούσαν στον επιχειρηματικό Τύπο ότι, από την εποχή του Ρέιγκαν προβάλλουν με στρατηγικές του μάρκετινγκ πολιτικούς υποψηφίους ακριβώς όπως προβάλλουν τα προϊόντα, και πως η προβολή του Ομπάμα είναι η μεγαλύτερη έως τώρα επιτυχία τους.
  • Αναφέρθηκες στην έρευνα του Πανεπιστημίου της Μινεσότας για την υγειονομική περίθαλψη. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα. Για δεκαετίες, οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν ότι η υγειονομική περίθαλψη είναι στην κορυφή της ανησυχίας των πολιτών -κάτι βέβαια που, με δεδομένη την καταστρεπτική αποτυχία του υγειονομικού συστήματος, με το κατά κεφαλήν κόστος να είναι δύο φορές υψηλότερο από συγκρίσιμες κοινωνίες, μόνο έκπληξη δεν αποτελεί. Οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν επίσης σταθερά ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου επιθυμεί ένα εθνικό σύστημα υγείας, το οποίο είναι πολύ αποδοτικότερο από τα ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας. Οταν, όμως, οποιαδήποτε διάσταση αυτού του θέματος έρχεται στην επιφάνεια για δημόσιο διάλογο, το οποίο σπάνια συμβαίνει, η αντίδραση του κατεστημένου είναι ότι η ιδέα αυτή είναι "πολιτικά αδύνατη" ή ότι δεν έχει "πολιτική στήριξη", εννοώντας με αυτό ότι οι ασφαλιστικές και οι φαρμακευτικές εταιρίες διαφωνούν και αντιτίθενται. Αποκτάμε μια ενδιαφέρουσα εικόνα της λειτουργίας της αμερικανικής δημοκρατίας από το γεγονός ότι το 2008, σε αντίθεση με το 2004, οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι -πρώτα ο Εντουαρντς, κατόπιν η Κλίντον και ο Ομπάμα- παρουσίασαν προτάσεις που αρχίζουν να προσεγγίζουν αυτό που ζητά και θέλει ο κόσμος εδώ για δεκαετίες. Γιατί; Οχι διότι υπήρξε μετατόπιση της κοινής γνώμης -αυτή παραμένει σταθερά αμετάβλητη γύρω από το θέμα του συστήματος υγείας- αλλά επειδή φαίνεται ότι η μεταποιητική βιομηχανία υποφέρει από το δαπανηρό και ανεπαρκές ιδιωτικοποιημένο υγειονομικό σύστημα και τα τεράστια προνόμια που χορηγούνται, με το νόμο, στις βιομηχανίες φαρμάκων. Οταν ένας μεγάλος τομέας του κεφαλαίου ευνοεί κάποιο πρόγραμμα, τότε αυτό γίνεται "πολιτικά δυνατό" και έχει "πολιτική στήριξη". Οσο αποκαλυπτικά είναι τα ίδια τα γεγονότα, άλλο τόσο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι δεν γνωστοποιούνται. Το ίδιο ισχύει για πολλά άλλα θέματα, είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο».
Κοινωνίες της υπακοής

- Το 1988, εσύ και ο Εντουαρντ Χέρμαν δημοσιεύσατε το βιβλίο «Η κατασκευή της συναίνεσης» και το «μοντέλο προπαγάνδας» στο οποίο στηρίχτηκε η ανάλυσή του είχε μεγάλη επιρροή για τον τρόπο που κατανοούμε την πολιτική οικονομία των σύγχρονων ΜΜΕ. Εάν επρόκειτο να γράψετε ξανά γι' αυτό το θέμα, ποια σημεία της ανάλυσης ενδεχομένως να αλλάζατε;

  • «Ξέρεις, υπήρξε μια δεύτερη έκδοση το 2002. Στην εισαγωγή, επισημάναμε ότι η εστίαση στον αντι-κομμουνισμό ως ιδεολογικό φίλτρο ήταν πάρα πολύ περιορισμένη και έπρεπε να αντικατασταθεί από άλλα εργαλεία για την κινητοποίηση του κοινού και την ώθηση του σε υπακοή: "ο πόλεμος στα ναρκωτικά", "η τρομοκρατία", οι ψευδαισθήσεις για την ελεύθερη αγορά και άλλα. Επίσης επισημάναμε ότι η εστίασή μας στην κάλυψη των διεθνών σχέσεων ήταν παραπλανητική επειδή τα ίδια σχεδόν συμπεράσματα ισχύουν και για τις δημόσιες υποθέσεις, και δώσαμε μερικά παραδείγματα περί αυτού. Και φυσικά υπάρχουν πάντα καινούργια παραδείγματα. Ουσιαστικά σε καθημερινή βάση. Οταν καλούμαι να μιλήσω για τα ΜΜΕ, σπάνια προετοιμάζομαι. Παίρνω την εφημερίδα εκείνης της ημέρας και έχω άφθονα παραδείγματα στα οποία μπορώ ν' αναφερθώ. Παρεμπιπτόντως, έχω κάνει το ίδιο πράγμα στην Ευρώπη και το βρίσκω να είναι εξίσου εύκολο».

ΑΥΡΙΟ ΤΟ Β' ΜΕΡΟΣ
  • Του ΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 12/03/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: