- άρθρο του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ*
- Η διεθνής οικονομική κρίση ήταν ως προς τα αίτιά της και είναι ως προς την αντιμετώπισή της, κρίση κατεξοχήν πολιτική.
Τα νομοθετικά και διοικητικά κενά ως προς την κρατική εποπτεία επί των χρηματοοικονομικών αγορών επέτρεψαν να διαμορφωθεί η μήτρα της κρίσης. Το έλλειμμα εποπτείας, που είναι έλλειμμα λειτουργίας του κράτους και άρα έλλειμμα πολιτικής, δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, απ' όπου ξεκίνησαν οι κακές πρακτικές. Αφορά όλες τις χώρες -πρωτίστως, μάλιστα, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη ζώνη του ευρώ.
1 Η απουσία σοβαρών θεσμών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης οφείλεται στην άρνηση των ισχυρών εθνικών και περιφερειακών οικονομιών να τους δεχθούν. Η δε Ευρωπαϊκή Ενωση φάνηκε απόλυτα επαναπαυμένη στην αντίληψη ότι θα υπάρχουν πάντα ομαλές συνθήκες λειτουργίας της διεθνούς και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μηχανισμοί πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων δεν είχαν, ούτε έχουν ακόμη συγκροτηθεί.* Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός
2 Στην Ελλάδα, όμως, ο πολιτικός χαρακτήρας της κρίσης δεν συνδέεται μόνον με τα εμφανή κενά του συστήματος εποπτείας στο χρηματοοικονομικό σύστημα, αλλά με ολόκληρο το περιβάλλον του δημόσιου βίου που έχει καταστεί εδώ και καιρό.
Ανεξάρτητα από τη διεθνή κρίση και τις επιπτώσεις της και κατά μείζονα λόγο εξαιτίας αυτών στην Ελλάδα έχει πλέον εγκατασταθεί μια καθολική κρίση εμπιστοσύνης. Πρόκειται για κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και αντιπροσώπευσης, για κρίση της δημόσιας ηθικής, για κρίση των αξιακών παραδοχών. Η κρίση της οικονομίας μετασχηματίζεται κατά τον τρόπο αυτό σε κρίση αποτελεσματικότητας του κράτους, σε κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, σε κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού λόγου.
3 Ολοι πλέον αποδέχονται ότι τόσο η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης, που είναι κρίση χρηματοοικονομική, κρίση δημοσιονομική και κρίση του παραγωγικού σχήματος της χώρας, όσο και η λήψη των αναγκαίων διαρθρωτικών μέτρων έχουν ως κοινή προϋπόθεση την επέμβαση στο κράτος: στη λειτουργία της κυβέρνησης, στη λειτουργία της Βουλής και ιδίως στην ποιότητα του νομοθετικού έργου, στη δημόσια διοίκηση, στους αρμούς που συνδέουν το κράτος με την οικονομία, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στα μεγάλα συστήματα του κοινωνικού κράτους, στους θεσμούς του κράτους δικαίου και κυρίως στη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Η ενιαία βάση όλων αυτών των προβλημάτων είναι το πολιτικό σύστημα και ιδίως η συνάρθρωση του κομματικού συστήματος με τους θεσμούς του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, όπως αυτό διαμορφώθηκε τα τελευταία τριάντα πέντε (1974-2009) χρόνια.
4 Είναι, συνεπώς, λογικό να τροφοδοτείται διαρκώς μια δημόσια συζήτηση που έχει ως επωδό την ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος.
Η συζήτηση, όμως, αυτή διεξάγεται κατά τρόπο αποσπασματικό. Εστιάζει το ενδιαφέρον της σε ορισμένα «αγαπημένα» θέματα όπως η ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η ανάγκη για ένα «Καποδίστρια ΙΙ» ή η συγκρότηση μικρότερων, ευέλικτων κυβερνητικών σχημάτων με στόχο το λεγόμενο επιτελικό κράτος σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης κ.ο.κ.
Παράλληλα, διεξάγεται και η διαρκής συζήτηση για τις αναγκαίες αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, την αναγέννηση του ΕΣΥ, τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος κ.ο.κ.
5 Πεποίθησή μου, επιστημονική και πολιτική, είναι ότι καμία από τις αναγκαίες αυτές τομές δεν είναι εφικτή, αν η αλλαγή δεν αρχίσει από το ίδιο το κομματικό φαινόμενο, από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων και του κομματικού συστήματος συνολικά. Αν δεν επιβληθεί στην πράξη το μοντέλο ενός συλλογικού, εσωτερικά δημοκρατικού, αποκεντρωμένου, «ανοικτού» κόμματος που επιτρέπει στους πολίτες να νιώθουν ότι πράγματι συμμετέχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι και αντιπροσωπεύονται από τους πολιτικούς θεσμούς αρχής γενομένης από τα ίδια τα κόμματα.
Το μοντέλο ενός κόμματος που δεν έχει ολιστική αντίληψη για το κράτος, την κοινωνία, την οικονομία. Που δεν θέλει να παρεμβαίνει οργανωτικά παντού, αλλά αφήνει χώρο στους πολίτες, τις τοπικές κοινωνίες, την εκπαιδευτική κοινότητα, την επιστημονική και επαγγελματική αξιοκρατία.
* Πώς μπορεί να μεταβληθεί το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο οργάνωσης της κυβέρνησης που οδηγεί αναγκαστικά στο μοντέλο ενός υπερσυγκεντρωτικού, μοναχικού και, αργά ή γρήγορα, αναποτελεσματικού μεγάρου Μαξίμου, αν δεν αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του κόμματος της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας;
Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα οργάνωσης της κυβέρνησης είναι το ομόλογο του αρχηγικού συστήματος οργάνωσης των κομμάτων.
* Κατά την ίδια λογική, τι νόημα έχει η υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος κοντινού προς το γερμανικό, εάν η διάκριση των βουλευτών σε αυτούς της ενιαίας εθνικής ή περιφερειακής λίστας και αυτούς των μονοεδρικών περιφερειών και η επιλογή των υποψηφίων θα γίνεται χωρίς ουσιαστικές δημοκρατικές διαδικασίες;
* Πώς μπορεί να αναβαθμιστεί η λειτουργία της Βουλής και ο ρόλος των βουλευτών, όταν η Βουλή λειτουργεί απολύτως ως «Βουλή των κομμάτων» και δεν αφήνει κανένα περιθώριο κίνησης στους βουλευτές καθώς οτιδήποτε αποκλίνει -ακόμη και λεκτικά- από την κομματική γραμμή εκλαμβάνεται ως σκάνδαλο;
* Πώς μπορεί να προωθηθεί η αποκεντρωτική λειτουργία του κράτους, όταν τα ίδια τα κόμματα έχουν έντονα συγκεντρωτική λειτουργία με περιφερειακά όργανα που στερούνται ουσιαστικών πολιτικών αρμοδιοτήτων;
* Πώς μπορούν να θεσπιστούν νέες εγγυήσεις υπέρ της διαφάνειας, όταν υπάρχουν ισχυρές επιφυλάξεις για τη χρηματοδότηση και την οικονομική διαχείριση των κομμάτων;
Ολες δε οι παθογένειες της λεγόμενης κεντρικής πολιτικής σκηνής, που ανάγονται τελικά στον τρόπο οργάνωσης των κομμάτων, μεταφέρονται, συχνά με οξύτερο τρόπο, στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
6 Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα αφορά την ποιότητα του πολιτικού λόγου, ιδίως όταν αυτός καλείται να αντιμετωπίσει έκτακτα ζητήματα όπως η παρούσα διεθνής οικονομική κρίση.
Ενα πολιτικό σύστημα εγκλωβισμένο στις νοοτροπίες των τελευταίων 35 ετών δύσκολα μπορεί να υπερβεί κάποια στερεότυπα που ανάγουν τα πάντα στη διαχρονική σύγκρουση αφ' ενός μεν μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, αφ' ετέρου δε των μικρότερων κομμάτων με τα δύο μεγάλα.
Η κατάσταση αυτή έχει ως κύριο θετικό σημείο τη δυνατότητα να συγκροτούνται αυτοδύναμες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Είναι, όμως, άνευ σημασίας μια αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία παλαιού τύπου, δηλαδή αλαζονική και αυτάρεσκη.
Απαιτείται μια νέου τύπου αντίληψη περί αυτοδυναμίας που να λειτουργεί ως εγγύηση σταθερότητας, αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας. Ταυτοχρόνως, όμως, και ως βάση για τις αναγκαίες, προγραμματικά έγκυρες, συνεργασίες και τις ακόμη ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις χωρίς τις οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα σημερινά προβλήματα.
Ολα αυτά προϋποθέτουν, ωστόσο, βαθιές και γενναίες αλλαγές στην ίδια τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τη νοοτροπία των κομμάτων, ιδίως δε των πολυσυλλεκτικών κομμάτων εξουσίας.
7 Υποστηρίζω τις θέσεις αυτές εδώ και χρόνια τόσο θεωρητικά με τα βιβλία μου για το «ανοικτό» κόμμα και την μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όσο και με συνεχείς παρεμβάσεις στα συνέδρια και τις άλλες εσωκομματικές διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ.
Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά έχουν καταστεί κοινή συνείδηση στο ΠΑΣΟΚ, που καλείται τώρα να διαχειριστεί μια ιστορική πρόκληση με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα. Δεν αρκεί, όμως, να συμβεί αυτό μόνον στο ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να συμβεί σε όλο το κομματικό φάσμα, εάν θέλουμε να σταθούμε, συνολικά ως κοινωνία, στο ύψος των περιστάσεων.
- ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 22/03/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου